Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2014

Η τιμωρία (π.Δημητρίου Μπόκου)

images

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Η ΤΙΜΩΡΙΑ

π.   Δ η ­μ η ­τ ρ ί ­ο υ   Μ π ό ­κ ο υ

« … ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἀ­πο­τε­λε­σθεῖ­σα ἀ­πο­κύ­ει θά­να­τον» (Ἰ­ακ. 1, 15).

Ἡ φω­τιὰ ἔ­τρι­ξε καὶ σπί­θες κόκ­κι­νες γέ­μι­σαν τὸν ἀ­έ­ρα, κα­θὼς ὁ γέ­ρος συ­δαύ­λι­σε τὰ κάρ­βου­να καὶ ἔ­ρι­ξε τὸ τε­λευ­ταῖ­ο κού­τσου­ρο στὸ τζά­κι. Ἔ­ξω τὸ σού­ρου­πο ἅ­πλω­νε γορ­γὰ τὴν πα­γε­ρή του μουν­τά­δα, ἂν καὶ ἡ ἀ­σπρά­δα τοῦ χι­ο­νιοῦ πά­λευ­ε νὰ πα­ρα­τεί­νει τὴν ψευ­δαί­σθη­ση πὼς ἡ μέ­ρα κρα­τοῦ­σε ἀ­κό­μα.

Γύ­ρω στὸ χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κο τρα­πέ­ζι, στρω­μέ­νο, κα­θὼς τό ’χαν πα­ρά­δο­ση, ὅ­λη τὴν ἡ­μέ­ρα, βού­ι­ζε χα­ρού­με­να στὴν ἀγ­κα­λιὰ τῆς γι­ορ­τι­νῆς ζε­στα­σιᾶς ἡ οἰ­κο­γέ­νεια. Καὶ τί οἰ­κο­γέ­νεια; Τριά­ντα τό­σες ψυ­χές, ἀ­πὸ παπ­ποῦ­δες μέ­χρι δι­σέγ­γο­να, συγ­κεν­τρώ­θη­καν σή­με­ρα γιὰ νὰ γι­ορ­τά­σου­νε μα­ζί.

Ὁ ὀ­γδον­τά­χρο­νος γέ­ρος, μὲ τὰ μαλ­λιά του κά­τα­σπρα σὰν χι­ό­νι, ἔ­βλε­πε πα­λιὰ καὶ νι­ό­φυ­τα βλα­στά­ρια γύ­ρω του κι ἀ­να­γάλ­λι­α­ζε. Ἡ μα­τιά του πλα­νι­ό­ταν ὣς τὸ καν­τή­λι ποὺ σι­γό­και­γε στὴ γω­νιὰ καὶ κά­θε τό­σο τὰ φυλ­λο­κάρ­δια του πάλ­λον­ταν.

- «Δό­ξα ἐν ὑ­ψί­στοις Θε­ῷ…», ψι­θύ­ρι­ζε σὰν τοὺς ἀγ­γέ­λους. Ἡ ἀ­γά­πη σου ἀ­πέ­ραν­τη, Κύ­ρι­ε!… Πλού­σια τὰ ἐ­λέ­η σου!…

Ἕ­να δε­κα­ο­χτά­χρο­νο παλ­λη­κά­ρι, ἐγ­γο­νός του, ἑ­τοι­μά­στη­κε νὰ φέρει ἀπ’ ἔξω ξύ­λα γιὰ τὴ φωτιά. Περ­νών­τας δί­πλα του κον­το­στά­θη­κε χα­μο­γε­λών­τας, κα­θὼς τὸν εἶ­δε νὰ κου­νά­ει τὰ χεί­λη του χω­ρὶς νὰ μι­λά­ει. Ἤ­ξε­ρε τὸν παπ­πού του κα­λά. Εἶ­πε νὰ τὸν πει­ρά­ξει.

- Τί κου­βεν­τιά­ζεις πά­λι ἐ­κεῖ μο­νά­χος σου, παπ­πού;

Ὁ γέ­ρος τὸν κοί­τα­ξε μὲ πρό­σχα­ρη δι­ά­θε­ση.

- Γιὰ τὴν ἀ­γά­πη Του λέ­ω. Τί ἄλ­λο νὰ ’­πῶ;

- Θά ’­θε­λα τό­τε νὰ τὸν ρω­τή­σεις κά­τι, συ­νέ­χι­σε πει­ρα­χτι­κὰ ὁ ἐγ­γο­νός. Ἀ­φοῦ, κα­τὰ πὼς λές, μᾶς ἀ­γα­πά­ει τό­σο, για­τί μᾶς τι­μω­ρεῖ σκλη­ρά, ἂν κά­νου­με καὶ φύ­γου­με λι­γά­κι ἀ­πὸ τὸν νό­μο Του;

Ὁ γέ­ρος στὴ στιγ­μὴ σο­βά­ρε­ψε.

- Ἄ­κου­σα νὰ τὸ λέ­ει κά­ποι­ος αὐ­τό, πὼς ὁ Θε­ὸς γνω­ρί­ζει μό­νο νὰ τι­μω­ρεῖ. Ἔ­τσι νο­μί­ζεις κι ἐσύ; Ἄν­τε λοι­πόν, τέλει­ω­νε μὲ τὰ ξύ­λα σου κι ἔ­λα κα­τό­πι νὰ τὰ ποῦ­με.



Ὁ νε­α­ρὸς ἄν­τρας τυ­λί­χτη­κε κα­λά, κα­τέ­βα­σε μέ­χρι τ’ αὐ­τιὰ τὸ γού­νι­νο σκοῦ­φο του καὶ βγῆ­κε. Τὸ κρύ­ο ἦ­ταν τσου­χτε­ρό, μὰ δὲ θ’ ἀρ­γοῦ­σε. Προ­χώ­ρη­σε κά­τω ἀ­π’ τὸ ὑ­πό­στε­γο ὣς τὴν ψη­λὴ μάν­τρα, ὅ­που ἦ­ταν ἀ­πο­θη­κευ­μέ­να τὰ ξύ­λα. Γέ­μι­σε τρεῖς φο­ρὲς τὸ κα­ρο­τσά­κι του καὶ τ’ ἄ­δει­α­σε κον­τὰ στὴν πόρ­τα τους. Μὰ σὰν τὸ ἀ­κούμ­πη­σε στὴ θέ­ση του καὶ γύ­ρι­σε νὰ μπεῖ στὸ σπί­τι, τοῦ φά­νη­κε πὼς κά­τι ἄ­κου­σε. Σὰν πνιγ­μέ­νος λυγ­μὸς ἕ­νας θό­ρυ­βος ἀ­να­κα­τεύ­τη­κε μὲ τὸ βού­ι­σμα τοῦ ἀ­νέ­μου.

Πα­ρα­ξε­νε­μέ­νος ἔ­στη­σε αὐ­τὶ ν’ ἀ­κού­σει κα­λύ­τε­ρα. Ἔ­φε­ρε προ­σε­κτι­κὰ τὸ βλέμ­μα του ἕ­να γύ­ρο. Ψη­λὸς πε­ρί­βο­λος ἔ­κλει­νε προ­στα­τευ­τι­κὰ τὸ τε­ρά­στιο ὑ­πο­στα­τι­κό. Ἐ­κεῖ φι­λο­ξε­νοῦν­ταν ἡ με­γά­λη τους οἰ­κο­γέ­νεια τὸν χει­μώ­να, ὅ­ταν τὸ φο­βε­ρὸ κρύ­ο τοὺς ἔ­δι­ω­χνε ἀ­π’ τὰ ψη­λά τους βου­νά. Τοῦ­φες γκρί­ζου κα­πνοῦ πε­τά­γον­ταν στὸν οὐ­ρα­νὸ ἀ­κού­ρα­στα ἀ­πὸ τὶς κα­μι­νά­δες. Ὁ πα­γω­μέ­νος ἀ­έ­ρας ἀ­νά­δευ­ε κά­θε λί­γο σύν­νε­φα χι­ο­νιοῦ στὴ με­γά­λη κοι­λά­δα μπρο­στά του. Ἡ­συ­χί­α παν­τοῦ.

Ἔ­κα­με νὰ γυ­ρί­σει, ὅ­ταν καὶ πά­λι σὰν πα­ρά­ξε­νο βογ­γη­τὸ ἔ­φτα­σε κά­τι στ’ αὐ­τιά του. Ταυ­τό­χρο­να στὴν κον­τι­νό­τε­ρη συ­στά­δα δέν­τρων ἕ­νας σκο­τει­νὸς ὄγ­κος κι­νή­θη­κε. Ὑ­πο­ψι­ά­στη­κε ἀ­γρί­μι. Καὶ δὲν ἔ­πε­σε ἔ­ξω. Ἔ­τρε­ξε ἀ­στρα­πια­ῖα στὴν ἀ­πο­θή­κη κι ἅρ­πα­ξε ἕ­να ὅ­πλο. Βλέ­πον­τας πὼς τὸ ἀ­γρί­μι ἄρ­χι­σε κι­ό­λας νὰ ξε­μα­κραί­νει, ἔ­λυ­σε ἀ­π’ τὸν στά­βλο ἕ­να ἄ­λο­γο καὶ χύ­θη­κε στὸ κα­τό­πι του. Στὸ θαμ­πὸ λυ­κό­φως ξε­χώ­ρι­σε κόκ­κι­νες κη­λί­δες στὸ χι­ό­νι. Τὸ ἀ­γρί­μι ἦ­ταν πλη­γω­μέ­νο. Νοι­ώ­θον­τας τὸν κίν­δυ­νο γρύλ­ι­ζε ὅ­λο καὶ ἀ­πει­λη­τι­κό­τε­ρα. Βι­α­ζό­ταν νὰ χω­θεῖ στὸ με­γά­λο δά­σος.

Ὁ νε­α­ρὸς ἄν­τρας ὅρ­μη­σε ξο­πί­σω του χω­ρὶς δι­σταγ­μό. Τοῦ φά­νη­κε εὔ­κο­λη ὑ­πό­θε­ση. Καὶ μο­να­δι­κὴ εὐ­και­ρί­α νὰ δεί­ξει τὴν ἀ­ξί­α του.

Στὸ με­γά­λο δά­σος, ποὺ ἁ­πλω­νό­ταν πέ­ρα ἀ­π’ τὴν κοι­λά­δα καὶ χα­νό­ταν στὸν ὁ­ρί­ζον­τα πά­νω ἀπὸ κα­τά­λευ­κους λό­φους, ἦ­ταν κα­νό­νας ἀ­πα­ρά­βα­τος νὰ κυ­νη­γοῦν μό­νο οἱ ἔμ­πει­ροι ἄν­δρες τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀλ­λὰ καὶ αὐ­τοὶ πάν­τα ὁ­μα­δι­κὰ καὶ πο­τὲ τὴ νύ­χτα.

Στὸν δε­κα­ο­χτά­χρο­νο δὲν ἐπιτρεπόταν νὰ συμ­με­τέ­χει σ’ αὐ­τὲς τὶς ἐ­πι­χει­ρή­σεις. Δὲν ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐκ­παι­δευ­μέ­νος γιὰ τέ­τοι­α. Μπο­ροῦ­σε μό­νο νὰ πε­ρι­πο­λεῖ μὲ τοὺς συ­νο­μη­λί­κους του στὴν ἀ­νοι­χτὴ κοι­λά­δα. Τὸ με­γά­λο δά­σος ἦ­ταν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νος καρ­πὸς γι’ αὐ­τούς. Ἡ οἰ­κο­γε­νεια­κή τους κοι­νό­τη­τα στη­ρι­ζό­ταν σὲ νό­μους. Κα­νό­νες ἄ­γρα­φους, ἀ­πὸ πα­ρά­δο­ση, μὰ αὐ­στη­ροὺς καὶ ἀ­πό­λυ­τους. Χά­ρη σ’ αὐ­τοὺς ἡ τε­ρά­στια οἰ­κο­γέ­νεια ἐ­πι­βί­ω­νε ἀ­πὸ γε­νιὰ σὲ γε­νιὰ μὲ ἀ­σφά­λεια καὶ λει­τουρ­γοῦ­σε χω­ρὶς προ­βλή­μα­τα. Καὶ οἱ με­γά­λοι μά­θαι­ναν στοὺς μι­κρό­τε­ρους σεβασμὸ στὴν παράδοση, μιὰ καὶ κά­θε πα­ρά­βα­ση συ­νε­πα­γό­ταν πάν­τα βα­ρει­ὲς συ­νέ­πει­ες.

Μὰ τώ­ρα ὁ ἐν­θου­σια­σμὸς τὸν συ­νε­πῆ­ρε. Οὔ­τε ποὺ σκέ­φτη­κε κα­νό­νες καὶ συ­νέ­πει­ες. Σπι­ρού­νι­σε τ’ ἄ­λο­γο νὰ τρέ­ξει καὶ χα­μή­λω­σε τὸ κορ­μί του στὴ σέλ­λα. Ἤ­θε­λε νὰ προ­λά­βει στὸν ἀ­νοι­χτὸ χῶ­ρο τὸ ἀ­γρί­μι. Μὰ τὸ φῶς λι­γό­στευ­ε συ­νε­χῶς. Τὸ ἄ­λο­γό του βού­λι­α­ζε κά­θε λί­γο στὸ πυ­κνὸ χι­ό­νι καὶ δυ­σκο­λευ­ό­ταν νὰ τρέ­ξει. Τὸ πλη­γω­μέ­νο ἀ­γρί­μι κα­τά­φε­ρε ἐ­πι­τέ­λους νὰ φτά­σει στοὺς λό­φους καὶ χά­θη­κε στὸ πυ­κνὸ δά­σος.

Ὁ νε­α­ρὸς ἄν­δρας δί­στα­σε, ἀλ­λὰ γιὰ μιὰ μο­νά­χα στιγ­μή. Τὸ αἷ­μα του ἔ­βρα­ζε. Δὲν θ’ ἄ­φη­νε τὴν εὐ­και­ρί­α του νὰ χα­θεῖ. Ἦ­ταν αὐ­τὸ ποὺ τό­σο ζή­λευ­ε καὶ πάν­τα λα­χτα­ροῦ­σε. Ἔ­παιρ­νε με­γά­λο ρί­σκο, μὰ ἤ­θε­λε νὰ δεί­ξει πὼς ἦ­ταν ἕ­τοι­μος γιὰ κά­τι τέ­τοι­ο. Ποι­ὸς δὲν θ’ ἀ­να­γνώ­ρι­ζε με­τὰ τὴν ἀ­ξί­α του; Θά ’μ­παι­νε ἐ­πι­τέ­λους στὴν ὁ­μά­δα τῶν με­γά­λων κυ­νη­γῶν τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἔ­κρι­νε πὼς ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα νὰ γευ­τεῖ τὸν ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο καρ­πό.

Τὸ δά­σος, χι­ο­νι­σμέ­νο καὶ ἀ­πέ­ραν­το, φάν­τα­ζε φο­βε­ρό. Ἡ νύ­χτα εἶ­χε πέ­σει. Τὰ πα­νύ­ψη­λα δέν­τρα λι­γό­στευ­αν ἀ­πελ­πι­στι­κὰ τὸ ἐ­λά­χι­στο φῶς. Προ­χώ­ρη­σε προ­σε­κτι­κὰ μὲ ὁ­δη­γὸ τὰ γρυλ­ί­σμα­τα, ποὺ γί­νον­ταν ὅ­λο καὶ πιὸ ἀ­δύ­να­μα, πιὸ ἀ­ραι­ά. Μὰ ἡ ὥ­ρα περ­νοῦ­σε, χω­ρὶς νὰ φτά­νει στὸν στό­χο του. Τὸ ἐγ­χεί­ρη­μά του γι­νό­ταν πε­ρί­πλο­κο.

Τὸ ἄ­λο­γο μὲ δυ­σκο­λί­α ἄ­νοι­γε τὸν δρό­μο του στὸν ἀ­φι­λό­ξε­νο, πα­γε­ρό, σχε­δὸν ἄ­βα­το τό­πο. Τὰ πράγ­μα­τα δὲν ἦ­ταν ὅ­σο ἁ­πλᾶ τοῦ φά­νη­καν στὴν ἀρ­χή. Δὲν ἤ­ξε­ρε οὔ­τε πό­σο εἶ­χε προ­χω­ρή­σει, οὔ­τε ποῦ βρι­σκό­ταν. Τὸ δά­σος γι­νό­ταν τό­σο πυ­κνό, ποὺ δὲν ὑ­πῆρ­χε ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς γιὰ ὑ­πο­λο­γι­σμούς. Σι­γὰ-σι­γὰ ἡ ἀρ­χι­κή του σι­γου­ριὰ τὸν ἐγ­κα­τέ­λει­πε. Ἕ­νας φό­βος, ποὺ ὅ­λο καὶ με­γά­λω­νε, πῆ­ρε νὰ ξε­ση­κώ­νε­ται στὴν καρ­διά του.

Στά­θη­κε δί­βου­λος. Νὰ τρα­βή­ξει μπρὸς ἢ νὰ γυ­ρί­σει πί­σω; Σκε­φτό­ταν τώ­ρα τὶς συ­νέ­πει­ες. Πῶς θὰ αἰ­τι­ο­λο­γοῦ­σε τὴν πρά­ξη του; Ἤ­ξε­ρε τὴ θρη­σκευ­τι­κὴ προ­σή­λω­ση τῆς οἰ­κο­γέ­νειας στοὺς κα­νό­νες της. Ὑ­πῆρ­χε με­γά­λη αὐ­στη­ρό­τη­τα στὴν τή­ρη­σή τους. Καὶ τό ’­χε πιὰ σί­γου­ρο πὼς τώ­ρα τὸν πε­ρί­με­νε βα­ρειὰ τι­μω­ρί­α γιὰ τὸ τόλ­μη­μά του.

Μὰ πά­νω ποὺ πά­σχι­ζε τί νὰ δι­α­λέ­ξει, τὸ γρύλι­σμα ἀ­κού­στη­κε πο­λὺ κον­τά. Καὶ μιὰ σκιὰ κι­νή­θη­κε μέ­σ’ στὰ κλα­διά. Αὐ­τὸ ἦ­ταν! Ἀ­να­θάρ­ρη­σε. Ἕ­να βῆ­μα μο­νά­χα τὸν χώ­ρι­ζε ἀ­πὸ τὸν στό­χο του. Ἄγ­γι­ζε πιὰ τὸ ὄ­νει­ρό του.

Σή­κω­σε τὸ ὅ­πλο νὰ ση­μα­δέ­ψει, ὅ­ταν ἀ­πρό­σμε­να καὶ ἄλ­λο γρύλι­σμα τὸν ξάφ­νι­α­σε ἀ­πὸ δε­ξιά…, καὶ ἄλ­λο ξο­πί­σω του…, κι ἀ­ρι­στε­ρὰ καὶ μπρὸς καὶ γύ­ρω του…, παν­τοῦ. Καὶ μο­νο­μιᾶς, ἕ­να σω­ρὸ σκι­ὲς ξε­πή­δη­σαν ἀ­π’ τὸ σκο­τά­δι, τρο­μα­χτι­κὰ φαν­τά­σμα­τα, τῆς νύ­χτας πλά­σμα­τα φρι­χτά. Ἀλ­λοί­μο­νο! Τὸ πλη­γω­μέ­νο ἀ­γρί­μι τὸν πα­γί­δε­ψε κα­λά. Τοῦ ’­παι­ξε τὸ πιὸ ἄ­σχη­μο παι­χνί­δι τῆς ζω­ῆς του. Τὸν ἔ­ρι­ξε βο­ρὰ στὰ πει­να­σμέ­να στό­μα­τα ὁ­λό­κλη­ρης ἀ­γέ­λης.

Μο­νά­χα μιὰ στιγ­μὴ χρει­ά­στη­κε ἡ αἴ­σθη­σή του, γιὰ νὰ πε­ρά­σει ἀ­π’ τὴ θρι­αμ­βι­κή της εὐ­φο­ρί­α στὴν ἔ­σχα­τη ἀ­πελ­πι­σί­α. Τὰ πάν­τα ἔ­γι­ναν ἀ­στρα­πια­ῖα. Ξε­τρελ­λα­μέ­νο ἀ­π’ τὴν τρο­μά­ρα τὸ ἄ­λο­γό του τι­νά­χτη­κε ψη­λὰ στὰ πί­σω πό­δια. Τὸν ἔ­ρι­ξε με­μιᾶς στὸ χι­ο­νι­σμέ­νο ἔ­δα­φος κι ἀ­φη­νι­α­σμέ­νο ἄρ­χι­σε νὰ τρέ­χει στὰ τυ­φλά. Μη­χα­νι­κὰ τὸ δά­χτυ­λό του βρῆ­κε τὴ σκαν­δά­λη κα­θὼς ἔ­πε­φτε. Τὸ ὅ­πλο βρόν­τη­ξε ἐκ­κω­φαν­τι­κὰ μέσ’ στὴ νυ­χτιά, μὰ μὲ τὴν πτώ­ση τοῦ ’­φυ­γε ἀ­π’ τὰ χέ­ρια του. Τ’ ἀ­γρί­μια σά­στι­σαν ἀ­π’ τὴ βα­ρειὰ ἐκ­πυρ­σο­κρό­τη­ση γιὰ μιὰ στιγ­μή, ποὺ ὡ­στό­σο τοῦ ἦ­ταν ἀρ­κε­τὴ γιὰ ν’ ἁρ­πα­χτεῖ ἀ­π’ τὸ κον­τι­νό­τε­ρο κλα­δὶ καὶ νὰ ἀ­νε­βεῖ γορ­γὰ ὅ­σο ψη­λό­τε­ρα μπο­ροῦ­σε. Και­ρὸς ἦ­ταν! Τ’ ἀ­γρί­μια ξα­να­χύ­μη­ξαν ἀ­μέ­σως καὶ μ’ ἄ­γριους βρυ­χηθ­μοὺς τὸν πε­ρι­ζῶ­σαν.

Στὸ ἑ­ξῆς ἡ ὥ­ρα κύ­λι­σε ἀρ­γὰ καὶ βα­σα­νι­στι­κά. Ἡ πα­γω­νιὰ χω­νό­τα­νε παν­τοῦ καὶ τὸν τρυ­ποῦ­σε. Ἡ ἀ­κι­νη­σί­α μού­δι­α­ζε τὸ σῶ­μα του. Κινδύνευ­ε νὰ πέ­σει. Μὲ δυ­σκο­λί­α ἀ­φάν­τα­στη τὰ ξυ­λι­α­σμέ­να χέ­ρια του γαν­τζώ­να­νε τὸ δέν­τρο. Μὰ πιὸ πο­λὺ τὸν παί­δευ­αν οἱ ἐ­νο­χές του. Πῶς τό ’­χε με­τα­νοι­ώ­σει, Θέ μου! Τί ἀ­πο­κο­τιὰ ἦ­ταν κι αὐ­τή; Πῶς φέρ­θη­κε πιὰ τό­σο ἐ­πι­πό­λαι­α; Καὶ τώ­ρα; Τί τὸν πε­ρί­με­νε; Ὁ θά­να­τος; Πο­λὺ πι­θα­νό. Μὰ κι ἂν σω­ζό­ταν πα­ρ’ ἐλ­πί­δα, πῶς θὰ δι­και­ο­λο­γοῦ­σε τὴν ἀ­νο­η­σί­α του; Δὲν ἦ­ταν κα­θό­λου πιὰ πε­ρή­φα­νος γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό του.

Μα­κριὰ στὴν κοι­λά­δα ἦ­χος βα­θὺς κυ­νη­γε­τι­κοῦ βού­κι­νου ἔ­σκι­σε τὴ θα­να­τε­ρὴ σι­γα­λιά. Ἡ καρ­διά του σκίρ­τη­σε. Τὸν ἔ­ψα­χναν! Οἱ ἐλ­πί­δες του ἀ­να­πτε­ρώ­θη­καν. Ἔ­φε­ρε τὸ χέ­ρι στὴ ζώ­νη του ἀ­να­ζη­τών­τας τὸ δι­κό του βού­κι­νο γιὰ ν’ ἀ­παν­τή­σει. Μὰ δὲν εἶ­χε μα­ζί του κυ­νη­γε­τι­κὸ ἐ­ξο­πλι­σμό.

Πέ­ρα­σε ἔτσι πολ­λὴ ἀ­κό­μα ὥ­ρα μέ­χρι νὰ τὸν ἐν­το­πί­σει ἡ ὁ­μά­δα δι­ά­σω­σης, ποὺ ἔ­σπευ­σε νὰ τὸν ἀ­να­ζη­τή­σει ἀ­μέ­σως μό­λις ἔ­γι­νε ἀν­τι­λη­πτὴ ἡ ἐ­ξα­φά­νι­σή του. Τὰ σκυ­λιὰ καὶ οἱ πυ­ρο­βο­λι­σμοὶ σκόρ­πι­σαν τὰ θη­ρί­α. Στὸ ἔ­σχα­το ὅ­ριο τῆς ἀν­το­χῆς του ὁ νε­α­ρός, βρι­σκό­ταν ἐ­πι­τέ­λους ξα­νὰ στὴ ζεστὴ ἀγκαλιὰ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας.

Μὲ δά­κρυ­α κι ἀ­λα­λαγ­μοὺς χα­ρᾶς, βα­θιὰ συγ­κλο­νι­σμέ­νοι ἀ­π’ τὸ ἀ­πρό­σμε­νο συμ­βάν, ἔ­πε­σαν ὅ­λοι πά­νω του, ὅ­ταν τὸ ἕλ­κη­θρο ποὺ τὸν με­τέ­φε­ρε στα­μά­τη­σε στὴν πόρ­τα τους. Κι ὅ­ταν μὲ μάτια ὑγρὰ καὶ λαμπερὰ τὸν σή­κω­σαν στὰ χέ­ρια τους, ἔ­νοι­ω­σε στὸν πα­ρά­δει­σο πὼς ἔμ­παι­νε, ὄ­χι στὸ σπί­τι του.

Ἡ γλυ­κειὰ θαλ­πω­ρὴ τῆς χρι­στου­γεν­νι­ά­τι­κης ἑ­στί­ας καὶ τ’ ἀ­γα­πη­μέ­να του πρό­σω­πα, γε­λα­στὰ καὶ πά­λι με­τὰ τὴν ἀ­να­στά­τω­ση, ἔ­σβη­σαν σὰν ὄ­νει­ρο κα­κὸ σι­γὰ-σι­γὰ τὴ θύ­μη­ση τῆς φο­βε­ρῆς του πε­ρι­πέ­τειας.

- Θὰ μπο­ρέ­σε­τε ἄ­ρα­γε πο­τὲ νὰ μὲ συγ­χω­ρέ­σε­τε; εἶ­πε σὰν ἔνοιωσε κα­λύ­τε­ρα. Πό­σο ἄ­σχη­μα αἰ­σθά­νο­μαι γιὰ ὅ,τι ἔ­κα­μα! Ὅ­ποι­α κι ἂν εἶ­ναι ἡ τι­μω­ρί­α μου, εἶ­μαι ἕ­τοι­μος νὰ τὴ δε­χτῶ.

Ὁ παπ­ποὺς τὸν κοί­τα­ξε κα­λο­κά­γα­θα, ὅ­πως πάν­τα.

- Ποι­ὸς μί­λη­σε γιὰ τι­μω­ρί­α;

- Μὰ δὲν ἔ­χει βα­ρει­ὲς συ­νέ­πει­ες ἡ πα­ρά­βα­ση τῶν νό­μων μας; Αὐ­τὸ δὲν μᾶς μα­θαί­νε­τε;

- Βα­ρει­ὲς συ­νέ­πει­ες ἔ­χει ἀ­ναμ­φί­βο­λα, μὰ δὲν τὶς ἐ­πι­βάλ­λου­με ἐ­μεῖς. Ἡ τι­μω­ρί­α σου εἶ­ναι αὐ­τὰ ποὺ ἤ­δη πέ­ρα­σες. Δὲ σοῦ ‘φτασαν; Κι ἄλλο ζητᾶς ἀκόμα; Σὲ ἄγ­γι­ξε σχε­δὸν ὁ θά­να­τος ἀ­π’ τὰ θη­ρί­α καὶ τὴν πα­γω­νιά! Ἀλλὰ μόνο καὶ μόνο ἐ­πει­δὴ θέ­λη­σες νὰ φύ­γεις ἀ­π’ τὴν ἀ­σφά­λεια καὶ τὴ ζε­στα­σιὰ τοῦ σπι­τιοῦ μας. Αὐ­το­κα­τα­δι­κά­στη­κες! Ὅ­σα ἐ­σὺ ἐ­πέ­βα­λες στὸν ἑ­αυ­τό σου, ἡ φυ­σι­κὴ καὶ μό­νο συ­νέ­πεια τῆς πρά­ξης σου,  εἶ­ναι ἡ τι­μω­ρί­α σου. Ὄ­χι κά­τι ποὺ θὰ ἐ­πι­βάλ­λου­με ἐκ τῶν ὑ­στέ­ρων ἐ­μεῖς.

-  Δηλαδή, παππού, …δὲν θὰ μὲ τιμωρήσετε;

-  Ὄ­χι βέ­βαι­α, παι­δί μου! Δὲν ἔ­χου­με ἔ­γνοι­α ν’ ἀ­πο­κα­τα­στή­σου­με τὴν τά­ξη νο­μι­κὰ γιὰ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση δι­κή μας, νὰ τι­μω­ρή­σου­με τὴν πα­ρά­βα­ση γιὰ νὰ βγά­λου­με τὸ ἄ­χτι μας. Μᾶς νοιά­ζει μό­νο ν’ ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖς ἐ­σὺ σῶ­ος καὶ ἀ­κέ­ραι­ος στὴν οἰ­κο­γέ­νειά μας. Δὲν μᾶς πε­ρισ­σεύ­εις, ἂς εἴ­μα­στε πολ­λοί. Δὲν σ’ ἀ­γα­πά­με λι­γό­τε­ρο ἀ­πὸ κα­νέ­ναν ἄλ­λον ἐ­δῶ μέ­σα καὶ μᾶς εἶ­σαι ἰ­δι­αί­τε­ρα πο­λύ­τι­μος γιὰ νὰ σὲ χά­σου­με.

Καὶ μὲ τὰ λό­για αὐ­τὰ ὁ ἀ­γα­θὸς γέ­ρον­τας ἔ­σκυ­ψε κι ἀγ­κά­λια­σε τρυ­φε­ρὰ τὸ νεαρὸ βλα­στά­ρι τοῦ σπι­τιοῦ του, φι­λών­τας το στορ­γι­κά. Ἕ­να κύ­μα ἔ­πνι­ξε τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀ­γο­ριοῦ, γέ­μι­σε δά­κρυ­α ζε­στὰ τὰ μά­τια του πρὶν προ­λά­βει νὰ τὰ συγ­κρα­τή­σει.

- Εἶ­ναι αὐ­τὸ ἡ ἀ­πάν­τη­ση καὶ γιὰ ‘κεῖ­νο ποὺ σὲ ρώ­τη­σα πρὶν φύ­γω, παπ­πού; ψέλλισε μὲ φωνὴ ποὺ κοβόταν ἀπ’ τὴ συγκίνηση.

- Ἀ­κρι­βῶς, ἀ­γα­πη­μέ­νο μου παι­δί! Εἶ­πες, πῶς γί­νε­ται νὰ ἀ­γα­πά­ει ὁ Θε­ὸς καὶ ταυ­τό­χρο­να νὰ τι­μω­ρεῖ; Μὰ ὁ Θε­ὸς μό­νο ἀ­γα­πά­ει, γι­έ μου! Ποι­ὸς λέ­ει πὼς τὸ μό­νο ποὺ ξέ­ρει εἶ­ναι νὰ τι­μω­ρεῖ; Ὅ­ποι­ος τὸν ἀ­γνο­εῖ μονάχα. Οἱ δι­α­στρε­βλω­τὲς τῆς εἰ­κό­νας Του. Ὁ θά­να­τος, ἡ κά­θε τι­μω­ρί­α, δὲν εἶ­ναι πα­ρὰ ἡ φυ­σι­κὴ συνέπεια τῆς ἀ­πο­ξέ­νω­σής μας ἀ­π’ αὺτόν, ἡ τελικὴ κατάληξη τῆς ἁ­μαρ­τί­ας μας. Ὄ­χι ποι­νὴ ποὺ ἐ­πι­βάλ­λει ὁ Θε­ὸς ἀ­πὸ κά­ποι­α σα­δι­στι­κὴ κι ἐκ­δι­κη­τι­κὴ δι­ά­θε­ση γιὰ ἱ­κα­νο­ποί­η­ση δι­κή Του.

Οἱ κουβέντες σταμάτησαν, τριγύρισαν ὅλοι τὸν λευκασμένο γέροντα. Ἐκεῖνος ἤρεμα συνέχισε.

- Βλέ­πεις τὸν ἥ­λιο; Λάμ­πει γιὰ ὅ­λους κι ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ. Ἂν ὅ­μως κά­ποι­ος κρύ­βε­ται ἀ­πὸ τὸ φῶς του καὶ πα­γώ­νει, τί φταί­ει ὁ ἥ­λιος; Τὸ ἴ­διο γί­νε­ται μὲ τὸν Θε­ό.

- Δηλαδή, παππού;

- Ἐ­κεῖ­νος εἶ­ναι, γιέ μου, ἡ μοναδικὴ πη­γὴ ζω­ῆς. Ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ γιὰ ὅ­λους ζε­στα­σιά, ἀ­γά­πη, φῶς. Ὅ­ποι­ος εἶναι μαζί Του, ζεῖ πραγ­μα­τι­κά. Μὰ ὅ­ποι­ος, ἐ­λεύ­θε­ρα πάντα, φεύγει ἀ­πὸ κον­τά Του, στε­ρεῖ­ται τὴ ζω­ὴ αὐ­τή. Φεύ­γον­τας ἀ­πὸ τὴ ζε­στα­σιά, πα­γώ­νει στὸ σκο­τά­δι καὶ τελικὰ πε­θαί­νει. Ἔξω ἀ­π’ τὴ Σκέ­πη Του εἶ­ν’ ἀ­προ­στά­τευ­τος. Εὐάλωτος σὲ κά­θε κίν­δυ­νο, πνευ­μα­τι­κὸ καὶ σω­μα­τι­κό. Τὰ πάν­τα μπο­ρεῖ νὰ τοῦ συμ­βοῦν, μὰ ὄ­χι ἐπειδὴ τὸν τι­μω­ρεῖ ὁ Θε­ός. Ἀλ­λὰ για­τὶ δι­α­λέ­γει ἀ­πὸ μό­νος του νὰ μέ­νει μακριὰ ἀ­π’ τὴν προ­στα­σί­α Του, ἀκάλυπτος στὸ ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε κα­κό, ἀφοῦ εἰσέρχεται στὴν ἐ­πι­κίν­δυ­νη πε­ρι­ο­χὴ ποὺ δι­α­φεν­τεύ­ει ὁ θά­να­τος.

- Ὅ­πως τὴν ἔ­πα­θα κι ἐγώ, παππού!

- Ἀκριβῶς, παιδί μου! Μὰ ὄ­χι για­τί σὲ τι­μω­ρή­σα­με ἐ­μεῖς. Ἀλ­λὰ για­τὶ μὲ τὸ δικό σου θέλημα ἀ­πο­μα­κρύν­θη­κες ἀ­πὸ τὴν προ­στα­σί­α καὶ τὴ θαλ­πω­ρὴ τοῦ σπι­τιοῦ σου. Ἦταν ἑπόμενο στὴ σκο­τει­νὴ κοι­λά­δα  νὰ σὲ κυκλώσουν ἡ πα­γω­νιά, ὁ πό­νος καὶ παραλίγο ὁ θά­να­τος.

- Κα­τά­λα­βα κα­λά, παπ­πού! Ἂν κά­ποι­ος κρύ­βε­ται ἀ­πὸ τὸ φῶς τοῦ ἥ­λιου, παγ­ώ­νει ἀ­πὸ δι­κό του φταί­ξι­μο καὶ μό­νο, ἂν καὶ ὁ ἥ­λιος φω­τί­ζει κι ἀ­κτι­νο­βο­λεῖ τὴ ζε­στα­σιά.

- Τὸ ἴ­διο ἀ­πα­ράλ­λα­χτα συμ­βαί­νει καὶ μὲ τὸν ἥ­λιο τῆς δι­και­ο­σύ­νης. Ἦρθε γιὰ μᾶς! Γεν­νή­θη­κε ἀ­νά­με­σά μας σή­με­ρα, γιὰ ν’ ἀ­να­τέλ­λει τὶς γλυ­κει­ὲς ἀ­χτί­νες τῆς ἀ­γά­πης Του χωρὶς ἐξαίρεση σ’ ὅ­λη τὴ γῆ. Δὲν εἶ­ναι κρί­μα νὰ κα­τα­δι­κά­ζου­με στὴν πα­γω­νιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μας, δι­α­λέ­γον­τας ἐ­μεῖς μὲ πεῖ­σμα τὴ σκιά;

… εἶ­πε ὁ παπ­ποὺς καὶ σώ­πα­σε…

Σκυ­φτοί, κρε­μά­με­νοι μι­κροὶ-με­γά­λοι ἀ­πὸ τὰ χεί­λη του μὲ σέ­βας δέ­χον­ταν, αὔ­ρα λε­πτή, τὰ λό­για του. Ἀ­νά­ε­ρα βα­σί­λε­ψε σι­γή…

Μὰ σ’ ὅ­λων τὶς καρ­δι­ὲς καὶ τὶς μα­τι­ὲς… ἀν­ταύ­γει­ες θεῖ­ες ἔ­λαμ­ψαν…, εὐ­φρό­συ­νες, πα­νώ­ρι­ες, μυ­στι­κές!

Χρι­στού­γεν­να 2011

Διαδίδετε τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η».

Ἐκτυπῶστε/Προωθῆστε σὲ φιλικὰ e-mails.

https://fdathanasiou.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου