Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
«Γέροντα, πάλι μᾶς ἀφήνεις;» τοῦ εἶπε μέ ἀγαθή διάθεση ὁ νεαρός καλόγερος, θέλοντας νά πειράξει λίγο τόν ἀββᾶ ῎Ιανθο. «Τόσο πολύ δέν μᾶς ἀγαπᾶς πιά καί κάθε λίγο καί λιγάκι μᾶς ἐγκαταλείπεις;»
Χαμογέλασε πλατιά ὁ ἀββᾶς. Χαιρόταν νά βλέπει τά νεαρά καλογέρια τοῦ μοναστηριοῦ νά τόν πλησιάζουν μέ ἄνετη διάθεση, χωρίς νά κρατοῦν ἀπέναντί του τυπικές ἀποστάσεις. Μπορεῖ νά ἦταν γέροντας στήν ἡλικία, ἀλλά ἡ ὅλη βιοτή του στό μοναστήρι δεκαετίες τώρα ἔκανε τούς πάντες νά τόν θεωροῦν ῾τόν δικό τους ἄνθρωπο᾽. ῎Ισως ἦταν τό γλυκό του χαμόγελο, ἡ συγκαταβατικότητα πού ἐπιδείκνυε σέ ὅλους, ἀκόμη κι ἡ διακριτική σοβαρότητά του, ἡ ὁποία ἐξέπεμπε μία τέτοια συμπάθεια πού ἕλκυε τούς ἄλλους σάν μαγνήτης.
Ἦταν ἕνα παράδοξο αὐτό πού συνέβαινε μέ τόν ἅγιο αὐτόν ἀββᾶ. ᾽Αφενός παρουσίαζε μία ἀσκητικότητα καί αὐστηρότητα ὡς πρός τόν ἑαυτό του, πού ἔφθανε κάποτε μέχρι σημείου σκληρότητας τέτοιας πού τόν παρακαλοῦσαν ὁρισμένοι μοναχοί νά μετριάσει τήν ἀσκητική του διαγωγή, ἀφετέρου ἡ καρδιά του ἦταν τόσο τρυφερή, ὥστε ὅλοι ἔνιωθαν μαζί του σάν νά τούς ἀγκάλιαζε ἡ ἴδια ἡ μάνα τους. Μά αὐτή εἶναι ἡ λογική τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης: ὑποπιάζει κανείς, κατά τόν ἀπόστολο, τό σῶμα του καί τό δουλαγωγεῖ, γιά νά γίνει δόκιμος ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Τά ἀνθρώπινα πάθη δέν ἀντιμετωπίζονται μέ τό ῾σεῖς καί τό σᾶς᾽. ᾽Απαιτοῦν δόσιμο αἵματος, προκειμένου νά καθαρίσει τό ἔδαφος ἀπό τά ἀγκάθια τοῦ ἐγωϊσμοῦ καί νά φυτρώσει τό ὡραιότερο ἄνθος τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ἴδια ἡ ἀγάπη. ῾Η ἀγάπη του λοιπόν καί ἡ εὐγένεια τοῦ χαρακτήρα του εἶχαν σμιλευτεῖ κάτω ἀπό τήν σμίλη τῆς ἀδιάκοπης μέριμνάς του ῾πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ᾽. Σκληρός μέ τόν ἑαυτό του, ἀνεκτικός καί ἀνοικτός μέ τούς ἄλλους. Νά ἡ εἰκόνα τοῦ ἀββᾶ ῎Ιανθου μέσα στό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου τοῦ κοινοβιάρχου στούς ῞Αγιους Τόπους τῆς γῆς αὐτῆς.
῎Εδωσε τήν εὐχή στόν νεαρό πού τόν ρώτησε κι ἀπάντησε σάν νά ᾽παιρνε σοβαρά τά λόγια του: ῾῾Ο Θεός γνωρίζει πόσο σᾶς ἀγαπῶ, παιδί μου. Κι ἀκριβῶς ἐπειδή σᾶς ἀγαπῶ τόσο, παίρνω εὐλογία κάθε μήνα γιά νά ἀποσυρθῶ μερικές ἡμέρες στήν ἔρημο. Στήν ἡλικία μου εἶναι ἀπαραίτητη αὐτή ἡ ἀπομόνωση, νά μιλήσω μόνος μόνῳ Θεῷ, νά προσευχηθῶ ἀπερίσπαστος γιά σᾶς καί γιά ὅλον τόν κόσμο. Ἡ ἔρημος, παιδί μου, μοιάζει σάν τήν καρδιά στόν ἀνθρώπινο ὀργανισμό. ῞Οπως τό αἷμα περνάει κάθε φορά ἀπό ἐκεῖ, γιά νά φιλτραριστεῖ, νά ἀνανεωθεῖ, νά διοχετευθεῖ μέ καινούργια δύναμη στό σῶμα μας, ἔτσι συμβαίνει καί μ᾽ αὐτήν γιά ἐκεῖνον πού ξέρει νά τήν ἀξιοποιήσει. ῾Η ἔρημος μᾶς ἀνανεώνει καί μᾶς στέλνει καινούργιους πίσω στό μοναστήρι. Θά τό δεῖς κι ἐσύ ἀργότερα, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός σου θά ζητήσει μία τέτοια κίνηση καί θά τό ἐπιβεβαιώσει ὁ ἅγιος ἡγούμενος᾽.
῾Εὐλόγησον, ἀββᾶ᾽, εἶπε μέ σεμνότητα ὁ καλόγερος, ῾καί νά εὔχεσαι γιά μένα᾽.
῾Ο ἀββᾶς ῎Ιανθος χωρίς βιασύνη καί μέ μυστική χαρά στήν καρδιά του πῆρε τά χρειαζούμενα γι᾽ αὐτό πού ἔκανε χρόνια τώρα, τήν γιά λίγες μέρες ἀπόσυρσή του, καί μέ τό κατευώδιο τοῦ ἡγουμένου προχώρησε στόν Κουτιλᾶ, τήν ἔρημο πού στίς σπηλιές της δεχόταν τούς ἀναχωρητές, οἱ ὁποῖοι μέ βαθύ ἔρωτα πρός τόν Θεό ἀνέπεμπαν τούς ἀλαλήτους στεναγμούς τῆς καρδιᾶς τους πρός Αὐτόν καί τόν ἀδαμιαῖο θρῆνο τους ὄχι μόνο γιά τίς δικές τους ἁμαρτίες, ἀλλά πολύ περισσότερο γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ σύμπαντος κόσμου. Αὐτό πού ζοῦσε κι ὁ ἀββᾶς ῎Ιανθος τίς ἡμέρες καί τίς νύκτες ἐκεῖνες δέν μποροῦσε νά περιγραφεῖ μέ λόγια. Οἱ ἐπισκέψεις τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ ἦταν μερικές φορές τόσο δυνατές, ὥστε ἐκεῖνες τίς ὧρες νόμιζε πώς ἡ καρδιά του δέν θά ἀντέξει καί θά σπάσει. Τό σύνηθες ὅμως ἦταν νά στέκει γονατιστός ἤ κι ἐντελῶς μπρούμυτα καί μέ δάκρυα στά μάτια νά παρακαλεῖ διαρκῶς τόν Κύριο νά τόν ἐλεήσει. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με᾽, ῾῾Υπεραγία Θεοτόκε, σῶσον με᾽ ἐπαναλάμβανε ἀδιάκοπα μέσα στήν καρδιά.
῎Εφτασε κι ἡ τελευταία ἡμέρα τῆς διαμονῆς του. ῾Η προσευχή του παρατάθηκε ὅλη τήν νύκτα, μέχρις ὅτου ὁ ἥλιος φώτισε μέ τίς ἀκτίνες του τήν ἅγια κατοικία του. ῾Ο Κουτιλᾶς ἔπρεπε γιά μία ἀκόμη φορά – ἤ ἴσως καί τελευταία; σκέφτηκε – νά ἀφεθεῖ πίσω του. ῎Ηδη ἄρχισε πρίν τήν ἀναχώρηση νά τήν νοσταλγεῖ.
῾Μά, τί ᾽ναι αὐτές οἱ φωνές καί ἡ φασαρία;᾽ ἀναρωτήθηκε ξαφνικά, τεντώνοντας τό αὐτί του νά καταλάβει τί γίνεται. ᾽Ανασηκώθηκε καί βγῆκε ἀπό τήν σπηλιά. ῾Στήν ἔρημο τέτοιες φωνές καί τρανταχτά γέλια;᾽ Δέν ἄργησε νά καταλάβει. Μιά ὁμάδα Σαρακηνῶν ληστῶν, καμιά δεκαριά στόν ἀριθμό, ἀνέβαινε τό βουνό χαχανίζοντας μέ ἀπόλυτη αἴσθηση τῆς κυριαρχίας τοῦ χώρου. Δέν πολυκαταλάβαινε τί ἔλεγαν, ἀλλά φαινόταν ὅτι τά λόγια τους ἦταν λόγια προκλητικά, γιατί τούς ἔκαναν νά τραντάζονται ἀπό τά γέλια.
Μιά στιγμή ὁ ἕνας τους σταμάτησε ἀπότομα. ῎Αρχισε νά δείχνει ἀγριεμένος μέ τό δάχτυλό του στούς ἄλλους τόν ἀββᾶ πού στεκόταν σέ μικρή σχετικά ἀπόσταση ἀπό αὐτούς στό ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς. Κάτι εἶπε στούς ἄλλους πού ἀκούστηκε σάν βρισιά κι ἄρχισε νά προχωρεῖ γρήγορα καί ἀπειλητικά πρός τό μέρος του. Ἡ διάθεσή του δέν ἄργησε νά φανεῖ. ᾽Ερχόμενος πρός τόν Γέροντα γύμνωσε τό ξίφος του μέ σκοπό νά τόν σκοτώσει. Λίγα μέτρα καί ὁ ἀββᾶς θά ἦταν ἕνα παρελθόν γιά τόν κόσμο τοῦτο.
῾Ο ἀββᾶς μεταρσιωμένος ἀπό τήν ὁλονύκτια προσευχή δέν ἔδειξε νά ταράζεται ἰδιαίτερα. ῎Αλλωστε πολύ συχνά παρακαλοῦσε τόν Κύριο νά τόν πάρει ἀπό τήν ζωή αὐτή, γιά νά βρεθεῖ μιά ὥρα ἀρχύτερα κοντά Του. Κι ἄν δέν ἦταν ἡ αἴσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του νά τόν συγκρατεῖ, γιατί ἔνιωθε ὅτι δέν εἶχε βάλει κἄν ἀρχή μετανοίας, θά θεωροῦσε τήν ἔξοδό του ὡς τήν μεγαλύτερη εὐλογία τοῦ Θεοῦ.
῾Ο Γέροντας ῎Ιανθος βλέποντας μέ συμπόνια τήν κατάντια τοῦ πλάσματος τοῦ Θεοῦ πού ἐρχόταν σάν χάρος νά τοῦ ἀφαιρέσει τήν ζωή, ὕψωσε τό βλέμμα του στόν οὐρανό. ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, γενηθήτω τό θέλημά Σου᾽ εἶπε καί προσπάθησε νά ἀντιμετωπίσει μία φυσική δειλία πού εἶδε νά ἀνεβαίνει στήν καρδιά του.
῾Κύριε, ἐλέησον!᾽ ἀναφώνησε ὅμως ὄχι μέ δειλία ἀλλά μέ τρόμο αὐτήν τήν φορά. Αὐτό πού συνέβη ξεπερνοῦσε κάθε ὅριο φαντασίας του. Τόν ἔκανε νά παγώσει καί νά μήν μπορεῖ οὔτε νά προσευχηθεῖ, ἀλλ᾽ οὔτε καί νά κουνήσει ἀπό τήν θέση του. Τό ἴδιο κι ἀκόμη περισσότερο συνέβη καί μέ τούς ἄλλους Σαρακηνούς. ῾Ο ἴδιος μέ τοῦ Γέροντα τρόμος ζωγραφίστηκε ἀνάγλυφα στά πρόσωπά τους. Κανένας φακός δέν θά μποροῦσε νά ἀποτυπώσει τό τί διαδραματίστηκε στήν στιγμή.
Τήν ὥρα πού μέ λίγες δρασκελιές ἀκόμη ὁ δαιμονοκίνητος Σαρακηνός θά ἔσφαζε τόν ἀββᾶ ἄνοιξε εὐθύς ἡ γῆ μπροστά του καί τόν κατάπιε. Τό μόνο πού ἀκούστηκε ἦταν ἕνα φοβερό βουητό τῆς σχισμένης γῆς καί ἡ ἀπελπισμένη καί τρομοκρατημένη κραυγή τοῦ Σαρακηνοῦ. Ἡ ἴδια ἡ γῆ κατάπιε τόν δαίμονα. Μετά τίποτε.
Γιά ἀρκετή ὥρα δέν κουνιόταν κανείς. Ὁ Γέροντας μέ σταυρωμένα τά χέρια παρακολουθοῦσε καί προσευχόταν. Οἱ Σαρακηνοί σάν νά ᾽χαν πετρώσει στήν θέση τους. Ξαφνικά, σάν νά ἦταν ὅλοι συνεννοημένοι χωρίς καμμία ἄχνα ἔκαναν μεταβολή καί ἐξαφανίστηκαν τρέχοντας.
Ὁ ἀββᾶς γονάτισε καί μέ δάκρυα ἄρχισε νά δοξολογεῖ τόν Κύριο γιά τήν σωτηρία του. Ὁ Κύριος τοῦ εἶχε παρουσιαστεῖ ὄχι μόνο μέ τήν γλυκύτητα τῆς χάρης Του τίς ὧρες τῆς προσευχῆς, ἀλλά μέ τρόπο τώρα ἐντελῶς φυσικό καί ὁρατό. Τά πόδια του σάν νά πῆραν φτερά καί κατάπιαν γρήγορα τήν ἀπόσταση μέχρι τό μοναστήρι. Τό ῾δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ ἔγινε ἔκτοτε ἡ διαρκής ἐπωδός τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου ἀλλά καί ὅλου τοῦ μοναστηριοῦ. Στό πρόσωπο τοῦ ῎Ιανθου οἱ καλόγεροι εἶδαν τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Θεοῦ τους. ῾Ζῇ Κύριος ὁ Θεός᾽ ἔλεγαν καί ξανάλεγαν χωρίς σταματημό.
Πηγή: agios-dimitrios / tokandylaki
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου