Η Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης στο Κολυμπάρι Κρήτης, όπου θα γίνει η Σύνοδος
ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΥΠΟ ΤΙΣ ΟΠΟΙΕΣ Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ «ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ
Ή ΠΑΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΣΥΝΟΔΟΣ» ΘΑ ΜΠΟΥΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΥΡΗ
ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΕΚΚΛΗΣΙΟΛΟΓΙΚΩΣ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΚΩΣ
Υπό τις ακόλουθες τρεις (3) προϋποθέσεις η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» θα μπορούσε να είναι έγκυρη (και άρα να γίνει δεκτή από όλο το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής, δηλαδή της Ορθόδοξης Εκκλησίας) και όχι ανύπαρκτη εκκλησιολογικώς και κανονικώς (και άρα να απορριφθεί από το ίδιο Χριστεπώνυμο Πλήρωμα ως Ψευδο-σύνοδος):
1 – Να καταδικάσει -όπως οι Αγίες και Μεγάλες ή Οικουμενικές Σύνοδοι κατεδίκαζαν τις αιρέσεις της εποχής τους- την Παναίρεση, κατά τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, του Εωσφορικού Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού και όχι να εισαγάγει την εν λόγω Παναίρεση, όπως πράγματι το προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» το πράττει παραπλανητικά,
2 – Να αναγνωρίσει τυπικά ως Οικουμενικές Συνόδους τις ήδη αναγνωρισμένες στη συνείδηση του Χριστεπωνύμου Πληρώματος, ήτοι του Σώματος της Εκκλησίας, Η΄ Οικουμενική Σύνοδο επί Μεγάλου Φωτίου και Θ΄ Οικουμενική επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, όπως έπρατταν οι Αγίες και Μεγάλες ή Οικουμενικές Σύνοδοι σε σχέση με τις προηγηθείσες, και
3 – Να ανακληθεί ο αντίθετος προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Κανονικό Δίκαιο Κανονισμός της, ως προς τις εξής διατάξεις του:
- Α. Οι αποφάσεις της επί των έξι (6) προσυνοδικών κειμένων, τα οποία υιοθετήθηκαν από τη Σύναξη των Προκαθημένων του Ιανουαρίου 2016 στο Σαμπεζύ της Ελβετίας, να ψηφιστούν με ατομικές αποφασιστικές ψήφους από όλους του Συνοδικούς Επαρχιούχους Αρχιερείς, τους 14 Προκαθημένους και 24 Επαρχιούχους Αρχιερείς από καθεμία από τις 24 Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, δηλαδή από τους 350 Συνοδικούς Αρχιερείς μείον τους ελλείποντες αριθμούς Αρχιερέων από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες που διαθέτουν κατώτερο των 25 αριθμό Αρχιερέων, και
3.Β. η απόφασή της επί του προσυνοδικού κειμένου με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», το οποίο αφορά σαφώς σε θέματα πίστεως, να μην υποχρεωτική για τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες από την ψήφισή της από τη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδο», αλλά από 1) την έγκριση ή την απόρριψή της από τους Επαρχιούχους Αρχιερείς όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών οι οποίοι δεν είναι Συνοδικά Μέλη της και 2) από την αποδοχή ή την απόρριψή της από τους λοιπούς κληρικούς, τους μοναχούς και τους λαϊκούς, όπως απαιτείται από την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Κανονικό Δίκαιο.
Ειδικότερα:
Ως προς την 1η από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, επισημαίνονται τα εξής:
Δεν ευσταθεί καθόλου η άποψη του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, η οποία εκφράστηκε στην επιστολή του προς
την Οικουμενιστική Παγκρήτια Ημερίδα για τη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», ότι η εν λόγω «Σύνοδος» «δεν θα αντιμετωπίση ζητήματα Ορθοδόξου δόγματος και αληθείας της Χριστιανικής διδασκαλίας αλλά έχει ως στόχον να αναδείξη την ενότητα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας» (http://www.amen.gr/article/pagritia-theologiki-imerida-gia-tin-agia-kai-megali-synodo-tis-orthodoksou-ekklisias). Διότι:
Το προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» περιέχει δύο αλλεπάλληλες ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΕΣ διευρύνσεις του εκκλησιολογικού και σωτηριολογικού δογμάτων του Συμβόλου της Πίστεως της Α΄ και της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν», εντάσσοντας στην έννοια της Εκκλησίας, εν πρώτοις τους αιρετικούς παπικούς και προτεστάντες, και εν συνεχεία τα κατ’ επίνοια ανθρώπων δημιουργηθέντα λοιπά θρησκεύματα (Ιουδαϊσμό, Ισλάμ, Βουδισμό, Ινδουϊσμό κλπ.), ως δήθεν διαφορετικές οδούς «σωτηρίας» και «λατρείας» ενός σοφιστικά και αόριστα αναφερόμενου «Θεού». Με το ίδιο προσυνοδικό κείμενο αναγνωρίζεται συνοδικά, αν ψηφιστεί, ο Εωσφορικός Συγκρητιστικός Διαχριστιανικός και Διαθρησκειακός Οικουμενισμός. Και, συνεπώς, αυτό το προσυνοδικό κείμενο επιδιώκει, παρά τη φαινομενική αναγνώρισή τους, να ανατραπούν οι, έστω, Επτά (7) Οικουμενικές Σύνοδοι του Χριστού, με την υποκριτικά αγαπολογική – αλλά θεολογικά αδύνατη – συνύπαρξη Χριστού και Βελίαρ – Εωσφόρου του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, καθώς και να μην αναγνωριστούν επίσημα η Η΄ και Θ΄ Οικουμενικές Σύνοδοι (δηλαδή η εξίσωση Χριστός + Σατανάς = Σατανάς).
Σημειωτέον ότι ο Διαχριστιανικός και ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός, αποτελεί διαχρονική θρησκευτική διδασκαλία του Σατανισμού και της Θεοσοφίας, που είναι παρακλάδι του (http://www.bibliotecapleyades.net/sociopolitica/esp_sociopol_lucytrust04.htm,http://green-agenda.com/spiritualunitednations.html). Δηλ. δεν αποτελεί νέο προϊόν της εποχής μας, αλλά αποτελεί διαχρονικό προϊόν του Σατανισμού, του Γνωστικισμού και της Μαγείας, δηλ. του Αποκρυφισμού, με γνωστότερο εκπρόσωπο τον Σίμωνα τον Μάγο. Μάλιστα ο γνωστικός Μάνης είχε χρησιμοποιήσει τον συγκρητιστικό διαθρησκειακό οικουμενισμό στην ανάμειξη του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Βουδισμού (βλέπετε Παν. Χρήστου, Ο Γνωστικισμός, Σίμων ο Μάγος, και Μανιχαϊσμός, σε: Πατρολογία, τομ. Β΄, σελ. 105-115, 136-137 και 188-194). Ως γνωστόν, ο Διαχριστιανικός Οικουμενισμός είναι η κίνηση που έχει σκοπό την ένωση της Μίας Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, δηλαδή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με τον Αιρετικό Παπισμό και τον Αιρετικό Προτεσταντισμό σε ενιαίο θρησκευτικό οργανισμό, τη Χριστιανική Θρησκεία, με αρχηγό του τον Αιρεσιάρχη Πάπα. Ο Διαθρησκειακός Οικουμενισμός είναι η κίνηση που έχει σκοπό την ένωση του ενιαίου Χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες, Ιουδαϊσμό, Ισλάμ, Βουδισμό, Ινδουϊσμό κλπ., σε ενιαίο θρησκευτικό οργανισμό, την Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία, της οποίας τα δόγματα είναι ο Σατανισμός, η Νεο-ειδωλολατρεία (ή λατρεία της λεγόμενης θεάς γης) (https://www.un.org/en/events/motherearthday/) και ο Αντίχριστος (http://www.bibliotecapleyades.net/sociopolitica/esp_sociopol_un05.htm,https://en.wikipedia.org/wiki/World_Religion_Day), ο οποίος, κατά τον Απόστολο Παύλο, μετά την εωσφορική αυτή ένωση των θρησκειών, θα επιβάλει παγκοσμίως τη δική του λατρεία ως θεού πάνω από τους λατρευόμενους από τους ανθρώπους θεούς ή σεβάσματα (Β΄ Θεσσ. Β΄, 4). Ο Οικουμενισμός αλλιώς λέγεται θρησκευτική παγκοσμιοποίηση, η οποία αποτελεί μια από τις τρεις μορφές της παγκοσμιοποίησης. Οι άλλες δύο μορφές της είναι η οικονομική παγκοσμιοποίηση και η πολιτική παγκοσμιοποίηση, οι οποίες επιβάλλονται από τη Νέα Τάξη Πραγμάτων.
Το εν λόγω προσυνοδικό κείμενο της Συνάξεως των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών αναγνωρίζει τους σκοπούς, τις δράσεις και τις αποφάσεις του Παγκόσμιου Συμβουλίου των Εκκλησιών, το οποίο ιδρύθηκε από τους γνωστούς παγκοσμιοποιητές (http://www.oldthinkernews.com/2007/12/02/rockefeller-and-the-new-world-religion/), για να προωθήσει τους σκοπούς της Θρησκευτικής τους Παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή α) της ενώσεως όλων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και των χριστιανικών ομολογιών των Παπικών και των Προτεσταντών σε ενιαία Χριστιανική Θρησκεία με Αρχηγό τον Πάπα της Ρώμης, και β) της ενώσεως του ενιαίου Χριστιανισμού με τις λοιπές Θρησκείες σε μια Παγκόσμια Θρησκεία, μέσω της εναρμόνισης των Θρησκευμάτων η οποία γίνεται με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, η Γενική Συνέλευση του οποίου αποφάσισετο 2010 τον ετήσιο εορτασμό της Παγκόσμιας Εβδομάδας Διαθρησκειακής Αρμονίας την πρώτη εβδομάδα κάθε Φεβρουαρίου (http://worldinterfaithharmonyweek.com/) από διαθρησκειακούς οργανισμούς (ενδεικτικά από το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών,https://www.oikoumene.org/en/, από το Συνέδριο των Ηγετών των Παγκόσμιων και Παραδοσιακών Θρησκειών στην Αστανά του Καζακστάν,http://www.religions-congress.org/index.php?lang=english, κλπ.).
Το ίδιο προσυνοδικό κείμενο της Συνάξεως των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, σε πλήρη αντίθεση προς την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και τους Ορθόδοξους Ιερούς Κανόνες, αναγνωρίζει ως «Εκκλησίες» και όχι ως αιρέσεις, όπως πράγματι είναι, τους Παπικούς και τους Προτεστάντες. Αν η λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδος» ψηφίσει υπέρ αυτού του προσυνοδικού κειμένου, τότε οι αναγκαίες θεολογικώς συνέπειες για την Ορθόδοξη Εκκλησία θα είναι οι ακόλουθες:
3.1. Θα υποχρεωθεί να συλλειτουργήσει μαζί τους (κοινή λατρεία). Και
3.2. Θα υποχρεωθεί να έχει κοινή εκκλησιαστική διοίκηση με τους Παπικούς (εκκλησιαστική διοικητική ενότητα). Δηλαδή θα ενωθεί, μαζί με τις λοιπές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, με τους Παπικούς, μέσω της υποταγής τους στην ανώτατη εκκλησιαστική εξουσία του Πάπα Ρώμης, δηλαδή θα γίνει Ουνιτική (προσχωρώντας στην παπική «εκκλησιολογία»), και μέσω αυτής της υποταγής στον Πάπα Ρώμης, θα υποταχθεί στην Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία.
Συγκεκριμένα:
Αφενός μεν οι Παπικοί, στη Β΄ Βατικάνεια Σύνοδο ή 21η Οικουμενική Σύνοδο των Παπικών (1962-1965), στην οποία έλαβαν μέρος περίπου 3.000 παπικοί επίσκοποι, υιοθέτησαν τη Θρησκευτική Παγκοσμιοποίηση (ή Εωσφορικό Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό Οικουμενισμό), μέσω ιδίως των εξής συνοδικών τους κειμένων: α) Unitatis Redintegratio για τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οικουμενισμό (http://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/documents/vat-ii_decree_19641121_unitatis-redintegratio_be.html), και β) Nostra Aetate για τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οικουμενισμό (http://www.vatican.va/archive/hist_councils/ii_vatican_council/documents/vat-ii_decl_19651028_nostra-aetate_be.html).
Αφετέρου δε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ως Πρώτο μεταξύ Ίσων (primus inter pares) με τις λοιπές Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, έχει προσχωρήσει στην εξυπηρέτηση των σκοπών της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποίησης από το έτος 1901 επί Πατριαρχίας Ιωακείμ Γ΄. Μέχρι τότε όλα οι Δογματικές και Συμβολικές Πράξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν Ορθόδοξες. Από το 1902 και έκτοτε οι Πράξεις του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι Οικουμενιστικές, δηλαδή εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποίησης (βλέπετε τόσο τις ανωτέρω Ορθόδοξες όσο και τις Οικουμενιστικές Πράξεις σε:www.theognosia.gr). Ένα από τα στάδια του Οικουμενιστικού Προγράμματος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως είναι και η λεγόμενη Πανορθόδοξη Σύνοδος. Η σύγκληση αυτής της Πανορθόδοξης Συνόδου αποφασίστηκε το 1930 επί Πατριαρχίας Μελετίου Μεταξάκη και αποσκοπεί στην επίσημη συνοδική αναγνώριση της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποιήσεως ή της Παναίρεσης (κατά τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς) του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, προκειμένου να γίνει α) η αποδόμηση της Ορθόδοξης Θεολογίας, δηλαδή η νομιμοποίηση όλων των αιρέσεων, β) η παραβίαση του εκκλησιολογικού δόγματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή η αναγνώριση των Παπικών και των Προτεσταντών ως Εκκλησιών από θεολογικής πλευράς, η οποία αρχικά θα επιτρέψει την ένωση των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών με τους Παπικούς και με τους Προτεστάντες σε μια ενιαία Χριστιανική Θρησκεία με Αρχηγό τον Πάπα Ρώμης, η οποία στη συνέχεια θα ενωθεί με τα λοιπά Θρησκεύματα (Εβραίους, Μουσουλμάνους, Βουδιστές, Ινδουϊστές, Κομφουκιανιστές κλπ.) στην ανωτέρω αναφερόμενη Πράσινη Παγκόσμια Θρησκεία, και γ) η παραβίαση του σωτηριολογικού δόγματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, δηλαδή η αναγνώριση της σοφιστείας ότι δήθεν όλα τα θρησκεύματα «σώζουν», με την έννοια ότι δήθεν οδηγούν από διαφορετικούς δρόμους στον ίδιο Αόριστο Θεό ή Υπερβατική Πραγματικότητα (Ultimate Reality).
Επίσης, ο ίδιος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στην προσφώνησή του προς τον Πάπα Ρώμης Φραγκίσκο, στις 30-11-2014 (εορτή Αποστόλου Ανδρέα) στο Φανάρι, δήλωσε (όπως μεταδόθηκε απευθείας τηλεοπτικώς) ότι μετά τη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδο» θα ακολουθήσει «Οικουμενική Σύνοδος» Παπικών και Ορθοδόξων για την ένωσή τους, δεδομένου ο διάλογος αληθείας μεταξύ τους απέτυχε κατά κοινή ομολογία. Είναι εξάλλου γνωστά τα εξής: α) Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως υποστηρίζει το «Κείμενο της Ραβένας» (http://www.vatican.va/roman_curia/pontifical_councils/chrstuni/ch_orthodox_docs/rc_pc_chrstuni_doc_20071013_documento-ravenna_en.html), το οποίο υιοθετεί την παπική «εκκλησιολογία» σχετικά με την ένωση μεταξύ των Παπικών και των Ορθοδόξων, δηλαδή την ένωση Παπικών και Ορθοδόξων όχι με βάση τα ισχύοντα της 1ηςΧιλιετίας αλλά με βάση τα ισχύοντα της 2ης Χιλιετίας. Και β) Η κριτική του «Κειμένου της Ραβένας» του έτους 2009 από το Πατριαρχείο Μόσχας (https://mospat.ru/en/2013/12/26/news96344/) έχει κατ’ ουσίαν ανακληθεί από την Κοινή Δήλωση του 2016 της Αβάνα μεταξύ του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου και του Πατριάρχη Ρωσίας Κυρίλλου (https://w2.vatican.va/content/francesco/en/speeches/2016/february/documents/papa-francesco_20160212_dichiarazione-comune-kirill.html).
Ακόμη είναι γνωστό ότι ο Προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ουκρανίας του Πατριαρχείου Μόσχας, Μητροπολίτης Κιέβου Ονούφριος διαφωνεί πλήρως με το προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον». Τούτο δήλωσε ρητά ο Επίσκοπος Μπράτσεκ Λογγίνος της ίδιας Εκκλησίας Ουκρανίας στην Ημερίδα των 4 Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα για τη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδο» (https://drive.google.com/file/d/0B2MIhqeftC46TDVYdXBpeXhOd00/view, καιhttps://www.youtube.com/playlist?list=PLhEXqBkFjSSlt23o-V_vFMWpuKk450OIG&feature=iv&src_vid=Afg4SBCJVUo&annotation_id=annotation_4024058289), διευκρινίζοντας ότι: 1) ότι ο Πατριάρχης Μόσχας Κύριλλος δεν δίνει καμία σημασία στους Επισκόπους της Ρωσικής Εκκλησίας και 2) ότι η παρ. 5 της Κοινής Δήλωσης του Πάπα Φραγκίσκου και του Πατριάρχη Κυρίλλου της 12-2-2016 στην Κούβα (https://w2.vatican.va/content/francesco/en/speeches/2016/february/documents/papa-francesco_20160212_dichiarazione-comune-kirill.html) προσβάλλει τους Αγίους Πατέρες δέκα αιώνων. Διότι αναφέρει: α) επειδή οι Άγιοι Πατέρες είχαν υπερηφάνεια, δίχασαν την Ανατολική και τη Δυτική Εκκλησία, και β) επειδή τούτοι δεν είχαν αγάπη, διέκοψαν την κοινωνία τους.
Ως προς την 2η από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, επισημαίνονται τα εξής:
Η Σύναξη των Προκαθημένων, υπό την προεδρία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, του Ιανουαρίου 2016, αυθαιρέτως δεν αποφάσισε για την πρόταση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου της Σερβίας του 2015 να ενταχθούν στην ημερήσια διάταξη της μέλλουσας λεγόμενης «Μεγάλης Συνόδου» τα θέματα των αναγνωρίσεων ως Οικουμενικών Συνόδων 1) της Μεγάλης Συνόδου Κωνσταντινουπόλεως του 879-880, ως Η΄ Οικουμενικής Συνόδου, η οποία επί Μεγάλου Φωτίου, Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, με την ψήφο των εκπροσώπων του τότε Ορθόδοξου Πάπα Ρώμης, είχε καταδικάσει ως αιρέσεις την εκ του Υιού εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος (filioque) και το πρωτείο εξουσίας του πάπα επί όλης της Εκκλησίας και επί όλων των Συνόδων, περιλαμβανομένων των Οικουμενικών, και 2) των Μειζόνων Ενδημουσών Συνόδων Κωνσταντινουπόλεως, επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, των ετών 1341, 1347 και 1351, ως Θ΄ Οικουμενικής Συνόδου, με την οποία καταδικάστηκε η παπική αίρεση της κτιστής χάρης, δηλαδή της μη δυνατότητας θεώσεως του πιστού. Σημειωτέον ότι αυτές οι δύο Σύνοδοι αναγνωρίζονται ως Οικουμενικές στη συνείδηση του χριστεπώνυμου πληρώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, πλην βεβαίως των παναιρετικών Οικουμενιστών, οι οποίοι εξακολουθούν να είναι τυπικώς μέλη της.
Ως προς την 3η από τις ανωτέρω προϋποθέσεις πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
Η Συνοδική Λειτουργία της Εκκλησίας, κατά τους Αποστόλους και τους Πατέρες, στηρίζεται στα δύο βασικά δόγματα της Εκκλησίας, το Τριαδολογικό και το Χριστολογικό. Όπως τα Τρία Πρόσωπα της Μίας ως προς την ουσία Της Τριάδος λειτουργούν συνοδικά, έτσι και η στρατευομένη Εκκλησία πρέπει να λειτουργεί συνοδικά (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Τριαδική Συνοδικότητα, η Εκκλησία ως Μυστήριο του Χριστού, Ορθόδοξη Φιλοσοφία της Αλήθειας – Δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τομ. 4, σελ. 187-188, γαλλική έκδοση). Όπως στο Πρόσωπο του Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, δηλ. του Κυρίου Ιησού Χριστού, λειτουργούν συνοδικά οι δύο φύσεις Του (Αγ. Μαξίμου του Ομολογητή, Επιστολή 5, Ελληνική Πατρολογία, τομ. 91, σελ. 484), έτσι και στο Σώμα του, και ειδικότερα στη στρατευομένη Εκκλησία Του, πρέπει να λειτουργούν συνοδικά ο θείος και ο ανθρώπινος παράγοντας, το Άγιο Πνεύμα και οι πιστοί, οι οποίοι στις διάφορες μορφές Εκκλησιαστικών Συνόδων [1) της Συνόδου της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας, 2) της Τοπικής ή Αγίας και Μεγάλης Συνόδου ή 3) της Οικουμενικής Συνόδου], εκπροσωπούνται από τους Επισκόπους των Τοπικών Εκκλησιών τους, οι οποίοι έχουν την αποστολική εξουσία και διακονία να αποφασίζουν ψηφίζοντας όλοι τους, Μαζί με το Άγιο Πνεύμα – αλλά όχι με εμπαιγμό του Αγίου Πνεύματος (όπως έπρατταν οι ψευδοσύνοδοι που αναφέρονται στην Εκκλησιαστική Ιστορία) – επί δογματικών και ποιμαντικών θεμάτων των αντίστοιχων εκκλησιαστικών περιφερειών, ενώ οι πιστοί (λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί) έχουν, δυνάμει της ειδική ή της γενικής ιερωσύνης τους, το δικαίωμα και το καθήκον να αποδέχονται ή να απορρίπτουν ιδίως τις συνοδικές αποφάσεις που αφορούν σε θέματα πίστεως (Αγ. Ιουστίνου Πόποβιτς, ο.π., σελ. 192-196. Επίσης, Ι. Καρμίρης, Η διοργάνωσις της επιγείου Εκκλησίας και η σχέσις αυτής προς την επουράνιον, Εκκλησιολογία, σελ. 365-808).
Ως προς την ισότητα των Επαρχιούχων Επισκόπων στις Συνόδους, ο Καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί τα εξής:
1 – Κάθε τοπική Εκκλησία υπό τον τελούντα την Ευχαριστία Επίσκοπό της κατέχει το πλήρωμα της Εκκλησίας και πραγματοποιείται ως Σώμα Χριστού στη Θεία Ευχαριστία. Στην ενότητα και την ισότητα και την ταυτότητα της Χάρης, της Πίστεως και της Δομής των τοπικών Ορθοδόξων Εκκλησιών (δηλ. των Επισκοπών) βρίσκεται η μια Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία. Έκφραση της ενότητάς της είναι η Πανορθόδοξη ή Οικουμενική Σύνοδος» (Εκκλησιολογία, σελ. 546). Σημειωτέον ότι, όπως διευκρίνισε ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος, στη σύναξη της Ιεραρχίας του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης τον περασμένο Αύγουστο, η μέλλουσα να συνέλθει Πανορθόδοξη Σύνοδος δεν είναι Οικουμενική, διότι δεν μετέχουν οι Παπικοί και οι Προτεστάντες, δηλαδή με βάση την αιρετική πρώτη διεύρυνση του όρου «Εις Μίαν, Αγίαν, Καθολικήν και Αποστολικήν Εκκλησίαν» του Συμβόλου της Πίστεως της Α΄και Β΄ Οικουμενικών Συνόδων, η οποία συγκρητιστική διεύρυνση περιλαμβάνει συγκρητιστικά στην Εκκλησία του Χριστού τους Παπικούς και τους Προτεστάντες.
2 – Των Οικουμενικών (και όλων γενικά) των Συνόδων μετείχαν με πλήρη δικαιώματα (δηλ. και με δικαίωμα αποφαστιστικής ψήφου) μόνον οι Επίσκοποι, ήτοι Πατριάρχες, Έξαρχοι, Μητροπολίτες, απλοί (Επαρχιούχοι, δηλ. Ποιμενάρχες) Επίσκοποι» (Εκκλησιολογία, σελ.673).
3 – Η αυθεντία όλων των Συνόδων υπόκειται υπό την ύψιστη αυθεντία της όλης Εκκλησίας, όχι μόνον εκ μέρους των Επισκόπων και λοιπών κληρικών, αλλά και εκ μέρους των πιστών (μοναχών και λαϊκών), το σύνολο των οποίων δεν πλανάται στην πίστη, επειδή έχουν «χρίσμα από του Αγίου και την αλήθειαν» γνωριζόντων (Α΄ Ιωαν. Β΄20, 27) και βιούντων και όντων όλων διδακτών Θεού (Ιωαν. ΣΤ΄, 45). Το κριτήριο της αποδοχής κάποιας Συνόδου από το Σώμα της Εκκλησίας, με την ανωτέρω έννοια, είναι η ακριβής από αυτήν διατύπωση της Ορθόδοξης Πίστης, σύμφωνα με τη διδασκαλία των Αγίων Πατέρων. Η εγκυρότητα κάποιας Συνόδου δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη, εξαρτώμενη από τη βούληση εκείνου που την συγκαλεί ή από τον αριθμό των συγκροτούντων αυτήν επισκόπων κλπ., αλλά εξαρτάται από την εκ των υστέρων αβίαστη αναγνώριση της εγκυρότητάς της από όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες (δηλ. τις Επισκοπές), στις οποίες ενεργεί ο ίδιος Χριστός δια του Αγίου Πνεύματος, όπως και από την αποδοχή των αποφάσεών της από ολόκληρο το εκκλησιαστικό πλήρωμα το αποτελούμενο από κληρικούς και λαϊκούς, ως προερχόμενων από του επιστατούντος Αγίου Πνεύματος του «μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας» (Αγ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχηση 16, 19, ΒΕΠ 39, 209), και εκφραζουσών την κοινή πίστη και συνείδηση, όπως και τη λειτουργική και μυστική εμπειρία και ζωή του εκκλησιαστικού πληρώματος, λαμβανομένου υπόψη ότι Η ΔΩΡΕΑ ΤΟΥ ΑΛΑΘΗΤΟΥ ΧΟΡΗΓΕΙΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΚΑΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΚΦΡΑΖΕΤΑΙ ΤΟΥΤΟ ΜΟΝΟ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΟΛΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΠΟ ΑΥΤΗΝ (Εκκλησιολογία, 675-677).
Στη συνοδική αναγνώριση του Εωσφορικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, συντελεί διαδικαστικά ο Κανονισμός της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης ή Πανορθόδοξης Συνόδου». Με αυτόν τον Κανονισμό, σε πλήρη αντίθεση με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και Κανονικό Δίκαιο, που προναφέρθηκαν συνοπτικά:
α) Οι Επίσκοποι που μετέχουν στη λεγόμενη «Αγία και Μεγάλη ή Πανορθόδοξη Σύνοδο», στερούνται του δικαιώματός τους να ψηφίζουν ατομικά ο καθένας τους. Διότι τα μέλη της λεγόμενης «Συνόδου» που έχουν δικαίωμα ψήφου, περιορίζονται μόνο σε δεκατέσσερα (14), δεδομένου ότι, αντί η εν λόγω λεγόμενη «Σύνοδος» να είναι Σύνοδος Επισκόπων που εκπροσωπούν τις Τοπικές τους Εκκλησίες – Επισκοπές τους, μεταβάλλεται αυθαίρετα, σε πλήρη αντίθεση προς τη δογματική και κανονική παράδοση της Εκκλησίας, σε Σύνοδο των Δεκατεσσάρων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Κάθε Αυτοκέφαλη Εκκλησία έχει μία μόνο ψήφο. Οι εκπρόσωποι κάθε Αυτοκέφαλης Εκκλησίας που θα είναι εικοσιτέσσερις (24) επίσκοποι συν ο προκαθήμενός τους (πατριάρχης ή αρχιεπίσκοπος), θα έχουν μια μόνο ψήφο, αυτήν της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τους, η οποία ψήφος θα διαμορφώνεται από το πλειοψηφικό αποτέλεσμα της προηγούμενης μεταξύ τους μόνον ψηφοφορίας ως εσωτερικού ζητήματος κάθε Αυτοκέφαλης Εκκλησίας – μέλους της Ψευδοσυνόδου, αν ευδοκήσει ο Προκαθήμενός της να διεξάγει τέτοια εσωτερική ψηφοφορία. Σημειωτέον ότι στις προγενέστερες Μεγάλες Συνόδους ή στις Οικουμενικές Συνόδους – πλην της Α΄ Οικουμενικής, όπου κλήθηκαν όλοι – οι Επίσκοποι – μέλη τους καλούνταν κατά Αυτοκέφαλη Εκκλησία, αλλά μέσα στις Συνόδους κάθε Επίσκοπος είχε ατομικό δικαίωμα ψήφου (βλέπετε Βασ. Σταυρίδου, Ο Συνοδικός Θεσμός εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, σελ. 271). Επίσης, στην εισήγησή του στη Σύναξη των Προκαθημένων τον Ιανουάριο 2016, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαίος ανέτρεψε την ομοφωνία ως τρόπο λήψης αποφάσεων, τον οποίο συναποφάσισε με τους λοιπούς Προκαθημένους, ερμηνεύοντάς την αυθαιρέτως ως συναίνεση (υιοθετώντας το σύστημα λήψης αποφάσεων στο Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών, βλέπετε Αναστασίας Βασιλειάδου, 3. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων στο ΠΣΕ με συναίνεση, σε: Ορθοδοξία και το Μέλλον του Πολυμερούς Θεολογικού Διαλόγου,http://www.academia.edu/1920910/%CE%9F%CE%A1%CE%98%CE%9F%CE%94%CE%9F%CE%9E%CE%99%CE%91_%CE%9A%CE%91%CE%99_%CE%A4%CE%9F_%CE%9C%CE%95%CE%9B%CE%9B%CE%9F%CE%9D_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_%CE%A0%CE%9F%CE%9B%CE%A5%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%9F%CE%A5%CE%A3_%CE%98%CE%95%CE%9F%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%99%CE%9A%CE%9F%CE%A5_%CE%94%CE%99%CE%91%CE%9B%CE%9F%CE%93%CE%9F%CE%A5), προκειμένου:
1 – να αποφύγει τη διαφανή καταμέτρηση των ψήφων, θετικών και αρνητικών, δηλ. καταγράφοντας απλώς τις θέσεις των ενδεχομένως μειοψηφούντων μελών της Ψευδοσυνόδου – Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, αλλά
2 – να υφαρπάξει τις υπογραφές των Προκαθημένων και των λοιπών εκπροσώπων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών – μελών της Ψευδοσυνόδου στις αποφάσεις επί των έξι συνοδικών κειμένων, και ιδίως του επί του προσυνοδικού κειμένου – κλειδιού «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», και έτσι
3 – να αποφύγει την καταψήφιση έστω και από μια Αυτοκέφαλη Εκκλησία της απόφασης – κλειδί της Ψευδοσυνόδου, δηλ. του προσυνοδικού κειμένου «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», μέσω της μη υπογραφής κάποιας ή όλων των συνοδικών αποφάσεων από μια ή περισσότερες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, όπως αναφέρεται ανωτέρω.
β) Οι Επαρχιούχοι Επίσκοποι που δεν θα είναι μέλη των αντιπροσωπειών της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας τους, η οποία είναι μέλος της λεγόμενης «Συνόδου», καθώς και τα λοιπά μέλη της Εκκλησίας, στερούνται των εκκλησιολογικών τους δικαιωμάτων. Διότι ο Κανονισμός της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης ή Πανορθόδοξης Συνόδου» ορίζει αυθαιρέτως, από εκκλησιολογικής – δογματικής και κανονικής απόψεως, ότι οι αποφάσεις της είναι υποχρεωτικές. Αυτό σημαίνει ότι: 1) Οι μεν Επαρχιούχοι Επίσκοποι που δεν είναι μέλη της εν λόγω «Συνόδου», στερούνται του δικαιώματος και καθήκοντός τους, που στηρίζεται στην ισότητα όλων των Επισκόπων που απορρέει από την επισκοπική τους χειροτονία, εκ των υστέρων να εγκρίνουν ή να μην εγκρίνουν τις αποφάσεις της. Και 2) Οι λοιποί κληρικοί, οι μοναχοί και οι λαϊκοί στερούνται του δικαιώματος και του καθήκοντός τους, που απορρέει από την ειδική ή τη γενική τους ιερωσύνη, εκ των υστέρων να αποδεχθούν ή να απορρίψουν τις αποφάσεις της εν λόγω «Συνόδου» οι οποίες αφορούν σε θέματα πίστεως και μάλιστα το οικουμενιστικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», όπως αναφέρεται ανωτέρω.
Κατόπιν των ανωτέρω,
Αν δεν εκπληρωθούν οι ανωτέρω αναφερόμενες τρεις (3) προϋποθέσεις, όλα τα μέλη της Εκκλησίας (επίσκοποι, λοιποί κληρικοί, μοναχοί και λαϊκοί υποχρεούνται να παύσουν το μνημόσυνο των εκκλησιαστικών τους προϊσταμένων, οι οποίοι
1 – θα έχουν υπογράψει ως συνοδικοί αρχιερείς ή εγκρίνει ως μη συνοδικοί αρχιερείς ή αποδεχθεί ως λοιποί κληρικοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκ των υστέρων το προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» είτε ως έχει είτε τροποποιημένο (δεδομένου ότι οποιαδήποτε τροποποίησή του μόνο την κατ’ ουσίαν διατήρησή του εγγυάται), το οποίο αναγνωρίζει τη Θρησκευτική Παγκοσμιοποίηση ή την Παναίρεση, κατά τον Άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, του Εωσφορικού Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού,
2 – θα έχουν αποδεχθεί τα ανωτέρω έξι (6) προσυνοδικά κείμενα, αν αυτά δεν έχουν ψηφιστεί ατομικά από όλους τους Συνοδικούς Αρχιερείς και όχι από τις Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, ενώ στην τελευταία περίπτωση οι Συνοδικοί Αρχιερείς θα κληθούν απλώς να τα υπογράψουν χωρίς να τα έχουν ψηφίσει ατομικά,
δυνάμει του 15ου Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ο οποίος είναι Κανόνας εκτελεστικός δογματικών όρων και ως τέτοιος είναι υποχρεωτικής και όχι δυνητικής εφαρμογής, επειδή ακριβώς συνιστά Νόμο της Εκκλησίας, και δεν επιτρέπεται να εφαρμοστεί ο θεσμός της οικονομίας σε σχέση με αυτόν τον Κανόνα επειδή δεν είναι ποιμαντικός.
Προκειμένου να αποφευχθεί η υποχρεωτική εφαρμογή του 15ου Κανόνα της Πρωτοδευτέρας Συνόδου, καλούνται ο Προκαθήμενος και οι λοιποί Εκπρόσωποι της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος:
Α – Να απαιτήσουν την τροποποίηση του Κανονισμού της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα είτε στη Σύναξη των Προκαθημένων η οποία θα προηγηθεί δύο ημέρες πριν την έναρξη των εργασιών της λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου» είτε, αυτό δεν επιτευχθεί εκεί, κατά την έναρξη των εργασιών της ίδιας λεγόμενης «Πανορθόδοξης Συνόδου».
Β – Αν δεν επιτευχθεί εν τέλει η τροποποίηση του Κανονισμού της λεγόμενης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα, τότε να διαφωνήσουν και να καταψηφίσουν όχι μόνο το προσυνοδικό κείμενο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», αλλά και τα υπόλοιπα πέντε (5) προσυνοδικά κείμενα, καθώς και να μην υπογράψουν και τα έξι (6) προσυνοδικά κείμενα.
Υπεύθυνος ύλης Μάριος Ι. Πηλαβάκης. Τόπος εκδόσεως: Θεσσαλονίκη»
ΠΗΓΗ.ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου