Σαν σήμερα το 1849 δικάστηκε στο Αργοστόλι και καταδικάστηκε σε θάνατο ο παπά Γρηγόρης Ζαπάντης, ο γνωστός παπά ληστής.
Μιά μέρα πρίν είχε δικαστεί απο έκτακτο στρατοδικείο στήν Σκάλα και επίσης καταδικάστηκε σε θάνατο ο Θοδωρής Βλάχος.
Ο τρίτος απο τους φερόμενους ως διοργανωτές και πρωταίτιους, ο Αναστάσης Λαμπρινάτος ή Μπομποτής "επεσε στα μαλακά" και καταδικάστηκε σε ισόβια καθώς φαίνεται οτι συνεργάστηκε πρόθυμα με τις αρχές.
Την επομένη το πρωΐ ο Αγγλοδιορισμένος Δεσπότης Κεφαλλονιάς Σπυρίδων Κοντομίχαλος δίνει εντολή στον ιερογραμματέα παπα Νικόλαο Μαντζαβίνο, τον μετέπειτα άσπονδο εχθρό του Λασκαράτου, να καθαιρέσει τον παπά από την ιερατική του ιδιότητα. («Κεφαλληνιακά χρονικά» τόμος 1ος Αργοστόλι 1976, Ανακοίνωση Νικ. Δ. Τζουγανάτου Πρακτικά σελ 88 υποσημ. 62.)
Του αφαιρούν τα ράσα και αφού τον κούρεψαν και τον ξύρισαν τον ντύνουν με ευτελή ράκη προκειμένου να τον εξευτελίσουν ακόμη περισσότερο. Του άφησαν μόνο έναν καλογερικό σκούφο και μια φθαρμένη δερμάτινη ζώνη μόλις αρκετή να συγκρατεί τα ράκη με τα οποία τον έντυσαν. Κατά το μεσημέρι ανοίγουν οι πορτες των φυλακών και οι δυό κατάδικοι οδηγούνται σιδηροδέσμιοι στην παραλία του Αργοστολίου όπου τους περίμενε πλοιάριο για να τους οδηγήσει στο Ληξούρι όπου τους περίμενε στημένη η αγχόνη.
Στην διαδρομή ο παπά Ζαπάντης βάδιζε ψάλλοντας την νεκρόσιμη ακολουθία. Ο Βλάχος, απευθυνόμενος στο πλήθος που ακολουθούσε άφωνο και με δάκρυα στα μάτια, κατηγορούσε τους άρχοντες ότι αυτοί υποκίνησαν τα γεγονότα εξυπηρετώντας δικά τους συμφέροντα καθώς και τις αρχές που παρ’ ότι γνώριζαν κάλυψαν τους πραγματικούς ενόχους λέγοντας:
«…Εφταιξα που επίστεψα μερικούς ληστάρχοντες και εξ αιτίας τους σήμερα πηγαίνω στη φούρκα. Αδέρφια, μη για όνομα του θεού ποτέ πιστέψετε σ’ αυτούς τους ψευτάρχοντες, γιατί είναι ούλοι ένα πράμα! Είναι γιοί του διαόλου! Βλέπετε αδέρφια, ότι ούτε από το ταρκαζίκι μου, που ήταν γεμάτο με γράμματα δικά τους, δεν εβγήκε τίποτα! Γιατί; Γιατί κόρακας κοράκου μάτι δε βγάνει και σήμερα για τους σκοπούς τους πάνε να με χαλάσουνε….και με γελάσανε σα μικρό παιδί με το “σύρε Γιάννη κι’ έγνοια σου”». . («Κεφαλληνιακά χρονικά» τόμος 1ος Αργοστόλι 1976, Ανακοίνωση Νικ. Δ. Τζουγανάτου, Πρακτικά σελ 88.)
Ο επικεφαλής του συνοδευτικού στρατιωτικού αποσπάσματος Αγγλος ταγματάρχης Trollope τον διέκοψε βίαια. Το ιδιο έπραξε και προς τον ιερογραμματέα Μαντζαβίνο ο οποίος θεώρησε πρόσφορη την περίσταση να νουθετήσει το πλήθος και αποφάσισε να εκφωνήσει λογίδριο εκ του προχείρου.
Ο απαγχονισμός των καταδικασθέντων έγινε αμέσως μετα την αποβίβαση στο Ληξούρι χωρίς καμμιά χρονοτριβή.
Οι εκτελεσμένοι φωτογραφήθηκαν και οι φωτογραφίες μαζί με σύντομο βιογραφικό εστάλησαν στις Αγγλικές εφημερίδες όπου σύμφωνα με μαρτυρίες δημοσιεύτηκαν.
Ο ενάρετος και ευσεβής ιερογραμματέας της μητροπόλεως Κεφαλληνίας δεν αμέλησε να περισυλλέξει τον σκούφο του παπά Ζαπάντη, την ζώνη καθώς και την αγχόνη τα οποία αφού κατατεμάχισε τα διέθεσε έναντι χρηματικής αμοιβής σε θρησκόληπτους ως φυλακτά.
Μετα την σύλληψη και των πρωταίτιων της εξέγερσης ο Ward ανέστειλε την ισχύ του στρατιωτικού νόμου και όλων των περιοριστικών μέτρων και τα πράγματα επανήλθαν, επιφανειακά τουλάχιστον, στους κανονικούς τους ρυθμούς. Παρα ταύτα όμως σε ολόκληρο το νησί κυριαρχούσε ο τρόμος και η απόγνωση.
Η Αγγλοϊόνια καμαρίλα και οι Ευγενείς του νησιού δεν παρέλειψαν να απευθύνουν ευχαριστήρια επιστολή στον Αρμοστή για την αποφασιστική καταστολή της εξέγερσης και την αποκατάσταση της εννομης τάξης στο νησί. Την επιστολή υπέγραψαν 526 άτομα, κυρίως ευγενείς από το Αργοστόλι, το Ληξούρι και την Λιβαθώ, δημόσιοι υπάλληλοι και χωρικοί που αναγκάστηκαν εκβιαστικά κάτω από την απειλή ότι όποιος δεν υπογράψει θα θεωρηθεί συμπαθών και συνεργάτης των εξεγερθέντων και θα υποστεί τις ανάλογες συνέπειες. ( «Κεφαλληνιακά χρονικά» τόμος 1ος Αργοστόλι 1976, Ανακοίνωση Νικ. Δ. Τζουγανάτου, Πρακτικά σελ 83)
Χρακτηριστική είναι η περίπτωση του δεκαεξάχρονου τότε Παναγή Πανά ο οποίος εκλήθη από δύο αστυνομικούς, και μάλιστα μακτυνούς συγγενείς του, να υπογράψει την ευχαριστήρια επιστολή. Αρνήθηκε δηλώνοντας: «Είμαι εν πρώτοις, Κύριοι, ανήλικος και δεύτερον νέος ών δεν θέτω την νεανικήν υπογραφήν μου εις τοιαύτα δουλοπρεπή και εξευτελιστικά έγγραφα». Οι συγγενείς του αστυνομικοί εξοργίστηκαν και σχημάτισαν εναντίον του δικογραφία κατηγορώντας τον ως «παρεμβάντα εις την εξάσκησιν των αστυνομικών αυτών λειτουργιών και παρεμποδίζοντα αυτούς κατά την ενάσκησιν των ωτακουστικών υψηλών καθηκόντων». Χρειάστηκε η παρέμβαση του νονού του Αντωνίου Πανά Λοϊζάτου και θείου των αστυνομικών για να γλυτώσει ο νεαρός Παναγής Πανάς από τα νύχια του Εισαγγελέα Rivelli.
(Ερασμία Λουίζα Σταυροπούλου: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΣ (1832-1896) Ενας ριζοσπάστης ρομαντικός Εκδ Επικαιρότητα Αθήνα 1987 σελ 26.)
Παρόμοια ευχαριστήρια επιστολή έστειλαν και κάποιοι κάτοικοι των περιοχών Σάμης, Πυλάρου και Σπαρτιών καθώς και ο Επερχος Σπυρίδων Φωκάς Λιναρδάτος και ο μητροπολίτης Σπ. Κοντομίχαλος.
Το Επαρχιακό συμβούλιο Κεφαλλονιάς αποφάσισε να απευθύνει έπαινο στον Αρμοστή και τον αντισυνταγματάρχη Trollope ως ενδειξη δημόσιας ευγνωμοσύνης και επι πλέον να προσφέρει ως αναμνηστικά στον Ward ασημένιο βάζο και ξίφος στον Trollope αξίας 500 λιρών. Η προσφορά σκόνταψε στην ρητή απαγόρευση του Υπουργείου αποικιών προς τους Αγγλους αξιοματούχους να αποδέχονται παντός είδους δώρα.
Στις 24 Οκτωβρίου ο Αρμοστής Ward κύρηξε γενική αμνηστία για όσους είχαν συμμετάσχει στις εξεγέρσεις του 1848 και 1489 ευχαριστώντας ταυτόχρονα τις Αρχές για την ενεργή συμπαράσταση τους στην αποκατάσταση της ομαλότητας και την έμπρακτη ηθική στήριξη στις ενέργειες του την οποία βέβαια δεν παρέλειψε να χρησιμοποιήσει ως αποδεικτικό στοιχείο προς τους ανωτέρους του αποδεικνύοντας την αποδοχή των ενεργειών του από τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Αγγλική κυβέρνηση, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, επιδοκίμασε τις βαρβαρότητες του Αρμοστή της και επι πλέον τον αντάμειψε απονέμοντάς του με βασιλική εντολή τον μεγαλόσταυρό των αγίων Μιχαήλ και Γεωργίου.
Λίγο αργότερα τα επι πλέον Αγγλικά στρατεύματα ανεχώρησαν για τις βάσεις τους και στην περιοχή επικράτησε ησυχία τρόμου και απόγνωσης.
Πολλοί από τους συμμετάσχοντες στα γεγονότα μη έχοντας εμπιστοσύνη στις Αγγλικές υποσχέσεις περί γενικής αμνηστίας συνέχισαν να ζούν σε σπηλιές πλήθος δε αλλων που τα σπίτια τους και τα κτήματα τους είχαν καεί από τα Αγγλικά στρατεύματα ζητιάνευαν στους δρόμους προσπαθώντας να εξοικονομίσουν τα ελάχιστα αναγκαία προς επιβίωσιν.
Μετα την πλήρη καταστολή της εξέγερσης ο Αρμοστής Ward εκανε περιοδία σε όλο το νησί. Αναφέρεται η περίπτωση μιάς ρακένδυτης γυναίκας χήρας εκτελεσμένου με 5 πειναλέα νήπια γύρω της ή οποία ζητιάνευε.
Ο φιλάνθρωπος Ward της έδωσε μια χούφτα χαρτονομίσματα και αυτή του τα πέταξε στα μούτρα. Το όνομα της διεσώθη και αξίζει να αναφερθεί: Μαριάνθη Βρεττού. («Κεφαλληνιακά χρονικά» τόμος 1ος Αργοστόλι 1976, Ανακοίνωση Νικ. Δ. Τζουγανάτου, Πρακτικά σελ 85 υποσημ 54)
Την επόμενη χρονιά ο Ward ταξείδεψε στην Κρήτη. Επ’ ευκαιρία αυτού του ταξειδιού επισκεφτηκε όλα τα νότια νησιά όχι όμως την Κεφαλλονιά φοβούμενος προφανώς τις βέβαιες έντονες αποδοκιμασίες του πληθυσμού.
Η εξέγερση των κατοίκων της νοτιοανατολικής Κεφαλλονιάς, η εξέγερση της Σκάλας όπως επικράτησε να αποκαλείται, αναμφισβήτητα μπορεί να θεωρηθεί συνέχεια της εξέγερσης του «σταυρού» που ξέσπασε τον προηγούμενο χρόνο καθώς τα αίτια που τις προκάλεσαν ήταν ταυτόσημα και τα αιτήματα των εξεγερθέντων ήταν ίδια. Παρά ταυτά η δεύτερη της Σκάλας παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις που επιβάλλεται να επισημανθούν αλλά και να διερευνηθούν περαιτέρω.
Ο Αρμοστής Seaton, για πολιτικούς καθαρά λόγους υποβάθμισε τα γεγονότα του 1848 καταλογίζοντας κυρίως διοικητικές ευθύνες και παραλείψεις στους υφισταμένους του. Ενώ εντόπισε τα κυρίως αίτια που προκάλεσαν την εξέγερση δεν μερίμνησε ούτε στο ελάχιστο για την απάλειψη τους αντίθετα περιορίστηκε στην τιμωρία των συμμετασχόντων αγροτών και των πρωταίτιων ιδεολογικών καθοδηγητών τους αφήνοντας ανέγγιχτο το κοινωνικό πλαίσιο που κυρίως προκάλεσε την εξέγερση.
Η Αγγλόφιλη καμαρίλα και γενικά η συντηρητική μερίδα του πληθυσμού , παρά τις μεθοδεύσεις απέτυχε παταγωδώς να εξουδετερώσει την προοδευτική αντιπολίτευση κατηγορώντας την ως αποκλειστικά υπεύθυνη για την υποκίνηση της εξέγερσης ζήτημα που ήταν ο κυρίαρχος στόχος τους.
Προφανώς η αποτυχία δεν τους αποθάρρυνε ούτε οδήγησε στην αναστολή της προσπάθειας. Εντελώς αψυχολόγητα με διάφορες φήμες και ψευδείς διαδόσεις υποδαύλιζαν και συντηρούσαν κατάσταση αναταραχής προετοιμάζοντας το έδαφος για επόμενη προσπάθεια.
Από τις αρχές του 1849 κυκλοφορούν έντονες φήμες πότε για απόβαση των αυτοεξόριστων ηγετών της εξέγερσης του 1848, πότε για γενικευμένη εξέγερση την 25η Μαρτίου . Αυτή η ανόητη τακτική διατήρησε τον αγροτικό πληθυσμό σε αναστάτωση με αποτέλεσμα να διατηρηθεί στο ακέραιο η κοινωνική ένταση, γεγονός που έσχει εντοπίσει και η αστυνομία.
(Μιράντα Παξιμαδοπούλου Σταυρινού «Οι εξεγέρσεις της Κεφαλληνίας κατά τα έτην 1848 και 1849» Εκδ. Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών Αθήνα 1980 σελ 218 υποσημ. 197)
Το νησί βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό για έναν ολόκληρο χρόνο, η αστυνομία είχε εντοπίσει ύποπτες κινήσεις μέχρι και συγκέντρωση οπλισμού και πολεμοφοδίων σε διάφορες περιοχές η δε διοίκηση είτε αδρανούσε πλήρως είτε αντιδρούσε άκαιρα και λανθασμένα με αποτέλεσμα να επιδεινώνει την ήδη τεταμένη κατάσταση.
(Μιράντα Παξιμαδοπούλου Σταυρινού «Οι εξεγέρσεις της Κεφαλληνίας κατά τα έτην 1848 και 1849» Εκδ. Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών Αθήνα 1980 σελ 201)
Σύμφωνα με νεώτερα στοιχεία που βασίζονται τόσο σε μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα όσο και στις μαρτυρικές καταθέσεις συλληφθέντων, των πρωτεργατών μη εξαιρουμένων, δημιουργούνται βάσιμες υπόνοιες ότι αυτή η εξέγερση αν δεν οργανώθηκε σίγουρα υποδαυλίστηκε από την αντιδραστική Αγγλόφιλη παράταξη με άμεσο σκοπό και στόχο να αποδεκατίσουν το δημοκρατικό κίνημα και έτσι να απαλλαγούν μια και καλή από κάθε αντίσταση και ειδικά να διαλύσουν το Ριζοσπαστικό κίνημα το οποίο εκείνον ακριβώς τον καιρό είχε αρχίσει να ενισχύεται σημαντικά.
Είναι γεγονός πως οι Ριζοσπάστες και γενικά οι δημοκρατικοί αντιπολιτευόμενοι δεν είχαν καμμιά συμμετοχή τόσο στην οργάνωση όσο και στην εξέλιξη της εξέγερσης της Σκάλας. Ανθρωποι με οξεία πολιτική αντίληψη και σημαντική εμπειρία σε εξεγέρσεις, μετα το φιάσκο της εξέγερσης του Σταυρού διέγνωσαν ότι η ελάχιστη έως ανύπαρκτη πολιτική συνειδητοποίηση των αγροτών δεν επέτρεπε συντονισμένη δράση.
Πέραν τούτου διαπίστωσαν εκ των πραγμάτων ότι η επιρροή τους στους αγροτικούς πληθυσμούς ήταν αμελητέα καθώς η διάσταση των αρχών που διακύρηταν και των πρακτικών που ακολουθούσαν ήταν χαώδης.
( «Η εξέγερση της Σκάλας και περιοχής Ελειού – Πρόννων το 1849» Εκδ. Κοινότητας Σκάλας 1998, σελ 136.)
Βέβαια αυτό το γεγονός ουδόλως απέτρεψε την Αγγλοϊόνια καμαρίλα να ξαναπροσπαθήσει με διάφορους τρόπους να εμπλέξει στα γεγονότα τους πολιτικούς της αντιπάλους χωρίς όμως επιτυχία, ούτε και την Αγγλική διοίκηση να στραφεί εναντίον των κάθε μορφής επικριτών της, ειδικά των Ριζοσπαστών, εξαπολύοντας απηνείς διώξεις.
Η μετριοπαθής αντίδραση του Αγγλικού παράγοντα στα γεγονότα του 1848 όχι μόνο δεν κατέστειλε οριστικά και καίρια την αντίδραση των αγροτών στις αυθαιρεσίες των γαιοκτημόνων, αντίθετα προκάλεσε την εσφαλμένη εντύπωση στους καταπιεζόμενους και λιμοκτονούντες αγρότες ότι ακόμη και η βίαιη αντίδρασή τους στις καταχρήσεις των κοινωνικών αντιπάλλων τους αντιμετωπίζεται μάλλον χλιαρά από την Αγγλική διοίκηση.
Τα γεγονότα του 1848 εμπόδισαν εκ των πραγμάτων τους γαιοκτήμονες και τους δανειστές τοκογλύφους να διεκδικήσουν αποτελεσματικά τις απαιτήσεις τους από τους αγρότες με αποτέλεσμα από τις αρχές ακόμη του 1849 να εξαπολύσουν καταιγίδα δικαστικών διώξεων, πλειστηριασμών και κατασχέσεων εναντίον των αγροτών ωφειλετών τους, παραβιάζοντας κατάφορα και μάλιστα ανεμπόδιστα και την ίδια την κείμενη νομοθεσία.
Έτσι το ξέσπασμα την επόμενης εξεγέρσεως ήταν απλά ζήτημα χρόνου.
Το κίνημα φαίνεται ότι είχε τουλάχιστον παγκεφαλληνιακή διάσταση και δεν ήταν περιορισμένο στο σχετικά απομονωμένο γεωγραφικά και διοικητικά νοτιοανατολικό κομμάτι του νησιού. Σ’ αυτό συνηγορούν τόσο οι καταθέσεις των συλληφθέντων πρωτεργατών της εξέγερσης όσο και η πρωτοφανής σε όγκο και δύναμη πυρός στρατιωτική κινητοποίηση των Άγγλων η οποία σε καμμιά περίπτωση δεν δικαιολογείται για την καταστολή μιάς εξεγέρσεως 400 ασύντακτων, άπειρων περί τα στρατιωτικά και ανεπαρκέστατα οπλισμένων αγροτών.
Επίσης σ’ αυτό το πλαίσιο πρέπει να τοποθετηθεί και η δραστηριοποίηση στα γεγονότα, παράλληλα και επι ίσοις όροις με τον τοπικό ηγέτη παπά Ζαπάντη Νοδάρο, του Θεόδωρου Βλάχου από το χωριό Σπήλια και του Αναστάση Λαμπρινάτου ή Μπομποτή από το χωριό Φαρακλάτα , δηλαδή άτομα ξένα προς την περιοχή, άσχετα αν ο πρότερος βίος καθώς και τα κίνητρα και των δύο ελέγχονται ηθικά αν δεν αμφισβητούνται ευθέως.
( «Η εξέγερση της Σκάλας και περιοχής Ελειού – Πρόννων το 1849» Εκδ. Κοινότητας Σκάλας 1998, σελ 128.)
Η άποψη που συχνά διατυπώνεται σύμφωνα με την οποία δυό τρείς αγύρτες εκ των οποίων οι δύο εντελώς ξένοι με την περιοχή, παρακίνησαν τους αγρότες της νοτιοανατολικής Κεφαλλονιάς οι οποίοι εξαπατηθέντες και κατευθυνόμενοι πήραν τα όπλα εναντίον των τοπικών αρχών αλλά και των Αγγλων, εμφανέστατα στερείται λογικής βάσεως και τουλάχιστον δεν ευσταθεί, άσχετα αν οι τελευταίοι είχαν κάθε λόγο να εξεγερθούν.
Αναμφισβήτητα οι εξεγερμένοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν πάμφτωχοι και αγράμματοι αλλά από πουθενά δεν εξάγεται ότι ήταν και αφελείς ή επιπόλαιοι.
Ο περίεργος και μυστηριώδης ρόλος των Βλάχου και Μπομποτή δεν έχει εξακριβωθεί και ενδεχομένως να μην εξακριβωθεί ποτέ καθώς πολλά από τα κρίσιμα στοιχεία φαίνεται ότι κατεστράφησαν από τους ίδιους τους ενδιαφερομένους. Οι καταθέσεις του Τζουγανάτου και της υπηρέτριας που τον συνόδευε και ήταν επίσης αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς ουδέποτε παρουσιάστηκαν, αλλά και οι επιστολές που παρέδωσε ο Βλάχος στον Ward οι οποίες επίσης εξαφανίστηκαν, ίσως να φώτιζαν πολλές σκοτεινές πλευρές των γεγονότων.
Είναι γεγονός ότι η κατά τα άλλα δραστήρια και πανταχού παρούσα αστυνομία δεν πληροφορήθηκε εγκαίρως την ημερομηνία της εξέγερσης της Σκάλας όπως συνέβη με αυτήν του Σταυρού. Αυτό συνέβη διότι απλούστατα δεν φαίνεται να είχε οριστεί τέτοια ημερομηνία, η δε εξέγερση για κάποιους λόγους ξέσπασε βιαστικά και βεβιασμένα. Προφανώς η αποκάλυψη της προδοσίας του Κόμη Μεταξά Καψολίβερη μετά την σύλληψη από τους μυημένους επαναστάτες του γαμπρού του Νικ. Δελαπόρτα πριν ο τελευταίος παραδώσει στην αστυνομία την επιστολή που μετέφερε επέσπευσε τα γεγονότα.
Η αποκάλυψη της προδοσίας του Μεταξά Καψολίβερη σε συνδυασμό με την κλήση της Αστυνομίας στον Παπά Ζαπάντη Νοδάρο να παρουσιαστεί στο Αργοστόλι την 14η/26η Αυγούστου για ανάκριση και απολογία
(Π. Χιώτη «Ιστορία του Ιονίου Κράτους από συστάσεως αυτού μέχρις Ενώσεως» Ζάκυνθος 1877 Επαν Δ.Ν. Καραβίας Αθήνα 1980 Τόμος Β΄ σελ. 162 )
καθώς και η προσπάθεια ενίσχυσης της αστυνομίας της περιοχής φαίνεται να καταθορύβησε τους οργανωτές και επιτάχυνε τις εξελίξεις.
Έτσι η εξέγερση ξέσπασε βεβιασμένα, χωρίς στοιχειώδη οργάνωση και σχέδιο δράσης.
Όλα γίνονται αυθόρμητα και εκ των ενώντων. Οι πρωτεργάτες προσπαθούν να στρατολογήσουν χωρικούς μετά το ξέσπασμα της εξέγερσης. Δεν υπάρχουν προκαθωρισμένα σημεία συγκέντρωσης, δεν υπάρχουν επικεφαλής ανά περιοχή ή ανά χωριό, δεν έχουν διανεμηθεί πυρομαχικά στους εξεγερμένους, δεν υπάρχει η στοιχειώδης επιμελητεία παρ’ ότι οι κάτοικοι της συγκεκριμένης περιοχής διαθέτουν την σχετική εμπειρεία καθώς είχαν επαναστατήσει πολύ πιο οργανωμένα και μεθοδικά το 1800.
(Γερ. Μπάλλας, Ανακοίνωση στο συνέδριο Επτάνησος Πολιρεία 1800-1807 Αργοστόλι 2003, Πρακτικά σελ 241-246)
Οι εξεγερμένοι περιφέρονται αυτόβουλα, επιτίθενται εναντίον κτηματιών εκδικούμενοι για προγενέστερες αδικίες και αυθαιρεσίες, καίνε σπίτια και περιουσίες και μόλις την 19η Αυγούστου, τέσσαρες ημέρες μετα το ξέσπασμα της εξέγερσης αποφασίζουν να βαδίσουν εναντίον του Αργοστολίου.
Τα κίνητρά τους φαίνεται να είναι κυρίως εκδικητικά εναντίον των καταπιεστών τους . Υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις ότι το όλο κίνημα δεν ήταν παρα το ξέσπασμα της αγανάκτισης των αγροτών της περιοχής εναντίον των διαχρονικών και ανάλγητων εκμεταλευτών τους μεγαλοιδιοκτητών γης και τοκογλύφων.
O ίδιος ο Υπατος Αρμοστής Henry George Ward πολύ εύστοχα επισημαίνει στην έκθεση του προς τον Υποργό αποικιών Gray :
«Το κίνημα ήταν πόλεμος δούλων, πόλεμος χρεωστών εναντίον πιστωτών,χωρικών εναντίον σινιόρι και κύριος στόχος των στασιαστών ήταν να εκδιώξουν τους Σινιόρι από το νησί και να διανείμουν τη γή στους χωρικούς ελεύθεροι από δεσμεύσεις ενοικίων και χρεών.»
(Μιράντα Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού «Οι εξεγέρσεις της Κεφαλληνίας κατά τα έτη 1848 και 1849» Εκδ. Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών Αθήνα 1980 Σελ 238)
και
(Αγγελοδιονύση Δεμπόνου: «Πειθαρχική προστασία» Εκδ Δήμου Αργοστολίου Αργοστόλι 1985 Σελ 191.)
Χωρίς αμφιβολία είχε και στοιχεία εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα αφού κατ΄ανάγκη στράφηκε εναντίον των ντόπιων δυναστών αλλά και των εξουσιαστών Αγγλων που τους προστάτευαν.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι εξεγερμένοι επιτίθενται δύο φορές εναντίον των Αγγλικών στρατευμάτων, μια στο μοναστήρι των Σισίων και μια στο χωριό Ατσουπάδες και αντιστέκονται σθεναρά επί τρεισήμισι ώρες με μαζικά πυρά στα υψώματα γύρω από το χωριό Κατελειός στο Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα του ταγματάρχη King που έφθασε από την Κέρκυρα με το ατμόπλοιο «Ιόνια».
Είναι απόλυτα φυσικό να στραφούν και εναντίον των Αγγλών αφού τους θεωρούν υποστηρικτές των καταπιεστών τους και επιπλέον κατακτητές. Το εθνικό αίσθημα υπήρξε ανέκαθεν έντονα ανεπτυγμένο στους Επτανήσιους και ήταν καθοριστικό στο γενικότερο κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι της περιοχής.
Όπως βέβαια και να έχει το ζήτημα οι εξεγερμένοι τόσο του 1848 όσο και του 1849 δεν είχαν καμιά πιθανότητα επιτυχίας των αντικειμενικών στόχων τους. Δεν ήταν ποτέ δυνατόν μια χούφτα αγρότες να καταβάλλουν την τεράστια πολεμική μηχανή της Αλβιώνας και μάλιστα στον κολοφώνα της ισχύος της.
Αλλά και από την προσεκτική μελέτη των γεγονότων και του γενικότερου κλίματος δεν φαίνεται να είχαν τέτοιες ουτοπικές επιδιώξεις.
Παρ’ όλα αυτά η εξέγερση της Σκάλας καθώς και η προγενέστερη του Σταυρού, παρέμειναν στην ιστορία σαν παράδειγμα μαχητικότητας και αυτοθυσίας ανθρώπων αποφασισμένων να διεκδικήσουν την αξιοπρέπεια τους με κάθε μέσο ανεξάρτητα από το τίμημα και τις θυσίες.
Η Αγγλόφιλη παράταξη, αυτοί που λαός πολύ εύστοχα αποκαλούσε «καταχθόνιους» αν δεν οργάνωσε την εξέγερση τουλάχιστον την υποδαύλισε αφήνοντας τα γεγονότα να εξελιχθούν προσβλέποντας σε μια ελεγχόμενη και μικρής εμβέλειας αναταραχή η οποία θα τους επέτρεπε να επιρρίψουν τις ευθύνες στους πολιτικούς τους αντιπάλους, ειδικά τους Ριζοσπάστες, με σκοπό να τους εκμηδενίσουν και ταυτόχρονα να απαλλαγούν από όσους από την τάξη των αγροτών αντιδρούσαν δυναμικά στις ανάλγητες μεθόδους εκμετάλλευσης και καταπίεσης που μονίμως και κατά σύστημα εξασκούσαν, κατοχυρώνοντας και διαιωνίζοντας τα άνομα προνόμιά τους.
Όσον αφορά την φυσική εξόντωση κάποιων ανθρώπων το εγχείρημα πέτυχε.
Στον πολιτικό – ιδεολογικό πεδίο όμως απέτυχε οικτρά αφού ούτε τους Ριζοσπάστες κατάφεραν να ενοχοποιήσουν ούτε την λαΐκή αντίσταση να εξουδετερώσουν, αντίθετα μάλιστα οι πρωτεργάτες της εξέγερσης ηρωοποιήθηκαν στην συνείδηση των πολιτών.
Είναι χαρακτηριστικά όσα αφιέρωσε ή λαΐκή μούσα τόσο στους πρωταγωνιστές της εξέγερσης όσο και στην Αγγλική βαρβαρότητα.
Λίγα διασώθηκαν αλλά αρκούντως χαρακτηριστικά:
« επιάσανε τον Μπομποτή κρεμάσανε τον Βλάχο
κρεμάν και τον παπά Ληστή που την ευχή του νάχω»
Και παρα κάτω:
«Στη φυλακή μας έχουνε κι είμαστ’ αποκλεισμένοι
μα θάβγουμε καμμιά φορά σαν σκύλοι λισιασμένοι»
Επίσης:
« Κι αν τον παπά κρεμάσανε
και το ληστή το Βλάχο
εγώ εις τα τσαρούχια μου
τους Αγγλους ούλους γράφω» .
(«Η εξέγερση της Σκάλας και περιοχής Ελειου – Πρόννων το 1849» Εκδ. Κοινότητας Σκάλας 1998, σελ 59.)
Φαίνεται ότι η άλλη θέση για προνομιούχο «γράψιμο» δεν είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται ακόμα.
Γιάννης Πρόνειος
ΠΗΓΗ: http://kefaloniamas.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου