ΑΠΟΨΕ, ἀγαπητοί μου, σὲ ὅλες τὶς ἐκκλησίες τῆς πατρίδος μας, ἀπὸ τὴν Κέρκυρα μέχρι τὴν Κρήτη καὶ τὴν Κύπρο, ἀλλὰ καὶ παντοῦ ὅπου πάλλει ὀρθόδοξος καρδία (Βελιγράδι, Σόφια, Βουκουρέστι, Μόσχα κ.λπ.), ἀπόψε ὅλοι οἱ ὀρθόδοξοι ἑνωμένοι ψάλλουν χαρμοσύνως τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Τὸποιητικὸ αὐτὸ ἀριστούργημα μὲ ἄφθαστο λυρισμὸ καὶ πλῆθος εἰκόνες περιγράφει καὶ ἐξυμνεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου, τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ. Εἶνε καὶ τὸ ποίημα αὐτὸ μία ἀπόδειξις, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀπὸ τὸ Θεό, εἶνε ἀληθινή. Σήμερα, χίλιοι ποιηταί, χίλιοι θεολόγοι, χίλιοι ἐπίσκοποι νὰ μαζευτοῦμε, δὲ᾿ μποροῦμε νὰ φτειάξουμε οὔτε μία ἀπὸ τὶς ὑπέροχες στροφές του. Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος ἔχει χαρακτῆρα καὶ ἐθνικὸ καὶ θρησκευτικό. Θρησκευτικὸ μέν, διότι μᾶς ὑπενθυμίζει τὸ πρῶτο ἐκεῖνο «χαῖρε» (Λουκ. 11,28)
ποὺ ἀκούστηκε πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο ὅταν «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» στὴ Ναζαρέτ. Τὸ ἀγγελικὸ ἐκεῖνο «χαῖρε» ἐμεῖς οἱ θνητοὶ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε στὸν Ἀκάθιστο ὕμνο 144 φορές. Ἀλλὰ ἔχει, εἴπαμε, ὁ ὕμνος αὐτὸς καὶ ἐθνικὸ χαρακτῆρα. Διότι μᾶς ὑπενθυμίζει μία ἀπὸ τὶς πιὸ ἔνδοξες σελίδες τοῦ μαρτυρικοῦμας ἔθνους. Γιὰ νὰ ψαλῇ, εἶχε μία ἀφορμὴ καθαρῶς ἐθνική. Ποιά ἡ ἀφορμή; Ἐλᾶτε νὰ ταξιδέψουμε μὲ τὴ φαντασία. Ἐγκαταλείπουμε τὸ παρὸν καὶ διασχίζουμε τοὺς αἰῶνας…
Καὶ νά φθάσαμε. Βρισκόμαστε στὸ Βυζάντιο, στὴν βασιλίδα τῶν πόλεων, τὴν Κωσταντινούπολι, τὸ ἔτος 626. Αὐτοκράτωρ εἶνε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐνδοξοτέρους βασιλεῖς, ὁ Ἡράκλειος· πατριάρχης ὁ Σέργιος, καὶ φρούραρχος τῆς πόλεως ὁ στρατηγὸς Βῶνος. Τὸ ἔτος 626 ἦτο κρίσιμο γιὰ τὴ Βυζαντινὴ αὐτοκρατορία. Διότι, ἐνῷ ὁ Ἡράκλειος μὲ τὸ στρατό του, ἀκολουθώντας τὴν πορεία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, εἶχε ἐκστρατεύσει στὰ βάθη τῆς Ἀσίας ἐναντίον τῶν Περσῶν, ποὺ εἶχαν ἁρπάξει τὸν τίμιο σταυρὸ ἀπὸ τὰ Ἰεροσόλυμα, μέσα στὴν Πόλι εἶχε μείνει μία μικρὰ φρουρά. Τότε βρῆκαν εὐκαιρία ἄλλοι βάρβαροι, οἱ Ἄβαροι. Ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ βορρᾶ, κατέβηκαν στὰ Βαλκάνια, ἔφθασαν μέχρι τῶν πυλῶν τῆς Κωσταντινουπόλεως, καὶ τὴν πολιορκοῦσαν στενά. Τὰ μὲν στίφη τῶν Ἀβάρων ἀπὸ θαλάσσης· ὁ δὲ Χοσρόης, ὁ βασιλεὺς τῶν Περσῶν, γιὰ νὰ βοηθήσῃ τὸν χαγᾶνο, τὸν ἡγεμόνα τῶν Ἀβάρων, ἔστειλε στρατό, γιὰ νὰ πολιορκήσῃ συγχρόνως τὴν Πόλι ἀπὸ ξηρᾶς. Ἔτσι ἡ Πόλις ἦτο πολιορκημένη ἀπὸ παντοῦ. Φαινόταν ὅτι θὰ πέσῃ· ὁ στρατός της ἦταν λίγος καὶ ἡ μάχη ἄνιση. Τότε οἱ Βυζαντινοὶ ἔστειλαν πρεσβεία στὸν χαγᾶνο νὰ προτείνουν εἰρήνη. Αὐτὸς καθόταν σὲ μεγαλοπρεπῆ θρόνο, καὶ ἐνώπιόν του στάθηκαν ὄρθιοι οἱ πρεσβευταὶ τῆς Πόλεως. Τὸν παρεκάλεσαν νὰ λυθῇ ἡ ὑπόθεσι εἰρηνικῶς. Ἐκεῖνος, ὑπερήφανος καὶ ἐγωϊστὴς ὅπως ὅλοι οἱ δικτάτορες, ἀπήντησε· Ἡ Πόλις εἶνε δική μου, σεῖς θὰ σφαγῆτε ὅλοι. Μόνο ἂν γίνετε πουλιὰ καὶ πετάξετε ἢ ψάρια νὰ κολυμπήσετε στὸ Βόσπορο, θὰ σωθῆτε. Σᾶς δίνω λοιπὸν διορία δύο ἡμερῶν νὰ φύγετε ὅλοι, καὶ δὲ᾿ θὰ πάρετε μαζί σας τίποτα παρὰ μόνο τὰ ῥοῦχα σας… (Ὅπως εἶπε στοὺς Ἕλληνες τὸ 1922 ὁ Κεμὰλ καὶ οἱ ταλαίπωροι πρόσφυγες ἔφυγαν μὲ τὴν ψυχὴ στὰ δόντια). Οἱ πρεσβευταὶ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι, ἀλλὰ οἱ Βυζαντινοὶ συνέχισαν τὴν ἀντίστασι. Καὶ ἐνῷ οἱ λίγοι στρατιῶτες ἐμάχοντο ὡς λέοντες ἐπάνω στὶς ἐπάλξεις, γυναῖκες καὶ ἄντρες ἄγρυπνοι κάθε βράδυ συνωστίζοντο στοὺς ναούς. Ὅλη νύχτα προσηύχοντο μὲ δάκρυα στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο νὰ κάνῃ τὸ θαῦμα της. Καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε· ἱστορικὸ θαῦμα. Τὴ νύχτα ἕνας τρομερὸς ἄνεμος φύσηξε στὸ Βόσπορο καὶ συνέτριψε ὅλα τὰ πλοῖα τῶν ἐχθρῶν! Ὅταν ξημέρωσε, ἡ παραλία ἦταν γεμάτη ἀπὸ ξύλα καὶ σανίδες, λείψανα τῆς φοβερᾶς τρικυμίας. Τότε ὅλοι οἱ κάτοικοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄντρες καὶ γυναῖκες, στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοί, πῆγαν στὸν ἱστορικὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, καὶ ὅλη τὴ νύχτα δὲν ἔκλεισαν μάτι. Ὄρθιοι προσηύχοντο. Καὶ ἔψαλαν τότε γιὰ πρώτη φορὰ τὸν ὕμνο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…».
* * *
Μερικοὶ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι κοροϊδεύουν. Αὐτὰ εἶνε παραμύθια γιὰ τὶς γριές, λένε. Ἀλλὰ διαψεύσθηκαν. Ἡ Παναγία μας ζῇ καὶ βασιλεύει, καὶ ξαναέκανε τὸ θαῦμα της. Ἐμεῖς οἱ παλαιότεροι ἀξιωθήκαμε νὰ τὸ δοῦμε. Ἀπὸ τὸ ἔτος 626 πέρασαν 1314 χρόνια, καὶ τὸ 1940 νέος Χοσρόης καὶ νέος χαγᾶνος παρουσιάστηκαν, χειρότεροι ἀπὸ τοὺς παλιούς. Ποιοί; Οἱ δικτάτορες Χίτλερ καὶ Μουσσολίνι. Ὁ Μουσσολίνι ἔστειλε τελεσίγραφο· «Ἑλλάς, παραδόσου!… Εἶμαι τόσο ἰσχυρός, ὥστε μὲ τ᾿ ἀεροπλάνα μου θὰ σκιάσω τὸν ἥλιο σας…». Ἀλλὰ ἡ Ἑλλὰς δὲν φοβήθηκε. Μὲ γενναῖο τὸ φρόνημα, πιστοὶ οἱ στρατιῶτες καὶ ἑνωμένο τὸ ἔθνος μας ὑπὸ τὴν ἡγεσία βασιλέως καὶ πρωθυπουργοῦ, σὰν ἕνας ἄνθρωπος ἀντιστάθηκε. Τὸ δὲ μυστικὸ ἐλατήριο τῆς νίκης ἦτο, ὅτι ὅλοι ―τὰ γνωρίσαμε τὰ παιδιὰ αὐτά― εἶχαν πίστι στὴν καρδιά· καὶ στὶς τσέπες τους, μαζὶ μὲ τὴ φωτογραφία τῆς οἰκογενείας τους, εἶχαν ὅλοι τὴν εἰκόνα τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἔτσι πολέμησαν καὶ ἔτσι νίκησαν. Καὶ θαύμασε ἡ ἀνθρωπότης. Καὶ ἔπεσαν νεκροὶ στὰ βουνὰ τῆς Ἀλβανίας. Πίστευαν στὸ Θεό, ἀγαποῦσαν τὴν Παναγία. Βλαστημία δὲν ἀκουγόταν στὸ μέτωπο. Σὰν ἄγγελοι ἦταν. Οἱ «Τάϊμς» («Times») ἡ μεγάλη ἐφημερίδα τοῦ Λονδίνου, ἔγραφαν, ὅτι στὴν καρδιὰ τῶν παιδιῶν αὐτῶν δὲ᾿ βασιλεύει καμμία ἄλλη μορφὴ γυναικὸς παρὰ μόνο ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Καὶ δὲν εἶνε ψέμα, εἶνε ἀλήθεια ―τὸ ἄκουσα μὲ τ᾿ αὐτιά μου ἀπὸ τὸ στόμα τους―, ὅτι εἶδαν ἐπάνω στὶς κορυφὲς νὰ περπατῇ, ὁλοζώντανη μαυροφόρα, ἡ Παναγία! Ἐκείνη τοὺς ἔδωσε θάρρος καὶ καρτερία. Κι ὅταν κατελάμβαναν ἕνα ὕψωμα καὶ ἔστηναν τὴν ἑλληνικὴ σημαία, δὲν ἔψαλλαν τὸν ἐθνικὸ ὕμνο, ὄχι· ὡς ἐθνικὸ ὕμνο ἔψαλλαν «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ποτέ ἄλλοτε δὲν ἐψάλη μὲ τόσο δέος καὶ τέτοιο ῥῖγος αὐτὸς ὀ ὕμνος, ὅπως τότε.Καὶ στὰ μετόπισθεν, στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά, γυναῖκες, μητέρες, γιαγιάδες, ἀδελφές, παιδιά, οἱ πάντες, ἦταν προσηλωμένοι στοὺς ναούς, καὶ προσηύχοντο καὶ ἔψαλλαν «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…». Ἰδού λοιπόν! Ἡ Παναγία, ποὺ ἔκανε τὸ θαῦμα τὸ 626, ὕστερα ἀπὸ 1314 χρόνια τὸ ἐπανέλαβε. Κ᾿ εἶνε πάλι ἕτοιμη νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ.
* * *
Ἕλληνες, θαρσεῖτε! Τὸ ἔθνος μας εἶνε εἰρηνικό. Ἀγαπᾷ τὴν εἰρήνη ὅσο κανένα ἄλλο ἔθνος στὸν κόσμο. Ὑποφέραμε τόσα πολλά, καὶ δὲ᾿ ζητοῦμε τίποτ᾿ ἄλλο ἀπὸ τὴν εἰρήνη. Ἀλλ᾿ ἰδού καὶ ἄλλος νεώτερος Χοσρόης ἔρχεται πάλι ἐξ ἀνατολῶν. Ἐγείρουν ἀξιώσεις γιὰ τὰ νησιά μας (Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο), ἐποφθαλμιοῦν τὴν ὑπόλοιπη Κύπρο, στὸν ἑλληνικὸ χῶρο γίνονται κάθε τόσο παραβιάσεις. Ἐμεῖς δὲν ἀνταποδίδουμε τὰ ἴσα· διότι θ᾿ ἀρχίσῃ πόλεμος. Ἀλλὰ οἱ σχέσεις εἶνε τεταμένες. Ἕλληνες, θαρσεῖτε! Σᾶς ὁμιλεῖ ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ ἔχει κάποια ἱστορία καὶ γνωρίζει τὸν Ἑλληνικὸ λαό. Λοιπόν, ἐμεῖς νὰ ἔχουμε θάρρος καὶ πεποίθησι στὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἂν ἀφαιρέσουμε λίγους ἄπιστους γραικύλους, ἡ Ἑλλὰς εἶνε ὁμόψυχη καὶ ἕτοιμη ν᾿ ἀντισταθῇ. Καὶ ἡ Παναγία εἶνε ἕτοιμη νὰ ξανακάνῃ τὸ θαῦμα της, ἀλλὰ ὑπὸ ἕνα ὅρον. Τὸν ὅρο, νὰ ζήσουμε ὅλοι ὡς Χριστιανοὶ «σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς» (Τίτ. 2,12) στὸν αἰῶνα τοῦτον· νὰ σεβώμεθα τὸ «ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» τοῦ Χριστοῦ (Φιλ. 2,9) καὶ νὰ τιμοῦμε τὸ ὄνομα τῆς Παναγίας. Εἶνε λυπηρό, στὴν ἐκκλησία νὰ λέμε τόσες φορὲς «Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε, ἀλλὰ ἔξω (σὲ καφενεῖα, κέντρα διασκεδάσεως, γήπεδα, στρατόπεδα, δρόμους κ.λπ.) νὰ ἐκσφεδονίζουμε ἐναντίον τοῦ προσώπου της ἀμέτρητες βαστήμιες.Γίναμε τὸ πλέον βλάστημο κράτος τῆς Μεσογείου. Καμμιά γυναίκα, οὔτε ἡ πλέον διεφθαρμένη, δὲν ὑβρίζεται ἔτσι ὅπως ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Κ᾿ ἔπειτα λεγόμεθα Χριστιανοί, καὶ περιμένουμε τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ…Ὅλα ὅσα μᾶς συμβαίνουν, εἶνε ἐκ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Καὶ ὑπάρχει κίνδυνος νὰ ὑποστοῦμε καὶ μεγαλύτερα πλήγματα. Ἀδελφοί μου· τὶς ἡμέρες αὐτὲς παρακαλῶ γονατίστε ἐνώπιον τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ παρακαλέστε την νὰ μᾶς βοηθήσῃ ν᾿ ἀντιμετωπίσουμε τοὺς νέους κινδύνους. Καὶ νὰ ἔχουμε τὴν πεποίθησι, ὅτι ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος, ὅπως ἔκανε καὶ κάνει μέχρι τώρα, ἔτσι καὶ πάλι θὰ κάνῃ τὸ θαῦμα της, πρὸς σωτηρίαν τοῦ ἔθνους μας· ἀμήν.
(ἱ. ναὸς Ἁγίου Παντελεήμονος Φλωρίνης, Χαιρετισμοί 9-3-1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου