Ὁ Χριστὸς ἀνέβαινε γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Καθ’ ὁδὸν προέλεγε στοὺς μαθητές του τὴ σύλληψή του, τὸν μαρτυρικό του θάνατο, ἀλλὰ καὶ τὴν τριήμερη Ἀνάστασή του. Οἱ μαθητές του ὅμως δὲν μποροῦσαν ἀκόμα νὰ κατανοήσουν τὸ μυ-στήριο τοῦ Σταυροῦ καὶ τῆς Ἀνάστασης. Δὲν εἶχαν λάβει τὴ φωτιστικὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Σκέφτονταν ἀκόμα ἀνθρώπινα. Θεω-ροῦσαν τὴ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἐπίγεια. Ἀναλογίζονταν ποιὰ θέση θὰ μποροῦσαν νὰ ἐξασφαλίσουν αὐτοὶ σ’ αὐτήν. Ἔτσι δυὸ ἀπ’ αὐτούς, ὁ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης, ζήτησαν ἀπὸ τὸν Χριστὸ ἐπίσημες θέσεις καὶ ἀξιώματα (Κυριακὴ Ε΄ Νηστειῶν).
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σημειώνει μάλιστα ὅτι δὲν πῆραν μόνοι τους οἱ δυὸ ἀδελφοὶ τὴν πρωτοβουλία αὐτή, ἀλλὰ μεσολάβησε ἡ μητέρα τους, ἡ Σαλώμη. Κόρη τοῦ κατὰ νόμον πατέρα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ, ἡ Σαλώμη, ἦταν ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν μυροφό-ρων. Θεωρώντας «ἀδελφό» της τὸν Χριστό, χρησιμοποίησε τὰ μεγάλα «μέσα» γιὰ νὰ βολέψει τὰ παιδιά της. Τὰ ἔφερε λοιπὸν στὸν «θεῖο» τους, τὸν Χριστό, γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει μιὰ καλὴ θέση γι’ αὐτὰ στὴν προσδοκώμενη βασιλεία του, ποὺ κατὰ τὴ γνώμη τους θὰ ἐγκαθιδρυ-όταν ὁσονούπω. Ὁ Χριστὸς βέβαια προσπάθησε νὰ τοὺς προσγειώσει μὲ τὴν πικρὴ διαπίστωσή του: «Δὲν ξέρετε κἂν τί σᾶς γίνετε»! Καὶ τοὺς δίδαξε ταπείνωση καὶ ὄχι πρωτιὲς καὶ ἀρχηγιλίκια.Ἡ μυροφόρα Σαλώμη μὲ τὴν κίνησή της αὐτὴ κάνει ἔκδηλη τὴ γε-νικὴ τάση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἐπιδιώκει πάντα ὅ,τι περισσότερο μπορεῖ καὶ μάλιστα μὲ τὸ λιγότερο, εἰ δυνατόν, κόστος. Τὴν καλύτερη θέση παντοῦ. Εἴτε τὴν ἀξίζει, εἴτε ὄχι. Χωρὶς νὰ διστάζει νὰ χρησιμοποιήσει γιὰ τὴν ἐπίτευξη τοῦ σκοποῦ του ἀκόμα καὶ ἀθέμιτα μέσα. Ἡ τάση του νὰ ἀνεβαίνει μὲ κάθε τρόπο, νὰ συγκαταλέγεται μὲ τοὺς τρανοὺς καὶ σπουδαίους ἀκόμα κι ἂν δὲν ἔχει τὰ προσόντα γιὰ κάτι τέτοιο, νὰ ὑπερτιμᾶ τὶς ἱκανότητές του καὶ τὰ δῆθεν προτερήματά του, θυμίζουν τὸ φαιδρὸ περιστατικὸ ποὺ διασώζει η λαϊκὴ θυμοσοφία γιὰ τὴν κο-σκινοὺ καὶ τοὺς πραματευτάδες.
Τὸν παλιὸ καιρὸ γύριζαν, λέει, πλανόδιοι καὶ ἀνέστιοι νομάδες στὰ χωριὰ γιὰ νὰ πουλήσουν κόσκινα καὶ καλάθια, δηλαδὴ τὰ πιὸ εὐτελῆ πράγματα. Γύριζαν ὅμως καὶ οἱ πραματευτάδες, ποὺ που-λοῦσαν καλὰ καὶ ἀκριβὰ ἐμπορεύματα (πραμάτειες), ὅπως ροῦχα καὶ γυαλικά. Συναντήθηκαν λοιπὸν κάποτε σ’ ἕνα χωριὸ ἡ κοσκινοὺ μὲ τὸν πραματευτή. Ἡ κοσκινοὺ δὲν εἶχε κάνει σεφτέ, δὲν εἶχε πουλήσει ἀκόμα τίποτε. Ἐνῶ ὁ πραματευτὴς δὲν πρόφταινε νὰ πουλάει. Ἡ κο-σκινοὺ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ καταπιεῖ. «Χαρὰ στὰ μοῦτρα!» λέει ξυνίζο-ντας τὰ δικά της μοῦτρα. «Ὁ ἄντρας μου εἶναι πολὺ καλύτερός του». Γέλασαν οἱ χωριάτισσες γύρω της καὶ εἶπαν: «Κι ἡ κοσκινοὺ τὸν ἄντρα της μὲ τοὺς πραματευτάδες!» Καὶ ἔμεινε ἡ παροιμία.
Καλὸ εἶναι νὰ ξέρει ὁ καθένας τὴ θέση του. Λίγη ταπείνωση δὲν βλάπτει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου