Ένας νεαρός Ρουμάνος διάκονος, που ήρθε να μονάσει στο Άγιο Όρος το 19ο αιώνα, εξομολογούνταν στο μεγάλο όσιο Αγιορείτη γέροντα Σάββα τον Πνευματικό (1821-1908).
Κάποια μέρα του λέει: «Γέροντα, σε παρακαλώ, αύριο μνημόνευσε στη λειτουργία τη μητέρα μου, που κοιμήθηκε και της κάνουν τα τριήμερα».
Ο γέροντας θορυβήθηκε από αυτή την ξαφνική πληροφορία και τον ρώτησε πώς έμαθε τόσο σύντομα ότι η μητέρα του είχε κοιμηθεί στη Ρουμανία (σημειωτέον ότι δεν υπήρχαν τηλέφωνα).
«Μου το είπε ο φύλακας άγγελός μου» είπε ντροπαλά ο διάκονος. Ο γέροντας ξαφνιάστηκε.
«Βλέπεις το φύλακα άγγελό σου;» ρώτησε. Ο διάκονος το παραδέχτηκε.
«Πόσο καιρό;»
«Κάπου δύο χρόνια. Μου παρουσιάστηκε και με συντροφεύει στην προσευχή. Λέμε μαζί τους Χαιρετισμούς, κάνουμε μετάνοιες και ανοίγουμε πνευματικές συζητήσεις».
«Και γιατί, παιδί μου, τόσο καιρό, δε μου ανέφερες τίποτε;».
«Μου είπε ο άγγελός μου ότι… δεν είναι απαραίτητο».
Ο γέροντας επέστησε την προσοχή στο νεαρό μαθητή του ότι ένα τέτοιο όραμα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο πνευματικά και τον κάλεσε να υποβάλει τον επισκέπτη του σε δοκιμασία. Να του ζητήσει να πει το «Θεοτόκε Παρθένε» και να κάνει το σημείο του σταυρού. Ο νεαρός δέχτηκε. Η δοκιμασία έγινε με επιτυχία –ο επισκέπτης έκανε ό,τι του ζητήθηκε– αλλά ο γέροντας δεν πείστηκε. Μετά από δύο χρόνια επιρροή, ένας αρχάριος είναι εύκολο να υποβληθεί στην απατηλή ιδέα ότι ακούει ένα τροπάριο ή ότι βλέπει το σημείο του σταυρού. Και ζήτησε μια τελευταία δοκιμασία:
«Ο διάβολος δε μπορεί να διαβάσει μια σκέψη, αν μείνει μέσα σου κρυπτή και αψηλάφητη. Θα κάνω λοιπόν τώρα μια τέτοια σκέψη κι εσύ θα ζητήσεις από τον άγγελό σου να σου αποκαλύψει τι σκέφτηκα».
Η δοκιμασία αυτή αποκάλυψε το αληθινό πρόσωπο του «αγγέλου»: στην αρχή αρνήθηκε, κατόπιν απείλησε το θύμα του ότι με την ασέβειά του θα χάσει τη θεϊκή εύνοια και τέλος εμφανίστηκε με σκοτεινή και τρομερή μορφή και τον διαβεβαίωσε ότι «αύριο τέτοια ώρα», ενισχυμένος από μια ομάδα δαιμόνων, θα τον πάρει στην κόλαση.
Ο διάκονος έμεινε μόνος, σωστό ερείπιο. Τράπηκε σε φυγή και έτρεξε στο καλύβι του πνευματικού του. Άρπαξε το ράσο του και δεν το άφηνε, τρέμοντας όλο και περισσότερο καθώς πλησίασε η ώρα να πραγματοποιηθεί η δαιμονική απειλή. Ο γέροντας Σάββας γονάτισε και προσευχήθηκε έντονα, καλώντας τη βοήθεια του Θεού, και με τη δύναμη της προσευχής του, η επόμενη νύχτα πέρασε χωρίς συνέπειες.
Ο νεαρός Ρουμάνος παρέμεινε στον Άθωνα και σιγά σιγά ωρίμασε πνευματικά και χειροτονήθηκε και ιερέας. Όμως σε όλη του τη ζωή ενοχλούνταν από πειρασμούς, καθώς έμειναν στην ψυχή του αμυχές από τα τραύματα εκείνης της νύχτας και την επήρεια της διετούς σχέσης με τον άγγελο, που δεν ήταν άγγελος.
από το βιβλίο: «Πνευματικοί Λόγοι: Λόγια Αθωνιτών Πατέρων (β΄ εκατοντάδα)»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου