Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Άγιον Όρος

ΙΕΡΕΣ ΜΟΝΕΣ

Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας

Η Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας είναι κτισµένη στη νοτιοανατολική πλευρά της χερσονήσου στην τοποθεσία Μελανά, περιοχή όπου διασώζονται σπαράγµατα µνηµείων που µας πάνε πίσω σε προχριστιανικά χρόνια.
Η Λαύρα κατέχει την πρώτη θέση στην ιστορία και ιεραρχία των µονών του Άθω, και ιδρυτής της είναι η σεβασµιώτερη µορφή µεταξύ των Αγιορειτών, ο άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Είναι το πρόσωπο που εισάγει στον µέχρι τότε σπηλαιώδη και ερηµιτικό µοναχισµό τον µετέπειτα επικρατήσαντα τρόπο µοναχικής ζωής, τον κοινοβιακό.
Με άδεια του αυτοκράτορα Ρωµανού του Β΄ ο Αθανάσιος ξεκινά τα έργα. Σύντοµα, αυτοκράτορας ανακηρύσσεται ο φίλος του αγίου Νικηφόρος Φωκάς, ο οποίος και του συµπαραστέκεται ποικιλοτρόπως. Αρχικά ανεγείρεται το Καθολικό και πολύ σύντοµα πολλοί, αλλόγλωσσοι και αλλόφυλοι, επιφανείς και άσηµοι, έρχονται να µονάσουν υπό την καθοδήγηση του αγίου. Την πολιτική υποστήριξης του Φωκά προς τον Αθανάσιο συνεχίζουν και οι διάδοχοί του Τσιµισκής και Βασίλειο Β΄ ο Βουλγαροκτόνος, παρά τις αντιδράσεις και κατηγορίες που κάποιοι έσπευσαν να κοµίσουν κατά του αγίου Αθανασίου. Μετά τον θάνατο του αγίου την επιτροπία της Λαύρας αναλαµβάνουν κατ' εντολή του ο ιδρυτής της Μονής των Ιβήρων άγιος Ιωάννης και ο πατρίκιος Νικηφόρος ο Ουρανός. Η µονή βρίσκεται από καιρό σε περίοδο ακµής και σταδιακά αποκτά πολλά αφιερώµατα: εκτός από το σολέµνιο (ετήσια επιχορήγηση χρυσών νοµισµάτων) που καθιερώθηκε από τον Φωκά και τον Τσιµισκή, ο Βασίλειος ο Β΄ προσέφερε στη µονή ένα νησί (κοντά στη Σκιάθο). Σταδιακά, κτήµατα της Λαύρας γίνονται η µονή Γοµάτου, Μονοξυλίτου, Αµαλφινών, Κάλυκα, το Ξηρόκαστρον, ο όρµος Πλατύς. Τις κτήσεις αυτές επικυρώνουν µε αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα ο Ανδρόνικος ο Β΄ και ο δεσπότης Δηµήτριος Παλαιολόγος (1429).
Ο κράλης των Σέρβων Στέφανος Δουσάν, όπως και άλλοι µεταγενέστεροι σλαύοι ηγεµόνες, φέρεται µε γενναιοδωρία προς τη Λαύρα. Η µονή µέχρι και τον 14ο αιώνα παρέµεινε κοινόβιο, αλλά οι πειρατικές επιδροµές προκάλεσαν την αποδιοργάνωσή της, ενώ σοβαρές ζηµιές επέφεραν διάφοροι σεισµοί που έπληξαν την Λαύρα, όπως αυτός του 1585. Στη σταδιακή παρακµή της µονής συνέτεινε το βάρος της φορολογίας των µοναστηριών στα χρόνια της τουρκοκρατίας, που σχεδόν συνολικά το σήκωσαν η Λαύρα µαζί µε τις µονές Βατοπεδίου και Ιβήρων.
Η µετάβαση κατά τον 14ον αιώνα στην ιδιορρυθµία, οδήγησε τη µονή στη χρήση ενός ιδιαίτερου τυπικού, όµοιο µε αυτό των Λαυρών της Παλαιστίνης. Το 1574 µε την επέµβαση του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σιλβέστρου, η µονή επιστρέφει στο κοινοβιακό σύστηµα, για να επιστρέψει στην ιδιορρυθµία το 1670.
Ο ναός, αν και αρχικά ήταν αφιερωµένος στον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου, µε την κοίµηση του αγίου Αθανασίου τιµάται και πανηγυρίζει στη µνήµη του. Η αρχική του κατασκευή ανάγεται στο 963, όµως στην οικοδοµική του ιστορία έχει περάσει αρκετές φάσεις, όπως και η πλειονότητα των αθωνικών Καθολικών. Οι αγιογραφίες του Καθολικού ανήκουν στον Θεοφάνη τον Κρήτα, ενώ της τράπεζας πιθανώς σε κάποιο µαθητή του. Έξω από το Καθολικό βρίσκεται η φιάλη του αγιασµού που είναι η µεγαλύτερη του Αγίου Όρους. Η µονή διαθέτει 17 παρεκκλήσια και 19 εξωκκλήσια.
Από τους πολλούς και ανεκτίµητους θυσαυρούς της µονής σηµαντικότεροι είναι η εικόνα της Παναγίας της Κουκουζέλισσας, πατριαρχικοί και αυτοκρατορικοί σάκκοι και άγια λείψανα. Η βιβλιοθήκη της Λαύρας έχει περίπου 2,116 χειρόγραφα, 20,000 έντυπα βιβλία και περίπου 100 ξενόγλωσσα χειρόγραφα. Σ' αυτήν ανήκουν οι τρεις γνωστές σκήτες του Τιµίου Προδρόµου, της Αγίας Άννης και των Καυσοκαλυβίων, τα καλυβικά αθροίσµατα της Μικράς Αγίας Άννης, τα Κατουνάκια, τα Καρούλια, η Κερασιά, κ.α., τα ονοµαστά Κελλιά Μυλοπόταµος, Άγιος Νείλος, και τα ασκηταριά των αγίων Πέτρου, Αθανασίου και Νείλου. Στη µονή επίσης ανήκουν τα ιστορικά Κελλιά της Προβάτας και των Καρυών.
Το 1963 η Λαύρα και µαζί µ' αυτήν όλο το Άγιον Όρος γιόρτασε την Χιλιετηρίδα της. Το 1980 η Μεγίστη Λαύρα επέστρεψε στο κοινοβιακό σύστηµα. Σήµερα αριθµεί περί τους 50 µοναστηριακούς αδελφούς και τους 300 εξαρτηµατικούς.

† † † † † † † † † †

Ι. Μ. Βατοπαιδίου
Η Ιερά Μονή Βατοπαιδίου αντικρύζει τη θάλασσα της βορειοανατολικής όψης του Άθω από ένα παραθαλάσσιο ύψωµα. Η µονή ιδρύθηκε περί το 972-985 πιθανώς από τρεις πλούσιους άρχοντες, τους Αθανάσιο, Νικόλαο και Αντώνιο, οι οποίοι ήρθαν και µόνασαν στο Άγιον Όρος στα χρόνια του αγίου Αθανασίου που ίδρυσε τη Μεγίστη Λαύρα. Στο Β΄Τυπικό (1045) κατακτά τη δεύτερη θέση την οποία συνεχίζει να κατέχει και σήµερα.
Τον 12ο και 13ο αιώνα εκεί µόνασαν οι εθναρχικές µορφές του σερβικού λαού άγιοι Σάββας και Συµεών. Ο κράλης της Σερβίας Στέφανος ∆ουσάν κατά τον 14ο αιώνα ανάµεσα στις πολλές δωρεές που πρόσφερε στη µονή ήταν και ο συνοικισµός Άγιος Μάµανας, ενώ και τον επόµενο αιώνα άλλοι Σέρβοι ηγεµόνες συνέχισαν την θεοφιλή τακτική των αφιερώσεων και δωρεών στο µοναστήρι.
Στην ένδοξη πορεία της µονής δεν έλειψαν και οι δύσκολες στιγµές, όπως οι επιδροµές και λεηλασίες Φράγκων πειρατών, Καταλανών (1307) και αργότερα οθωµανικών φύλων. Όµως αυτού του είδους οι κακοτυχίες δεν ανέστειλαν την αύξηση και προκοπή της µονής. Απεναντίας, κατά καιρούς υπό την κατοχή της περιήλθαν οι µονές Χαλκέως, Βεροιώτου, Ιεροπάτορος, Καλέτζη, Αγίου ∆ηµητρίου, Ξύστρου, Τριπολίτου, και Τροχαλά. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες επίσης δεν υστέρησαν σε γενναιοδωρία, ενώ δυτικοί ηγεµόνες στους µεταβυζαντινούς χρόνους ενδιαφέρθηκαν για την ακεραιότητα της µονής. Στα τέλη του 15ου αιώνα το Βατοπαίδι έθρεψε στους κόλπους του τον φωτιστή των Ρώσων άγιο Μάξιµο τον Γραικό. Το 1749 στη µονή ιδρύθηκε η γνωστή Αθωνιάδα Σχολή, που σε εποχές δίσεκτες για το Γένος προσέφερε γνώση και µόρφωση πνευµατική.

Το ωραίο Καθολικό της µονής τιµάται στον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου και χτίστηκε το 10ο αιώνα. Οι παλαιότερές του αγιογραφίες, που έχουν ωστόσο επιζωγραφηθεί κατά το 18ο και 19ο αιώνα, ανάγονται στον 14ο αιώνα. Η µονή διαθέτει 12 εξωκκλήσια και 21 παρεκκλήσια, εκ των οποίων τα 5 είναι ενσωµατωµένα στο Καθολικό. Το κωδωνοστάσιο της µονής ανεγέρθη περί το 1427 και είναι το παλαιότερο σωζόµενο. Η µονή γνώρισε συχνές και ολιγόχρονες µεταβολές από το κοινοβιακό στο ιδιόρρυθµο σύστηµα και αντίστροφα ήδη από τα τέλη του 14ου αιώνα. Το 1989 επανήλθε στο κοινοβιακό σύστηµα.

Από τα κειµήλια της µονής ιδιαίτερα γνωστό είναι η τιµία Ζώνη της Παναγίας, που φυλάσσεται εκεί από τον 14ο αιώνα. Πολύτιµο ανάθηµα είναι και ο "Ίασπις", ένα ποτήρι, δώρο µάλλον του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, που έχει την ιδιότητα να µετατρέπει το νερό σε γαλάκτωµα ιαµατικό για το δάγκωµα φιδιού, καθώς επίσης και πολλά περίτεχνα άµφια και εκκλησιαστικά σκεύη. Αλλά και µια σειρά από θαυµατουργές εικόνες της Θεοτόκου όπως της Ελαιοβρύτισσας, της Κτητόρισσας, της Εσφαγµένης και της Παραµυθίας στολίζουν εξαίρετα το µοναστήρι. Η βιβλιοθήκη της Βατοπαιδίου έχει 1536 χειρόγραφα, 25 ειλητάρια, ένα µεγάλο αριθµό εγγράφων και έντυπα που ξεπερνούν τις 25,000. Εξαρτήµατα της µονής είναι 24 Κελλιά και οι ιστορικές σκήτες του Αγίου ∆ηµητρίου και του Αγίου Ανδρέα (Σεράι), παρά τις Καρυές. Οι µοναχοί της µονής ανέρχονται στους 50 και αρκετοί κατάγονται από την Κύπρο.
† † † † † † † † † †

Ι. Μ. Ιβήρων
 
Η Ιερά Μονή Ιβήρων ιδρύθηκε προς το τέλος του 10ου αιώνα από τον άγιο Ιωάννη τον Ίβηρα λίγο µετά την ίδρυση της Μεγίστης Λαύρας και της Βατοπαιδίου. Ο άγιος Ιωάννης µόνασε κοντά στον άγιο Αθανάσιο και σύντοµα ήλθαν και άλλοι Ίβηρες. Ανάµεσά τους ήταν και ο γυναικάδελφός του Ιωάννης Τορνίκιος. Ο Ιωάννης Τορνίκιος ως µοναχός κλήθηκε από τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου Βασίλειο Β΄ και µαζί κατέστειλαν την ανταρσία του στρατηγού Βάρδα του Σκληρού. Από τα λάφυρα και τις αυτοκρατορικές δωρεές διευρύνθηκε η παλαιότερη µονή του Κλήµεντος και δηµιουργήθηκε η µονή των Ιβήρων. Ο άγιος Ιωάννης και ο κατά σάρκα γιος του άγιος Ευθύµιος -συνκτίτορας της µονής και µετέπειτα ηγούµενος-, αναδείχθηκαν σε φωτιστές των Ιβηριτών.





















Στην Ιβήρων από νωρίς προστέθηκαν άλλα µικρότερα µονύδρια, όπως του Λεοντίου στη Θεσσαλονίκη, του Ιωάννη Κολοβού στην Ιερισσό, του αγίου Σάββα του Χάλδου και του Κάσπακος. Τον 14ο αιώνα υπέστη καταστροφές από πειρατές Καταλανούς και ενωτικούς της ∆ύσης. Η µονή ωστόσο θα ορθοποδήσει µε την αµέριστη συµπαράσταση των Παλαιολόγων και των ηγεµόνων της Σερβίας και της Γεωργίας. Στις δύσκολες στιγµές του 16ου αιώνα διάφοροι Γεωργιανοί ηγεµόνες ευεργέτησαν τη µονή και την έβγαλαν από τα οικονοµικά της αδιέξοδα.
Στη µονή των Ιβήρων είναι εγκατεστηµένη η εφέστια εικόνα του Αγίου Όρους, η Παναγία η Πορταΐτισσα. Το 1651 αντίγραφο της εικόνας στάλθηκε στην Μόσχα κατόπιν επιθυµίας της τσαρικής οικογένειας. Οι εκεί θαυµατουργίες της Παναγίας βοήθησαν στη συγκέντρωση χρηµάτων, ενώ στη µονή παρεχωρήθη και το µοναστήρι του αγίου Νικολάου στη Μόσχα. Η Ιβήρων δοκίµασε τη λαίλαπα της φωτιάς το 1740 και το 1845. Αλλά η πυρκαγιά που κυριολεκτικά αποτέφρωσε τη µονή ήταν αυτή του 1865. Στα χρόνια της Επανάστασης η µονή δωρίζει τους θησαυρούς για τον Αγώνα, ενώ στο χώρο της έµεινε και ο εθνοµάρτυρας Γρηγόριος Ε΄. Ο τελευταίος Ίβηρας µοναχός κοιµήθηκε το 1955. Το µοναστήρι κατέχει την τρίτη θέση στην ιεραρχία των µονών και από το 1990 αποτελεί κοινόβιο.






































Το Καθολικό είναι αφιερωµένο στην Κοίµηση της Θεοτόκου. Ο αρχικός του πυρήνας χτίστηκε προς το τέλος του 10ου αιώνα, ακολούθησε µια µετασκευή στις αρχές του 11ου και ανοικοδοµήθηκε το 1513. Γνωστά κειµήλια του Καθολικού είναι η περίφηµη λεµονιά -αργυρή επτάφωτη λυχνία- και η πόρτα από τον εξωνάρθηκα στη λιτή φτιαγµένη από άργυρο και έβενο. Άλλοι γνωστοί θυσαυροί της µονής είναι ο λεγόµενος σάκκος του Ιωάννη Τσιµισκή, η αρχιερατική στολή του πατριάρχη ∆ιονυσίου ∆΄, το µέγα ευαγγέλιο (δώρο του Πέτρου του µεγάλου), σκεύη, άµφια και κεντητά, καθώς και τίµια λείψανα τουλάχιστον από 150 αγίους.
Στη βιβλιοθήκη της Ιβήρων περιέχονται πάνω από 2,000 χειρόγραφα και 15 λειτουργικά ειλητάρια, και πάνω από 20,000 βιβλία, µε σπουδαία αρχέτυπα και παλαίτυπα. Στη µονή που ανέδειξε αγίους και λογίους ανήκουν η σκήτη του Τιµίου Προδρόµου, 11 Καθίσµατα, και 26 Κελλιά. Το µοναστήρι διαθέτει 16 παρεκκλήσια και 10 εξωκκλήσια. Σήµερα αριθµεί περί τους 30 µοναχούς.
 † † † † † † † † † †




Ι. Μ. Χιλανδαρίου
 


Η Ιερά Μονή Χιλανδαρίου είναι κτισµένη στη βορειανατολική πλευρά του Άθω. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η ονοµασία της µονής πιθανότατα προέρχεται από τον ιδρυτή παλαιότερου µονυδρίου στον εκεί χώρο, ενώ άλλοι δέχονται την ετυµολογία της λέξης από το βυζαντινό πλοίο "χελάνδιο".

Το µοναστήρι όπως σήµερα µας είναι γνωστό, ιδρύθηκε τον 12ο αιώνα από τον ηγεµόνα της Σερβίας Στέφανο Νεµάνια και τον γιο του Ράστκο, τους µετέπειτα µοναχούς Συµεών και Σάββα, που είναι ίσως και οι λαοφιλέστεροι άγιοι της Σερβίας. Το Χελανδάρι αρχικά ανήκε στη µονή Βατοπεδίου, αλλά παραχωρήθηκε στους αγίους Σάββα και Συµεών και το 1198 µε χρυσόβουλλο ο αυτοκράτορας Αλέξιος Γ΄ επικύρωσε τη σερβική κατοχή της µονής. Σταδιακά προσαρτήθηκαν στα όρια του Χελανδαρίου πολλές άλλες µικρότερες ιστορικές µονές, όπως του Ζυγού, του Αγίου Βασιλείου, της Κοµίτισσας, του Κάλυκα, των Παπαρνικίων, του Οµολογητού, της Στροβηλαίας και άλλες.

















Η συνεχής επάνδρωσή του µε νέο έµψυχο υλικό από τη Σερβία και η αµέριστη υποστήριξη του σερβικού λαού και των ηγεµόνων του, εξασφάλησε την άνθηση και τη µακροηµέρευση του µοναστηριού σε χρόνια δίσεκτα, κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ανάµεσα στους Σέρβους ηγεµόνες που βοήθησαν κατά πολύ οικονοµικά το Χελανδάρι ήταν ο Στέφανος Μιλούτιν (1282-1321) -στο όνοµα του οποίου ανεγέρθη ο οµώνυµος πύργος που βρίσκεται στο δρόµο προς τον αρσανά της µονής- και ο Νεαγκόε Μπασαράµπ (1512-21). Τον 17ο αιώνα η προσέλευση των Σέρβων µοναχών ελαττώνεται ενώ η παρακµή διαπιστώνεται έντονα τον 18ο αιώνα, µετά την καταστροφική πυρκαγιά του 1722. Την εποχή αυτή η µονή ουσιαστικά κατοικούνταν από Βουλγάρους µοναχούς Η µονή δοκιµάστηκε και πάλι το 1891 από µια εξίσου ολέθρια πυρκαγιά.

















Το Χελανδάρι συµπαραστάθηκε ενεργά στους εθνικούς αγώνες των Ελλήνων και στους δυο παγκόσµιους πολέµους. Το Καθολικό του µοναστηριού είναι αφιερωµένο στα Εισόδια της Θεοτόκου και κτίστηκε τον 14ο αιώνα. Οι έξοχες αγιογραφίες που φέρει επιζωγραφήθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα. Επίσης, πίσω από το νεώτερο ξυλόγλυπτο τέµπλο υπάρχει το παλαιότερο µαρµάρινο τέµπλο του Καθολικού. Η φιάλη της µονής είναι έργο του 18ου αιώνα, ενώ η τράπεζά της είναι τόσο παλαιά όσο και το Καθολικό.
Η µονή κατέχει την τετάρτη θέση στην ιεραρχία των µονών. ∆ιαθέτει 11 παρεκκλήσια και 2 εξωκκλήσια, καθώς και 17 Κελλιά, 15 εκ των οποίων βρίσκονται στις Καρυές. Από τα µετόχια της µονής σήµερα σώζωνται τρία: της Κοµίτσας, της Ζωοδόχου Πηγής κοντά στην Ιερισσό, και του Αγίου Νικολάου στη Σωζόπολη της Χαλκιδικής. Ανάµεσα στα πολλά κειµήλια της µονής ξεχωρίζουν η ασηµένια λάρνακα του αγίου Συµεών µε το κλήµα, οι καρποί του οποίου έχουν λύσει τη στειρότητα πολλών γυναικών, οι θαυµατουργές εικόνες της Παναγίας της Τριχερούσας, της Οδηγήτριας και της Αβραµιώτισσας. Επίσης, ξεχωρίζουν κάποια κεντητά άµφια και υφάσµατα, δυο σταυροί µε Τίµιο Ξύλο, το δίπτυχο µε τις 24 µικρογραφίες, το καλάµι και το σάβανο του Χριστού και πολυθρόνες κοσµηµένες µε φίλντισι. Στη βιβλιοθήκη του µοναστηριού περιέχονται 181 ελληνικοί και 809 σλαβικοί κώδικες, τουλάχιστον 20,000 έντυπα βιβλία εκ των οποίων 3,000 είναι ελληνικά, καθώς επίσης και 400 έγγραφα διαφόρων γλωσσών. Στη µονή σήµερα κατοικούν 22 µοναχοί.
† † † † † † † † † †




Ι. Μ. Διονυσίου

Η Ιερά Μονή ∆ιονυσίου γνωστή ως "Νέα Πέτρα" είναι κτισµένη πάνω σε στενό και απόκρηµνο βράχο σε ύψος 80 µέτρων από τη θάλασσα, µεταξύ των µονών Γρηγορίου και Αγίου Παύλου. Κτίτορας της µονής είναι ο όσιος ∆ιονύσιος από την Κορυσό της Καστοριάς, ο οποίος µε πολλές δυσκολίες και κόπους κατόρθωσε να συγκεντρώσει τα απαραίτητα για την ανέγερση του µοναστηριού, στο δεύτερο µισό του 14ου αιώνα. Σ' αυτή του την προσπάθεια ευγενικός χορηγός στάθηκε ο Αλέξιος Γ΄ Κοµνηνός, αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, παρακινούµενος και από τον µητροπολίτη της πόλης Θεοδόσιο που ήταν αυτάδελφος του οσίου. Την πολιτική αυτή της δαψιλής χορηγίας προς τη µονή συνέχισαν οι Παλαιολόγοι και αργότερα πολλοί ηγεµόνες της Μολδοβλαχίας.
Ο πατριάρχης Αντώνιος ∆΄ το 1389 µε σιγιλλιώδες γράµµα ανακηρύσει τη µονή πατριαρχική και κατ' αυτό τον τρόπο προσδίδει αυτόνοµη οντότητα. Με τη ∆ιονυσίου συνδέεται και η σπουδαία προσωπικότητα του αγίου Νήφωνα, πατριάρχη ΚΠόλεως, ο οποίος στα µέσα του 15ου αιώνα εκάρη µοναχός της και µετά από πολλούς αγώνες επέστρεψε και πάλι στη µονή της µετανοίας του. Στις αρχές του 16ου αιώνα οι Μολδαβοί Ράδουλος και ο διάδοχός του Νεάγκος Βασσαράβας κτίζουν το υδραγωγείο και τον πύργο του µοναστηριού. Το 1539 µια πυρκαγιά, ίσως η µοναδική τόσο ισχυρή στην ιστορία της µονής, αποτέφρωσε ικανό µέρος των κτισµάτων της, που όµως σύντοµα ανακαινίσθηκαν και αναπληρώθηκαν. Τον 16ο και 18ο αιώνα η µονή λόγω οικονοµικών δυσχερειών µετατράπηκε σε ιδιόρρυθµο, αλλά στις αρχές του 19ου αιώνα θα επιστρέψει οριστικά στο κοινοβιακό σύστηµα.
Το Καθολικό της µονής, αφιερωµένο στο Γενέσιο του Τιµίου Προδρόµου, οικοδοµήθηκε µαζί µε τη µονή αλλά µια πυρκαγιά το 1534 το κατέστρεψε. Ο νέος ναός είναι αυτός που ανοικοδοµήθηκε αµέσως µετά τη χρονιά το 1540. Οι τοιχογραφίες του Καθολικού φαίνεται πως έγιναν από τον εκπρόσωπο της Κρητικής σχολής Τζώρτζη περί το 1546. Αξιόλογο είναι το επιχρυσωµένο τέµπλο του ναού και οι τοιχογραφίες της Αποκάλυψης, η αρχαιότερη πλήρης εικαστική έκφραση της Αποκάλυψης στον Ορθόδοξο χώρο.
Στη ∆ιονυσίου βρίσκεται η θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας των Χαιρετισµών ή του Ακαθίστου. Στο µoναστήρι υπάγονται 7 Κελλιά και αρκετά Καθίσµατα. Επίσης διαθέτει 8 παρεκκλήσια και 6 εξωκκλήσια. Στη ∆ιονυσίου ανήκει και το µετόχι Μονοξυλίτης, το οποίο στα µέσα του 17ου αιώνα της µετεβιβάσθη από τη Λαύρα. Η ∆ιονυσίου κατέχει την πέµπτη θέση στην ιεραρχία των µονών. Στα κειµήλια της µονής αριθµούνται πολλά λείψανα αγίων, µε πιο σηµαντικά τη δεξιά του τιµίου Προδρόµου και τα τίµια λείψανα του αγίου Νήφωνα. Άλλα σηµαντικά κειµήλια είναι µια ανάγλυφη παράσταση της Σταύρωσης σε ελεφαντοστό, έργο του 10ου αιώνα, κεντητά, σκεύη και άµφια. Στη βιβλιοθήκη της µονής βρίσκονται θυσαυρισµένα 1,100 χειρόγραφα, κάποια από αυτά εικονογραφηµένα, και πανω από 15,000 βιβλία µε πολύτιµα αρχέτυπα και παλαίτυπα. Η µονή ανέδειξε στον αιώνα µας ασκητικές µορφές και λόγιους και σήµερα αριθµεί περί τους 50 µοναχούς.
† † † † † † † † † †


Ι. Μ. Κουτλουμουσίου

Η Ιερά Μονή Κουτλουµουσίου είναι κτισµένη κοντά στις Καρυές και είναι αφιερωµένη στη Μεταµόρφωση του Σωτήρος. Η ετυµολογία του ονόµατος σχετίζεται πιθανότατα µε δυο φάσεις της ζωής του µοναστηριού. Μονή µε το όνοµα Κουτλουµούσι αναφέρεται ήδη σε έγγραφο του 1169 και θα πρέπει να την ταυτίσουµε µε την σηµερινή. Ωστόσο δεύτερος ιδρυτής της µονής θεωρείται κάποιος Κουτλουµούσης από την εκχριστιανισµένη δυναστεία των Σελτζουκιδών.
Τον 14ο αιώνα το Κουτλουµούσι έζησε δύσκολες στιγµές µε τις ληστρικές επιδροµές των Καταλανών που σφράγισαν µια πορεία αποδυνάµωσης και κάµψης η οποία είχε αρχίσει ήδη από τον12ο αιώνα. Η περίοδο ακµής του µοναστηριού ήρθε µε τη φωτισµένη καθοδήγηση του ηγουµένου Χαρίτωνα από την Ίµβρο το δεύτερο µισό του14ου αιώνα. Ο Χαρίτων εξασφάλισε σηµαντική βοήθεια από τον Ιωάννη Βλαδισλάβο διατηρώντας τα προνόµια των Ελλήνων έναντι των εκεί εγκαταβιούντων Ρουµάνων. Το 1393 το µοναστήρι κατεστάθηκε σταυροπηγιακό. Στις αρχές του 15ου αιώνα Κουτλουµουσιανοί µοναχοί κατοίκησαν και προσάρτησαν την έρηµη µονή του αγίου Αλυπίου. Με πατριαρχικό σιγίλλιο το 1428 η µονή Αλυπίου απορροφήθηκε από το Κουτλουµούσι το οποίο απέκτησε περισσότερη δύναµη.
Την ακµή διαδέχθηκε η παρακµή στην οποία συνέβαλε και η µεγάλη πυρκαγιά του 1497. Το 1767 ακόµη µια πυρκαγιά κατέστρεψε την ανατολική πλευρά της µονής. Η συνδροµή του πατριάρχη Αλεξανδρείας Ματθαίου Γ΄ υπήρξε καθοριστική στην ανακαίνιση της µονής. Τον 19ο αιώνα (1857 και 1870) η φωτιά µε σφοδρότητα έρχεται και πάλι να πλήξει τα κτίρια της µονής. Οι επισκευές τελεσφόρησαν µε τη φιλότιµη προσπάθεια του ηγουµένου Μελετίου. Η τελευταία πυρκαγιά που συνέβη είναι αυτή του 1980, οι ζηµίες της οποίας πρόσφατα αποκαταστάθηκαν.
Το Καθολικό της Κουτλουµουσίου ανάγεται στον 16ο αιώνα και αποτελεί κλασικό δείγµα αγιορειτικής αρχιτεκτονικής, ενώ οι αρχικές αγιογραφίες του έχουν επιζωγραφηθεί. Η φιάλη και το κωδωνοστάσιο είναι έργα του 19ου αιώνα. Στην κατοχή της µονής βρίσκονται 18 Κελλιά και η ωραία σκήτη του Αγίου Παντελεήµονος (1790) µε 22 Καλύβες. Ιδιαίτερης καλλιτεχνικής αξίας είναι το ξυλόγλυπτο τέµπο. Η µονή διαθέτει 7 παρεκκλήσια και ισάριθµα εξωκκλήσια. Στο παρεκκλήσι της Φοβεράς Προστασίας υπάρχει και η οµώνυµη θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας. Στη µονή φυλάσσονται πολλά λείψανα αγίων, ιερά άµφια και ενδιαφέρουσες φορητές εικόνες. Στη βιβλιοθήκη στεγάζονται 662 χειρόγραφα και περί τα 3,500 έντυπα βιβλία. Το Κουτλουµούσι κατέχει την έκτη θέση στην ιεραρχία των µονών και όπως όλα τα σηµερινά αθωνικά καθιδρύµατα είναι κοινόβιο. Οι µοναχοί του είναι περίπου 20.
† † † † † † † † † †
Ι. Μ. Παντοκράτορος

Η Ιερά Μονή Παντοκράτορος βρίσκεται στη βορειοανατολική πλευρά του Άθω και είναι παραθαλάσσια. Πλησίον της µονής υπήρχε η αρχαία πόλη Θύσσος. Αν και µακραίωνη προφορική παράδοση θέλει ως κτίτορα της µονής τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κοµνηνό, από τις σωζόµενες µαρτυρίες εξάγεται το συµπέρασµα ότι κτίτορες της µονής ήταν οι αδελφοί Αλέξιος (µε το στρατιωτικό αξίωµα του µέγα στρατοπεδάρχη) και Ιωάννης (αξιωµατούχος της αυλής µε τη θέση του µεγάλου πριµηκυρίου).



∆εν είναι γνωστό πότε ξεκίνησαν οι οικοδοµικές εργασίες αλλά το 1358 το µοναστήρι υπήρχε ήδη και εγκαινιάστηκε ενδεχοµένως το 1362 από τον πατριάρχη Κάλλιστο Α΄. Αρχαία µονύδρια που ενσωµατώθηκαν στην Παντοκράτορος είναι του Αγίου Αυξεντίου, ∆ωροθέου, Κυνόποδος, Ραβδούχου, Φακηνού και Φαλακρού. Ο Αλέξιος απεβίωσε περί το 1368, ενώ ο Ιωάννης φαίνεται πως το 1384 είχε αποσυρθεί στη µονή όπου και εκάρη µοναχός. Από τις πολλές δωρεές που προσέφεραν τα αδέρφια αγοράστηκαν και τα περισσότερα µετόχια που η µονή είχε έως και τα µέσα του αιώνα µας. ∆ώρο των αδελφών αποτελεί και η εικόνα του Παντοκράτορος Χριστού, που σήµερα βρίσκεται στο µουσείο του Ερµιτάζ στην Πετρούπολη της Ρωσίας.
Η Παντοκράτορος ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε το 16ο αιώνα µε τα χρήµατα που πρόσφεραν ηγεµόνες των παραδουνάβιων περιοχών. Η µονή, παρά τα ογκώδη χρέη της, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας δεν χάνει τη ζωτικότητά της. Στη µονή εγκαταβίωσαν σπουδαίες και αγιασµένες προσωπικότητες όπως ο πατριάρχης Κάλλιστος Β΄ ο Ξανθόπουλος, ο Συµεών και ο Θεωνάς, αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης. Η µονή χτυπήθηκε από τη λαίλαπα της φωτιάς το 1393, το 1773 και τέλος το 1948, ευτυχώς χωρίς ποτέ να καταστραφεί ολοσχερώς.
Το Καθολικό -αφιερωµένο στη Μεταµόρφωση του Σωτήρος- χτίστηκε την ίδια εποχή µε τη µονή, ωστόσο είναι ευδιάκριτη η δική του αυτόνοµη αρχιτεκτονική πορεία, τόσο από πλευράς αρχιτεκτονικής, όσο και αγιογράφισης. Η αγιογράφιση του ναού ανάγεται στο τρίτο τέταρτο του 14ου αιώνα και επιζωγραφίθηκε το 1854. Το κωδωνοστάσιο είναι κτίσµα του 19ου αιώνα. Στη µονή φυλάσσονται αρκετά λείψανα αγίων όπως του αγίου Ιωαννικίου του εν Ολύµπω της Βιθυνίας, Θεοδώρου του Στρατηλάτου, των αγίων Κοσµά και ∆αµιανού, τεµάχιο Τιµίου Ξύλου, καθώς επίσης και κειµήλια όπως µέρος της ασπίδας του αγίου Μερκουρίου και εικόνες του 14ου αιώνα και µεταγενέστερες. Το τέµπλο του Καθολικού ίσως είναι και το παλαιότερο του Αγίου Όρους. Ως εφέστια εικόνα της µονής τιµάται η Παναγία η Γερόντισσα, που είναι µία από τις θαυµατουργές εικόνες του Αγίου Όρους.
Στη βιβλιοθήκη του µοναστηριού περιλαµβάνονται περίπου 350 χειρόγραφοι κώδικες και περί τα 3,500 έντυπα. Τα έγγραφα της µονής είναι ελληνικά, τουρκικά και ένα βλαχικό του 17ου αιώνα. Στη µονή βρίσκονται 7 παρεκκλήσια και άλλα 7 εξωκκλήσια. Η Παντοκράτορος έχει την επικυριαρχία 5 Κελλιών στην περιοχή των Καρυών, και κατά τους νεώτερους χρόνους απέκτησε πολλά µετόχια σε Ελλάδα, Μ. Ασία και Βλαχία από τα οποία σήµερα δεν κατέχει κανένα. Στα εξαρτήµατα της µονής ανήκουν η σκήτη του Προφήτη Ηλία, 5 Κελλιά και 38 Καλύβες στην περιοχή της Καψάλας. Η µονή κατέχει την έβδοµη θέση µεταξύ των αθωνικών µονών και επανήλθε στο κοινοβιακό σύστηµα το 1992. Σήµερα έχει περί τους δεκαπέντε µοναχούς, που αγωνίζονται για την ανακαίνισή του.
† † † † † † † † † †


Ι. Μ. Ξηροποτάμου


Η Ιερά Μονή Ξηροποτάµου, κλασικό δείγµα αγιορειτικής αρχιτεκτονικής, γεωγραφικά εντοπίζεται περίπου στο µέσο της χερσονήσου του Άθω σε θέση περίβλεπτη, και σε ύψος 200 µέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας.























Αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα µοναστήρια, αλλά η πρώιµη ιστορία του παραµένει ασαφής όσον αφορά στον ακριβή χρόνο ίδρυσής του και τον κτίτορα του µοναστηριού. Η προφορική παράδοση θέλει ιδρυτή της µονής την αυτοκράτειρα Πουλχερία που έζησε τον 5ο αιώνα, ενώ σύµφωνα µε άλλη πηγή ιδρυτές θεωρούνται οι αυτοκράτορες Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος και ο Ρωµανός Α΄ ο Λεκαπηνός κατά τον 10ο αιώνα. Σε χειρόγραφα και διάφορα έγγραφα υπάρχει µια ασάφεια όσον αφορά στο όνοµα της µονής και την προσωπικότητα του οσίου Παύλου που είναι πιθανότατα ο κύριος κτίτορας της µονής. Πρόκειται µάλλον για κάποιον ασκητή µοναχό ο οποίος έχαιρε µεγάλης εκτίµησης στον Άθω, υπήρξε σύγχρονος του αγίου Αθανασίου και µε βάση την προφορική παράδοση ταυτίζεται µε τον γιο του Μιχαήλ Α΄ του Ραγκαβέ.






















Η ευηµερούσα πορεία της µονής ανακόπηκε κατά το 13ο αιώνα, στα χρόνια της Φραγκοκρατίας όταν ενέσκηψαν οικονοµικές δυσκολίες και πειρατικές επιδροµές. ∆εν άργησε ωστόσο να τύχει και πάλι της υποστήριξης των βυζαντινών αυτοκρατόρων, ιδίως µετά την πυρκαγιά του 1280, που µε δωρεές και χρυσόβουλλα επιβεβαίωσαν κυριαρχικά δικαιώµατα της µονής (13ος-14ος αιώνας). ∆ωρεές από τις ηγεµονίες της Βλαχίας και της Ουγγροβλαχίας υπήρξαν πηγή ανανέωσης και µακροηµέρευσης της ζωής του µοναστηριού. Ανάµεσα στους µεγάλους ευεργέτες της µονής αριθµείται και ο σουλτάνος Σελίµ Α΄. Η Ξηροποτάµου, όπως κάθε µοναστήρι, γνώρισε και έντονες στιγµές κάµψης. Οι δύο καταστροφικές πυρκαγιές στις αρχές του 16ου και 17ου αιώνα και το βάρος των χρεών κατά το 18ο αιώνα γονάτισαν τη µονή. Το διάστηµα 1821-1830 η µονή είχε καταληφθεί από τουρκικό στράτευµα ενώ στα νεώτερα χρόνια, το 1950 και 1973 ξαναχτυπήθηκε από πυρκαγιές.
 






















Σήµερα η µονή Ξηροποτάµου κατέχει την όγδοη θέση στην ιεραρχία των κοινοβίων. Σ' αυτήν ανήκει το λιµάνι της ∆άφνης και τα 6 σωζόµενα Ξηροποταµινά Κελλιά. Η µονή έχει 7 παρεκκλήσια και 9 εξωκκλήσια. Το Καθολικό της τιµάται στους αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες και οικοδοµήθηκε το 18ο αιώνα, επάνω σε παλαιότερο. Έξω από το Καθολικό βρίσκεται η φιάλη του αγιασµού φτιαγµένη από ερυθρό µάρµαρο το τελευταίο τέταρτο του 18ου αιώνα µε δωρεά του λόγιου αδελφού της µονής Καισάριου ∆απόντε. Στη βιβλιοθήκη της µονής υπάρχουν 409 χειρόγραφα και περίπου 6,000 έντυπα βιβλία. Γνωστά κειµήλια της µονής είναι ο δίσκος της Πουλχερίας κατασκευασµένος από στεατίτη λίθο, λείψανα αγίων, χρυσοκέντητα ιερά άµφια και πολύτιµες επισκοπικές ράβδοι. Το πολυτιµότερο όµως κειµήλιο της Ξηροποτάµου είναι τα δύο τεµάχια Τιµίου Ξύλου από τον σταυρό του Χριστού, τα µεγαλύτερα που υπάρχουν στον κόσµο, που φέρουν και την οπή από τα καρφιά της σταυρώσεως. Σήµερα η µονή αριθµεί περί τους εικοσιπέντε αγαθούς και ησύχιους µοναχούς.

† † † † † † † † † †



Ι. Μ. Ζωγράφου




Η Ιερά Μονή Ζωγράφου είναι κτισµένη σε αθέατη δασωµένη πλαγιά της βορειοδυτικής πλευράς της χερσονήσου. Σύµφωνα µε την παράδοση ιδρυτές της µονής θεωρούνται τρεις µοναχοί, ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Ιωάννης από την Αχρίδα, που µόνασαν στον Άθω τον 10ο αιώνα. Σύµφωνα µε άλλη εκδοχή κτίτορας της µονής είναι ο "Γεώργιος ο Ζωγράφος" που αναφέρεται στο Τυπικό του Τσιµισκή (972). Η µονή είναι αφιερωµένη στον άγιο Γεώργιο, του οποίου και σώζεται µια παλαιά αχειροποίητη εικόνα, που είναι ένα από τα σπουδαιότερα κειµήλια της µονής.
Για την πρώιµη ιστορία της µονής δε µας διασώθηκαν έγκυρες πληροφορίες. Υπολογίζεται ότι στα µέσα του 13ου αιώνα η Ζωγράφου έλαβε βουλγαρικό χαρακτήρα, ενώ στα τέλη του ίδιου αιώνα ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ και ο πατριάρχης Βέκκος ευθύνονται για τον µαρτυρικό θάνατο 26 Ζωγραφιτών µοναχών, που αρνήθηκαν την ένωση των δύο Εκκλησιών και την ενωτική πολιτική της πολιτειακής και εκκλησιαστικής αρχής. Το 1873 χτίστηκε και κενοτάφειο στη µνήµη αυτών των Ζωγραφιτών µαρτύρων.
Το µοναστήρι ταλαιπωρήθηκε από επιδροµές Καταλανών πειρατών, αλλά ανέκαµψε σύντοµα µε τις χορηγίες και την υποστήριξη των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων και των ηγεµόνων των Παραδουνάβιων χωρών. Το 15ο αιώνα ο Στέφανος ο Καλός βοήθησε αποφασιστικά τη µονή και της πρόσφερε µια σειρά από µονύδρια. Η Ζωγράφου είχε µετόχια σε περιοχές της Ρουµανίας, Βουλγαρίας, Ρωσίας και Τουρκίας, όµως σήµερα της έµειναν µόνο όσα βρίσκονται στον ελλαδικό χώρο.
Ως και τις αρχές του 19ου αιώνα στη µονή µαζί µε τους βουλγάρους µοναχούς συµβίωναν και µοναχοί ελληνικής και σερβικής καταγωγής, αλλά από το 1845 και έπειτα έµειναν µόνο βούλγαροι. Μεταξύ 1862-69 ανακαινίστηκε σχεδόν η µισή µονή. Τότε προστέθηκαν και τα βαριά κτίρια της βόρειας πλευράς µε τα κελλιά των µοναχών, το πρόπυλο και η δυτική πτέρυγα. Σε στιγµές εθνικιστικής έξαρσης, κυρίως στις αρχές του αιώνα µας, ορισµένοι βούλγαροι µοναχοί κράτησαν ανθελληνική στάση. Ποτέ, ωστόσο, δεν αποµακρύνθηκαν από την κανονική εκκλησιαστική τους αρχή, το Οικουµενικό Πατριαρχείο. Το 1974 γνώρισε µια πυρκαγιά µικρών διαστάσεων που κατέστρεψε τη νότια πλευρά. Η µονή κατέχει την ένατη θέση στην ιεραρχία των αθωνικών καθιδρυµάτων. Το Καθολικό της µονής χτίστηκε την άνοιξη του 19ου αιώνα. Βορειοδυτικά του ναού είναι τοποθετηµένη και η φιάλη του αγιασµού. Η µονή έχει 8 παρεκκλήσια και άλλα τόσα εξωκκλήσια. Στη βιβλιοθήκη της περιλαµβάνει 126 ελληνικά και 388 σλαβικά χειρόγραφα, καθώς επίσης και περί τα 10,000 έντυπα βιβλία. Ανάµεσα στα γνωστά κειµήλια της Ζωγράφου είναι και οι δύο θαυµατουργές εικόνες της Θεοτόκου, η του Ακαθίστου και η Επακούουσα. Σήµερα οι µοναχοί της είναι περί τους 15.
† † † † † † † † † †



Ι. Μ. Δοχειαρίου

Η Ιερά Μονή ∆οχειαρίου είναι το πρώτο παραθαλάσσιο µοναστήρι που συναντούµε καθώς παραπλέουµε τη χερσόσησο του Άθω, κατευθυνόµενοι από την Ουρανούπολη προς τη ∆άφνη.
Ως ιδρυτής της µονής φέρεται ο όσιος Ευθύµιος, ο οποίος υπήρξε συνασκητής του Αθανασίου του Αθωνίτου και δοχειάρης της Μεγίστης Λαύρας. Ο όσιος ίδρυσε πιθανότατα ένα µονύδριο κοντά στο λιµάνι της ∆άφνης το δεύτερο µισό του 10ου αιώνα αφιερωµένο στον Άγιο Νικόλαο, αλλά στις αρχές του 11ου αιώνα πειρατικές επιδροµές οδήγησαν κάποιους µοναχούς και τον όσιο Ευθύµιο στην σηµερινή θέση της µονής. Λίγο αργότερα το Καθολικό της µονής αφιερώθηκε στους Αρχαγγέλους. Η ιεραρχία της µονής στα διάφορα Τυπικά ποικίλλει και σήµερα κατέχει την δέκατη θέση.
Στις δύσκολες στιγµές της µονής κατά τον 14ο αιώνα ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος και ο ηγεµόνας της Σερβίας Στέφανος ∆ουσάν την ενίσχυσαν πολλαπλώς. Τον 15ο αιώνα η ∆οχειαρίου πέρασε µια περίοδο παρακµής, την µόνη ανασταλτική φάση στη ζωή της, µια και δε γεύθηκε ποτέ την καταστροφική µανία της πυρκαγιάς. Τον 16ο αιώνα ο ιερέας Γεώργιος από την Αδριανούπολη αφιέρωσε στη µονή τόσο τα υπάρχοντα όσο και τον εαυτό του. Επίσης, την ίδια περίοδο, µε τη συνδροµή του ηγεµόνα της Μολδοβλαχίας Αλεξάνδρου και της συζύγου του Ρωξάνδρας ανακτήθηκε η περιουσία της µονής από τους Τούρκους. Στις αρχές του 17ου αιώνα ανακαινίστηκε ο πύργος της µονής ενώ το 1660 αναγνωρίσθηκε σταυροπηγιακή, και στην πορεία του 18ου αιώνα κτίστηκε το κωδωνοστάσιό της. Την περίοδο της Επαναστάσεως οι Τούρκοι αφού βασάνισαν τους µοναχούς, λεηλάτησαν τα κειµήλιά της.
Το σηµερινό ωραίο και φωτεινό Καθολικό της ∆οχειαρίου είναι κτίσµα του 16ου αιώνα µε εξαιρετικές τοιχογραφίες της Κρητικής σχολής. Το πλούσιο τέµπλο του Καθολικού κατασκευάστηκε το 1783. Στη µονή βρίσκονται 12 παρεκκλήσια και 4 εξωκκλήσια. Το σπουδαιότερο είναι της Παναγίας της Γοργοϋπηκόου, όπου φυλάγεται η οµώνυµη θαυµατουργή εικόνα της Θεοτόκου.
Στη µονή φυλάγεται ένα κοµµάτι Τίµιο Ξύλο, λείψανα αγίων, ιερά σκεύη και άµφια. Η βιβλιοθήκη έχει 545 χειρόγραφα, 62 εκ των οποίων είναι περγαµηνά και περισσότερα από 5,000 έντυπα βιβλία. Σήµερα µονάζουν περί τους 30 φιλόκαλοι και φίλεργοιµοναχοί.
† † † † † † † † † †
Ι. Μ. Καρακάλλου

Η Ιερά Μονή Καρακάλλου είναι κτισµένη πάνω σε πλαγιά µεταξύ των µονών Μεγίστης Λαύρας και Ιβήρων. Από τις παραδόσεις που αναφέρονται στην ίδρυσή της, η πιο πιθανή είναι αυτή που θέλει ως κτίτορα της µονής κάποιο µοναχό µε το όνοµα Καρακάλας ή Καρακαλάς στις αρχές του 11ου αιώνα. Η αναφορά της µονής σε πράξη του Πρώτου Νικηφόρου (1018) και η παράλειψή της στο Β΄ Τυπικό είναι δείγµα της πολυτάραχης πορείας του µαναστηριού.
Τον 13ο αιώνα µετά την επέλαση πειρατών και Λατίνων η Καρακάλλου οδηγείται σε παντελή ερήµωση. Η σωτήρια επέµβαση των Παλαιολόγων αυτοκρατόρων Ανδρονίκου Β΄ και Ιωάννη Ε΄ και του πατριάρχη ΚΠόλεως Αθανασίου ξανάδωσε ζωή στο µοναστήρι. Ο αριθµός των µοναχών αυξήθηκε και η µονή ανακαινίστηκε. Ωστόσο η µονή έγινε και πάλι στόχος πειρατικών επιδροµών. Τον 16ο αιώνα µε τη συµβολή του ηγεµόνα της Βλαχίας Ιωάννη-Πέτρου -ο οποίος και µόνασε τελικά στη µονή - και κατόπιν άδειας του Σουλτάνου Σουλεϊµάν, η µονή ξανακτίστηκε. Τον 17ο αιώνα στην Καρακάλλου δωρήθηκε το µετόχι του αγίου Νικολάου στην Ισµαηλία.
Στη διάρκεια της δεύτερης οικοδοµικής φάσης της µονής επισκευάστηκαν παλαιότερες κατασκευές και έγιναν προσθήκες. Τέλος δηµιουργήθηκε ανάγκη ανακατασκευής µεγάλου µέρους των κτηριακών της εγκαταστάσεων µετά την σαρωτική πυρκαγιά του 1875. Στους αγώνες κατά των Τούρκων η Καρακάλλου πήρε ενεργό µέρος. Από τα κτίσµατά της πολύ αξιόλογο έργο είναι ο πύργος του Πέτρου, που κτίστηκε τον 16ο αιώνα και είναι ο µεγαλύτερος απ' όλους τους αγιορείτικους πύργους.
Η µονή κατέχει την ενδέκατη θέση ανάµεσα στις αγιορείτικες µονές. Έχει 5 παρεκκλήσια, 2 εξωκκλήσια και 18 Κελλιά. Το Καολικό της είναι κτίσµα του 16ου αιώνα µε επιπλέον προσθήκες στους µετέπειτα αιώνες και τιµάται στη µνήµη των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Η σηµερινή τράπεζα της µονής είναι κτίσµα του 1875 αλλά η αρχική της µορφή είναι πολύ παλαιότερη.
Στα κειµήλια της µονής εντάσσονται άµφια και λειτουργικά σκεύη, η κάρα του αγίου αποστόλου Βαρθολοµαίου και του αγίου Χριστοφόρου και ένα τεµάχιο Τιµίου Ξύλου. Στη βιβλιοθήκη της Καρακάλλου φυλάσσονται 279 χειρόγραφα και περίπου 2,500 έντυπα βιβλία. Σήµερα αριθµεί περί τους 30 µοναχούς.
† † † † † † † † † †
Ι. Μ. Φιλοθέου



Η Ιερά Μονή Φιλοθέου είναι χτισµένη σε καστανόφυτο οροπέδιο της ΝΑ πλευράς της χερσονήσου, κοντά στο αρχαίο Ασκληπιείο. Ιδρύθηκε από τον όσιο Φιλόθεο, σύγχρονο του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτου περί το τέλος του 10ου αιώνα.






















Από τους βυζαντινούς αυτοκράτορες που πρόσφεραν δωρεές στη µονή ξεχωρίζουν οι Νικηφόρος Βοτανειάτης τον 11ο αιώνα, Ανδρόνικος Β΄ και Γ΄ και ο Ιωάννης Ε΄ στα τέλη του 13ου και στη διάρκεια του 14ου αιώνα. Από τους Σέρβους ηγεµόνες διακρίνεται ο Στέφανος ∆ουσάν (1346) που πρόσφερε έµψυχο υλικό για την επάνδρωση της µονής. Στα µέσα του 14ου αιώνα στη Φιλοθέου µόνασε και ο άγιος Θεοδόσιος, µετέπειτα µητροπολίτης Τραπεζούντας, αυτάδελφος του οσίου ∆ιονυσίου, κτίτορα της οµώνυµης µονής. Κατά τα πρώιµα χρόνια της τουρκοκρατίας, αρχές του 16ου αιώνα, η παρουσία του ηγουµένου ∆ιονυσίου, γνωστού ως οσίου ∆ιονυσίου του εν Ολύµπω, είχε ως συνέπεια την αλλαγή της λειτουργίας της µονής από το ιδιόρρυθµο στο κοινοβιακό σύστηµα. Όµως η αντίδραση βουλγαρόφωνων µοναχών τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη µονή. Στα µέσα περίπου του 17ου αιώνα οι τσάροι της Ρωσίας έδωσαν άδεια στους µοναχούς κάθε επτά χρόνια να περιέρχονται για εράνους. Την πολιτική υποστήριξης των µονών ακολούθησαν και Έλληνες ηγεµόνες των παραδουνάβιων χωρών. Ο Γρηγόριος Γκίκας υπήρξε ένας από τους πολύ γνωστούς ευεργέτες της µονής.

Το 18ο αιώνα στη µονή ασκήθηκε ο ισαπόστολος της νεότερης ελληνικής ιστορίας άγιος Κοσµάς ο Αιτωλός. Η πυρκαγιά του 1871 αν και άφησε ανέπαφο το νέο Καθολικό που είχε χτιστεί το 1746 στα θεµέλια του παλαιού, ζηµίωσε οικονοµικά το µοναστήρι, µε αποτέλεσµα το 1900 η Ιερά Κοινότητα να αναλάβει την κηδεµονία του. Από τα άλλα κτίσµατα της µονής η φιάλη του αγιασµού είναι κατασκευασµένη από ωραίο άσπρο µάρµαρο και η τράπεζά της επεκτάθηκε το 16ο αιώνα. Η µονή διαθέτει 6 παρεκκλήσια και 3 εξωκκλήσια, ενώ από τα 12 Κελλιά της τα µισά είναι ακατοίκητα. Η µονή σεµνύνεται για τη θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας και της Παναγίας της Γερόντισσας.
Στο σκευοφυλάκιό της φυλάσσονται διάφορα κειµήλια µεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν η δεξιά του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόµου, τεµάχιο Τιµίου Ξύλου, άλλα λείψανα αγίων, άµφια και εκκλησιαστικά σκεύη. Στη βιβλιοθήκη της µονής περιέχονται 250 χειρόγραφα, 2 λειτουργικά ειλητάρια και περί τις 2,500 έντυπα (απ' τα οποία περί τα 500 είναι στα ρωσικά και τα ρουµανικά). Η µονή τιµάται στον Ευαγγελισµό της Θεοτόκου και από το 1574 κατέχει τη δωδέκατη θέση ανάµεσα στα µοναστικά καθιδρύµατα. Από το 1973 και έκτοτε λειτουργεί µε το κοινοβιακό σύστηµα. Σήµερα αριθµεί περί τους εξήντα µοναχούς.
† † † † † † † † † †


Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας



Η Ιερά Μονή Σίµωνος Πέτρας, ή απλώς Σιµωνόπετρα, αναµφίβολα αποτελεί το τολµηρότερο κτίσµα του Αγίου Όρους. Στέκεται αγέρωχα κτισµένη σε ύψος 330 µέτρων στην άκρη µιας βραχώδους βουνοσειράς.

Η µονή ιδρύθηκε από τον όσιο Σίµωνα τον Μυροβλήτη περί το 1257, µετά από όραµα του αγίου. Η όλη οικοδοµική εργασία, καταπώς βεβαιώνει το συναξάρι του αγίου, τελεσφόρησε µετά από θεία παρέµβαση. Το 1363 το µοναστήρι ανακαινίστηκε µε τις πλουσιοπάροχες δωρεές ενός Σέρβου δεσπότη, του Ιωάννη Ούγκλεση, ο οποίος και θεωρείται ο δεύτερος κτίτορας της µονής. Στο Γ΄ Τυπικό (1394) η Σιµωνόπετρα κατέχει την 23η θέση ανάµεσα στις µονές του Άθω, και σήµερα κατέχει την 13η θέση στην ιεραρχία των είκοσι Μονών.

∆υστυχώς, ανάµεσα στις χρονολογίες που αποτελούν ορόσηµα στη ζωή της µονής, περιλαµβάνονται και εκείνες οι αποφράδες ηµέρες που η µονή δοκίµασε τη λαίλαπα της φωτιάς. Το 1580 η µονή καταστράφηκε από µεγάλη πυρκαγιά µαζί µε το πολύτιµο αρχείο της. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να χαθούν ποικίλα έγγραφα µεγάλης ιστορικής αξίας. Έτσι εξηγείται και η λιγοστή ιστορική µας γνώση σχετικά µε τη µονή για τα χρόνια της Βυζαντινής περιόδου.
Οι καλές σχέσεις που αναπτύχθηκαν µεταξύ της µονής και των ηγεµόνων της Βλαχίας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας µπόρεσαν να κάνουν δυνατή την ανακαίνισή της. Ωστόσο, το 1622 ξέσπασε ακόµη µια πυρκαγιά προκαλώντας άλλες ζηµίες. Τον 17ο αιώνα από κοινόβιο η Σιµωνόπετρα έγινε ιδιόρρυθµο. Αν και ποτέ δεν λεηλατήθηκε από πειρατές, η αβάσταχτη φορολογία των Τούρκων οδήγησε τη µονή σε παρακµή και ερήµωση. Με τις αγωνιστικές προσπάθειες του ιεροµονάχου Ιωάσαφ από την Μυτιλήνη, η Ασηµόπετρα (ονοµασία της Σιµωνόπετρας στα χρόνια της τουρκοκρατίας) επαναλειτούργησε στα τέλη του 18ου αιώνα. Τον 19ο αιώνα ανεγέρθη το πολυόροφο κτίριο της νότιας πλευράς. Στη δύση του ίδιου αιώνα, το 1891, µια καταστροφική πυρκαγιά έµελλε να αφανίσει και πάλι παλαιότερες κτηριακές εγκαταστάσεις και κειµήλια. Στον αιώνα µας η Σιµωνόπετρα διήλθε µια φάση ανάκαµψης και αύξουσας ακτινοβολίας στον ορθόδοξο χώρο, ιδίως µε την απελευθέρωση του Αγίου Όρους από τους Τούρκους και τη φωτισµένη καθοδήγηση των ηγουµένων της Νεοφύτου, Ιωαννικίου και Ιερωνύµου. Στη δεκαετία του '50 άρχισε µια περίοδος παρακµής και το 1963 κατά τον εορτασµό της χιλιετηρίδας της µοναστικής πολιτείας του Άθω οι προβλέψεις παρέµεναν δυσοίωνες. Στη δεκαετία του '70 παρατηρείται µια σταδιακή αναβίωση του αγιορειτικού µοναχισµού. Το 1973 στη Σιµωνόπετρα ήρθε και εγκαταστάθηκε µια νέα εικοσαµελής αδελφότητα από τα Μετέωρα.
Η µονή της Σίµωνος Πέτρας είχε αρκετά µετόχια µε εύφορες γεωργικές εκτάσεις. Το παλαιότερο φαίνεται να είναι το Πετριώτικο της Σιθωνίας. Σήµερα γνωστότερα είναι ο Άγιος Χαράλαµπος στη Θεσσαλονίκη, της Αναλήψεως στην Αθήνα, η γυναικεία Ιερά Μονή του Ευαγγελισµού στην Ορµύλια Χαλκιδικής και άλλα τρία στη Γαλλία. Αξίζει να αναφέρουµε και το µετόχι του Μιχαήλ-Βόδα στο Βουκουρέστι, το οποίο αφιερώθηκε στη Σιµωνόπετρα το 1566 και δηµεύθηκε από τη Ρουµανική κυβέρνηση το 1863.
Η Σιµωνόπετρα δεν ανήκει στα µοναστήρια που συναντούµε αυτοτελή ευδιάκριτα οικοδοµήµατα, λόγω της στενότητας του χώρου. Το Καθολικό της µονής, αφιερωµένο στη Γέννηση του Χριστού, στην αρχική του µορφή κατασκευάστηκε περί το 1600, ενώ η σηµερινή του διαµορφώθηκε µετά την πυρκαγιά του 1891. H µονή έχει 4 παρεκκλήσια και 8 εξωκκλήσια.
Στο αρχείο του µοναστηριού φυλάγεται πλήθος εγγράφων ελληνικών, τουρκικών και ρουµανικών, καθώς επίσης επιγραφές, µουσικά και άλλων ειδών χειρόγραφα. Στα όσα αναφέραµε θα πρέπει να προσθέσουµε και τα έντυπα βιβλία. Είναι αναγκαίο, ωστόσο, να σηµειώσουµε ότι στο σύνολό του σχεδόν το αρχειακό υλικό είναι µεταβυζαντινό.
Στο σκευοφυλάκιο φυλάγεται ένας θυσαυρός έργων τέχνης, αποτελούµενος από εικόνες, άµφια, αργυρά, αντιµήνσια, σφραγίδες και χαρακτικά. Όµως το πιο σπουδαίο κειµήλιο της Σιµωνόπετρας είναι το αριστερό χέρι της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής της Μυροφόρου - λογίζεται συνκτίτορας της µονής - που διατηρείται ακέραιο εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια. Η µονή σήµερα αριθµεί περί τους 50 καλλιεργηµένους και δραστήριους µοναχούς.
† † † † † † † † † †
Ι. Μ. Αγ. Παύλου

Η Ιερά Μονή Αγίου Παύλου είναι κτισµένη στη δυτική µεριά του Άθω και τιµάται στην Υπαπαντή του Κυρίου. Κτίτορας της µονής είναι ο άγιος Παύλος ο Ξηροποταµηνός, κτίτορας και της οµώνυµης µονής, ο οποίος προς το τέλος της ζωής του αποτραβήχτηκε σε ασκητήριο, στο σηµείο όπου σήµερα βρίσκεται η µονή. Κατά τον 10ο και 11ο αιώνα συναντούµε δυο µονές µε το όνοµα Ξηροποτάµου στον Άθω. Η σηµερινή µονή Αγίου Παύλου καθιερώθηκε µε το όνοµα αυτό οριστικά από το 1108 και εξής.

Τον 14ο αιώνα η µονή ερηµώθηκε αλλά µε την παρουσία των αρχοντικής καταγωγής Σέρβων µοναχών Γεράσιµου Ραδώνια και Αντωνίου Πηγάση αναδείχθηκε και πάλι από Κελλί σε µοναστήρι. Τον 15ο αιώνα τη µονή ενίσχυσαν οι Ιωάννης Ζ΄ και Η΄ Παλαιολόγος, ο Σέρβος ηγεµόνας Γκιούρ και ο αδελφός του Λάζαρος. Πολλοί άλλοι Παραδουνάβιοι ηγεµόνες, Ρουµάνοι και Ελληνες, υπήρξαν ευεργέτες της µονής. Την ακµή του 17ου αιώνα διαδέχθηκε η παρακµή του 18ου λόγω ένδειας οικονοµικών πόρων, µετά την σκληρή φορολογία από τις τουρκικές αρχές και την τοκογλυφία των Εβραίων. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, ο σκευοφύλακας Γρηγόριος και ο αρχιµ. Άνθιµος Κοµνηνός βοήθησαν στην ανάκαµψη της µονής και εξόφληση των χρεών της.
Το τελευταίο καταστροφικό συµβάν που υπέστη η µονή του Αγίου Παύλου ήταν η πυρκαγιά του 1902 και η πληµµύρα του 1911. Τον 15ο αιώνα κτίστηκε η βορεινή πλευρά και τον 16ο ανεγέρθη ο αµυντικός πύργος του µοναστηριού. Τον 19ο αιώνα κατασκευάστηκε και το Καθολικό, ενώ ως και τον αιώνα µας πολλές επισκευές και προσθήκες έλαβαν χώρα. Η µονή διαθέτει 12 παρεκκλήσια εκ των οποίων του αγίου Γεωργίου είναι το παλαιότερο κτίσµα της µονής και κοσµείται µε σηµαντικές τοιχογραφίες της Κρητικής σχολής. Στη µονή υπάγονται η γραφική Νέα Σκήτη και η ρουµανική σκήτη του Αγίου ∆ηµητρίου. Σήµερα κατέχει τη δέκατη τέταρτη θέση µεταξύ των αγιορειτικών µονών.
Στα κειµήλια της µονής περιλαµβάνονται τα πολύτιµα δώρα των τριών µάγων, το πόδι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, τεµάχιο Τιµίου Ξύλου, σκεύη και άµφια. Στη βιβλιοθήκη του µοναστηριού έχουν αποθησαυριστεί 494 χειρόγραφα και πάνω από 12,000 έντυπα βιβλία. Η µονή σήµερα έχει περί τους 30 φίλεργους µοναχούς.
† † † † † † † † † †


Ι. Μ. Σταυρονικήτα





Η Ιερά Μονή Σταυρονικήτα είναι η µικρότερη από άποψη µεγέθους µονή του Αγίου Όρους. Βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της χερσονήσου, µεταξύ των µονών Ιβήρων και Παντοκράτορος, µε θέα προς τον Στρυµονικό κόλπο. Η ιστορία της, ωστόσο, είναι εξίσου περιπετειώδης όπως και των λοιπών µονών. Η πρώιµη ιστορία της χάνεται στον 10ο και 11ο αιώνα. Ασαφής µαρτυρίες µας προσφέρουν τη δυνατότητα απλώς να εικάσουµε ότι κάποιος Νικήτας ή Σταυρονικήτας Νικηφόρος, αξιωµατικός του Τσιµισκή, είναι ο κτίτορας της µονής. 

Τον 12ο αιώνα έπεσε σε παρακµή λόγω των πειρατικών επιδροµών και τον 13ο αιώνα περιέρχεται στον έλεχγο της Ι. Μ. Κουτλουµουσίου, ενώ τον 16ο αιώνα ήταν ήδη εξάρτηµα της Ι. Μ. Φιλοθέου. Το 1533 ο ηγούµενος της Ι. Μ. Γηροµερίου, ιεροµόναχος Γρηγόριος, αγόρασε την Σταυρονικήτα από την Φιλοθέου και µε φιλότιµες προσπάθειες που κατέβαλε προσπάθησε να την ανακαινίσει. Με πατριαρχικό σιγίλλιο του ίδιου έτους η µονή αναγνωρίζεται σταυροπηγιακή. Το 1541 ο οικουµενικός πατριάρχης Ιερεµίας Α΄ συνέβαλε τα µέγιστα στην επανίδρυση και επαναλειτουργία της µονής συνεχίζοντας το έργο του Γρηγορίου. Προίκησε τη µονή µε σπουδαία µετόχια στην Κασσάνδρα και τη Λήµνο. Το µοναστήρι επανήλθε στο κοινοβιακό σύστηµα. Το Καθολικό της µονής ήταν ήδη από πενταετίας τουλάχιστον ολοκληρωµένο όταν το 1546 ιστορήθηκε από τον ξακουστό εκπρόσωπο της Κρητικής σχολής Θεοφάνη µαζί µε το γιο του Συµεών. Ο ναός είναι αφιερωµένος στον άγιο Νικόλαο. Από το χέρι του Θεοφάνη αγιογραφήθηκε και η τράπεζα του µοναστηριού, καθώς και το δωδεκάορτο σε φορητές εικόνες.
Στην ιστορική της πορεία η µονή δοκιµάστηκε πέντε φορές από πυρκαγιές και πιο συγκεκριµένα αυτή του 1607 αποτέφρωσε µέγα µέρος των κτιρίων της. Τον 17ο αιώνα ο ηγεµόνας της Βλαχίας Σερµπάν Καντακουζηνός ευεργέτησε τη µονή κατασκευάζοντάς την έναν υδαταγωγό. Τον 18ο αιώνα ο ηγεµόνας της Βλαχίας Αλέξανδρος Γκίκας αναδείχθηκε ευεργέτης της µονής, αφού της προσέφερε τη µονή των Αγίων Αποστόλων στο Βουκουρέστι. Το 1741, 1864, 1874 και 1879 η µονή ξανακάηκε. Η τελευταία ήταν και η καταστρεπτικότερη πυρκαγιά. Όπως και άλλα µοναστήρια, η Σταυρονικήτα γονάτισε οικονοµικά από τους υπέρογκους φόρους που είχε να πληρώσει στους Τούρκους. Το χρέος ξοφλήθηκε µετά από τις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ηγουµένου της µονής Βατοπεδίου Θεοφίλου. Το 1968 µε τον ερχοµό µιας νέας αδελφότητας µετατράπηκε από ιδιόρρυθο σε κοινόβιο. Κατέχει την 15η θέση στην ιεραρχία των είκοσι µονών. Ένα από τα σηµαντικότερα κειµήλια του µοναστηριού είναι η εικόνα του αγίου Νικολάου του επονοµαζόµενου "Στρειδά", έργο του 13ου-14ου αιώνα. Η µονή έχει στην κατοχή της 171 χειρόγραφα και µεγάλο αριθµό εντύπων. Αξιόλογο είναι ένα ψαλτήρι του 12ου αιώνα µε χρυσά γράµµατα (περγαµηνός κώδικας αριθ. 46). Από εξαρτήµατα έχει 33 Καλύβες στον οικισµό της Καψάλας και 4 Κελλιά. Επίσης η µονή διαθέτει 4 παρεκκλήσια και 2 εξωκκλήσια. Οι µοναχοί της σήµερα είναι περίπου 30.
 † † † † † † † † † †


                        Ι. Μ. Ξενοφώντος




Η Ιερά Μονή Ξενοφώντος, χτισµένη στη δυτική παράλια όχθη της χερσονήσου, βρίσκεται µεταξύ των Ιερών Μονών ∆οχειαρίου και Αγίου Παντελεήµονος. Η ιστορία της µονής είναι µακραίωνη και ανάγεται πίσω στον 10ο και 11ο αιώνα, εποχή που ιδρύθηκε και η Μεγίστη Λαύρα. Κτίτορας της µονής είναι ο Άγιος Ξενοφών, ο οποίος διετέλεσε και ηγούµενός της. Οι περιπέτειες δεν έλειψαν από τη ζωή της µονής ήδη από τον καιρό της σύστασής της. Ένα τέτοιο περιστατικό αποτελεί και η διένεξη που δηµιουργήθηκε στο τέλος του 11ου αιώνα µε τον κατά κόσµο ευνούχο Στέφανο - και µετέπειτα µοναχό Συµεών-, δρουγγάριο του αυτοκράτορα Νικηφόρου Βοτανειάτη. Αρχικά, αν και η είσοδος του Στεφάνου στην τάξη των µοναχών ευνόησε τη µονή µε την παροχή χρηµάτων που είχαν ως αποτέλεσµα την ανέγερση κτηριακών εγκαταστάσεων, µετέπειτα η πορεία του ως ηγουµένου της µονής τον έφερε σε σύγκρουση µε την πλειονότητα των µοναχών, µε συνέπεια την αποµάκρυνσή του από το µοναστήρι. Η προσφυγή του Συµεών στον αυτοκράτορα Αλέξιο Κοµνηνό κατέληξε στην, µε αυτοκρατορική εντολή, επαναφορά του.



Εκτός από τα επεισόδια µε εσωτερικό χαρακτήρα, υπάρχουν και εκείνα που έχουν εξωτερικές αιτίες. Ως παράλια µονή, η Ξενοφώντος, έγινε πολλές φορές στόχος πειρατικών επιδροµών. Το 13ο αιώνα µάλιστα καταστράφηκε από Λατίνους πειρατές. Στο Γ΄ Τυπικό κατέχει την όγδοη θέση, ενώ σήµερα η ιεραρχική θέση της µονής είναι η δεκάτη έκτη. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας υποστηρίχθηκε είτε από εύπορους πιστούς βλάχικης καταγωγής είτε από τις προσόδους που έρχονταν από τη σκήτη "Ρόµβας" και δύο χωριά που της είχαν δωρηθεί από Ρουµάνους ηγεµόνες.

Κατά τον 16ο αιώνα η πλειονότητα των µοναχών ήταν Σλάβοι. Τον 17ο αιώνα βρέθηκε να χρωστά υπέρογκα ποσά σε ένα συνδικάτο Εβραίων τοκογλύφων µε αποτέλεσµα την οικονοµική της εξαθλίωση µέσα σε µια γενικότερη ατµόσφαιρα παρακµής που παρατηρείται την εποχή αυτή στον Άθω. Το 18ο αιώνα ανασυγκροτείται, µε πρώτο της µέληµα την επιστροφή στο κοινοβιακό σύστηµα το 1784. Ο ηγούµενος Παΐσιος ο Λέσβιος µε τη δραστηριότητά του προσέθεσε νέα κτίρια και ξαναζωντάνεψε τη µονή. Τότε άρχισε και η ανέγερση του νέου µεγάλου Καθολικού στα βόρεια του µοναστηριού, το οποίο και τελείωσε µετά την έναρξη της επανάστασης του 1821.
Στη νότια πλευρά της µονής είναι το παλαιό Καθολικό, διακοσµηµένο µε παλαιοχριστιανικά σύµβολα, η κατασκευή του οποίου πάει πίσω στον 11ο αιώνα, αν και πέρασε από διάφορες φασεις µε διαδοχικές προσθήκες (κοσµείται µε ξύλινο τέµπλο του 17ου αιώνα, ενώ οι τοιχογραφίες του έχουν επιζωγραφηθεί). Το 1864 χτίστηκε το κωδωνοστάσιο και το 1901 τοποθετήθηκε η φιάλη του αγιασµού.
Η µονή αριθµεί περί τα 600 χειρόγραφα και περί τις 7,000 έντυπα βιβλία. Αξιόλογα έργα τέχνης είναι δύο εικόνες του 14ου αιώνα, οι άγιοι Γεώργιος και ∆ηµήτριος και η γνωστή θαυµατουργή εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Στα κειµήλια του µοναστηριού περιλαµβάνονται µέρος του Τιµίου Ξύλου, πολύτιµες λειψανοθήκες µε λείψανα αγίων, εκκλησιαστικά σκεύη και άµφια. Η µονή διαθέτει 11 παρεκκλήσια, 6 εξωκκλήσια και έχει ως εξαρτήµατα τη σκήτη του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου µε 22 Καλύβες, που δυστυχώς παρακµάζει λόγω λειψανδρίας. Η µονή έχει περί τους τριάντα φιλόπονους µοναχούς.
† † † † † † † † † †





Ι. Μ. Γρηγορίου


Η Ιερά Μονή Γρηγορίου είναι παράλια και προσιτή µε το καΐκι που µεταφέρει τους επισκέπτες από το λιµάνι της χερσονήσου, τη ∆άφνη. Ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα από τον όσιο ασκητή Γρηγόριο και είναι σύγχρονη των Ιερών Μονών ∆ιονυσίου και Παντοκράτορος. Πολλές πληροφορίες γύρω από το πρόσωπο του κτίτορα της µονής δεν υπάρχουν και απλώς γνωρίζουµε ότι πρόκειται για µαθητή του οσίου Γρηγορίου του Σιναΐτη. Σ' αυτό βέβαια συνέβαλαν και οι πυρκαγιές του 1500 και 1762 που κατέστρεψαν το αρχείο της µονής. Πριν τις πυρκαγιές ωστόσο προηγήθηκαν σε καταστροφική µανία οι πειρατές. Η καταστροφή του 1500 ξεπεράστηκε και η µονή ανασυγκροτήθηκε µε τη συνδροµή οµόδοξων ηγεµόνων και πρωταγωνιστή τον Ιωάννη Στέφανο το Μέγα, ηγεµόνα της Μολδαβίας, ο οποίος γι' αυτό και θεωρείται δεύτερος κτίτορας της µονής. Τα αποτελέσµατα της πυρκαγιάς του 1762 ξεπεράστηκαν µε τη δράση της ηγετικής φυσιογνωµίας του Γέροντος Ιωακείµ. Αυτός πέτυχε να συγκεντρώσει χρήµατα, που µε τη βοήθειά τους όχι µόνο ανασυγκρότησε τη µονή, αλλά βοήθησε και στην εξαγορά και απελευθέρωση οµήρων. Μετά την παραίτησή του η µονή επανέρχεται στο ιδιόρρυθµο σύστηµα. Η συνακόλουθη φτώχεια που πέρασε η µονή κατά τα χρόνια της Επανάστασης την έφερε στο σηµείο να ζητήσει από τη Μεγίστη Λαύρα να γίνει εξάρτηµά της, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουµε και την έκβαση αυτής της αίτησης.

Το 1840 ξανασυστήνεται σε κοινόβιο. Το 1859 ηγούµενος της µονής ορίζεται ο Συµεών και στα 46 χρόνια της ηγουµενίας του εξόφλησε τα χρέη της µονής που ανέρχονταν στα 170,000 γρόσια και υποστήριξε την ανέγερση νέων κτιρίων. Το νέο Καθολικό της Γρηγορίου κτίστηκε το 1770 και τοιχογραφήθηκε το 1779. Τότε τοποθετήθηκε και το ξυλόγλυπτο τέµπλο του. Το 1840 οικοδοµήθηκε ο δεύτερος νάρθηκας και το 1851 το παρεκκλήσι του αγίου Γεωργίου. Το Καθολικό είναι αφιερωµένο στον άγιο Νικόλαο.
Τα χειρόγραφα της µονής είναι περίπου 297, από τα οποία 11 είναι περγαµηνά και τα έντυπα φτάνουν τις 6,000. Στους θησαυρούς της µονής εντάσσονται ένα µικρό τµήµα του Τιµίου Σταυρού, λείψανα αγίων, εκκλησιαστικά σκεύη και άµφια. Από τις γνωστές θαυµατουργές εικόνες η µονή κατέχει την Παναγία την "Παλαιολογίνα". Έχει 7 παρεκκλήσια και 6 εξωκκλήσια ενώ στα εξαρτήµατά της εντάσσονται 3 Καθίσµατα και 6 Κελλιά. Από το 1574 κατέχει τη δέκατη έβδοµη θέση µεταξύ των µοναστικών καθιδρυµάτων. Η αδελφότητα αποτελείται από 70 περίπου καλλιεργηµένους µοναχούς.
† † † † † † † † † †

Ι. Μ. Εσφισμένου



Η Ιερά Μονή Εσφιγµένου βρίσκεται στην ανατολική όχθη της χερσονήσου, κοντά στη µονή Χiλανδαρίου, ενώ τα προσθαλάσσια θεµέλια της µονής βρέχονται από τα νερά του Στρυµονικού κόλπου. Στη γύρω περιοχή ερείπια και αποµεινάρια άλλων εποχών, που φτάνουν από τα ρωµαϊκά χρόνια ως τους πρώτους ερηµίτες που κατοίκησαν τον Άθω, µαρτυρούν για τη µεγάλη ιστορική πορεία που έζησε ο τόπος.



Η ίδρυση της µονής ανάγεται στον 10ο και 11ο αιώνα, εποχή που η αίσθηση της ασφάλειας από ξένους επιδροµείς δικαιολογεί την τόσο κοντά στην θάλασσα ανέγερση της µονής. Ως Εσφιγµένου αναφέρεται για πρώτη φορά στο Β΄ Τυπικό, το 1045. Το µοναστήρι κατά καιρούς έπληξαν τόσο πειρατικές επιδροµές όσο και πυρκαγιές. Χαρακτηριστικά αναφέρεται σε χειρόγραφο της µονής ότι η Εσφιγµένου υπέστη τρεις φορές ερήµωση, το 873, το 1047, και το 1534. Η τελευταία θεωρείται και η χειρότερη. Προηγήθηκε, ωστόσο, και η πυρκαγιά του 1491.



Όµως, όπως δεν έλειψαν οι άσχηµες στιγµές από τη ζωή του µοναστηριού, έτσι δεν έλειψαν και οι καλές στιγµές. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες φαίνεται πως έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αυτοκρατορικά χρυσόβουλλα επικυρώνουν κτήσεις του µοναστηριού στον Πρόβλακα, Σκουταρά, Κρόσουβο, τα Βραστά, τη Θεσσαλονίκη και την ΚΠολη. Στην Εσφιγµένου εγκαταβίωσαν προσωπικότητες µεγάλου πνευµατικού κύρους, όπως ο άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Κπόλεως το 1310 και ο άγιος Γρηγόριος Παλαµάς, αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης το 1335. Τον 17ο αιώνα, µέσα στη γενικότερη παρακµή, η µονή πέφτει σε δυσµενή οικονοµική κατάσταση. Ο 18ος αιώνας είναι η εποχή που το µοναστήρι αρχίζει να ανασυγκροτείται µε τις προσπάθειες του µητροπολίτου Μελενίκου Γρηγόριου, που ως κύριο στόχο του έχει την εξόφληση των χρεών της µονής. Μεταπτώσεις µικρότερης κλίµακας συνεχίζονται στη ζωή του µοναστηριού, ενώ στις αρχές του 19ου αιώνα ο Θεοδώρητος ο Λαυριώτης θέτει τα θεµέλια της σωστής κοινοβιακής λειτουργίας της µονής, και παράλληλα θέτει τα θεµέλια του καινούργιου Καθολικού (1808) και ανυψώνει νέα κτίρια. Επί ηγουµενίας του Θεοδωρήτου εγείρεται και η τράπεζα της µονής.


Την περίοδο 1821-1832 η Εσφιγµένου καταλήφθηκε από τουρκικό στράτευµα και µετατράπηκε σε στρατώνα. Την αναδιοργάνωση της µονής αναλαµβάνει ο Αγαθάγγελος Αγιαννανίτης για ένα µεγάλο διάστηµα, από το 1832 έως το 1871. Εκείνη την περίοδο ορθώθηκαν όλα τα µεγαλοπρεπή κτίρια της µονής, όπως το κωδωνοστάσιο, τα παρεκκλήσια, ο εξωνάρθηκας του Καθολικού και ο µεσηµβρινός πυλώνας. Τα χρόνια που ακολουθούν οδηγούν τη µονή σε ένα χρέος 4,000 τουρκικών λιρών στις αρχές του 20ου αιώνα. Η µονή καταφέρνει να ανταπεξέλθει στο χρέος χωρίς να υποκύψει σε δελεαστικές προτάσεις Ρώσων.



Ο ναός της µονής είναι αφιερωµένος στην Ανάληψη του Κυρίου, ενώ παράλληλα η µονή διαθέτει 8 παρεκκλήσια και 7 εξωκκλήσια. Επίσης, εφέστια εικόνα της µονής είναι της Θεοτόκου της Ελεούσης. Ανάµεσα στα κειµήλια της µονής περιλαµβάνονται λείψανα αγίων, ο λεγόµενος σταυρός της Πουλχερίας και ένα µεγάλο κοµµάτι από τη σκηνή του Μεγάλου Ναπολέοντα, που χρησιµοποιείται σαν παραπέτασµα στην πύλη του Καθολικού κατά την πανήγυρη. Η βιβλιοθήκη της περιέχει 372 χειρόγραφα και πάνω από 8,000 έντυπα. Η µονή κατέχει τη 18η θέση στην ιεραρχία των µονών. Η Εσφιγµένου από το 1974 έχει αποσύρει από την Ιερά Κοινότητα τον αντιπρόσωπό της και δεν συµµετέχει στις Συνάξεις της. Σήµερα αριθµεί περί τους 60 µοναχούς.
† † † † † † † † † †




Ι. Μ. Αγ. Παντελεήμονος




Η Ιερά Μονή του Αγίου Παντελεήµονος, η και Ρωσικό επιλεγοµένη, βρίσκεται στα νοτιοδυτικά της χερσονήσου του Άθω, λίγο πριν το λιµάνι της ∆άφνης. Η σηµερινή όψη της µονής, µε εγκατελειµµένα πολυόροφα και µεγαλοπρεπή κτίρια, µαρτυρεί για το πλούσιο και πληθωρικό παρελθόν της. Η ιστορία του µοναστηριού έχει τις απαρχές της περί το 10ο αιώνα στη µονή Υπεραγίας Θεοτόκου του Ξυλουργού (ταυτίζεται µε τη σκήτη Βογορόδιτσα), η αδελφότητα της οποίας στα µέσα του 12ου αιώνα µεταφέρεται στη µονή Θεσσαλονικέως που ήταν αφιερωµένη στον άγιο Παντελεήµονα. Σ' αυτή την τοποθεσία η αδελφότητα θα παραµείνει επτά αιώνες, έως το 1765.




Γεγονότα σηµαντικά και σπουδαίες προσωπικότητες πέρασαν από τη µονή στο διάβα της ιστορίας. Περί το 1193 στη µονή εκάρη µοναχός ο άγιος Σάββας, αρχιεπίσκοπος των Σέρβων. Το 1307 καταλανικές συµµορίες πυρπόλησαν τη µονή, όµως λίγο αργότερα η εύνοια του Στέφανου ∆ουσάν βοήθησε στην ανασυγκρώτησή της. Στη ζωή του µοναστηριού κατόρθωσε να συνυπάρχει αρµονικά τόσο το ρωσικό όσο και το ελληνικό στοιχείο. Ευεργέτες της µονής αναδείχθηκαν Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Σέρβοι ηγεµόνες, πλούσιοι Ρουµάνοι και τσάροι της Ρωσίας.


Στα χρόνια της τουρκοκρατίας το Ρωσικό δοκιµάστηκε σκληρά, αφού γνωρίζουµε και περιόδους που η µονή έµµεινε παντελώς έρηµη. Έτσι στα µέσα του 17ου αιώνα η Ιερά Κοινότητα θα την περιλάβει στα υπό κηδεµονία µοναστήρια. Το 18ο αιώνα οι ρωσοτουρκικοί πόλεµοι επέφεραν µείωση στον αριθµό των Ρώσων µοναχών, και κυριαρχείται κατά βάση από Έλληνες, Βουλγάρους και Σέρβους µοναχούς.


Το Ρωσικό κατορθώνει να ανασυγκροτηθεί και να ζωντανέψει µε τις πλουσιοπάροχες δωρεές της Φαναριώτικης οικογένειας των Καλλιµάχηδων, ιδιαίτερα µε την επέµβαση του ηγεµόνα της Μολδαβίας Ιωάννη Καλλιµάχη (18ος αιώνας) και του Σκαρλάτου Καλλιµάχη (18ος-19ος αιώνας). Εντωµεταξύ, από το 1760 η αδελφότητα από τη µονή Θεσσαλονικέως µεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε στο µονύδριο της Αναστάσεως. Τότε η µονή Θεσσαλονικέως παίρνει την ονοµασία Παλαιοµονάστηρο και γίνεται εξάρτηµα της κυρίαρχης µονής του Ρωσικού.
Μετά την αποχώρηση των Τούρκων η µονή συνεχίζει την πορεία ανασυγκρότησής της µε ηγούµενο τον από ∆ράµας Γεράσιµο, άνδρα που ξεχώριζε για την αρετή του. Το 1835 επί ηγουµενίας του καταφθάνουν οι πρώτοι Ρώσοι µετά από πολύκαιρη απουσία τους. Η σταδιακή µαζική είσοδος Ρώσων στο µοναστήρι προκάλεσε σιγά σιγά ανισορροπία στις αριθµητικές αναλογίες Ελλήνων και Ρώσων µε συνακόλουθες εντάσεις. Οι ρωσικής εθνικότητας µοναχοί το 1895 έφτασαν τους χίλιους, ενώ µέχρι το 1913 ήταν σε αύξουσα πορεία. Η ταραχή µε την αίρεση των ονοµατολατρών που αναπτύχθηκε στη µονή, έφερε πολλούς στην εξορία, και ανέκοψε τελειωτικά η επανάσταση του 1917 τη συνεχόµενη προσέλκυση Ρώσων µοναχών.


Από τις κτιριακές εγκαταστάσεις της µονής το Καθολικό είναι αφιερωµένο στον άγιο Παντελεήµονα και ανεγέρθη στις αρχές του 19ου αιώνα. Πασίγνωστες είναι οι καµπάνες του µοναστηριού που συνολικά ξεπερνούν σε βάρος τους είκοσι τόννους, µε τη µεγαλύτερη σε βάρος καµπάνα του Αγίου Όρους, που ζυγίζει δεκατρείς τόννους και έχει διάµετρο 2,70 µέτρα. Στα κειµήλια της µονής περιλαµβάνονται πολλά αξιόλογα εκκλησιαστικά σκεύη και άµφια. Η τελευταία πυρκαγιά το 1968 κατέστρεψε τη µισή µονή. Στη βιβλιοθήκη της στεγάζονται περί τα 1,320 χειρόγραφα από τα οποία τα 600 είναι σλαβικά, και πάνω από 20,000 έντυπα. Η µονή κατείχε µετόχια σε πολλά σηµεία της ρωσικής γης. Στο Άγιον Όρος έχει 5 Κελλιά και στην ιεραρχία των µονών κατέχει τη δέκατη έννατη θέση. Η µονή διαθέτει 15 παρεκκλήσια και 20 εξωκκλήσια. Σήµερα έχει περί τους πενήντα νέους µοναχούς.
† † † † † † † † † †




Ι. Μ. Κωνσταμονίτου


Η Ιερά Μονή Κωνσταµονίτου έχει χτιστεί σε µια από τις γραφικότερες τοποθεσίες του Άθω, αγκαλιασµένη από δάσος και σε απόσταση µισής ώρας από το Σιγγιτικό κόλπο. Παράδοση θέλει ως κτίτορα της µονής τον Μέγα Κωνσταντίνο ή κάποιο γιο του. Ωστόσο, η ίδρυση της µονής µάλλον σχετίζεται µε κάποιο ασκητή µε το όνοµα Κασταµονίτη, απ' όπου προέρχεται και η δεύτερη ονοµασία του µοναστηριού ως Κασταµονίτου. Κάποια κείµενα του 11ου αιώνα αναφέρονται στην Κασταµονίτου, όµως η ιστορία του µοναστηριού διαφαίνεται καθαρά από το 14ο αιώνα και εξής, εποχή που η µονή υπέστη σηµαντικές φθορές και καταστροφές από τις επιδροµές των Καταλανών πειρατών.

Ανάµεσα στους ευεργέτες της µονής κατατάσσονται ο ηγεµόνας Γεώργιος Βράγκοβιτς, η πριγκίπισσα της Σερβίας Άννα η φιλανθρωπινή και ο αρχιστράτηγος της Σερβίας Ράδιτς, που το 15ο αιώνα στήριξαν πολλαπλώς τη µονή. Όµως παρά την οικονοµική ενίσχυση, η φορολογία των Τούρκων οδήγησε σε δάνεια από Εβραίους τοκογλύφους, που έφεραν τη µονή στα πρόθυρα της διάλυσης. Το 1705 η παρέµβαση του Γάλλου προξένου Αρµάντ διασώζει τη µονή από πιθανή χρεοκοπία. Το 1717 αποτεφρώθηκε η ανατολική πτέρυγα της µονής. Το 1818 επί ηγουµενίας Χρυσάνθου άρχισε η ανακαίνηση της Κωνσταµονίτου µε παράλληλη υποστήριξη από την κυρά-Βασιλική, τη γυναίκα του Αλή Πασά. Στα µέσα του 19ου αιώνα η κακή οικονοµική κατάσταση της µονής την έφερε υπό την κηδεµονία της Ιεράς Κοινότητας. Ο δραστήριος ηγούµενος Συµεών βοήθησε ώστε να ορθοποδήσει το µοναστήρι και µε χρήµατα που συγκέντρωσε οικοδόµησε το Καθολικό περί το 1867 στα ερείπια του παλιού, και ανακαίνισε άλλες κτηριακές εγκαταστάσεις της Κωνσταµονίτου. Το Καθολικό είναι αφιερωµένο στη µνήµη του αγίου Στεφάνου του πρωτοµάρτυρος.
Η µονή έχει 5 παρεκκλήσια και 4 εξωκκλήσια. Ανάµεσα στα κειµήλια της µονής βρίσκονται οι θαυµατουργές εικόνες του πρωτοµάρτυρα Στεφάνου, έργο του 8ου αιώνα και δυο θαυµατουργές εικόνες της Παναγίας της Οδηγήτριας και της Αντιφωνήτριας. Ανάµεσα στα άλλα κειµήλια διακρίνονται ένα τεµάχιο Τιµίου Ξύλου, ένας βυζαντινός επιτάφιος, άµφια και εκκλησιαστικά σκεύη. Στη βιβλιοθήκη της Κωνσταµονίτου βρίσκονται 110 χειρόγραφα και περί τα 5,000 έντυπα βιβλία. Η µονή κατέχει την εικοστή θέση στην ιεραρχία των αθωνικών µονών. Σήµερα έχει περί τους 30 φίλεργους µοναχούς.
† † † † † † † † † †


ΟΙ ΣΚΗΤΕΣ

Νέα Σκήτη - Άγιος Σπυρίδων

Είναι εξάρτημα της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Βρίσκεται σε απόσταση 30 λεπτών από τη μονή. Αποτελείται από 28 καλύβες...

† † † † † † † † † †

Σκήτη Αγ. Δημητρίου (Βατοπεδίου)
Η σκήτη του Αγίου Δημητρίου ανήκει στην ιερά μονή Βατοπεδίου. Βρίσκεται στα βουνά, και είναι μισή ώρα περπατήμα από το μοναστήρι. Έχει λειτουργήσει ως σκήτη από τον 18ο αιώνα. Είναι μια ελληνική ιδιόρρυθμη σκήτη και αποτελείται από 21 καλύβες, τα περισσότερα από τα οποία είναι ερείπια. Το Κυριακόν αφιερώνεται στον Άγιο Δημήτριο. Χτίστηκε στον 12ο αιώνα. Ανακαινίστηκε και αργότερα επεκτάθηκε και τοιχογραφήθηκε το 1755.

                                 † † † † † † † † † †


Σκήτη Αγ. Παντελεήμονος

Η σκήτη του Αγίου Παντελεήμονα ανήκει στην ιερά μονή Κουτλουμουσίου, από το οποίο είναι μισή ώρα περπατήμα μακριά. Ιδρύθηκε το 1785 από τον ιερέα-μοναχό Χαράλαμπο, στο ξηρό και άγονο έδαφος, στο μέρος όπου βρίσκονταν ένα παλαιότερο Κελί. Σήμερα η σκήτη είναι μια ελληνική ιδιόρρυθμη, που αποτελείται από 23 καλύβες που τακτοποιούνται ως συνοικισμός. Οι καλύβες είναι κατοικημένες από είκοσι μοναχούς που ασχολούνται με την καλλιέργεια και τα προϊόντα των χειροτεχνιών. Το Κυριακόν χτίστηκε το 1790 και αφιερώνεται στον Άγιο Παντελεήμων. Τοιχογραφήθηκε εν μέρει το 1868. Δίπλα στο Κυριακόν υπάρχει ένα καμπαναριό τριών ιστοριών, μια τραπεζαρία και ένα αρχονταρίκι (σπίτι φιλοξενουμένων).

                       † † † † † † † † † †


ΠΗΓΗ : http://www.mountathos.gr

ΤΑ 20 ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ και ΟΙ 12 ΣΚΗΤΕΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ




ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΑ 
1. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ
2. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 
3. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΙΒΗΡΩΝ
4. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΧΙΛΙΑΝΔΑΡΙΟΥ
5. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ 
6. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΟΥΤΛΟΥΜΟΥΣΙΟΥ 
7. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
8. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
9. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΖΩΓΡΑΦΟΥ
10. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ
11. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΑΡΑΚΑΛΛΟΥ
12. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
13. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ
14. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
15. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΤΑΥΡΟΝΙΚΗΤΑ
16. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ
17. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ
18. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ
19. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
20. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΚΩΝΣΤΑΜΟΝΙΤΟΥ

ΣΚΗΤΕΣ
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ι.Μ. ΜΕΓΙΣΤΗΣ ΛΑΥΡΑΣ)
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ (ΣΕΡΑΪ)
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΜΠΟΓΟΡΟΔΙΤΣΑ)
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ (ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΑ)
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΝΕΑ ΣΚΗΤΗ (ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ)
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ή ΛΑΚΚΟΣΚΗΤΗ (Ι.Μ. ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ)
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ (Ι.Μ. ΙΒΗΡΩΝ) 
ΙΕΡΑ ΣΚΗΤΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (Ι.Μ. ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ)

https://www.youtube.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου