Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ (Ἰωάν. 12,13)
Ο Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, τί εἶνε; δάσκαλος, καθηγητής, φιλόσοφος, κοινωνιολόγος, ἐπαναστάτης…; Αὐτὰ λένε κάποιοι. Δὲν εἶνε αὐτά. Ὁ Χριστὸς εἶνε κάτι παραπάνω· εἶνε Θεός! Μάλιστα. Τὸ πιστεύεις; εἶσαι Χριστιανός· δὲν τὸ πιστεύεις;
ἐλεύθερος εἶσαι, ἀλλὰ δὲν εἶσαι πλέον Χριστιανός· καὶ εἶσαι δυστυχής. Μά, θὰ πῆτε, μορφωμένος ἐγὼ
Θεός! Τὸ φωνάζουν τὰ θαύματά του. Ἕνα δὲ ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα θαύματα τοῦ Χριστοῦ, πρὸ τῆς ἀναστάσεώς του, εἶνε αὐτὸ ποὺ γράφει σήμερα τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Ποιό θαῦμα;
Ὁ Χριστὸς ἔφθασε στὴ Βηθανία, ἕνα χωριὸ ποὺ ὑπάρχει μέχρι σήμερα, σὲ ἀπόστασι 12 χιλιόμετρων ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα. Πῆγε στὸ νεκροταφεῖο, στάθηκε ἐμπρὸς σ’ ἕνα μνῆμα ὅπου ἦταν θαμμένος ἕνας ἄνθρωπος τέσσερις μέρες, φώναξε «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰωάν. 11,43), καὶ ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε!
Συνταρακτικὸ γεγονὸς αὐτό. Ἂν ὑπῆρχαν τότε τηλεοράσεις καὶ ῥαδιόφωνα, ἡ εἴδησις θὰ διεδίδετο ἀστραπιαίως· ἀναστήθηκε ἕνας νεκρὸς τεταρταῖος!
Λειτούργησε ὅμως ἕνα ἄλλο «ῥαδιόφωνο»· τὸ στόμα. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα ἡ εἴδησις διαδόθηκε ἀστραπιαίως στὰ Ἰεροσόλυμα καὶ σὲ ὅλη τὴν περιοχή.
Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν διπλό. Ἄλλοι μὲν πίστεψαν ἀκραδάντως, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ἀληθινὸς Θεός, ἀφοῦ καὶ νεκροὺς ἀνασταίνει· πολλοὶ μάλιστα πῆγαν οἱ ἴδιοι στὴ Βηθανία καὶ εἶδαν τὸ Λάζαρο μὲ τὰ μάτια τους. Ἔτσι δημιουργήθηκε μεγάλη φήμη γύρω ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοι ὅμως ὄχι μόνο δὲν πίστεψαν, ἀλλὰ καὶ ἀποφάσισαν νὰ σκοτώσουν τὸ Λάζαρο, γιὰ νὰ πάψῃ ν’ ἀκούγεται τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν, βλέπετε, δὲν ὑπάρχῃ καλὴ διάθεσις, ὅσα θαύματα κι ἂν γίνουν, ὁ ἄνθρωπος δὲν πιστεύει.
Μαθαίνοντας τὸ θαῦμα ὁ λαὸς ἐνθουσιάστηκε. Καὶ ὅταν σὰν σήμερα ἔμαθαν ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται στὰ Ἰεροσόλυμα, τοῦ ἔκαναν πρωτοφανῆ ὑποδοχή. Πολλὲς ὑποδοχὲς ἀναφέρει ἡ παγκόσμιος ἱστορία (βασιλέων, στρατηγῶν, ἄλλων μεγάλων ἀνδρῶν), καμμία ὅμως δὲν φτάνει αὐτήν.
Στὰ Ἱεροσόλυμα τότε, λόγῳ τῆς ἑορτῆς τοῦ πάσχα, εἶχαν συγκεντρωθῆ πάνω ἀπὸ ἕνα ἑκατομμύριο ἄνθρωποι. Μὲ τὴν εἴδησι, ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται, μιὰ ἀνθρωποθάλασσα ξεχύθηκε ἔξω, αὐθόρμητα καὶ ἀβίαστα. Ἡ πόλις ἄδειασε. Περίμεναν πότε θὰ φανῇ ὁ Ἰησοῦς. Κι ὅταν φάνηκε, τότε, λέει τὸ εὐαγγέλιο, τόση ἦταν ἡ χαρὰ τοῦ λαοῦ, ὥστε ἄλλοι ἔβγαζαν τὰ ροῦχα τους καὶ τὰ ἔστρωναν κάτω, ἄλλοι ἔκοβαν κλαδιὰ ἀπ’ τὰ δέντρα καὶ τὰ ἔσειαν, τὰ μικρὰ παιδιὰ πήγαιναν μπροστὰ ψάλλοντας, καὶ ὅλοι φώναζαν·«Ὡσαννά», «ὡσαννά»…! (τὸ «ὡσαννὰ» εἶνε ἑβραϊκὴ λέξις καὶ σημαίνει ζήτω, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὶς δικές μας ζητωκραυγές).
Αὐτὴ ἦταν ἡ ὑποδοχὴ ἐπεφύλαξαν τὰ Ἰεροσόλυμα στὸ Χριστὸ τὴν ἡμέρα αὐτή. Καὶ ὁ Χριστός; ἐνθουσιάστηκε ἀπὸ τὴν ὑποδοχή; Περίεργο πρᾶγμα, δὲν ἐνθουσιάστηκε. Ἄλλος στὴ θέσι του θὰ θεωροῦσετὴν ἡμέρα αὐτὴ ὡς τὴν ἐπισημοτέρα καὶ λαμπροτέρα τῆς ζωῆς του.
Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν εἶνε κοντόφθαλμος ὅπως ἐμεῖς. Ἔβλεπε μακριά, πολὺ μακριά, καὶ διάβαζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Τί ἔβλεπε λοιπόν;
Ἔβλεπε ὅτι ὁ λαὸς αὐτός, ποὺ σήμερα μὲ τέτοιο τρόπο τὸν ὑποδέχεται ―ὤ «ματαιότης ματαιοτήτων» (᾿Εκκλ. 1,2)!―, δὲ θὰ περάση ὄχι χρόνος, ὄχι μήνας, ὄχι βδομάδα, ἀλλὰ σὲ τέσσερις κιόλας μέρες θὰ ἀλλάξῃ. Βλέπει ὁ Χριστὸς τὸν ἴδιο αὐτὸ λαό, ποὺ τώρα ζητωκραυγάζει, νὰ εἶνε μαζεμένος – ποῦ; κάτω ἀπ᾽ τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ νὰ φωνάζῃ ὄχι πλέον«ὡσαννά», ἀλλὰ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν» (Λουκ. 23,21· Ἰωάν. 19,6)· καὶ ἐνῷ ὁ Πιλᾶτος θὰ καταβάλλῃ ὑστάτη προσπάθεια νὰ σώσῃ τὸ ἀθῷο θῦμα, αὐτοὶ θὰ φωνάζουν ἀκόμη ἰσχυρότερα· «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν». Βλέπει ὄχι μόνο ὅτι ὁ λαὸς εἶνε ἄστατος καὶ εὐμετάβολος, ἀλλὰ καὶ κάτι ἄλλο. Προβλέπει, ὅτι μετὰ τέσσερις μέρες θὰ φωνάξουν «Σταύρωσον…», καὶ μετὰ σαράντα χρόνια – τί; δὲ θὰ μείνῃ «λίθος ἐπὶ λίθον» (Μάρκ. 13,2)! Καὶ πράγματι τὸ 70 μ.Χ. οἱ ῥωμαϊκὲς λεγεῶνες κατέλαβαν τὴν Ἰερουσαλήμ, τὴν ἀνέσκαψαν μὲ ἄροτρο, ἔκαψαν τὸ πραιτώριο τοῦ Πιλάτου καὶ τὶς αὐλὲς τῶν ἀρχιερέων, γκρέμισαν τὰ πάντα· δὲν ἔμεινε «λίθος ἐπὶ λίθον». Αὐτὰ βλέπει ὁ Χριστός, γνωρίζει τὸ μέλλον. Γι᾽ αὐτὸ «ἰδὼν τὴν πόλιν ἔκλαυσεν ἐπ’ αὐτῇ» (Λουκ. 19,41). Ὁ Χριστὸς κλαίει γιὰ τὸ εὐμετάβολο τῶν ἀνθρώπων, κλαίει γιὰ τὴν καταστροφὴ τῆς ἁγίας πόλεως.
* * *
Τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῶν Βαΐων ὑποδεχόμεθα κ’ ἐμεῖς τὸ Χριστό, ἀδελφοί μου, ὅπως τότε οἱ Ἑβραῖοι. Τὸ βράδυ θὰ γεμίσουν οἱ ἐκκλησίες καὶ θ’ ἀκουσθῇ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…» (ἀπολυτ.). Ἀπὸ αὔριο, Μεγάλη Δευτέρα, Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Τετάρτη, Μεγάλη Πέμπτη, Μεγάλη Παρασκευή, στὰ ἅγια πάθη, στὸν ἐπιτάφιο θρῆνο, τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, θὰ ἔχουμε ὅλο σταυροπροσκυνήματα, λαμπάδες, στεφάνια, ποικίλες ἐκδηλώσεις λατρείας στὸ Χριστό. Ἐὰν τὶς μέρες αὐτὲς ἐρχόταν ἕνας ξένος καὶ μᾶς ἔβλεπε, θὰ ἔλεγε· Τί εὐσεβὴς λαός!
Πόση ὅμως ὑποκρισία κρύβουμε! Ἐμεῖς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Μέσα στὴν ἐκκλησία λέμε «ὡσαννά» (γιατὶ σὰν τὸ «ὡσαννὰ» εἶνε ὅλα αὐτά· τὸ λιβάνι, τὰ κεριά, οἱ στέφανοι, τὰ δάκρυα)· ἀλλὰ μόλις βγοῦμε ἔξω, στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες, τί ἀκοῦμε; Ὄχι πλέον «ὡσαννά», ἀλλὰ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»· ἀκοῦμε βλαστήμιες, ἄγριες ἀπαίσιες βλαστήμιες, ποὺ οὔτε οἱ Ἑβραῖοι λένε οὔτε κι ὁ σατανᾶς ἀκόμα δὲ λέει. Γι᾽ αὐτὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ὁ Χριστὸς καὶ πάλι κλαίει. Κλαίει, διότι εἴμεθα λαὸς ἄστατος, εὐμετάβολος· τώρα τὸν ἀνεβάζουμε μέχρι τὰ ἄστρα, καὶ αὔριο τὸν κατεβάζουμε στὸν ᾅδη. Εἴμεθα χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, χειρότεροι κι ἀπὸ τὸ σατανᾶ. Θὰ ἔπρεπε στὴν ταλαιπωρημένη χώρα μας, σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, σὲ ξηρὰ καὶ θάλασσα, ν᾽ ἀκούγεται μόνο «ὡσαννά». Κι ὅμως εἶνε γεγονὸς, ὅτι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ βλαστημοῦν τόσο καπηλικῶς τὰ θεῖα, τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ὅσο ἐδῶ. Δὲν περνάει ὄχι μέρα, ὄχι ὥρα, ὄχι λεπτό, ἀλλ’ οὔτε δευτερόλεπτο ποὺ δὲ βλαστημοῦν. Δείξατέ μου μιὰ γωνιὰ τῆς Ἑλλάδος, μιὰ καλύβα, ἕνα χωριό, ἕνα δάσος, μιὰ πεδιάδα, ἕνα πλοῖο, ἕνα στρατῶνα, ἕνα σχολεῖο, ποὺ δὲν ἀκούγεται βλαστήμια. Τὰ πάντα ἔχουμε μολύνει. Ὕστερα ἀπὸ μία πάνδημο λατρεία ἀκολουθεῖ φρικτὴ βλασφημία. Μέσα «ὡσαννά», ἔξω «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν». Γι᾽ αὐτὸ κλαίει ὁ Ἰησοῦς· καὶ φοβοῦμαι, ἀδέρφια μου, μήπως μᾶς συμβῇ κάποιο μεγάλο κακό, ὅπως τότε στοὺς Ἑβραίους στὰ Ἰεροσόλυμα.
Πόση ὅμως ὑποκρισία κρύβουμε! Ἐμεῖς εἴμαστε χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους. Μέσα στὴν ἐκκλησία λέμε «ὡσαννά» (γιατὶ σὰν τὸ «ὡσαννὰ» εἶνε ὅλα αὐτά· τὸ λιβάνι, τὰ κεριά, οἱ στέφανοι, τὰ δάκρυα)· ἀλλὰ μόλις βγοῦμε ἔξω, στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατεῖες, τί ἀκοῦμε; Ὄχι πλέον «ὡσαννά», ἀλλὰ «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν»· ἀκοῦμε βλαστήμιες, ἄγριες ἀπαίσιες βλαστήμιες, ποὺ οὔτε οἱ Ἑβραῖοι λένε οὔτε κι ὁ σατανᾶς ἀκόμα δὲ λέει. Γι᾽ αὐτὸ τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες ὁ Χριστὸς καὶ πάλι κλαίει. Κλαίει, διότι εἴμεθα λαὸς ἄστατος, εὐμετάβολος· τώρα τὸν ἀνεβάζουμε μέχρι τὰ ἄστρα, καὶ αὔριο τὸν κατεβάζουμε στὸν ᾅδη. Εἴμεθα χειρότεροι ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους, χειρότεροι κι ἀπὸ τὸ σατανᾶ. Θὰ ἔπρεπε στὴν ταλαιπωρημένη χώρα μας, σὲ βουνὰ καὶ λαγκάδια, σὲ ξηρὰ καὶ θάλασσα, ν᾽ ἀκούγεται μόνο «ὡσαννά». Κι ὅμως εἶνε γεγονὸς, ὅτι πουθενὰ ἀλλοῦ δὲ βλαστημοῦν τόσο καπηλικῶς τὰ θεῖα, τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, ὅσο ἐδῶ. Δὲν περνάει ὄχι μέρα, ὄχι ὥρα, ὄχι λεπτό, ἀλλ’ οὔτε δευτερόλεπτο ποὺ δὲ βλαστημοῦν. Δείξατέ μου μιὰ γωνιὰ τῆς Ἑλλάδος, μιὰ καλύβα, ἕνα χωριό, ἕνα δάσος, μιὰ πεδιάδα, ἕνα πλοῖο, ἕνα στρατῶνα, ἕνα σχολεῖο, ποὺ δὲν ἀκούγεται βλαστήμια. Τὰ πάντα ἔχουμε μολύνει. Ὕστερα ἀπὸ μία πάνδημο λατρεία ἀκολουθεῖ φρικτὴ βλασφημία. Μέσα «ὡσαννά», ἔξω «Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν». Γι᾽ αὐτὸ κλαίει ὁ Ἰησοῦς· καὶ φοβοῦμαι, ἀδέρφια μου, μήπως μᾶς συμβῇ κάποιο μεγάλο κακό, ὅπως τότε στοὺς Ἑβραίους στὰ Ἰεροσόλυμα.
* * *
Ἐλᾶτε, ἀγαπητοί μου, τὸ βράδυ στὴν ἐκκλησία. Θ’ ἀκούσετε τὸ «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». Ἐξῆλθαν τότε οἱ Ἑβραῖοι, ἂς ἐξέλθουμε κ’ ἐμεῖς σήμερα νὰ τὸν ὑποδεχθοῦμε ἀφήνοντας πίσω «τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον» (Ἐφ. 4,22· Κολ. 3,9).
Τί ἄλλο ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι τότε; Ἔβγαλαν τὰ ροῦχα τους. Ὤ, νὰ κάναμε κ’ ἐμεῖς τὸ ἴδιο! Διότι, ἐνῷ ἀγαποῦμε τὴν καθαριότητα, ἔχουμε «ῥοῦχα» βρώμικα. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ τριάντα χρόνια ἐπιμένει νὰ φοράῃ λερωμένο «πουκάμισο», ἔχει δηλαδὴ τὴν ψυχή του ἀκάθαρτη. Βγάλτε τὰ ροῦχα σας καὶ δῶστε τα στὸ πλυντήριο. Τὸ δὲ πλυντήριο εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις. Ἐκεῖ ἡ ψυχὴ λαμπρύνει τὴ στολή της καὶ λέει· «Λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς», Κύριε (ἐξαποστ.). Ὅποιος δὲν ἐξωμολογήθηκε, δὲν γνώρισε ἀκόμη τὸ Θεό.
Ἀκόμη, οἱ Ἑβραῖοι κρατοῦσαν βάϊα στὰ χέρια· ἂς ὑψώσουμε κ’ ἐμεῖς σύμβολα νίκης, ἂς νικήσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας.
Τέλος οἱ Ἑβραῖοι ἐκραύγαζαν «ὡσαννά»· ἐμεῖς; Ἕνας Χριστιανὸς ἔδωσε σὲ κάποιον ἄπιστο καὶ βλάσφημο γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖνος τὸ πῆρε, ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζῃ, καὶ τόσο ἐνθουσιάστηκε, ὥστε μιὰ νύχτα – μεσάνυχτα σηκώθηκε καὶ φώναξε «ὡσαννά»! Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ὁ πολὺς Ντοστογιέφσκυ. Μετεβλήθη διὰ τῆς μελέτης τῆς ἁγίας Γραφῆς, καὶ τὸ «ὡσαννὰ» ποὺ εἶπε ἦταν ἕνας πύραυλος, πνευματικὴ φωτιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ μέσα του. Κ’ ἐμεῖς, τὸ «ὡσαννὰ» ποὺ λέμε σήμερα, ἂς τὸ ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας.
Ὅλοι λοιπὸν στὴν ἐξομολόγησι, ὅλοι στὴν θεία κοινωνία, γιὰ νὰ γευθοῦμε τὴ λύτρωσι ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
Τί ἄλλο ἔκαναν οἱ Ἑβραῖοι τότε; Ἔβγαλαν τὰ ροῦχα τους. Ὤ, νὰ κάναμε κ’ ἐμεῖς τὸ ἴδιο! Διότι, ἐνῷ ἀγαποῦμε τὴν καθαριότητα, ἔχουμε «ῥοῦχα» βρώμικα. Ὑπάρχει ἄνθρωπος ποὺ τριάντα χρόνια ἐπιμένει νὰ φοράῃ λερωμένο «πουκάμισο», ἔχει δηλαδὴ τὴν ψυχή του ἀκάθαρτη. Βγάλτε τὰ ροῦχα σας καὶ δῶστε τα στὸ πλυντήριο. Τὸ δὲ πλυντήριο εἶνε ἡ ἱερὰ ἐξομολόγησις. Ἐκεῖ ἡ ψυχὴ λαμπρύνει τὴ στολή της καὶ λέει· «Λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς», Κύριε (ἐξαποστ.). Ὅποιος δὲν ἐξωμολογήθηκε, δὲν γνώρισε ἀκόμη τὸ Θεό.
Ἀκόμη, οἱ Ἑβραῖοι κρατοῦσαν βάϊα στὰ χέρια· ἂς ὑψώσουμε κ’ ἐμεῖς σύμβολα νίκης, ἂς νικήσουμε τὰ πάθη καὶ τὶς κακίες μας.
Τέλος οἱ Ἑβραῖοι ἐκραύγαζαν «ὡσαννά»· ἐμεῖς; Ἕνας Χριστιανὸς ἔδωσε σὲ κάποιον ἄπιστο καὶ βλάσφημο γιὰ πρώτη φορὰ τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖνος τὸ πῆρε, ἄρχισε νὰ τὸ διαβάζῃ, καὶ τόσο ἐνθουσιάστηκε, ὥστε μιὰ νύχτα – μεσάνυχτα σηκώθηκε καὶ φώναξε «ὡσαννά»! Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ὁ πολὺς Ντοστογιέφσκυ. Μετεβλήθη διὰ τῆς μελέτης τῆς ἁγίας Γραφῆς, καὶ τὸ «ὡσαννὰ» ποὺ εἶπε ἦταν ἕνας πύραυλος, πνευματικὴ φωτιὰ ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ μέσα του. Κ’ ἐμεῖς, τὸ «ὡσαννὰ» ποὺ λέμε σήμερα, ἂς τὸ ποῦμε μὲ τὴν καρδιά μας.
Ὅλοι λοιπὸν στὴν ἐξομολόγησι, ὅλοι στὴν θεία κοινωνία, γιὰ νὰ γευθοῦμε τὴ λύτρωσι ποὺ χαρίζει ὁ Χριστός· ὅν, παῖδες, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγ. Νικολάου Ἀμυνταίου 18-4-1976)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου