Μανώλης Μελινός: Mπάρμπα-Αντώνη, τι θυμάσαι από τον Άγιο;
Αντώνης Λορέντζος: Τον θυμάμαι πολύ αμυδρά. Όταν κοιμήθηκε, εγώ ήμουν εννιά χρονών. Δούλευα κάτω στην Αίγινα.
Στο μαγαζί του πατέρα της κ. Μουτσάτσου. Αφού πέρασαν δυο-τρία χρόνια από την κοίμησή του- το ’23 θαρρώ- με πήρε η «κυρά» μου, η αφεντικίνα μου δηλαδή , και πήγαμε στο μοναστήρι.«Αντωνάκη», μου λέει η κυρά μου, «πήγαινε να προσκυνήσεις τον τάφο του Δεσπότη».
Εγώ θα ‘μουνα 12-13 χρονών. Πήγα. ΄Ητανε το πεύκο εκεί. Ο Άγιος ,εκεί που ήτανε θαμμένος, είχε από πάνω του μια τζαμαρία κι ένα σταυρό. Φαινόταν δηλαδή κανονικά. Εγώ, παιδί τότε, ξανταίνω (σ.σ. σκύβω, γέρνω) βλέπω τον παπά.
Τραβήχτηκα τρομαγμένος. Δεν καταλάβαινα τότε – άπραγο παιδί- τι θα πει δεσπότης, τι θα πει άγιος… Για παπά τον πέρασα. Τρόμαξα, γιατί τον έβλεπα ζωντανό∙ πραγματικά ζωντανό!
Λες κι έβλεπες ένα παπά να κοιμάται. Τόσο χρονών είμαι σήμερα, τέτοιο πράγμα δεν το ξανά ‘δα σε λείψανο. Εδώ η κηδεία γίνεται μια μέρα μετά το θάνατο και βλέπεις το μακαρίτη, που λέει ο λόγος, αγνώριστο.
Ο Άγιος ,δυο-τρία χρόνια μετά την κοίμησή του, δεν φαινόταν νεκρός. Κοιμόταν! Θαρρούσες ότι θα του μιλήσεις και θ’ ανοίξει τα μάτια! …
Τι να σου πω, βρε παιδί μου, τέτοιο πράγμα δεν το ξανά ‘δα. Από τότε πήγαινα ταχτικά.
Πρώτα-πρώτα έτρεχα στον τάφο του και προσκυνούσα. Μετά από πολλά χρόνια, το σκήνωμα έλιωσε. Λένε πως το «χάλασε» το πεύκο. Ποιος ξέρει; Μόνον ο Θεός (σ.σ. ο Θεός θέλοντας να δοξάσει τον Άγιο του, διατήρησε άφθαρτο για πολλά χρόνια το σκήνωμά του.
Στη συνέχεια, ευδόκησε να διαλυθεί, για να ευλογηθούν όλοι οι πιστοί στις εσχατιές της γης, με τα τμήματα των ι. λειψάνων).
Μ. Μελινός: Θυμάσαι τίποτ’ άλλο , μπάρμπα- Αντώνη;
Αν. Λορέντζος: Ναι, θα σου πω κάτι που γίνηκε την εποχή που σου είπα ότι φοβήθηκα∙ το ’23 δηλαδή.
Ήρθε ένας παπάς, παλιός συμφοιτητής του Αγίου , να προσκυνήσει στον τάφο του. Σαν φίλοι που ήτανε… Ώσπου ν’ ανέβει στο μοναστήρι, βραδιάστηκε.
Οι καλόγριες , τηρώντας την εντολή του Αγίου, δεν άφηναν να διανυκτερεύει άντρας μέσα στο μοναστήρι∙ κι ας ήταν ρασοφόρος.
Τι να κάνει ο άνθρωπος- το σεβάστηκε- και πήγε να διανυκτερεύσει στο αλωνάκι, κάτω από το μοναστήρι. Αλωνάρης μήνας, η νύχτα ζεστή.
Πήγε λοιπόν ο παπάς, έστρωσε το ράσο του στ’ άχερα και ξάπλωσε. Καποιά στιγμή λοιπόν, πάει κοντά του ο Άγιος! Πιάσανε κουβέντα.
Ο Άγιος είπε πολλά, για το μοναστήρι, στο φίλο του. Το πρωί, ο παπάς πήγε μέσα κι έκανε λειτουργία.
Μάζεψε ύστερα τις καλόγριες και τους είπε αυτά που έμαθε από τον Άγιο.
Εκείνες τα χάσανε. Τους έλεγε πράγματα σημαδιακά, που ήταν αδύνατο να τα γνωρίζει αλλιώτικα.
Τους είπε τα πάντα που παράγγειλε ο Άγιος γι’ αυτές.
Με δάκρυα στα μάτια, ξαναμπήκαν όλοι μαζί στην εκκλησία και κάνανε Παράκληση. Αυτά τ’ άκουσα με τα’ αυτιά μου.
Μας τα ‘πε η θειά της γυναίκας μου, η Φρόσω η Σκλάβαινα, που ήταν στο μοναστήρι ‘κείνη τη μέρα.
Από το βιβλίο: «ΜΙΛΗΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου