«Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει» (Ἀκαθ. ὕμν. Α1α΄)
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, ἐχθροί, ποὺ κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία μας, ὅτι μισεῖ τὴ χαρὰ καὶ καλλιεργεῖ τὴ λύπη καὶ τὴ μελαγχολία. Τί ἔχουμε ν᾿ ἀπαντήσουμε;
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς. Ναί, τῆς χαρᾶς. Ποιές ἀποδείξεις ἔχουμε; Ἀφήνουμε ὅλες τὶς ἄλλες· ἂς πάρουμε μόνο τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Εἶνε ὅλο χαρά. Καὶ τὸ πρῶτο «χαῖρε», ποὺ ἀκούσαμε ἀπόψε, ἀρχίζει μὲ τὴ χαρά· «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει»· Χαῖρε, Παναγία, ποὺ ἔφερες στὸν κόσμο τὴ χαρά
(Ἀκαθ. ὕμν. Α1α΄).Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶνε ἡ πηγὴ τῆς χαρᾶς. Ναί, τῆς χαρᾶς. Ποιές ἀποδείξεις ἔχουμε; Ἀφήνουμε ὅλες τὶς ἄλλες· ἂς πάρουμε μόνο τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο. Εἶνε ὅλο χαρά. Καὶ τὸ πρῶτο «χαῖρε», ποὺ ἀκούσαμε ἀπόψε, ἀρχίζει μὲ τὴ χαρά· «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει»· Χαῖρε, Παναγία, ποὺ ἔφερες στὸν κόσμο τὴ χαρά
Τὸ ἱερὸ βιβλίο ποὺ περιγράφει τὴ ζωὴ καὶ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὀνομάζεται Εὐαγγέλιο. Γιατί Εὐαγγέλιο; Τί σημαίνει εὐαγγέλιο; Εἴδησις. Τί εἴδησις; Εὐχάριστη εἴδησις. Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ εὐχάριστη εἴδησι, ποὺ σκορπάει χαρά;
Πολλὲς εὐχάριστες εἰδήσεις ὑπάρχουν. Εὐχάριστες εἰδήσεις εἶνε γιὰ ἕνα χρεωμένο παραδείγματος χάριν ν᾿ ἀκούσῃ, ὅτι τοῦ χαρίστηκαν τὰ χρέη· γιὰ ἕνα φυλακισμένο καὶ κατάδικο, ὅτι ὑπεγράφη γι᾿ αὐτὸν διάταγμα χάριτος καὶ εἶνε πλέον ἐλεύθερος· γιὰ ἕναν ἄρρωστο, ὅτι ἀνακαλύφθηκε τὸ φάρμακο ποὺ θὰ τὸν θεραπεύσῃ· γιὰ ἕναν ποὺ ἑτοιμάζεται γιὰ ταξίδι μακρινὸ νὰ συναντήσῃ τοὺς δικούς του, ὅτι ἐκδόθηκε τὸ διαβατήριό του· γιὰ ἕνα πάμπτωχο, ὅτι κέρδισε τὸν πρῶτο ἀριθμὸ στὸ λαχεῖο…
Εὐχάριστες εἰδήσεις αὐτές. Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾿ ὅλες, ποιά εἶνε ἡ πιὸ μεγάλη στὸν κόσμο; Ἂν τὴν αἰσθανθοῦμε, καλῶς· διαφορετικά, δὲν θὰ καταλάβουμε τὴ χαρὰ ποὺ χαρίζει τὸ Εὐαγγέλιο. Ποιά εἶνε ἡ εἴδησις αὐτή; Ὅτι ἦρθε – ποιός ἦρθε; ἡ μάνα, ὁ πατέρας, ὁ συγγενής μας; Ἦρθε – ποιός ἦρθε; Τὸ νιώσαμε; Εἶνε γεγονός – ἦρθε ὁ Χριστός! Καὶ γιατί ἦρθε; Ἦρθε νὰ σφουγγίσῃ τὰ δάκρυα τῆς ἀνθρωπότητος καὶ νὰ μᾶς πῇ Μὴν κλαῖτε, ὅπως εἶπε κάποτε στὴ χήρα τῆς Ναῒν «Μὴ κλαῖε» (Λουκ. 7,14). Ἦρθε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ πῇ στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἀναστενάζει κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῶν ἁμαρτημάτων του· «Τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2. Μᾶρκ. 2,5). Ἦρθε νὰ πῇ γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ γυναῖκα, ποὺ ὅλοι τὴν περιφρονοῦσαν· «Ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ» (Λουκ 7,47). Ἦρθε νὰ πῇ στὰ ὀρφανά, ὅτι ἔχουν πατέρα· στὴ χήρα, ὅτι ἔχει προστάτη· στὸν ἀπελπισμένο, ὅτι ὑπάρχει ἐλπίδα· σ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε πάνω στὰ μνήματα, ὅτι ὑπάρχει ζωὴ αἰώνιος, Ἐγὼ εἶμαι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11,25).
Αὐτὴ εἶνε ἡ χαρὰ ποὺ ἔφερε ὁ Χριστός. Κι ὅτι αὐτὰ δὲν εἶνε λόγια ἀλλὰ μιὰ πραγματικότης, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε ὄντως ἡ χαρὰ τοῦ κόσμου, ἡ παγκόσμιος χαρά, καὶ ἡ «τῶν ἀγγέλων χαρμονή» (ε΄ ᾠδ., β΄ τροπ. καν. Ἀκαθ.), ὑπάρχουν πολλὲς μαρτυρίες. Ἕνα παράδειγμα θ᾿ ἀναφέρω.
Τὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀποστόλων ζοῦσε ἕνας ἄνθρωπος ποὺ κολυμποῦσε στὰ πλούτη. Εἶχε σπίτια ἀπὸ μάρμαρο ὅλων τῶν χρωμάτων. Ἦταν πολὺ ἐπίσημος. Ὄχι νομάρχης ἢ ὑπουργὸς ἢ πρωθυπουργὸς ἢ βασιλιᾶς. Κάτι παραπάνω· ἤτανε αὐτοκράτορας ὅλου τοῦ τότε κόσμου, σὲ ὅλα τὰ βασίλεια· Ἱσπανία, Γαλλία, Ἰταλία, Γερμανία, Ἑλλάδα, Ἀνατολή, Αἴγυπτο, σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶχε τεράστια δύναμι. Τὸ ὄνομά του; Τιβέριος καῖσαρ. Στὶς ἡμέρες του γεννήθηκε ὁ Χριστός· γεννήθηκε ἐπὶ Τιβερίου καίσαρος. Αὐτὸς λοιπὸν ἦταν. Ποῦ ζοῦσε; Σὲ ἕνα νησάκι, ποὺ τώρα οἱ τουρῖστες πᾶνε κατὰ χιλιάδες. Δὲν ὑπάρχει ἄλλο σὰν αὐτό. Λέγεται Κάπρι. Ἐκεῖ εἶχε τὰ πάντα. Ἐν τούτοις αὐτός, προτοῦ νὰ πεθάνῃ, ἄφησε ἕνα γράμμα στὸ ὁποῖο ἔλεγε· –Εἶμαι ἀπελπισμένος, χαρὰ δὲν δοκίμασα στὸν κόσμο, θέλω νὰ πεθάνω, θέλω νὰ πέσω ἀπὸ τὸ γκρεμό… (Ὑπῆρχε, καὶ ὑπάρχει ἀκόμα, ἐκεῖ στὸ νησάκι ἕνας γκρεμὸς 250 μέτρα· ἀπὸ ᾿κεῖ ὁ τύραννος αὐτὸς ἅρπαζε τοὺς ἐχθρούς του καὶ τοὺς ἔρριχνε κάτω μέσα στὴ θάλασσα. Πόσους δὲν εἶχε κατακρημνίσει ἀπὸ ᾿κεῖ!). Αὐτὸς λοιπόν, ποὺ θά ᾿πρεπε νά ᾿νε ὁ εὐτυχέστερος, αὐτὸς λέει· –Χαρὰ δὲν δοκίμασα στὸν κόσμο.
Καὶ ἐνῷ ὁ Τιβέριος ἔτσι ζοῦσε καὶ τέτοια ἔγραφε, δέστε τώρα κάποιον ἄλλον, τὴν ἴδια ἐποχή. Αὐτὸν ἂν τὸν ἔψαχνες, δραχμὴ δὲν εἶχε στὴν τσέπη του· γιὰ νὰ ζήσῃ, δούλευε σκληρά. Σπίτι δὲν εἶχε, οἰκόπεδα δὲν εἶχε. Ποῦ ἔμενε, ποῦ κοιμόταν; Ἄλλοτε φιλοξενούμενος, ἄλλοτε ἔξω. Καὶ ἐνῷ ὁ Τιβέριος διασκέδαζε στὸ Κάπρι, αὐτὸς ἦταν δεμένος μέσα σ᾿ ἕνα μπουντρούμι. Γιατί; γιὰ κλεψιές, γιὰ ἀτιμίες; Αὐτὸς μυρμήγκι δὲν πατοῦσε, ἦταν ὁ πιὸ εὐεργετικὸς ἄνθρωπος. Καὶ γράφει γράμμα. Κ᾽ ἐνῷ εἶνε χτυπημένος, πληγωμένος, ἑτοιμοθάνατος, τί λέει· –Χαίρετε, ἀδέρφια μου. «Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε» (Φιλιπ. 4,4). Ποιός εἶνε; Εἶνε ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καὶ τὰ λόγια αὐτὰ εἶνε ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του πρὸς Φιλιππησίους, ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «ἡ ἐπιστολὴ τῆς χαρᾶς». Ποῦ βρῆκε ὁ Παῦλος αὐτὴ τὴ δύναμι;
Ὦ Χριστέ! Δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας· εἶνε ὁλοζώντανη. Ἔχει μέσα της πηγὴν ἀκαταβλήτου χαρᾶς. Αὐτὴ τὴ χαρά, ποὺ σκόρπισε ὁ Χριστὸς σ᾿ ἕνα κόσμο δυστυχισμένο, πονεμένο, γεμᾶτο ἀσθένειες καὶ πληγές, αὐτὴ τὴ χαρὰ ἔχει στὸ νοῦ του ὁ ὑμνῳδὸς καὶ λέει στὴν Παναγία ποὺ τὸν ἔφερε στὸν κόσμο· «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει».
* * *
Ἂν κανεὶς ἀμφιβάλλῃ, ὅτι ὁ Χριστὸς –μόνο αὐτός– δίνει τὴ χαρὰ στὸν κόσμο, ἂς δοκιμάσῃ, ἂς κάνῃ πείραμα. Τί πείραμα;
⃝ Θέλεις τὴ χαρά; Ἄνοιξε τὴν Καινὴ Διαθήκη καὶ διάβασε μιὰ καὶ δυὸ φορὲς αὐτὴ τὴν ἐπιστολὴ ποὺ ἔγραψε ὁ φυλακισμένος Παῦλος. Οἱ ἄνθρωποι, τὴν ὥρα ποὺ οἱ ἐχθροὶ τοὺς θανατώνουν, καταριῶνται καὶ βλαστημᾶνε· λίγοι διατηροῦν τὴν ψυχραιμία τους. Ἀλλ᾿ αὐτός, ἑτοιμοθάνατος, τί λόγια ἔγραψε! Θέλεις νὰ αἰσθανθῇς τὴ χαρά; ἄνοιξε τὸ Εὐαγγέλιο καὶ διάβασέ το. Κι ὅταν τελειώσῃς, θὰ πῇς· Χριστέ, σ᾿ εὐχαριστῶ γιὰ τὰ λόγια αὐτὰ ποὺ εἶπες· ἔφεραν τὴ χαρὰ μέσα μου. Διότι αὐτός, λέει τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ποὺ μελετᾷ τὰς Γραφάς, ἔχει τέτοια χαρά, «ὡς ὁ εὑρίσκων σκῦλα πολλά», ὅπως αὐτὸς ποὺ βρῆκε πλῆθος λάφυρα (Ψαλμ. 118,162).
⃝ Θέλεις τὴ χαρά; Μὴν τρέχεις σὲ διασκεδάσεις· δὲν εἶνε ἐκεῖ ἡ χαρά. Παρατηρῆστε τὰ πρόσωπα ἐκείνων ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὰ κέντρα καὶ τοὺς χορούς. Λυπημένοι, στενοχωρημένοι, γεμᾶτοι πίκρα. Κοιτάξτε κι αὐτοὺς ποὺ βγαίνουν ἀπὸ τὴν ἐκκλησιά· τὰ πρόσωπά τους λάμπουν. Θέ᾿ς λοιπὸν χαρά; Πάρε μιὰ Σύνοψι καὶ προσευχήσου. Ὅταν στὸ Ναύπλιο σκότωσαν τὸν Καποδίστρια, τὸ μόνο πραγματικὰ Χριστιανὸ κυβερνήτη τῆς Ἑλλάδος, ἔψαξαν στὰ πράγματά του. Καὶ τί βρῆκαν; Μιὰ Σύνοψι. Τὴ διάβαζε πρωὶ – μεσημέρι – βράδυ, καὶ μέσ᾿ στὰ βάσανά του αἰσθανόταν χαρὰ καὶ ἀγαλλίασι.
⃝ Θέλεις χαρά, πιὸ μεγάλη χαρά; Πήγαινε στὸν πνευματικὸ πατέρα, γονάτισε ἐνώπιόν του καὶ ἐξομολογήσου τὰ ἁμαρτήματά σου. Ὅταν τελειώσῃς, θὰ αἰσθανθῇς ἐκεῖνο ποὺ αἰσθάνθηκε καὶ ὁ μεγάλος Ῥῶσος λογοτέχνης, ὁ Ντοστογιέφσκυ. Ἐξωμολογήθηκε σὲ ἕναν ἀγράμματο στάρετς, καὶ μετὰ ἔγραψε· «Ὅταν ἐξωμολογήθηκα, παράδεισος φύτρωσε στὴν καρδιά μου». Χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις.
⃝ Θέλεις τὴ χαρά; Ἄντε τὸ Πάσχα, μὲ καθαρὴ καρδιά, νὰ κοινωνήσῃς· τότε ὁ οὐρανὸς μὲ τὰ ἄστρα του θὰ κατεβοῦν ἐντός σου.
⃝ Θέλεις τὴ χαρά; Ψάξε καὶ βρὲς κανένα φτωχό· πήγαινε τὴ νύχτα καὶ βοήθησε τὴ χήρα καὶ τὰ ὀρφανά, ποὺ γέμισε ὁ κόσμος.
⃝ Θέλεις τὴ χαρά; Πίστευε στὸ Θεό, πίστευε στὸ Χριστό· τότε ἡ καρδιά σου θὰ γεμίσῃ.
⃝ Θέλεις τὴ χαρά; Ἔλα, ἀγαπητέ μου, τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως καὶ μεῖνε ὣς τὸ τέλος. Ἐκεῖ θ᾿ ἀκούσῃς ἕνα θαυμάσιο λόγο τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ δὲν ὑπάρχει πλάστιγγα νὰ τὸν ζυγίσῃ. Παγκόσμιο ἀριστούργημα. Μεῖνε μέσ᾿ στὴν ἐκκλησιά, καὶ θὰ αἰσθανθῇς τὴ χαρά.
Ὅταν αὐτὰ τὰ αἰσθανθῇς, τότε θὰ γονατίσῃς μπροστὰ στὴν Παναγιὰ καὶ θὰ πῇς κ᾿ ἐσύ· «Χαῖρε, δι᾿ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει».
Ποῦ εἶστε, ἐχθροὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ λέτε ὅτι ἡ πίστι μας εἶνε μόνο ἀναστεναγμοὶ καὶ δάκρυα; Ὄχι. Μέσα στὴ θλῖψι, ὑπάρχει ὁ Χριστός, ποὺ εἶπε· Μὴ λυπεῖσθε. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰω. 16,33). Λόγια αἰώνια. Ἂς εἶσαι ὁ πιὸ φτωχὸς καὶ ταλαίπωρος· κοντὰ στὸ Χριστὸ βρίσκεις τὴν ἀληθινὴ χαρά. Αὐτὴ τὴ χαρά, ποὺ δίνει ἡ Παναγιά μας, ἂς τὴν αἰσθανθοῦμε ὅλοι τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες· ἀμήν.
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Παντελεήμονος Φλωρίνης τὴν 28-3-1969
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου