Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Ιστορία αγάπης (π.Δημητρίου Μπόκου)

36258_162353397146188_100001145865926_390556_1678405_n

Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α   Α Γ Α Π Η Σ

π.   Δ η ­μ η ­τ ρ ί ­ο υ   Μ π ό ­κ ο υ

Ὁ ὁ­δη­γὸς ἀ­νέ­βη­κε σβέλ­τα στὴ θέ­ση του καὶ ἔ­βα­λε μπρὸς τὴ μη­χα­νή. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι ἐ­πι­βά­τες ἀ­νέ­βη­καν βι­α­στι­κά, βάλ­θη­καν νὰ ψά­χνουν τὶς θέ­σεις τους. Προ­πα­ρα­μο­νὴ Χρι­στου­γέν­νων, ἡ κί­νη­ση στὸ ζε­νίθ.

Ἔ­σκυ­ψε νὰ ση­κώ­σει τὴ βα­λί­τσα της, μὰ ὁ ἄν­τρας της τὴν πρό­λα­βε. Τὴν τα­κτο­ποί­η­σε στὸν χῶ­ρο τῶν ἀ­πο­σκευ­ῶν καὶ γύ­ρι­σε κε­φά­τος κον­τά της.

-  Ἄν­τε λοι­πόν, κα­λό σου τα­ξί­δι, τῆς χα­μο­γέ­λα­σε ἀ­πο­χαι­ρε­τών­τας την. Σὲ λίγο πάλι ραν­τε­βοῦ ἐ­δῶ.

Χα­μο­γέ­λα­σε κι ἐ­κεί­νη μὲ τὸ ζό­ρι, ἀν­τάλ­λα­ξαν ἕ­να βι­α­στι­κό, ψυ­χρὸ φι­λὶ κι ἀ­νέ­βη­κε στὴ θέ­ση της. Ἔ­φευ­γε γιὰ τὴν Ἀ­θή­να ἐ­κτά­κτως. Γιὰ δυ­ὸ μέ­ρες μο­νά­χα. Νὰ δώ­σει ἕ­να χέ­ρι βο­ή­θειας στὴν κό­ρη τους, ποὺ ἔμ­παι­νε γιὰ μιὰ μι­κρο-ἐ­πέμ­βα­ση στὸ νο­σο­κο­μεῖ­ο. Τί­πο­τε ἀ­νη­συ­χη­τι­κό, θά ’βγαι­νε αὐ­θη­με­ρόν, μὰ κά­ποι­ος ἔ­πρε­πε νὰ κρα­τή­σει τὰ μι­κρά, ὥ­σπου νὰ ξα­νάρ­θει ἡ μά­να τους.

Τὸ με­γά­λο λε­ω­φο­ρεῖ­ο ξε­κί­νη­σε. Πρὶν στρί­ψουν γιὰ τὸν με­γά­λο δρό­μο, εἶ­δε ξα­νὰ μὲ τὴν ἄ­κρη τοῦ μα­τιοῦ της τὸν ἄν­τρα της. Τῆς κού­νη­σε τὸ χέ­ρι του. Κού­νη­σε κι ἐ­κεί­νη ἐ­λα­φρὰ μὰ ἀ­νό­ρε­χτα τὸ κε­φά­λι της. Μιὰ με­λαγ­χο­λι­κὴ δι­ά­θε­ση τὴν πλημ­μύ­ρι­ζε.

Μὲ τὸ ποὺ χά­θη­κε τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­π’ τὰ μά­τια του, ὁ ἄν­τρας ἔ­βγα­λε τὸ κι­νη­τό. Ἔ­ψα­ξε τὴ λί­στα μὲ τὰ νού­με­ρα, ἔ­κα­νε μιὰ κλή­ση.

-  Εἶ­μαι ἐ­λεύ­θε­ρος! εἶ­πε εὔ­θυ­μα κα­θὼς ἄ­νοι­ξε ἡ γραμ­μή. Τί θά ’λε­γες γιὰ τὸ βρα­δά­κι στὶς ὀ­κτώ;

-  Ὀ­κέ­υ. Στὸ γνω­στὸ ση­μεῖ­ο ἀ­πό­ψε στὶς ὀ­κτώ, ἀ­πάν­τη­σε λα­κω­νι­κὰ μιὰ γυ­ναι­κεί­α φω­νὴ καὶ ἔ­κλει­σε βι­α­στι­κὰ ἡ γραμ­μή.

Ἔ­τρι­ψε τὰ χέ­ρια χα­ρού­με­νος. Ὅ­λα τοῦ ’ρχόν­του­σαν βο­λι­κά. Τὸ ἔ­κτα­κτο τα­ξι­δά­κι τῆς γυ­ναί­κας του ἦ­ταν λα­χεῖ­ο ἀ­πρό­σμε­νο. Σχεδὸν δυ­ὸ με­ροῦ­λες ἐ­λεύ­θε­ρος μὲ τὸ τε­λευ­ταῖ­ο αἰ­σθη­μα­τά­κι του δὲν ἦ­ταν καὶ λί­γο. Θὰ εἶ­χαν ὅ­λη τὴν ἄ­νε­ση καὶ τὸν χρό­νο δι­κό τους. Ἀ­πί­θα­να!

Ἔ­ρι­ξε μιὰ μα­τιὰ στὸ ρο­λό­ι του. Ἦ­ταν ἀ­κό­μα πέν­τε. Εἶ­χε τὴν εὐ­και­ρί­α νὰ πά­ει σπί­τι νὰ φρε­σκα­ρι­στεῖ λι­γά­κι. Μὲ ἀ­πο­γει­ω­μέ­νη τὴ δι­ά­θε­ση καὶ τὴν καρ­διά του νὰ πε­τα­ρί­ζει σὰν εἰ­κο­σά­χρο­νος, χώ­θη­κε στὸ ἁ­μά­ξι καὶ πά­τη­σε τὸ γκά­ζι σφυ­ρί­ζον­τας. Πόσο ἔξυπνα τὰ βόλευε ὅλα!

Ὁ γκρί­ζος Δε­κέμ­βρης ἔ­φε­ρε τὶς πρῶ­τες στα­γό­νες στὸ με­γά­λο παρ­μπρίζ. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἔ­βα­λε μπρὸς τοὺς ὑ­α­λο­κα­θα­ρι­στῆ­ρες. Οἱ σι­γα­νὲς κου­βέν­τες τῶν ἐ­πι­βα­τῶν βομ­βοῦ­σαν στ’ αὐ­τιά της, μὰ ἡ γυ­ναί­κα ἔ­βλε­πε ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸ τζά­μι. Τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἦ­ταν γε­μά­το καὶ πνι­κτι­κό. Τὸ φῶς λι­γό­στευ­ε γρή­γο­ρα καὶ τὸ το­πί­ο γι­νό­ταν ὅ­λο καὶ θο­λό­τε­ρο. Ὁ ὁ­δη­γὸς ἄ­να­ψε τὰ μι­κρὰ φῶ­τα πο­ρεί­ας. Ἔ­νοι­ω­σε νὰ πνί­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τὸ σκο­τά­δι δὲν τὴν πο­λι­ορ­κοῦ­σε μό­νο ἀ­π’ ἔ­ξω, εἰ­σορ­μοῦ­σε καὶ μέ­σα της.

Ἀ­πὸ και­ρὸ τώ­ρα εἶ­χε ἀν­τι­λη­φθεῖ τὶς ὕ­πο­πτες κι­νή­σεις τοῦ ἄν­τρα της καὶ τὰ φί­δια τὴν ἔ­ζω­σαν ἀ­πὸ παν­τοῦ. Προ­σπά­θη­σε νὰ πα­ρα­μεί­νει ὅ­σο πιὸ ψύ­χραι­μη μπο­ροῦ­σε. Δὲν τοῦ ἔ­κα­με νύ­ξη πο­τὲ γιὰ τί­πο­τε. Δὲν εἶ­χε πα­ρά­πο­νο βέ­βαι­α πὼς δὲν τὴν πρό­σε­χε, μὰ κα­τά­λα­βε, σι­γου­ρεύ­τη­κε σχε­δόν, πὼς ἔ­τρε­χε καὶ κά­τι ἄλ­λο πα­ράλ­λη­λα. Πά­λε­ψε νὰ μὴν κα­ταρ­ρεύ­σει ἀ­πὸ τὸ σόκ, μὰ ἔ­χα­σε κά­θε ἐμ­πι­στο­σύ­νη στὸν ἄν­τρα της. Ὅ­λα μέ­σα της ἀ­να­πο­δο­γύ­ρι­σαν. Ἔ­νοι­ω­σε προ­δο­μέ­νη καὶ ἡ πί­κρα τὴ δι­α­πό­τι­σε ὣς τὰ κα­τά­βα­θα.

Καὶ τώ­ρα δι­αι­σθα­νό­ταν μὲ ἀ­κρί­βεια τί θὰ συ­νέ­βαι­νε στὴν ἀ­που­σί­α της. Δὲ σκέ­φτη­κε πο­τὲ φυ­σι­κὰ νὰ τὸν ἀ­στυ­νο­μεύ­σει καὶ οὔ­τε τὸ ἤ­θε­λε, μάν­τευ­ε ὅ­μως κα­θα­ρὰ τὶς κι­νή­σεις του. Κα­τα­λά­βαι­νε πο­λὺ κα­λὰ ὅ­τι τοῦ ἄ­φη­νε μὲ τὸ τα­ξί­δι της ἐ­λεύ­θε­ρο τὸ πε­δί­ο γιὰ δρά­ση. Τί λοι­πὸν κι ἂν ἔρ­χον­ταν σὲ δυ­ὸ μέ­ρες Χρι­στού­γεν­να; Για­τί νὰ γυ­ρί­σει πί­σω καὶ γιὰ ποι­όν;

Οἱ ζο­φε­ρὲς σκέ­ψεις ἔ­φε­ραν πό­νο στὸ κε­φά­λι της καὶ σφί­ξι­μο στὴν καρ­διά. Τὰ μά­τια της γέ­μι­σαν ξαφ­νι­κὰ δά­κρυ­α. Φο­βή­θη­κε πὼς θὰ γί­νει ἀν­τι­λη­πτὴ ἀ­π’ τὸν συ­νε­πι­βά­τη της καὶ ἔ­στρε­ψε ὅ­σο μπο­ροῦ­σε τὸ πρό­σω­πό της πρὸς τὸ τζά­μι. Ἀ­μή­χα­νη ἄ­νοι­ξε τὴν τσάν­τα της, ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κι­νη­τό της. Προ­σποι­ή­θη­κε πὼς θὰ τη­λε­φω­νή­σει γιὰ νὰ κρύ­ψει τὴν τα­ρα­χή της. Ψα­χού­λε­ψε μὲ τρε­μά­με­να δά­χτυ­λα τὰ πλῆ­κτρα, ἡ ὀ­θό­νη φω­τί­στη­κε, μὰ ποι­ὸν νὰ πά­ρει καὶ μὲ τί δι­ά­θε­ση νὰ μι­λή­σει;

Ἀ­πρό­σκλη­τη τό­τε καὶ ξαφ­νι­κὴ μὲς στὸ θο­λό της βλέμ­μα καὶ στὸ σκο­τει­νι­α­σμέ­νο της μυα­λὸ ξε­φύ­τρω­σε ἡ μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα πνευ­μα­τι­κοῦ της, ποὺ ἐ­δῶ καὶ τρί­α χρό­νια εἶ­χε ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­νό­σῳ ζοῦ­σε, ἔ­τρε­χε  κον­τά του πάν­τα σὲ κά­θε της πρό­βλη­μα. Μὰ τώ­ρα;

Σὰν νὰ τὴν ἔ­σπρω­ξε ἀ­νε­ξή­γη­τη πα­ρόρ­μη­ση, σχη­μά­τι­σε αὐ­θόρ­μη­τα ὅ­πως πα­λιὰ τὸ νού­με­ρό του κι ἔ­φε­ρε τὸ τη­λέ­φω­νο στ’ αὐ­τί. Ἕ­νας λυγ­μὸς βα­θὺς καὶ σι­γα­νός, πα­ρὰ φω­νή, βγῆ­κε πνι­χτὰ ἀ­π’ τὸ λα­ρύγ­γι της.

-  Βο­ή­θη­σέ με, ἀ­γα­πη­μέ­νε μου γέ­ρον­τα! Χά­νο­μαι! Δεῖ­ξε μου τὸ δρό­μο! Ἡ νύ­χτα μὲ κα­τα­πί­νει!

-  Για­τί κλαῖς, κα­λή μου; Ποι­ὸν ζη­τᾶς; ἀν­τή­χη­σε ἀ­μέ­σως μιὰ ζε­στὴ βε­λού­δι­νη φω­νὴ στ’ αὐ­τί της, μὰ πι­ό­τε­ρο τὴν ἄ­κου­σε μὲς στὴν καρ­διά της.

Πά­γω­σε ὁ­λό­κλη­ρη. Ποι­ὸς τῆς μι­λοῦ­σε; Ὁ γέ­ρον­τας πνευ­μα­τι­κός της; Μὰ δὲν ζοῦ­σε πιά. Πῶς γί­νε­ται νὰ ἀ­παν­τᾶ στὴν κλή­ση της; Μὴν ἔ­πα­θε πα­ρά­κρου­ση; Κοί­τα­ξε μὲ μά­τια δι­ε­σταλ­μέ­να τὸ τη­λέ­φω­νο. Στὴ φω­τει­νὴ ὀ­θό­νη του λαμ­πύ­ρι­ζε μὲ χρώ­μα­τα θε­σπέ­σια ὄ­χι τὸ νού­με­ρο ποὺ κά­λε­σε, μὰ ἡ γα­λή­νια μορ­φὴ τοῦ γέ­ρον­τα, ὅ­πως τὴν ἤ­ξε­ρε πάν­το­τε. Μὰ πῶς μπο­ροῦ­σε νὰ συμ­βαί­νει αὐ­τό; Τὴν κοί­τα­ζε μὲ τὸ γλυ­κό του βλέμ­μα καὶ τῆς χα­μο­γε­λοῦ­σε. Στὴν παρήγορη θέα του ἄ­νε­μος δυ­να­τός, ἕ­να κύ­μα εὐ­φρό­συ­νο στρο­βί­λι­σε βί­αι­α τὸ βα­ρύ της ψυ­χο­πλά­κω­μα, τὸ σκόρ­πι­σε στὴ στιγ­μὴ σὰν σύν­νε­φο κα­κό. Μιὰ γλυ­κειὰ ἀ­να­κού­φι­ση ἁ­πλώ­θη­κε ὣς τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κύτ­τα­ρο τοῦ εἶ­ναι της. Ἡ κα­λή της δι­ά­θε­ση ξε­χεί­λι­σε. Ἀ­φέ­θη­κε στὴ μα­γεί­α τοῦ μυ­στη­ρί­ου ποὺ τὴν ἀγ­κά­λι­α­ζε κι ἂς μὴν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τε.

-  Τί σοῦ συμ­βαί­νει, κό­ρη μου; ρώ­τη­σε σι­γα­νὰ ὁ γέ­ρον­τας.

-  Τὰ ξέ­ρεις, δὲν χρει­ά­ζε­ται νὰ σοῦ τὰ πῶ, πα­τέ­ρα μου, ἀ­πάν­τη­σε ἐκ­στα­τι­κά, σι­γα­νὰ κι ἐ­κεί­νη, μὴν τυ­χὸν καὶ γί­νει ἀν­τι­λη­πτή. Βλέ­πεις τὸ ξε­στρά­τι­σμα τοῦ ἄν­τρα μου. Πη­χτὸ σκο­τά­δι ἁ­πλώ­θη­κε στὴ ζω­ή μου. Μὲ τί κου­ρά­γιο πιὰ νὰ ζῶ; Τὰ ὄ­νει­ρά μου σβή­σα­νε. Μέ­σα μου σω­ρι­ά­στη­καν ἐ­ρεί­πια.

-  Μὰ καὶ σὺ ξε­στρά­τι­σες, κό­ρη μου! Ὄ­χι μό­νο ὁ ἄν­τρας σου.

-  Ἐ­γώ; Μὰ πῶς ξε­στρά­τι­σα καὶ πό­τε; μί­λη­σε δι­πλὰ σο­κα­ρι­σμέ­νη τώ­ρα.

-  Πάν­τα ξε­στρα­τι­σμέ­νη ἤ­σου­να κι ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ δρό­μο τοῦ Θε­οῦ, ἀ­πάν­τη­σε μὲ ἤ­ρε­μη φω­νὴ ὁ γέ­ρον­τας. Ζοῦ­σες κι ἐσὺ γιὰ τὸ δικό σου ὄ­νει­ρο μονάχα. Πές μου, ἀλήθεια, πό­τε ἀ­γά­πη­σες τὸν ἄν­τρα σου ἐ­σύ; Πάν­τα! …θὰ μοῦ πεῖς, …ἀλ­λὰ μὴ βι­ά­ζε­σαι. Ἀ­γά­πα­γες αὐ­τὸ ποὺ σοῦ ’δι­νε, ὄ­χι αὐ­τόν. Ἦ­ταν γιὰ σέ­να τὸ κομ­μά­τι ποὺ ἔ­λει­πε ἀπ’ τὸ σχέδιό σου. Τὸ ταιριαστὸ συμ­πλή­ρω­μα σ’ ἕνα μον­τέ­λο ποὺ φιλοτέχνησες ἐσύ. Αὐ­τὸ ἀ­γά­πα­γες, τὴ βό­λε­ψή σου ἀπὸ τὴν παρουσία του. Καὶ τώ­ρα κλαῖς γιὰ τὴν ὡ­ραί­α σου βι­τρί­να ποὺ ρα­γίζει. Με­τρᾶς τὸ κό­στος τὸ δικό σου μόνο. Αὐ­τὸν δὲν τὸν ἀ­γά­πη­σες ἀληθινὰ πο­τέ σου. Νά, ποὺ σοῦ ἔ­γι­νε ἀ­μέ­σως ἀ­πε­χθής, ὅ­ταν ἀρ­νή­θη­κε νὰ συμ­πλη­ρώ­νει τὸ πὰζλ τῆς φαν­τα­σί­ω­σής σου.

Ἡ γυ­ναί­κα δὲν μί­λα­γε. Δὲν εἶ­χε δύ­να­μη ν’ ἀρ­θρώ­σει λέ­ξη. Ἔ­νοι­ω­θε ν’ ἀ­δειά­ζουν τὰ σω­θι­κά της. Ὁ γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε.

-  Μὴ βλέ­πεις τί περ­νᾶς ἐ­σύ, ἀλ­λὰ τί θ’ ἀ­πο­γί­νει ἐ­κεῖ­νος τώ­ρα. Και­ρὸς νὰ δεῖς τὸν ἄν­τρα σου. Ξέ­χνα τὸν ἑ­αυ­τό σου. Κι ὅ,τι ζη­τή­σεις ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, κοίταξε νά ’ναι γιὰ ’κεῖ­νον, ὄ­χι γιὰ εὐ­χα­ρί­στη­ση δι­κή σου. Σκο­πός σου τώ­ρα μὴ χα­θεῖ αὐ­τός, πλά­σμα μο­να­δι­κό, μὲ ἀ­νε­κτί­μη­τη ἀ­ξί­α, φτι­αγ­μέ­νο μὲ ἀ­προ­σμέ­τρη­το με­ρά­κι ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια τοῦ Θε­οῦ. Εἶ­ναι ὁ δι­κός σου ἄν­θρω­πος, τὸ ξέχασες; Δὲν σοῦ τὸν ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὁ Θε­ός; Δὲν θὰ ρω­τή­σει κά­πο­τε τί ἔ­κα­νες γι’ αὐ­τόν; Ἂν δὲν πο­νᾶς ἐ­σὺ γι’ αὐ­τόν, ποι­ὸς θὰ τὸν δεῖ μὲ κα­λο­σύ­νη; Πά­λε­ψε τώ­ρα ἐ­σὺ λοι­πὸν νὰ μὴ χα­θεῖ στὴν ἄ­βυσ­σο. Ἄ­σε τὰ φυ­σι­κά σου αἰ­σθή­μα­τα στὴν ἄ­κρη. Και­ρὸς ν’ ἀ­γα­πή­σεις τὸν ἄν­τρα σου!

Ἡ ἅ­για φω­τει­νὴ μορ­φὴ πῆρε νὰ ­σβήνει ἀ­π’ τὴν ὀ­θό­νη, μὰ στὴν καρ­διά της ἔ­λαμ­πε ὁ­λο­ζών­τα­νη. Γιὰ πόση ὥ­ρα ἔ­μει­νε ἀ­κί­νη­τη, δε­μέ­νη μὲ ἀ­ό­ρα­τα δε­σμὰ μα­γεί­ας ὑ­περ­κό­σμιας; Φο­βό­τανε νὰ κου­νη­θεῖ, μὴ δι­ώ­ξει τὴ μα­κά­ρια αἴ­σθη­ση ποὺ σὰν ἱμάτιο παμφώτεινο τὴν πε­ρι­τύ­λι­γε. Ἀ­χτί­δα ἱλαρὴ στὴ θλίψη της τὰ λό­για τοῦ γέ­ρον­τα, τῆς φα­νέ­ρω­σαν ὅ­σα δὲν ὑ­πο­πτευ­ό­ταν. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­βλε­πε ἀνοιχτὴ τὴν ψυ­χή της κα­θα­ρά, σὰν ἀ­νοιγ­μέ­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο. Ἐν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε βα­θιά.

Τὸ χέ­ρι της δει­λὰ-δει­λὰ γλί­στρη­σε στὴν τσάν­τα της. Ἀ­να­ζή­τη­σε τὸ κομ­πο­σχοί­νι της, δῶ­ρο μι­κρὸ μὰ ἀ­νε­κτί­μη­το ἀ­π’ τὸν πνευ­μα­τι­κό της. Τὸ πέ­ρα­σε χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το ἁ­πα­λὰ στὰ δά­χτυ­λά της. Στὸν πρῶ­το κόμ­πο στά­θη­κε… Ἀρ­γὰ-ἀρ­γὰ μὰ στα­θε­ρὰ ψι­θύ­ρι­σε:

«Κύ­ρι­ε, Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου …».

Τὸ εἶ­πε, τὸ ξα­να­εῖ­πε…, κόμ­πο-κόμ­πο…, ἀρ­γὰ-ἀρ­γά… Ν’ ἀ­νοί­ξει δρό­μο ἡ προ­σευ­χή της πά­σχι­ζε δει­λά, σὰν τὸ μι­κρὸ ρυά­κι μὲς ἀ­π’ ἀ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα καὶ πέ­τρες. Μὰ λί­γο-λί­γο ἀ­τσα­λώ­θη­κε. Σὰν τὸ μω­σα­ϊ­κὸ ρα­βδί, τὸν βρά­χο τῆς ψυ­χῆς της χτύ­πη­σε τὸν ἄ­νυ­δρο μὲ δύ­να­μη. Καὶ τὸ ρυά­κι φού­σκω­σε, πο­τά­μι ἔ­γι­νε καὶ χεί­μαρ­ρος ὁρ­μη­τι­κὸς ξε­πή­δη­σε ἀ­πὸ τὴν ἔ­ρη­μο ἐν­τός της. Τὴ συ­νε­πῆ­ρε ὁ­λά­κε­ρη. Ἡ σκέ­ψη της ὑ­ψώ­θη­κε γορ­γή. Δι­έ­τρε­ξε βου­νὰ καὶ δρό­μους ποὺ ἀ­δη­φά­γα ἡ σκο­τει­νιὰ κα­τά­πι­νε ξο­πί­σω τους, στρι­φο­γύ­ρι­σε ἀ­τί­θα­ση, ἀ­να­ζή­τη­σε ἐ­πί­μο­να τὸν ἄν­τρα της. Μὲ ἀ­ε­τοῦ πα­νί­σχυ­ρα φτε­ρὰ ἡ προ­σευ­χή της πέ­τα­ξε ὣς ἐ­κεῖ­νον, τὸν ἀγ­κά­λια­σε μυ­στι­κά. Μιὰ γλυ­κειὰ νο­σταλ­γί­α πρω­τό­γνω­ρη κέν­τη­σε σὰν πό­νος σι­γα­νὸς τὴν καρ­διά της. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά του. Γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ ἔ­νοι­ω­σε πὼς εἶ­χε τὴ δύ­να­μη ν’ ἀ­γα­πή­σει τὸν ἄν­τρα της.

Τὸ σκο­τά­δι τῆς νύ­χτας ἔ­ξω πύ­κνω­νε, μὰ ἡ ψυ­χή της μέ­σα γέ­μι­ζε φῶς.

Τυ­λιγ­μέ­νη σὲ γλυ­κειὰ θαλ­πω­ρὴ συ­νέ­χι­ζε ἀ­δι­ά­λει­πτα: «…ἐ­λέ­η­σον τὸν δοῦ­λον σου…».

Στὶς ὀ­κτὼ ἀ­κρι­βῶς, κε­φά­τος, μὲ ντύ­σι­μο κομ­ψό, προ­σεγ­μέ­νο γιὰ τὴν πε­ρί­στα­ση, ὁ ἄν­τρας σή­κω­νε τὸ χέ­ρι του νὰ χτυ­πή­σει τὸ κου­δού­νι στὴν ἐ­ξώ­πορ­τα τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Ἔ­κα­με νὰ τὸ ἀγ­γί­ξει, μὰ δί­στα­σε. Ἀ­δι­ό­ρα­τη ἀ­βε­βαι­ό­τη­τα δι­α­πέ­ρα­σε ἀ­προσ­δό­κη­τα τὴν ψυ­χή του. Τί ἦ­ταν αὐ­τό; Δὲν τό ’θε­λε τό­σο πο­λὺ νὰ ἔλθει ὣς ἐδῶ; Για­τί δι­στά­ζει τώρα αὐτός, ὁ τόσο ἀνυπόμονος; Τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε γιὰ λί­γο με­τέ­ω­ρο καὶ κα­τέ­βη­κε. Τί τοῦ συ­νέ­βαι­νε; Ξαφ­νι­κὰ δὲν ἔ­νοι­ω­θε σί­γου­ρος γι’ αὐ­τὸ ποὺ πή­γαι­νε νὰ κά­μει.

Στά­θη­κε συλ­λο­γι­σμέ­νος μὴ μπο­ρών­τας νὰ κα­τα­λά­βει τὸν ἑ­αυ­τό του. Μιὰ πα­ρόρ­μη­ση μέ­σα του τὸν ἔ­σπρω­ξε νὰ χτυ­πή­σει καὶ πάλι, μὰ τὸ χέ­ρι του ἔ­μει­νε ξανὰ στὸν ἀ­έ­ρα ἀ­βέ­βαι­ο. Ἡ θλιμ­μέ­νη μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του πέ­ρα­σε ξαφνικὰ σὰν ἀ­στρα­πὴ  ἀ­πὸ τὸ βλέμμα του. Ἀ­λή­θεια, για­τί νὰ τῆς τὸ κά­νει αὐ­τό; Ἕ­να δυ­σά­ρε­στο αἴ­σθη­μα τὸν κυ­ρί­ευ­σε. Ἔ­νοι­ω­σε ἄ­σχη­μα γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Κά­ποι­ες ἐ­νο­χὲς σή­κω­σαν κε­φά­λι μέ­σα του. Μὰ για­τί νὰ τοῦ συμ­βαί­νουν τώ­ρα αὐ­τά; Χω­ρὶς νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὸ ἐ­ξη­γή­σει, κα­τά­λα­βε πὼς δὲν ἦ­ταν σὲ θέ­ση νὰ προ­χω­ρή­σει στὸ σχέδιό του. Κά­τι μυ­στη­ρι­ῶ­δες, ἀ­νε­ξή­γη­το μέ­σα του τὸν ἀ­πω­θοῦ­σε ἀ­π’ τὸν σκο­πό του.

Γύ­ρι­σε ἀρ­γὰ-ἀρ­γά, ἄρ­χι­σε νὰ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται σκυ­φτός. Τὸ κι­νη­τό του χτύ­πη­σε. Τὸν ἔ­ψα­χνε ἡ λε­γά­με­νη τοῦ ραν­τε­βοῦ του. Δὲν ἀ­πάν­τη­σε. Χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λει, χω­ρὶς νὰ προ­σπα­θεῖ, ὅ­λο καὶ πιὸ ἐ­πί­μο­να, ὅ­λο καὶ πιὸ ζων­τα­νά, ζω­γρα­φι­ζό­ταν μέ­σα του ἡ μορ­φὴ τῆς γυ­ναί­κας του. Πό­θη­σε νὰ ἦ­ταν τώ­ρα κον­τά της. Και­ρὸ εἶ­χε νὰ τὸ νοι­ώ­σει αὐ­τό. Τὸν εἶχε ἀγγίξει κάτι θεϊκό. Ἡ χάρη τῆς προσευχῆς της ἀόρατη τοὺς ἔφερνε σ’ ἀντάμωμα μυστικό.

Ἀρ­γὰ τὸ βρά­δυ τῆς πα­ρα­μο­νῆς, σὲ ὥ­ρα πιὰ πο­λὺ προ­χω­ρη­μέ­νη, ἀ­φί­χθη­κε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο λε­ω­φο­ρεῖ­ο τῆς γραμ­μῆς. Σκυ­φτά, προ­σε­κτι­κὰ ἡ γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τὰ σκα­λο­πά­τια, μὰ πρὶν τὸ πό­δι της ἀγ­γί­ξει τὸ ἔ­δα­φος, ἕ­να χέ­ρι ἔ­πια­νε ἁπαλὰ τὸ δι­κό της. Σή­κω­σε χα­ρού­με­νη τὸ πρό­σω­πό της κι ἦ­ταν σὰ νά ’­βλε­πε τὸν ἄν­τρα της γιὰ πρώ­τη φο­ρά. Μὲ λαμ­πε­ρὸ χα­μό­γε­λο ἀγ­κα­λι­ά­στη­καν σφι­χτά, φι­λή­θη­καν, σὰ νά ’τα­νε τὸ πρῶ­το ραν­τε­βοῦ τους.

Στὸν παγωμένο χει­μω­νι­ά­τι­κο ἀ­γέ­ρα κάτω ἀπὸ τοὺς θόλους τοῦ σταθμοῦ ἀν­τη­χοῦ­σαν χα­ρμονικὰ τὰ γιορτινὰ τραγούδια καὶ τὰ χριστουγεννιάτικα κά­λαν­τα. Ἀ­πὸ τὰ στο­λι­σμέ­να δέν­τρα λάμ­ψεις σκορ­πί­ζον­ταν χι­λιά­δες. Μὰ τὴ γι­ορ­τὴ τὴν εἶ­χαν μέ­σα τους αὐ­τοί, φού­σκω­νε τὴν καρ­διά τους ἡ χα­ρὰ τῆς Γέν­νη­σης. Καὶ ξε­χυ­νό­ταν ἀ­π’ τὰ ζε­στά τους πρό­σω­πα τρι­γύ­ρω κι ἀ­πὸ τὰ μά­τια τους τὰ φω­τει­νά.

Πολ­λὰ δὲν εἶ­παν. Μὲ ὑ­γρὴ μα­τιά, …«Κα­λὰ Χρι­στού­γεν­να, κα­λή μου!», εἶπε μονάχα ἐκεῖνος, …«Κα­λὰ θὰ εἶ­ναι σί­γου­ρα, γλυ­κέ μου!», ψιθύρισε ἐκείνη… κι ἀγ­κα­λι­α­σμέ­νοι ὅ­πως ἦ­ταν προ­χώ­ρη­σαν.

Κι ὅ­σοι τοὺς ἔβλεπαν τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ περ­πα­τοῦν… μέ­σα στὸ θεῖ­ο φῶς τῆς ἅ­γιας νύ­χτας, γιὰ χρόνια εἶχαν νὰ μιλοῦν… γιὰ μιὰ ἱ­στο­ρί­α ἀ­θό­ρυ­βης, μὰ ὡ­στό­σο… ἀληθινῆς καὶ παν­το­δύ­να­μης ἀ­γά­πης…

Χρι­στού­γεν­να 2014

Διαδίδετε τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η».

Ἐκτυπῶστε/προωθῆστε σὲ φιλικὰ e-mails.

https://fdathanasiou.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου