«Ὁ κρατῶν ὀργῆς,
κρείσσων τοῦ καταλαμβανομένου πόλιν» (Παρ. 16, 32)
Ἡ παρέα ἑτοιμαζόταν νὰ σκορπίσει, ὅταν ἐντελῶς ἀπροειδοποίη-τα ἔσκασε ἡ βόμβα.
- Τελευταία φορὰ ποὺ σᾶς ἀνέχτηκα! Δὲν πρόκειται νὰ τὸ ξανα-περάσω αὐτό! Θὰ τὸ σκεφτῶ πολὺ νὰ ξαναμπῶ στὴν παρέα σας!
Ἦταν ἡ Ἀνδρομάχη ποὺ μίλησε. Τὸ βλέμμα της πετοῦσε φωτιές. Τὸ πρόσωπό της ἦταν κατακόκκινο. Φάνταζε ἡφαίστειο ποὺ γύρευε νὰ ἐκραγεῖ. Ἡ παρέα σάστισε. Στράφηκαν ὅλοι ξαφνιασμένοι. Τὰ χαμόγελα πάγωσαν, οἱ χαιρετοῦρες κόπηκαν ἀπότομα. Τί σήμαινε τώρα αὐτό;
Εἶχαν περάσει ἕνα τόσο ὄμορφο ἀπόγευμα! Μεγάλη Πέμπτη σήμερα καὶ ἡ παρέα, ποὺ ἀπ’ τὴν Ἀθήνα βρέθηκε στὸ γραφικὸ χωριὸ γιὰ τὸ Πάσχα, εἶπαν νὰ χαλαρώσουν γιὰ λίγο. Ὁ καιρὸς ἦταν γλυκός. Πε-ριπλανήθηκαν στὴν ἀνθισμένη ὕπαιθρο, ἔτρεξαν στὸ πολύβουο δά-σος, χάρηκαν τὴν ἐαρινὴ συναυλία τῶν πουλιῶν. Τὸ δωρικὸ σφύριγμα τοῦ κότσυφα, τὸ πέταγμα τῶν τσαλαπετεινῶν μὲ τὰ πολύχρωμα φτερὰ καὶ τὰ παράξενα λοφία, οἱ στριγκλιὲς τῆς κίσσας, οἱ εὔθυμοι μελισσουργοί, ἡ ἀνοιξιάτικη ἀτμόσφαιρα, ἔφεραν στὶς ψυχές τους εὐφορία.
Στὴ συνέχεια περπάτησαν στὰ ἐρειπωμένα δρομάκια τοῦ μικροῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου, κάθισαν στοὺς σπασμένους κίονες, κουβέντιασαν χαρούμενα. Ἦταν ὅλοι τους μάχιμοι τῶν γραμμάτων, ἀνήσυχα πνεύματα, ἀναζητητές. Ὁ Φίλιππος ἀπάγγειλε Αἰσχύλο, γιὰ τὸν θεὸ ποὺ θὰ γεννοῦσε ἡ Ἰὼ καὶ θὰ ἐρχόταν νὰ λυτρώσει τὸν δεσμώτη Προμηθέα ἀπ’ τὸ σκληρό του μαρτύριο. Ἡ Φύλλις ποὺ διέθετε, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, τὴν καλύτερη φωνή, τραγούδησε ἀπαλὰ μιὰ παλιὰ ἀθηναϊκὴ καντάδα καὶ ἕνα ξενικὸ τραγούδι τῆς Belle Époque. Ὅλοι τὴ χειροκρότησαν. Σὲ κάποια στιγμὴ ἡ Φύλλις εἶχε τὴν ἀτυχῆ ἔμπνευση νὰ στραφεῖ στὴν Ἀνδρομάχη.
- Δὲν θὰ μᾶς πεῖς κι ἐσὺ κάτι, Ἀνδρομάχη; Δὲν μᾶς ἀπαγγέλλεις τὸν ἀποχαιρετισμὸ Ἕκτορα καὶ Ἀνδρομάχης;
Ἡ Ἀνδρομάχη δὲν ἦταν ἕτοιμη γιὰ κάτι τέτοιο. Δὲν ἦταν τὸ δυνατό της χαρτὶ ὁ Ὅμηρος. Δυσκολεύτηκε καὶ δὲν ἔκρυψε τὴ δυσφορία της.
- Δὲν μοῦ ἀρέσουν οἱ ἀπαγγελίες! ἀπάντησε ψυχρὰ διαπερνώντας τὴ Φύλλιδα μὲ σκοτεινὸ βλέμμα.
Ἡ Φύλλις ἔνοιωσε ἀμήχανα.
- Κίμωνα, ἡ σειρά σου! Πές μας κάτι δικό σου! φώναξαν τότε ὅλοι μαζί, γνωρίζοντας τὴν ἰδιαίτερη κλίση του στὴν ποίηση.
Μὰ ἀντὶ νὰ ἀπαγγείλει ποίηση ὁ Κίμωνας, ἔβγαλε ἕνα βιβλιαράκι τσέπης, κάθισε στὸ ψηλότερο λιθάρι καὶ τοὺς διάβασε τὴν ἱστορία μιᾶς τριήμερης μάχης ἀπὸ τὸν τελευταῖο μεγάλο πόλεμο, ποὺ δὲν τὴν εἶχε ξανακούσει κανένας τους.
«…ὁ στρατηγὸς ἔλειπε στὰ μετόπισθεν. Οἱ στρατιῶτες εἶχαν ἐγκα-ταλείψει προσωρινὰ τὶς θέσεις καὶ τὰ ὄπλα τους. Σκορπισμένοι ἐδῶ καὶ ‘κεῖ χαίρονταν τὴν ὄμορφη λιακάδα. Οἱ μάχες εἶχαν σταματήσει ἐδῶ καὶ μέρες. Τὸ μέτωπο εἶχε ἠρεμήσει. Καμμιὰ κίνηση στὴν ἀντίπαλη γραμμὴ δὲν ἐνέπνεε ἀνησυχία. Τίποτε δὲν πρόδιδε τὸ παραμικρό. Κανένας δὲν περίμενε ἐπίθεση. Στὶς προφυλακὲς τοῦ ἐχθροῦ φαίνονταν νὰ ἀσχολοῦνται ὅλοι μὲ τὸ ἴδιο πράγμα. Σκορπισμένοι καὶ ξαπλωμένοι σὲ παρέες ἀπολάμβαναν κι αὐτοὶ τὴ ζεστασιὰ τοῦ ἥλιου, ποὺ τόσο τοὺς ἔλειψε τὶς κρύες μέρες τοῦ χειμώνα.
Ἔτσι, κανένας δὲν ἀντιλήφθηκε πὼς ὅλο αὐτὸ δὲν ἦταν, παρὰ ἕνα καλοστημένο καμουφλάζ. Γιὰ νὰ κρατήσει ἀθέατη τὴ μυστικὴ προπαρασκευὴ στὰ ἐχθρικὰ μετόπισθεν. Καὶ ὅταν οἱ ἐνισχύσεις τοῦ ἐχθροῦ κατάφεραν νὰ προωθηθοῦν ἀθόρυβα ὣς τὴ γραμμὴ τοῦ μετώπου, πάνω στὸ ζενὶθ τῆς ἀνεμελιᾶς, ξέσπασε ἀπροσδόκητα ἡ σαρωτικὴ ἐπίθεση. Ἕνας κεραυνοβόλος καταιγισμὸς πυρῶν μεταμόρφωσε ἀκα-ριαῖα σὲ κόλαση τὴν ἡλιόλουστη ἀνοιξιάτικη μέρα.
Οἱ στρατιῶτες καταλήφθηκαν ἐξ ἀπροόπτου. Ὅρμησαν ξαφνιασμένοι νὰ ξαναπιάσουν τὰ ὅπλα τους καὶ νὰ καλυφθοῦν, μὰ τὰ φονικὰ ἐχθρικὰ πυρὰ τοὺς θέριζαν. Τὸ πεδίο τῆς μάχης στρώθηκε μὲ τραυματίες καὶ νεκρούς. Ἡ πίεση ποὺ δέχονταν ἦταν φοβερή. Προσπάθησαν νὰ ἀμυνθοῦν, μὰ ἡ ἔλλειψη συντονισμοῦ μεταξύ τους δὲν ἐπέτρεπε καμμιὰ σοβαρὴ προσπάθεια ἀντίστασης. Ἡ κεραυνοβόλα ἐπίθεση τοὺς τσάκισε. Ἐπικράτησε χάος καὶ πανικός. Οἱ γραμμές τους διασπάστηκαν γρήγορα. Ἡττήθηκαν κατὰ κράτος. Μέσα στὸ πανδαιμόνιο τῆς ἄτακτης ὑποχώρησης ἐγκαταλείφθηκαν στὸ πεδίο τῆς μάχης ὁ βαρὺς ὁπλισμὸς καὶ τὰ μηχανοκίνητα μέσα τους μὲ ὅλα τὰ ἐφόδια.
Ἀκέφαλοι οὐσιαστικὰ καὶ σὲ φοβερὴ σύγχυση κινήθηκαν σπα-σμωδικὰ πρὸς τὴ δεύτερη γραμμὴ ἄμυνας. Ἡ ἀποδιοργάνωση ἦταν ὁλοκληρωτική. Ὅλη τὴ νύχτα μὲ ἀμέτρητες δυσκολίες, ἔχοντας χάσει ὅλα της τὰ ὀχήματα, ἡ διαλυμένη στρατιὰ ὀπισθοχωροῦσε κακὴν κακῶς. Ἔφτασαν σὲ ἄθλια κατάσταση καὶ παρὰ τὴν ἀνείπωτη κούραση, βάλθηκαν νὰ ὀργανώσουν πρόχειρα τὴν ἄμυνά τους. Οἱ ἐξουθενωμένοι μαχητὲς προσπάθησαν μὲ τὸ δάχτυλο στὴ σκανδάλη νὰ κλέψουν λίγες στιγμὲς πολύτιμου ὕπνου. Τὸ ἠθικό τους ἦταν καταρρακωμένο.
Ὁ στρατηγὸς ἐπέστρεψε ἐσπευσμένα, μὰ ὁ ἔλεγχος εἶχε χαθεῖ. Μὲ ἀπανωτὰ ἐπίμονα σήματα πρὸς τὸ γενικὸ ἐπιτελεῖο του ζήτησε ἄμεσες ἐνισχύσεις. Μὰ ὅλα ἤθελαν τὸν χρόνο τους καὶ αὐτὸς δὲν διέθετε καθόλου. Ἡ ταραχὴ καὶ ἡ σύγχυσή του εἶχαν φτάσει στὸ ζενίθ. Ἔτρεχε ἀλλόφρων ἀπ’ τὸ ἕνα ἄκρο στὸ ἄλλο, προσπαθώντας νὰ περισώσει ὅ,τι ἦταν δυνατόν. Ἔκανε ὅ,τι καλύτερο μποροῦσε, μὰ δὲν εἶχε αὐταπάτες. Ἔβλεπε πὼς ἦταν τρέλλα νὰ ἀντιμετωπίσει μιὰ νέα ἐπίθεση μὲ τὰ ὑποτυπώδη μέσα ποὺ διέθετε, ἀλλὰ καὶ μιὰ δεύτερη ὑπὸ πίεση ὑποχώρηση θὰ σήμαινε τὴν ὁλοσχερῆ τους διάλυση. Ζήτησε ἀπὸ τοὺς μαχητές του νὰ ξεπεράσουν τὸν ἑαυτό τους. Ὅλοι τους ἦταν σὲ κακὴ κατάσταση, μὰ ἦταν ἀποφασισμένοι.
Τουλάχιστον δὲν αἰφνιδιάστηκαν ξανά. Περίμεναν ἄγρυπνοι τὸν ἐχθρό τους, ποὺ μὲ τὸ ξημέρωμα ἐφόρμησε πάλι ἀκάθεκτος. Ἡ ἐπίθεση ἦταν ὄντως λυσσαλέα. Οἱ ἀμυνόμενοι πολέμησαν ἡρωικά, ἀλλὰ δὲν μπόρεσαν νὰ ἀποφύγουν ἐντελῶς τὴ διάσπαση καὶ τὸ χάος στὶς γραμμές τους. Ὁ στρατηγός, παρακολουθώντας μὲ ἀγωνία τὴν κάθε ἐξέλιξη, ἔσπευδε νὰ ρίξει στὰ ἀδύνατα σημεῖα ἐνισχύσεις, ἀποσπώντας τες προσωρινὰ ἀπὸ ἀλλοῦ. Τὸ θετικὸ ἦταν πὼς δὲν ὑποχώρησαν. Ἡ γραμμή, παρὰ τὴν πίεση, δὲν ἔσπασε στὸ σύνολό της. Ἂν καὶ μὲ πενιχρὰ μέσα, οἱ σκληροὶ μαχητὲς κράτησαν. Παρὰ τὸ σφυροκόπημα, ἔμειναν ἀγκιστρωμένοι πεισματικὰ μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια στὶς θέσεις τους. Ἄντεξαν. Δὲν νικήθηκαν αὐτὴ τὴ φορά.
Μὲ τὴ νύχτα ἡ μάχη σταμάτησε. Ἤξεραν ὅμως πὼς δὲν μπο-ροῦσαν νὰ κρατηθοῦν περισσότερο ἐκεῖ μὲ τίποτε. Ἔτσι τὸ βράδυ, μὲ τὴν κάλυψη τοῦ σκοταδιοῦ, ξεγλίστρησαν συντεταγμένα καὶ ἀθόρυβα. Ὑποχώρησαν στὴν τρίτη γραμμὴ ἄμυνας, ὅπου εἶχαν ἀρχίσει ἐπιτέλους νὰ καταφτάνουν οἱ πολυπόθητες ἐνισχύσεις. Πιὸ ψύχραιμος τώ-ρα ὁ στρατηγὸς κατέστρωσε συγκροτημένο σχέδιο μάχης. Ὀχυρώθηκαν. Οἱ ξεκούραστες ἐφεδρεῖες ἀναπλήρωσαν τὰ κενά τους. Στήθηκαν τὰ βαριὰ πυροβόλα σὲ καίριες θέσεις καμουφλαρισμένα. Σὲ ἐπιλεγμένα σημεῖα στὶς πλαγιὲς ὀργανώθηκαν πολυβολεῖα κρυμμένα ἀνάμεσα σὲ βράχια, πίσω ἀπὸ κορμοὺς δέντρων, ἀπὸ ἀναχώματα, ἀπὸ ὁτιδήποτε μποροῦσε νὰ παράσχει κάλυψη. Μιὰ βαρειὰ πυροβολαρχία ἔφτασε τὴν τελευταία στιγμὴ καὶ στήριξε τὰ νῶτα τους, ἐνῶ μιὰ ἐλαφρὰ ἐπιλαρχία ἁρμάτων πρόλαβε νὰ πάρει θέσεις μάχης, μοιράζοντας τὶς ἴλες της στὰ δυὸ ἀκάλυπτα πλευρά, γιὰ νὰ ἀποτραπεῖ πλαγιοκόπηση τῶν ἀμυνομένων. Ὅλα μπῆκαν τελικὰ στὴ θέση τους. Ὅλοι αἰσθάνθηκαν πανέτοιμοι.
Ὁ ἐχθρὸς ἐπιτέθηκε ξανὰ μὲ ἀλαζονεία καὶ σφοδρότητα, μὰ εἶχε χάσει τὸ πλεονέκτημα τοῦ αἰφνιδιασμοῦ. Οἱ κινήσεις του ἦταν πλέον προβλέψιμες καὶ ἀναμενόμενες. Τὸ ἀμυνόμενο στράτευμα δὲν πιάστηκε ξανὰ στὸν ὕπνο. Ἡ γραμμὴ τῆς ἄμυνας, ἀληθινὸς κυματοθραύστης πιά, δὲν ἔσπασε πουθενά. Ἡ ὁρμὴ τοῦ ἐχθροῦ ἀναχαιτίσθηκε. Οἱ ἀμυνόμενοι ἄντεξαν γερὰ στὶς ἀλλεπάλληλες ἐφορμήσεις. Ὄχι μόνο κρατήθηκε ἡ ἀμυντικὴ περίμετρος ἀνέπαφη ἐντελῶς, μὰ καὶ ὀργανώθηκε στὴ δεδομένη στιγμὴ καὶ ἐξαπολύθηκε μὲ ἀπόλυτο συντονισμὸ ὁλομέ-τωπη σθεναρὴ ἀντεπίθεση.
Τὰ τεθωρακισμένα ὅρμησαν πρῶτα μπροστὰ σὲ στενὸ σχηματισμὸ καὶ εἰσχώρησαν σὰν σφήνα στὸ κέντρο τῆς ἐχθρικῆς παράταξης. Τὸ πεζικὸ ἐφόρμησε πίσω τους ἀκαριαῖα γιὰ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ τὸ ρῆγμα. Μὲ εὔστοχα πυρὰ τὸ πυροβολικὸ σφυροκοποῦσε τὶς ἐχθρικὲς θέσεις. Καταπονημένος καὶ ἐξαντλημένος ὁ ἐχθρὸς ἀναδιπλώθηκε. Προσπάθησε νὰ ὑποχωρήσει συντεταγμένα, μὰ δὲν τὰ κατάφερε. Οἱ ἀμυνόμενοι πέρασαν μὲ ὁρμὴ στὴν ἀντεπίθεση, σπέρνοντας τὸ χάος στὰ ἀποδεκατισμένα καὶ ἀποδιοργανωμένα τμήματά του καὶ μετατρέ-ποντας σὲ ἄτακτη φυγὴ τὴν ὑποχώρησή του. Ὁ ἐχθρὸς ἀπωθήθηκε ὁριστικά.
Ἡ νικηφόρα στρατιὰ προχώρησε ἐκκαθαρίζοντας προσεκτικὰ κάθε μεμονωμένη ἑστία ἀντίστασης. Δὲν χρειάστηκε πολὺ νὰ ἀνακτήσει τὸ χαμένο της ἔδαφος. Σὲ λίγο ἦταν ὁ ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς κατάστασης. Ὁ στρατηγὸς εἶχε πάρει στὰ χέρια του τὸν πλήρη ἔλεγχο. Ὀργάνωσε μὲ νηφαλιότητα καὶ ψυχραιμία τὰ πάντα. Ἀναγνωριστικὲς πτήσεις καὶ περίπολοι χτένιζαν στὸ ἑξῆς ἀδιάκοπα κάθε ἐπικίνδυνη περιοχή. Μὰ δὲν μποροῦσε νὰ συγχωρέσει τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ βαρύ-τατο πάθημά του, νὰ βρεθεῖ ἀπροετοίμαστος τὴν κρίσιμη στιγμή. Τὸ τίμημα τῆς τριήμερης μάχης σὲ νεκροὺς καὶ τραυματίες ἦταν πολὺ μεγάλο. Βάραινε ἰδιαίτερα τὴ συνείδησή του. Θεωροῦσε ὑπαίτιο τὸν ἑαυτό του. Δὲν μποροῦσε νὰ ἡσυχάσει. Ὁρκίστηκε στοὺς νεκροὺς μαχητές του νὰ μὴν ξανασυμβεῖ αὐτὸ ποτέ. Νὰ εἶναι πάντα στὸ ἑξῆς ἕτοιμος…».
Ἡ παρέα ἄκουγε χωρὶς ἀνάσα. Ὁ Κίμωνας ἔκλεισε τὸ βιβλίο καὶ τὸ ξανάχωσε στὴν τσέπη του. Γιὰ λίγο ἔμειναν ὅλοι σιωπηλοί.
- Ἐντυπωσιακό! μίλησε κάποιος σπάζοντας τὴ σιωπή. Φοβερὸ πράγμα ὁ πόλεμος!
- Κίμων, μᾶς χάλασες τὴ διάθεση! εἶπε ἀστειευόμενο ἕνα κορίτσι. Πῶς τὴ βρίσκετε ὅμως μὲ κάτι τέτοια ἐσεῖς τὰ ἀγόρια! Εἶναι στὸ DNA σας ὁ πόλεμος.
- Ἂς μὴν κλείσουμε τὴν ὄμορφη μέρα μας μὲ μελαγχολικὲς σκέ-ψεις. Φύλλις, φτιάξε μας τὴ διάθεση μὲ τὴν ὡραία σου φωνή! πρότεινε ἕνας τρίτος.
Ἡ Φύλλις δὲν εἶχε καὶ πολλὴ ὄρεξη, μὰ ἡ παρέα ἐπέμεινε. Τὴν ἀνέ-βασαν μάλιστα στὴν ψηλὴ πέτρα ποὺ καθόταν ὁ Κίμωνας πρὶν καὶ μαζεύτηκαν ὅλοι τριγύρω της. Ἄρχισε σιγά-σιγὰ καὶ ὅλοι τὴ σιγοντάρισαν, ἄλλος στὰ πρίμα κι ἄλλος στὴ δεύτερη φωνή. Ἔτσι κανένας δὲν πρόσεξε πὼς ἡ Ἀνδρομάχη εἶχε καθίσει παράμερα ἔχοντας στραμμένο τὸ πρόσωπό της ἀλλοῦ. Τραγούδησαν, διασκέδασαν, ἀστειεύτηκαν, ἡ Φύλλις τοὺς ἐνθουσίασε ξανὰ μὲ τὴ σπάνια φωνή της. Στὸ τέλος τὴ σήκωσαν μὲ γέλια καὶ φωνὲς ψηλὰ καὶ τὴν κατέβασαν ἀπὸ τὸ θρόνο της. Ἡ ὥρα ἔφτανε στὸ λιόγερμα, ἦταν καιρὸς νὰ ἐπιστρέψουν. Οἱ καμπάνες δὲν θὰ ἀργοῦσαν καὶ πολὺ γιὰ νὰ σημάνουν. Τὰ βράδια τοῦ Μεγαλοβδόμαδου ἦταν γιὰ ὅλους ξεχωριστὰ καὶ ὄμορφα!
Πάνω λοιπὸν ποὺ πῆραν νὰ σκορπίσουν γιὰ τὰ σπίτια τους προσωρινά, πλάκωσε ἀπρόσμενα τὸ ξέσπασμα τῆς Ἀνδρομάχης, ἀφήνοντάς τους ὅλους σύξυλους. Κανένας δὲν κατάλαβε τί μεσολάβησε.
- Μὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ μᾶς πεῖς; τόλμησε πρώτη νὰ ρωτήσει ἡ Φύλλις.
Ἡ Ἀνδρομάχη στράφηκε πρὸς τὸ μέρος της.
- Κάνεις καὶ τὴν ἀνήξερη κιόλας; Τὴν ἀθώα παιδούλα; Δὲν εἶναι φανερὸ ποῦ τὸ πηγαίνεις; Πὼς θέλεις νὰ τοὺς ξεμυαλίσεις ὅλους; Νὰ τοὺς ἔχεις μὲ τὸ μέρος σου;
Ἡ Φύλλις ἔμεινε ἄναυδη. Ὁ αἰφνιδιασμός της ἦταν ἀπόλυτος. Ἡ φωνὴ της πνίγηκε στὸ λαρύγγι της.
- Εἶσαι ὕπουλη καὶ αἰσχρή! συνέχισε μὲ τρομερὴ φωνὴ ἡ Ἀνδρο-μάχη. Μὰ δὲν θὰ ἀνεχθῶ ἄλλο τὴ συμπεριφορά σου. Πάντα βρίσκεις τὸν τρόπο νὰ μὲ μειώνεις, γιὰ νὰ στρέφουν ὅλοι τὴν προσοχή τους πάνω σου. Εἶσαι μιὰ τιποτένια! Ἕνα μικρὸ ἀηδιαστικὸ τίποτα! Κατά-λαβες; Αὐτὸ ἀκριβῶς εἶσαι! Ἕνα τίποτα!
Ἡ Φύλλις τραντάχτηκε ὣς τὰ κατάβαθά της. Ἡ Ἀνδρομάχη τὴν ἀδικοῦσε κατάφωρα. Δὲν εἶχε σκεφτεῖ ποτέ της νὰ μειώσει κάποιον. Ὅσο κι ἂν τῆς ἄρεσε νὰ τὴν προσέχουν καὶ νὰ τὴν ἐπαινοῦν, δὲν τὸ ἔκανε ποτὲ εἰς βάρος κάποιου ἄλλου, συνειδητὰ τουλάχιστον. Ἡ ἀδικία ξεσήκωσε φοβερὴ θύελλα μέσα της. Δὲν περίμενε ποτὲ τέτοια ἐπίθεση. Τὴ βρῆκε ἐντελῶς ἀπροετοίμαστη. Δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατηθεῖ μὲ τίποτε. Ἕνας καυτὸς θυμὸς τὴ συνεπῆρε ὁλάκερη. Τὰ μάτια της γέμι-σαν δάκρυα.
- Εἶσαι τρελλή, τρελλὴ γιὰ δέσιμο, τὸ ξέρεις; εἶπε καὶ ἡ ὡραία της φωνὴ ἦταν τώρα ὑστερικὴ κραυγή.
- Δὲν εἶμαι καθόλου τρελλή, ὅσο κι ἂν θὰ σοῦ ἄρεσε αὐτὸ βέβαια! Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἐγὼ δὲν εἶμαι σὰν τὰ μοῦτρα σου! τῆς τόνισε ὑψώνοντας τὴ φωνὴ μὲ θριαμβευτικὴ χαιρεκακία ἡ Ἀνδρομάχη.
Ἡ Φύλλις κατέρρευσε ἐντελῶς. Χτυπιόταν ἀπ’ τὴν ἀγανάκτηση καὶ ξεστόμιζε ὅ,τι τῆς ἐρχόταν στὸ μυαλό, μὰ ἡ παρέα ὅρμησε στὴ μέση, δὲν τὶς ἄφησαν νὰ συνεχίσουν περισσότερο. Σκόρπισαν ὅλοι στενοχωρημένοι.
Τί κρίμα! Πόσο χάλια τελείωσε ἡ ὄμορφη βόλτα τους!
Ἡ Φύλλις ἔπαθε νευρικὸ κλονισμό. Πέρασε ὤρα γιὰ νὰ συνέλθει λιγάκι. Κλείστηκε στὸ δωμάτιό της καὶ δὲν ἤθελε νὰ δεῖ κανέναν. Οἱ καμπάνες χτύπησαν, μὰ ἐκείνη δὲν εἶχε διάθεση γιὰ τίποτε. Τῆς στοίχισε ἀφάνταστα ἡ ἄδικη ἐπίθεση τῆς Ἀνδρομάχης. Τῆς ἦρθε ἀπροσδόκητα, μὲς στὴν ἀπόλυτη ἀνεμελιά της. Δὲν πρόλαβε νὰ ἀμυνθεῖ. Ἔχασε ἐντελῶς τὴν αὐτοκυριαρχία της. Ἦταν κάτι ποὺ τὴν ξεπερνοῦσε. Φέρθηκε ἄσχημα καὶ αὐτή, οἱ καλοί της τρόποι πῆγαν περίπατο. Ἀνταπέδωσε μὲ τὴν πρώτη βρισιὰ ποὺ πρόλαβε νὰ ’ρθει στὸ στόμα της. Ἡ καλή της εἰκόνα, ἡ ἀξιοπρέπειά της, ὅλα χάθηκαν. Ἔμειναν λάφυρα πολύτιμα στὸ πεδίο τῆς μάχης.
Δὲν ἔνοιωθε περήφανη γιὰ τὸν ἑαυτό της, μὰ οὔτε καὶ μετάνοιωνε γιὰ τὸ φέρσιμό της. Λυπόταν μόνο ποὺ δὲν πρόλαβε νὰ ξεστομίσει πιὸ πολλά, χειρότερα. Ἡ ψυχή της ἔγινε κομμάτια. Ἡ ἀπρόσμενη προσβολὴ τὴν εἶχε ἀποδιοργανώσει ἐντελῶς. Κάθε ποὺ ἀναπολοῦσε τὸ γεγονός, φούντωνε ξανὰ καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὴν ταραχή της. Οἱ ἄμυνές της εἶχαν πλήρως καταρρεύσει. Νικήθηκε κατὰ κράτος.
Ξημέρωσε ἡ Μεγάλη Παρασκευή. Σηκώθηκε τελείως ἄκεφη. Εἶπε νὰ πάει στὴν Ἀποκαθήλωση, νὰ διώξει λίγο τὴ βαρειὰ μελαγχολία ποὺ τὴν πλάκωνε. Μέσα της ἡ θύελλα εἶχε κοπάσει ἀρκετά, μὰ ὄχι ὁλότελα. Σὲ κάθε θύμηση τῆς τραυματικῆς της ἐμπειρίας τὴν ἔπιανε ταραχή. Δὲν ἤθελε νὰ τὸ θυμᾶται. Δὲν καμάρωνε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό της βέβαια, ἂν καὶ ἤθελε νὰ τὸν δικαιολογήσει. Δὲν τῆς ἄρεσε ποὺ ξέπεσε τόσο στὴ συμπεριφορά της. Καὶ τώρα ποὺ τὸ καλοσκεφτόταν, δὲν τό ’βρισκε καθόλου σωστὸ αὐτὸ ποὺ ἔκανε. Μὰ ἔνοιωθε πώς, μὲ τὴν τροπὴ ποὺ πῆραν τὰ πράγματα, δὲν εἶχε περιθώριο γιὰ ἄλλη ἀντίδραση. Ὅμως ὑποσχέθηκε στὸν ἑαυτό της νὰ τὸ παλέψει. Νὰ μὴν ξαναπέσει τόσο χαμηλά, ὅποιο κι ἂν θά ’ταν τὸ τίμημα. Τουλάχιστον τώρα ἤξερε μὲ τί εἶχε νὰ κάνει. Δὲν θὰ αἰφνιδιαζόταν ξανά. Δὲν διέθετε βέβαια πολλὲς ἀντιστάσεις, ὡστόσο στὸν ὕπνο δὲν θὰ πιανόταν ἄλλη φορᾶ.
Μὰ τὸ πράγμα μόλις ποὺ ξεκίνησε. Δὲν εἶχε ἀκόμα τελειώσει. Ποιὰ θά ’ταν τάχα ἡ συνέχεια; Μέσα της φούντωνε καὶ ἡ ἀνησυχία. Μικρὸς ὁ τόπος τους, δὲν ἦταν εὔκολο νὰ ἀποφεύγεις ἀνεπιθύμητα συναπαντήματα. Κι ὅσο νὰ τὸ καλοσκεφτεῖ αὐτὸ καὶ νὰ τὸ γυρίσει λίγο στὸ μυαλό της, τὰ μάτια της συνάντησαν στὴν ἀπέναντι πλευρὰ τῆς κατάμεστης ἐκκλησίας ποιὸν ἄλλον; Τὴν Ἀνδρομάχη. Στὴ θέα της τρε-μούλιασαν ξανὰ τὰ σωθικά της. Οἱ φρέσκιες πληγές της ξανάνοιξαν. Γύρισε ἀλλοῦ τὸ πρόσωπό της νὰ μὴ βλέπει, μὰ ἡ ταραχή της ἦταν μεγάλη.
- Βοήθησέ με, Θεέ μου! προσευχήθηκε μυστικά.
Ἡ ψαλμωδία τελείωσε πρὶν κὰν τὸ καταλάβει. Ὁ κόσμος μετακι-νήθηκε νὰ προσκυνήσει τὸν ἀνθοστόλιστο Ἐπιτάφιο. Ἀναζήτησε γρήγορα τὴν ἔξοδο σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ ἀποφύγει τὴν ἀπευκταία συνά-ντηση, μὰ δὲν πρόλαβε. Ἡ Ἀνδρομάχη τὴν πλεύρισε γρήγορα. Κάρφωσε τὸ φλογερὸ βλέμμα πάνω της καὶ γεμάτη χολή, ἀδίστακτη, τῆς πέταξε τὸ φαρμακερὸ βέλος της ξανά, ἐκτοξεύοντας ὠμὰ τὴν ἄδικη κατηγορία της.
Ἡ ἐπίθεση ἦταν δυνατή. Τὸ χτύπημα σκληρό. Ἡ Φύλλις ἔνοιωσε ἀκατανίκητη τὴν ἀνάγκη νὰ ἀνταποδώσει. Τὰ σπλάχνα της δονήθηκαν ἀπὸ τὴν πρόκληση. Μὰ ὄχι! Εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἀμυνθεῖ. Ἔσφιξε τὰ δόντια της. Συγκράτησε μὲ κόπο τὰ λόγια ποὺ ἦρθαν στὸ στόμα της. Τῆς ἔριξε μιὰ ματιὰ γεμάτη λύπη μόνο καὶ προχώρησε. Εὐτυχῶς! Δὲν νικήθηκε αὐτὴ τὴ φορά.
- Δόξα τῷ Θεῷ! σκεφτόταν μυστικά, καθὼς ἔφευγε. «Ἐταρά-χθην», ναί! Κομμάτια ἔγινα. Μὰ τὰ κατάφερα. Βάσταξα. «Οὐκ ἐλάλησα». Τουλάχιστον δὲν ξέσπασα. Ἔστω καὶ τὴν τελευταία στιγμή, ἡ ἄμυνά μου κράτησε. Ἄντεξα στὴν ἐπίθεση. Πληγώθηκα, χτυπήθηκα, μάτωσα, μὲ τὰ δόντια κρατήθηκα. Μὰ δὲν ὑποχώρησα.
Κατάλαβε πὼς δὲν θὰ σταματοῦσαν εὔκολα οἱ ἐπιθέσεις. Καὶ πώς, στὴν κατάσταση ποὺ βρισκόταν, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ συνεχίσει ἔτσι. Ἔπρεπε νὰ ὀργανώσει συστηματικὰ τὴν ἄμυνά της. Νὰ καλέσει δυνατὲς ἐνισχύσεις. Νὰ στήσει ἰσχυρὴ ἀμυντικὴ περίμετρο, νὰ κάνει ἀπόρθητο ὀχυρὸ τὴν ψυχή της. Νὰ ἐνδυθεῖ μὲ τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, νὰ ὁπλισθεῖ μὲ τὰ ὄπλα τοῦ Πνεύματος. Τὸ βλέμμα της στράφηκε στὸ σημαδάκι ποὺ ἄσπριζε στὴ μακρινὴ ἀπόκρημνη πλαγιὰ τοῦ βουνοῦ. Τηλεφώνησε στὸν ἁγιασμένο γέροντα ποὺ ἀσκήτευε ἐκεῖ στὸ ἀπόμακρο ἁγιορείτικο μετόχι. Ζήτησε καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια του ὁλοκληρωμένο σχέδιο μάχης.
Τὴν ὑπόλοιπη μέρα της ἐπιδόθηκε σὲ προσεκτικὴ προετοιμασία. Διόρισε «ἀγαθὸν ἡγεμόνα», ἔμπειρο στρατηγὸ γιὰ τὴ μάχη της, «τὸν ἔνδοθεν λογισμόν», τὸν ἄγρυπνο ὀφθαλμὸ τῆς ψυχῆς της. Τὸν τοπο-θέτησε ψηλά, «ἐπὶ τῆς θείας φυλακῆς», γιὰ νὰ ἐπισημαίνει ἄμεσα τὸν κάθε κίνδυνο. Προσευχήθηκε περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι συνήθιζε. Ἐντρύ-φησε στὰ ἅγια κείμενα τῶν ἡμερῶν, εἰρήνευσε τὸ πνεῦμα της ἀκολου-θώντας τὰ ματωμένα ἴχνη τοῦ Διδασκάλου της. Συνοδοιπόρησε μαζί του ὣς τὴ σταύρωση καὶ τὴν ταφή του. Ἔβγαλε στὸ μέσον ὅ,τι δικό της χρειαζόταν σταύρωμα καὶ ταφή. Ὅλη τὴν ἐμπαθῆ νέκρωση τῆς ψυχῆς καὶ τῶν αἰσθήσεών της.
Πέρασε τὸ Μεγάλο Σάββατο «ἡσυχάζοντας» δυναμικὰ ὅπως οἱ ταπεινὲς Μυροφόρες. Καὶ τὸ ἀναστάσιμο βράδυ, βηματίζοντας ἤρεμα καὶ σταθερά, στάθηκε μπρὸς στὰ ἱερὰ βημόθυρα. Ἔλαβε μέσα της τρο-φὴ ζωῆς, συναναστήθηκε μὲ τὸν τριήμερο νεκρό, τὸν κραταιὸ νικητὴ τοῦ θανάτου. Ἡ χαρὰ ἔλαμπε παντοῦ, τὰ «πάντα πεπλήρωται φωτός», μὰ ὡστόσο ἡ σκιὰ τοῦ κακοῦ γλίστρησε δίπλα της. Ὁ ἀρχαῖος ὄφις ἄνοιξε τὸ ἀδηφάγο στόμα του καὶ «ἰὸν ἐξηρεύξατο». Ἔχυσε πάνω της ξανὰ τὸ πικρό του δηλητήριο.
Μὰ ἡ Φύλλις δὲν ταράχτηκε. Δὲν αἰφνιδιάστηκε. Οἱ κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ ἦταν πλέον προβλέψιμες. Τὸν περίμενε πανέτοιμη. Ἄδραξε ἀμέσως τὸ φοβερὸ ὅπλο στὸ χέρι της, τὸ κράτησε σταθερὰ στὰ δάχτυλά της καὶ πυροδότησε πάραυτα. «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Οἱ βολές της μυστικές, γρήγορες, τελεσφόρες, δὲν ἄφησαν κανένα περιθώριο στὸν ἐπιτιθέμενο ἐχθρό. Τὸ μικρὸ κομποσχοίνι της εἶχε πάρει φωτιά. Ἔγινε κυματοθραύστης τοῦ κακοῦ. Ἡ ἀμυντική της γραμμὴ ἔμεινε ἀνέπαφη. Δὲν ὑποχώρησε πουθενά.
Ἡ πρώτη φάση πέτυχε τοὺς στόχους της. Ἡ Φύλλις ἐφαρμόζοντας πιστὰ τὸ σχέδιο μάχης, ἑτοιμάστηκε νὰ περάσει στὴν ἀντεπίθεση. Ἔστρεψε τὸ εὔστοχο πυροβόλο της καταπάνω στὸν «ἐχθρό». «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησε τὴ δούλη σου Ἀνδρομάχη». Συνέχισε νὰ βάλλει μυστικὰ κατὰ ριπὰς μὲ τὰ συντριπτικά της πυρά. Εἶχε ἀναλάβει τὸν πλήρη ἔλεγχο τῆς κατάστασης. Συνεχίζοντας ἀδιαλείπτως μὲ νηφάλια μέθη τὴ «μάχη» της, πλησίασε. Ἀγκάλιασε γελαστὴ τὴ φίλη της, τῆς ἔδωσε τὸ ζεστὸ ἀναστάσιμο φιλὶ τῆς ἀγάπης καὶ εἶπε μὲ ἐκείνη τὴν ἐξαίσια δροσερὴ φωνή της, ποὺ τὴν ἔκανε πάντα νὰ ξεχωρίζει:
- Χριστὸς ἀνέστη, Ἀνδρομάχη!
Εἶχε νικήσει κατὰ κράτος.
Ὁ «ἐχθρός» τώρα ἔμενε ἄφωνος, ἀφοπλισμένος, καθηλωμένος ἀπὸ τὰ «φονικά» της πυρά. Δὲν μπόρεσε νὰ ἐξακοντίσει οὔτε ἕνα ἀπὸ τὰ φαρμακερά του βέλη ποὺ ἐκτόξευε νωρίτερα. Τὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης βρῆκε κάποια ρωγμὴ καὶ εἰσχώρησε.
Φεύγοντας ἡ Φύλλις ἔπεσε πάνω στὸν Κίμωνα.
- Ὤ, Κίμων, πόσο σ’ εὐχαριστῶ! Πόσο μὲ δίδαξε «ἡ τριήμερη μάχη» σου! τοῦ εἶπε εὔθυμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου