Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ



























http://thesecretrealtruth.blogspot.com

Η ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΕΡΟΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ
Φεβρουάριος 2007

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ο προβληματισμός για την συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (στο εξής Π. Σ. Ε. ) είναι απολύτως εύλογος. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες από της συστάσεως του Π. Σ. Ε. και εντεύθεν πολλές φορές εξέφρασαν τις ανησυχίες τους για ποικίλες τάσεις και εκδηλώσεις του. Το 1997 απεχώρησε η Εκκλησία της Γεωργίας και το 1998 η Εκκλησία της Βουλγαρίας.ΣτηνΔιορθόδοξο Συνάντησι της Θεσσαλονίκης το 1998 διατυπώθηκε έντονα η πιο πρόσφατη δυσαρέσκεια των Ορθοδόξων Εκκλησιών για τον τρόπο συμμετοχής τους στο Π. Σ. Ε. , οπότε απείλησαν με αποχώρησι οι Εκκλησίες της Σερβίας και της Ρωσίας.
Έργο των υπευθύνων εκκλησιαστικών οργάνων είναι να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να παρακολουθούν την εξέλιξί τους με αίσθησι ευθύνης και να αντιμετωπίζουν με συνέπεια τα προβλήματα που δημιουργούνται από την συμμετοχή της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π. Σ. Ε. και σε παρόμοιους σχηματισμούς. Ο πιστός Ορθόδοξος λαός έχει υποχρέωσι να διατηρή γρηγορούσα εκκλησιαστική συνείδησι και δογματική ευαισθησία, ιδίως οι Μοναχοί, οι οποίοι από την φύσι της μοναχικής μας κλήσεως έχουμε αυξημένη ευαισθησία για την ακεραιότητα της Ορθοδόξου Πίστεως και της εκκλησιαστικής Παραδόσεως, εφ’ όσον «έργον Μοναχού το μηδέ το τυχόν ανέχεσθαι καινοτομείσθαι το Ευαγγέλιον». Η καλή αυτή ανησυχία σημαίνει την επαγρύπνησι απέναντι σε κάθε νεωτεριστική γνώμη ή ενέργεια, που δεν είναι σύμφωνη προς την ευσέβεια της Εκκλησίας (Εφ. 4, 14). Αυτή είναι η λειτουργία του υγιούς εκκλησιαστικού αισθητηρίου και κριτηρίου, όπως το βεβαιώνει η μακραίων Παράδοσις της Εκκλησίας και το τονίζει με πολλή έμφασι η Πατριαρχική Εγκύκλιος του 1848. Ο λαός, το σώμα της Εκκλησίας, πράγματι «εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές τω των πατέρων αυτού», γι’ αυτό «παρ’ ημίν ούτε Πατριάρχαι ούτε σύνοδοι εδυνήθησάν ποτε εισαγαγείν νέα».
Σε ένα χρόνο συμπληρώνεται εξηκονταετία από την ίδρυσι του Π. Σ. Ε. και το ερώτημα, αν η συμμετοχή των Ορθοδόξων σε αυτό γίνεται επί ορθών εκκλησιολογικών βάσεων, περιμένει μία εκ νέου απάντησι. Το αίτημα (η ευχή) για την επανένωσι των ετεροδόξων Χριστιανών με την Εκκλησία και η ευθύνη της Εκκλησίας να διακηρύττη την Πίστι της και να βοηθή τους ετεροδόξους να επανεύρουν την χαμένη τους ταυτότητα, παραμένουν η μία πλευρά του ζητήματος. Η άλλη πλευρά είναι η διαπίστωσις ότι ο συμφυρμός με τους ετεροδόξους αλλοιώνει και την ταυτότητα των Ορθοδόξων. Πρέπει να σταθούμε με πολλή περίσκεψι μπροστά στο ενδεχόμενο να αναπτυχθή μεταξύ ημών των Ορθοδόξων ένα φρόνημα διαφορετικό από εκείνο των αοιδίμων πατέρων μας. Η Εκκλησία δεν πρέπει να ζημιωθή στην Πίστι της.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία, η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, «εκκλησιάζει» τους ανθρώπους, τους καθιστά μέλη του Σώματος του Χριστού και ως εκ τούτου μετόχους της θείας υιοθεσίας και κληρονόμους της αιωνίου ζωής. Προσεύχεται για τους ετεροδόξους να επιστρέψουν στην κοινωνία της, και προσκαλεί τους μακράν ευρισκομένους αλλοθρήσκους να γνωρίσουν την Αλήθειά της. Ως μοναδική οδό προς πραγμάτωσιν «της των πάντων ενώσεως» η Εκκλησία γνωρίζει την ενότητα εν τη Ορθοδόξω Πίστει και Εκκλησία, το οποίο σημαίνει ενότητα εν τη Αληθεία. Η Αλήθεια της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας είναι ο Θεάνθρωπος Κύριος Ιησούς Χριστός, όπως τον προείδαν οι Προφήται, όπως τον εκήρυξαν οι Απόστολοι, όπως τον εδογμάτισαν οι Πατέρες, όπως τον παρέλαβε η Εκκλησία δια των αγίων Οικουμενικών Συνόδων. Η Ορθόδοξος Εκκλησία διακηρύσσει αυτήν την ενότητα και στην σημερινή εποχή των οικουμενισμών και των παγκοσμιοποιήσεων, αντιδιαστέλλοντάς την από θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές ενοποιήσεις εγκοσμιοκρατικού χαρακτήρος. Η εμπειρία της από την Εξωτερική Ιεραποστολή και την ποιμαντική της είναι η καλλίτερη απόδειξις ότι δεν θα παύση να έχη πάντοτε τους κατηχουμένους της, όχι μόνο από τους μη χριστιανικούς λαούς αλλά και από τους ετεροδόξους Χριστιανούς, αυτούς που αντιλήφθηκαν ότι το πλήρωμα της χριστιανικής τους ταυτότητος δεν βρίσκεται στις χριστιανικές τους κοινότητες.
Η ιστορία της Εκκλησίας μαρτυρεί ότι ενίοτε εκκλησιαστικοί άνδρες, ακόμη και εκκλησιαστικές σύνοδοι, επεδίωξαν ένωσι των διισταμένων Χριστιανών με την Εκκλησία χωρίς την αληθή και θεοδώρητη ενότητα στην Πίστι. Το Ενωτικόν επί αυτοκράτορος Ζήνωνος, η Έκθεσις επί Ηρακλείου και οι αποφάσεις της Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα εσφαλμένων ενωτικών προτάσεων. Ο χρόνος απέδειξε ασταθείς και επιζήμιες τις ενώσεις που στηρίχθηκαν σε αυτές τις βάσεις.
Διαλόγους και ενωτικές προσπάθειες επί ορθών βάσεων και υπό Ορθόδοξες προϋποθέσεις έχουν πραγματοποιήσει ιερώτατοι άνδρες και άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας με αγαθά αποτελέσματα ή τουλάχιστον χωρίς επιζήμιες επιπτώσεις στην ενότητα της Εκκλησίας. Είναι χαρακτηριστικά τα δύο παραδείγματα που ακολουθούν. Πρώτον, η επιστροφή ομάδων εκ των Ομοιουσιανών στην κοινωνία της Καθολικής Εκκλησίας επί τη βάσει των αδιασαλεύτων αρχών που έθεσε ο Μέγας Βασίλειος: την αποδοχή της Πίστεως της Νικαίας («μηδεμίαν των εκεί λέξεων αθετείν») και «το μη δείν λέγεσθαι κτίσμα το Πνεύμα το Άγιον, μηδέ κοινωνικούς αυτών είναι τους λέγοντας» (Επιστολές 113, 114)· η ένωσίς τους με την Εκκλησία στηρίχθηκε στην απόλυτη συμφωνία στην Πίστι της Νικαίας και στην διακοπή της εκκλησιαστικής κοινωνίας με όσους δεν την αποδέχονταν. Δεύτερον, η πρωτοβουλία του Μεγάλου Φωτίου επιστροφή ωρισμένων Αρμενίων στην κοινωνία της Εκκλησίας επί τη βάσει της Πίστεως της Χαλκηδόνος και υπό την προϋπόθεσι ότι οι επιστρέφοντες θα αποκηρύξουν τους μέχρι τότε αιρετικούς διδασκάλους των: «Και γαρ οι την Αρμενίαν οικούντες . . . την μακράν εκείνην πλάνην αποθέσθαι ενεδυναμώθησαν· και λατρεύει σήμερον καθαρώς και ορθοδόξως η των Αρμενίων λήξις την των Χριστιανών λατρείαν, Ευτυχή τε και Σεβήρον και Διόσκορον. . . και πάσαν αυτών την πολύσπορον διασποράν, ως η Καθολική Εκκλησία, μυσαττομένη, και δεσμοίς αλύτοις του αναθέματος υποβάλλουσα».
Η εκκλησιαστική ιστορία έχει καταγράψει και πολλές άλλες ενωτικές πρωτοβουλίες. Τα προβλήματα και οι συνθήκες, μέσα στις οποίες αυτά ανέκυπταν, ήσαν κάθε φορά διαφορετικά, αλλά οι προϋποθέσεις που έθεταν οι Πατέρες για την ένωσι ήσαν αμεταθέτως πάντοτε οι ίδιες. Οι ετερόδοξοι που επιθυμούν την ένωσι με την Καθολική Εκκλησία πρέπει να έλθουν σε πλήρη ενότητα Πίστεως μαζί της και να διακόψουν την κοινωνία με τους πρωτεργάτες της αιρέσεως και με όσους συνεχίζουν να τους ακολουθούν. Ο Μέγας Βασίλειος δεν συμφωνούσε με ενώσεις, στο πλαίσιο των οποίων θα υπήρχε ποικιλία στο φρόνημα, όπως συνήθως λέγεται σήμερα στους διαχριστιανικούς διαλόγους: «unity in diversity». Έγραφε ο άγιος Πατήρ: «Καν μεν πείσωμεν, κοινώς αυτοίς ενωθήναι, εάν δε αποτύχωμεν, αρκείσθαι ημάς αλλήλοις. Τον δε επαμφοτερισμόν τούτον εξορίσαι του ήθους . . . ην γαρ, φησί, των πιστευσάντων καρδία και ψυχή μία» (Επιστολή 128). Εάν δηλαδή δεν επιτευχθή ένωσις με ενότητα στην Πίστι, είναι προτιμώτερο να περιορισθούμε οι ομόδοξοι στην μεταξύ μας κοινωνία. Κατά τον Μέγα Βασίλειο η ένωσις δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε η ποικιλομορφία σε θέματα Πίστεως εκφράζει ευαγγελικό ήθος. Εκείνος που πραγματικά πρέπει να αποβληθή είναι ο «επαμφοτερισμός του ήθους», μία κατάστασις που δυστυχώς κατά προτεσταντική επίδρασι αποκτά χαρακτήρα φρονήματος μεταξύ Ορθοδόξων θεολόγων, οι οποίοι δεν θέλουν να κατηγορήται η Ορθόδοξος Εκκλησία για «απομόνωσι» (self-isolation).
Μία ιστορική αναδρομή στις ενωτικές πρωτοβουλίες με τον προτεσταντικό κόσμο κατά το απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν βοηθεί στο να αξιολογηθή σωστά η σημερινή σχέσις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με το Π. Σ. Ε.
Ο νεοπαγής Προτεσταντισμός του 16ου αιώνος, αμυνόμενος έναντι της παπικής αντιμεταρρυθμίσεως, είχε κατ’ αρχάς φιλικές –αλλά όχι αθώες ούτε ανιδιοτελείς ούτε ανώδυνες– σχέσεις με την Ορθόδοξο Εκκλησία (Φίλιππος Μελάγχθων και Πατριάρχης Ιωάσαφ Β΄, Βιττεμβέργιοι θεολόγοι και Πατριάρχης Ιερεμίας ο Β΄, Καλβινισταί θεολόγοι της Γενεύης και Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις, Μητροφάνης ο Κριτόπουλος και οι τρεις πτέρυγες της Διαμαρτυρήσεως)1. Τον 18ο και 19ο αιώνα όμως οι προτεσταντικές Ομολογίες ανέπτυξαν ανεπίτρεπτες προσηλυτιστικές ενέργειες κατά των εμπεριστάτων Ορθοδόξων. Εν τούτοις Ορθόδοξοι Πατριάρχαι καλλιέργησαν πνεύμα ενωτικό με κοινότητες των Διαμαρτυρομένων, οσάκις αυτές διετύπωναν την πρόθεσί τους για ένωσι (Άγγλοι Ανώμοτοι -Κωνσταντινουπόλεως Ιερεμίας Γ΄, Αλεξανδρείας Σαμουήλ, Αντιοχείας Αθανάσιος Γ΄, Ιεροσολύμων Χρύσανθος)2. Κατά την διάρκεια τριών αιώνων εγράφησαν αξιόλογα ομολογιακά και αντιρρητικά κείμενα. Στόχος των αοιδίμων Πατριαρχών και όρος ενώσεως ήταν η επάνοδος των προτεσταντικών κοινοτήτων στην Ορθόδοξο Πίστι και την πλήρη ενότητα με την Ορθόδοξο Εκκλησία. Η τακτική τους απαρεγκλίτως ήταν να διακόπτουν τις ενωτικές επαφές, εφ’ όσον διεπίστωναν απροθυμία των Διαμαρτυρομένων να αποδεχθούν τον όρο αυτό.
Μετά τα μέσα του 19ου αιώνος οι Αγγλικανικές εκκλησίες κατεδίκασαν τυπικά τον προτεσταντικό προσηλυτισμό και ανέπτυξαν φιλόφρονες σχέσεις υψηλού επιπέδου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και την Εκκλησία της Ελλάδος3, καθώς και “ποιμαντικό” ενδιαφέρον για τις παροικίες των Ορθοδόξων στις αγγλικές αποικίες4. Ταυτόχρονα η μερίδα των Παλαιοκαθολικών (1870) έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία5. Έτσι δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να τεθή αφ’ ενός θέμα εκκλησιαστικής επικοινωνίας των Ορθοδόξων με την Διαμαρτυρομένη Δύσι, και αφ’ ετέρου ζήτημα περί τα εκκλησιολογικά όρια αυτής της επικοινωνίας. Στο κλίμα αυτό εντάσσονται η Εγκύκλιος του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ (1902) και οι έγγραφες επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πρότασι της Εγκυκλίου. Η τραγωδία του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου έδωσε το έναυσμα για το όραμα της παγχριστιανικής ενότητος. Οι Ορθόδοξοι ανταποκρίθηκαν με το «Διάγγελμα» του Οικουμενικού Πατριαρχείου (1920) για την ίδρυσι «Κοινωνίας των Εκκλησιών». Πρέπει να υποσημειωθή στο σημείο αυτό η διαφορά στην εκκλησιολογία των δύο εγκυκλίων του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Εγκύκλιος του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄ ορίζει ότι η Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία «μία εστί πράγματι εν ταυτότητι πίστεως και ομοιότητι ηθών και εθίμων, συνωδά ταις αποφάσεσι των επτά Οικουμενικών Συνόδων, και μία οφείλει είναι, αλλ’ ου πολλαί και διαφέρουσαι προς αλλήλας κατά τε τα δόγματα και τους θεμελιώδεις θεσμούς της εκκλησιαστικής διακυβερνήσεως»6. Το «Διάγγελμα» του 1920 αντιθέτως προτρέπει τις χριστιανικές εκκλησίες να θεωρούν αλλήλας όχι «ως ξένας και αλλοτρίας, αλλά συγγενείς και οικείας εν Χριστώ και “συγκληρονόμους και συσσώμους της επαγγελίας του Θεού εν τω Χριστώ”»7.
Βάσει του «Διαγγέλματος» Ορθόδοξες Εκκλησίες μετέσχον επισήμως στις προτεσταντικής εμπνεύσεως οργανώσεις «Πίστις και Τάξις» (των Αγγλικανικών εκκλησιών) και «Ζωή και Εργασία» (των Λουθηρανικών εκκλησιών) κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Το ρηξικέλευθο «Διάγγελμα» με την εκκλησιολογική του καινοτομία και τις δέκα καταστατικές του προτάσεις εχάραξε την μέχρι σήμερα κρατούσα γενικώς γραμμή στις σχέσεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών με τις ετερόδοξες. Πρέπει όμως να σημειωθή ότι οι Ορθόδοξοι θεολόγοι, που μετείχαν στα Συνέδρια των ανωτέρω οργανώσεων (Γενεύη 1920, Στοκχόλμη 1925, Λωζάννη 1927, Εδιμβούργο 1937), έδιναν ομολογουμένως ορθή μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως της μόνης Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.ΣτηνΛωζάννη π. χ. εδήλωσαν ότι «αι τεθείσαι βάσεις προς διατύπωσιν κοινών προτάσεων και επιψήφισιν αυτών υπό του Συνεδρίου αποκλίνουσιν εν πολλοίς των αρχών της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποίαν αντιπροσωπεύομεν· εντεύθεν και θεωρούμεν έργον συνειδήσεως, όπως απόσχωμεν της επιψηφίσεως των γενομένων εκθέσεων». Και επίσης ότι«αδυνατούμεν να εννοήσωμεν ένωσιν περιοριζομένην εις ελάχιστα κοινά σημεία, διότι, κατά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όπου ελλείπει ολοκληρία της πίστεως, εκεί ουδεμία δύναται να υπάρξη κοινωνία εν τοις μυστηρίοις»8.
Το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π. Σ. Ε. ) ιδρύθηκε το 1948 για να συνενώση τις αυτοτελώς μέχρι τότε εργαζόμενες προτεσταντικές οργανώσεις «Πίστις και Τάξις» και «Ζωή και Εργασία» και να αποτελέση μία πιο δυναμική παρουσία στον κόσμο. Προσκληθείσα η Ορθόδοξος Εκκλησία ανταποκρίθηκε θετικώς υπό τον όρον ότι πρόκειται περί συνεργασίας επί πρακτικών θεμάτων και όχι συμμετοχής σε δογματικές συζητήσεις του Τμήματος «Πίστις και Τάξις» και ότι οι εκπρόσωποί της δεν θα συμμετέχουν σε συμπροσευχές και άλλες λατρευτικές εκδηλώσεις που απαγορεύονται από τους ιερούς Κανόνας9.
Η στάσις των Ορθοδόξων αντιπροσώπων στα πρώτα Συνέδρια του Π. Σ. Ε. και των ιδιαιτέρων τμημάτων του ήταν αξιοθαύμαστα ομολογιακή.ΣτηνΛούνδη (πρώτη σύσκεψις του «Πίστις και Τάξις» εντός των πλαισίων του Π. Σ. Ε. , 1952), εδήλωσαν: «. . . η Ιεραρχία της όλης Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας επιφυλάσσει δι’ εαυτήν και μόνην το δικαίωμα να ορίζη τι είναι σφαλερόν εις θρησκευτικά ζητήματα και τι είναι σύμφωνον ή ασύμφωνον προς την πίστιν αυτής. . . ούτω συνέβαινε πάντοτε, διότι η Ορθόδοξος Εκκλησία γνωρίζει και διακηρύττει, ότι το περιεχόμενον της πίστεώς της δεν είναι ανθρώπινος διδασκαλία και ανθρώπινα εντάλματα, αλλά θεία τοιαύτα, και ουδείς έχει το δικαίωμα να συγχέη αυτά με ατομικάς γνώμας περί αυτών. Αύτη είναι η όλη και μόνη Εκκλησία, το σώμα του Χριστού, ο εντολοδόχος των Αποστόλων»10.
Παρομοία δήλωσις έγινε στην Γεν. Συνέλευσι του Π. Σ. Ε. στο Έβανστον (1954).ΣτηνΓεν. Συνέλευσι μάλιστα του Νέου Δελχί (1961) οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι εδήλωσαν τα εξής αξιομνημόνευτα: «. . . η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν είναι μία Ομολογία, μία εκ των πολλών, μία μεταξύ των πολλών. Δια τους Ορθοδόξους η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι “η” (καθαυτό) Εκκλησία. Η Ορθόδοξος Εκκλησία έχει την αντίληψιν και συνείδησιν, ότι η εσωτερική της δομή και η διδασκαλία της συμπίπτουσι προς το αποστολικόν κήρυγμα και την παράδοσιν της αρχαίας αδιαιρέτου Εκκλησίας . . . εκ της οποίας προέρχονται δια της οδού της ελαττώσεως (υποβιβάσεως, Reduction) και του αποχωρισμού (Separation) όλαι αι υφιστάμεναι χριστιανικαί ομολογίαι. Εξ Ορθοδόξου επόψεως δύναται η παρούσα οικουμενική προσπάθεια να χαρακτηρισθή ως “οικουμενικότης εν χώρω”, η οποία αποσκοπεί εις συμφωνίαν μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών, όπως αύται υφίστανται επί του παρόντος. Η προσπάθεια αύτη είναι εξ Ορθοδόξου επόψεως πλήρως ανεπαρκής και ατελής. . . »11.
Είναι άξιον επισημάνσεως ότι, ενώ όλες σχεδόν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες είχαν επιδείξει προθυμία για την συμμετοχή στα συνέδρια των οργανώσεων «Πίστις και Τάξις» και «Ζωή και Εργασία», έδειξαν επιφυλακτικότητα για την συμμετοχή τους στο Π. Σ. Ε. Στο Άμστερνταμ (1948) εκπροσωπήθηκαν μόνο το Οικουμενικό Πατριαρχείο και οι Εκκλησίες της Κύπρου και της Ελλάδος. Εν μέρει βεβαίως δικαιολογεί την επιφυλακτικότητα η κατάστασις, στην οποία περιήλθαν οι σλαβόφωνες Ορθόδοξες Εκκλησίες με την επικράτησι του Κομμουνισμού στις σλαβικές χώρες, και η απόφασις του Συνεδρίου της Μόσχας, κατά την οποία «απεκρούετο η συμμετοχή εις την οικουμενικήν κίνησιν κατά το παρόν στάδιον αυτής»12. Εν τούτοις δεν είναι άνευ λόγου η παρατήρησις, ότι στα συνέδρια των ανωτέρω οργανώσεων είχαν επισημανθή υπό των Ορθοδόξων βασικές και μάλλον ανυπέρβλητες θεολογικές διαφορές προς τις προτεσταντικές θέσεις, μεταξύ των οποίων: «α) περί ορατής και αοράτου Εκκλησίας· β) περί του πολιτεύματος της Εκκλησίας· γ) περί του τις των υφισταμένων Εκκλησιών είναι η γνησία· δ) περί του ιερατείου (εκκλησιαστικού αξιώματος)· ε) περί της ιεράς Παραδόσεως. . . · στ) περί του Συμβόλου της πίστεως, ότι ως τοιούτον είναι μόνον το της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, άνευ της προσθήκης του Filioque· ζ) περί των μυστηρίων. . . »13. Το αδύνατον της υπερβάσεως των διαφορών αυτών και επομένως το αλυσιτελές της συμμετοχής στην Οικουμενική κίνησι επί τω τέλει της εν τη πίστει ενώσεως, υπήρξε εν τινι μέτρω η αιτία της αποχής πολλών Ορθοδόξων Εκκλησιών από τα πρώτα συνέδρια του Π. Σ. Ε. (Άμστερνταμ, Λούνδη). Άλλωστε το πνεύμα του «Διαγγέλματος» του 1920, καθώς και η προηγηθείσα και η ακολουθήσασα προωθημένη «επικοινωνία» ωρισμένων Ορθοδόξων εκκλησιαστικών ανδρών με τις αγγλικανικές εκκλησίες, είχαν δημιουργήσει αντιδράσεις στο πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και γι’ αυτό από πλευράς επισκόπων και θεολόγων τάσεις αυτοκριτικής14.
Μετά την Συνέλευσι του Νέου Δελχί (1961) άρχισε νέα περίοδος σχέσεων των Ορθοδόξων με το Π. Σ. Ε. , περίοδος απομακρύνσεως και πάλι από την Ορθόδοξο εκκλησιολογία. Έπαυσαν οι Ορθόδοξοι να καταθέτουν ιδιαιτέρα δήλωσι. Επεκράτησε η πρότασις του καθηγητού Νικ. Νησιώτη, ότι«η ενότητα πραγματώνεται με τις ενέργειες του τριαδικού Θεού. . . Όλος ο κόσμος δυνάμει βρίσκεται σε τούτη την ενότητα· σχισματικές εκκλησίες δεν υπάρχουν, αλλά μονάχα εκκλησίες σε σχισματική κατάσταση μέσα στη μία αδιαίρετη Εκκλησία. . . Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν μπορεί να καλεί τις άλλες να επιστρέψουν στην αρχαία παράδοση και στους οκτώ πρώτους αιώνες (μια συνεχής μνεία των Δηλώσεων), αλλά μονάχα να τις οδηγεί με τη μαρτυρία και τη διακονία. . . Μιά κλήση για επάνοδο στην αρχαία παράδοση μετατρέπει την Ορθοδοξία (που είναι το πλήρωμα της καθολικότητας και της αποστολικότητας) σε μια ομολογιακή ομάδα που κρατάει για τον εαυτό της την αλήθεια»15. Αυτή η γνώμη, που στις λεπτομέρειές της είναι ακόμη πιο προκλητική για το Ορθόδοξο αισθητήριο (περιελάμβανε πρότασι να ιδρυθούν οικουμενικά συμβούλια σε όλες τις κατά τόπους εκκλησίες με αρμοδιότητες εκκλησιαστικής Συνόδου!), σήμαινε την παραίτησι των Ορθοδόξων από το θεμελιωδέστερο στοιχείο της αυτοσυνειδησίας τους, ότι αυτοί μόνοι από όλους τους Χριστιανούς αποτελούν την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Κατά την περίοδο από την έναρξι των Πανορθοδόξων και των Προσυνοδικών Διασκέψεων (1961-1968 και 1976-1986) και εντεύθεν το σύνολο των Ορθοδόξων Εκκλησιών συμμετέχει στο Π. Σ. Ε. Η παράλληλη όμως ανάπτυξις διμερών διαλόγων με ετερόδοξες εκκλησίες και κοινότητες καθιστά το ζήτημα της συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στο Π. Σ. Ε. μέρος του όλου προβλήματος των οικουμενικών σχέσεων. Τα αποτελέσματα των διμερών διαλόγων φανερώνουν αφ’ ενός τις θεολογικές βάσεις της εν γένει συμμετοχής της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική κίνησι, αφ’ ετέρου επηρεάζουν θετικά ή αρνητικά και τον πολυμερή διάλογο. Το Π. Σ. Ε. είναι ένα από τα πολλά όργανα που εκφράζουν το δαιδαλώδες πλέγμα των οικουμενικών επαφών.
Ιστορικός βέβαια της ανωτέρω περιόδου συμπεραίνει ότι οι διμερείς διάλογοι «εν μέσω παλινδρομήσεων, απογοητεύσεων και συμφωνιών προσεγγίζουν συνεχώς τον απώτερόν των στόχον, τούτ’ έστιν την ένωσιν πάντων επί τη βάσει της αποστολοπαραδότου πίστεως, ως εκφράζεται αύτη υπό του παγίου της θεματοφύλακος, της Ορθοδοξίας. . . χωρίς ουδαμώς να γίνουν παραχωρήσεις εις τον πειρασμόν του συγκρητισμού και μινιμαλισμού»16. Εν τούτοις τα κατωτέρω στοιχεία είναι αρκούντως πειστικά περί του αντιθέτου. Η ένωσις πάντων επί τη βάσει της αποστολοπαραδότου Πίστεως καθίσταται στόχος όλο και πιο απόμακρος.
Πρώτος από τους διμερείς θεολογικούς διαλόγους ωλοκληρώθηκε ο διάλογος Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων. Ο ανεπίσημος διάλογος (1964-1971) πραγματοποιήθηκε με την πρωτοβουλία, την εποπτεία και την οικονομική υποστήριξι του Π. Σ. Ε. και κατέληξε σε συμφωνίες που ουσιαστικά επαναβεβαιώθηκαν από τα συμπεράσματα (Κοινές Δηλώσεις και Προτάσεις) του επισήμου Θεολογικού Διαλόγου (1985-1993). Στο Aarhus π. χ. το 1964 συμφωνήθηκε ότι: «Ανεγνωρίσαμε μεταξύ μας τη μία ορθόδοξη πίστη της Εκκλησίας. Δεκαπέντε αιώνες απομονώσεως δεν μας παραπλάνησαν έξω από την πίστη των Πατέρων μας»· και το 1990 με την Β΄ Κοινή Δήλωσι διακηρύχθηκε ότι: «αμφότεραι αι οικογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστώς την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως, καίτοι εχρησιμοποίησαν χριστολογικούς όρους κατά διάφορον τρόπον».
Μέ γνώμονα αυτή την συμφωνία προτάθηκε να αρθούν τα αναθέματα των αιρεσιαρχών Διοσκόρου και Σεβήρου, και μάλιστα το Πατριαρχείο Αντιοχείας προχώρησε σε μερική μυστηριακή διακοινωνία από το 1991 με τους Συροϊακωβίτας. Όμως οι συμφωνίες και οι προτάσεις αυτές βρίσκονται σε πλήρη αντίθεσι προς τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄, Ζ΄ και την διδασκαλία εγκρίτων Πατέρων της Εκκλησίας. Μνημονεύουμε αντιπροσωπευτικώς μόνο τον α΄ Κανόνα της Πενθέκτης, κατά τον οποίον η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος «των ιερών της Εκκλησίας περιβόλων εξήλασε . . . Νεστόριον και Διόσκορον, τον μεν της διαιρέσεως, τον δε της συγχύσεως υπερασπιστήν τε και πρόμαχον, τους εκ διαμέτρου της ασεβείας προς εν εκπεπτωκότας απωλείας και αθεότητος βάραθρον».
Ο διμερής διάλογος με τους Αγγλικανούς, που επίσης αναπτύχθηκε διεξοδικώς και με τους καλλίτερους οιωνούς, άφησε πίσω του βαθειά ίχνη ασυμφωνίας. Το τελευταίο κοινώς αποδεκτό κείμενο της Μικτής Επιτροπής, το εν Δουβλίνω Συμφωνηθέν Κείμενον (1984), πέραν της κραυγαλέας διαφοροποιήσεως στο ζήτημα της χειροτονίας γυναικών σε ιερατικούς βαθμούς και της αμφισβητήσεως του κύρους των αγγλικανικών χειροτονιών, τα οποία δεν έχουν επισήμως συζητηθή, επισημαίνει την διάστασι απόψεων όσον αφορά τις έννοιες:
α) της Μιάς Εκκλησίας:
«Οι Αγγλικανοί θεωρούν τας διαιρέσεις των χριστιανών ως υφισταμένας εντός της Εκκλησίας· δεν πιστεύουν ότι μόνοι των αποτελούν την μίαν αληθινήν εκκλησίαν, αλλ’ ότι ανήκουν εις αυτήν [comprehensiveness]. Οι Ορθόδοξοι, απεναντίας, πιστεύουν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι η μία αληθινή Εκκλησία του Χριστού, η οποία, ως το Σώμα Του, δεν δύναται να διαιρεθή»17·
β) της «κοινωνίας» και «διακοινωνίας»:
«Επιτρέπεται δια τους αγγλικανούς ευχαριστιακή διακοινωνία μετά μελών άλλων εκκλησιών εις ειδικάς οικουμενικάς περιπτώσεις, εις περιπτώσεις ανάγκης ή ακόμη και επί τακτικής βάσεως»18 και «η έννοια της “διακοινωνίας” (intercommunion) δεν έχει θέσιν εις την ορθόδοξον εκκλησιολογίαν»19·
γ) του Filioque [ως δογματικής διδασκαλίας, όχι ως προσθήκης]:
«Οι αγγλικανοί αντιπρόσωποι θεωρούν το Filioque ως έγκυρον θεολογικήν διατύπωσιν, αν και δεν το δέχονται ως δόγμα. Οι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι θεωρούν την διδασκαλίαν του Filioque ως απαράδεκτον»20·
δ) των Οικουμενικών Συνόδων:
«Ενώ οι αγγλικανοί αντιπρόσωποι προσέδωσαν μεγαλυτέραν έμφασιν εις τας πρώτας τέσσαρας Οικουμενικάς Συνόδους και ολιγωτέραν εις τας πέμπτην, έκτην και εβδόμην, εφαρμόζοντες εις τας συνοδικάς αποφάσεις την αρχήν της “τάξεως” ή της “ιεραρχίας αληθειών”, οι ορθόδοξοι αντιπρόσωποι θεωρούν την αρχήν ταύτην ως αντικειμένην προς την ενότητα της πίστεως εν γένει»21·
ε) της πρεσβείας των Αγίων:
«Αι πλείσται των Αγγλικανικών Εκκλησιών δεν δέονται των Αγίων, ίνα πρεσβεύωσιν υπέρ αυτών, αι δε δεήσεις των υπέρ των κεκοιμημένων δεν είναι κοιναί εις απάσας»22· και,
στ) της διακρίσεως θείας ουσίας και θείων ενεργειών στον Θεό:
«Η κανονική Ορθόδοξος ορολογία περί ουσίας και ενεργειών του Θεού και περί θεώσεως δεν χρησιμοποιείται από την πλειονότητα των αγγλικανών»23.
Περιττό να λεχθή ότι το ζήτημα της χειροτονίας γυναικών και ομοφυλοφίλων διευρύνει ακόμη περισσότερο το υφιστάμενο χάσμα.
Ενδεικτική επίσης του προαναφερθέντος πνεύματος των διμερών διαλόγων είναι και η πρόσφατος αναγνώρισις του Βαπτίσματος των Λουθηρανών της Γερμανίας (συμφωνία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με την Ευαγγελική Εκκλησία της Γερμανίας, Φανάρι 22/9/2004), παρά το ευρύτατο δογματικό και εκκλησιολογικό χάσμα. Λέγεται στο ανακοινωθέν: «Παρότι αι Εκκλησίαι ημών δεν ευρίσκονται εισέτι εις κοινωνίαν, θεωρούμεν εκατέρωθεν τα μέλη ημών ως βεβαπτισμένα και απορρίπτομεν τον επαναβαπτισμόν. Οι συμμετέχοντες εις τον Διάλογον χαιρετίζουν τας προσπαθείας των Εκκλησιών εν Γερμανία (Οικουμενικόν Συμβούλιον των Χριστιανικών Εκκλησιών) δια την προσπάθειαν επιτεύξεως συμφωνίας ως προς την εκατέρωθεν αναγνώρισιν του Βαπτίσματος»24.
Τέλος, ο τόσο αισιόδοξος από πλευράς δογματικής συμφωνίας διμερής διάλογος με τους Παλαιοκαθολικούς συνάντησε σοβαρό εμπόδιο στην εκκλησιολογική του πλευρά λόγω της μυστηριακής διακοινωνίας των Παλαιοκαθολικών με τους Αγγλικανούς και ωρισμένους Λουθηρανούς25.
Συνεκτιμώντας την αρνητική αυτή πλευρά των θεολογικών διαλόγων με την θετική προοπτική που έχει πάντοτε η μέριμνα της Εκκλησίας για την επιστροφή των ετεροδόξων στην ορθοδοξία της και με την θετική επίσης συμβολή πολλών Ορθοδόξων θεολόγων στους διαλόγους, παρατηρεί κανείς ότι δεν αρκούν οι αγαθές τυχόν προθέσεις και οι δηλώσεις των Ορθοδόξων ότι πρέπει να συμμετέχουν στην οικουμενική κίνησι χωρίς «υπέρβασιν ή καταπάτησιν των εκκλησιαστικών ορίων “α έθεντο οι πατέρες ημών”»26. Τα ανωτέρω στοιχεία δείχνουν υπερβάσεις των ορίων· όπως επίσης οι συμπροσευχές και η συμμετοχή σε λειτουργικές εκδηλώσεις μαζί με ετεροδόξους σημαίνουν αθετήσεις της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας. Για να εξασφαλισθή η επιστροφή των ετεροδόξων στην Ορθοδοξία απαιτείται προ πάντων πιστότης και συνεχής αναβαπτισμός μας στην Ορθόδοξο Πίστι, που καλλιεργείται με τις καθημερινές ιερές Ακολουθίες, την τιμή των αγίων Ομολογητών Πατέρων, τα συναξάρια των Νεομαρτύρων, την άσκησι των χαριτωμένων Μοναχών, την ταπείνωσι των απλοϊκών αλλά ευσεβών Ορθοδόξων Χριστιανών, γενικώς των μαρτύρων της αγιότητος.
Η θεολογική ταυτότης του Π. Σ. Ε. μεταβάλλεται διαρκώς.Στηνπραγματικότητα το Π. Σ. Ε. αναζητεί μία ταυτότητα. Ωρισμένα καταστατικού χαρακτήρος κείμενα προσδιορίζουν με αρκετή ακρίβεια την ταυτότητα του Π. Σ. Ε. (η Καταστατική Βάσις, η Δήλωσις του Τορόντο, η Δήλωσις του Νέου Δελχί, το κείμενο Β. Ε. Μ. , η Δήλωσις της Καμπέρρα). Σήμερα η ταυτότης του Π. Σ. Ε. δίδεται επαρκώς από τα δύο κοινώς αποδεκτά κείμενα της Θ΄ Συνελεύσεως στο Porto Alegre της Βραζιλίας (Φεβρουάριος 2006), δηλαδή α) την «Τελική Έκθεσι της Ειδικής Επιτροπής για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. » (Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC) και β) το «Κείμενο περί εκκλησιολογίας: Κεκλημένοι να γίνουμε η Μία Εκκλησία» (Text on ecclesiology: Called to be the One Church), καθώς επίσης και από το κείμενο με τίτλο «Πρός μία κοινή Κατανόησι και ένα κοινό Όραμα του Π. Σ. Ε. » (Towards a Common Understanding and Vision of the WCC) που είχε υιοθετήσει ήδη η Η΄ Γεν. Συνέλευσις στο Χαράρε το 1998. Αυτά τα τρία κείμενα προϋποθέτουν και τις προαναφερθείσες καταστατικής φύσεως Δηλώσεις.
Όπως προκύπτει από την μελέτη αυτών των κειμένων, η προτεσταντική εκκλησιολογία συνεχίζει να διαμορφώνη το θεολογικό πλαίσιο λειτουργίας του Π. Σ. Ε. , παρά τις όποιες εμφανείς αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του επέφεραν οι παλαιότερες παρεμβάσεις και οι πρόσφατες αντιδράσεις των Ορθοδόξων. Η ταυτότης του Π. Σ. Ε. είναι προτεσταντική.
Στήν συνέχεια θα αναπτυχθούν βάσει των ανωτέρω κειμένων (και κάποιων συναφών) οι θεολογικές θέσεις που φανερώνουν αυτή την εκκλησιολογική ταυτότητα.
Το «Κείμενο περί εκκλησιολογίας: Κεκλημένοι να γίνουμε η Μία Εκκλησία» (Text on ecclesiology: Called to be the One Church) εκπονήθηκε από την Επιτροπή «Πίστις και Τάξις» μετά από αίτησι της Κεντρικής Επιτροπής του Π. Σ. Ε. και αποτελεί μία πρόσκλησι προς τις εκκλησίες-μέλη να ανταποκριθούν στα νέα δεδομένα που προέκυψαν από την αποδοχή της «Τελικής Εκθέσεως της Ειδικής Επιτροπής για την συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. ». Σε αυτό το κείμενο οι εκκλησίεςμέλη του Π. Σ. Ε. αναφέρονται σε θεμελιώδη εκκλησιολογικά θέματα, πολύ διαφωτιστικά γύρω από την εκκλησιολογία που προτείνεται να διέπη το Π. Σ. Ε.
Εκ προοιμίου είναι απαραίτητη μία επισήμανσις. Εάν η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής» υπήρξε μία ακόμη εκκλησιολογική πρόκληση27προς το Π. Σ. Ε. , το υπ’ όψιν κείμενο είναι η τελευταία εκκλησιολογική πρόσκλησις του Π. Σ. Ε. προς τα μέλη του. Έχοντας τον χαρακτήρα προσκλήσεως το κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church», ήδη στον τίτλο αυτό συνοψίζει την προτεσταντική εκκλησιολογία, ότι οι υπάρχουσες χριστιανικές εκκλησίες δεν αποτελούν ούτε καθεμία καθεαυτήν ούτε όλες μαζί στην παρούσα διηρημένη τους κατάστασι την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, αλλά κινούνται, στοχεύουν, στην αναζήτησί της. Και οι μεν προτεσταντικές εκκλησίες, θα έλεγε κανείς, συνεπείς στην εκκλησιολογία τους έτσι πορεύονται. Γιατί όμως σε αυτή την πορεία συσκευάζονται και οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, οι οποίες συναποδέχθηκαν το ως άνω κείμενο;
Είναι ενδιαφέρον ότι σε αυτό το κείμενο δεν γίνεται ειδική μνεία της εκκλησιολογικής πεποιθήσεως των Ορθοδόξων ότι ταυτίζουν εαυτούς με την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, όπως γίνεται στην «Τελική Έκθεσι της Ειδικής Επιτροπής. . . » (παράγρ. 15)28, και επομένως δεν περιέχεται σαφής δήλωσις (τουλάχιστον ως θέσις των Ορθοδόξων) ότι καθ’ ημάς οι προτεσταντικές εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. πρέπει να προσανατολίζωνται προς αποδοχήν της Πίστεως και της κοινωνίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μία τέτοια δήλωσις ίσως να μη ήταν δυνατή, αν υπολογίση κανείς ότι η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . » πέρασε στην Κεντρική Επιτροπή με ψήφους 55 υπέρ, 26 κατά, 10 αποχές και με παραίτησι και θορυβώδη αποχώρησι ενός μέλους της Κεντρικής Επιτροπής29. Θα ήταν όμως συνεπής στην Ορθόδοξο εκκλησιολογία και θα υπεδείκνυε τον ορθό προσανατολισμό του Π. Σ. Ε. Η Ορθόδοξος εκκλησιολογία, αν και φαίνεται αυστηρή και δικαιολογεί ακόμη και αποχώρησι από το Π. Σ. Ε. , εν τούτοις η ακεραία προβολή της μπορεί να βοηθήση ουσιαστικά τους ετεροδόξους. Αυτό άφησε να νοηθή κατά την πρόσφατη εισήγησί του στην Θεσ/νίκη ο δρ. Raiser, όταν υπενθύμισε αυστηρές δηλώσεις του π. Φλωρόφσκυ που διέσωσε σε έργοαπολογισμό της θητείας του στο Π. Σ. Ε. ο πρώτος Γεν. Γραμματέας του W. A. Visser’t Hooft)30.
Τα σημαντικώτερα εκκλησιολογικά θέματα που περιλαμβάνονται στο ανωτέρω κείμενο είναι τα ακόλουθα:
Η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις αναφέρει:
«Ομολογούμε την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία όπως την εκφράζει το Σύμβολο της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως (381). Η Εκκλησία είναι Μία κατά το πρότυπο της ενότητος του Τριαδικού Θεού εν τη κοινωνία των θείων Προσώπων. Η Θεία Γραφή περιγράφει την κοινότητα των Χριστιανών ως Σώμα Χριστού, στο οποίο η αμοιβαία διαφορετικότητα [των μελών] είναι ουσιαστική για να είναι [το Σώμα] ένα όλον (whose interrelated diversity is essential to its wholeness): “Διαιρέσεις δε χαρισμάτων εισίν, το δε αυτό πνεύμα· και διαιρέσεις διακονιών εισιν, και ο αυτός κύριος· και διαιρέσεις ενεργημάτων εισίν, ο δε αυτός θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσιν. εκάστω δε δίδοται η φανέρωσις του πνεύματος προς το συμφέρον” (Α΄ Κορ. 12, 4-7). Έτσι ως ο λαός του Θεού, το Σώμα του Χριστού και ο ναός του Αγίου Πνεύματος, η Εκκλησία, καλείται να φανερώνει την μοναδικότητά της μέσα σε ευρεία διαφορετικότητα»31.
Από το απόσπασμα αυτό γίνονται φανερές οι εξής βασικές προτεσταντικές εκκλησιολογικές αρχές:
Πρώτον, η αρχή περί «αοράτου» Εκκλησίας. Οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. ομολογούν την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, αλλά θεωρούν ότι αυτή η Εκκλησία δεν ταυτίζεται με καμμία από τις υπάρχουσες χριστιανικές εκκλησίες. Η Εκκλησία υφίσταται μόνο ως ένα “αόρατο” (δηλαδή μη συγκεκριμενοποιημένο σε χριστιανική κοινότητα) Σώμα Χριστού, μέλη του οποίου είναι όσοι ομολογούν τον Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα και είναι βαπτισμένοι στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, ανεξαρτήτως της εκκλησιαστικής ομάδος στην οποία ανήκουν.
Δεύτερον, η συναφής αρχή περί διακρίσεως Εκκλησίας (αοράτου) και εκκλησιών (ορατών). Γι’ αυτήν κάνει λόγο και η παράγρ. 9 του κειμένου παραπέμπουσα στην καταστατικής ισχύος Δήλωσι του Τορόντο (1950) με τίτλο: «Η Εκκλησία, οι εκκλησίες και το Π. Σ. Ε. », όπου λέγεται ότι «το ότι είναι κάποιος μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είναι κάτι πιο περιεκτικό από το να είναι μέλος της ίδιας της εκκλησιαστικής του ομάδος». Επίσης αυτή την αρχή μνημονεύει και η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . » (παράγρ. 13 και 16)32.
Και τρίτον, η αρχή της ενότητος μέσα στην διαφορετικότητα (unity in diversity). Παρερμηνεύοντας το εδάφ. Α΄ Κορ. 12, 7 οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δηλώνουν ότι «η Εκκλησία καλείται να φανερώνει την μοναδικότητά της μέσα σε ευρεία διαφορετικότητα». Όμως το εδάφιο κάνει λόγο για ποικιλία χαρισμάτων και διακονιών μέσα στην Εκκλησία. Οι διαιρέσεις των χαρισμάτων, των διακονιών και των ενεργημάτων αποτελούν δωρεές του Αγίου Πνεύματος προσφερόμενες στα μέλη της Εκκλησίας. Όπως λέγει ο ίδιος ο απόστολος Παύλος πραγματευόμενος το ίδιο θέμα στην επιστολή του προς Εφεσίους, η διαφορά των χαρισμάτων δίδεται «προς τον καταρτισμόν των αγίων εις έργον διακονίας, εις οικοδομήν του σώματος του Χριστού, μέχρι καταντήσωμεν οι πάντες εις την ενότητα της πίστεως και της επιγνώσεως του υιού του Θεού, εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 12-13). Δεν πρέπει οι «διαιρέσεις των χαρισμάτων» να εννοούνται ως δογματικές διαφοροποιήσεις, αντιευαγγελικές ηθικές επιλογές και ματαιόφρονες ανθρώπινες πρακτικές, διότι από αυτές ακριβώς ο απόστολος Παύλος θέλει να προφυλάξη τα μέλη της Εκκλησίας λέγοντας στην συνέχεια του εδαφίου: «ίνα μηκέτι ώμεν νήπιοι, κλυδωνιζόμενοι και περιφερόμενοι παντί ανέμω της διδασκαλίας εν τη κυβεία των ανθρώπων εν πανουργία προς την μεθοδείαν της πλάνης» (Εφ. 4, 14). Oι Ορθόδοξοι αντιπρόσωποι φαίνεται να έχουν προσυπογράψει μαζί με το ανωτέρω κοινώς αποδεκτό στην Θ΄ Γεν. Συνέλευσι κείμενο, που ήδη πραγματευόμαστε, και την προτεσταντικής εμπνεύσεως δήλωσι ότι «η Εκκλησία καλείται να φανερώνει την μοναδικότητά της μέσα σε ευρεία διαφορετικότητα»!
Κοινός παρονομαστής αυτών των αρχών είναι η θεωρία των κλάδων, την οποία οι Ορθόδοξοι απορρίπτουμε.
Συνέπεια εξάλλου αυτών των αρχών είναι ότι οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δεν έχουν περιλάβη στις δεσμεύσεις τους (commitments) την υποχρέωσι να εργασθούν κατ’ ιδίαν και από κοινού προς ανεύρεσι της Ορθοδόξου Πίστεως και της κοινωνίας με την Ορθόδοξο Εκκλησία (ως την μόνη αποτελούσα την Una Sancta). Πραγματικά τέτοια δέσμευσις δεν υπάρχει! Αντίθετα παραπέμπουν σε «περαιτέρω διερεύνησι των εξής θεμάτων:
α΄. πως οι εκκλησίες-μέλη κατανοούν την “ορατή ενότητα”, την “ενότητα και διαφορετικότητα” και την δέσμευσί τους “να καλούν η μία την άλλη στον στόχο της ορατής ενότητος”·
β΄. εάν το Βάπτισμα πρέπει να περιληφθή στην καταστατική Βάσι του Π. Σ. Ε. ·
γ΄. ο ρόλος του Π. Σ. Ε. στην ενθάρρυνσι των εκκλησιών να σέβωνται η μία το Βάπτισμα της άλλης και να βαδίζουν προς αμοιβαία αναγνώρισι του Βαπτίσματος·
δ΄. η φύσις της κοινής ζωής που βιώνεται στο Π. Σ. Ε. : ποιά είναι η έννοια του όρου fellowship (κοινωνία) που χρησιμοποιείται σε αυτή την συνάφεια;» (Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . , παράγρ. 18)33.
Η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις σημειώνει:
«Η καθολικότης της Εκκλησίας εκφράζει την πληρότητα, την ακεραιότητα, την ολότητα της εν Χριστώ ζωής της δια του Αγίου Πνεύματος εν παντί καιρώ και τόπω. Αυτό το μυστήριο εκφράζεται σε κάθε κοινότητα βεβαπτισμένων πιστών, στην οποία ομολογείται και βιούται η αποστολική πίστις, κηρύσσεται το Ευαγγέλιο και τελούνται τα [ιερά] Μυστήρια. Κάθε εκκλησία είναι η καθολική Εκκλησία και όχι απλά μέρος της. Κάθε εκκλησία είναι η καθολική Εκκλησία, αλλά όχι ολόκληρη [η καθολική Εκκλησία]. Κάθε εκκλησία πληροί την καθολικότητά της, όταν ευρίσκεται εν κοινωνία με τις άλλες εκκλησίες. Βεβαιώνουμε ότι η καθολικότης της Εκκλησίας εκφράζεται με τον καλλίτερο ορατό τρόπο δια της συμμετοχής στην θεία ευχαριστία και δια της αμοιβαίως αναγνωρισμένης και κατηλλαγμένης ιερατικής διακονίας [ιερατείου]. . .
. . . Ακόμη και τώρα που η συμμετοχή στην ίδια Ευχαριστία δεν είναι πάντοτε δυνατή, οι διηρημένες εκκλησίες εκφράζουν την [μεταξύ τους] αμοιβαία εκτίμησι [mutual accountability] και όψεις της καθολικότητος, όταν προσεύχωνται υπέρ αλλήλων, μοιράζωνται τους πόρους, συμπαρίστανται η μία στην άλλη εν καιρώ ανάγκης, συναποφασίζουν, συνεργάζωνται για την δικαιοσύνη, την καταλλαγή και την ειρήνη, αλληλοεκτιμούν την συμ-μαθητεία που είναι σύμφυτη με το Βάπτισμα, και διατηρούν διάλογο εν όψει των διαφορών, αρνούμενες να ειπούν “χρείαν σου ουκ έχω” (Α΄ Κορ. 12, 21). Ο ένας χωρίς τον άλλον είμαστε πτωχότεροι»34.
Όσα οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. ομολογούν περί καθολικότητος της Εκκλησίας στο πρώτο τμήμα του παρατιθεμένου αποσπάσματος, αποτελούν θέσεις της Ορθοδόξου εκκλησιολογίας και εφαρμόζονται μόνο στις Ορθόδοξες Τοπικές Εκκλησίες. Μέ όσα λέγουν στην συνέχεια του ιδίου αποσπάσματος, ακυρώνουν την Ορθόδοξο εκκλησιολογία και την ανατρέπουν. Η καθολικότης, καθό καθολικότης, δεν έχει όψεις που να εκφράζωνται μερικώς. Η καθολικότης δεν μερίζεται, πολλώ μάλλον δεν διασπάται σε άνισα μέρη που να μετέχωνται από “εκκλησίες” χωρισμένες από την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η καθολικότης μερίζεται αμερίστως και κατέχεται ολοκλήρως από κάθε τοπική Ορθόδοξο Εκκλησία. Η αποστολική Πίστις και η πατερική Παράδοσις, το Ορθόδοξο βίωμα και η Ορθόδοξος Ιεραποστολή είναι στοιχεία που φανερώνουν την καθολικότητα της Εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχουν έξω από τα κανονικά όρια της Καθολικής (δηλονότι Ορθοδόξου) Εκκλησίας. Επομένως, όταν οι ετερόδοξοι προσεύχωνται υπέρ αλλήλων, συμπαρίστανται στους εμπεριστάτους, κηρύττουν τον Χριστό και συνεργάζωνται για κοινωνικούς σκοπούς, εκδηλώνουν ευγενείς, ίσως επαινετές, χριστιανικές συμπεριφορές, δεν εκφράζουν όμως όψεις της καθολικότητος της Εκκλησίας
Πάντως η αναφορά σε «συμ-μαθητεία που είναι σύμφυτη με το Βάπτισμα» είναι εντελώς ξένη προς την αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εφ’ όσον παραπέμπει ευθέως σε διομολογιακό συγκρητισμό στην βάσι της προτεσταντικής βαπτισματικής θεολογίας.
Η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις γράφει:
«Η Εκκλησία ως κοινότης των πιστών δημιουργήθηκε από τον Λόγο του Θεού, διότι με την ακοή του κηρύγματος του Ευαγγελίου αφυπνίσθηκε η πίστις (Ρωμ. 10, 17), δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος. Επειδή το ευαγγέλιο, που κηρύχθηκε για να αφυπνίση την πίστι, είναι το ευαγγέλιο που έφθασε μέχρις εμάς δια των Αποστόλων, η Εκκλησία που δημιουργήθηκε δι’ αυτού είναι αποστολική. Θεμελιωμένη επί τω θεμελίω των Αποστόλων και των Προφητών η Εκκλησία είναι οίκος Θεού, άγιος ναός, στον οποίο κατοικεί και ενεργεί το Άγιον Πνεύμα. Μέ την δύναμι του Αγίου Πνεύματος οι πιστοί αυξάνουν “εις ναόν άγιον εν Κυρίω” (Εφ. 2, 21)»35.
Το απόσπασμα δεν εκφράζει την Ορθόδοξο διδασκαλία περί αποστολικότητος και αγιότητος της Εκκλησίας. Μάλλον αντανακλά τις προτεσταντικές απόψεις. Η Εκκλησία δεν είναι απλώς η κοινότης των πιστευσάντων στο αποστολικό κήρυγμα, αλλά είναι κυρίως το σώμα του Αναστάντος Κυρίου. Μέ το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας η κοινότης των πιστευσάντων συγκροτείται σε σώμα Χριστού. Για την συγκρότησί του οι Απόστολοι δεν λειτούργησαν ως απλά εξωτερικά όργανα για την μετάδοσι του Λόγου του Θεού, αλλά ως στύλοι εποικοδομηθέντες επί τον μόνον θεμέλιον (Α΄ Κορ. 3, 11) κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Υπήρξαν οι δομικοί λίθοι, «όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού» (Εφ. 2, 20), οι συνεκτικοί της Οικοδομής της Εκκλησίας δια της Χάριτος του Θεού και της ορθής Πίστεως, της οποίας οι ίδιοι μετέσχον και την οποία μετέδωσαν στους διαδόχους των.
Η αποστολικότης της Εκκλησίας δεν εξασφαλίζεται μόνον από το γεγονός ότι το κήρυγμα του Ευαγγελίου «έφθασε μέχρις εμάς δια των αγίων Αποστόλων», αλλά και διότι διατηρήθηκε στην Εκκλησία ακαινοτόμητο υπό των αγίων Πατέρων. Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος στο εγκώμιό του στον Μέγα Αθανάσιο θεωρεί κριτήριο αποστολικής διαδοχής την Ορθόδοξο Πίστι: «Το μεν ομόγνωμον και ομόθρονον· το δε αντίδοξον και αντίθρονον· και η μεν [διαδοχή στην προεδρία] προσηγορίαν, η δε [διαδοχή στην ευσέβεια] αλήθειαν έχει διαδοχής. Ου γαρ [διάδοχος] . . . ο ταναντία δοξάζων, αλλ’ ο της αυτής πίστεως· ει μη ούτω τις λέγοι διάδοχον, ως νόσον υγιείας, και φωτός σκότος, και ζάλην γαλήνης, και συνέσεως έκστασιν» (PG 35, 1089).
Επιπλέον, ο α΄ Κανών του Μεγ. Βασιλείου (Επιστολή 188) ανατρέπει κάθε ισχυρισμό ότι ετερόδοξες εκκλησίες μπορούν να έχουν κατά διαδοχήν των επισκόπων ενότητα με την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Γράφει: «Οι της Εκκλησίας αποστάντες, ουκ έτι έσχον την χάριν του αγίου Πνεύματος εφ’ εαυτούς· επέλιπε γαρ η μετάδοσις τω διακοπήναι την ακολουθίαν. Οι μεν γαρ πρώτοι αναχωρήσαντες, παρά των Πατέρων έσχον τας χειροτονίας, και δια της επιθέσεως των χειρών αυτών έλαβον το χάρισμα το πνευματικόν· οι δε αποραγέντες, λαϊκοί γενόμενοι, ούτε του βαπτίζειν, ούτε του χειροτονείν είχον εξουσίαν, ούτε ηδύναντο χάριν Πνεύματος αγίου ετέροις παρέχειν, ης αυτοί εκπεπτώκασι». Πολλές άλλωστε από τις εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δεν έχουν καν επισκόπους και γι’ αυτό είναι εντελώς αδύνατο να ομιλούν για αποστολικότητα της ομάδος τους.
Οι προτεσταντικές “εκκλησίες” ως ετερόδοξες και αποκεκομμένες από την ενότητα της Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας έχουν εκπέσει της αποστολικότητος και της αγιότητός της.
Στο κατωτέρω απόσπασμα από το ίδιο κείμενο γίνονται σημαντικές εκκλησιολογικές αναφορές:
«Βεβαιώνουμε ότι η αποστολική πίστις της Εκκλησίας είναι μία, καθώς το Σώμα του Χριστού είναι ένα· εντούτοις ενδέχεται να υπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας. Η ζωή της Εκκλησίας ως νέα εν Χριστώ ζωή είναι μία· εντούτοις οικοδομείται μέσα από ποικίλα χαρίσματα και διακονίες. Η ελπίδα της Εκκλησίας είναι μία· εντούτοις εκφράζεται με διαφορετικές ανθρώπινες προσδοκίες. Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές εκκλησιολογικές αφετηρίες και μία ποικιλία απόψεων περί της σχέσεως της Εκκλησίας προς τις εκκλησίες. Κάποιες διαφορές εκφράζουν την Χάρι και την αγαθότητα του Θεού· αυτές πρέπει να αποδοθούν στην Χάρι του Θεού δια του Αγίου Πνεύματος. Κάποιες άλλες διαφορές διαιρούν την Εκκλησία· αυτές πρέπει να ξεπερασθούν δια των χαρισμάτων του Πνεύματος, της πίστεως, της ελπίδος και της αγάπης, έτσι ώστε ο χωρισμός και η απομόνωσις να μη έχουν τον τελικό λόγο. Ο Θεός “προέθετο εν αυτώ εις οικονομίαν του πληρώματος των καιρών, ανακεφαλαιώσασθαι τα πάντα εν τω Χριστώ, τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης” (Εφ. 1, 10), διορθώνοντας τις ανθρώπινες διαιρέσεις. Ο Θεός καλεί τον λαό του εν αγάπη να επανεύρη τον δρόμο προς την πλήρη κοινωνία»36.
Είναι αξιοπρόσεκτη η ασυνέπεια της προτεσταντικής εκκλησιολογίας, που εκφράζεται στο απόσπασμα αυτό, προς την εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου, σύμφωνα με την οποία εφ’ όσον ο Χριστός είναι ένας, το Σώμα Του είναι ένα και συνεπώς η πίστις, η ζωή και η ελπίδα αυτού του Σώματος (της Εκκλησίας) είναι μία (Εφ. 4, 4-6). Μέσα στην Μία αυτή κατά Παύλον Εκκλησία δεν υπάρχουν «νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις της πίστεως της Εκκλησίας» αλλά μία καθορισμένη από τις Οικουμενικές Συνόδους. Όλοι οι αγώνες των Πατέρων γι’ αυτό έγιναν, για να αποβληθή η πολυμορφία των δογματικών διατυπώσεων, πίσω από την οποία (όταν χρονίζη και αποδεικνύη ασυμβίβαστες τις διατυπώσεις) κρύπτεται διαφορετικό φρόνημα. Ούτε πάλι οι «διαφορετικές εκκλησιολογικές αφετηρίες και μία ποικιλία απόψεων περί της σχέσεως της Εκκλησίας προς τις εκκλησίες»είναι πράγματα συμβατά με την εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου. Εάν το εκκλησιολογικό κείμενο του Π. Σ. Ε. «Τext on ecclesiology: Called to be the One Church» συνεχίζει να ομιλή για Εκκλησία και εκκλησίες και μάλιστα εν ποικιλία σχέσεων μεταξύ τους, τότε πολύ απέχει από την εκκλησιολογία του Αποστόλου Παύλου που διακρατεί η Ορθόδοξος Εκκλησία. Εάν το εν λόγω κείμενο απλώς διαπιστώνει τις διαιρέσεις μεταξύ των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. και καλεί σε υπέρβασί τους, τότε ο δρόμος που οδηγεί σε αυτήν είναι η παραίτησις από την προτεσταντική εκκλησιολογία και η εν μετανοία επιστροφή στην ενότητα της αποστολικής Πίστεως που διασώζει η Ορθόδοξος Εκκλησία.
Σχετικά με όλα τα ανωτέρω εκκλησιολογικά θέματα, η ανάλυσις που επιχειρείται από το Τμήμα «Πίστις και Τάξις» του Π. Σ. Ε. στο πολυσυζητούμενο κείμενο εργασίας «Η φύσις και ο σκοπός της Εκκλησίας» (Nature and Purpose of the Church), παράγρ. 9-6737, είναι αξιοπρόσεκτη και αποκαλυπτική του προτεσταντικού πνεύματος που ακόμη διαπνέει τις μη Ορθόδοξες εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα:
Όσον αφορά την αγιότητα της Εκκλησίας:
«Για μερικούς είναι αδύνατο να λεχθεί ότι “η Εκκλησία αμαρτάνει”, επειδή θεωρούν την Εκκλησία δώρο Θεού, και με αυτή την έννοια σφραγισμένη από την αγιότητα του Θεού. . . Άλλοι [σ. σ. εννοούνται οι Προτεστάνται], ενώ δηλώνουν επίσης ότι η Εκκλησία ως δημιούργημα του λόγου και του Πνεύματος του Θεού, ως σώμα Χριστού, κ. λπ. , είναι αγία και χωρίς αμαρτία, συγχρόνως λένε ότι υπόκειται σε αμαρτία, επειδή ορίζουν την Εκκλησία ως την κοινωνία των μελών της. . . Για άλλους, η αμαρτία στην Εκκλησία μπορεί να είναι “ενδημική” και να έχει επιπτώσεις ακόμη και στον θεσμό»38.
Όσον αφορά την ποικιλομορφία εν τη ενότητι:
«Η ποικιλία στην έκφραση του Ευαγγελίου, στις λέξεις και τις πράξεις, εμπλουτίζει την κοινή ζωή. Διαφορετικά σημεία έμφασης εμπεριέχονται σήμερα στη ζωή και τη μαρτυρία διαφορετικών εκκλησιών: για παράδειγμα, η παράδοση της αγιότητας στους Μεθοδιστές, το δόγμα της δικαίωσης μόνο από την πίστη μέσω της χάριτος στους Λουθηρανούς, η ζωή εν Αγίω Πνεύματι από τους Πεντηκοστιανούς, το λειτούργημα του πρωτείου στην υπηρεσία της ενότητας στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, η αξία της περιεκτικότητας στην αγγλικανική κοινωνία, το δόγμα της θέωσης που συνδέεται με αυτό “της συνεργίας” στους Ορθοδόξους, κ. λπ. Κατά πόσο τα διαφορετικά σημεία έμφασης είναι συγκρουόμενες θέσεις ή μια έκφραση θεμιτής ποικιλομορφίας; Το βάρος που τοποθετείται στα διαφορετικά σημεία έμφασης επισκιάζει την πληρότητα του μηνύματος του Ευαγγελίου;»39
Όσον αφορά την αποστολική Πίστι:
«Οι εκκλησίες διαφέρουν σήμερα σχετικά με το ποιά θεωρούν ανεκτά όρια για διαφορετικότητα στην ομολογία της κοινής πίστης. Παραδείγματος χάριν, είναι αιτία διαίρεσης:
§         να κατανοείται η ανάσταση του Χριστού μόνο συμβολικά;
§         να ομολογείται ο Χριστός μόνο ως ένας μεσολαβητής μεταξύ άλλων;
§         να αντικατασταθεί η ιστορία του αρχαίου Ισραήλ, όπως καταγράφεται από την Παλαιά Διαθήκη με την προ-χριστιανική ιστορία κάποιου πολιτισμού ή λαού;
§         να κατανοείται με διαφορετικούς τρόπους η συμβολή και η ευθύνη του ανθρώπινου συγγραφέα στη σύνθεση της Γραφής; [σ. σ. αμφισβητείται η θεοπνευστία της Αγίας Γραφής]
§         να αντιλαμβάνεται [σ. σ. να γίνεται αντιληπτή] με διαφορετικούς τρόπους η εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος;»40
Απέναντι σε όλα αυτά είναι αξιοπρόσεκτες οι εύστοχες από Ορθοδόξου απόψεως παρατηρήσεις των Καθηγητών της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Αποδελτιώνουμε μερικές από αυτές:
«Η φράση “εκτεθειμένη [ενν. η Εκκλησία] στο διφορούμενο χαρακτήρα της ανθρώπινης ιστορίας” υπονοεί τη γνωστή άποψη περί ταύτισης της ανθρώπινης ιστορίας με την αμαρτία, αρνείται την καθολικότητα της ιστορικής-ορατής Εκκλησίας, και γι’ αυτό τη δέχεται και ως εσχατολογική: αρνούμενη την καθολικότητα μέσα στην ιστορικότητά της. . . Η παράγραφος υπαινίσσεται διαφορά μεταξύ ορατής και αόρατης Εκκλησίας» (σχόλιο στην παράγρ. 35)41.
«Η ένωση των εκκλησιών ωστόσο δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την πρόταση της Εκκλησιολογίας των κλάδων, την οποία τα σχήματα αυτά προϋποθέτουν» και «Η φράση “πληρέστερη ορατή ενσάρκωση της ενότητας” δεν συνάδει με την ορθόδοξη εκκλησιολογία, αφού για την τελευταία η Una Sancta εκφράζεται ορατά, και εκφράζεται μέσα στην ορθόδοξη Εκκλησία» (σχόλιο στην παράγρ. 38)42.
«Θέλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στη σύγχρονη οικουμενική ορολογία η κοινωνία [σ. σ. fellowship] φαίνεται πολλές φορές να διακρίνεται από την ενότητα ή να είναι μικρότερη σε σημασία η πρώτη από τη δεύτερη. . . Κατά τη γνώμη μας ωστόσο είναι σημαντικό στις μέρες μας να απαντηθεί σαφώς το ερώτημα: Όταν γίνεται λόγος στον οικουμενικό διάλογο για κοινωνία, εννοείται η κοινωνία σχέσεων των ομολογιών ή ο σκοπός της ευχαριστιακής κοινωνίας και ενότητας για όλους κάτω από τον παρονομαστή της κοινής [σ. σ. ενν. Ορθόδοξης] πίστης;» (σχόλιο στην παράγρ. 48)43.
«Φυσικά στην παράγραφο αυτή είναι [σ. σ. γίνεται] δεκτή η ορολογία εκκλησία και εκκλησίες, κάτι που από ορθόδοξη άποψη δέχεται αρνητική κριτική. . . Σύμφωνα με την κριτική αυτή, η διαφορετικότητα στην πίστη σημαίνει και έλλειψη κοινωνίας με σωτηριολογικό περιεχόμενο» (σχόλιο στην παράγρ. 58)44.
Έχοντας κανείς υπ’ όψιν όλα αυτά, διερωτάται: Η επί δεκαετίες Οικουμενικών επαφών ακρόασις της φωνής της Ορθοδοξίας στο Π. Σ. Ε. , – αλλά και επί αιώνες ενωρίτερα, εάν υπολογισθούν οι επαφές από της εποχής του Πατριάρχου Ιερεμίου Β΄– ότι αυτή μόνη αποτελεί την Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, και η απροθυμία αποδοχής της από τους Προτεστάντες, δεν σημαίνουν ότι οι προτεσταντικές Ομολογίες κινούνται σε ένα αδιέξοδο κύκλο οικουμενικών επαφών και συζητήσεων στο πλαίσιο του Π. Σ. Ε;
Ίσως προβληθή η ένστασις ότι δεν πρόκειται για αδιέξοδο κύκλο, εάν ληφθούν υπ’ όψιν τα θετικά αποτελέσματα από την συμβολή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. , τα οποία απαρίθμησε ο πρώην Γεν. Γραμματεύς του δρ. Raiser το 2003 σε συνέδριο στην Θεσ/νίκη45, και ωρισμένα άλλα που αναφέρθηκαν στο ίδιο συνέδριο46. Όμως, πέραν του ότι είναι συζητήσιμο πόσο Ορθόδοξη ήταν η συμβολή αυτή των Ορθοδόξων, είναι καταλυτική η παρατήρησις του επισκόπου Ιλαρίωνος Αλφέγιεφ, ότι «η πρόσφατη φιλελευθεροποίηση της διδασκαλίας και της πρακτικής σε πολλές προτεσταντικές εκκλησίες, τις αποξένωσε από τους ορθοδόξους πολύ περισσότερο από όλη την προηγούμενη προτεσταντική παράδοση. . . Αυτό, ισχυρίζομαι, αποτέλεσε ένα πολύ σοβαρό πλήγμα για όλη την οικουμενική κίνηση και βέβαια τον διάλογο ορθοδόξων-προτεσταντών»47. Ο επίσκοπος Ιλαρίων αναφέρεται στην χρήσι της «περιεκτικής γλώσσας», στην χειροτονία γυναικών και στην αποδοχή της ομοφυλοφιλίας από πολλές προτεσταντικές εκκλησίες, τα οποία είναι πρόσφατοι καρποί της παλαιάς προτεσταντικής εκκλησιολογικής ρίζας.
Αλλά και εάν επιπλέον υποστηριχθή ότι δεν είναι εύκολη υπόθεσις να απαγκιστρωθούν οι Προτεστάνται από τα δεσμά του παρελθόντος των –και ομολογουμένως δεν είναι–, γιατί πρέπει οι Ορθόδοξοι να συντηρούμε τον αδιέξοδο κύκλο αποφεύγοντας να πούμε τα πράγματα ως έχουν; Μέ ενδιαφέρον περιμένουμε από τους Ορθοδόξους αντιπροσώπους στο Π. Σ. Ε. μία εκκλησιολογικώς ορθή απάντησι στο ερώτημα της «Ειδικής Επιτροπής», που διατυπώθηκε με τις εξής λέξεις: «Υπάρχει χώρος για τις άλλες εκκλησίες στην Ορθόδοξη εκκλησιολογία; Πως περιγράφετε αυτόν τον χώρο και ποιά είναι τα όριά του;» Από την απάντησι στο ερώτημα αυτό και από την ανταπόκρισι του Π. Σ. Ε. σε αυτήν θα αποκαλυφθή, αν η Ορθόδοξος εκκλησιολογία πρυτανεύση στο Π. Σ. Ε. ή αν συνεχισθή η παρούσα κατάστασις.
Οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. αναγνωρίζουν το Βάπτισμα ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητός τους ως εκκλησιών και μάλιστα το θεωρούν κριτήριο για την εισδοχή μιας χριστιανικής κοινότητος στο Π. Σ. Ε. με την ιδιότητα του μέλους. Εν τούτοις ωρισμένες περί Βαπτίσματος αντιλήψεις φανερώνουν ότι το θεμελιώδες αυτό χριστιανικό Μυστήριο κατανοείται στους κόλπους του Π. Σ. Ε. μέσα από το πρίσμα της προτεσταντικής εκκλησιολογίας και βαπτισματικής πράξεως:
«Όλοι όσοι έχουν βαπτισθή εν Χριστώ είναι ενωμένοι με τον Χριστό στο Σώμα Του: “συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτως και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν” (Ρωμ. 6, 4). Στο Βάπτισμα το Πνεύμα προσφέρει στα μέλη της Εκκλησίας την αγιότητα του Χριστού. Το Βάπτισμα που ενώνει με τον Χριστό καλεί τις εκκλησίες να είναι ανοικτές και τίμιες μεταξύ τους, ακόμη και όταν αυτό είναι δύσκολο: “αληθεύοντες δε εν αγάπη αυξήσωμεν εις αυτόν τα πάντα, ος εστιν η κεφαλή, Χριστός” (Εφ. 4, 15). Το Βάπτισμα προσφέρει στις εκκλησίες την ελευθερία και εν ταυτώ την ευθύνη να προχωρήσουν προς μία κοινή μαρτυρία του Λόγου, ομολογία της μιας Πίστεως, λειτουργία της μιας Ευχαριστίας και πλήρη μετοχή στην μία ιερατική διακονία. Υπάρχουν κάποιοι που δεν αναγνωρίζουν τον τύπο του Βαπτίσματος στο ύδωρ, αλλά μετέχουν της πνευματικής εμπειρίας της εν Χριστώ ζωής.
Το ότι όλοι μας ανήκουμε στον Χριστό δια του Βαπτίσματος εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, καθιστά ικανές και καλεί τις εκκλησίες να συμπορεύωνται, έστω και αν ευρίσκωνται σε ασυμφωνία. Βεβαιώνουμε ότι υπάρχει ένα Βάπτισμα, όπως ακριβώς υπάρχει ένα σώμα και ένα Πνεύμα, μία ελπίδα της κλήσεώς μας, ένας Κύριος, μία πίστις, ένας Θεός και Πατήρ όλων μας (πρβλ. Εφ. 4, 4-6). Εν τη Χάριτι του Θεού το Βάπτισμα φανερώνει την πραγματικότητα ότι ανήκουμε εις αλλήλους, παρότι μερικές εκκλησίες δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τους άλλους ως Εκκλησία με την πλήρη σημασία του όρου. Ξαναθυμίζουμε την διακήρυξι του Τορόντο, στην οποία οι εκκλησίες-μέλη βεβαιώνουν ότι “το να είναι κανείς μέλος της Εκκλησίας του Χριστού είναι κάτι πιο περιεκτικό από το να είναι μέλος της ίδιας της εκκλησιαστικής του ομάδος”. Αναζητούν λοιπόν να έλθουν σε ζωντανή επικοινωνία με εκείνους που έξω από τις δικές τους τάξεις ομολογούν τον Ιησού ως Κύριο»48.
Είναι από τα ανωτέρω προφανές ότι οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. αλληλοαναγνωρίζουν το ποικιλοτρόπως γινόμενο Βάπτισμά τους, γεγονός που προσκρούει στην θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το Βάπτισμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι ένα και τελείται μόνο από αυτήν με τον συγκεκριμμένο τύπο της τριπλής καταδύσεως στο ύδωρ, στο όνομα και με την ορθή θεολογία των θεαρχικών Υποστάσεων, καθώς και με το θεολογικό περιεχόμενο της συνταφής και της συναναστάσεως εν Χριστώ και δια του Χριστού στην νέα ζωή της Χάριτος. Βαπτίσματα που τελούνται εκτός Εκκλησίας χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, δεν εισάγουν στο Σώμα του Χριστού. Η Ορθόδοξος Εκκλησία ουδέποτε ανεγνώρισε το Βάπτισμα (όπως και τα λοιπά Μυστήρια) των ετεροδόξων, ενόσω αυτοί δεν επέστρεφαν στην κοινωνία της αποκηρύσσοντας την ετεροδοξία τους. Οσάκις όμως επέστρεφαν στην κοινωνία της ως της μόνης Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, αποβάλλοντες δια λιβέλλου την ετεροδοξία τους και ομολογούντες την Ορθόδοξο Πίστι, η Ορθόδοξος Εκκλησία τους εισήγε στην πλήρη μυστηριακή κοινωνία της άλλοτε εξ υπαρχής δια Βαπτίσεως και άλλοτε δια Χρίσματος (7ος της Β΄ Οικουμενικής και 95ος της Πενθέκτης).
Οι υποχρεώσεις για τις εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. , που πηγάζουν από την αλληλοαναγνώρισι των προτεσταντικών Βαπτισμάτων, δηλαδή το«να προχωρήσουν προς μία κοινή μαρτυρία για τον Λόγο, προς ομολογία της μιας Πίστεως, λειτουργία της μιας Ευχαριστίας και πλήρη μετοχή στην μία ιερατική διακονία», δεν είναι αποδεκτές από Ορθοδόξου πλευράς. Δεν είναι σε θέσι οι εκκλησίες αυτές να δώσουν μαρτυρία της μιας Πίστεως της Εκκλησίας και να τελέσουν την μία Ευχαριστία, αν δεν προχωρήσουν πρώτα σε πλήρη δογματική και μυστηριακή ενότητα με την Ορθόδοξο Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Οι Ορθόδοξοι δεν δεχόμεθα ότι «ανήκουμε εις αλλήλους» με όσους τελούν απλώς ένα “χριστιανικό” Βάπτισμα. Πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για εκείνους που «δεν αναγνωρίζουν τον τύπο του Βαπτίσματος στο ύδωρ, αλλά μετέχουν της πνευματικής εμπειρίας της εν Χριστώ ζωής», δηλαδή για τις νεο-χαρισματικές προτεσταντικές ομάδες που μετέχουν στο Π. Σ. Ε (π. χ. Πεντηκοστιανοί).
Η Βαπτισματική θεολογία που υποστηρίχθηκε με το κείμενο Β. Ε. Μ. (Βάπτισμα, Ευχαριστία. Ιερωσύνη) στην Λίμα το 1982, δυστυχώς έχει επηρεάσει πολυτρόπως τους Ορθοδόξους θεολόγους. Ένα διορθόδοξο Συμπόσιο στην Βοστώνη θεωρεί «το Β. Ε. Μ. ως αξιόλογο οικουμενικό κείμενο δογματικής σύγκλισης. Πρέπει, επομένως, να συστηθεί ιδιαιτέρως για τη σοβαρή προσπάθειά του να φέρει στο φως και να εκφράσει σήμερα “την πίστη της εκκλησίας δια μέσου των αιώνων”»49. Σε αυτό επίσης παραπέμπουν μεταξύ άλλων καταστατικών αρχών οι συντάκται της «Τελικής Εκθέσεως της Ειδικής Επιτροπής» (παράγρ. 19). Σύμφωνα με σχόλιο Ορθοδόξου θεολόγου στις αποφάσεις της Θ΄ Συνελεύσεως του Π. Σ. Ε. 50 σημαντική είναι η «σύνδεση της επιδιωκόμενης συγκλίσεως των εκκλησιολογιών των Εκκλησιών-μελών με το μυστήριο του Βαπτίσματος».Όμως η εκκλησιολογική σύγκλισις (δηλαδή με άλλα λόγια η αλληλοαναγνώρισις ως εκκλησιών) τόσο ετερόκλητων δογματικώς χριστιανικών εκκλησιών και παραφυάδων βάσει του γεγονότος ότι όλες τελούν ένα τυχόν είδος Βαπτίσματος, δεν βρίσκει έρεισμα στην Παράδοσι της Εκκλησίας και στην διδασκαλία των Πατέρων, καθώς το Βάπτισμα των ετεροδόξων δεν προϋποθέτει την Ορθόδοξο Πίστι. Ο Μέγας Βασίλειος (επιστολή 125) λέγει: «δεί γαρ ημάς βαπτίζεσθαι μεν ως παρελάβομεν, πιστεύειν δε ως βαπτιζόμεθα, δοξάζειν δε, ως πεπιστεύκαμεν, Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, αφίστασθαι δε της κοινωνίας των κτίσμα λεγόντων ως φανερώς βλασφημούντων», και δεν αφήνει περιθώρια για εκκλησιολογική σύγκλισι με εκείνους που δεν έχουν κοινή δογματική διδασκαλία.
Είναι χαρακτηριστική η εικόνα, που δίνει το Τμήμα «Πίστις και Τάξις» με το κείμενο εργασίας «Η φύσις και ο σκοπός της Εκκλησίας» (Nature and Purpose of the Church), παράγρ. 75-77, γύρω από τις διαφορές περί το Βάπτισμα που πρέπει να γεφυρωθούν στην προοπτική της ορατής ενότητος των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. : «Παραμένουν διαφορές μεταξύ μερικών χριστιανικών παραδόσεων σχετικά με:
§         την μυστηριακή φύση του βαπτίσματος
§         τη σχέση του βαπτίσματος με την πίστη
§         τη δράση του Αγίου Πνεύματος
§         την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας
§         το νηπιοβαπτισμό και το βάπτισμα όσων μπορούν να μιλήσουν για τον εαυτό τους
§         το βαπτισματικό τύπο
§         τον τρόπο βαπτίσματος.
Υπάρχουν κοινότητες – χριστιανοί που δεν τελούν την ακολουθία του βαπτίσματος, κι όμως μετέχουν στην πνευματική εμπειρία της ζωής εν Χριστώ [σ. σ. εννοούνται οι Πεντηκοστιανοί]»51.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία όμως δεν μπορεί να αναγνωρίση το Βάπτισμα άλλων Χριστιανών που παραμένουν στις ετεροδοξίες τους· ούτε να παρακάμψη τις ανωτέρω διαφορές με τις προτεσταντικές εκκλησίες, για να δικαιολογήση μία επίπλαστη ενότητα μαζί τους. Πολύ περισσότερο αυτό αφορά τους Πεντηκοστιανούς που δεν έχουν καθόλου βαπτισθή σε νερό.
Σύμφυτη με την Εκκλησία θεωρείται από τις εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. και η Ιεραποστολή. Στο εκκλησιολογικό κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church»που αποδέχθηκε η Θ΄ ΓενΣυνέλευσις του Π. Σ. Ε. , σημειώνεται:
«Η Ιεραποστολή είναι αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής της Εκκλησίας. Η Εκκλησία με την Ιεραποστολή της εκφράζει την κλήσι της να κηρύττη το Ευαγγέλιο και να προσφέρη τον ζώντα Χριστό σε ολόκληρη την κτίσι. Οι εκκλησίες βρίσκονται ενεργά δίπλα σε ανθρώπους άλλων ζωντανών θρησκειών και ιδεολογιών. Ως όργανο του Παντοκράτορος Θεού η Εκκλησία καλείται να αναπτύξη διάλογο και συνεργασία με αυτούς, έτσι ώστε η ιεραποστολή της να επιφέρη το αγαθό όλων των δημιουργημάτων και την ευημερία της γης. Όλες οι εκκλησίες καλούνται να αγωνισθούν κατά της αμαρτίας σε όλες της τις εκδηλώσεις, μέσα στον δικό τους χώρο και έξω από αυτόν, και να εργασθούν μαζί με άλλους για να καταπολεμήσουν την αδικία, να ανακουφίσουν τον ανθρώπινο πόνο, να υπερνικήσουν την βία και να εξασφαλίσουν πληρότητα ζωής σε όλους τους ανθρώπους»52.
Η ιδιαιτερότης της Ορθοδόξου Ιεραποστολής οφείλεται στην αυτοσυνειδησία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι αυτή μόνη κατέχει και αυτή μόνη μπορεί να κηρύξη το αυθεντικό ευαγγελικό μήνυμα στον κόσμο. Η ιεραποστολική δραστηριότης των προτεσταντικών εκκλησιών και ομάδων φαίνεται στα μάτια της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανεπαρκής να δώση στον κόσμο τον όλο Χριστό, επειδή και η δογματική διδασκαλία των Προτεσταντών και η πολυδιάσπασίς των δεν μαρτυρούν τον Χριστό της Εκκλησίας αλλά τον υποκειμενικό Χριστό της εκάστοτε προτεσταντικής παραφυάδος. Έτσι δεν είναι δυνατόν η Ορθόδοξος Εκκλησία να συμφωνήση σε μία κοινή ιεραποστολική δραστηριότητα. Πολλώ μάλλον που μέχρι σήμερα ο προσηλυτισμός στις μητροπολιτικές Ορθόδοξες χώρες και στον χώρο της εξωτερικής Ιεραποστολής δεν έχει παύσει.
Ο Καταστατικός Χάρτης του Π. Σ. Ε. ορίζει και η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις επαναβεβαιώνει ότι,
«Ο πρωταρχικός σκοπός της κοινωνίας των εκκλησιών στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών είναι να καλούν η μία την άλλη προς ορατή ενότητα στην μία πίστι και στην μετοχή στην μία Ευχαριστία εκπεφρασμένη στην λατρεία και την κοινή εν Χριστώ ζωή, δια της μαρτυρίας και της διακονίας στον κόσμο, και να προωθούν αυτή την ενότητα για να πιστεύση ο κόσμος»53.
Η υποχρέωσις των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. να προωθήσουν την πορεία τους προς την ορατή ενότητα, περιγράφεται στο ακόλουθο απόσπασμα από το κείμενο «Text on ecclesiology: Called to be the One Church»:
«Οι εκκλησίες που μετέχουν στο Π. Σ. Ε. παραμένουν δεσμευμένες η μία προς την άλλη να βαδίσουν προς την πλήρη ορατή ενότητα. Αυτή η δέσμευσις είναι δώρο του παναγάθου Κυρίου μας. Η ενότης είναι θείο δώρο και κλήσις. Οι εκκλησίες μας έχουν βεβαιώσει ότι η ενότης, για την οποία προσευχόμεθα, ελπίζουμε και εργαζόμεθα, είναι “μία κοινωνία δεδομένη και εκπεφρασμένη εν τη κοινή ομολογία της αποστολικής πίστεως· μία κοινή μυστηριακή ζωή που αρχίζει με το ένα Βάπτισμα και ιερουργείται ομού στην μία ευχαριστιακή κοινότητα· μία κοινή ζωή, στην οποία τα μέλη και τα ιερατεία αμοιβαίως αναγνωρίζονται και καταλλάσσονται· και μία κοινή αποστολή μαρτυρίας του ευαγγελίου της Χάριτος του Θεού σε όλους τους ανθρώπους και διακονίας όλης της κτίσεως” [The Camberra Statement, 3. 2]. Μία τέτοια κοινωνία πρέπει να εκφράζεται σε κάθε τόπο, και μέσω σχέσεων καταλλαγής μεταξύ των εκκλησιών σε διαφόρους τόπους. Έχουμε ακόμη πολλή δουλειά καθώς μαζί ζητούμε να κατανοήσουμε την σημασία της ενότητος και της καθολικότητος, και πόσο σημαντικό είναι το Βάπτισμα»54.
Η προτεσταντική σύγχυσις είναι προφανής. Η ενότης των «ορατών» εκκλησιών-μελών είναι ταυτοχρόνως δεδομένη και αναζητουμένη. Δεδομένη στην «αόρατη» Εκκλησία δια του αλληλοαναγνωριζομένου Βαπτίσματος και αναζητουμένη πάλι σε μία προσπάθεια ορατής πραγματώσεως της «αόρατης» Εκκλησίας. Πρόκειται για θεολογική σχιζοφρένεια. Είναι βέβαιο ότι οι προτεσταντικές εκκλησίες βρίσκουν στο κείμενο αυτό τον εαυτό τους. Εμείς όμως όχι. Οι Ορθόδοξοι κατέχουμε ως δώρον Θεού εν οστρακίνοις σκεύεσι την ενότητα της Πίστεως και την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Η Ορθόδοξος Εκκλησία είναι αυτή η ενότης και κοινωνία. Αγωνιζόμαστε μόνο να την διατηρούμε και να αυξάνουμε σε αυτήν. Δεν χρειάζεται να συντάσσουμε τους εαυτούς μας στην προτεσταντική θεολογική σχιζοφρένεια προσυπογράφοντας τέτοια κείμενα. Οι πολυδιηρημένες προτεσταντικές εκκλησίες, οι οποίες στερούνται το πλήρωμα της αποστολικής Πίστεως, δικαίως αναζητούν την ενότητά τους στην μελλοντική κοινή ομολογία της αποστολικής Πίστεως, στην μελλοντική τέλεσι της μιας Ευχαριστίας και στην μελλοντική κοινή ιεραποστολική μαρτυρία. Διότι προς το παρόν το μόνο κοινό τους είναι η επιθυμία για ορατή ενότητα. Αλλά αυτή η ενότης ήδη υπάρχει στην συγκεκριμένη, ιστορική, ορατή, Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, την Ορθόδοξο Εκκλησία. Είναι τόσο δύσκολο να γίνη αυτό κατανοητό, ώστε να σταματήσουν οι Προτεστάνται να πορεύωνται από την μία διάσπασι στην άλλη και από το ένα αντιευαγγελικό ήθος στο επόμενο, και να αναζητούν την ενότητά τους μέσα σε αυτή την πολυ-διαφορετικότητά τους;
Μία ακόμη ένδειξις ότι το Π. Σ. Ε. δεν προσανατολίζεται προς την κοινωνία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι και οι προτάσεις της «Ειδικής Επιτροπής» για “ομολογιακή κοινή προσευχή” και “διομολογιακή κοινή προσευχή” που υιοθετήθηκαν από την Θ΄ Συνέλευσι. Η πρότασις έχει ως εξής:
«Προτείνεται μία σαφής διάκρισις μεταξύ “ομολογιακής” και “διομολογιακής” κοινής προσευχής στις συγκεντρώσεις του Π. Σ. Ε. “Ομολογιακή κοινή προσευχή” είναι η προσευχή μιας ομολογίας, μιας κοινότητος ή μιας ομάδος μέσα στην ομολογία. Ο εκκλησιακός της χαρακτήρας είναι σαφής. Προσφέρεται ως δώρο στην συναθροισμένη κοινότητα από μια ιδιαίτερη αντιπροσωπεία εξ αυτών, καθώς μάλιστα τους καλεί να μπούν στο πνεύμα της προσευχής. Επιτελείται και έχει προεστώτα σύμφωνα με τον τρόπο που την κατανοεί και την τελεί η [συγκεκριμένη] εκκλησία. Η «διομολογιακή κοινή προσευχή» συνήθως προετοιμάζεται για ειδικά οικουμενικά γεγονότα. Αποτελεί μία ευκαιρία για μια κοινή τελετή, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τον πλούτο μιας ποικιλίας παραδόσεων. Μία τέτοια προσευχή έχει τις ρίζες της στην μέχρι τώρα εμπειρία της οικουμενικής κοινότητος, καθώς και σ’ αυτό που κερδίζουν οι εκκλησίες από την μεταξύ τους ανταλλαγή εμπειριών. Πάντως δεν αξιώνει να γίνη η λατρεία μιας δεδομένης εκκλησίας-μέλους ή ενός είδους υβριδικής εκκλησίας ή μιας υπερ-εκκλησίας. Όταν κατανοηθή και εφαρμοσθή κατάλληλα, η διάκρισις αυτή μπορεί να καταστήση ελεύθερες τις παραδόσεις να εκφρασθούν είτε με πιστότητα στην ιδιαιτερότητά τους είτε συνδυάζοντας παραδόσεις, εφ’ όσον είναι αληθές ότι οι Χριστιανοί δεν βιώνουν ακόμη την πλήρη ενότητά τους και ότι τα οικουμενικά σώματα στα οποία μετέχουν δεν αποτελούν εκκλησίες»55.
Και επίσης,
«Σύμφωνα με την διάκρισι ομολογιακής και διομολογιακής κοινής προσευχής, μπορεί να τελούνται ομολογιακές Ευχαριστιακές συνάξεις κατά τις Γεν. Συνελεύσεις ή άλλες μεγάλης σημασίας ευκαιρίες. Η εκκλησία που θα τελεί την Ευχαριστία [hosting church] (ή οι εκκλησίες που μπορούν να την τελούν από κοινού) πρέπει να δίνουν σαφή την ταυτότητά τους»56.
Το όλο πλαίσιο αυτής της προτάσεως (περισσότερες από 20 σελίδες κειμένου) φανερώνει μία ομολογουμένως ευγενεστάτη διευθέτησι του προβλήματος της κοινής προσευχής, ώστε να αποφεύγεται η δυσφορία από τις λατρευτικές εκδηλώσεις με τις οποίες πολλοί στο Π. Σ. Ε. δεν συμφωνούν. Είναι εν τούτοις χαρακτηριστική η επιμονή της «Ειδικής Επιτροπής» στην κοινή προσευχή παρά τα πολλά προβλήματα που δημιουργεί. Αναγνωρίζει μεν την σημασία του κανόνος lex orandi – lex credendi, την σημασία της κοινής πίστεως στην κοινή προσευχή, αλλά παρά ταύτα θεωρεί ότι αυτοί οι παράγοντες «δεν μειώνουν την ανάγκη τέτοιας [κοινής] προσευχής, ούτε την καθιστούν αδύνατη» (Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . , Παράρτημα Α, παράγρ. 13-14)57. Προφανώς στο όραμα του Π. Σ. Ε. προέχουσα θέσι έχει η κοινή πορεία των εκκλησιών-μελών (το stay together), και αυτήν καλείται να υπηρετήση και η κοινή προσευχή. «Η δυνατότης να προσευχόμαστε από κοινού σε οικουμενικές συγκεντρώσεις είναι επίσης μία νέα πρόκλησις με συγκεκριμένη και ιδιαίτερη αποστολή να συνδράμη και ενισχύση τους Χριστιανούς στην πορεία τους προς την ενότητα»(ένθ' ανωτ. , παράγρ. 37)58, λέγουν οι συντάκται της «Τελικής Εκθέσεως της Ειδικής Επιτροπής. . . » και βεβαιώνουν για τα αγαθά αποτελέσματα της πολυετούς ασκήσεως της κοινής προσευχής (ένθ' ανωτ. , παράγρ. 39)59.
Για το Π. Σ. Ε. λοιπόν η “κοινή προσευχή” είναι πηγή ζωής. Είτε ομολογιακή, είτε διομολογιακή, πάντως να είναι κοινή προσευχή, επειδή αυτό εκπηγάζει από την εκκλησιολογία των προτεσταντών-μελών του. Για τους Ορθοδόξους όμως το ζήτημα είναι εντελώς διαφορετικό, επειδή είναι διαφορετική και η εκκλησιολογία μας. Η συμπροσευχή απαγορεύεται ρητώς υπό των ιερών Κανόνων. Ωρισμένοι Ορθόδοξοι θεολόγοι σχετικοποιούν την σημασία των Κανόνων αυτών ή τους παραθεωρούν, ωσάν να είναι γραμμένοι για άλλες εποχές ή ωσάν να μη διαπνέωνται από αγάπη. Άλλοι πάλι τους παρερμηνεύουν, ότι δήθεν απαγορεύουν μόνο την ευχαριστιακή συμπροσευχή. Όλοι όμως συμφωνούν στην ποιμαντική διάστασι των ιερών Κανόνων, ότι δηλαδή αποσκοπούν στην διαφύλαξι καθαρής της δογματικής συνειδήσεως του πληρώματος της Εκκλησίας60.
Αυτή η τελευταία όμως, η ποιμαντική διάστασις των Ιερών Κανόνων, δίνει νόημα και στην εφαρμογή τους τόσο στην εποχή που γράφθηκαν όσο και σήμερα. Κανείς μας δεν προσφεύγει στους ιερούς αυτούς Κανόνας, αν δεν βλέπη να κινδυνεύη η δογματική συνείδησις της Εκκλησίας από κάποια αιρετική εκκλησιολογία. Και σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η δογματική συνείδησις του πληρώματος της Εκκλησίας κινδυνεύει να αλλοιωθή από την εκκλησιολογία που καλλιεργείται στο Π. Σ. Ε. Η συμπροσευχές είναι ένα μόνο σημείο εκκλησιολογικής αλλοιώσεως. Όσοι νομίζουν ότι επικαλούμεθα την ισχύ των συγκεκριμένων ιερών Κανόνων από συντηρητισμό ή φονταμενταλισμό, σφάλλουν. Αγνοούν ότι η Εκκλησία προέβαλλε τέτοιους Κανόνες, οσάκις έβλεπε αλλοιουμένη την εκκλησιολογική συνείδησι των μελών της. Σήμερα υπάρχει ανάγκη να τονισθούν οι υπάρχοντες σχετικοί Κανόνες και, αν χρειασθή, να δημιουργηθούν νεώτεροι με το ίδιο πνεύμα, για τον ίδιο σκοπό και με ειδική αναφορά στο Π. Σ. Ε.
Δεν είναι υπερβολή τα λεγόμενα. Ορθόδοξοι θεολόγοι, τα μισά από τα μέλη της «Ειδικής Επιτροπής», προτείνουν διευθετήσεις στο πρόβλημα των κοινών προσευχών στο Π. Σ. Ε. Αυτό είναι το πρώτο λάθος. Η Ορθόδοξος εκκλησιολογία δεν προβλέπει κοινές προσευχές, προβλέπει μόνο Κανόνες που απαγορεύουν τις συμπροσευχές για τον λόγο που προαναφέρθηκε. Εάν οι θεολόγοι της «Ειδικής Επιτροπής» ήθελαν να είναι συνεπείς με την Ορθόδοξο Εκκλησιολογία, έπρεπε να θέσουν ως αδιαπραγμάτευτο όρο περαιτέρω συμμετοχής στο Π. Σ. Ε. την κατάργησι των κοινών προσευχών, επειδή ακριβώς οι κοινές προσευχές στο Π. Σ. Ε. έχουν την αποκλειστική έννοια να προαγάγουν την ορατή ενότητα των εκκλησιών-μελών του με προτεσταντικές εκκλησιολογικές προϋποθέσεις. Επειδή αυτή είναι η αιτία, για την οποία επικαλούμεθα την τήρησι των ιερών Κανόνων στην προκειμένη περίπτωσι, η επίκλησις του γεγονότος ότι ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός συμμετείχε στην εναρκτήρια τελετήπροσευχή στην Φερράρα ή η αναφορά στην συμμετοχή ετεροδόξων του 12ου αιώνος στις Ορθόδοξες λειτουργικές συνάξεις στους Αγίους Τόπους, στο Σινά ή αλλού61, δεν προσφέρονται για να υπερασπίσουν την σημερινή πρακτική των συμπροσευχών. Ο άγιος Μάρκος μετέσχε της εναρκτηρίου προσευχής62, όχι όμως για να προαγάγη την ενότητα υπό παπικές προϋποθέσεις. Απόδειξις τούτου ο σθεναρός του αγώνας, η αποχώρησίς του κατόπιν από τον διάλογο, και εν τέλει η απουσία του από το συλλείτουργο με τον Πάπα, οπότε οι Ορθόδοξοι υποχώρησαν σε όλες τις παπικές απαιτήσεις και υπέγραψαν τον ταπεινωτικό Όρο της Συνόδου63. Επίσης οι προσκυνηταί των Αγίων Τόπων δεν εκινούντο από διάθεσι προβολής μιας αιρετικής εκκλησιολογίας, όπως φαίνεται από την απάντησι του Πατριάρχου Γενναδίου. Στο Π. Σ. Ε. όμως προβάλλεται – όπως αποδεικνύουν τα γεγονότα και τα κείμενα– η προτεσταντική εκκλησιολογία.
Το δεύτερο λάθος είναι η επιβεβαίωσις του “εκκλησιακού χαρακτήρος” των προτεσταντικών Ομολογιών. Εφ’ όσον οι κοινές προσευχές γίνονται εκ προοιμίου αποδεκτές, οι Ορθόδοξοι οφείλουν να μετάσχουν στην “ομολογιακή κοινή” προσευχή ή λειτουργία κάποιας εκ των ποικίλων προτεσταντικών Ομολογιών, στην οποία είναι μάλιστα προσκεκλημένοι. Μία τέτοια συμμετοχή σαφώς και κατηγορηματικώς δεν σημαίνει μετοχή σε κοινό Ποτήριο, είναι όμως επιβεβαίωσις εκ μέρους των Ορθοδόξων του “εκκλησιακού χαρακτήρος” της συγκεκριμένης Ομολογίας.
Το τρίτο λάθος είναι η θεσμοθέτησις (αν και με δυνατότητα βεβαίως αναθεωρήσεως στο μέλλον) “ομολογιακών κοινών” προσευχών ή λειτουργιών, στις οποίες θα προίσταται το πρόσωπο που καθορίζεται από τα θέσμια της συγκεκριμένης Ομολογίας (βλ. «Τελική Έκθεσι της Ειδικής Επιτροπής. . . », παράγρ. 42). Εδώ πρόκειται για επιβεβαίωσι της χειροτονίας των γυναικών, ενδεχομένως και ομοφυλοφίλων. Η «Τελική Έκθεσις της Ειδικής Επιτροπής. . . » (Παράρτημα Α, παράγρ. 30) ορίζει χωρίς περιστροφές: «Όταν η κοινή προσευχή προσφέρεται από συγκεκριμένη ομολογία, η πρακτική αυτής της ομολογίας, αναφορικά με την ηγεσία των γυναικών, θα πρέπει να ισχύει κανονικά. Για την διομολογιακή κοινή προσευχή, καλό θα είναι να υιοθετείται ένα είδος αποκεντρωμένης ηγεσίας και ισότητας στην συμμετοχή, που θα επιτρέπει σε όλους τους συμμετέχοντες, άνδρες ή γυναίκες, κληρικούς ή λαϊκούς, να διαδραματίσουν οποιοδήποτε ρόλο»64.
Ήδη ανοίγει το κουτί της Πανδώρας, όπως ευφυώς παρετήρησε ο επίσκοπος Ιλαρίων Αλφέγιεφ λέγοντας: «Η Ειδική Επιτροπή ολοκλήρωσε τις εργασίες της και έλυσε πολλά προβλήματα, τα οποία, για τις ορθόδοξες εκκλησίες αποτελούσαν εμπόδια για τη συμμετοχή τους ως μέλη του Π. Σ. Ε. Αυτό σημαίνει ότι όλες οι δυσκολίες είναι τώρα πια πίσω μας; Επιπλέον, ποιά θα είναι τα συνεπακόλουθα των συμπερασμάτων της Επιτροπής για την ορθόδοξη συμμετοχή στην ευρύτερη οικουμενική κίνηση; Πρίν από οτιδήποτε άλλο, θέλω να δώσω έμφαση στο γεγονός ότι η Επιτροπή σκόπιμα περιορίσθηκε στη συζήτηση εκείνων των θεμάτων που σχετίζονται άμεσα με τις σχέσεις ορθοδόξωνπροτεσταντών μέσα στο Π. Σ. Ε. Η εντολή της δεν περιελάμβανε συζήτηση του εύρους των θεμάτων σε σχέση με την παρούσα κρίση του Συμβουλίου και της Οικουμενικής κινήσεως γενικότερα. Επιλύνοντας ορισμένα θέματα, ταυτόχρονα άνοιξε το “κουτί της Πανδώρας” βασικών διαφωνιών που υπάρχουν μεταξύ των ορθοδόξων εκκλησιών και των οικουμενικών εταίρων»65.
Είναι φαίνεται θέμα αρχής για τις προτεσταντικές Ομολογίες που αποφασίζουν την συμμετοχή τους στο Π. Σ. Ε. , να μη δεσμεύωνται με κάποια έννοια μεταστροφής στην Ορθοδοξία και αποδοχής των Ορθοδόξων δογμάτων, όπως φαίνεται από κείμενα που ενέκρινε και υιοθέτησε η Θ΄ Συνέλευσις66. Πραγματικά, η σύστασις (αν όχι και απαίτησις) επιστροφής όλων στην Πίστι και την πρακτική της Εκκλησίας των πρώτων επτά Οικουμενικών Συνόδων είναι η μόνη προϋπόθεσις που λείπει από τις προτάσεις της «Ειδικής Επιτροπής» και που θα ήταν ενδεικτική ορθής από Ορθοδόξου πλευράς συμμετοχής στο Π. Σ. Ε.
Το ίδιο το Π. Σ. Ε. προσδιορίζοντας την αυτοσυνειδησία του κάνει λόγο για κοινωνία εκκλησιών:
«Κάθε συζήτησις του Π. Σ. Ε. περί αυτοσυνειδησίας του πρέπει να αρχίζη από την καταστατική Βάσι, επί της οποίας το Π. Σ. Ε. έχει θεμελιωθή και επί της οποίας όλες οι εκκλησίες-μέλη έχουν συμφωνήσει: “Το Π. Σ. Ε. είναι μία κοινωνία (fellowship)εκκλησιών, οι οποίες ομολογούν τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, σύμφωνα με τις Γραφές, και αναζητούν να φέρουν εις πέρας την κοινή τους κλήσι για την δόξα του ενός Θεού, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος”»67.
«Παρότι η λέξις “fellowship” ενίοτε χρησιμοποιείται για να αποδώση την ελληνική λέξι κοινωνία, που είναι έννοια-κλειδί κατά τις πρόσφατες οικουμενικές συζητήσεις περί εκκλησίας και της ενότητός της, η σχέσις μεταξύ των εκκλησιών στο Π. Σ. Ε. ως σύνολο δεν είναι κοινωνία με την πλήρη σημασία του όρου (όπως περιγράφηκε π. χ. στην Γεν. Συνέλευσι της Καμπέρρα, “Η ενότης της Εκκλησίας ως Κοινωνίας: Δώρο και Κλήσις”)»68.
Μάλιστα όσο περισσότερο γίνεται αντιληπτή η αδυναμία των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. να προσανατολισθούν προς την Ορθόδοξο Πίστι και την εν αυτή κοινωνία με την Ορθόδοξο Εκκλησία, συντηρείται η τάσις να συμπεριφέρωνται μεταξύ τους ως μέλη μιας έστω επί μινιμαλιστικής βάσεωςκοινωνίας (membership) και αυξάνεται η τάσις να αναπτύσσωνται ευρύτεροι κύκλοι συνεργασίας μεταξύ τους με σχέσεις συν-εταιρικές (partnership).
Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η υπεράσπισίς τους είναι στις προτεραιότητες του Π. Σ. Ε. Ενώ όμως σε θέματα καταπιέσεων, κοινωνικής αδικίας, φτώχειας, παρατηρείται απόλυτη συμφωνία, υπάρχει μεγάλη διαφοροποίησις των εκκλησιών-μελών του Π. Σ. Ε. όσον αφορά την στάσι τους απέναντι στα ζητήματα που σχετίζονται με την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Τα κεντρικά συντονιστικά όργανα του Π. Σ. Ε. δεν παίρνουν θέσι υπέρ της μιας ή της άλλης απόψεως. Προτιμούν να δώσουν το βήμα του Π. Σ. Ε. για να αναπτυχθή διάλογος μεταξύ των διαφόρων τάσεων. Τοποθετούν την στρατηγική αυτή στην προοπτική της ενότητος των εκκλησιών-μελών. Αντιγράφουμε από το εισηγητικό προς την Θ΄ Γεν. Συνέλευσι κείμενο «Η απάντησις των εκκλησιών για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα» (Churches’ response to human sexuality):
«Το να επικεντρωθούμε στον κύριο όγκο των τοποθετήσεων και να παραγάγουμε επίσημες δηλώσεις, είναι προφανώς αναποτελεσματικό και βαθαίνει τα ρήγματα μέσα στις εκκλησίες και μεταξύ αυτών· υπάρχει ανάγκη να δοθή οικουμενικός χώρος για συνάντησι, ανάλυσι, διάλογο και επιμόρφωσι στην κατεύθυνσι μιας εφικτής και ποιμαντικής προσεγγίσεως των υπ’ όψιν θεμάτων . . . Ως παγκόσμια κοινωνία (fellowship) εκκλησιών το Π. Σ. Ε. βρίσκεται στην μοναδική θέσι να δεσμεύση τις εκκλησίες-μέλη να κρατήσουν διαφορετικές απόψεις και τοποθετήσεις για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα . . . Κατ’ αυτόν τον τρόπο το Συμβούλιο φέρνει τις εκκλησίες σε ζωντανή επικοινωνία γι’ αυτό το ούτως ή άλλως δυνητικά διχαστικό ζήτημα και προσφέρει το παγκόσμιο οικουμενικό βήμα του για υπεύθυνη συζήτησι . . . Εμπλεκόμενο σε αυτό το θέμα το Π. Σ. Ε. γίνεται μία κοινωνία (fellowship) εκκλησιών με μία βαθύτερη έννοια – παρουσιάζεται σαν αδελφός και αδελφή (“fellow”) σε αυτούς που έτσι και αλλοιώς αισθάνονται αποξενωμένοι και αποκλεισμένοι από την κοινωνία τους και την εκκλησιαστική τους κοινότητα»69.
Το θέμα αυτό έχει αρχίσει να συζητήται από την Γ΄ Γεν. Συνέλευσι του Νέου Δελχί και είναι αξιοπρόσεκτη η “κοινωνική ευαισθησία”, με την οποία αντιμετωπίζεται. Εν τούτοις ήδη σήμερα το Π. Σ. Ε. δεν θέτει το ζήτημα με βάσι την σαφή ευαγγελική διδασκαλία. Προέχει η “ενότης” των εκκλησιών του Π. Σ. Ε. και όχι η ευαγγελική αλήθεια;
Η στάσις των εκκλησιών–μελών του Π. Σ. Ε. έναντι των άλλων θρησκειών χαρακτηρίζεται από διάθεσι αποδοχής τους, βασισμένη δήθεν σε αγιογραφικές μαρτυρίες. Σε κείμενο που ενέκρινε η Θ΄ Γεν. Συνέλευσις με τίτλο «Θρησκευτική πολυμορφία και αυτοσυνειδησία των Χριστιανών» (Religious plurality and Christian self-understanding) γράφεται:
«Οι θρησκευτικές παραδόσεις της ανθρωπότητος, στην μεγάλη τους διαφορετικότητα, είναι “πορείες” και “προσκυνηματικά ταξίδια” για ανθρώπινη καταξίωσι της αναζητήσεως του πληρώματος της αληθείας περί της υπάρξεώς μας. Αν και μπορεί να είμαστε “ξένοι” μεταξύ μας, υπάρχουν στιγμές που οι δρόμοι μας διασταυρώνονται στο σημείο που λέγεται κλήσις για “θρησκευτική φιλοξενία”. Τόσο η προσωπική μας πείρα σήμερα όσο και ιστορικές στιγμές του παρελθόντος μαρτυρούν για το γεγονός ότι τέτοια φιλοξενία είναι δυνατή και γίνεται ενίοτε.
Μία εκτεταμένη τέτοια φιλοξενία εξαρτάται από μία θεολογία φιλόξενη στον «άλλον». Οι αντιλήψεις μας για την φύσι της βιβλικής μαρτυρίας περί Θεού, τι πιστεύουμε ότι ο Θεός έχει κάνει εν Χριστώ, και το έργο του Αγίου Πνεύματος δείχνουν ότι στην καρδιά της χριστιανικής πίστεως βρίσκεται μία φιλόξενη διάθεσις, που αγκαλιάζει τους «άλλους» στην διαφορετικότητά τους. Είναι αυτό το πνεύμα που χρειάζεται για να εμπνεύση την θεολογία των θρησκειών σε ένα κόσμο που χρειάζεται ίασι και καταλλαγή. . .
. . . Τα πεπερασμένα ανθρώπινα όρια και οι περιορισμένες δυνατότητες της γλώσσης καθιστούν αδύνατη κάθε κοινότητα να εξαντλήση το μυστήριο της σωτηρίας που προσφέρει ο Θεός στην ανθρωπότητα. Όλες οι θεολογικές μας αντιλήψεις σε τελική ανάλυσι δεν ξεπερνούν τα όρια της δικής μας εμπειρίας και δεν μπορούν να παρακολουθήσουν το εύρος του έργου του Θεού για την αποκατάστασι του κόσμου.
Αυτή η ταπείνωσις μας κάνει να λέμε ότι η σωτηρία εξαρτάται από τον Θεό και μόνο. Δεν είναι ιδιοκτησία μας η σωτηρία· μετέχουμε σε αυτήν. Δεν προσφέρουμε την σωτηρία· μαρτυρούμε γι’ αυτήν. Δεν αποφασίζουμε ποιός θα σωθή· αυτό το αφήνουμε στην πρόνοια του Θεού. Η σωτηρία μας είναι μία αιώνια «φιλοξενία», στην οποία μας έχει περιλάβει ο Θεός. Ο Θεός είναι ο παρέχων την σωτηρία. Και επίσης, στην εσχατολογική θεώρησι του καινού ουρανού και της καινής γης, έχουμε το δυνατό συμβολισμό της σκηνώσεως του Θεού ανάμεσά μας: “και ήκουσα φωνής μεγάλης εκ του θρόνου λεγούσης, Ιδού η σκηνή του θεού μετά των ανθρώπων, και σκηνώσει μετ αυτών, και αυτοί λαοί αυτού έσονται, και αυτός ο θεός μετ αυτών έσται” (Αποκ. 21, 3)»70.
Είναι να απορή κανείς πως υιοθετήθηκαν αυτές οι απόψεις και από τους Ορθοδόξους αντιπροσώπους στο Π. Σ. Ε. Εδώ καταλύονται όλα τα όρια. Οι Ορθόδοξοι γνωρίζουμε την οδό της σωτηρίας και γι’ αυτήν μαρτυρούμε. Γι’ αυτό αναπτύσσουμε την Ιεραποστολή, χωρίς να πολυπραγμονούμε τι ο Θεός μπορεί να κάνει με τα μη Ορθόδοξα παιδιά του. Γνωρίζουμε ότι η «ανθρώπινη καταξίωσι της αναζητήσεως του πληρώματος της αληθείας περί της υπάρξεώς μας» είναι η εν Χριστώ σωτηρία και «ουκ έστιν εν άλλω ουδενί η σωτηρία, ουδέ γαρ όνομά εστιν έτερον το δεδομένον εν ανθρώποις, εν ω δεί σωθήναι ημάς» (Πράξ. 4, 12). Οφείλουμε προς τούτοις να είμαστε φιλόξενοι και αγαθοεργοί προς πάντας παρά την διαφορετικότητά τους, αλλά δεν έχουμε το δικαίωμα να αναπτύσσουμε θεολογίες «θρησκευτικής φιλοξενίας» των ετεροθρήσκων, δηλαδή να αγκαλιάζουμε την διαφορετικότητά τους.Στηνδεύτερη περίπτωσι υπερβαίνουμε τα όρια της αγάπης και βαλτώνουμε στα νερά του συγκρητισμού. Άλλο αγάπη και άλλο συγκρητισμός71. Και βεβαίως η σωτηρία μας είναι δώρο Θεού, δεν είναι ιδιοκτησία μας ούτε επίτευγμά μας, αλλά ο δωρεοδότης και σωτήρας μας Θεός είναι αυτός που στην εσχατολογική προοπτική όλου του κόσμου άλλους δέχεται στην κοινωνία Του (Αποκ. 21, 3) και άλλους τους αποβάλλει (Αποκ. 22, 14-15), καθένα κατά την πίστι και τα έργα του.
Οι απόψεις που υπάρχουν στο ανωτέρω μνημονευθέν εισηγητικό κείμενο φανερώνουν άγνοια ή παραθεώρησι της ανθρωπίνης συνεργίας στο ζήτημα της σωτηρίας. Ο Θεός προσφέρει την σωτηρία προς όλους, αλλά η ενσυνείδητη επιλογή μιας θρησκείας που απορρίπτει το ευαγγελικό κήρυγμα και την εν Χριστώ σωτηρία, φανερώνει ότι ο άνθρωπος δεν συνεργεί με τον Θεό για να κάνη κτήμα του την προσφερομένη σωτηρία.
Υπό τις θεολογικές προϋποθέσεις που αναλύθηκαν, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες μετέχουν στις δραστηριότητες του Π. Σ. Ε. Όπως όμως φαίνεται από την ανάλυσι, αυτή η ίδια η συμμετοχή αποτελεί μέγα πρόβλημα και δημιουργεί σοβαρά επί μέρους προβλήματα.
Αυτά εστιάζονται:
Υποστηρίζεται συχνά και από διαφορετικά χείλη, ότι σκοπός της συμμετοχής των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. είναι η μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως προς τους ετεροδόξους. Η εξηκονταετής όμως παρουσία μας σε αυτό βεβαιώνει ότι το βήμα του Π. Σ. Ε. δεν προσφέρεται για την μαρτυρία της Ορθοδόξου Πίστεως. Οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δεν αντιλαμβάνονται την έννοια της Ορθοδόξου μαρτυρίας με την σημασία που την κατανοούμε οι Ορθόδοξοι. Επιθυμούν την συνεργασία μας, εγκωμιάζουν την παρουσία μας, χαίρονται που είμαστε φορείς της παραδόσεως της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων, αλλά δεν θεωρούν την Ορθόδοξο μαρτυρία ως πρόσκλησι στην μοναδική Μία Εκκλησία, την Ορθόδοξο. Αρκούνται να εμπλουτίσουν απλώς την δική τους παράδοσι με στοιχεία της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η διαδικασία του αλληλοεμπλουτισμού έχει καταστατική σχεδόν ισχύ: «Η σχέσις μεταξύ των εκκλησιών είναι δυναμικώς διαδραστική. Κάθε εκκλησία καλείται να δώση και να λάβη αμοιβαίως χαρίσματα»72. Ο δρ. Raiser στην εισήγησί του στο Συνέδριο της Θεσ/νίκης το 2003 ανέπτυξε τα εννέα ενδεικτικά σημεία ουσιαστικής κατ’ αυτόν Ορθοδόξου συμβολής στην ζωή του Π. Σ. Ε. και είπε ότι οι Ορθόδοξοι συμμετέχουν στο Π. Σ. Ε. για «να μαρτυρήσουν την αληθινή αποστολική πίστη, όπως έχει παραληφθεί και διαβιβαστεί στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Δεν συμμετέχουν προκειμένου να συζητηθεί η πίστη ή για να επιλύσουν τις συμφωνίες με τους αντιπροσώπους εκκλησιών από άλλες παραδόσεις»73. Πέρα του γεγονότος ότι, όπως και πάλι ελέχθη, ωρισμένα σημεία δεν αποτελούν προβολή της Ορθοδοξίας στο Π. Σ. Ε. αλλά συμβιβασμό ή αθέτησί της (το κείμενο Β. Ε. Μ. , η συμβολή του Νικ. Νησιώτη), από τον εύφημο λόγο του κ. Raiser και από την όλη εισήγησί του δεν προκύπτει ότι ο προσανατολισμός των προτεσταντικών εκκλησιών-μελών στού Π. Σ. Ε. είναι τελικώς προς την Ορθόδοξο Εκκλησία.
Οι Ορθόδοξοι όμως κατανοούμε ότι αποδοχή της μαρτυρίας της Ορθοδόξου Πίστεως σημαίνει αποβολή των αιρετικών φρονημάτων και αποδοχή των αντιστοίχων Ορθοδόξων. Όπως παρατηρεί ο καθηγητής Στυλ. Παπαδόπουλος, «δεν συνέβη μέχρι σήμερα κάποια Ομολογία να εγκαταλείψει στοιχείο της διδασκαλίας της ως αποτέλεσμα των διαλόγων. . . Κάποιες ίσως δευτερεύουσες πρακτικές πλευρές δυνατόν να δέχθηκαν οι εταίροι μας να αλλάξουν· ποτέ στοιχείο της διδασκαλίας τους»74. Η διαπίστωσις αυτή θυμίζει την παρομοία επίσης χαρακτηριστική διαπίστωσι του Πατριάρχου Ιερεμίου του Β΄ περί των διαθέσεων των Θεολόγων της Τυβίγγης: «ταύτα και νυν εγχαράττομεν [σ. σ. την τρίτη επιστολή] καίπερ καλώς πληροφορηθέντες εκ των γραμμάτων υμών, ως ουδέποτε ημίν ή μάλλον ειπείν τη αληθεία συναινέσαι δύνασθε»75Το Π. Σ. Ε. , όπως λειτουργεί σήμερα, είναι ένας ομογενοποιητικός μηχανισμός που αμβλύνει το δογματικό αισθητήριο και κυοφορεί μία επιφανειακή, επικοινωνιακού χαρακτήρος, “ενότητα”. Στο κοινώς αποδεκτό κείμενο με τίτλο «Πρός μία κοινή Κατανόησι και ένα κοινό Όραμα του Π. Σ. Ε» (Towards a Common Understanding and Vision of the WCC), παράγρ. 1. 4. 6, φέρεται ως καταπληκτική επιτυχία του Π. Σ. Ε. το γεγονός ότι «μία όλο και πιο εμφανής κοινή παράδοσις, το ότι συμμεριζόμαστε τις ίδιες απόψεις στην πίστι, την ζωή και την μαρτυρία, έχει αρχίσει να εμπλουτίζη την θεολογική σκέψι, που ήταν αιχμάλωτη σε μία σκληρή ομολογιακή προοπτική, καθώς οι εκκλησίες ήλθαν πιο κοντά η μία στην άλλη δια του Π. Σ. Ε»76.
Αναμφίβολα η παρουσία των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. συνετέλεσε κατά το παρελθόν στο να γίνουν ωφέλιμες αλλαγές. Μεταξύ αυτών μνημονεύουμε τον εμπλουτισμό της καταστατικής βάσεως του Π. Σ. Ε. με τριαδολογικά χαρακτηριστικά. Ενώ κατ’ αρχήν, όσοι πίστευαν στον Χριστό ως Θεό και Σωτήρα, μπορούσαν να είναι μέλη του Π. Σ. Ε. , με Ορθόδοξη παρέμβασι αποφασίσθηκε να γίνωνται δεκτές ως μέλη μόνον οι εκκλησίες ή ομολογίες που πίστευαν στην Αγία Τριάδα. Έτσι ξεπεράσθηκε (επίσημα τουλάχιστον) ο Χριστομονισμός, ο οποίος θα επέτρεπε σε αντιτριαδικές προτεσταντικές Ομολογίες να μετέχουν στο Π. Σ. Ε. και βεβαίως να επηρεάζουν την θεολογία του προς τα αριστερά. Μνημονεύουμε ακόμη τον, χάρις στην σθεναρή απαίτησι των Ορθοδόξων, αποκλεισμό από τα επίσημα βήματα Π. Σ. Ε. των προτεσταντικών ομάδων που υπερασπίζονται την ομοφυλοφιλία.
Θα περίμενε όμως κανείς οι Ορθόδοξοι να επηρέαζαν ουσιαστικά το πνεύμα του Π. Σ. Ε. και στο θέμα της εκκλησιολογίας. Η ενότης είναι κατ’ εξοχήν θέμα εκκλησιολογικό. Όπως δείχνει η προηγηθείσα ανάλυσις, ακόμη και μετά την έντονη διαμαρτυρία των Ορθοδόξων Εκκλησιών το 1998, δεν σημειώθηκαν ακόμη μεταβολές. Το εκκλησιολογικό πνεύμα που διαπνέει το Π. Σ. Ε. παραμένει το ίδιο, όπως το είχε καθορίσει η Κεντρική Επιτροπή του Π. Σ. Ε. το 1950 με την Δήλωσι του Τορόντο77. Οι προτάσεις της «Ειδικής Επιτροπής» έγιναν δεκτές με ενθουσιασμό, αλλά στην εκκλησιολογία του Π. Σ. Ε. παρατηρείται δυσκαμψία. Ο Samuel Cobia, Γεν. Γραμματεύς του Π. Σ. Ε. σήμερα, προσδιορίζει το κέντρο βάρους των προτάσεων αρκετά μακρυά από την ανάγκη μιας άλλης (μη προτεσταντικής) εκκλησιολογίας στο ΠΣΕ: «οι συστάσεις των Ορθοδόξων δημιούργησαν ένα νέο πνεύμα μέσα στην κοινωνία του Π. Σ. Ε. , πρότειναν νέους τρόπους συνεργασίας και άνοιξαν νέες λεωφόρους για να συνεχίσουμε το ταξίδι στην πορεία προς την ενότητα των Χριστιανών»78. Και διερωτάται: «Πως το Π. Σ. Ε. , αντί για κανονιστικές αλλαγές, θα προχωρήση σε αλλαγή ήθους;»79
Όπως είναι γνωστό, το θέμα της Γεν. Συνελεύσεως του Porto Alegre ήταν «Θεέ, με την Χάρι Σου μεταμόρφωσε τον κόσμο». Έγιναν αναπτύξεις της εννοίας της μεταμορφώσεως σε προσωπικό, κοινωνικό, οικολογικό, εκκλησιαστικό και διαχριστιανικό επίπεδο. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στην Έκθεσί της («Report of the Consultation», παράγρ. 19)80 η διορθόδοξος προπαρασκευαστική συνέλευσις της Ρόδου δεν θέλησε να προσδιορίση ότι μεταμόρφωσις των “εκκλησιών” του Π. Σ. Ε. σημαίνει κυρίως την επιστροφή τους στην Ορθοδοξία. Φαίνεται ότι μία τέτοια πρότασις δεν θα είχε θέσι στο περιβάλλον του Π. Σ. Ε.Στηνπαράγρ. 30 της ίδιας Εκθέσεως παρατηρείται εύστοχα ότι το αποτέλεσμα του έργου της «Ειδικής Επιτροπής»«ήταν περισσότερο “οικουμενικό” παρά “Ορθόδοξο”».
Το Π. Σ. Ε. συνεχίζει να είναι το βήμα, το οποίο παρέχει την δυνατότητα να εκφράζεται μεν ελεύθερα μεγάλη ποικιλία θεολογικών απόψεων, δεν συντελεί όμως στην αληθινή ενότητα. Ενότητα μέσα στην διαφορετικότητα (unity in diversity), αυτός είναι ο στόχος του Π. Σ. Ε. ! Ακόμη και η πολύκροτη αντικατάστασις της αρχής της πλειοψηφίας από την αρχή της συναινέσεως κατά την λήψι αποφάσεων δεν είναι μεθόδευσις που συντελεί στην επίτευξι κοινού φρονήματος, όπως ήταν π. χ. η ομοφωνία των επισκόπων στις Οικουμενικές Συνόδους, και επομένως δεν συντελεί στην αληθή ενότητα. Όπως φαίνεται από τις προτάσεις που υιοθέτησε η Θ΄ Συνέλευσις81, συναίνεσις (consensus) για ένα θέμα δεν σημαίνει μόνο ομοφωνία. Συναίνεσις σημαίνει και την συγκατάθεσι της μειοψηφίας, εφ’ όσον το θέμα συζητήθηκε πλήρως-διεξοδικώς και η πλειονότης συμφώνησε στο «γενικό πνεύμα της συναντήσεως». Συναίνεσις ακόμη σημαίνει και την αναγνώρισι ποικιλίας απόψεων, υπό την προϋπόθεσι ότι οι μειοψηφούσες απόψεις θα γραφούν στην πρότασι (όχι στα πρακτικά). Συναίνεσις επιπλέον θεωρείται και η συμφωνία για αναβολή της υποθέσεως ή για το ότι δεν ελήφθη απόφασις.
Σε συμφωνία προς το εκκλησιολογικό πλαίσιο του Π. Σ. Ε. βρίσκεται και η λατρευτική του πρακτική. Οι συμπροσευχές θεωρούνται το πιο απαραίτητο πνευματικό εφόδιο για το ταξίδι που κάνει το καραβάκι του Π. Σ. Ε. μέσα στον χρόνο, το αντιστάθμισμα στην κοινωνικοπολιτική του πολυ-δραστηριότητα. Οι συμπροσευχές θεωρούνται επίτευγμα, κατάκτησις του Π. Σ. Ε. Η «Ειδική Επιτροπή» στην Τελική της Έκθεσι με αισιοδοξία λέγει ότι «η κοινή προσευχή σε ένα οικουμενικό περιβάλλον μπορεί να γίνη κατανοητή ως καιρός ομολογίας και καταλλαγής στην οδό προς την πλήρη ενότητα»82 .
Οι συμπροσευχές πολύ σοφά απαγορεύονται από τους ιερούς Κανόνας, διότι βλάπτουν και τις δύο πλευρές. Τούς Ορθοδόξους, επειδή αμβλύνουν την δογματική τους συνείδησι. Τούς ετεροδόξους, επειδή τους στερούν την δυνατότητα να ιδούν καθαρά ότι η αληθινή ενότης βρίσκεται στην ενότητα της πίστεως.
Η συμμετοχή στο Π. Σ. Ε. συνετέλεσε στην αλλοίωσι του φρονήματος ωρισμένων Ορθοδόξων. Είχε εύστοχα επισημανθή ότι «δεν παρήλθον ει μη ολίγαι δεκαετηρίδες και το αποσυνθετικόν πνεύμα του θρησκευτικού συγκρητισμού, το οποίον δεσπόζει εις το Π. Σ. Ε. , επέδρασεν εις τοιούτον βαθμόν διαβρωτικώς επί της περαιτέρω πορείας κορυφαίων εκπροσώπων της Ορθοδοξίας εις το Π. Σ. Ε. ούτως, ώστε να αποδεχθούν ούτοι πλήρως την διαβόητον θεωρίαν των Κλάδων, την αρχήν της περιεκτικότητος και την απάρνησιν της Ορθοδοξίας ως της μιας, αγίας, καθολικής Εκκλησίας»83.
Κλασικό παράδειγμα αλλοιώσεως του ορθοδόξου φρονήματος αποτελεί η στάσις του καθηγητού Νικ. Νησιώτη στην Γ΄ Γεν. Συνέλευσι του Π. Σ. Ε. στο Νέο Δελχί. Αντιγράφουμε αποσπάσματα από τις προτάσεις του:
«Δεν σκεπτόμεθα διαρκώς και δεν ενεργώμεν ωσάν η “Una Sancta” περιωρίζετο εντός των ορίων της ιδικής μας Εκκλησίας ή Ομολογίας; Αλλ’ η πείρα της συναντήσεως εις συνελεύσεις και συνέδρια αποσείει αφ’ ημών την αυταρέσκειάν μας ταύτην»84.
Και πάλιν:
«Εν εκάστη τοπική εκκλησία θα έδει να υπάρχη όχι τοπικόν οικουμενικόν Συμβούλιον, αλλά αληθής εκκλησιαστική Σύνοδος, προεδρευομένη υφ’ ενός, συνισταμένη δε εκ μελών εκπροσωπούντων πάσας τας εν τω τόπω τούτω υφισταμένας ομολογίας. . . Δεν πρόκειται περί οικουμενικής “συνελεύσεως”, αλλά περί διαρκούς συνόδου, ασκούσης την ποιμαντικήν αυθεντίαν (εξουσίαν) εν τη πλήρει εννοία της λέξεως. Ούτως η Μία χαρισματούχος Εκκλησία θα επραγματοποιείτο εκ των προτέρων»85.
Και τέλος:
«Εν παντί μυστηρίω θα λαμβάνουν μέρος οι εκπρόσωποι των λοιπών Εκκλησιών, οίτινες αποτελούν μέλη της Συνόδου. Παραδείγματος χάριν, εις περίπτωσιν χειροτονίας επισκόπων ή ποιμένων (πρεσβυτέρων) τα μέλη της Συνόδου θα είναι παρόντα και θα επιθέσουν τας χείρας επί του υποψηφίου συγχρόνως μετ’ εκείνων, οίτινες είναι αμέσως υπεύθυνοι δια την χειροτονίαν του εν τη Εκκλησία αυτών»86.
Άλλο παράδειγμα φθοράς του Ορθοδόξου φρονήματος από τον συγχρωτισμό στο Π. Σ. Ε. είναι το θέμα της χειροτονίας των γυναικών, που από μερικές δεκαετίες αποτελεί πράξι στις αγγλικανικές, λουθηρανικές και μεταρρυθμισμένες εκκλησίες. Η προτεσταντική πρακτική επηρέασε και ημετέρους θεολόγους, με αποτέλεσμα να προβαίνουν προσφάτως σε “διαπιστώσεις”, όπως ότι για τον αποκλεισμό των γυναικών από την ιερωσύνη «δεν γίνεται καμμία απολύτως δογματική απόφανση και μάλιστα ρητώς εκπεφρασμένη»87 στην Παράδοσι της Εκκλησίας, και ότι είναι έκδηλη η ανεπάρκεια του επιχειρήματος, ότι η Παναγία δεν άσκησε ιερατικό ρόλο, επειδή συνάγεται ex silentio (εκ της σιωπής) ή καλύτερα ex absentia (εκ της απουσίας)88.
Τέλος, στο περιβάλλον του Π. Σ. Ε. οι Ορθόδοξοι θεολόγοι ανέπτυξαν την “συνείδησι” να θεωρούν τους Αντιχαλκηδονίους ως Ορθοδόξους, παραβλέποντας την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας που δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων και την θεολογία εγκρίτων Πατέρων της Εκκλησίας. Από αυτή την “συνείδησι” επηρεάσθηκε καταλυτικά ο επίσημος θεολογικός Διάλογος της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους Αντιχαλκηδονίους89, μέχρι που κατέληξε στις απαράδεκτες από Ορθοδόξου απόψεως και ανατρεπτικές της διαχρονικής Πίστεως της Εκκλησίας Κοινές Δηλώσεις90 και στην προσπάθεια της ακαδημαϊκής θεολογίας να δικαιολογήση τις αδικαιολόγητες συμφωνίες με διδακτορικές διατριβές και άλλες συγγραφές91, απέναντι στις οποίες χρειάσθηκε να αναπτυχθή αντιρρητική θεολογική γραμματεία92.
Εάν δεν υπάρξη αποφασιστική απαίτησις των Ορθοδόξων Εκκλησιών για επιστροφή των Προτεσταντών του Π. Σ. Ε. στην Πίστι της Ορθοδόξου Εκκλησίας, θα συντηρούνται παρερμηνείες και εσφαλμένες κατανοήσεις τόσο σε κείμενα της Αγίας Γραφής όσο και σε κείμενα της Ιεράς Παραδόσεως, με την ανοχή μας πλέον. Είναι εξόχως χαρακτηριστική η ανιμιστική παρουσίασις του Αγίου Πνεύματος από την Πρεσβυτεριανή θεολόγο Chung Hyun στην Καμπέρρα μετά χορών και τυμπάνων93, η οποία ενθουσίασε πολλούς φιλελεύθερους Προτεστάντες και δυσαρέστησε τους Ορθοδόξους και πολλούς συντηρητικούς Αγγλικανούς και Λουθηρανούς. Πως δικαιολογείται η συμπεριφορά της Chung Hyun, αφού μέχρι το 1991 το Π. Σ. Ε. είχε σαράντα τρία χρόνια ζωής και στην περίοδο αυτή οι Ορθόδοξοι μετείχαν δυναμικά;
Η βαθύτερη αιτία μιας τέτοιας συμπεριφοράς και θεολογικής τοποθετήσεως είναι η διαφορετική βιωματική εμπειρία της πίστεως, που στην Ορθόδοξο Εκκλησία μας είναι καρπός του Αγίου Πνεύματος ενώ έξω από αυτήν καρπός άλλων πνευμάτων (Πράξ. 19, 13-16). Πολύ σωστά σχολιάσθηκε το ανωτέρω γεγονός της Καμπέρρα με τα εξής λόγια: «. . . σκιαγραφούσε τελικά [σ. σ. η εισήγησις της Chung Hyun] την εικόνα μιας “τραυματισμένης” προσωπικότητας που η θεολογία δεν είχε θέσιν εις την ζωήν της και εις την ύπαρξίν της γενικώς. Πως ήτο δυνατόν να ομιλήση δια το γεγονός της Πεντηκοστής ή να συνδέση την σχέσιν Χριστού και Αγίου Πνεύματος και τον τελικόν σκοπόν της Τριαδικής Οικονομίας της σωτηρίας του ανθρώπου;»94
Ο μεταστραφείς στην Ορθοδοξία πρώην Ευαγγελικός Προτεστάντης Frank Schaeffer περιγράφει με ζωντάνια την διαφορά των βιωμάτων των πιστών Προτεσταντών από εκείνα που συναντά στην ζωή των Ορθοδόξων πιστών: «Όσοι από μας ανατραφήκαμε ως Ευαγγελικοί έχουμε ακούσει ότι, σε αντίθεση με τους Ορθοδόξους και τους ρωμαιοκαθολικούς χριστιανούς, εμείς οι Προτεστάντες λατρεύουμε τον Θεό “εν πνεύματι και αληθεία”. . . Εφ’ όσον αισθανόμασταν πνευματικοί, άρα και ήμασταν. Το τι κάναμε ή το πως λατρεύαμε τον Θεό δεν είχε καμμία σχέση με την σωτηρία μας, την οποία καταλαβαίναμε ως ένα στιγμιαίο, σχεδόν μαγικό, προκαθορισμένο γεγονός και όχι ως μία πορεία. Πιστεύαμε στην Βίβλο· όχι όμως στην Εκκλησία. . . Ο Χριστιανισμός μας ήταν στ’ αλήθεια ό,τι θέλαμε εμείς να είναι, αν και ίσως ποτέ δεν το παραδεχθήκαμε αυτό. Ισχυριζόμασταν πως ό,τι πιστεύαμε ήταν Βιβλικό. Όμως συχνά ίσχυε το αντίθετο· δηλαδή η Βίβλος έλεγε ό,τι εμείς θέλαμε να πεί. . . Η τάξη των δικών μας αυτοσχέδιων εκκλησιαστικών ακολουθιών σπάνια ήταν διαφοροποιημένη μέσα στις υπάρχουσες Ομολογίες. Προσευχόμασταν πάντοτε κατά τον ίδιο μονότονο τρόπο είτε διαβάζαμε τις προσευχές είτε όχι (π. χ. “Αγαπημένε μας ουράνιε Πατέρα, θα θέλαμε αυτό, θα θέλαμε εκείνο. . . ”). . . Εάν συνέβαινε να ανήκουμε σε κάποια από τις λεγόμενες χαρισματικές Ομολογίες, τότε η άτακτη λατρεία, οι γλώσσες, η προφητεία, τα σημεία και τα τέρατα και τα παρόμοια δημιουργούσαν ένα οργανωμένο χάος. . . Από την προσωπική μου εμπειρία και παρατήρηση πιστεύω ότι αυτοί [οι Προτεστάντες]γνωρίζουν πολύ λίγα για το φως του ιστορικού Χριστιανισμού, έστω κι αν μιλούν για το φως και γράφουν γι’ αυτό και ισχυρίζονται ότι βρίσκονται μέσα σ’ αυτό. . . Η Προτεσταντική λατρεία κατήντησε να είναι σε μεγάλο βαθμό τόσο προσανατολισμένη προς τη διασκέδαση, ακόμη και τετριμμένη, ώστε και αυτός ο φόβος του Θεού, η πιο βασική προϋπόθεση για την προσωπική μετάνοια, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, φαίνεται να έχει σχεδόν εξαφανισθεί. Το μυστήριο της Πίστεως έχει αντικατασταθεί με τη λογικοκρατούμενη θεολογία από το ένα μέρος και με τις επιπόλαιες εσωτερικοποιημένες “ευερέθιστες” ψυχαγωγίες από το άλλο. . . Παρά το γεγονός ότι πολλοί Προτεστάντες αγαπούν και ακολουθούν τον Χριστό, όμως οι ίδιοι είναι ευάλωτοι από κάθε εφήμερο πνευματικό ή πολιτικό συρμό. Ζούν τη ζωή τους, όπως ακριβώς ζούσα κι εγώ πριν από την μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία, στηριγμένοι πνευματικά μόνο στα προσωπικά τους συναισθήματα και αισθήματα»95.
Η εμπειρία της Χάριτος του Θεού, όπως βιώνεται στην Ορθόδοξο Εκκλησία, δεν υπάρχει στις προτεσταντικές και στις νεο-χαρισματικές και Πεντηκοστιανές κοινότητες που όλο και περισσότερες εντάσσονται στο Π. Σ. Ε. 96 Είναι φανερό ότι δεν επιζητήται η ίδια δωρεά του Αγίου Πνεύματος από τους Ορθοδόξους και τους ετεροδόξους με τις επικλήσεις «Ελθέ Πνεύμα Άγιον, ανακαίνισον πάσαν την κτίσιν» (Καμπέρρα) και «Θεέ, εν τη Χάριτί σου, μεταμόρφωσον τον κόσμον» (Porto Alegre). Είναι χαρακτηριστικό ότι από την προσευχή-μήνυμα της Θ΄ Συνελεύσεως97, που περιλαμβάνει διάφορες αιτήσεις-δεήσεις προς τον Θεό για μεταμόρφωσι του κόσμου, λείπει η πολύ βασική πλευρά της μεταμορφώσεώς του, η έννοια της επιστροφής των ετεροδόξων στην Ορθόδοξο Καθολική Εκκλησία. Αυτή όμως η έννοια είναι θεμελιώδης για τους Ορθοδόξους, όπως φαίνεται από την Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου: «τους πεπλανημένους επανάγαγε και σύναψον της Αγία Σου Καθολική και Αποστολική Εκκλησία». Οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι, που στην Συνέλευσι του Porto Alegre προσευχήθηκαν με αυτή την προσευχή μαζί με τόσους πολλούς προτεστάντες συναδέλφους τους, θα ήταν χρήσιμο να είχαν ενσωματώσει στην ανωτέρω προσευχή-μήνυμα την έννοια της επιστροφής των Προτεσταντών του Π. Σ. Ε. στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Αντί αυτού στην εισαγωγή του μηνύματος-προσευχής δεσπόζει η έννοια της ενότητος μέσα στην διαφορότητα: «Αδελφοί και Αδελφές, χαίρετε εν Κυρίω. Μαζευτήκαμε στο Πόρτο Αλέγκρε της Βραζιλίας, ως αντιπρόσωποι των Εκκλησιών από όλες τις περιοχές του κόσμου. . . Έχουμε κληθεί εδώ για να συμμετάσχουμε σε μία a festa da vida, μια γιορτή της ζωής. Προσευχόμαστε, μελετάμε τις Γραφές, αγωνιζόμαστε και χαιρόμαστε μαζί για την ενότητα, αλλά και την διαφορότητά μας. . . »98 .
Και επίσης, η επιμονή πολλών Προτεσταντών στο Π. Σ. Ε. για την χειροτονία των γυναικών και των ομοφυλοφίλων φανερώνει ότι νοήματα και βιώματα άσχετα με το Ευαγγέλιο και την Χάρι του Θεού συντηρούνται στις προτεσταντικές κοινότητες, παρά την συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε.
Ο Συντονιστής του Π. Σ. Ε. , ο Καθολικός της Κιλικίας Αράμ Ι, – σημειωτέον ότι η Εκτελεστική Επιτροπή και οι Συντονισταί κινούν τα νήματα στο Π. Σ. Ε. ως οι πλέον υπεύθυνοι για την πορεία του– έχει στον νού του τρεις στόχους για το μέλλον: α) Τήν αμοιβαία αναγνώρισι του Βαπτίσματος, β) Τον συνεορτασμό του Πάσχα από όλες τις χριστιανικές “εκκλησίες”, και γ) Τήν σύγκλησι μιας Οικουμενικής Συνελεύσεως, αν και όχι Οικουμενικής Συνόδου προς το παρόν99.
Αξίζει να διερωτηθούν οι Ορθόδοξοι, επίσκοποι, κλήρος και λαός, τι σημαίνει να πραγματοποιηθούν αυτοί οι στόχοι, δεδομένου ότι η προεργασία που έχει γίνει στα οικουμενικά κλιμάκια προς τις κατευθύνσεις αυτές χαρακτηρίζεται από πνεύμα εκκλησιαστικού συμβιβασμού100 με δεδομένη και άκρως ανησυχητική την παντελή έλλειψι δογματικής ενότητος.
Η συμμετοχή των Ορθοδόξων στην Οικουμενική κίνησι αποτελεί πραγματικό πρόβλημα. Δεν υπήρξε ποτέ ενιαία στάσις των Ορθοδόξων απέναντι σε αυτήν. Η συμμετοχή δεν ήταν ποτέ ολόθυμη και σχεδόν ποτέ σύσσωμη. Υπήρχαν πάντοτε οι υποστηρικταί και οι επικριταί της. Αρχής γενομένης από τις επιφυλάξεις των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην πρότασι της Εγκυκλίου του Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ΄, οι Ορθόδοξες Εκκλησίες αναθεώρησαν κατά καιρούς την συμμετοχή τους στους διαλόγους ή απείλησαν με διακοπή τους. Αν και το γενικό ρεύμα κατά τον 20όν αιώνα ήταν η σύγκλισις σε όλα τα επίπεδα και σε αυτή την κατεύθυνσι κινήθηκαν ωρισμένοι Προκαθήμενοι Ορθοδόξων Εκκλησιών στο όνομα του «διαλόγου της αγάπης» με στόχο την «παγχριστιανική ενότητα», παρακάμπτοντας τις μεγάλες δογματικές διαφορές που χωρίζουν την Ορθόδοξο Εκκλησία από τις ετερόδοξες χριστιανικές κοινότητες, εν τούτοις στο σύνολό της η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν συγκατένευσε σε διαχριστιανική σύγκλισι άνευ των αναγκαίων προϋποθέσεων.
Οι Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας επέτυχαν την ομοφωνία των Ορθοδόξων για την συμμετοχή στην Οικουμενική κίνησι, εν τούτοις όμως από αυτές δεν απουσίασε ένα έλλειμμα συνοδικότητος. Έχουν επισημανθή εύστοχα τα εξής: «Η τακτική που ακολουθούν υπεύθυνοι εκπρόσωποι της Ορθοδοξίας δίδει την εντύπωσιν ότι το όλον θέμα δεν αντιμετωπίζεται “συνοδικώς” αλλά κατά τρόπον ολοκληρωτικόν και συγκεντρωτικόν. Υπάρχουν πολλαί ενδείξεις ότι δεν επιζητείται η εν Αγίω Πνεύματι συνοδική διάσκεψις δια την χάραξιν της ενδεδειγμένης έναντι των ετεροδόξων γραμμής, αλλά καταβάλλεται προσπάθεια να “ρυμουλκηθή” η Εκκλησία εις προκαθωρισμένας θέσεις. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα γράφει ο Καθηγητής Ιω. Καρμίρης δια τον τρόπον καθ’ ον ελαμβάνοντο αι αποφάσεις εις την Πανορθόδοξον διάσκεψιν της Γενεύης του 1968: “Αλλ’ ο Σεβ. Πρόεδρος, επειγόμενος ίνα επιτύχη οπωσδήποτε την ταχείαν επιψήφισιν των σχεδίων αποφάσεων αμεταβλήτων, διέκοψεν αντικανονικώς την αρξαμένην συζήτησιν [. . . ]” (σ. σ. παραπομπή στο έργο Ιω. Καρμίρη, Η Ε΄ Πανορθόδοξος Διάσκεψις, Αθήναι 1968). Και δεν είναι μόνον αυτό. Οι μη συμφωνούντες προς την γραμμήν αυτήν δεν καλούνται να συμμετάσχουν εις την διαμόρφωσιν της οικουμενικής πολιτικής της Ορθοδοξίας και αι απόψεις των δεν εμφανίζονται εις επίσημα εκκλησιαστικά περιοδικά. Βοηθεί άραγε η τακτική αυτή δια να εκφράση η Ορθοδοξία το φρόνημά της;»101
Ο Κωνσταντίνος Καβαρνός περιγράφοντας το τέλος της πρώτης περιόδου των οικουμενικών σχέσεων γράφει: «Ο Ορθόδοξος Οικουμενισμός, όπως τον είχε συλλάβει ο π. Φλωρόφσκυ και τον ασκούσαν οι Ορθόδοξοι θεολόγοι πριν από τους νεωτερισμούς του Πατριάρχου Αθηναγόρα, περιλαμβανομένων του ιδίου του Φλωρόφσκυ, του Παναγιώτη Μπρατσιώτη και του Ιωάννου Καρμίρη, είχε ως στόχο του την μεταστροφή των ετεροδόξων –των Προτεσταντών και των Ρωμαιοκαθολικών– στην Ορθόδοξο Εκκλησία. Έβλεπε την συμμετοχή των αντιπροσώπων της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Οικουμενική κίνησι ως ιεραποστολή. Όταν ο Φλωρόφσκυ και οι άλλοι Ορθόδοξοι θεολόγοι είδαν την αυξανομένη αδιαφορία και ακόμη την αποδοκιμασία της δογματικής προσεγγίσεως από πλευράς των ετεροδόξων και του ιδίου του Αθηναγόρα, απεχώρησαν από αυτήν»102.
Ο καθηγητής Παν. Τρεμπέλας, ανταποκρινόμενος σε αίτημα της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος να σχολιάση την εισηγητική έκθεσι της Μονίμου Συνοδικής Επιτροπής περί της τηρητέας στάσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της Οικουμενικής κινήσεως, έγραφε συμπερασματικώς το 1971: «Η υπό τους σημερινούς όρους συμμετοχή μας εις το Παγκόσμιον Συμβούλιον των Εκκλησιών είναι όλως απαράδεκτος. Εάν δεν εξασφαλισθή, καθ’ ους όρους αυτός ο άγιος Χαλκηδόνος καθώρισε, το να φέρωσιν αι ενέργειαι και αποφάσεις του Συμβουλίου τούτου εμφανή ουχί την Προτεσταντικήν αλλά την Ορθόδοξον σφραγίδα, ενδείκνυται να αποχωρήσωμεν»103.
Το 1973 ο καθηγητής Κων/νος Μουρατίδης πραγματευόμενος το πρόβλημα των σχέσεων της Ορθοδοξίας με την Οικουμενική κίνησι έγραφε:«Διατί η Ορθόδοξος Ιεραρχία ανέχεται την περαιτέρω συμμετοχήν εις το παγκόσμιον συνονθύλευμα των αιρέσεων του Π. Σ. Ε. παρά την κατάφωρον παραβίασιν θεοπνεύστων ιερών Κανόνων και θεμελιωδών εκκλησιολογικών αρχών, δι’ ης πλήττεται αυτή αύτη η εν γένει λυτρωτική πορεία της ορθοδοξίας; . . . Διατί η Ορθόδοξος Ιεραρχία τουλάχιστον μετά την διαπίστωσιν των επικινδύνων και τούτ’ αυτό καταστρεπτικών επιπτώσεων εκ της συμμετοχής εις το Π. Σ. Ε. δεν αποχωρεί εξ αυτού;»104
Το 1991 στο συλλογικό τόμο που εκδόθηκε για την Ζ΄ Γενική Συνέλευσι του Π. Σ. Ε. στην Καμπέρρα, ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος έγραφε τα ακόλουθα άκρως ενδιαφέροντα:
«Τελικά οι Ορθόδοξοι διερωτώμεθα: τι προσφέρουμε παραμένοντας στο Π. Σ. Ε. ; Τι ρόλο παίζουμε στη διαμόρφωση των αποφάσεών του; Οι 300 προτεσταντικές παραφυάδες, που σήμερα μετέχουν ως ισότιμα μέλη, συνεχώς αλλοιώνουν, με τις αιρετικές δοξασίες των, τον εκκλησιολογικό χαρακτήρα του Π. Σ. Ε. Διαρκώς κινείται η εισροή και νέων μελών, οι γυναίκες διεκδικούν ίση συμμετοχή με τους άντρες σε όλα τα επίπεδα. Ήδη στην “Λειτουργία της Λίμα”, που τελέσθηκε το πρωί της Κυριακής 10-2-91, έλαβαν μέρος και δύο γυναίκες “ιερείς”. Η θεολογία υποχωρεί και απωθείται από τον λαϊκισμό. Ο Χριστιανισμός σιγά-σιγά εξανθρωπίζεται και πλησιάζει ισότιμα τις άλλες θρησκείες. Τελικά τι δέον γενέσθαι;
Το καίριο αυτό ερώτημα πλανάται πιο αισθητά τώρα στην ατμόσφαιρα. Οι Ορθόδοξοι έχουμε ήδη από το 1975 ζητήσει την αναδιάρθρωση των δομών του Π. Σ. Ε. , ώστε να μας εξασφαλισθή φωνή δυνατώτερη και αποτελεσματικώτερη. Τότε για πρώτη φορά διερωτηθήκαμε αν τελικά πρέπει να παραμένουμε εκεί, όταν δεν επηρεάζουμε ουσιαστικά την κατάσταση. Πέρασαν 15 χρόνια και οι ίδιοι προβληματισμοί εξακολουθούν και σήμερα πιο έντονα να μας απασχολούν στα ερωτήματα που γεννά η νέα κατάσταση. Και θα καταλήξουν σε λύσεις, που ασφαλώς θα ευνοούν την ακεραιότητά μας, αλλά και την δυνατότητα της μαρτυρίας μας»105.
Δεκαπέντε χρόνια ακόμη πέρασαν και το ερώτημα παραμένει επίκαιρο και μάλλον εντονώτερο. Θα είναι μάλιστα ακόμη πιο έντονο, αν ανοίξη το κουτί της Πανδώρας! Μπροστά σε αυτές τις συχνές διαχρονικά διαπιστώσεις, φαίνεται ανίσχυρος ο λόγος που οι ομιληταί στο Συνέδριο της Θεσ/νίκης αμήχανα επανελάμβαναν: «υπάρχουν προβλήματα, αλλά δεν θα φύγουμε από το Π. Σ. Ε. »!
Από όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, και ασφαλώς από όσα στοιχεία δεν ήταν δυνατόν να παρατεθούν, είναι φανερό ότι:
2.      Tό Π. Σ. Ε. αποδεικνύεται ένας οργανισμός που στόχο του έχει να καλλιεργήση την ενότητα των Χριστιανικών εκκλησιών και Ομολογιών σε δύο μορφές: α) ως κοινή δέσμευσι για αλληλοαναγνώρισι (mutual recognition), αλληλοεκτίμησι (mutual accountability), συμπόρευσι στην ιστορία (stay together), συνεργασία σε πρακτικό επίπεδο (cooperation) και στην ιεραποστολή (common witness)·β) ως κλήσι για ενότητα εν τη μια πίστει, τη μια ευχαριστία και τη κοινή ζωή της αδιαιρέτου Εκκλησίας. Όπως είναι προφανές, ούτε η πρώτη μορφή αποτελεί αληθινή ενότητα ούτε η δεύτερη είναι εφικτή, επειδή οι προτεσταντικές Ομολογίες δεν αναγνωρίζουν ότι η αποστολική Πίστις είναι αυτή η ιδία Πίστις, την οποία κατέχει η συγκεκριμένη σήμερα ιστορική Ορθόδοξος Εκκλησία.
3.      Υπό την παρούσα μορφή “ενότητος” οι εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. προσανατολίζονται να αλληλοαναγνωρίσουν το Βάπτισμά τους. Δυστυχώς ωρισμένες Ορθόδοξες Εκκλησίες έχουν προχωρήσει στην αναγνώρισι του Βαπτίσματος των Αντιχαλκηδονίων και των προτεσταντικών Ομολογιών της Γερμανίας. Η πρωθύστερη όμως αναγνώρισις του Βαπτίσματος των ετεροδόξων χωρίς δογματική ενότητα, δεν είναι σύμφωνη προς την εκκλησιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προτεσταντικές εκκλησίες διατηρούν όλες τις αιρετικές διδασκαλίες που έχουν επισημάνει οι Ορθόδοξοι Πατριάρχαι και θεολόγοι από τον 16ον αιώνα και εντεύθεν.
4.      Οι συμπροσευχές και η συμμετοχή σε λειτουργικές συνάξεις αποτελούσαν συνήθη πράξι στις οικουμενικές συναντήσεις του Π. Σ. Ε. Μόνο μετά την διαμαρτυρία των Ορθοδόξων το 1998 σχεδιάσθηκε μία τροποποίησις, η οποία όμως δεν μεταβάλλει το καθεστώς των συμπροσευχών, που απαγορεύονται από τους Ιερούς Κανόνας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και δεν πρέπει να συνεχίζωνται.
5.      Ο στόχος του Π. Σ. Ε. για παγχριστιανική ορατή ενότητα έχει ως υπόβαθρο την προτεσταντική εκκλησιολογία περί της “αοράτου” Μιάς Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και των ορατών ιστορικών μορφών της, από τις οποίες καμμία δεν κατέχει το πλήρωμα της αποστολικής Πίστεως, της Καθολικότητος και της εν Χάριτι ζωής. Για τον λόγο αυτό ο στόχος του Π. Σ. Ε. για ορατή ενότητα δεν έχει νόημα για τους Ορθοδόξους, οι οποίοι αναγνωρίζουν στην Ορθόδοξο Εκκλησία το πλήρωμα της αποστολικής Πίστεως και της εν Χριστώ ζωής. Η παγχριστιανική ενότης Ορθοδόξως κατανοείται ως επιστροφή όλων των ετεροδόξων στην Ορθόδοξο Πίστι και δια του τρόπου αυτού επανάκαμψί τους στην κοινωνία της Ορθοδόξου Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας (Λειτουργία Μεγ. Βασιλείου).
6.      Στο Π. Σ. Ε. υπάρχει η τάσις να επεκταθή η διαχριστιανική ενότης και να συμπεριλάβη όλες τις θρησκείες του κόσμου, επειδή δήθεν η εκ Θεού σωτηρία προορίζεται για όλους τους ανθρώπους και μας είναι άγνωστοι οι τρόποι της φιλανθρωπίας του Θεού. Αυτή η ενότης για την Ορθόδοξο Εκκλησία είναι εντελώς απαράδεκτη, διότι ναί μεν η σωτηρία προσφέρεται από τον Θεό σε όλους τους ανθρώπους, αλλά οι άνθρωποι την απορρίπτουν ακολουθώντας δρόμους που δεν συντελούν στην αποδοχή της σωτηρίας.
7.      Ωρισμένες προτεσταντικές ομάδες απαιτούν από το Π. Σ. Ε. επίσημο βήμα για να ζητήσουν να τους αναγνωρισθούν ακραίες αντιευαγγελικές ηθικές επιλογές (ομοφυλοφιλία κ. λπ). Δεν βρίσκουν προς το παρόν συγκατάθεσι. Υπάρχουν όμως ενδείξεις ότι χάριν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα προχωρήση η ήδη αρξαμένη συζήτησις και θα απαιτηθή η ίση αναγνώρισις όλων των ηθικών τάσεων. Η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν μπορεί να αγνοήση την ευαγγελική διδασκαλία και να συμπορεύεται με την ανομία (Ησ. 52, 11· Β΄ Κορ. 6, 14-7,1). Η χειροτονία των γυναικών από πολλές προτεσταντικές εκκλησίες είναι επίσης ένα σοβαρό δείγμα μείζονος αθετήσεως της Παραδόσεως της Εκκλησίας των Αποστόλων και των Πατέρων.
8.      Η μαρτυρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας δεν γίνεται δεκτή στο σύνολό της από τις προτεσταντικές εκκλησίες του Π. Σ. Ε. , όπως φαίνεται από την εξηκονταετή ιστορία του Π. Σ. Ε. και την πολύ μακρύτερη ιστορία των Ορθοδοξο-προτεσταντικών επαφών. Όλα δείχνουν ότι το επιδιωκόμενο στο Π. Σ. Ε. είναι η ομογενοποίησις των “εκκλησιών-μελών” του Π. Σ. Ε. μέσω ενός μακροχρονίου συμφυρμού.
9.      Η αλλοίωσις του φρονήματος των Ορθοδόξων (θεολόγων που μετέχουν του Π. Σ. Ε. και άλλων) είναι γεγονός που εγκυμονεί κινδύνους για την μελλοντική πορεία της Ορθοδόξου Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο. Ο κίνδυνος ενδο-ορθοδόξων σχισμάτων είναι υπαρκτός.
10. Κατ’ επίδρασιν του Π. Σ. Ε. Ορθόδοξοι και Αντιχαλκηδόνιοι παρακάθηνται ως η Ορθόδοξη πτέρυγα του Π. Σ. Ε. , αλληλοαναγνωριζόμενοι ως ορθόδοξοι. Το ίδιο πνεύμα ωδήγησε στην απαράδεκτη από Ορθοδόξου πλευράς συμφωνία (Κοινές Δηλώσεις) των Ορθοδόξων και των Αντιχαλκηδονίων θεολόγων στους ανεπισήμους διαλόγους και στον επίσημο διάλογο της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις αντίστοιχες αντιχαλκηδόνιες εκκλησίες.
11. Οι προοπτικές για το μέλλον (προτάσεις για κοινό εορτασμό του Πάσχα και σύγκλησι Οικουμενικής Συνελεύσεως χωρίς δογματική ενότητα) δεν είναι ευοίωνες και απαιτείται πολλή προσοχή και επαγρύπνησις.
12. Η διακοπή των σχέσεων των Ορθοδόξων Εκκλησιών με το Π. Σ. Ε. ήταν ένα μόνιμο ερώτημα που συνεχίζει να είναι επίκαιρο, όσο οι προτεσταντικές εκκλησίες-μέλη του Π. Σ. Ε. δεν φαίνεται να αφίστανται των εκκλησιολογικών τους προϋποθέσεων. Οι Ορθόδοξες Εκκλησίες με την συμμετοχή τους στο Π. Σ. Ε. δείχνουν στην πράξι ότι παραιτούνται από την εκκλησιολογική τους ταυτότητα. Στο σημείο αυτό οι Ρωμαιοκαθολικοί, απέχοντες τυπικά από το Π. Σ. Ε. , είναι συνεπέστεροι στην εκκλησιολογία τους από ό,τι είμαστε οι Ορθόδοξοι στην δική μας.
13. Οι Ορθόδοξοι δεν κερδίζουμε τίποτε από την συμμετοχή μας στο Π. Σ. Ε. Αντίθετα, αποκομίζουμε ζημία και φθορά. Η αποστολή μας, να κηρύξουμε το μήνυμα της Ορθοδοξίας προς τους ετεροδόξους, δεν ευοδώνεται, επειδή οι Προτεστάντες στο Π. Σ. Ε. δεν προσανατολίζονται προς αποδοχή της Ορθοδοξίας αλλά προς συνύπαρξι μαζί της στο επιδιωκόμενο μόρφωμα των πλήρως αλληλοαναγνωριζομένων εκκλησιών. Ο προσανατολισμός τους αυτός είναι σύμφωνος με την εκκλησιολογία τους. Οι Ορθόδοξοι όμως μπορούμε να συμμετέχουμε σε ένα Οργανισμό (το Π. Σ. Ε. ), του οποίου η σύστασις, η δομή και η λειτουργία βασίζονται στην προτεσταντική εκκλησιολογία, χωρίς η συμμετοχή μας να σημαίνη παραίτησι από την εκκλησιολογία μας;
Κατόπιν τούτων η Ορθόδοξος στάσις έναντι του Π. Σ. Ε. θα μπορούσε να χαραχθή βάσει των ακολούθων θέσεων:
14. Η συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. δεν αποβαίνει προς όφελος ούτε της Ορθοδόξου Εκκλησίας ούτε των ετεροδόξων, αλλά ούτε και λυσιτελής είναι για την ποθουμένη ενότητα όλων των Χριστιανών στην αληθινή αποστολική Πίστι και την Εκκλησία των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Μήπως επέστη ο καιρός οι Ορθόδοξες Εκκλησίες να διακόψουν τις σχέσεις τους με το Π. Σ. Ε. ;
15. Εάν για λόγους υψίστου, καλώς νοουμένου και θεοφιλούς συμφέροντος ωρισμένων Ορθοδόξων Εκκλησιών (βλ. Πηδάλιον, έκδ. Ρηγοπούλου 1982, σελ. 56, τι εστι το συμφέρον) ή και για λόγους ενημερώσεως κριθή απαραίτητη κάποια μορφή συνεργασίας με το Π. Σ. Ε. , πρέπει να απαιτηθή η μετονομασία του Π. Σ. Ε. σε «Παγκόσμιο Χριστιανικό Συμβούλιο» και να υπάρχη χαλαρή σχέσις με αυτό, δι’ απλών παρατηρητών, χωρίς δεσμεύσεις και υποχρεώσεις που αντιβαίνουν στην εκκλησιολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
16. Στήν περίπτωσι αυτή δεν θα γίνωνται συμπροσευχές και λατρευτικές εκδηλώσεις. Η συμμετοχή θα είναι απολύτως ακαδημαϊκού επιπέδου, απαραιτήτως δε οι Ορθόδοξες θέσεις θα διατυπώνωνται με την μορφή των χωριστών Δηλώσεων, όπως γινόταν μέχρι την Γεν. Συνέλευσι του Νέου Δελχί (1961).
Η ένωσις, αν ποτε γίνη, δεν θα είναι αποτέλεσμα συμφυρμού αλλά καρπός προσευχής, πιστότητος στην Ορθόδοξο αυτοσυνειδησία μας και κυρίως δώρο του Παναγάθου Θεού.
Εν Αγίω Όρει τη 18η Φεβρουαρίου 2007
Τα μέλη της Επιτροπής
Ο της Ι. Μ. Βατοπαιδίου Καθηγούμενος + Αρχιμ. Εφραίμ
Ο της Ι. Μ. Φιλοθέου Γέρων Λουκάς
Ο της Ι. Μ. Γρηγορίου Καθηγούμενος + Αρχιμ. Γεώργιος




ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός, τόμ. Ι, Αθήναι 1937. Του αυτού, Ορθοδοξο-προτεσταντικός διάλογος, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, σε συνέχειες από τον τόμο 58 (1987) τεύχ. 54 μέχρι τον τόμο 59 (1988) τεύχ. 4.
Ιω. Καρμίρη, Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός, ένθ’ ανωτ. , σελ. 318-328.
Ένθ’ ανωτ. , σελ. 329-347.
Ιερωνύμου Κοτσώνη, Η Κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (intercommunio), Αθήναι 1957, σελ. 17-32.
5 Werner Küppers, Θέσεις και προοπτικαί του Διαλόγου μεταξύ των Παλαιοκαθολικών και Ορθοδόξων, στο περιοδ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΠΑΛΑΜΑΣ, τεύχ. 633 (1973) σελ. 8-24 και τεύχ. 634 (1973) σελ. 109-123. Επίσης, Ευαγγελίας Βαρέλλα, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί σχέσεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κατά τον Κ΄ αιώνα, Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1994, σελ. 231-236· και Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Θεολογικοί Διάλογοι – Μία Ορθόδοξος προοπτική, εκδ. αδελφών Κυριακίδη, Θεσ/νίκη 1986, σελ. 27-32 και 241-285.
Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου καθολικής Εκκλησίας, τόμ. ΙΙ, Graz-Austria 1968, σελ. 946στ.
Ένθ’ ανωτ. , σελ. 958.
Ένθ’ ανωτ. , σελ. 963-965.
Ένθ’ ανωτ. , σελ. 962-3.
10 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 970.
11 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 978.
12 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 951, υποσημ. 1.
13 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 393.
14 Ιερωνύμου Κοτσώνη, ένθ’ ανωτ. σελ. 33-46 και 96-101.
15 Νίκου Ματσούκα, Οικουμενική Κίνηση, εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη 1986, σελ. 246.
16 Ευαγγελίας Βαρέλλα, Διορθόδοξοι και Οικουμενικαί σχέσεις. . . , ένθ’ ανωτ. , σελ. 253.
17 Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, Θεολογικοί Διάλογοι. . . , ένθ’ ανωτ. , σελ. 189.
18 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 192.
19 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 193.
20 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 218.
21 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 221.
22 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 222.
23 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 218.
24 Περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, τεύχ. 640/31. 10. 2004, σελ. 5.
25 Ευαγγελίας Βαρέλλα, ένθ’ ανωτ. , σελ. 235.
26 Μητροπολίτου Ελβετίας Δαμασκηνού, ένθ’ ανωτ. , σελ. 49.
27 Πρβλ. Konrad Raiser, Η σπουδαιότητα της Ορθόδοξης συμβολής στο Π. Σ. Ε. (μετάφρασις από τα αγγλικά), στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, έκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήνα 2005, σελ. 52.
28 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 15. Βλ. και την ελληνική μετάφρασι του κειμένου στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 214-215.
29 Αμβροσίου, Μητροπολίτου Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, Οι νέες προοπτικές της συμμετοχής των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. μετά τις προτάσεις της Ειδικής Επιτροπής, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 70.
30 Konrad Raiser, ένθ’ ανωτ. , σελ. 37.
31 «We confess one, holy, catholic, and apostolic Church as expressed in the Nicene-Constantinopolitan Creed (381). The Church’s oneness is an image of the unity of the Triune God in the communion of the divine Persons. Holy Scripture describes the Christian community as the body of Christ whose interrelated diversity is essential to its wholeness: “Now there are varieties of gifts, but the same Spirit; and there are varieties of services, but the same Lord; and there are varieties of activities, but it is the same God who activates all of them in everyone. To each is given the manifestation of the Spirit for the common good” (1 Cor. 12:4-7). Thus, as the people of God, the body of Christ, and the temple of the Holy Spirit, the Church is called to manifest its oneness in rich diversity» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 3).
32 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 13 & 16. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 214 και 215.
33 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 18. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 215-216.
34 «The catholicity of the Church expresses the fullness, integrity, and totality of its life in Christ through the Holy Spirit in all times and places. This mystery is expressed in each community of baptized believers in which the apostolic faith is confessed and lived, the gospel is proclaimed, and the sacraments are celebrated. Each church is the Church catholic and not simply a part of it. Each church is the Church catholic, but not the whole of it. Each church fulfils its catholicity when it is in communion with the other churches. We affirm that the catholicity of the Church is expressed most visibly in sharing Holy Communion and in a mutually recognised and reconciled ministry. . . Even today, when eucharistic sharing is not always possible, divided churches express mutual accountability and aspects of catholicity when they pray for one another, share resources, assist one another in times of need, make decisions together, work together for justice, reconciliation, and peace, hold one another accountable to the discipleship inherent in baptism, and maintain dialogue in the face of differences, refusing to say “I have no need of you” (1 Cor. 12:21). Apart from one another we are impoverished» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 6-7).
35 «The Church as communion of believers is created by the Word of God, for it is through hearing the proclamation of the gospel that faith, by the action of His Holy Spirit, is awakened (Rom. 10:17). Since the good news proclaimed to awaken faith is the good news handed down by the apostles, the Church created by it is apostolic. Built on the foundation of the apostles and prophets the Church is God’s household, a holy temple in which the Holy Spirit lives and is active. By the power of the Holy Spirit believers grow into a holy temple in the Lord (Eph 2. 21-22)» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 4).
36 «We affirm that the apostolic faith of the Church is one, as the body of Christ is one. Yet there may legitimately be different formulations of the faith of the Church. The life of the Church as new life in Christ is one. Yet it is built up through different charismata and ministries. The hope of the Church is one. Yet it is expressed in different human expectations. We acknowledge that there are different ecclesiological starting points, and a range of views on the relation of the Church to the churches. Some differences express God’s grace and goodness; they must be discerned in God’s grace through the Holy Spirit. Other differences divide the Church; these must be overcome through the Spirit’s gifts of faith, hope, and love so that separation and exclusion do not have the last word. God’s “plan for the fullness of time [is] to gather up all things in him” (Eph. 1:10), reconciling human divisions. God calls his people in love to discernment and renewal on the way to the fullness of koinonia» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 5).
37 Συλλογικός τόμος ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 275-298.
38 Η φύση και ο σκοπός της Εκκλησίας (Κείμενο εργασίας του Τμήματος “Πίστη και Τάξη” του Π. Σ. Ε. ), στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 286.
39 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 295-296.
40 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 301.
41 Κριτικός σχολιασμός του κειμένου εργασίας “The Nature snd the Purpose of the Church” κατά ενότητες, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 335.
42 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 336.
43 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 339.
44 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 343.
45 Konrad Raiser, ένθ’ ανωτ. , σελ. 32-54.
46 Γεωργίου Ν. Λαιμόπουλου, Ορθόδοξη Θεολογία και Οικουμενικός Διάλογος:
Προβλήματα και προοπτικές, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 57 υποσημ. 2.
47 Ιλαρίωνος Αλφέγιεφ, επισκόπου Αυστρίας και Βιέννης (Πατριαρχείου Μόσχας), Προοπτικές για την Ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική κίνησι μετά τις προτάσεις της Ειδικής Επιτροπής, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 83.
48 «All who have been baptised into Christ are united with Christ in his body: “Therefore we have been buried with him by baptism into death, so that, just as Christ was raised from the dead by the glory of the Father, so we too might walk in newness of life” (Rom. 6:4). In baptism, the Spirit confers Christ’s holiness upon Christ’s members. Baptism into union with Christ calls churches to be open and honest with one another, even when doing so is difficult: “But speaking the truth in love, we must grow up in every way into him who is the head, into Christ” (Eph. 4:15). Baptism bestows upon the churches both the freedom and the responsibility to journey toward common proclamation of the Word, confession of the one faith, celebration of one eucharist, and full sharing in one ministry. There are some who do not observe the rite of baptism in water but share in the spiritual experience of life in Christ.
Our common belonging to Christ through baptism in the name of the Father and of the Son and of the Holy Spirit enables and calls churches to walk together, even when they are in disagreement. We affirm that there is one baptism, just as there is one body and one Spirit, one hope of our calling, one Lord, one faith, one God and Father of us all (cf. Eph. 4:4-6). In God’s grace, baptism manifests the reality that we belong to one another, even though some churches are not yet able to recognise others as Church in the full sense of the word. We recall the words of the Toronto Statement, in which the member churches of the WCC affirm that “the membership of the church of Christ is more inclusive than the membership of their own church body. They seek, therefore, to enter into living contact with those outside their own ranks who confess the Lordship of Christ”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents,Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 8-9).
49 Konrad Raiser, ένθ’ ανωτ. , σελ. 45-46.
50 Βλασίου Ιω. Φειδά, Η Θ΄ Γενική Συνέλευση του Π. Σ. Ε. και η Ορθόδοξη Εκκλησία
(Porto-Alegre, 14-23 Φεβρουαρίου 2006), περιοδ. ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ, αρ. 659/31. 3. 2006, σελ. 25.
51 Η φύση και ο σκοπός της Εκκλησίας. . . , ένθ’ ανωτ. , σελ. 303.
52 «Mission is integral to the life of the church. The Church in its mission expresses its calling to proclaim the Gospel and to offer the living Christ to the whole creation. The churches find themselves living alongside people of other living faiths and ideologies. As an instrument of God, who is sovereign over the whole creation, the Church is called to engage in dialogue and collaboration with them so that its mission brings about the good of all creatures and the wellbeing of the earth. All churches are called to struggle against sin in all its manifestations, within and around them, and to work with others to combat injustice, alleviate human suffering, overcome violence, and ensure fullness of life for all people» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 11).
53 «Τhe primary purpose of the fellowship of churches in the World Council of Churches is to call one another to visible unity in one faith and in one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ, through witness and service to the world, and to advance towards that unity in order that the world may believe» (Purposes and Functions, WCC, Constitution, III).
54 «Churches in the fellowship of the WCC remain committed to one another on the way towards full visible unity. This commitment is a gift from our gracious Lord. Unity is both a divine gift and calling. Our churches have affirmed that the unity for which we pray, hope, and work is “a koinonia given and expressed in the common confession of the apostolic faith; a common sacramental life entered by the one baptism and celebrated together in one eucharistic fellowship; a common life in which members and ministries are mutually recognised and reconciled; and a common mission witnessing to the gospel of God’s grace to all people and serving the whole of creation”. Such koinonia is to be expressed in each place, and through a conciliar relationship of churches in different places. We have much work ahead of us as together we seek to understand the meaning of unity and catholicity, and the significance of baptism» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 2).
55 «. . . A clear distinction is proposed between “confessional” and “interconfessional” common prayer at WCC gatherings. “Confessional common prayer” is the prayer of a confession, a communion, or a denomination within a confession. Its ecclesial identity is clear. It is offered as a gift to the gathered community by a particular delegation of the participants, even as it invites all to enter into the spirit of prayer. It is conducted and presided over in accordance with its own understanding and practice. “Interconfessional common prayer” is usually prepared for specific ecumenical events. It is an opportunity to celebrate together drawing from the resources of a variety of traditions. Such prayer is rooted in the past experience of the ecumenical community as well as in the gifts of the member churches to each other. But it does not claim to be the worship of any given member church, or of any kind of a hybrid church or super-church. Properly understood and applied, this distinction can free the traditions to express themselves either in their own integrity or in combination, all the while being true to the fact that Christians do not yet experience full unity together, and that the ecumenical bodies in which they participate are not themselves churches» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 42).
56 «. . . Following the pattern of distinguishing between confessional and interconfessional common prayer, confessional celebrations of the Eucharist at assemblies and other major events can be accommodated. The hosting church (or group of churches which are able to host together) should be clearly identified. . . » (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 44).
57 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix Α § 13-14. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 238.
58 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 37. Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 220.
59 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 39. Βλ. ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 221.
60 Για όλες αυτές τις απόψεις βλ. το άρθρο του Peter Bouteneff, Η πρόκληση και η αναγκαιότητα της κοινής προσευχής, και το άρθρο του Θεοδώρου Γιάγκου, Η συμπροσευχή με τους ετεροδόξους, αμφότερα στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 128-134 και 143-153 αντίστοιχα, καθώς και το άρθρο του Constantine Scouteris, Common prayer, περιοδ. Ecumenical Review, Jan. -April 2002.
61 Θεοδώρου Γιάγκου, ένθ’ ανωτ. , σελ. 151-153.
62 Πρακτικά Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας, στήλες 475-478.
63 Ένθ’ ανωτ. , στήλες 1025 και 1040.
64 Τελικό κείμενο της Ειδικής Επιτροπής για τη συμμετοχή των Ορθοδόξων στο Π. Σ. Ε. , στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. σελ. 245.
65 Ιλαρίωνος Αλφέγιεφ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 81-82.
66 Δεσμεύσεις:
«-In its life and witness, the church professes faith in the triune God as expressed in the scriptures and in the Nicene-Constantinopolitan Creed.
-The church maintains a ministry of proclaiming the gospel and celebrating the sacraments.
-The church baptizes in the name of the “Father, Son and Holy Spirit” and acknowledges the need to move towards the recognition of the baptism of other churches.
-The church recognizes the presence and activity of Christ and the Holy Spirit outside its own boundaries and prays for the wisdom of all in the awareness that other member churches also believe in the Holy Trinity and the saving grace of God.
-The church recognizes in the other member churches of the WCC elements of the true church, even if it does not regard them as churches in the true and full sense of the word» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix C).
Υποχρεώσεις:
«The elements of this common calling have been summarized in the delineation of "functions and purposes" now found in Article 3 of the WCC's Constitution. The present formulation is that adopted by the Nairobi Assembly in 1975:
- to call the churches to the goal of visible unity in one faith and one eucharistic fellowship expressed in worship and in common life in Christ, and to advance towards that unity in order that the world may believe;
- to facilitate the common witness of the churches in each place and in all places;
- to support the churches in their worldwide missionary and evangelistic task
- to express the common concern of the churches in the service of human need, the breaking down of barriers between people, and the promotion of one human family in justice and peace;
- to foster the renewal of the churches in unity, worship, mission and service;
- to establish and maintain relations with national councils and regional conferences of churches, world confessional bodies and other ecumenical organizations;
- to carry on the work of the world movements for Faith and Order and Life and Work and of the International Missionary Council and the World Council of Christian Education» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3. 10).
67 «Any discussion of the WCC's self-understanding must begin with the constitutional Basis on which the WCC is founded, with which all member churches express agreement: “The World Council of Churches is a fellowship of churches which confess the Lord Jesus Christ as God and Saviour according to the Scriptures and therefore seek to fulfil together their common calling to the glory of the one God, Father, Son and Holy Spirit”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3. 1).
68 «While "fellowship" is sometimes used to translate the Greek word koinonia, which is a key concept in recent ecumenical discussion about the church and its unity, the relationship among the churches in the WCC as a whole is not yet koinonia in the full sense (as described, for example, in the Canberra Assembly statement on "The Unity of the Church as Koinonia: Gift and Calling"» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 3. 3).
69 «To concentrate on the mainstreaming of positions and the production of authoritative statements is obviously counterproductive and deepens the rifts within and among churches; there is a need for ecumenical spaces for encounter, analysis, dialogue and education following an enabling and pastoral approach to the issues at stake; . . . As a global fellowship of churches the WCC is in a unique situation to engage member churches holding different views and positions on human sexuality. . . In this way the Council brings churches into living contacts with each other on this otherwise potentially dividing issue and offers the global ecumenical platform to deal with it responsibly. . . Through involvement in this issue the WCC is becoming a fellowship of churches in a deeper sense - it is being seen as a brother and sister ("fellow") to those who are otherwise feeling alienated and excluded from their fellowship and ecclesial community» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Churches' response to human sexuality).
70 «The religious traditions of humankind, in their great diversity, are “journeys” or “pilgrimages” towards human fulfillment in search for the truth about our existence. Even though we may be “strangers” to each other, there are moments in which our paths intersect that call for “religious hospitality”. Both our personal experiences today and historical moments in the past witness to the fact that such hospitality is possible and does take place in small ways.
Extending such hospitality is dependant on a theology that is hospitable to the “other”. Our reflections on the nature of the biblical witness to God, what we believe God to have done in Christ, and the work of the Spirit shows that at the heart of the Christian faith lies an attitude of hospitality that embraces the “other” in their otherness. It is this spirit that needs to inspire the theology of religions in a world that needs healing and reconciliation. . .
. . . human limitations and limitations of language make it impossible for any community to have exhausted the mystery of the salvation God offers to humankind. All our theological reflections in the last analysis are limited by our own experience and cannot hope to deal with the scope of God’s work of mending the world.
It is this humility that enables us to say that salvation belongs to God, God only. We do not possess salvation; we participate in it. We do not offer salvation; we witness to it. We do not decide who would be saved; we leave it to the providence of God. For our own salvation is an everlasting “hospitality” that God has extended to us. It is God who is the “host” of salvation. And yet, in the eschatological vision of the new heaven and the new earth, we also have the powerful symbol of God becoming both a “host” and a “guest” among us: “‘See, the home of God is among mortals. He will dwell with them; they will be his peoples. . . ” (Rev. 21:3)» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents,Religious plurality and Christian self-understanding, 44-47).
71 Πρβλ. Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ορθόδοξη Θεολογία και το μέλλον του Οικουμενικού Διαλόγου, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 23.
72 «The relationship among churches is dynamically interactive. Each church is called to mutual giving and receiving gifts» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Text on ecclesiology: Called to be the One Church, 7).
73 Konrad Raiser, ένθ’ ανωτ. , σελ. 52.
74 Παρά Ιω. Κορναράκη, Ο μύθος της ορθοδόξου μαρτυρίας εις τους διαλόγους με αλλοδόξους, εφημ. Ορθ. Τύπος, φ. 1670 / 22-12-2006.
75 Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία. . . , τόμ. ΙΙ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 476 [556].
76 «Αn emerging common tradition of shared convictions on faith, life and witness has begun to enrich theological reflection undertaken from a strictly confessional perspective as the churches have drawn closer to each other through the WCC» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the WCC, 1. 4. 6).
77 Βλ. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Towards a Common Understanding and Vision of the World Council of Churches, 1. 12.
78 Grace in Abundance, Orthodox Reflections to the Way to Porto Alegre, WCC, Geneva 2005 (Foreword).
79 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Report of the Moderator, 24d.
80 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 4.
81 «A consensus is reached when one of the following occurs: i) all are in agreement (unanimity); ii) most are in agreement and those who disagree are content that the discussion has been both full and fair and that the proposal expresses the general “mind of the meeting”; the minority therefore gives consent; iii) the meeting acknowledges that there are various opinions, and it is agreed that these be recorded in the body of the proposal (not just in the minutes); iv) it is agreed that the matter be postponed; v) it is agreed that no decision can be reached» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, 49).
82 Βλ. 9th Assembly of WCC, Assembly Documents, Final report of the Special Commission on Orthodox Participation in the WCC, Appendix A, 9). Βλ. και ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 237.
83 Κων. Δωρ. Μουρατίδου, Οικουμενική Κίνησις -Ο μέγας πειρασμός της Ορθοδοξίας, έκδ. Ορθ. Τύπου, Αθήναι 1973, σελ. 29.
84 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 33.
85 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 39-40.
86 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 40.
87 Νίκου Ματσούκα, Η ιερωσύνη των γεναικών ως θεολογικό και οικουμενικό πρόβλημα, στον τόμο ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, ένθ’ ανωτ. , σελ. 126.
88 Ένθ’ ανωτ.
89 Ανδρέα Παπαβασιλείου, Ο Θεολογικός Διάλογος μεταξύ Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Λευκωσία 2000.
90 Βλ. Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις περί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, 1996. Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, Είναι οι Αντιχαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; Άγιον Όρος 1995.
91 Ηλία Δ. Κεσμίρη, Η Χριστολογία και η εκκλησιαστική πολιτική του Διοσκόρου Αλεξανδρείας (διδακτορική διατριβή), Θεολογική Σχολή Θεσ/νίκης 2000· Ιω. Θ. Νικολόπουλου, Η Χριστολογία του Σεβήρου Αντιοχείας και ο Όρος της Χαλκηδόνας (διδακτορική διατριβή), Θεολογική Σχολή Θεσ/νίκης 2002· Γεωργ. Δ. Μαρτζέλου, Ορθοδοξία και αίρεση των Αντιχαλκηδονίων κατά τον άγ. Ιωάννη το Δαμασκηνό, περιοδ. ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τόμ. 75, τεύχ. 2ο, 2004, σελ. 593-609.
92 Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου, Η “ιδεολογική” ορθοδοξία των Αντιχαλκηδονίων, Άγιον Όρος 2005. Ιερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Διόσκορος και Σεβήρος, οι αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι, Άγιον Όρος 2003. Ιερομ. Λουκά Γρηγοριάτου, Θεολογικαί παρατηρήσεις επί τεσσάρων εισηγήσεων του Μητροπολίτου Δαμιέττης κ. Bishoy περί των Κοινών Δηλώσεων του θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους (29 Ιουνίου -11 Ιουλίου 2004). Σε αυτά βλ. και την λοιπή σχετική βιβλιογραφία.
93 Ιω. Καλογήρου, Το κεντρικόν θέμα της Ζ΄ Γενικής Συνελεύσεως . . . και αι ακουσθείσαι εκεί Ορθόδοξοι απόψεις, Πρακτικά Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΠΝΕΥΜΑ (1114 Νοεμβρίου 1991), Θεσ/νίκη 1992, σελ. 244-246.
94 Ένθ’ ανωτ. , σελ. 245.
95 Frank Schaeffer, Αναζητώντας την Ορθόδοξη Πίστη στον αιώνα των ψεύτικων θρησκειών, β΄ έκδ. Μακρυγιάννης, Κοζάνη 2004, σελ. 36-49 (σποράδην). Τίτλος αγγλικού πρωτοτύπου Dancing Alone, μετάφρ. Αρχιμ. Αυγουστίνου Μύρου.
96 Βλ. Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου, Εμπειρίες της Χάριτος του Θεού, Άγιον Όρος 1997.
97 Χρυστάλλα Καλογήρου, Η 9η Γενική Συνέλευση του Π. Σ. Ε. : Το μήνυμά της, στο Περιοδ. ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ (Κύπρος), σελ. 376-380.
98 Ένθ’ ανωτ.
99 «I dreamed that mutual recognition of baptism, the seal of our Christian identity and foundation of our Christian unity would soon be realised. I dreamed that all the churches of the world would celebrate the Resurrection of our common Lord together on the same day, as one of the visible expressions of Christian unity. I dreamed that an Ecumenical Assembly – if not an Ecumenical Council at this point in time – would be convened with the participation of all churches to celebrate their fellowship in Christ and address common challenges facing the church and humanity. Dreaming is an essential dimension of “being ecumenical”» (9th Assembly of WCC, Assembly Documents,Report of the Moderator, 31).
100 Μητροπολίτου Ελβετίας ΔαμασκηνούΘεολογικοί Διάλογοι. . . , ένθ’ ανωτ. , σελ. 103· Ευαγγελίας ΒαρέλλαΔιορθόδοξοι και Οικουμενικαί σχέσεις. . . , ένθ’ ανωτ. , σελ. 187-190· Υπόμνημα περί Οικουμενισμούεκδ«Παρακαταθήκη» 1998, σελ. 32-37.
101 Γεωργίου Καψάνη (νυν Καθηγουμένου της Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου), Εισήγησις περί Οικουμενισμού (Δια την Γεν. Συνέλευσιν του Συνδέσμου Ορθοδόξων Νεολαιών, συνερχομένην εν Βοστώνη των Η. Π. Α. , τον Ιούλιον του 1971), 1η Ιουλίου 2004. Δυστυχώς το άρθρο, παρότι εζητήθη από τον Σύνδεσμο, δεν ανεγνώσθη στην Συνέλευσι της Βοστώνης.
102 Constantine Cavarnos, Ecumenism Examined, Institute for Byzantine and Modern Greek Studies, U. S. A. 1996, σελ. 28
103 Παν. Τρεμπέλα, Επί της Οικουμενικής κινήσεως και των θεολογικών Διαλόγων ημιεπίσημα έγγραφα, έκδ. Αδελφότητος Θεολόγων “Ο Σωτήρ”, Αθήναι 1972, σελ. 46.
104 Κων. Δωρ. Μουρατίδου, Οικουμενική Κίνησις. . . , ένθ’ ανωτ. , σελ. 87-88.
105 Μητροπ. Δημητριάδος Χριστοδούλου, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών ή Λέσχη θρησκευομένων ανθρώπων; στον συλλογικό τόμο «Η Ζ΄ Γενική Συνέλευση του Π. Σ. Ε. Καμπέρρα, Φεβρουάριος 1991. Χρονικό – Κείμενα -Αξιολογήσεις», εκδ. Τέρτιος 1992, σελ. 178-179.

http://oodegr.co

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου