του Νεκτάριου Δαπέργολα
Διδάκτορος Βυζαντινής Ιστορίας
Για το Ιστολόγιο Κατάνυξις
Μόλις αφήσαμε πίσω μας άλλη μια 25η Μαρτίου. Την «τιμήσαμε» και πάλι με τον ίδιο πάντοτε ανούσιο τρόπο: τις ίδιες παρελάσεις, τα ίδια αφιερώματα, τους ίδιους ανιαρούς επετειακούς λόγους. Και για μια ακόμη φορά νομίζω πως χάσαμε την ευκαιρία να αντικρίσουμε αυτή τη μέρα στις πραγματικές της διαστάσεις, για να μάθουμε να την αντιμετωπίζουμε τελικά με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό. Με έναν τρόπο που πολύ απλά καλεί σε προβληματισμό, σε βαθιά περίσκεψη ή ακόμη και σε μελαγχολία. Έχω άλλωστε την αίσθηση ότι 196 χρόνια μετά την έναρξη της Μεγάλης μας Επανάστασης (και 185 από την επίσημη ίδρυση του θλιβερού μικροελλαδίτικου «βασιλείου» - προτεκτοράτου) ο μόνος τρόπος για να τιμήσουμε ειλικρινά τους ηρωικούς αγωνιστές του ’21 περνάει πια αναγκαστικά μέσα από τον δρόμο της απόλυτης κατάθλιψης.
Αναπόδραστος πράγματι αυτός ο δρόμος, όταν ζεις στη χώρα της απάτης, της εκσυγχρονιστικής υστερίας, της πολιτιστικής ασυναρτησίας, της πολιτικής διαφθοράς, της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης, της βαθιάς κρίσης όλων ανεξαιρέτως των θεσμών. Στη χώρα που τη λυμαίνονται διεφθαρμένοι μεγαλοεργολάβοι και καναλάρχες, αχρείοι πολιτικοί, πλανεμένοι ιεράρχες, αγύρτες δημοσιογράφοι και γραικύλοι ψευτοκουλτουριάρηδες. Στη χώρα όπου ζει πλέον ένας λαός τυφλός και αμνησιακός, που καθημερινά βουλιάζει ολοένα και περισσότερο στην παρακμή και τη βλακεία. Ένας λαός που κάποτε ήταν ανυπότακτος, που σφυρηλατήθηκε επί αιώνες μέσα από την αντίσταση, που πολέμησε τους Φράγκους κατακτητές, που έχυσε το αίμα του σε περισσότερες από 150 επαναστάσεις ενάντια στους Τούρκους. Και έτσι, αφού τα έπραξε όλα αυτά, πήγε μετά και υποτάχτηκε από μόνος του στα σκουπίδια.
Όπως βεβαίως ήδη αντιληφθήκατε, αυτό εδώ δεν είναι ένα επετειακό κείμενο για μια νικηφόρα επανάσταση. Είναι απλά το ρέκβιεμ για μια τραγική αποτυχία. Και ασφαλώς την αποτυχία όχι των συγκλονιστικών ανθρώπων που κουβάλησαν στις πλάτες τους τον μεγαλειώδη Αγώνα, αλλά εκείνων που διαχειρίστηκαν την απόληξή του: των επιγόνων της επόμενης και της μεθεπόμενης μέρας. Μ’ άλλα λόγια, για την τραγική φενάκη εκείνου του μικροελλαδικού κρατιδίου του 1832, που χτίστηκε εξαρχής πάνω στην απόλυτη προδοσία του οράματος όσων πραγματικά αγωνίστηκαν, ποθώντας εθνική ανεξαρτησία, θρησκευτική και πνευματική ελευθερία, δημοκρατία και ισότητα. Για το τμήμα εκείνο του Ελληνισμού που γλίτωσε πράγματι από τον τουρκικό ζυγό, γρήγορα όμως πέρασε κάτω από άλλους ζυγούς, όχι τόσο ορατούς, αλλά πάντως εξίσου επικίνδυνους - και τελικά πολύ πιο αποτελεσματικούς. Που έγινε έρμαιο στα χέρια ξένων δυνάμεων, θύμα της οικονομικής του καχεξίας, χώρος αέναης ανακύκλησης αδικιών και ανισοτήτων, πεδίο εισβολής και επιβολής ξένων πολιτισμικών προτύπων που οδήγησαν στην πνευματική του διάβρωση και εν τέλει εκποίηση. Που έγινε έρμαιο μιας ατέλειωτης σειράς ανελλήνιστων πολιτικών, φραγκεμένων κληρικών και πλεγματικών ψευτοδιανοούμενων, η οποία, ως πεμπτοφαλαγγίτικο σκουπιδαριό, ανέλαβε να φέρει εις πέρας το έργο της μετακένωσης του Ευρωπαϊκού Διασκοτισμού, πλήττοντας το ζωντανό και σφύζον σώμα της Ρωμηοσύνης με τη βλακώδη νεκρόφιλη λατρεία μιας (ιδεαλιστικά άλλωστε μεταλλαγμένης) αθηνοκεντρικής αρχαιότητας και καθιστώντας σύντομα δυνατή την κατάντια του δύσμοιρου κρατιδίου σε ένα μόρφωμα μίζερο, απρόσωπο, πολιτισμικά ασυνάρτητο και χαοτικό. Κι αν κάποιες σπίθες ζωντανές παρέμειναν ακόμη μέσα σ’ αυτό, τροφοδοτούμενες από το μεγαλύτερο και αείποτε ζων κομμάτι του Ελληνισμού, που επιβίωνε πανσθενές - παρά τα δεινά - πέρα από τα επίσημα σύνορα, έσβησαν αργότερα κι αυτές μαζί με τη συθέμελη κατάρρευση του παντός, μέσα στο αίμα, τη σκόνη και τους καπνούς της Μικρασίας. Το 1922, ακροτελεύτια στην πραγματικότητα χρονιά όχι μόνο της Ελληνικής Επανάστασης αλλά και του Βυζαντίου, χρονιά που οριστικά «η Ρωμανία επάρθεν», είναι ίσως το πιο καθοριστικό χρονικό ορόσημο στη συνολική Ιστορία του Ελληνισμού. Η συνθλιπτική ταφόπλακα, το βίαιο τέλος μιας περιπέτειας 4000 χρόνων. Και συνάμα η οριστική και μόνιμη επιστροφή στη μίζερη, ευνουχισμένη και μικρονοϊκή λογική του γελοίου και τραγελαφικού ψευδοκράτους της Μελούνας.
Από κει και πέρα, ο κατήφορος προς τον πάτο δεν είχε πια τελειωμό. Μία χώρα πλέον ανάπηρη, μια ιστορία ακρωτηριασμένη κι ένας λαός σε βαθιά σύγχυση που μετά και την τελευταία αναλαμπή του - το μεγάλο κύκνειο άσμα του στ’ Αλβανικά Βουνά και την Αντίσταση - παραδόθηκε πια εντελώς. Ένας λαός που (κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν άλλωστε μιας άρχουσας - και αυτοφερόμενης ως μεγαλοαστικής τάξης - γουνένδυτης και πλήρως αφελληνισμένης κουρελαρίας) αφιερώθηκε πια ολοκληρωτικά στο νεόδμητο «greek dream» του κομποδέματος και στην πλέον παραληρηματική πολιτιστική ασυναρτησία, κατορθώνοντας επί μισό αιώνα να καταβροχθίζει με τη βουλιμία απύθμενου οχετού και να χωνεύει με συνοπτικές διαδικασίες ένα απερίγραπτο τουρλού, μέσα στο οποίο στοιβάζονταν η καραγκούνα και ο τσάμικος με τον Τζίμη Μακούλη, ο Μάρκος και ο Τσιτσάνης με το ταγκό και το φοξ τροτ, η εκκλησιαστική σύναξη με την προτεστάντικη ευσεβιστική ηθικολογία, ο πλάγιος του δευτέρου με το τσιφτετέλι, ο Θεόφιλος και ο Ελύτης με τη Μέριλυν, ο Γρηγόριος Νύσσης με τις παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, ο Μπιθικώτσης με τη Μαντόνα και τη Λέιντυ Γκάγκα, ο Κόντογλου με τον Γουόρχολ, ο Μάνος και ο Μίκης με τον Τέρη Χρυσό, ο Χρύσανθος με τον Βαρθολομαίο και τον Ιωάννη Ζηζιούλα, ο Βούλγαρης με τη Μενεγάκη και την Ανίτα Πάνια, ο παπα-Θόδωρος Ζήσης με τον Ράμφο και τον Γιαγκάζογλου, ο Σπανουδάκης με την Άντζελα, την Πάολα και τον Καρβέλα. Όσο για την τελική απόληξη της συνολικής αυτής εκπάγλου πολιτισμικής συνθέσεως (στην πιο ευτελισμένη της βεβαίως πλέον και πεπτωκυία μορφή), αυτήν τη ζείτε και τη βλέπετε πια καθημερινά στις κατ’ ευφημισμόν αποκαλούμενες πόλεις σας, στις όζουσες γυάλινες οθόνες σας, στις χάσκουσες αναγκαστικές συναναστροφές των εργασιακών σας πρωινών, στη φρικώδη μεταμεσονύκτια ηχορύπανση των - χαμένων στην πολύβουη μοναξιά τους - σαββατόβραδων.
Και για ποια τελικά απ’ όλα αυτά θα είχαμε άραγε ποτέ το δικαίωμα να κατηγορήσουμε οποιονδήποτε άλλον, εκτός από τους ίδιους τους θλιβερούς εαυτούς μας; Για ποια δηλαδή απ’ όλα αυτά δεν ήμασταν υπεύθυνοι οι ίδιοι; Τα πιο πολλά εμείς τα προκαλέσαμε. Αλλά και για τα άλλα, πάλι εμείς φταίμε, που δίχως αντίδραση τ’ αφήσαμε να συμβούν. Κανένα απολύτως άλλοθι δεν μπορεί να σταθεί για τον πάλαι ποτέ λαό της αντιστάσεως, που απλώς κάποια στιγμή επέλεξε, ως πλεγματικός νεόπλουτος, να πετάξει αβασάνιστα στη χωματερή όλη την Ουσία του, όλα τα σημαίνοντα και σημαινόμενα του καθ’ ημάς Τρόπου, που τον γέννησαν και τον κράτησαν ζωντανό επί χιλιετίες. Κανένα άλλοθι για τον λαό που θέλησε να γίνει «πολιτισμένος», πιθηκίζοντας ξένα πρότυπα και τρόπους αλλότριους, για να μάθει απλά να συλλαβίζει - κατά πώς λέει κι ο Σεφέρης - «σπασμένες λέξεις από ξένες γλώσσες».
Και έτσι πια εδώ, στο Σήμερα, έχοντας απολέσει πλέον την ταυτότητά μας, απομείναμε να κάνουμε εις το διηνεκές κύκλους γύρω από το Πουθενά. Αποστερημένοι από τα βασικότερα δομικά στοιχεία της ταυτότητάς μας, παραλυμένοι από την ιστορική αμνησία, αποξενωμένοι από τις αιώνιες αξίες μας, σε πλήρη αποστασία από τον Θεό, επιδέξια χειρουργημένοι επί χρόνια πάνω στο κρεβάτι του Προκρούστη με τα νυστέρια του εύκολου πλουτισμού, της αφελληνισμένης «παιδείας» και του εγκάθετου ψευδο-εκσυγχρονισμού. Πνιγμένοι επί μακρόν στην ευτέλεια της δανεικής ευμάρειας - και τώρα πλέον στο άγχος της οικονομικής κρίσης (από την οποία ποθούμε να εξέλθουμε απλά και μόνο για να επιστρέψουμε στη δανεική ευμάρεια). Βουλιάζοντας στη σαβουριάλιτυ κατινιά των βοθροκάναλων. Ερωτοτροπώντας καθημερινά με τη ρηχότητα, τη χυδαιότητα, το κιτς και τη βλακεία. Καταναλισκόμενοι σε «ανθρώπινες σχέσεις», δομημένες με κριτήρια της πλάκας. Προσκυνώντας στοιβαδόν ειδωλόθυτα και σκύβαλα τραγικά. Ανάγοντας σε πρωταρχικές μας αξίες το πορτοφόλι μας κι όποιο άλλο σκουπίδι σφηνώνεται κατά καιρούς στο άρρωστο μυαλό μας. Αδρανείς ρέκτες της θυμηδίας, μανικοί εραστές του Τίποτα, νευρωτικά υποχείρια του απόλυτου εθισμού στο τέλμα, μέσα στο οποίο βουλιάζουμε εδώ και δεκαετίες. Έρημα σαρκία, που δείχνουν να περιφέρονται δίχως νόημα και δίχως σκοπό. Έχει απομείνει άραγε μέσα μας κάποια σπίθα ζωντανή από τον περήφανο λαό που πάλεψε και έμεινε ζωντανός επί αιώνες, ενάντια σε δυσκολίες απερίγραπτες και καταστάσεις τραγικές; Έχει απομείνει μαγιά σε αυτόν τον τόπο, ζύμη που θα ξαναζυμώσει από την αρχή «όλον το φύραμα»; Έχουν απομείνει ζωντανοί; Αν ναι, δεν αρκεί πάντως να το ψελλίζουν με το κεφάλι σκυφτό. Πρέπει επιτέλους να το φωνάξουν. Κι αμέσως μετά, πολύ απλά, πρέπει και να το αποδείξουν.
Ως λαός, έχουμε έρθει από μακριά, δίνοντας μάχες υπέρ βωμών και εστιών, μάχες με βαρύ τίμημα, μετατρέποντας την αυτοθυσία και τον θάνατο σε συχνά αυτονόητο και ελάχιστο φόρο τιμής για τη σωτηρία της πατρίδας. Έχουμε έρθει από μακριά, δημιουργώντας, συνθέτοντας, παράγοντας και αναπαράγοντας ύλη και πνεύμα, βιώματα και αξίες, ιδέες και πεποιθήσεις, οικονομικές σχέσεις και πολιτικές δομές, τέχνες και γράμματα, θεσμούς και ιδανικά. Σαρκία ένθεα, ατέρμονοι οδίτες, εμπνευσμένοι ταυτόχρονα από το κατά Λόγον και το υπέρ Λόγον. Έχουμε έρθει από μακριά, γεννώντας και αναδιαμορφώνοντας έναν Πολιτισμό με αδιατάρακτη ιστορική συνέχεια χιλιετιών, έσχατα απομεινάρια εμείς σήμερα ενός λαού που κάποτε μεγαλούργησε με μετριοπάθεια, ταπεινοί μαζί και άνω θρώσκοντες, χοϊκοί και περιπατούντες επί πτερύγων ανέμων.
Στο τέλος πια αυτής της μακραίωνης διαδρομής, καθώς βουλιάζουμε στις εσχατιές της παρακμής και της κατάντιας - και λίγο πριν τη διαφαινόμενη ιστορική μας έκλειψη - είναι πια επιτακτική η ανάγκη να παλέψουμε για να ξαναβρούμε επιτέλους την περπατησιά μας. Μόνο έτσι άλλωστε θα εμπνευστούμε από τη μεγάλη μας Επανάσταση του 1821 - και μόνο έτσι βέβαια θα την τιμήσουμε πραγματικά. Όχι με δεκάρικους και ξεφτισμένες επετειακές αναφορές, αλλά ξεκινώντας μια νέα Επανάσταση - και μάλιστα τούτη τη φορά κυρίως ενάντια στους ίδιους τους εαυτούς μας. Μία πραγματική Επανάσταση, όπως η ίδια η λέξη το ορίζει, δηλαδή να κοιτάξουμε πίσω, να βρούμε τι χάσαμε κι έτσι να σηκωθούμε πάλι, πολεμώντας για ν’ ανακτήσουμε την κατάστασή μας την προπτωτική. Για να ξαναβρούμε την αυθεντική μας ταυτότητα, που την απωλέσαμε στη δίνη των καιρών, και να αναζητήσουμε το μονοπάτι που θα μας βγάλει από το τέλμα.
Μπορούμε άραγε να το πράξουμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου