Σαρακήνικο Ιθάκης.΄Ενας κόλπος με μαγευτικά, καταγάλανα νερά και μικρότερους κολπίσκους που χαλαρώνουν το νου και το μάτι.
Ονομάστηκε έτσι από τους Σαρακηνούς πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο. Αγκυροβολούσαν εκεί, αφ' ενός να ξεκουραστούν στο εκκλησάκι του Αγίου Κων/νου, που ήταν κτισμένο κοντά στη παραλία, να μοιράσουν τα λάφυρα - ο μπερές του αρχικουρσάρου ήταν η ...μεζούρα - και ν' ανέβουν στο Πεταλιάτικο για λεηλασία.
Ηταν ο μοναδικός οικισμός που υπήρχε τότε ψηλά στο Περαχώρι- τα σημερινά ερείπια της Παλαιοχώρας.
Από γενιά σε γενιά δε, έχετε υπομονή; έφτασε στ' αυτιά μου η παρακάτω ιστορία που, νομίζω, αξίζει να διαβάσετε:
Ενας Πεταλιώτης φαφλατάς, ζήτησε δανεικά από το γείτονά του, τα χάλασε αλλά δεν μπορούσε να τα δώσει πίσω. Στην απελπισία του σκαρφίστηκε, αν είναι δυνατόν, να παραστήσει το... πεθαμένο!
Όλοι το πίστεψαν, τι ξεμάλλιασμα η γυναίκα του, τι θρήνο τα παιδιά του! Ο μόνος που δε...μάσησε, ήταν ο γείτονας.
-Μωρέ ζουλάπι που θα γελάσεις εσύ εμένα, σκέφτηκε. Θα σου δείξω εγώ...
Οι χωριανοί κατέβασαν το "πεθαμένο", τον έβαλαν πάνω σε σανίδες μέσα στην εκκλησία και φύγανε για το χωριό για να κατέβουν πάλι το πρωί να τον θάψουν. Αυτή η διαδικασία υπήρχε τότε.
Εκεί βλέπετε υπήρχε το μοναδικό κοιμητήριο. Όλοι, εκτός από το γείτονα που κρύφτηκε στο ιερό για να του κάνει χουνέρι. Πριν όμως προλάβει να εμφανιστεί μπροστά του, ακούστηκε φοβερός θόρυβος και οχλαγωγία.
Οι πειρατές είχαν φτάσει κιόλας μέσα στην εκκλησία. Ο ...πεθαμένος, ξερός από το φόβο, κέρωσε. Ο γείτονας πάνιασε, ήρθε το τέλος μας σκέφτηκε, και κρύφτηκε πίσω από την Αγία Τράπεζα... Οι πειρατές μπατάρανε (αναποδογύρισαν) το φορτσέρι (μπαούλο), και άρχισαν το μοίρασμα. ΄Ελα όμως που περίσσευαν τα χρυσαφικά λιγότερο από ένα μπερέ, οπότε ο αρχικουρσάρος, αφού σκέφτηκε λίγο, βρήκε τη λύση...
Θα τα έπαιρνε όποιος έκοβε στα δύο με μια σπαθιά το πεθαμένο!
Αυτός ο έρημος, με το που το άκουσε, πετάχτηκε σα λάστιχο ψηλά κι άρχισε να ουρλιάζει: - Σηκωθείτε μωρές οι πεθαμένοι να φάμε τσου ζωντανούς!!!
Ο άλλος από το ιερό μέσα, άρχισε να χτυπά ό,τι έβρισκε μπροστά του, απαντώντας:
- Πόσοι νά' ρθουμε; Εκατό, Χίλιοι εκατό; Πλακώσαμεεεεεεεεεεεεεεε!
Κόκκαλο οι πειρατές, δίνουν τέτοιο απίδρομο από το τρόμο τους, που ακόμα τρέχουν. Το αποτέλεσμα; Οι δυο γείτονες αγκαλιάστηκαν, ο πεθαμένος ...αναστήθηκε και ζήτησε συγνώμη, γίνανε ξαφνικά πλούσιοι, μοιράσανε και στο χωριό λάφυρα και ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα!!!!!
ΠΗΓΗ: http://kefaloniamas.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου