Μια κοπέλα ευγενής και ωραία, που καταγόταν από την Καππαδοκία, ήταν αρραβωνιασμένη. Έπειτα μετάνιωσε η νέα και δεν τον ήθελε τον μνηστήρα. Αλλά για να μη την ενοχλεί εκείνος, έφυγε και πήγε στο Μοναστήρι, που ήταν Ηγουμένη η Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, κοντά στην Κωνσταντινούπολη και εκεί μόνασε.
Ο μνηστήρας της δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να την βγάλει από το Μοναστήρι. Ήταν μεθυσμένος από τον έρωτα. Γι αυτό βρήκε ένα μεγάλο μάγο και του έταξε πολλά χρήματα, αν θα μπορούσε να καταφέρει τη νέα με τα μάγια του, να εγκαταλείψει το Μοναστήρι και να γίνει γυναίκα του.
Ο μάγος εκεί στην Καππαδοκία έκανε τα μάγια του και η γυναίκα βγήκε από τις φρένες της. Γύριζε όλο το Μοναστήρι και φώναζε τον μνηστήρα με το όνομά του. Ορκιζόταν δε, ότι εάν δεν της ανοίξουν την πόρτα να πάει να τον βρει, θα πνιγόταν. Η Όσια Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου, η Ηγουμένη την έβλεπε σ αυτήν την κατάσταση, έκλαιγε και έλεγε:
-Αλλοίμονο σε μένα την άθλια, διότι διά την αμέλεια των βοσκών αρπάζουν οι λύκοι τα πρόβατα. Αλλά, πονηρέ διάβολε, άδικα κοπιάζεις. Ο Χριστός δεν θα σε αφήσει να καταπιείς την αμνάδα μου.
Τότε συγκέντρωσε όλη την αδελφότητα και τις δίδαξε να φυλάσσονται από τις πανουργίες του δαίμονος. Διέταξε κατόπιν να νηστέψουν όλες όλη την εβδομάδα και να προσεύχονται. Να κάμνουν δε διά την πάσχουσα αδελφή κάθε μέρα χίλιες μετάνοιες. Έτσι προσεύχονταν η κάθε μία στο κελί της.
Την τρίτη νύχτα βλέπει η Αγία Ειρήνη εκεί, που προσευχόταν τα μεσάνυχτα, μπροστά της τον Μέγα Βασίλειο, που της είπε:
-Γιατί μας ονειδίζεις Ειρήνη, ότι αφήνομαι και γίνονται στην πατρίδα μας τα φοβερά και ανόσια μάγια; Όταν ξημερώσει, πάρε την άρρωστη μαθήτριά σου και να την πας εις τας Βλαχέρνας. Εκεί θα έλθει να την θεραπεύσει η Μητέρα του Δεσπότου Χριστού, που έχει τη δύναμη.
Ο Άγιος αμέσως έγινε άφαντος. Η Αγία πήρε την πάσχουσα και δύο αδελφές, τις εναρετώτερες και πήγε στον Ναό των Βλαχερνών. Εκεί προσευχόταν όλη την ήμερα με δάκρυα.
Το μεσονύκτιο όμως από τον κόπο αποκοιμήθηκαν.
Τότε βλέπει στον ύπνο της η Αγία πολύ λαό, που ετοίμαζαν τους δρόμους. Ήταν χρυσοφορεμένοι, ολόφωτοι και ραντίζανε με ευωδέστατα άνθη και θύμιαζαν. Η Αγία τους ρώτησε, γιατί έκαμναν τόση ετοιμασία. Εκείνοι αποκρίθηκαν.
-Η Μήτηρ του Θεού έρχεται. Ετοιμάσου και συ ν’ αξιωθείς να την προσκυνήσεις.
Τότε έφτασε η Παντάνασσα. Την ακολουθούσε πλήθος αμέτρητο αστραποφόρων, το δε θειο και σεβάσμιο πρόσωπο της έχυνε τόσο λάμψη, που δεν μπορούσε να το βλέπει άνθρωπος. Όταν είδε όλους τους εκεί αρρώστους η Παναγία, ήλθε και στην άρρωστη μαθήτρια της Ειρήνης. Η Ηγουμένη πέφτει στα πόδια της Παναγίας φοβισμένη και έντρομη.
Άκουσε όμως ότι η Θεοτόκος φώναξε τον Μέγα Βασίλειο και τον ρώτησε για την Ειρήνη, τι χρειαζόταν. Εκείνος της εξέθεσε όλη την υπόθεση της νέας.
-Καλέστε την Αναστασία, είπε η Παναγία.
Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια έφθασε αμέσως. Τότε η Θεοτόκος της είπε:
-Πηγαίνετε στην Καισαρεία με τον Βασίλειο, εξετάστε με επιμέλεια και να θεραπεύσετε αυτήν την κόρη της, διότι σε σένα ο Υιός και Θεός μου χάρισε αυτήν την χάριν.
Κατόπιν προσκύνησαν την Παναγία η Αγία Αναστασία και ο Μέγας Βασίλειος και αναχώρησαν εσπευσμένως να εκτελέσουν την εντολή. Άκουσε δε και η Όσια Ηγουμένη μια φωνή, που της έλεγε:
-Πήγαινε στο Μοναστήρι σου, εκεί θα θεραπευτεί.
Όταν η Χρυσοβαλάντου ξύπνησε, φανέρωσε και στις άλλες μοναχές το όραμα και αναχώρησαν χαρούμενες. Ήταν Παρασκευή και την ώρα του Εσπερινού μαζεύτηκαν όλες στο Ναό. Η Όσια τους διηγήθηκε την οπτασία και τις διέταξε να σηκώσουν μάτια και χέρια στον Ουρανό και να λέγουν από την καρδιά τους το Κύριε ελέησον.
Έπειτα από πολλή ώρα προσευχής με δάκρυα, φάνηκαν στον αέρα πετώντας η Αναστασία η Φαρμακολύτρια και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος της είπε:
-Άπλωσε, Ειρήνη τα χέρια σου. Δέξου αυτά και μη μας ονειδίζεις άδικα.
Αυτό της το είπε, διότι η Όσια Χρυσοβαλάντου προσευχόταν στην εικόνα του και του έλεγε να διώξει τους Μάγους από την Καισάρεια. Άπλωσε τότε τα χέρια της και πήρε ένα δέμα, που ερχόταν από τον αέρα και το οποίον ζύγιζε τρεις λίτρες.
Όταν όμως το έλυσε, βρήκαν μέσα διάφορα μαγικά: σπόγγους, τρίχες, μολύβια, δεσίματα και γραμμένα ονόματα δαιμόνων, ιδιαιτέρως όμως είχαν δύο μικρά αγαλματάκια από μολύβι. Το ένα ήτο του ανδρός το ομοίωμα και το άλλο της μοναχής. Ήταν δε το ένα με το άλλο κολλημένα, σαν να αμάρταναν. Οι μοναχές θαύμασαν και όλη την νύχτα ευχαριστούσαν την Θεοτόκο.
Το πρωί έστειλε η Ηγουμένη στις Βλαχέρνες δύο μοναχές και την πάσχουσα. Έδωσε συγχρόνως εις αυτές και τα προαναφερθέντα μαγικά, καθώς και λάδι με πρόσφορον, για να λειτουργήσει ο Προσμονάριος.
Αυτός μετά την θεία Λειτουργία έχρισε την άρρωστη από το λάδι της κανδήλας. Έπειτα έβαλε τα μαγικά επάνω στα αναμμένα κάρβουνα. Την ώρα δε που καιγόταν εκείνα, λύνονταν και τα αόρατα δεσμά της μοναχής. Ήλθε τότε στο μυαλό της και δόξαζε τον Θεό, που την απάλλαξε.
Όταν όμως διαλύθηκαν τελείως τα μολυβένια αγάλματα, έβγαιναν φωνές μεγάλες από τα κάρβουνα, όπως κάνουν οι χοίροι, όταν τους σφάζουν.
Όσοι ήταν παρόντες και έβλεπαν και άκουγαν αυτά, φύγανε έντρομοι, δοξάζοντες τον Θεό, που κάμνει τέτοια θαυμάσια. Κατόπιν επέστρεψαν οι μοναχές στο Μοναστήρι και διηγιόνταν στις άλλες τα συμβάντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου