ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΘΑ, ἀγαπητοί μου, στὴν ἄνοιξι, ποὺ εἶνε ἡ ὡραιοτέρα ἐποχὴ τοῦ ἔτους. Συγχρόνως, ἀπὸ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως, εὑρισκόμεθα σὲ ἕνα κύκλο ἑορτῶν τοῦ λεγομένου Πεντηκοσταρίου, ἑορτῶν ποὺ ὡς ἀρχὴ καὶ κέντρο τους ἔχουν τὸ Πάσχα. Ἀλλὰ σήμερα, 15 Μαΐου, εἶνε καὶ ἡ ἑορτὴ τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου ἐπισκόπου Λαρίσσης. Ποιός ἦτο ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος;
Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος γεννήθηκε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ., τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Πατρίδα του εἶνε μιὰ χώρα ποὺ γέννησε πολλοὺς ἁγίους, μάρτυρας καὶ ὁμολογητάς. Εἶνε μιὰ χώρα ποὺ μᾶς προκαλεῖ βαθυτάτη συγκίνησι, ἂν διατηροῦμε μέσα μας στοιχεῖα ἑλληνισμοῦ. Ἡ χώρα αὐτὴ εἶνε ἡ Μικρὰ Ἀσία. Γεννήθηκε στὴν Καππαδοκία, ἐκεῖ ὅπου γεννήθηκαν ὁ Μέγας Βασίλεος, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ἄλλοι μεγάλοι ἄνδρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ. Ἦταν παιδὶ ἐκλεκτῆς οἰκογενείας. Εἶχε γονεῖς εὐσεβεῖς, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν μὲ χριστιανικὴ ἀγωγὴ καὶ πίστι στὸ Θεό. Φαίνεται ὅτι τὸ σπίτι του ἦταν καὶ πλούσιο, γι᾿ αὐτὸ δὲν στερήθηκε τὰ μέσα νὰ σπουδάσῃ καὶ νὰ μορφωθῇ στὴν κοσμικὴ γνῶσι καὶ σοφία. Ἀπὸ τὰ νεανικά του χρόνια φάνηκε ὅτι τὸν κοσμοῦν πολλὲς ἀρετές. Ἀγάπησε ἰδιαιτέρως τὰ ἱερὰ γράμματα. Μελέτησε τὴ Γραφή, ἐντρύφησε στὶς ἀθάνατες σελίδες της. Ἔτσι μέσα στὴν ψυχή του ἄναψε φλόγα πνευματική, πόθος ἱερὸς νὰ γνωρίσῃ καὶ νὰ κηρύξῃ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸ ψαλμικὸ ῥητὸ «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα» (Ψαλμ. 115,1). Σήμερα τὰ στόματα τῶν λεγομένων Χριστιανῶν εἶνε κλειστὰ καὶ βουβὰ γιὰ τὴν πίστι. Ἡ γλῶσσα τους ἀπ᾿ τὸ πρωῒ μέχρι τὸ βράδυ φλυαρεῖ γιὰ χίλια – δυὸ ἄλλα θέματα. Χιλιάδες λέξεις ἀκοῦς ἂν πλησιάσῃς. Μιλοῦν γιὰ ὅλα τὰ πράγματα· γιὰ ποδόσφαιρο, γιὰ τηλεόρασι, γιὰ πολιτική, γιὰ συνοικέσια, γιὰ ὅ,τι θέ᾿ς· δὲν θ᾿ ἀκούσῃς ὅμως καμμία λέξι γιὰ τὸ Χριστό. Νεκρὲς οἱ ψυχές!… Ὁ νεαρὸς Ἀχίλλιος εἶχε ἱερὸ ζῆλο. Ἡ εὐσέβειά του τὸν ἔσπρωξε νὰ ἐπισκεφθῇ μέρη ὅπου ἀνθοῦσε ἡ χριστιανικὴ πίστι. Πῆγε στοὺς Ἁγίους Τόπους. Πῆγε κατόπιν στὴ Ῥώμη, ὅπου ἡ Ἐκκλησία χρόνο μὲ χρόνο ἀριθμοῦσε ὅλο καὶ περισσοτέρους πιστούς. Ἀφοῦ ἔμαθε καλὰ τὴ χριστιανικὴ πίστι, ἄρχισε σιγὰ – σιγὰ νὰ κηρύττῃ τὸ Χριστὸ παντοῦ ὅπου βρισκόταν, παρ᾿ ὅλες τὶς δυσκολίες τῶν χρόνων ἐκείνων. Θεώρησε ἱερὸ καθῆκον του νὰ κηρύξῃ τὸ εὐαγγέλιο, καὶ ἔγινε ἀετός. Μιμούμενος τὸν ἀπόστολο Παῦλο πέταξε σὲ πολλὲς χῶρες τῆς ἀνατολῆς. Περιώδευσε σχεδὸν ὁλόκληρη τὴ Μικρὰ Ἀσία, πέρασε τὸν Ἑλλήσποντο, ἔφθασε στὴν Ἑλλάδα. Κήρυξε σὲ διάφορα μέρη σὲ γλῶσσα ἑλληνική. Τέλος ἐπισκέφθηκε καὶ τὴν πρωτεύουσα τῆς Θεσσαλίας, τὴ Λάρισσα. Ἡ ἀρετὴ καὶ ἡ σοφία του ἀπέσπασαν τὴν ἐμπιστοσύνη ὅλων. Ἔτσι, ὅταν ἐκεῖ ἐχήρευσε ὁ ἀρχιερατικὸς θρόνος, μὲ τὴν ψῆφο τῶν ἀρχιερέων τῆς ἐπαρχίας ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος ἐξελέγη μητροπολίτης Λαρίσσης καὶ ἄρχισε νέο ποιμαντικό, φιλανθρωπικὸ καὶ κηρυκτικὸ ἔργο. Μὲ σταθερὸ πλέον κέντρο, εἶχε τώρα ὁ λόγος του μεγάλη ἀκτινοβολία στὴν περιοχή. Σ᾿ αὐτὸ συνέβαλε ἡ φωτεινὴ διδαχή του, τὸ ἄριστο παράδειγμά του, ἀλλὰ καὶ τὸ χάρισμα τῶν θαυμάτων μὲ τὸ ὁποῖο τὸν ἐπροίκισε ὁ Θεός. Ἔγινε γνωστὸς καὶ ἡ φήμη του διέτρεξε τὴ χώρα. Ἀλλὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὅπως γνωρίζουμε, τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐτάραξε πολὺ ἡ αἵρεσις τοῦ Ἀρείου. Γιὰ νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ἀρειανισμός, τὸ ἔτος 325 συνεκλήθη στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἡ Πρώτη (Α΄) Οἰκουμενικὴ Σύνοδος, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος 318 πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἐκεῖ ἦταν μεγάλοι ἄνδρες· ἐκεῖ ἦταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ἐκεῖ ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἐκεῖ ἦταν ὁ ἅγιος Σπυρίδων… Μεταξὺ τῶν θεοφόρων ἐκείνων πατέρων ἦταν καὶ ὁ ἐπίσκοπος Λαρίσης ἅγιος Ἀχίλλιος. Ἔλαβε μέρος στὸν ἀγῶνα κατὰ τῆς αἱρέσεως, διέπρεψε μὲ τὴ σοφία καὶ τὴν ἁγιότητά του, ἀπέδειξε δὲ καὶ μὲ τὸ ἑξῆς θαῦμα τὴν ἀλήθεια τῆς ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Ὑπῆρχε ἐκεῖ μία πέτρα στὸ μέσον τῆς συνάξεως. Δείχνει λοιπὸν τὴν πέτρα στοὺς ἀρειανοὺς καὶ τοὺς λέει· «Ἂν μὲν ἐσεῖς, ποὺ δὲ᾿ θέλετε νὰ ὁμολογήσετε τὸ “ὁμοούσιο” ἀλλὰ τὸ ὀνομάζετε “ὁμοιούσιο”, λέτε τὴν ἀλήθεια καὶ τὰ λόγια σας ἐκφράζουν τὴν ἀκρίβεια τῆς πίστεως, ἐπιβεβαιῶστε αὐτὰ ποὺ λέτε μὲ θαύματα. Κάνετε αὐτὴ τὴν πέτρα νὰ βγάλῃ λάδι, καὶ τότε ὅλοι θὰ παραδεχθοῦμε τὴ διδασκαλία σας». Οἱ ἀρειανοὶ ἀπομακρύνθηκαν καὶ σιώπησαν. Τότε ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ἔκανε μπροστά τους τὸ θαῦμα, ποὺ τοὺς ἀποστόμωσε· ἔσπασε ἡ πέτρα καὶ ἔτρεχε λάδι! Τὸ θαῦμα ἦταν ὁλοφάνερο, καὶ ἔκανε τὰ μὲν πρόσωπα τῶν ὀρθοδόξων νὰ λάμπουν, ἐνῷ τοὺς ἀπίστους τοὺς κατέκαιγε (βλ. Βασ. Στεργιούλη, Ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος, ἀπὸ ἐγκωμιαστικὸ λόγο Ἁγιορειτικοῦ χειρογράφου τοῦ ΙΖ΄ αἰῶνος, Λάρισα 1981, σελ. 66-67, 35). Τέλος, ἀφοῦ ὁ Ἄρειος ἔμεινε ἀμετάπειστος, μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας τὸν ἀνεθεμάτισε καὶ ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος. Συνέταξε δὲ μαζί τους, ἐκεῖ στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, τὸ Σύμβολο τῆς πίστεως, τὸ «Πιστεύω…», καὶ τὸ ὑπέγραψε καὶ αὐτός. Τὸ ἀθάνατο, δηλαδή, Σύμβολο τῆς πίστεως, ποὺ ἐπὶ δεκαέξι καὶ πλέον αἰῶνες ἀκούγεται μέσα στὴν Ἐκκλησία, φέρει τὴν ὑπογραφὴ καὶ τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου Λαρίσης. Μετὰ τὴ Σύνοδο ἐπέστρεψε στὴν ἕδρα του τὴ Λάρισσα καὶ ἀσχολήθηκε μὲ τὴν ἀνέγερσι ναῶν, τοὺς ὁποίους εἶχε τότε ἀνάγκη ἡ Ἐκκλησία ποὺ καθημερινῶς αὐξανόταν. Ἔζησε λίγα ἀκόμη χρόνια. Ὅταν ἦρθε τὸ τέλος προαισθάνθηκε τὸ θάνατό του καὶ κάλεσε κοντὰ τὰ πνευματικά του παιδιά. Τοὺς ἄφησε τὶς τελευταῖες συμβουλὲς καὶ ἔκλεισε πλέον τὰ μάτια στὸ μάταιο αὐτὸ κόσμο εἰρηνικῶς σὲ βαθὺ γῆρας. Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ καὶ ἐτάφη· ἐκεῖ, στὴ Λάρισσα, ἦταν ὁ τάφος του. Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος ἔχει συνδεθῆ καὶ μὲ τὴ δική μας ἀκριτικὴ περιοχὴ τῶν Πρεσπῶν. Μέσα στὴ λίμνη τῆς Μικρᾶς Πρέσπας ὑπάρχει ἕνα νησάκι ποὺ ὀνομάζεται Ἅγιος Ἀχίλλιος, ἐπάνω δὲ σ᾿ αὐτὸ σῴζονται τὰ ἀρχαῖα ἐρείπια μεγάλου χριστιανικοῦ ναοῦ ῥυθμοῦ βασιλικῆς ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου. Πῶς συνέβη αὐτό; Πῶς, ἐνῷ ἦτο ἐπίσκοπος Λαρίσσης καὶ ἔζησε καὶ πέθανε στὴ Λάρισσα, βρέθηκε στὴν Πρέσπα ναὸς δικός του; Τὴν ἀπορία λύνει ἡ ἱστορία. Ἀρκετοὺς αἰῶνες μετὰ τὴν ταφή του, συνέβησαν στὸ Βυζάντιο μεγάλα γεγονότα, καὶ ἐξ αἰτίας αὐτῶν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου βρέθηκε μακριὰ ἀπὸ τὴ Λάρισσα. Ὁ ἡγεμὼν τῶν Βουλγάρων Σαμουήλ, μὲ ἰσχυρὸ στρατὸ ποὺ συγκέντρωσε, νίκησε τοὺς Βυζαντινοὺς σὲ ἀλλεπάλληλες μάχες καὶ ἔφτασε μέχρι τὴ Λάρισσα. Τότε πῆρε ἀπὸ ᾿κεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου καὶ τὸ μετέφερε ὅπου πήγαινε. Ἔφθασε λοιπὸν στὴ νησῖδα τῶν Πρεσπῶν, ὅπου ὑπῆρχε φρούριο τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας. Ἀφοῦ ἐπικράτησε, ἔκανε τὴν Πρέσπα κέντρο τῆς βασιλείας του γιὰ μία περίπου εἰκοσετία. Ἔτσι ἔμεινε τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου ἐκεῖ καὶ συνδέθηκε μὲ τὴν Πρέσπα. Τέλος ὁ ἔνδοξος βασιλεὺς τοῦ Βυζαντίου Βασίλειος ὁ Βουλγαροκτόνος, μετὰ ἀπὸ ἄλλες σκληρὲς μάχες, ἦρθε καὶ στὴν Πρέσπα, ἔδωσε τὴν τελευταία μάχη, νίκησε τὸ Σαμουὴλ καὶ τὸν ἀνάγκασε νὰ φύγῃ. Φεύγοντας ὅμως ὁ Σαμουὴλ πῆρε μαζί του τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου Ἀχιλλίου· ἀπὸ τότε ἀγνοεῖται ἡ τύχη τους, δὲν γνωρίζουμε ποῦ βρίσκονται.
* * *
Διαβάζοντας τὴν ἱστορία μένω κατάπληκτος ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τῆς περιοχῆς Πρεσπῶν. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἐπισκοπὴ ὑπαγομένη στὴν ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος, ὑπῆρχαν ἀσκητήρια – ἀετοφωλιές, ὑπῆρχαν χωριὰ μεγάλα. Στὰ 13-14 χωριὰ τῶν Πρεσπῶν κατοικοῦσαν 25.000 κάτοικοι, ποὺ ζοῦσαν λιτὴ καὶ ἁγία ζωή. Τώρα τὸ νησάκι τοῦ Ἁγίου Ἀχιλλίου ἔμεινε μὲ ἐλαχίστους κατοίκους. Ἐγκατελείφθη ἡ ὕπαιθρος, μᾶς ἔφαγε ἡ ἀστυφιλία. Ἀξίζει αὐτὸς ὁ τόπος τὸ ἐνδιαφέρον ἐκκλησίας καὶ πολιτείας· εἶνε ὁ Μυστρᾶς τοῦ βορρᾶ, μυρίζει Βυζάντιο… Πρὸ παντὸς ὅμως πρέπει νὰ δείξουμε ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ποὺ προασπίσθηκε ὁ ἅγιος Ἀχίλλιος. Οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ἄνδρες ἐπεσφράγιζαν τὴ μαρτυρία τους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ μὲ θαύματα. Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε τέτοια πίστι. Γι᾿ αὐτὸ ἐπαναλαμβάνουμε τὴν προσευχὴ τῶν ἁγίων ἀποστόλων· «Κύριε, πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5-6). Είθε δὲ ὁ Θεὸς διὰ πρεσβειῶν ὅλων τῶν ἁγίων καὶ μαρτύρων τῆς πίστεώς μας νὰ προστατεύῃ καὶ νὰ φυλάττῃ πάντας ἡμᾶς· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Μέρος ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας ποὺ ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγίου Ἀχιλλίου (ἐρείπια ἀρχαίας βασιλικῆς) τῆς ὁμωνύμου νησῖδος Πρεσπῶν τὴν 15-5-1988
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου