Αυτές τις μέρες κάνω παρέα με τον παπα Φώτη, διαβάζοντας τον βίο του στο βιβλίο "Παπα-Φώτης Λαυριώτης, Σημείον Αντιλεγόμενον", του π. Θ. Χριστοδούλου.
Ο παπα Φώτης είναι γνωστός για την εν Χριστώ "αλητεία " του, έχουν γραφεί πολλά για κείνον ακόμη και ενόσω ζούσε και είναι καλή συντροφιά στις μέρες μας, που περίσεψε το "δήθεν" και η πολυπραγμοσύνη της υποκρισίας.
Πολλοί τον λένε ήδη άγιο. Ίσως και να είναι. Ο Κύριος ξέρει!
Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για άνθρωπο του Θεού και για μια από τις πιο μινιμαλιστικές μορφές του καιρού μας, όσον αφορά τον τρόπο που κινήθηκε πάνω στη γη.
Ξυπόλητος, με ένα τρύπιο ράσο, απεκδυόμενος κάθε ανθρώπινη ανακούφιση και παρηγορία σχετική με το σαρκίο του, με μόνη έγνοια να μαζεύει καλούδια για τους ναούς που έχτιζε και για τους αναγκεμένους που προστάτευε αυτός ο ενδεέστερος, σχεδόν, και αυτής της ένδειας!
Παλαβός. Θυμωσιάρης αν του έθιγαν την Ορθοδοξία και αν οι ζωές των ανθρώπων προσέβαλαν το "καθ' ομοίωσιν". Την φασαρία την είχε στο τσεπάκι του, δίπλα στα χαρτάκια των ονομάτων που μνημόνευε, η περιφρόνηση της βόλεψης του ήταν νόμος και οι πράξεις λατρείας προς τον Θεό ο προσωπικός και μοναδικός δογματισμός του.
Τα είχες καλά με τον Κύριο, την Παναγία και τους Αγίους, τα είχες καλά και με τον παπα Φώτη.
Γινόσουν επιλήσμων όλων αυτών, μαύρο φίδι που σ'εφαγε, σταλμένο απ' τον παπα Φώτη......
Δεν είχε όρια αυτός ο κουρελής παππάς, δεν είχε συμβατικές υποχρεώσεις του κόσμου τούτου.
Τα σύνορά του άρχιζαν και τελείωναν στο Αφεντικό του ουρανού και μόνο για μια θέση εκεί προσπαθούσε να υπογράψει την αιώνια σύμβαση, με το αίμα της καρδιάς και την εξουθένωση της σάρκας.
Διαβάζοντας τις σαλότητές του, ένιωσα μιαν ασφάλεια και δειλά- δειλά άρχισα να του λέω "πάμε εδώ", πάμε εκεί" στις μέριμνες του βίου (από ιδιοτέλεια, για να μην ξεστρατίζω τόσο συχνά προς τα επουσιώδη) και σαν να μου χαμογελούσε....Ξεθάρρεψα και του μιλάω και αυτός χαμογελάει πάλι.
Το περιμένω πως κάποια στιγμή θα μου "τα ψάλλει" αλλά τώρα εκμεταλλεύομαι το που βρίσκεται σε καλό φεγγάρι... Αλλά πάλι λέω πως ίσως τώρα που βλέπει Θεού πρόσωπο, να μην τα "παίρνει κρανίο" και να την γλυτώσω...
Οπως και νάχει είναι καλό παρεάκι ο παππούλης!
Αποσπάσματα από το βιβλίο
"Να μου κάνεις κόλυββο"
"Μια πνευματική του θυγατέρα ή Μ. Τ. από τη Μυτιλήνη μας ανέφερε ότι την ορφάνια της την πέρασε μαζί με τον παπά - Φώτη.
«Ό παπά-Φώτης μου στάθηκε όχι μόνον ως ιερέας που ήταν σαν πνευματικός πατέρας, άλλα σαν αληθινός φυσικός πατέρας. Είχε μεγάλη αγιότητα βίου. Πολλές φορές πού τον ανέφερα ότι αισθάνομαι μεγάλη ορφάνια και εγκατάλειψη, εκείνος μου έλεγε: «Κι εγώ μεγάλωσα ορφανός. Άλλα μη στενοχωριέσαι».
Να σημειώσω ότι είχε προαισθανθεί την κοίμηση τον. «Με το πού θα κοιμηθώ όταν θα ανέβω στον ουρανό, στον Χριστό μας θα μπορώ να σε βοηθώ καλύτερα. Θα έρχεσαι στον τάφο μου και θα μου λες όλα τα προβλήματα σου κι εγώ θα σε βοηθώ».
Επειδή πολλές φορές με συναντούσε και μ' εύρισκε σε χάλια κατάσταση κάποια φορά μου είπε και τα εξής προφητικά λόγια τον: «Μέσα από έμενα και συ θα δοξασθείς από το Θεό. Στο τέλος θα φύγουν όλα τα προβλήματα και θα δικαιωθείς. Ό Θεός θα σου ανοίξει τόσες πόρτες που δεν το φαντάζεσαι». 'Όταν τον συνάντησα για τελευταία φορά μού είπε τα ακόλουθα: «Άντε και καλή αντάμωση. Χαιρετισμούς. Άντε και καλή επιτυχία στη ζωή σου! Και θα τα ξαναπούμε στη Μυτιλήνη!».
Και αλήθεια τα πράγματα έγιναν όπως μου τα είπε ό παπά-Φώτης και όντως τον συνάντησα στο νησί, όμως μετά την ταφή του. Όταν ακόμη ζούσε πολλές φορές που τον σκεπτόμουν η τον είχα μεγάλη ανάγκη με τηλεφωνούσε απρόοπτα και ξαφνικά, κάποιες άλλες φορές μου παρουσιαζόταν μπροστά μου. Άλλες πάλι φορές μπροστά σε αδιέξοδα της ζωής προσευχόμουν και ζητούσα προσευχητικά να με βοηθήσει ό παπά-Φώτης.
Όταν κατόπιν τον συναντούσα μου έλεγε επακριβώς πώς είχαν τα πράγματά μου. Σαν να ήταν παρών στις προσευχές μου! Άλλη πάλι φορά δεν είχα εργασία και στενοχωριόμουν πολύ. Με ρώτησε τι ακριβώς με ενδιαφέρει. Του είπα ότι μπορώ να μαγειρεύω. «Μη στενοχωριέσαι» μου έλεγε «και έχει κανονιστεί». Όταν βγήκα από το σπιτάκι του παπά-Φώτη αμέσως μου τηλεφώνησαν για δουλειά σε παιδικό σταθμό ως μαγείρισσα, ενώ με επέλεξαν μέσα από 28 άλλες. Μέσα στον τορβά του κουβαλούσε πολλές φορές σύκα, αχλάδια και διάφορα άλλα πράγματα. 'Ήμουν παιδί και δεν είχα μέτρο όταν έτρωγα. Άλλωστε σαν παιδί και μάλιστα ορφανό πεινούσα συνεχώς. Εκείνος μου έδιδε ένα φρούτο. Όταν πήγαινα από μόνη μου να ξαναπάρω κι άλλο φρούτο εκείνος μου έλεγε έπιτιμητικά αλλά πάντοτε διδακτικά: «Μη γίνεσαι γουρούνι!».
Από μικρό παιδί με έπαιρνε μαζί του από το χέρι στα διάφορα ξωκλήσια.
Συνήθιζε όταν έβγαινε από το σπιτάκι του να στέκεται στην πλατεία του χωριού ή σε οποίο σημείο βρισκόμασταν και να κάνει το σημείο του σταυρού του, να υψώνει τα χέρια του επάνω στον ουρανό, σαν κάτι να περίμενε να πάρει απάντηση από τον ουρανό. Τον άκουγα να λέει κάποια φορά: «Του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, του Αγίου Ευσταθίου και του Χριστού, εκεί θα πάμε να ανάψουμε τα κανδήλια, τα άλλα ανάβουν». Σημειωτέον ότι το χωριό Ιππειος έχει πολλά ξωκλήσια. Τον φώτιζε και τον κατηύθυνε ο ίδιος ό Θεός που πρέπει να πάει. Και συνέβαινε να περνούμε μπροστά από άλλα ξωκλήσια που τα προσπερνούσαμε και ό παπά-Φώτης δεν έμπαινε μέσα σ' αυτά λόγο του ότι ήξερε εκείνος από την πληροφορία που έπαιρνε από τον ουρανό, άλλα εγώ ως παιδάκι έμπαινα στον πειρασμό να μπαίνω στα ξωκλήσια αυτά για να διαπιστώνω αμέσως ότι όντως τα κανδήλια τους ήταν αναμμένα! Συνήθως ξεκινούσαμε πολύ νωρίς το πρωί όταν ακόμη ήταν έξω νύχτα.
Καθώς πηγαίναμε από διάφορα μονοπάτια που μόνο ό παπά-Φώτης γνώριζε, μου έλεγε: «Κοίταζε τον ουρανό και πάμε γρήγορα στο Χριστό γιατί σβήνουν τα κανδήλια».
Από τα ξωκλήσια συνήθως έπαιρνε τα λάδια που πήγαιναν οι προσκυνητές και τα πήγαινε στα σπίτια των φτωχών. Εγώ ως μικρούλα που ήμουν τον ρωτούσα: «Γιατί παπά-Φώτη παίρνεις τα λάδια;». Κι εκείνος μου απαντούσε: «Μη μιλάς. Μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι φτωχοί». Άφηνε όμως λίγο λάδι για τα ανάμματα των κανδηλιών. Ποτέ μου δεν τον είδα να καταλύει λάδι. Κάποιες φορές περνούσε από το σπίτι μου και χτυπούσε την πόρτα να του ανοίξω. Αμέσως χωρίς άλλη κουβέντα με ρωτούσε: «"Εχ'ς ανάλαδο;». Συνήθως επειδή μαγείρευα για την οικογένειά μου πάντα λαδερό παρόλο που ήταν Τετάρτες και Παρασκευές, του απαντούσα, όχι.
Τότε μου έλεγε: «Να το φας εσύ» κι έφευγε! Κάποια άλλη φορά ξημέρωνε εορτή των Ταξιαρχών. Ό παπά-Φώτης διέμενε τότε στο σπίτι μου. Επειδή οδηγούσα μου είπε: «Αύριο θα πάρ'ς τον αραμπά (ένν. το αυτοκίνητο) να με πας εκεί στον Παπάδος Γέρας στην εκκλησιά στον Ταξιάρχη;». Του απάντησα μετά χαράς. Πάντοτε ήθελα την παρέα του αλλά και για τον λόγο ότι κατά τον χρόνο που θα διαρκούσε το μικρό ταξίδι μας με το αυτοκίνητο θα είχα την χαρά να τον ακούω και να τον συμβουλεύομαι για διάφορα θέματα.
Όταν τον οδηγούσα ένοιωθα σαν να μεταφέρω κάποιον σπουδαίο άνθρωπο. Κάπως έτσι βίωνα την παρουσία του στη ζωή μου. Το πρωί ξεκινήσαμε πολύ νωρίς. Σαν φθάσαμε στην Γέρα έβλεπε ότι τα καφενεία ήταν ανοικτά και μέσα να παίζουν κάποιοι πρωί πρωί χαρτιά ενώ το χωριό γιόρταζε και πανηγύριζε. Χωρίς να μου πει ότι θέλει να κατεβεί από το αυτοκίνητο εκεί μπροστά στα καφενεία, ευτυχώς που πήγαινα σιγά, ανοίγει την πόρτα απότομα και κατέβηκε αστραπιαία χωρίς να τον καταλάβω και άρχισε να βρίζει όλους τους θαμώνες του καφενείου. Συνέλαβα μετά πολλής εκπλήξεως να τους επιπλήττει και να τους λέει ότι: «Όλοι σας θα πάτε στην κόλαση». Έριχνε τις καρέκλες του καφενείου.
Κάποιος από τους θαμώνες εκνευρίστηκε κι ετοιμάσθηκε να τον χτυπήσει με την καρέκλα. Ευτυχώς κάποιος άλλος τον συγκράτησε και δεν έγινε το χτύπημα. Έπειτα πήγε ατάραχος και λειτούργησε στο έορτάζοντα ναό του χωριού σαν να μην συνέβαινε τίποτα. Κάποια άλλη φορά τον επισκεφτήκαμε στο σπιτάκι του στα Πάμφιλα με το αυτοκίνητο.
Κάποια στιγμή εκεί πού μιλούσαμε μου λέει: «Πήγαινε ν' άνάψ'ς τα κανδήλια του άη-Λουκά. Πρόσεξε να μην πάς με τον αραμπά σ' (δηλ. με το αυτοκίνητο!)». Αμέσως σηκώθηκα και πήγα να ανάψω τα κανδήλια. Όμως βγαίνοντας του έκανα ανυπακοή και πήρα το αυτοκίνητο μου. Αφού ξεκίνησα μετά από λίγο έπεσα με το αυτοκίνητο σε μια γωνία σ' έναν τοίχο. Όταν επέστρεψα, αφού άναψα τα κανδήλια στον Άγιο Λουκά και του το είπα άρχισε να με μαλώνει και να μου λέει: «Άμυαλη, άχμάκσα. Καλά να πάθ'ς αφού δεν με κάν'ς υπακοή». Μετά την κοίμησή του με εμφανιζόταν συνεχώς στον ύπνο μου. Ξέρω ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε στα όνειρα γι' αυτό και δεν έδιδα σημασία.
Όμως με ξαναεμφανιζόταν και μου έλεγε συνεχώς: «Πρόσεξε Μ. στις σαράντα ήμερες εμφανίζομαι στον Κύριο. Θέλω ανήμερα κόλλυβο. Πάντως σ' ευχαριστώ για τα τσουρέκια πού μ έκανες. Ακόμη τα τρώω!!! Μ. δεν σε εγκαταλείπω!». Όντως κατά την κοίμησή του που δυστυχώς δεν μπόρεσα να είμαι εκεί στον Τρίγωνα, έστω και από μακριά του έκανα 300 τσουρεκάκια για τη μνήμη του και τα μοίρασα σε διάφορους ανθρώπους.
Αυτός ήταν ό παπά-Φώτης στη ζωή μου.
Τώρα νοιώθω πιο ασφαλής γιατί από εκεί επάνω που είναι θα πρεσβεύει για μένα και για όλους."
Ο Αγιος Ραφαήλ και ο παππούλης
"Επί των ημερών της Αρχιερατείας του Σεβ. Μητροπολίτου Ιακώβου του Β' ευρέθησαν τα ιερά λείψανα του Διακόνου Νικολάου στις Καρυές της Μυτιλήνης (1959-1962). Ό Μητροπολίτης ως πιο κατάλληλο και ειδήμονα απέστειλε τον παπά-Φώτη για να δει τα λείψανα και να του αναφέρει τα καθέκαστα. Ό παπά-Φώτης το βράδυ φιλοξενήθηκε στο σπίτι της κ. Βασιλικής Ράλλη στη Θερμή. Το παρακάτω συμβάν μας το διηγείται ή κ. Βασιλική Ράλλη μέσα από το βιβλίο της «Καρυές ό λόφος των αγίων». «Ή φιλοτεχνηθείσα από τον άείμνηστον αγιογράφο Φώτη Κόντογλου εικόνα των Αγίων Ραφαήλ και Νικολάου δεν ήταν ή πρώτη, καθώς νόμιζε τότε ό μητροπολίτης Μυτιλήνης Ιάκωβος ό Β'.
Είχε προηγηθεί μία άλλη με τους δύο άγιους, την οποία είχε αγιογραφήσει ό ερασιτέχνης αγιογράφος ιερέας της Μόριας, Βασίλειος Μπάμιας. Είχε προβεί στην ενέργεια αύτη, γιατί είχε ονειρευτεί τον Άγιο Ραφαήλ, ό όποιος, αφού σταύρωσε την κόρη του, πού ήταν σοβαρά άρρωστη από παράτυφο, του είπε: -Βασίλειε, θέλω να κάνεις την εικόνα μου... κοίταξέ με καλά, για να με ζωγραφίσεις όπως με βλέπεις.
Από την άλλη μέρα ή κόρη του ήταν απύρετη, κι ό παπά-Βασίλης άρχισε την αγιογράφηση, με νηστεία και προσευχή. Ή εικόνα τέλειωσε τις μέρες πού βρήκαμε το μνημείο του διακόνου αγίου Νικολάου. Ό π. Βασίλειος, φοβούμενος τον μητροπολίτη, γιατί δεν είχε το δικαίωμα να κάνει την εικόνα νέων αγίων χωρίς την άδειά του, την έφερε κρυφά στο σπίτι μας (Θερμή) με την παράκληση να τη φυλάξουμε, ώσπου να αναγνωριστούν οι άγιοι. Αύτη τη μέρα ήρθε στις Καρυές ό ιερομόναχος Φώτιος Λαυριώτης, σταλμένος από τον μητροπολίτη Ιάκωβο, να δει το ιερό λείψανο του διακόνου αγίου Νικολάου, όπως ήταν ακόμα μέσα στον τάφο του, και να πει τη γνώμη του.
Μόλις το είδε, σταυροκοπήθηκε και είπε: -Και τυχαίως να έβλεπα αυτόν τον νεκρό, θα έλεγα ότι ήταν καλόγερος... γιατί μόνον τους καλόγηρους θάπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. Έμεινε αρκετή ώρα στις Καρυές προσευχόμενος. Όταν κατέβηκε στο χωριό, ή ώρα ήταν περασμένη και δεν υπήρχε πια λεωφορείο για να φύγει.
Γι' αυτό προσφερθήκαμε να τον φιλοξενήσουμε στο σπίτι μας.
Την ώρα πού τον οδηγούσα στο δωμάτιο πού θα κοιμόταν, σκέφθηκα πώς επάνω στο τραπέζι είχα τοποθετήσει πρόχειρα την εικόνα πού μας είχε φέρει ό π. Βασίλειος.
Φοβούμενη μήπως ό π. Φώτιος βλέποντάς την ενημέρωνε τον μητροπολίτη, έτρεξα γρήγορα, την άρπαξα στην αγκαλιά μου και για να μην την βγάλω από το δωμάτιο και την έβλεπε ό ιερομόναχος, άνοιξα ένα μεγάλο ντουλάπι, πού ήταν επάνω από το προσκέφαλο του κρεβατιού, και την έκρυψε μέσα. Ό π. Φώτιος δεν αντιλήφθηκε τίποτα. Αφού προσευχήθηκε στο εικονοστάσι, πλάγιασε στο κρεβάτι για να κοιμηθεί.
Πλαγιάσαμε κι εγώ με τη μητέρα μου στο πλαϊνό δωμάτιο. Ό σύζυγος μου απουσίαζε στο χωριό του, την Πέτρα. Περίεργο όμως... Ακούγαμε κάθε τόσο θόρυβο στο δωμάτιο πού είχε πλαγιάσει ό ιερέας. Καταλαβαίναμε ότι σηκωνόταν από το κρεβάτι, προσευχόταν και πάλι ξαναπλάγιαζε. Αυτό συνέβη αρκετές φορές. Τέλος, το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή.
Πολύ πρωί την άλλη μέρα σηκώθηκε πρώτη ή μητέρα μου. Περνώντας από το διάδρομο για να κατεβεί στην κουζίνα, είδε την πόρτα του δωματίου πού είχε πλαγιάσει ό ιερέας ανοιχτή και το δωμάτιο άδειο. -Σήκω, κόρη μου, φώναξε ή μητέρα μου τρομαγμένη• Ό παπάς δεν είναι στο σπίτι... τί συνέβη, Θεέ μου!... Κατέβηκα κι εγώ γρήγορα στην κουζίνα, κοιτάξαμε σε όλα τα δωμάτια, αλλά ό παπάς δεν υπήρχε πουθενά.
Βγαίνοντας στην αυλή του σπιτιού, τον είδαμε καθισμένο σε μια πεζούλα, ζαρωμένο μπορώ να πω, έχοντας το πρόσωπο του ανάμεσα στα δύο χέρια. -Πάτερ, για όνομα του Θεού, φώναξε ή μητέρα μου; Τί έπαθες; Γιατί κάθεσαι έξω; -Τί να σας πω, βρε παιδιά; Είπε ό παπά-Φώτης μέ τρεμάμενη φωνή, από τη νύχτα κάθομαι εδώ... Αυτό πού έπαθα χτες το βράδυ ήταν φοβερό... Μόλις ξάπλωσα στο κρεβάτι για να κοιμηθώ, έβλεπα δύο κληρικούς, ό ένας μέ στολή αρχιμανδρίτη κι ό άλλος με στολή διακόνου... Έρχονταν κι οι δύο, ό ένας πλάι στον άλλον, κι έσκυβαν πάνω από το πρόσωπο μου.
Πετιόμουν τρομαγμένος επάνω, προσευχόμουν, γονάτιζα, τους έχανα. Μόλις πάλι ξάπλωνα στο κρεβάτι, να πάλι κι οι δύο τους πάνω από το προσκέφαλο μου να με κοιτάζουν κατάματα. Λεν άντεξα πια... άνοιξα με προσοχή την πόρτα, για να μη σάς ξυπνήσω, και βγήκα στην αυλή. Από την ώρα αυτή εδώ κάθομαι, πάνω σ' αυτή την πεζούλα. Οπωσδήποτε ό πειρασμός με πείραξε χτές το βράδυ. Μείναμε άναυδες κι εγώ και ή μητέρα μου. Ό π. Φώτιος περιέγραψε τους δύο κληρικούς όπως ακριβώς ήταν στην εικόνα τους.
Δεν τολμήσαμε όμως να του εξομολογηθούμε την αλήθεια. Τον αφήσαμε να φύγει με την εντύπωση ότι το δωμάτιο πού τον βάλαμε να κοιμηθεί ήταν στοιχειωμένο!...
Μετά την άφιξη της φιλοτεχνηθείσης από τον Φώτη Κόντογλου εικόνας των Αγίων Ραφαήλ και Νικολάου, ή οποία τοποθετήθηκε στο εικονοστάσι της εκκλησίας του χωριού, ανεβάσαμε και την εικόνα του παπά-Βασίλη Μπά¬μια στο εκκλησάκι των Καρυών. Αυτές τις μέρες έτυχε να ξανάρθει ό πατήρ Φώτιος. Μόλις την αντίκρισε, αναφώνησε σαστισμένος: -Θεέ μου, να οι δύο κληρικοί πού έβλεπα τη νύχτα πού φιλοξενήθηκα στο σπίτι του Αγγέλου Ράλλη. Τότε του εξηγήσαμε αυτό πού είχε συμβεί και του ζητήσαμε συγχώρεση, γιατί δεν του το πάμε από την ίδια στιγμή». Και οι ίδιοι οι νεοφανείς άγιοι χαίρονταν με την παρουσία του!"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου