Ο ΑΓΓΕΛΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία»
ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ, ἀγαπητοί μου, ἡ μεγάλη ἑορτή, τὰΧριστούγεννα. Πρέπει νὰ προετοιμασθοῦμε γι᾿ αὐτήν. Πῶς θὰ προετοιμασθοῦμε;
Ἂς ἀκούσουμε αὐτὸ ποὺ λέει ἡ Ἐκκλησία· «Πᾶσαν τὴν βιοτικὴν ἀποθώμεθα μέριμναν»· ἂς ἀποβάλουμε κάθε ματαία σκέψι. Ἂς ἐλαφρώσουμε τὴ σκέψι μας ἀπ᾿ ὅλα τὰ μάταια. Ἂς ἀπογειωθοῦμε. Ἂς ποῦμε κ᾿ ἐμεῖς ἐκεῖνο ποὺ εἶπαν οἱ βοσκοὶ τὴν ἀλησμόνητη νύχτα·
«Διέλθωμεν ἕως Βηθλεέμ…» (Λουκ. 2,15). Ἂς πᾶμε μέχρι τὴ Βηθλεέμ. Νοερῶς ἐκεῖ θὰ δοῦμε τὸ θαῦμα. Θὰ δοῦμε τὸ σπήλαιο ὅπου ἐγεννήθη ὁ Κύριος. Θὰ δοῦμε τὴν Παρθένο Μαρία. Θὰ δοῦμε τὸ Θεϊκὸ βρέφος. Θὰ δοῦμε ἀκόμα τὰ ἀθῷα ζῷα, ποὺ μὲ τὴν ἀναπνοή τους προσπαθοῦσαν νὰ θερμάνουν τὴν ψυχρὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ χειμῶνος. Θὰ δοῦμε τὸν ἀστέρα τὸ λαμπρὸ ὑπεράνω τοῦ σπηλαίου. Θὰ δοῦμε τοὺς βοσκοὺς νὰ τρέχουν, τοὺς πρώτους προσκυνητὰς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Θὰ δοῦμε τοὺς μάγους νὰ ἔρχωνται ἀπὸ μακρινὲς ἀποστάσεις, γιὰ νὰ προσφέρουν ὡς ἐκπρόσωποι τῆς ἐπιστήμης τὰ πολύτιμά τους δῶρα. Ἀλλὰ θὰ δοῦμε καὶ τὸν Ἡρώδη, ν᾿ ἀκονίζῃ τὴν μάχαιρά του γιὰ νὰ σφάξῃ τὸ ἀθῷο Βρέφος.
Ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὰ τόσο διδακτικά, σᾶς παρακαλῶ τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ καθαρίσουμε τ᾿ αὐτιά μας, γιὰ ν᾿ ἀκούσουμε ἕνα τραγούδι. Εἶνε τὸ γλυκύτερο ἀπ᾿ ὅλα. Μόλις, λέει, ὁ ἀρχάγγελος εἶπε στοὺς ποιμένας «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην,… ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λουκ. 2,10-11), εὐθὺς ἀμέσως, ὄχι ἕνας, ὄχι δύο, ὄχι τρεῖς, ἀλλὰ σμῆνος, ἀναρίθμητος στρατιά, ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων σχημάτισαν κλίμακα οὐράνιον, τῆς ὁποίας τὸ ἕνα ἄκρον ἄγγιζε τὴ γῆ, τὸ δὲ ἄλλο ἄγγιζε τοὺς γαλαξίες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ πάνω στὰ σκαλοπάτια τῆς θείας αὐτῆς κλίμακος ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν οἱ ἄγγελοι μὲ χρυσὲς κιθάρες καὶ ἔψαλλαν. Καὶ οἱ αἰθέρες ἐδονοῦντο, καὶ οὐρανὸς καὶ γῆ συνηγάλλοντο. Τότε ἀκούστηκε τὸ πλέον ὑπέροχο ᾆσμα· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (ἔ.ἀ. 2,14).
Κατὰ τὸν ὕμνο αὐτὸν τὸ Θεῖο βρέφος εἶνε «δόξα» τοῦ Θεοῦ, τὸ Θεῖο βρέφος εἶνε «εἰρήνη» ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ Θεῖο βρέφος εἶνε «εὐδοκία ἐν ἀνθρώποις».
«Διέλθωμεν ἕως Βηθλεέμ…» (Λουκ. 2,15). Ἂς πᾶμε μέχρι τὴ Βηθλεέμ. Νοερῶς ἐκεῖ θὰ δοῦμε τὸ θαῦμα. Θὰ δοῦμε τὸ σπήλαιο ὅπου ἐγεννήθη ὁ Κύριος. Θὰ δοῦμε τὴν Παρθένο Μαρία. Θὰ δοῦμε τὸ Θεϊκὸ βρέφος. Θὰ δοῦμε ἀκόμα τὰ ἀθῷα ζῷα, ποὺ μὲ τὴν ἀναπνοή τους προσπαθοῦσαν νὰ θερμάνουν τὴν ψυχρὴ ἀτμόσφαιρα τοῦ χειμῶνος. Θὰ δοῦμε τὸν ἀστέρα τὸ λαμπρὸ ὑπεράνω τοῦ σπηλαίου. Θὰ δοῦμε τοὺς βοσκοὺς νὰ τρέχουν, τοὺς πρώτους προσκυνητὰς τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Θὰ δοῦμε τοὺς μάγους νὰ ἔρχωνται ἀπὸ μακρινὲς ἀποστάσεις, γιὰ νὰ προσφέρουν ὡς ἐκπρόσωποι τῆς ἐπιστήμης τὰ πολύτιμά τους δῶρα. Ἀλλὰ θὰ δοῦμε καὶ τὸν Ἡρώδη, ν᾿ ἀκονίζῃ τὴν μάχαιρά του γιὰ νὰ σφάξῃ τὸ ἀθῷο Βρέφος.
Ἀπ᾿ ὅλα αὐτά, τὰ τόσο διδακτικά, σᾶς παρακαλῶ τὴν ὥρα αὐτὴ νὰ καθαρίσουμε τ᾿ αὐτιά μας, γιὰ ν᾿ ἀκούσουμε ἕνα τραγούδι. Εἶνε τὸ γλυκύτερο ἀπ᾿ ὅλα. Μόλις, λέει, ὁ ἀρχάγγελος εἶπε στοὺς ποιμένας «Ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην,… ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον σωτήρ» (Λουκ. 2,10-11), εὐθὺς ἀμέσως, ὄχι ἕνας, ὄχι δύο, ὄχι τρεῖς, ἀλλὰ σμῆνος, ἀναρίθμητος στρατιά, ἁγίων ἀγγέλων καὶ ἀρχαγγέλων σχημάτισαν κλίμακα οὐράνιον, τῆς ὁποίας τὸ ἕνα ἄκρον ἄγγιζε τὴ γῆ, τὸ δὲ ἄλλο ἄγγιζε τοὺς γαλαξίες τοῦ οὐρανοῦ. Καὶ πάνω στὰ σκαλοπάτια τῆς θείας αὐτῆς κλίμακος ἀνέβαιναν καὶ κατέβαιναν οἱ ἄγγελοι μὲ χρυσὲς κιθάρες καὶ ἔψαλλαν. Καὶ οἱ αἰθέρες ἐδονοῦντο, καὶ οὐρανὸς καὶ γῆ συνηγάλλοντο. Τότε ἀκούστηκε τὸ πλέον ὑπέροχο ᾆσμα· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (ἔ.ἀ. 2,14).
Κατὰ τὸν ὕμνο αὐτὸν τὸ Θεῖο βρέφος εἶνε «δόξα» τοῦ Θεοῦ, τὸ Θεῖο βρέφος εἶνε «εἰρήνη» ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ Θεῖο βρέφος εἶνε «εὐδοκία ἐν ἀνθρώποις».
* * *
1. «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ». Πρῶτον εἶνε «δόξα» τοῦ Θεοῦ τὸ Θεῖο βρέφος. Διότι πρὸ Χριστοῦ πλὴν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ποὺ εἶχε μία ἰδέα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ ἄλλη γῆ ἦτο βυθισμένη στὴν ἄγνοια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὰ πάντα ἐλατρεύοντο, ὅπως λέει ἕνας ἀρχαῖος φιλόσοφος, πλὴν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὦ Χριστέ, ἀπὸ τί σκοτάδι μᾶς ἔβγαλες!
Μᾶς δίδαξε τὸ Θεῖο βρέφος, ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Μᾶς δίδαξε ἀκόμα, ν᾿ ἀπευθύνουμε σ᾿ αὐτὸν τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» (Ματθ. 6,9-13). Μᾶς δίδαξε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας, ὅτι ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πλάσματά του· εἶνε Θεὸς φιλόστοργος, Θεὸς ποὺ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὰ πιὸ μικρὰ ἀκόμη καὶ χωρὶς τὸ θέλημά του οὔτε ἕνα σπουργίτι οὔτε ἕνα φύλλο δὲν πέφτει κάτω στὴ γῆ. Μᾶς δίδαξε ἀκόμη τὸ ὑψηλότερο δίδαγμα, ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Καὶ ὄχι ἁπλῶς δίδαξε, ἀλλὰ ὑπῆρξε ὁ διος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος, ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4· Κολ. 1,15), τὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης» τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 1,3). Ὑπῆρξε «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινός». Ὑπῆρξε «δόξα» τοῦ Θεοῦ τὸ Θεῖο βρέφος.
2. «Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Ὑπῆρξε ἀκόμη τὸ Θεῖο βρέφος καὶ «εἰρήνη» ἐπὶ τῆς γῆς. Ἐδῶ ὅμως ἀκούω διαφωνίες.
―Εἰρήνη ἐπὶ τῆς γῆς; Ἐδῶ ἡ γῆ σείεται. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς μέχρι σήμερα ἀκοῦμε διαρκῶς πολέμους. Ἡ γῆ ἔχει βαφῆ ἀπὸ ποταμοὺς αἱμάτων. Πῶς λοιπὸν ὁ Χριστὸς εἶνε «εἰρήνη» ἐπὶ τῆς γῆς;
Ναί, εἶνε εἰρήνη. Δὲν εἶνε εἰρήνη γιὰ τοὺς ἀπίστους, γιὰ τοὺς ἀθέους, γιὰ ᾿κείνους ποὺ δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτόν. Εἶνε εἰρήνη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον σου» (Ψαλμ. 118,165).
Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ εἰρήνη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἡ εἰρήνη αὐτὴ εἶνε ἐσωτερική. Εἶνε μία εἰρήνη ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἀπολαύσῃ κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο. Διότι τί αἰσθάνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος; Ὅλοι ἔχουμε μιὰ ἀγωνία. Ἡ ἀγωνία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάμνησι τῶν ἁμαρτημάτων μας, ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ ποὺ αἰσθανόμεθα, ἀπὸ τὴ φωνὴ ποὺ ἀπευθύνει κάποιος ἀόρατος εἰσαγγελεὺς στὸ κάθε βῆμα μας καὶ μᾶς λέει· Ἁμάρτησες, εἶσαι ἔνοχος!…
Καὶ ὁ ἄνθρωπος ζητεῖ συγχώρησι. Ποιός θὰ μᾶς δώσῃ συγχώρησι; Ἄνθρωπος; ἄγγελος; ἀρχάγγελος; Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ συγχώρησι· ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6· Μᾶρκ. 2,10· Λουκ. 5,24). Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος.
Κοντὰ στὸ Χριστὸ βρίσκουν ἀνάπαυσι οἱ πιὸ μεγάλοι ἁμαρτωλοί. Ἄσωτοι, λῃσταί, τελῶνες, πόρνοι, ὅλοι ὅσοι ἁμάρτησαν καὶ ἐγκλημάτησαν, μόνο κοντὰ στὸ Χριστὸ μποροῦν νὰ βροῦν ἀνάπαυσι. Αὐτὸς εἶνε «ὁ αρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29).
Δόξα στὸ Θεό. Εἰρήνη μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀποτέλεσμα τῆς εἰρήνης;
3. «Ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς εἰρήνης εἶνε ἡ «εὐδοκία» ἐν ἀνθρώποις. Τί θὰ πῇ «εὐδοκία»; Εἶνε μία φωνή. Ποιά φωνή; Ἕνας μεγάλος Ῥῶσος λογοτέχνης, ποὺ ἔζη βίον ἀθεΐας καὶ ἀπιστίας καὶ δοκίμασε τὰ πάντα στὸν κόσμο αὐτόν, λέει· «Μία φορὰ αἰσθάνθηκα γαλήνη μέσα στὴν καρδιά μου. Πότε; Ὅταν, βουτηγμένος μέσα στὰ ἁμαρτήματα τῆς Πετρουπόλεως, πῆγα σὲ κάποιο Ῥῶσο ἀσκητή, γονάτισα μπροστά του καὶ εἶπα τὰ ἁμαρτήματά μου. Δάκρυα ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ ἡ καρδιά μου συνεκλονίσθη. Ὤ τότε, ὅταν ἐπάνω στοὺς ὤμους μου ἅπλωσε τὸ πετραχήλι καὶ μοῦ εἶπε “Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι”, παράδεισος ἄνθησε στὴν καρδιά μου».
«Ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ὦ σὺ ποὺ μὲ ἀκοῦς, εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναίκα, ποὺ ἔχεις 10 καὶ 20 καὶ 30 χρόνια νὰ ἐξομολογηθῇς, πῶς θὰ κάνῃς Χριστούγεννα; Ἂν θέλῃς νὰ αἰσθανθῇς «εὐδοκία», τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ μιὰ φωνὴ νὰ σὲ πληροφορήσῃ ὅτι ἕνας καινούργιος κόσμος γεννήθηκε μέσα σου, σπεῦσε σ᾿ ἕνα πνευματικὸ πατέρα, ἄνοιξε τὰ φυλλοκάρδια σου, πὲς τ᾿ ἁμαρτήματά σου, καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Ἐσταυρωμένου φῶς καὶ εὐλογία καὶ «εὐδοκία» θὰ γεννηθῇ στὴν καρδιά σου.
Μᾶς δίδαξε τὸ Θεῖο βρέφος, ὅτι ὑπάρχει ἕνας Θεός, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος. Μᾶς δίδαξε ἀκόμα, ν᾿ ἀπευθύνουμε σ᾿ αὐτὸν τὸ «Πάτερ ἡμῶν…» (Ματθ. 6,9-13). Μᾶς δίδαξε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε πατέρας, ὅτι ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ πλάσματά του· εἶνε Θεὸς φιλόστοργος, Θεὸς ποὺ ἐνδιαφέρεται καὶ γιὰ τὰ πιὸ μικρὰ ἀκόμη καὶ χωρὶς τὸ θέλημά του οὔτε ἕνα σπουργίτι οὔτε ἕνα φύλλο δὲν πέφτει κάτω στὴ γῆ. Μᾶς δίδαξε ἀκόμη τὸ ὑψηλότερο δίδαγμα, ὅτι «πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν» (Ἰωάν. 4,24). Καὶ ὄχι ἁπλῶς δίδαξε, ἀλλὰ ὑπῆρξε ὁ διος, ὅπως λέει ὁ θεῖος Παῦλος, ἡ «εἰκὼν τοῦ Θεοῦ» (Β΄ Κορ. 4,4· Κολ. 1,15), τὸ «ἀπαύγασμα τῆς δόξης» τοῦ Θεοῦ (Ἑβρ. 1,3). Ὑπῆρξε «φῶς ἐκ φωτός, Θεὸς ἀληθινός». Ὑπῆρξε «δόξα» τοῦ Θεοῦ τὸ Θεῖο βρέφος.
2. «Καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη». Ὑπῆρξε ἀκόμη τὸ Θεῖο βρέφος καὶ «εἰρήνη» ἐπὶ τῆς γῆς. Ἐδῶ ὅμως ἀκούω διαφωνίες.
―Εἰρήνη ἐπὶ τῆς γῆς; Ἐδῶ ἡ γῆ σείεται. Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστὸς μέχρι σήμερα ἀκοῦμε διαρκῶς πολέμους. Ἡ γῆ ἔχει βαφῆ ἀπὸ ποταμοὺς αἱμάτων. Πῶς λοιπὸν ὁ Χριστὸς εἶνε «εἰρήνη» ἐπὶ τῆς γῆς;
Ναί, εἶνε εἰρήνη. Δὲν εἶνε εἰρήνη γιὰ τοὺς ἀπίστους, γιὰ τοὺς ἀθέους, γιὰ ᾿κείνους ποὺ δὲν πιστεύουν σ᾿ αὐτόν. Εἶνε εἰρήνη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ πιστεύουν. «Εἰρήνη πολλὴ τοῖς ἀγαπῶσι τὸν νόμον σου» (Ψαλμ. 118,165).
Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ εἰρήνη ποὺ ἔφερε ὁ Χριστὸς στὸν κόσμο; Ἡ εἰρήνη αὐτὴ εἶνε ἐσωτερική. Εἶνε μία εἰρήνη ποὺ μπορεῖ νὰ τὴν ἀπολαύσῃ κάθε ἄνθρωπος ποὺ πιστεύει στὸν Κύριο. Διότι τί αἰσθάνεται ὁ κάθε ἄνθρωπος; Ὅλοι ἔχουμε μιὰ ἀγωνία. Ἡ ἀγωνία αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀνάμνησι τῶν ἁμαρτημάτων μας, ἀπὸ τὴν ἐνοχὴ ποὺ αἰσθανόμεθα, ἀπὸ τὴ φωνὴ ποὺ ἀπευθύνει κάποιος ἀόρατος εἰσαγγελεὺς στὸ κάθε βῆμα μας καὶ μᾶς λέει· Ἁμάρτησες, εἶσαι ἔνοχος!…
Καὶ ὁ ἄνθρωπος ζητεῖ συγχώρησι. Ποιός θὰ μᾶς δώσῃ συγχώρησι; Ἄνθρωπος; ἄγγελος; ἀρχάγγελος; Ἕνας μόνο μπορεῖ νὰ μᾶς δώσῃ συγχώρησι· ἐκεῖνος ποὺ ἔχει τὴν ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας» (Ματθ. 9,6· Μᾶρκ. 2,10· Λουκ. 5,24). Καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Κύριος.
Κοντὰ στὸ Χριστὸ βρίσκουν ἀνάπαυσι οἱ πιὸ μεγάλοι ἁμαρτωλοί. Ἄσωτοι, λῃσταί, τελῶνες, πόρνοι, ὅλοι ὅσοι ἁμάρτησαν καὶ ἐγκλημάτησαν, μόνο κοντὰ στὸ Χριστὸ μποροῦν νὰ βροῦν ἀνάπαυσι. Αὐτὸς εἶνε «ὁ αρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. 1,29).
Δόξα στὸ Θεό. Εἰρήνη μέσα στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἀποτέλεσμα τῆς εἰρήνης;
3. «Ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Τὸ ἀποτέλεσμα τῆς εἰρήνης εἶνε ἡ «εὐδοκία» ἐν ἀνθρώποις. Τί θὰ πῇ «εὐδοκία»; Εἶνε μία φωνή. Ποιά φωνή; Ἕνας μεγάλος Ῥῶσος λογοτέχνης, ποὺ ἔζη βίον ἀθεΐας καὶ ἀπιστίας καὶ δοκίμασε τὰ πάντα στὸν κόσμο αὐτόν, λέει· «Μία φορὰ αἰσθάνθηκα γαλήνη μέσα στὴν καρδιά μου. Πότε; Ὅταν, βουτηγμένος μέσα στὰ ἁμαρτήματα τῆς Πετρουπόλεως, πῆγα σὲ κάποιο Ῥῶσο ἀσκητή, γονάτισα μπροστά του καὶ εἶπα τὰ ἁμαρτήματά μου. Δάκρυα ἔτρεξαν ἀπὸ τὰ μάτια μου καὶ ἡ καρδιά μου συνεκλονίσθη. Ὤ τότε, ὅταν ἐπάνω στοὺς ὤμους μου ἅπλωσε τὸ πετραχήλι καὶ μοῦ εἶπε “Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι”, παράδεισος ἄνθησε στὴν καρδιά μου».
«Ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία». Ὦ σὺ ποὺ μὲ ἀκοῦς, εἴτε ἄνδρας εἴτε γυναίκα, ποὺ ἔχεις 10 καὶ 20 καὶ 30 χρόνια νὰ ἐξομολογηθῇς, πῶς θὰ κάνῃς Χριστούγεννα; Ἂν θέλῃς νὰ αἰσθανθῇς «εὐδοκία», τὴ χαρὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ μιὰ φωνὴ νὰ σὲ πληροφορήσῃ ὅτι ἕνας καινούργιος κόσμος γεννήθηκε μέσα σου, σπεῦσε σ᾿ ἕνα πνευματικὸ πατέρα, ἄνοιξε τὰ φυλλοκάρδια σου, πὲς τ᾿ ἁμαρτήματά σου, καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Ἐσταυρωμένου φῶς καὶ εὐλογία καὶ «εὐδοκία» θὰ γεννηθῇ στὴν καρδιά σου.
* * *
Μὲ λίγες λέξεις προσπάθησα νὰ σᾶς δώσω μία ἀνάλυσι τοῦ ὑπερόχου ἀγγελικοῦ ὕμνου τῶνΧριστουγέννων. Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἐξακολουθεῖ νὰ ψάλλεται μέχρι σήμερα. Γεννᾶται ὅμως τὸ ἐρώτημα· Ἁρμόζει στὰ δικά μας χείλη; Ἁρμόζει στὰ χείλη τῶν ἱερέων μας, τῶν ἀρχιερέων μας, τῶν ψαλτῶν μας, τῶν ἱεροκηρύκων μας; Εμεθα ἄξιοι νὰ τὸν ψάλλουμε; Πρέπει νὰ πλένουμε τὰ χείλη μας μὲ ῥοδόσταγμα γιὰ νὰ ἐπαναλάβουμε ἐμεῖς ὅ,τι εἶπαν οἱ ἄγγελοι· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Καὶ ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· Ὁ Κύριος ἦταν δόξα Θεοῦ· ἐμεῖς εμεθα δόξα Θεοῦ; Ὁ Χριστὸς ἦταν εἰρήνη τοῦ κόσμου· ἐμεῖς ἔχουμε μέσα στὴν καρδιά μας τὴν εἰρήνη, ποὺ ἐξεπήγασε ἀπὸ τὴ φάτνη τοῦ Χριστοῦ μας; Ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε ἡ εὐδοκία καὶ ἡ χαρά· ἔχουμε ἐμεῖς τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι;
Ἂς φτερουγίσουμε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὰ ἐγκόσμια κι ἂς φθάσουμε ψηλὰ πολὺ ψηλά, ἐπάνω στοὺς οὐρανούς, ὥστε ν᾿ ἀκούσουμε ἐκεῖ τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο τῶν Χριστουγέννων.
Τί ζητάει ὁ Χριστός; Τὴν καρδιά μας. Παιδί μου, λέει, «δός μου τὴν καρδιά σου» (Παροιμ. 23,26). Τὴν καρδιά σου, μὲ τὰ ἐλαττώματά της, μὲ τὰ ἁμαρτήματά της, μὲ τοὺς πόθους της, μὲ τὰ ὄνειρά της. «Δός μου τὴν καρδιά σου», λέει. Καὶ ἂν τοῦ δώσουμε αὐτὴ τὴν καρδιά, ἡ καρδιά μας θὰ γίνῃ φάτνη, σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, κ᾿ ἐκεῖ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός. Κι ὅταν ἐκεῖνος γεννηθῇ στὴν καρδιά μας, τότε ἄγγελοι θὰ κατεβοῦν πάλι στὴ γῆ, καὶ θ᾿ ἀκούσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ οἱ ἁμαρτωλοί· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Καὶ ἐρωτῶ, ἀδελφοί μου· Ὁ Κύριος ἦταν δόξα Θεοῦ· ἐμεῖς εμεθα δόξα Θεοῦ; Ὁ Χριστὸς ἦταν εἰρήνη τοῦ κόσμου· ἐμεῖς ἔχουμε μέσα στὴν καρδιά μας τὴν εἰρήνη, ποὺ ἐξεπήγασε ἀπὸ τὴ φάτνη τοῦ Χριστοῦ μας; Ὁ Χριστὸς ὑπῆρξε ἡ εὐδοκία καὶ ἡ χαρά· ἔχουμε ἐμεῖς τὴν ἐσωτερικὴ αὐτὴ χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι;
Ἂς φτερουγίσουμε πάνω ἀπὸ τὴν ὕλη καὶ τὰ ἐγκόσμια κι ἂς φθάσουμε ψηλὰ πολὺ ψηλά, ἐπάνω στοὺς οὐρανούς, ὥστε ν᾿ ἀκούσουμε ἐκεῖ τὸν ἀγγελικὸ ὕμνο τῶν Χριστουγέννων.
Τί ζητάει ὁ Χριστός; Τὴν καρδιά μας. Παιδί μου, λέει, «δός μου τὴν καρδιά σου» (Παροιμ. 23,26). Τὴν καρδιά σου, μὲ τὰ ἐλαττώματά της, μὲ τὰ ἁμαρτήματά της, μὲ τοὺς πόθους της, μὲ τὰ ὄνειρά της. «Δός μου τὴν καρδιά σου», λέει. Καὶ ἂν τοῦ δώσουμε αὐτὴ τὴν καρδιά, ἡ καρδιά μας θὰ γίνῃ φάτνη, σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, κ᾿ ἐκεῖ θὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός. Κι ὅταν ἐκεῖνος γεννηθῇ στὴν καρδιά μας, τότε ἄγγελοι θὰ κατεβοῦν πάλι στὴ γῆ, καὶ θ᾿ ἀκούσουμε γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ οἱ ἁμαρτωλοί· «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία».
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία. Πρώτη ἐκφώνησις πιθανῶς στὸν ἱ. ναὸ Μεταμορφώσεως Μοσχάτου – Ἁθηνῶν τὴν 24-12-1960.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου