Αναρτήθηκε από: ANDREAS TOUMASATOS
Ὁ Ἅγιος Δονάτος Ἐπίσκοπος Εὐροίας ὁ θαυματουργὸς καὶ πολιοῦχος τῆς Πόλεως Παραμυθίας καὶ ὅλης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε καὶ ἔδρασε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (379-395 μ.Χ.). Ἐγεννήθηκε περὶ τὸ 330 μ.Χ. στὴν Εὔροια καὶ ἐμορφώθηκε στὸ Βουθρωτὸ τῆς Ἠπείρου. Σὲ ἡλικία τριάντα ἐτῶν ἐχειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς ἀρχαίας ἐπισκοπῆς Εὐροίας, τῆς ὁποίας τὰ ὅρια συνέπιπταν μὲ τὰ ὅρια τῆς σημερινῆς Μητροπόλεως Παραμυθίας, Φιλιατῶν, Γηρομερίου καὶ Πάργας.
Ὁ Ἅγιος Δονάτος διακρίθηκε γιὰ τὴν σοφία του καὶ τὴν θερμὴ του πίστη καὶ ἀγωνίσθηκε κατὰ τοῦ Ἀρειανισμοῦ καὶ τῶν Πνευματομάχων καὶ ἔλαβε μέρος στὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ 381 μ.Χ., ἡ ὁποία συνεπλήρωσε τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τῆς Νικαίας τοῦ 325 μ.Χ.
Ἔλαμψε ὅμως κυρίως μὲ τὴν μεγάλην του ἀγάπην, τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας καὶ τὴν ἁγίαν ζωήν του. Ὁ Θεὸς τὸν ἐστόλισε μὲ τὴν χάρη τῶν θαυμάτων, ποὺ ἐπιτελοῦσε καὶ ἐν ζωῇ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του. Στὸ Συναξάρι, ἀναφέρεται τὸ θαῦμα τοῦ Ἁγίου ποὺ ἐφόνευσε τὸ δράκοντα. Κοντὰ στὴν Εὔροια ὑπῆρχε ἕνα χωριὸ ποὺ ὀνομαζόταν Σωρεία, στὸ ὁποῖο ὑπῆρχε μία πηγή, ἀπὸ τὴν ὁποία, ὅποιος ἔπινε, πέθαινε. Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐπληροφορήθηκε τὸ γεγονός, πῆρε μαζί του καὶ ἄλλους ἱερεῖς καὶ πῆγε στὴν πηγή. Τὴ στιγμὴ ποὺ ἔφθασε ἐκεῖ ἀκούσθηκε μία βροντή. Ἀμέσως ἐμφανίσθηκε μπροστὰ του ἕνας δράκοντας, ποὺ εἶχε τὴ φωλιά του στὴν πηγή. Μόλις ὁ Ἅγιος ἔστρεψε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδε τὸ θηρίο, πῆρε στὰ χέρια του τὸ σχοινί, μὲ τὸ ὁποῖο ἐχτυποῦσε τὸν ὄνο ἐπάνω στὸν ὁποῖο ἐπέβαινε, ἐχτύπησε τὸ θηρίο στὴ ράχη, καί ἔπεσε νεκρὸ στὸ ἔδαφος. Στὴ συνέχεια ὁ Ἅγιος εὐλόγησε τὴν πηγή, ἤπιε πρῶτος αὐτὸς νερὸ ἀπ’ αὐτὴ καί, ἀκολούθως, προέτρεπε καὶ τοὺς ἄλλους νὰ πιοῦν χωρὶς κανένα φόβο. Ἐκεῖνοι, πράγματι, ἤπιαν καὶ εὐφράνθηκαν καὶ ἐπέστρεψαν ἀσφαλεῖς στὶς οἰκίες τους.
Τὰ θαύματα του τὸν ἔκαναν ξακουστό, ὄχι μόνο μέσα στὴν Μητρόπολη Εὐροίας ἀλλά καὶ ἔξω ἀπὸ αὐτήν. Διὰ τοῦτο ἐκλήθη ἀπὸ τὸν Μ. Θεοδόσιο, στὴν Βασιλεύουσα, γιὰ νὰ θεραπεύση τὴν μονάκριβη θυγατέρα του, ποὺ ἔπασχε ἀπὸ δαιμονοπληξία. Ὁ Ἅγιος μὲ τὴν προσευχὴ του ἐθεράπευσε τὴν κόρη καὶ ὁ αὐτοκράτωρ μὲ σεβασμὸ καὶ εὐγνωμοσύνη τὸν προέπεμψε μὲ τιμὲς καὶ δῶρα, ἀπὸ τὰ ὁποία ὁ Ἅγιος ἐδέχθη μόνο ἕνα μικρὸ τεμάχιο γῆς στὴν ἐπισκοπή του, ὀνομαζόμενον Ὀμφάλιον, ὅπου ἔκτισε Ναόν. Στὴν τοποθεσία αὐτὴ σώζονται ἐρείπια ἀρχαίου ναοῦ, ποὺ χρονολογεῖται ὅμως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου. Εἶναι πιθανὸ ὁ νεότερος αὐτὸς ναὸς νὰ οἰκοδομήθηκε ἐπὶ τῶν θεμελίων ἐκείνου, τὸν ὁποῖο ἔχτισε ὁ Ἅγιος, διότι κατὰ τὶς ἀνασκαφὲς βρέθηκε καὶ παλαιοχριστιανικὸ ὑλικό.
Μετὰ ἀπὸ μία ζωὴ γεμάτη δράση, ἀγῶνες γιὰ τὴν πίστη ἀλλὰ καὶ θαυμαστὰ ἔργα, ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ σὲ μεγάλη ἡλικία, καὶ ἐνταφιάσθηκε πλησίον τοῦ ἀνωτέρου ναοῦ σὲ μνημεῖο, τὸ ὁποῖο κατὰ τὴν παράδοση εἶχε ὁ ἴδιος ἑτοιμάσει
Ἡ μνήμη του τελεῖται τὴν30ην Ἀπριλίου καὶ ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του τὴν 29ην Σεπτεμβρίου.
Πολλοὶ ναοὶ ἔχουν κτισθῆ πρὸς τιμὴν του καθῶς καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς Μητροπολιτικὸς Ἱερὸς Ναὸς τῆς Παραμυθιᾶς. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ κάτοικοι τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Παραμυθίας καὶ τῆς γύρω περιοχῆς φέρουν τὸ ὄνομα Δονάτος.
Τὸ Ἅγιον Λείψανόν του μετεφέρθη κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Σταυροφοριῶν στὴν Δύση, καὶ σήμερα βρίσκεται ἀποθησαυρισμένο στὸν Ἱερὸ Ναὸ Μαρίας καὶ Δονάτου στὸ Murano τῆς Βενετίας.
Μέρος τοῦ Ἱεροῦ Λειψάνου τοῦ Ἁγίου Δονάτου διὰ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Παραμυθίας κ.κ. Τίτου καὶ τοῦ Παναγιωτάτου καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, μετεκομίσθη τὴν 29ην Σεπτεμβρίου 2000 ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Παναγίας τοῦ Murano τῆς Βενετίας εἰς τὴν Παραμυθίαν καὶ ἐναπετέθη μετὰ πάσης εὐλαβείας καὶ λαμπρότητος εἰς τὸν ὁμώνυμον μεγαλοπρεπῆ Ἱερὸν Ναόν.
ΤΟ ΙΕΡΟΝ ΛΕΙΨΑΝΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΟΝΑΤΟΥ:
Ὁ Ἅγιος Δονάτος ἔζησε σ’ ἕνα πολιτισμικὸ περιβάλλον, ὅπως ἡ Ἤπειρος, περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα, ἡ ὁποία εὑρισκόταν στὸ ὅριο μεταξὺ τῆς Ἑλληνικῆς καὶ τῆς Λατινικῆς γλωσσολογικῆς περιοχῆς. Ἔχοντας εἰσέλθει μὲ καθυστέρηση στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὸ ἀρχικὸ ἁγιογραφικὸ του dossier συνετέθη σέ ἑλληνικὴ γλώσσα, ἀλλά, ὅπως ἔδειξε ἡ Enrica Follieri, αὐτὸ συνέβη κατὰ ἕνα τμῆμα στὴ Μεσημβρινὴ Ἑλληνόφωνη Ἰταλία καὶ ἀκριβῶς στὴν Καλαβρία, ὅπου ἡ πόλη τῆς Εὐροίας (σήμερα Umbriatico) διεκδικοῦσε τὴν ἵδρυσή της ἀπὸ πρόσφυγες τῆς ὁμώνυμης πόλεως τῆς Ἠπείρου. Τὸ σκήνωμα τοῦ μυροβλήτου αὐτοῦ Ἁγίου, ὅπως μᾶς πληροφοροῦν ὁ Ἀνδρέας Dandolo καὶ ὁ Pietro Calo ἀπὸ τὴν Chioggia, τὸ ἔφερε στὴ λιμνοθάλασσα τὸ ἔτος 1126 ὁ Δόγης Δομήνικος Μιχαήλ (Michiel), ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν ἴδια ἀποστολὴ στὴν Παλαιστίνη (1122-1125), κατὰ τὴν ὁποία εἶχε ἀφαιρέσει ἀπὸ τὴ Χίο τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου, σὲ μία στιγμὴ ὀξείας διαμάχης μὲ τὸν Ἰωάννη Β΄ Κομνηνὸ. Παίρνοντάς το ἀπὸ τὸ Ἰονικὸ νησὶ τῆς Κεφαλλονιᾶς τὸ τοποθέτησε στὸ Μουράνο, στὴν ἐπισκοπὴ τοῦ Torcello, στὸ ναὸ τῆς Παναγίας (Santa Maria), ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ ἀνοικοδομήσει σὲ εὐρύτερη μορφή. Τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου εἶναι ἐνδεδυμένο μὲ ἐπισκοπικὰ ἄμφια καὶ ἡ κάρα αὐτοῦ καλυμμένη ἀπὸ ἕνα γύψινο προσωπεῖο, φτιαγμένο τὸ ἔτος 1964. Σήμερα εὑρίσκεται ἐπάνω στὴν κεντρικὴ Ἁγία Τράπεζα τῆς Βασιλικῆς, ἐνῶ ὥς τὸ ἔτος 1719 εὑρισκόταν στὸ προσκείμενο Βαπτιστήριο καὶ ὑπῆρξε ἀντικείμενο ἀναγνωρίσεως τὸ ἔτος 1991.
Τὸ λείψανο μετακομίσθηκε ἀπὸ τὴν Ἤπειρο περὶ τὰ τέλη τοῦ 6ου αἰώνα, ἐξαιτίας τῶν ὁμαδικῶν μεταναστεύσεων τῶν Ἰλλυρικῶν πληθυσμῶν, ποὺ εἶχαν προκληθεῖ ἀπὸ τὴν ἀβαροσλαβικὴ ἐπιδρομή. Ὁδηγούμενοι ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν τους καὶ παίρνοντας μαζί τους τὶς ἱερὲς μνῆμες τῆς πατρίδας τους, ἔψαχναν καταφύγιο στὶς νησιωτικὲς ζῶνες.
Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸν κατάλογο τῆς ἀλληλογραφίας τοῦ Πάπα Γρηγορίου τοῦ Διαλόγου ὅτι ὁ πληθυσμὸς τῆς Εὐροίας μὲ τὸν Ἐπίσκοπο Ἰωάννη εἶχε καταφύγει στὴν Κέρκυρα, στὴν πόλη τῆς Κασσιώπης, στὴ βορειοανατολικὴ ἀκτὴ τοῦ νησιοῦ, δημιουργώντας εὐαίσθητα θέματα κανονικῆς-ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας στὸν τοπικὸ Ἐπίσκοπο, τὸν Αlcisone. Ὁ Πάπας ἐπιβεβαιώνει στὸν τελευταῖο τὴν ἀκεραιότητα καὶ κανονικότητα τῆς ἐπισκοπικῆς του δικαιοδοσίας, τονίζοντας πάντως τὸ δικαίωμα τοῦ Ἐπισκόπου ἸωάννουΕὐροίας νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴν Κέρκυρα μὲ τοὺς Χριστιανούς του καὶ νὰ τοποθετήσει τὸ λείψανο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία, τὴν ἀφιερωμένη στὸν Ἅγιο Ἰωάννη. Οἱ πηγές μᾶς ἀφήνουν στὸ σκοτάδι σχετικὰ μὲ τὶς περιπέτειες τοῦ λειψάνου ἀνάμεσα στὴν ἀρχὴ τοῦ 7ου αἰώνα, ὅταν ἐμφανίζεται στὴν Κέρκυρα, καὶ τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 12ου αἰώνα, ὅταν τὸ εὑρίσκουμε ἀντίθετα στὸ κοντινὸ νησὶ τῆς Κεφαλλονιᾶς, ἔτσι ὥστε ὁ Α. Νiero νὰ ἀμφιβάλει γιὰ τὸ ἂν πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο.
Ἡ Follieri παρατηρεῖ εὐκαιριακὰ ὅτι ἡ Βενετσιάνικη λατρεία γιὰ τὸν Ἅγιο Δονάτο, ποὺ ἔφθασε στὴ λιμνοθάλασσα μὲ τὸ σῶμα τοῦ μυροβλήτου Ἁγίου, ἄφησε ἀνέγγιχτη τὴν προσωπικὴ φυσιογνωμία τοῦ Ἠπειρώτη Ἐπισκόπου, τὴ συγκεχυμένη, ἀντίθετα, στὸ ὑπόλοιπο τοῦ Λατινικοῦ κόσμου ἀπὸ τὴν ὁμοιότητα στὶς προσωπικές του περιπέτειες, ὅπως ἤδη ἐμφανίζεται στὴν Ἰταλοελληνικὴ παράδοση, πρὸς ἐκεῖνες τοῦ ὁμώνυμου Ἐπισκόπου του Ἀρητίου (Arezzo), ποὺ ἐμαρτύρησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἰουλιανοῦ τοῦ Ἀποστάτου.
Τὰ Βενετσιάνικα ἡμερολόγια ἀναφέρουν τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου στὶς 30 Ἀπριλίου, τὴν ἴδια ἡμερομηνία τῆς μνήμης τοῦ Ἁγίου στὸ Συναξάριον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐνῶ ἤδη ἡ Λατινικὴ μετάφραση τῆς Vita brevior καὶ ἡ Ἰταλοελληνικὴ Vita amplior (ὅπως ἀκριβῶς τὰ Ἰταλό-ἑλληνικὰ μηναῖα) τοποθετοῦν τὴ γενέθλια ἡμέρα του στὶς 7 Αὐγούστου, ποὺ εἶναι ὅμως ἡ ἡμερομηνία τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἀρετινοῦ Ἐπισκόπου (Arezzo).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου