Στις 14 Απριλίου 2012 συμπληρώνονται 68 χρόνια από το φοβερό και αποτρόπαιο γεγονός των ομαδικών εκτελέσεων και απαγχονισμών, από τους γερμανούς κατακτητές και τους συνεργάτες τους, Αγρινιωτών και άλλων συμπατριωτών, έξω από το νεκροταφείο της Αγίας Τριάδας και στην κεντρική πλατεία (τότε Μπέλλου) του Αγρινίου. Παρότι πέρασαν από τότε έξη δεκαετίες το ομαδικό και βάρβαρο έγκλημα της 14ης Απριλίου του 1944 παραμένει σταθερά ως το σπουδαιότερο και ακαταμάχητο σημείο αναφοράς στη σύγχρονη ιστορία του Αγρινίου του 20ου αι. Αυτή η σπουδαιότητα δικαιώνει, τουλάχιστο, την κάθε προσπάθεια (όπως η παρούσα) αφηγηματικής ανάπλασης, του γεγονότος εκείνου, το οποίο παραμένει ανεξίτηλο στη μνήμη των παλαιότερων Αγρινιωτών και μεταδίδεται προφορικά και γραπτά από γενιά σε γενιά.
Οπως αναφέρει στην ανακοίνωσή του ο ίδιος ο Γερμανός στρατιωτικός διοικητής η εκτέλεση ήταν αντίποινα για το σαμποτάζ που είχε προηγηθεί στις 9 Απριλίου λίγο έξω από το χωριό Σταμνά σε τρένο που μετέφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια στις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής στο Αγρίνιο.
Οι Γερμανοί είχαν τεράστιες απώλειες από την πετυχημένη ενέργεια των ανταρτών του ΕΛΑΣ.
Τη νύχτα εκείνη της Μεγάλης Παρασκευής στη γειτονιά της Αγίας Τριάδας δεν ακούγονταν ο πένθιμος ήχος της καμπάνας.Τα χτυπήματα των γκασμάδων π' άνοιγαν φρέσκους τάφους νυχτιάτικα κι ύστερα κοντά στο χάραμα το κροτάλισμα των όπλων τον σκέπαζαν.
Μια κρύα μέρα ξημέρωσε με 120 πατριώτες νεκρούς,θυσία στο βωμό της ελευθερίας της πατρίδας.Ο κατάμαυρος ουρανός και η βροχή,που έπεφτε ασταμάτητα συνέθεταν το τραγικό σκηνικό.
Τις βραδινές ώρες της Μεγάλης Πέμπτης (13 Απριλίου 1944), η φρουρά των φυλακών περιοχής Αγίας Τριάδος Αγρινίου ενισχύθηκε και με στρατιώτες των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και με άτομα της εθνικής μειοδοσίας, των λεγόμενων «ταγμάτων ασφαλείας». Οι κρατούμενοι στις φυλακές ήταν Έλληνες και στο μέγιστο ποσοστό τους αντιστασιακοί. Στους δύο ορόφους ήταν στοιβαγμένοι 450 περίπου πατριώτες κι ανάμεσά τους στελέχη και μέλη εθνικό-απελευθερωτικών οργανώσεων, από το Αγρίνιο, τον Άγιο Κωνσταντίνο και τα περίχωρα. Επίσης 25 περίπου κάτοικοι της Κρυοπηγής Πρέβεζας, ήταν έγκλειστοι στην ίδια φυλακή. Λίγες μέρες πριν και συγκεκριμένα στις 9 Απριλίου 1944, δυνάμεις του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, είχαν στήσει ενέδρα στην περιοχή της Σταμνάς, από όπου περνούσε η αμαξοστοιχία των Σ.Β.Δ.Ε.( που βασικά τότε εξυπηρετούσε τα γερμανικά στρατεύματα).
Επακολούθησε κανονική μάχη. Οι αντάρτες εξουδετέρωσαν, τη γερμανική φρουρά, και κατέστρεψαν τα βαγόνια που μετέφεραν πολεμικό υλικό. Οι Γερμανοί είχαν σημαντικές απώλειες και σε άντρες και σε πολεμοφόδια. Η νικηφόρα και αποτελεσματική πολεμική ενέργεια των ανταρτών δημιούργησε αίσθηση σε ολόκληρη την περιοχή, ανέβασε το ηθικό του σκλαβωμένου πληθυσμού και προκάλεσε σύγχυση στους κατακτητές, οι οποίοι σύμφωνα με την πάγια, τότε, τακτική τους αντέδρασαν τρομοκρατικά, με τις ομαδικές εκτελέσεις Ελλήνων πατριωτών. Έτσι αποφάσισαν να εκτελεστούν 120 (από τους κρατουμένους των φυλακών της Αγίας Τριάδας), για τους 12 σκοτωμένους, σε μάχη με τους αντάρτες, Γερμανούς. Οι έγκλειστοι στις φυλακές πληροφορήθηκαν το γεγονός της αντιστασιακής ενέργειας και περίμεναν την αντίδραση των Γερμανών. Πέρασαν τρεις ημέρες και τρεις νύχτες αγωνίας. Κάποιες πληροφορίες ήταν καθησυχαστικές. Τις διέδιδαν οι συνεργάτες των Γερμανών, οι ταγματασφαλίτες, για ευνόητους λόγους.
Οι συγγενείς των κρατουμένων που πήγαιναν φαγητό στους δικούς τους, τους έλεγαν ψιθυριστά πως μάλλον δεν θα γίνουν εκτελέσεις. Το βράδυ όμως της Μεγάλης Πέμπτης η αγωνία κορυφώθηκε. Δύο στοιχεία συντέλεσαν : η ενίσχυση της φρουράς και το σκάψιμο, σε κοντινή απόσταση, από τις φυλακές. Διάφορες εικασίες κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα κι από αυτί σε αυτί «πιθανώς δεν είναι σκάψιμο λάκου κι αν είναι οι Γερμανοί θέλουν να θάψουν σ αυτόν σκοτωμένους στρατιώτες τους από κάποια άλλη μάχη με τους αντάρτες». Πιθανολογούσαν ακόμη: «Ισως στο λάκκο θέλουν να θάψουν τρόφιμα που σάπισαν στις αποθήκες τους» «Ίσως….. ίσως….ίσως….» Άλλοι πιο ψύχραιμοι έλεγαν: «Ας κοιμηθούμε κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει…κι αν είναι το πρωί να σκοτωθούμε…θα πεθάνουμε για την πατρίδα». Μερικοί, περισσότερο τολμηροί, ξεστόμιζαν το αντιστασιακό σύνθημα της εποχής¨
"Το δέντρο της Ελευθερίας για να μεγαλώσει θα ποτισθεί με…αίμα".
Μετά απ’ αυτές τις πρώτες αντιδράσεις όλοι σχεδόν σιώπησαν. Έπεσαν κατάχαμα και με τα μάτια ορθάνοιχτα, μέσα στο ημίφως, σκέπτονταν τους δικούς τους: Τον πατέρα, την μητέρα, τ’ αδέρφια τους. Όσοι ήταν παντρεμένοι τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Οι νέοι τις αρραβωνιαστικιές και τις αγαπημένες τους. Το συμπέρασμα των σκέψεων όλων, σχεδόν, ήταν γενικό: «Χωρίς θυσίες δεν μπορεί να λευτερωθεί η Πατρίδα».
Σ’ αυτή τη σκέψη κατέληγαν κι αυτή τους δημιούργησε ένα είδος εσωτερικής-εθνικής έξαρσης. Αισθάνονταν κάπως υπερήφανοι για τη…μεταθανάτια δικαίωση τους! Ήταν ένα πρωτοφανέρωτο και καταλυτικό συναίσθημα. Μια μικρή φλόγα, εντός τους και τους ζέστανε! Συνειδητοποίησαν ότι το χειρότερο που είχαν να πάθουν…ήταν η θυσία τους στο βωμό της Ελευθερίας! Έτσι προετοιμάσθηκαν ψυχολογικά και περίμεναν. 450 περίπου πατριώτες περίμεναν… Δεν σημειώθηκε καμία λιποψυχία. Δεν έβαλε τα κλάματα κανένας. Δε λιποθύμησε ουδείς. Περίμεναν…να φέξει η μέρα. Να ξημερώσει 14η Απριλίου του 1944, που αλίμονο έμελε ν’αποβεί μοιραία για το 1/3 σχεδόν, απ’αυτούς. Περίμεναν κι αγωνιούσαν. Δεν το έδειχναν όμως. Ο καθένας προσπαθούσε να κάνει κουράγιο στον άλλον. Όσο περνούσε η ώρα κι όσο ακούγονταν, ακόμα τα «γκαπ»-«γκουπ» των κασμάδων και των τσαπιών, που έσκαβαν, τόσο βεβαιώνονταν ότι οι εκτελέσεις θα γίνονταν. Παραταύτα μια αμυδρή ελπίδα δεν τους εγκατέλειψε ως το τέλος…
Πριν από τα χαράματα, στις 4.45(περίπου), μπήκε στο προαύλιο της φυλακής ο Γερμανός αρχιφύλακας ο τρομερός λοχίας Καρλ Βέρνερ. Τον συνόδευε μία μικρή ομάδα από τους εθελοντές ταγματασφαλίτες. Με δυνατή φωνή και ξενική προφορά ξεφώνισε τρία επίθετα: Αναστασιάδης, Σαλάκος, Σούλος. Ακούσθηκαν με τη σειρά τρία σταθερά παρών, παρών, παρών. Διατάχθηκαν να προχωρήσουν προς την εξωτερική πύλη της φυλακής. Και οι τρεις προχώρησαν. Βάδιζαν με βήμα κάπως γοργό προς το…άγνωστο. Κανείς τους δεν ήξερε ακριβώς τι τους περίμενε. Λίγο προτού δρασκελίσουν την εσωτερική πόρτα του προαυλίου, έστρεψαν τα κεφάλια τους προς τα σιδερόφρακτα παράθυρα της φυλακής και φώναξαν σχεδόν ταυτόχρονα:
«Γεια σας παιδιά, χαιρετισμούς στους δικούς μας…»
Με σπρωξιές οι Γερμανοί και οι ταγματασφαλίτες τους ανέβασαν σ’ένα στρατιωτικό καμιόνι που ήταν σταματημένο στο δρόμο. Μαζί τους ανέβηκαν και οι φρουροί. Ο οδηγός ήταν στη θέση του. Πάτησε «Γκαζ» και το αυτοκίνητο κατηφόρισε προς την οδό Μακρή. Στη διασταύρωση έστριψε αριστερά και προχώρησε προς την οδό Χαριλάου Τρικούπη την οποία ακολούθησε στρίβοντας δεξιά με κατεύθυνση προς την κεντρική πλατεία (Μπέλλου ονομαζόταν τότε). Στάθμευσε έξω από το σημερινό καφεζαχαροπλαστείο «Ματραλη».
Δύο από τους φρουρούς, κρατώντας από τα μπράτσα σφιχτά τον πατριώτη Αβραάμ Αναστασιάδη, κατέβηκαν μαζί του. Προχώρησαν προς τον φανοστάτη που βρισκόταν στη νοτιοδυτική γωνία της πλατείας. Μόλις έφτασαν εκεί «κουκούλωσαν» με μία μαξιλαροθήκη το κεφάλι του Αναστασιάδη και τον ανέβασαν σ’ένα σκαμνί που είχε τοποθετηθεί εκεί. Ο βρόχος ήταν έτοιμος και κρεμόταν από το σιδερένιο «στεφάνι» του φανοστάτη». Τον πέρασαν στο λαιμό του κι αφού βεβαιώθηκαν ότι ακόμα ακουμπά καλά γύρω-γύρω. έδωσαν μία κλωτσιά στο σκαμνί. Το σώμα του Αναστασιάδη αιωρήθηκε στο κενό. Σε λίγο έμεινε ακίνητο.
Μια άλλη μικρή ομάδα κατέβασε βιαστικά από το καμιόνι τους δυο άλλους. Τον Πάνο Σούλο και τον Χρ. Σαλάκο. Με την ενίσχυση εθελοντών ταγματασφαλιτών η ομάδα αύξησε τη δύναμή της και χωρίσθηκε σε δυο μικρότερες. Η μία πήρε μαζί της τον Πάνο Σούλο και κατευθύνθηκε προς τον φανοστάτη της νοτιοανατολικής γωνίας της πλατείας και η άλλη με το Χρήστο Σαλάκο προς τον αντίστοιχο της βορειο-ανατολικής γωνίας. Η διαδικασία απαγχονισμού του Πάνου Σούλου δεν αργοπόρησε. Σε πέντε λεπτά περίπου, το σώμα του κρεμόταν στο κενό…Με το Σαλάκο όμως τα πράγματα για τους δήμιους παρουσίασαν μιαν άλλη έκφανση που δεν την περίμεναν. Ο Σαλάκος, προτού του βάλουν τη μαξιλαροθήκη διέκρινε μέσα στο σκοτάδι τον διαβόητο ανθυπολοχαγό των ταγματασφαλιτών Γεωργόπουλο και φώναξε προς το μέρος του: «Θα εκδικηθεί το θάνατό μου ο λαός του Αγρινίου. Ζήτω το Ε.Α.Μ.». Ο Γεωργόπουλος αντέδρασε με την υβριστική φράση: «Σκάσε παλιοκάθαρμα» κι όρμησε και κλώτσησε ο ίδιος το σκαμνί… Σε λίγο όλα στην πλατεία «Μπέλλου» ήταν ήσυχα…. Τα τρία κορμιά των πατριωτών κρέμονταν άψυχα από τους σβηστούς φανοστάτες. Απ’αυτά όμως έβγαινε κι από μια φωτεινή δέσμη, που ξεκινούσε από τα σκηνώματά τους…κι ανέβαινε, κι ανέβαινε…προς τα ύψη για να συναντήσει το ανέσπερο ελληνικό Φώς!
Ενδιάμεσα, στις φυλακές Αγίας Τριάδας, διαδραματίζονταν άλλα τραγικά γεγονότα…Αρχικά ένας αρχιφύλακας των ταγματασφαλιτών, διέταξε όλους τους κρατούμενους να βγουν στο προαύλιο, να βγάλουν όλα τα ρούχα τους και να μείνουν με τα εσώβρακα. Έγινε από Γερμανούς της φρουράς κι από εθελοντές ταγματασφαλίτες επιθεώρηση και έρευνα στα ρούχα (μήπως κρύβονταν σ’αυτά: πυροβόλα όπλα, μαχαίρια, σουγιάδες, ξυράφια κι άλλα αιχμηρά αντικείμενα). Φόβος τους διακατείχε μήπως αργότερα (κατά τις εκτελέσεις) ξεχυθεί κάποιος η κάποιοι και ορμήσουν για να ξεκοιλιάσουν τους εκτελεστές. Μετά την άκαρπη επιθεώρηση-έρευνα τους άφησαν έτσι ημίγυμνους αρκετή ώρα.
Είχε αρχίσει να γλυκοχαράζει όταν στις έξι (περίπου) ο Γερμανός αρχιφύλακας Καρλ Βέρνερ μαζί με κάποιους ταγματασφαλίτες ξαναμπήκε στο προαύλιο της φυλακής. Διέταξε να βγουν έξω όλοι οι κρατούμενοι και να μπουν στη Γραμμή. Σε λίγο κατέφθασαν δύο Γερμανοί αξιωματικοί των S.S. και ο υπολοχαγός των ταγματασφαλιτών Μπλέσσας (Σύνδεσμος Γερμανών και του τάγματος ασφάλειας)
Ο ένας από τους Γερμανούς αξιωματικούς άρχισε να εκφωνεί με «σπασμένα» ελληνικά (αρκετά καθαρά όμως) ονοματεπώνυμα από έναν κατάλογο που κρατούσε στα χέρια του. Μόλις συμπληρώθηκε η πρώτη δεκάδα ο ταγματασφαλίτης υπολοχαγός Μπλέσσας διέταξε τους εθελοντές ταγματασφαλίτες που τον συνόδευαν να οδηγήσουν τους δέκα εκεί που ήξεραν… Σε λίγο η εκφώνηση των ονομάτων συνεχίσθηκε. Τότε ακούσθηκαν αλλεπάλληλοι-ρυθμικοί πυροβολισμοί από γερμανικά μυδράλια.
Οι κρατούμενοι πάγωσαν. Παραταύτα δεν λιποψύχησαν. Το απόσπασμα επέστρεψε και παρέλαβε και τη δεύτερη δεκάδα. Το ίδιο έγινε συνολικά 12 φορές. Σε κάποια δεκάδα βρέθηκε ανάμεσα στους άνδρες και μια –η μοναδική- γυναίκα. Ήταν η Κατίνα Χατζάρα. Βάδισε κι αυτή προς τη θυσία-για την Πατρίδα- αγέρωχη και θαρραλέα! Ο Αγρινιώτης αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης Απόστολος Γεωργούλας, 21ετών τότε, βρέθηκε σε μια από τις τελευταίες δεκάδες. Ο Γεωργούλας είχε γλιτώσει (χωρίς να το ξέρει εκείνη την ώρα) από την κρεμάλα. Ο τέταρτος φανοστάτης της πλατείας προοριζόταν γι’ αυτόν. Τη στιγμή που βάδιζε μαζί με άλλους εννιά για να σταθούν στο χείλος του ορύγματος ώστε μετά τον τουφεκισμό να πέσουν μέσα ή έστω πολύ κοντά, ένας απλός Γερμανός της φρουράς των φυλακών είδε τον Γεωργούλα να βαδίζει προς το θάνατο και λυπήθηκε. Έτρεξε προς τον επικεφαλή Γερμανό αξιωματικό τον πλησίασε και του μιλούσε παρακλητικά. Τ’ αυτιά των μελλοθάνατων αλλά και του Γεωργούλα συλλάμβαναν μερικές λέξεις: «Απόστολο Γκουτ». «Απόστολο Μουζίκ-κιτάρα». «Απόστολο νιξ κομμουνίστ». Ο αξιωματικός κάτι έλεγε στον στρατιώτη σε τόνο αυστηρό. Ο απλός όμως Γερμανός φαντάρος επέμενε και επαναλάμβανε περίπου τα ίδια αλλά περισσότερο παρακλητικά. Όταν είδε τη σκηνή αυτή ένας από τους «επιστρατευμένους» του τάγματος ασφάλειας και συγκεκριμένα ο Κώστας Χρυσανθακόπουλος (κουμπάρος των Γεωργουλαίων), πλησίασε το Γερμανό αξιωματικό και μιλώντας του άπταιστα…ελληνικά αλλά και με νοήματα και κάποιες γερμανικές λέξεις, του έδωσε να καταλάβει ότι συμφωνεί με το Γερμανό φαντάρο. Ταυτόχρονα επαναλάμβανε και ο ίδιος «Απόστολο Γκουτ», «Απόστολο νιξ Κομμουνίστ»…
Ο αξιωματικός στην αρχή ήταν αρνητικός, σε λίγο έδειξε ότι προβληματιζόταν, τέλος και αφού οι παρακλήσεις συνεχίζονταν κι από τους δυο: Γερμανό και Έλληνα, διέταξε να βγάλουν από τη σειρά το Απόστολο Γεωργούλα. Τον οδήγησαν όμως στη φυλακή. Μετά από ολίγες μέρες τον άφησαν ελεύθερο. Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί την «ελευθερία» και να προετοιμάσει την έξοδό του για να βουνά, όπου οι Αντάρτες διαβιούσαν τα τρία αδέρφια του, τον ξανάπιασαν και τον ξανάκλεισαν στη φυλακή. Βγήκε τελικά όταν απελευθερώθηκε το Αγρίνιο (14 Σεπτεμβρίου 1944)
Δεν ήταν όμως ο μοναδικός που γλίτωσε απ’τις ομαδικές εκέινες εκτελέσεις της Μεγάλης-Ματωμένης εκείνης Παρασκευής (14 Απριλίου 1944). Αρκετούς έβγαλαν από τη σειρά οι ίδιοι οι Γερμανοί (λόγω αναπηρίας, ηλικίας ή εμφανούς ασθένειας). Ενώ για συγκεκριμένους (μετά από το επεισόδιο με το Γεωργούλα), έσπευσαν να εγγυηθούν Αγρινιώτες από τους «επιστρατευμένους» στο τάγμα ασφαλείας που βρισκόταν εκεί για «Υπηρεσία». Έτσι ο αριθμός των εκτελεσμένων μειώθηκε από 120 (που αναφέρεται στην ανακοίνωση των Γερμανών), σε 103 περίπου και τούτο επειδή ποτέ δεν εξακριβώθηκε (παρά τις έρευνες) ο ακριβής αριθμός των εκτελεσθέντων. Τότε, όσο διαρκούσε η κατοχή, οι οικογένειες δεν δήλωσαν την εκτέλεση από φόβο. Το ίδιο συνέβαινε για μερικούς και μετά την απελευθέρωση επειδή οι εκτελεσμένοι είχαν χαρακτηρισθεί (από τους Γερμανούς στην επίσημη ανακοίνωσή τους) ως Κομμουνιστές.
Το μεγάλο ομαδικό έγκλημα διαδόθηκε αμέσως στην πόλη του Αγρινίου, κυρίως από τους γείτονες που τα σπίτια τους είχαν οπτική προσπέλαση με τον τόπο του μαρτυρίου. Παρακολουθούσαν «σκιαγμένοι» και με πόνο ψυχής τα τεκταινόμενα πίσω από τις κλειστές γρίλιες των παραθύρων τους. Αρκετοί όμως συγγενείς που είχαν κρατουμένους στη φυλακή και ειδικότερα οι μανάδες τους, έτρεξαν-ύστερα από τις εξακολουθητικές ριπές των γερμανικών μυδραλίων-που ακούγονταν σ’ ολόκληρο το Αγρίνιο, στη φυλακή της Αγίας Τριάδας για να μάθουν… Εκεί άλλοι μάθαιναν ότι οι δικοί τους είχαν κιόλας εκτελεσθεί, άλλοι τους έβλεπαν από μακριά να τους οδηγούν για εκτέλεση κι άλλοι βρίσκονταν σ’ αγωνία αν θ’ ακολουθούσαν και οι δικοί τους την τύχη των άλλων…Ορισμένες μανάδες όταν βεβαιώθηκαν ότι τα παιδιά τους είχαν εκτελεσθεί πήραν το δρόμο της επιστροφής για τα σπίτια τους (αφού δεν τις άφηναν να πλησιάσουν στο χώρο του ομαδικού τάφου). Περνούσαν από τους δρόμους κλαίγοντας γοερά τραβώντας τα μαλλιά τους και χτυπώντας το στήθος τους.
Γνωστοί Αγρινιώτες είδαν κι άκουσαν (πίσω από τις κλειστές γρίλιες των παραθυριών τους), να περνάν ολοφυρόμενες τις μανάδες του Μαργιώλη, του Τζαμίλη, του Κασσαγιάννη, του Αλεξανδρή, του Χατζηλευτέρη και άλλων. Βγήκαν στην πλατεία και είδαν κρεμασμένο (κι αγκάλιασαν τα πόδια του), τον αδερφό τους οι αδελφές του Πάνου Σούλου, καθώς και η αδερφή του Χρήστου Σαλάκου. Επίσης η γυναίκα, η θυγατέρα και ο μικρός γιος του Αβραάμ Αναστασιάδη είδαν σύζυγο και πατέρα κρεμασμένο στην πλατεία και γονάτισαν μπροστά στο άψυχο σώμα του!
Η Μεγάλη αλλά ματωμένη εκείνη Παρασκευή ήταν συννεφιασμένη και βροχερή. Μια βροχή όμως ψιλή κι απαλή σαν κλάμα βουβό τ’ουρανού…Όσοι πήγαν το απόγευμα (το βράδυ δεν επιτρεπόταν η κυκλοφορία) στις εκκλησίες για να προσκυνήσουν τους επιτάφιους, θρηνούσαν τους πατριώτες που είχαν εκτελεσθεί το πρωί. Τους «τοποθετούσαν» νοερά πλάι στον Ιησού Χριστό που βρισκόταν ακόμα στο σταυρό Του. Σε 48 ώρες από τις εκτελέσεις και τους απαγχονισμούς των πατριωτών ξημέρωσε η Κυριακή του Πάσχα. Ένα Πάσχα όμως διαφορετικό, μουντό και θλιμμένο για όλους. Οι Αγρινιώτες αντέδρασαν στο φοβερό και σταθμικό (για την σύγχρονη ιστορία τους) γεγονός σιωπηλά…με μια όμως παθητική αλλά γενική αντίσταση:
Δεν άναψε σε καμιά αυλή φωτιά.
Δεν ψήθηκε κανένα αρνί.
ΜΕΡΙΚΑ ΑΠΟ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΤΗΚΑΝ ΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ 1944.
Αγγελάκης Γεώργιος,
Αδάμος Παναγιώτης,
Αλεξανδρής Κων/νος,
Αναστασιάδης Αβραάμ,
Αναστασίου Χρήστος,
Αντωνόπουλος Γεράσιμος,
Βίτσας Ιωάννης,
Βλάχας Αλέξανδρος (απο την Κατούνα) ,
Βλάχος Δημήτριος,
Γιάγκας Σπύρος,
Γιαννακάς Σπύρος,
Γράψας Βασίλειος,
Γυφτομήτρος Γεώργιος,
Δανιάς Γεώργιος,
Διαμαντής Γεώργιος,
Διαμαντής Ευάγγελος,
Ζήκας Βασίλειος,
Ζήκας Κων/νος,
Ζήκας Μιχάλης,
Καβγιούλας Ιωάννης,
Καλαμπόκας Γεώργιος,
Καλλίμαχος Σωτήριος,
Καλυβγιώτης Κων/νος,
Καρέλλος Θεόδωρος (απο την Κατούνα) ,
Καρφής Γεώργιος,
Κασαγιάννης Παναγιώτης,
Κατσάμπαλος Νικόλαος,
Κατσαρός Γεώργιος,
Κίτσος Χρήστος,
Κοκορόμπας Γεώργιος (απο την Κατούνα) ,
Κολοβός Χαράλαμπος,
Κουκουμέλας Βασίλειος,
Κουρούπης Αντ’ωνιος,
Κούτρης Ευάγγελος,
Κυρελής Χρήστος,
Μαργιώλης Βασίλειος,
Μιχαλόπουλος Δημοσθένης,
Μπαρτσώκας Σταύρος,
Μπέλος Δημήτριος,
Μπλίτσας Κων/νος (απο την Κατούνα) ,
Νιάφας Απόστολος,
Νικολάου Χρήστος,
Ντελής Αλέξανδρος,
Ντελής Ιωάννης,
Ντελής Χρήστος,
Πανής Γεώργιος,
Πανής Ευάγγελος,
Παπαδήμας Σταύρος,
Παπαευθυμίου Ανδρέας,
Παπακωνσταντής Χρήστος (απο την Κατούνα) ,
Παπανίκος Ιωάννης,
Παπαπάνος Γεώργιος,
Παππάς Δημήτριος,
Παππάς Διονύσιος,
Παππάς Ιωάννης,
Παππάς Χαράλαμπος,
Πατσαούρας Γεώργιος,
Σαλάκος Χρήστος,
Σαμαντάς Χρήστος (απο την Κατούνα) ,
Σβόλης Χρήστος,
Σισμάνης Φώτιος,
Σκαρλάτος Ιωάννης,
Σκιαδάς Κων/νος,
Σοπικιώτης Βασίλειος,
Σοπικιώτης Νικηφόρος,
Σοπικιώτης Χαράλαμπος,
Σούλος Παναγιώτης,
Σταμούλης Τσιτσώνης (από την Κατούνα) ,
Σταυράκης Χριστόφορος,
Σταυρόπουλος Σπύρος,
Σωκρατάκης Παναγιώτης,
Ταμπάκης Κων/νος (απο την Κατούνα) ,
Τζαμίλης Αντώνιος,
Τζίμας Γεώργιος,
Τζίμας Σπύρος,
Τσικώνης Γεράσιμος (απο την Κατούνα) ,
Τσίπης Βασίλειος,
Τσίρκας Κων/νος
Τσιτσώνης Σταμούλης,
Τσούτσης Δημήτριος,
Τσούτσης Μιλτιάδης,
Τσούτσης Μιχάλης,
Τσούτσης Χαράλαμπος,
Χαραλαμπίδης Παρασκευάς,
Χατζάρα Κατίνα,
Χατζηελευθερίου Νικόλαος,
Χολέβας Γεώργιος,
Χρήστου Αριστείδης,
Χριστάκης Γεώργιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου