«Εχάρησαν ουν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον» (Ιωάν. 20, 21)
α. Πρώτη Κυριακή μετά την Ανάσταση του Κυρίου – Αντίπασχα ονομαζόμενη – και όπως είναι γνωστό από σήμερα αρχίζει η ανακύκληση της εορτής του Πάσχα, ώστε αυτό να προσδιορίζει και όλη την εκκλησιαστική χρονιά: κάθε Κυριακή την Ανάσταση του Κυρίου εορτάζουμε. Τα περιστατικά του Ευαγγελικού αναγνώσματος ακολουθούν τη χρονολογική σειρά καταγραφής τους: ο φόβος των
κεκλεισμένων λόγω των Ιουδαίων μαθητών, η εμφάνιση του Κυρίου και η χαρά αυτών από την Ανάστασή Του, η μετάδοση της ειρήνης του Κυρίου στους μαθητές και η εξουσία που τους δίδει για να συγχωρούν ή όχι τις αμαρτίες των ανθρώπων, η απιστία του Θωμά, η εμφάνιση και πάλι του Κυρίου παρόντος του Θωμά και η σωτήρια ομολογία αυτού, οι προτροπές του Κυρίου. Τα συναισθήματα των μαθητών ενώπιον του αναστημένου Χριστού είναι εκείνα που ιδιαιτέρως χρειάζεται να σχολιάσουμε: «εχάρησαν οι μαθηταί ιδόντες τον Κύριον». β. 1. Δεν λέμε κάτι πρωτότυπο αν ισχυριστούμε ότι η χαρά αποτελεί την επιδίωξη του κάθε ανθρώπου επί της γης. Τη χαρά και την ευτυχία επιζητεί κάθε άνθρωπος σε ό,τι κι αν κάνει. Κι αυτό γιατί δημιουργήθηκε από τον Θεό προκειμένου να μετάσχει στη χαρά του ίδιου του Θεού. Η έλλειψη μάλιστα της χαράς, η θλίψη και η στενοχώρια συνιστούν διαχρονικά το τίμημα της ανυπακοής του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν», όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως, του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε ότι ο Κάιν εξαιτίας του φόνου που έκανε στον αδελφό του Άβελ δέχεται την επέμβαση από τον Θεό: «Σκυθρώπιασες γιατί σκότωσες τον αδελφό σου. Κάνε το καλό και θα ξαναβρείς τη χαρά». 2. Δυστυχώς όμως και σήμερα οι άνθρωποι αναζητούμε τη χαρά εκεί που υπάρχει τις περισσότερες φορές η αμαρτία. Συνεχίζουμε δηλαδή να υπηρετούμε τα πάθη μας – τα σωματικά και τα ψυχικά - πιστεύοντας ότι έτσι θα έλθει η χαρά στη ζωή μας, σαν τον Κάιν που θέλησε να εκδικηθεί, σαν τον άφρονα πλούσιο της γνωστής παραβολής ο οποίος ευφραινόταν καθημερινά λαμπρώς εις βάρος όμως του πλησίον του, κι έτσι αποδεικνυόμαστε τυφλοί στο αυτονόητο: όπου υπάρχει αμαρτία εκεί δεν υπάρχει η αληθινή χαρά. Κι όχι μόνο δεν υπάρχει χαρά, αλλά αυξάνεται διαρκώς και η έλλειψή της, δηλαδή αυξάνεται διαρκώς η θλίψη και η μελαγχολία και ο πνιγμός της ψυχής - καταστάσεις κυριολεκτικά κόλασης - γιατί συνεχίζουμε ασυνείδητα ή ενσυνείδητα να αμαρτάνουμε. Αυτό δεν συνιστά και την τραγωδία του ανθρώπου σε κάθε εποχή, όπως την είδε διορατικά και ο άγιος αββάς του Γεροντικού: να προσπαθεί να σηκώσει ανεπιτυχώς ένα φορτίο ξύλα κάποιος άνθρωπος και αντί να μειώσει το ασήκωτο γι’ αυτόν φορτίο, αυτός να προσθέτει και νέο φορτίο; 3. Η χαρά πράγματι υπάρχει, η αληθινή και βαθειά και αναφαίρετη, εκεί όμως που είναι η πηγή της: στον αληθινό Θεό. Ο Τριαδικός Θεός μας τον Οποίο φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, Αυτός είναι η πηγή της αληθινής ευτυχίας και χαράς, γιατί Αυτός συνιστά το πλήρωμα της ζωής και της αγάπης. Για να χαρεί κανείς - ξανατονίζουμε: αληθινά και βαθειά και αναφαίρετα, δηλαδή στο βάθος του είναι μας, στην ίδια την καρδιά μας - πρέπει να υπερβεί ό,τι προκαλεί φόβο, δηλαδή τον ίδιο τον θάνατο, να βρεθεί κυριολεκτικά μέσα στην ίδια τη Ζωή, να λουστεί από τα κύματα της αγάπης που χαρακτηρίζει αυτήν τη Ζωή. Πού αλλού μπορεί κανείς να αναζητήσει αυτά πέραν του Κυρίου που πάτησε τον θάνατο και πρόσφερε την περίσσια ζωής που έχει ως Θεός; «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν»! Κι αυτή η ζωή είναι συνυφασμένη με την Αγάπη. Ζωή και Αγάπη συνυπάρχουν, κι αυτά τα δωρίζει μόνον Αυτός που τα έχει, καλύτερα: Αυτός που ε ί ν α ι και τα δύο. Ο Κύριος είναι η Ζωή, ο Κύριος είναι η Αγάπη, γι’ αυτό και προσφέροντάς τα σ’ εκείνον που θα θελήσει να Τον πιστέψει και να συνδεθεί μαζί Του, του προσφέρει και την ειρήνη Του, «την πάντα νουν υπερέχουσαν», η οποία καθιστά την καρδιά του πιστού ανθρώπου έναν παράδεισο. Γι’ αυτό και αφενός οι μαθητές του Κυρίου χάρηκαν όταν Τον είδαν μέσα στη λάμψη της ζωής, αφετέρου Εκείνος τους έδωσε την ειρήνη Του. «Ειρήνη υμίν». Αληθινή χαρά λοιπόν σημαίνει ζωντανή πίστη στον Χριστό, βίωση της παρουσίας Του ως ζωής που κατανικά τον θάνατο, απόλαυση της ειρήνης Του που μεταγγίζεται στην ψυχή και στο σώμα του ανθρώπου, αίσθηση κατά συνέπεια της αγάπης Του η οποία γίνεται η κινητήρια δύναμη για να προσφερθεί ως αντίδωρο στους αδελφούς του Κυρίου, τους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.
4. Κι αυτά είναι τα γνωρίσματα της αληθινής παρουσίας του Κυρίου, τα οποία κρίνουν και όλα εκείνα που μπορεί να αποπροσανατολίσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν σε σύγχυση του νου και σε υποταγή στον διάβολο: εννοούμε τα όνειρα, τα οράματα, τα διάφορα θαύματα. Αν τα τελευταία αυτά δεν αυξάνουν την πίστη στον Χριστό, δεν φέρνουν την ειρήνη και τη χαρά Εκείνου, δεν δημιουργούν συνεπώς κλίμα αγάπης και ταπείνωσης, τότε δεν είναι εξ Αυτού. Δουλεύουν στον Πονηρό ο οποίος μετασχηματιζόμενος και «ως άγγελος φωτός» σπέρνει την ταραχή, τη σκοτεινιά του νου, την υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας μάς λένε ότι με πολλή προσοχή πρέπει να αντιμετωπίζουμε πάντοτε τέτοιες καταστάσεις και να μη τις δίνουμε καμία σημασία. Γιατί όχι μόνο δεν είναι εκ Θεού και συνεπώς σωτήρια, αλλά οδηγούν στην καταστροφή.
γ. Αν θέλουμε χαρά στη ζωή μας πρέπει να συνδεθούμε με τον Χριστό και Αυτόν να βλέπουμε αδιάκοπα. Η πίστη σ’ Αυτόν είναι η σωστή όρασή Του στη ζωή αυτή, όπως το βεβαίωσε ο Ίδιος: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Κι αυτό ασφαλώς σημαίνει επιμονή και υπομονή στη ζωή της Εκκλησίας που είναι το ζωντανό σώμα Εκείνου. Στην επιμονή και υπομονή αυτή διαπιστώνουμε ότι η χαρά υπάρχει ακόμη και μέσα στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, αφού τίποτε δεν υπάρχει που μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Όσο ο πιστός ζει την αγάπη του Χριστού, τόσο και θα χαίρεται καρδιακά, προσδοκώντας βεβαίως την πληρότητα της υπέρ φύσιν αυτής χαράς που έρχεται από το μέλλον, από τον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης» Ιησού Χριστό και την ένδοξη Βασιλεία Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου