«Ἡ Ὁσία Φιλοθέη γεννήθηκε τὸ ἔτος 1522 μ.Χ. στὴν τουρκοκρατούμενη τότε Ἀθήνα. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς της ὀνομάζονταν Ἄγγελος καὶ Συρίγα Μπενιζέλου. Ἡ μητέρα της ἦταν στείρα καὶ ἀπέκτησε τὴν Ἁγία μετὰ ἀπὸ θερμὴ καὶ συνεχὴ προσευχή. Ὁ Κύριος ποὺ ἱκανοποιεῖ τὸ θέλημα ἐκείνων ποὺ Τὸν σέβονται καὶ Τὸν ἀγαποῦν, ἄκουσε τὴν δέησή της. Καὶ πράγματι, μία ἡμέρα ἡ Συρίγα μπῆκε κατὰ τὴν συνήθειά της στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου γιὰ νὰ προσευχηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν κόπο τῆς ἔντονης και ἐπίμονης προσευχῆς τὴν πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος. Τότε ἀκριβῶς εἶδε ἕνα θαυμαστὸ ὅραμα. Ἕνα φῶς ἰσχυρὸ καὶ λαμπρὸ βγῆκε ἀπὸ τὴν εἰκόνα τῆς Θεομήτορος καὶ εἰσῆλθε στὴν κοιλιά της. Ἔτσι ξύπνησε ἀμέσως καὶ ἔκρινε ὅτι τὸ ὅραμα αὐτὸ σήμαινε στὴν ἱκανοποίηση τοῦ αἰτήματός της. Ἔτσι κι
ἔγινε. Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρὸ ἡ Συρίγα ἔμεινε ἔγκυος καὶ ἔφερε στὸν κόσμο τὴ μονάκριβη θυγατέρα της. Μαζὶ μὲ τὴν Χριστιανικὴ ἀνατροφή, ἔδωσαν στὴν μοναχοκόρη τους καὶ κάθε δυνατή, γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, μόρφωση. Ἔτσι ἡ Ρηγούλα, αὐτὸ ἦταν τὸ ὄνομά της προτοῦ γίνει μοναχή, ὅσο αὔξανε κατὰ τὴν σωματικὴ ἡλικία, τόσο προέκοπτε καὶ κατὰ τὴν ψυχή, ὅπως λέει τὸ συναξάρι της.
Σὲ ἡλικία 14 χρονῶν, οἱ γονεῖς της τὴν πάντρεψαν μὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς Ἀθήνας. Ἀργότερα, ἀφοῦ πέθαναν οἱ γονεῖς καὶ ὁ σύζυγός της, ήρθε ἡ ὥρα νὰ πραγματοποιήσει ἕνα μεγάλο πόθο της. Ἀφιερώνεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστό, γίνεται μοναχὴ καὶ παίρνει τὸ ὄνομα Φιλοθέη. Κατ’ ἀρχήν, ὕστερα ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτόκλητου, τὸν ὁποῖο εἶδε σὲ ὅραμα, οἰκοδόμησε ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι μὲ ἀρκετὰ κελιά, στὸ ὁποῖο καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου γιὰ νὰ τὸν τιμήσει. Στὸ μοναστήρι πρόσθεσε καὶ ἄλλα ἀναγκαῖα οἰκοδομήματα καὶ ἐκτάσεις καὶ τὸ προικοδότησε μὲ μετόχια καὶ ὑποστατικά, ποὺ ὑπερεπαρκοῦσαν γιὰ τὴ διατροφὴ καὶ συντήρηση τῶν μοναζουσῶν. Τὸ μοναστήρι αὐτὸ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα σῳζόταν στὴν Ἀθήνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἐπὶ πολλὰ ἔτη μετὰ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας καὶ ἦταν πλουτισμένο, ὄχι μόνο μὲ ὑποστατικὰ καὶ διάφορα μετόχια, ἀλλὰ καὶ μὲ πολυειδὴ χρυσοΰφαντα ἱερατικὰ ἄμφια καὶ σκεύη, ἀπαραίτητα γιὰ τὶς ἐτήσιες ἱερὲς τελετὲς καὶ ἀγρυπνίες. Προπαντὸς ὅμως τὸ μοναστήρι σεμνυνόταν καὶ ἐγκαλλωπιζόταν μὲ τὸ θησαυρὸ τοῦ τιμίου καὶ ἁγίου λειψάνου τῆς Ἁγίας, τὸ ὁποῖο ἦταν ἀποθησαυρισμένο καὶ ἀποτεθειμένο στὸ δεξιὸ μέρος τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καὶ τὸ ἀσπάζονταν μὲ εὐλάβεια ὅλοι οἱ Χριστιανοί. Τὸ τίμιο λείψανο τῆς Ἁγίας σκορποῦσε εὐωδία, γεγονὸς ποὺ ἀποτελοῦσε ἐμφανὴ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξη τῆς ἁγιότητας αὐτῆς. Τὸ παράδειγμά της, λοιπόν, νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Χριστό, τὸ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες νέες. Σὲ λίγο διάστημα, ἡ μονὴ ἔφθασε νὰ ἔχει διακόσιες ἀδελφές. Ἡ μονὴ τῆς Ὁσίας Φιλοθέης γίνεται πραγματικὸ λιμάνι. Ἐκεῖ βρίσκουν προστασία ὅλοι οἱ ταλαιπωρημένοι ἀπὸ τὴν σκλαβιά. Ἐκεῖ οἱ ἄρρωστοι βρίσκουν θεραπεία, οἱ πεινασμένοι τροφή, οἱ γέροντες στήριγμα καὶ τὰ ὀρφανὰ στοργή. Ἡ Ὁσία, παρὰ τὶς ἀντιδράσεις τῶν Τούρκων, οἰκοδομεῖ διάφορα φιλανθρωπικὰ ἱδρύματα, νοσηλευτήρια, ὀρφανοτροφεῖα, «σχολεῖα διὰ τοὺς παῖδας τῶν Ἀθηναίων, διὰ ν’ ἀνοίξῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν πρὸς τὴν παράδοσιν καὶ τὴν δόξαν τῶν προγόνων των». Πρωτοστατεῖ σὲ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔργα ἡ ἡγουμένη Φιλοθέη. Διδάσκει μὲ τὰ λόγια καὶ μὲ τὴ ζωή της. Στηρίζει τοὺς πονεμένους σκλάβους μὲ τὴν προσευχή της. Ἰδιαίτερες εἶναι οἱ φροντίδες της γιὰ νὰ σώσει ἀπὸ τὸν ἐξισλαμισμὸ ἢ τὴν ἁρπαγὴ τῶν Τούρκων τὶς νέες Ἑλληνίδες.
Ἡ ὅλη ὅμως δράση τῆς Ἁγίας Φιλοθέης ἐξαγρίωσε κάποτε τοὺς Τούρκους. Κάποια στιγμὴ τὴν συλλαμβάνουν καὶ ἐκείνη μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία ὁμολογεῖ: «Ἐγὼ διψῶ νὰ ὑπομείνω διάφορα εἴδη βασανιστηρίων γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο λατρεύω καὶ προσκυνῶ μὲ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ τὴν καρδιά, ὡς Θεὸ ἀληθινὸ καὶ ἄνθρωπο τέλειο καὶ θὰ σᾶς χρωστάω μεγάλη εὐγνωμοσύνη ἂν μπορεῖτε μία ὥρα πρωτύτερα νὰ μὲ στείλετε πρὸς Αὐτὸν μὲ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου». Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἡρωικὴ αὐτὴ ἀπάντηση πρὸς τοὺς κατακτητές, ὅλοι πίστευαν ὅτι ἡ πανευτυχὴς καὶ φερώνυμη Φιλοθέη ἐντὸς ὀλίγου θὰ ἐτελειοῦτο διὰ τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου. Ὅμως, κατὰ θεία βούληση, τὴν τελευταία σχεδὸν στιγμὴ πρόφθασαν κάποιοι Χριστιανοὶ καὶ καταπράϋναν τὸν ἡγεμόνα μὲ διάφορους τρόπους. Ἔτσι πέτυχαν νὰ ἐλευθερώσουν τὴν Ἁγία. Ἀφεθεῖσα πλέον ἐλεύθερη, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἐπέστρεψε ἀναίμακτη στὸ μοναστήρι της, ὅπως ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὁ μυροβλύτης Νικόλαος καὶ πολλοὺς αἰῶνες ἀργότερα ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Φρόντιζε δέ, ὄχι μόνο γιὰ τὴ σωτηρία τῆς δικῆς της ψυχῆς ἀλλὰ καὶ τῶν ἄλλων, ἀφοῦ τοὺς μὲν ἐνάρετους τοὺς στερέωνε στὴν ἀρετή, τοὺς δὲ ἁμαρτωλοὺς τοὺς βελτίωνε ἠθικὰ καὶ τοὺς ὁδηγοῦσε στὴ μετάνοια. Καὶ ἀποκλειστικὰ γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτὸ πέρασε στὴ νῆσο Τζιὰ (Κέα), ὅπου πρὸ πολλοῦ εἶχε οἰκοδομήσει μετόχι, γιὰ νά ἀποστέλλει ἐκεῖ τὶς μοναχὲς ἐκεῖνες ποὺ φοβοῦνταν γιὰ διαφόρους λόγους νὰ διαμένουν στὴν Ἀθήνα. Στὴν Τζιὰ ἔμεινε ἀρκετὸ χρόνο καὶ κατήχησε θεαρέστως τὶς ἀσκούμενες ἀδελφὲς στὴν ἀκριβὴ τήρηση τῶν κανόνων τῆς μοναστικῆς ζωῆς. Μόλις τελείωσε τὸ ἔργο της ἐκεῖ, ἐπέστρεψε καὶ πάλι στὴν Ἀθήνα.
Ἔτσι λοιπόν, ἡ Ἁγία Φιλοθέη, ἀφοῦ ἔφθασε στὴν τελειότητα καὶ στὴν πράξη καὶ στὴν θεωρία, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ ἐπιτελεῖ θαύματα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα, πρὸς ἀπόδειξη τοῦ θαυματουργικοῦ της χαρίσματος, θὰ μνημονεύσουμε ἕνα μόνο, τὸ ἀκόλουθο: Ζοῦσε στὴν ἐποχή της ἕνας νέος, ποιμένας προβάτων, ὁ ὁποῖος ἀπὸ πολὺ μικρὸς εἶχε συνηθίσει στὶς κλεψιὲς καὶ στὶς ρᾳδιουργίες. Ὁ νέος αὐτός, κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, κυριεύθηκε ἀπὸ τὸν Σατανᾶ. Ἐξ αἰτίας τούτου περιφερόταν στὰ βουνὰ καὶ στὶς σπηλιὲς γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος , θέαμα ὄντως ἐλεεινό. Πολλὲς φορές, ὅταν συνερχόταν ἀπὸ τὴν τρέλα, στὴν ὁποία τὸν εἶχε ὁδηγήσει ὁ Σατανᾶς, σύχναζε στὰ γύρω μοναστήρια γιὰ νὰ βρεῖ θεραπεία στὴν ἀσθένειά του. Δὲν μποροῦσε ὅμως νὰ πετύχει τίποτε. Κάποιοι, ποὺ τὸν εὐσπλαγχνίστηκαν, τὸν ὁδήγησαν στὴν Ἁγία Φιλοθέη ἡ ὁποία, ὕστερα ἀπὸ πολὺ καὶ ἐκτενὴ προσευχὴ τὸν λύτρωσε ἀπὸ ἐκείνη τὴ διαβολικὴ μάστιγα. Ἔπειτα, ἀφοῦ τὸ νουθέτησε ἀρκετά, τὸν εἰσήγαγε καὶ στὴν τάξη τῶν μοναχῶν. Καὶ ἔτσι ὁ νέος ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἐκάρη μοναχός, πέρασε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του μὲ μετάνοια καὶ ἄσκηση, θαυμαζόμενος ἀπ’ ὅλους.
Μάταια οἱ Τοῦρκοι προσπαθοῦν νὰ ἀνακόψουν τὴν δράση της. Ὥσπου μία νύχτα, στὶς 2 Ὀκτωβρίου τοῦ ἔτους 1588, πῆγαν στὸ μονύδριο ποὺ εἶχαν οἰκοδομήσει στὰ Πατήσια (ἔτυχε τότε νὰ ἑορτάζεται ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καὶ ἡ Ἁγία μαζὶ μέ τὶς ἄλλες ἀδελφὲς βρίσκονταν στὸν ἱερὸ ναὸ ἐπιτελώντας ὁλονύκτια ἀγρυπνία) καὶ πέντε ἀπὸ αὐτοὺς ἀνέβηκαν στὸν ἐξωτερικὸ τοῖχο καὶ πήδησαν μέσα στὴν αὐλή. Στὴν συνέχεια εἰσέβαλαν στὸ ναό, ὅπου ἅρπαξαν τὴν Ἁγία καὶ τὴν μαστίγωσαν μὲ μανία καὶ βαναυσότητα. Τὸ ἀσκητικό της σῶμα δὲν ἄντεξε πολύ. Ἡ Δορκὰς τῶν Ἀθηνῶν ὑπέκυψε. Εἴκοσι ἡμέρες μετὰ ἀπὸ τὴν κοίμηση τῆς Ἁγίας, ὁ τάφος της εὐωδίαζε. Ἀκόμη, ὅταν μετὰ ἀπὸ ἕνα ἔτος ἔγινε ἡ ἀνακομιδή, τὸ τίμιο λείψανό της βρέθηκε σῶο καὶ ἀκέραιο. Ἐπιπλέον ἦταν γεμάτο μὲ εὐωδιαστὸ μύρο, τρανὴ καὶ λαμπρὴ ἀπόδειξη τῆς θεάρεστης καὶ ἐνάρετης πολιτείας της, πρὸς δόξα καὶ αἶνο τοῦ Θεοῦ καὶ καύχημα τῆς πίστεώς μας. Τὸ ἱερὸ λείψανό της βρίσκεται σήμερα στὸν Μητροπολιτικὸ Ναὸ τῶν Αθηνών».
(Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ: ᾽Ηλεκτρ. διεύθ. synaxarion. gr)
Ημέρα ξεχωριστής χαράς η σημερινή, και μάλιστα για την Αθήνα, η οποία τιμά ιδιαιτέρως την οσιομάρτυρα Φιλοθέη. Και δικαίως: στην Αθήνα έζησε και αγίασε και μαρτύρησε η αγία. Κι ακόμη περισσότερο: εκεί βρίσκονται και τα τίμια λείψανά της. Τα λείψανα των αγίων, ως γνωστόν, αποτελούν το μεγαλύτερο θησαυρό για έναν τόπο, με το δεδομένο βεβαίως ότι υπάρχουν πιστοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Διότι οι ορθόδοξοι έχουμε τα «μάτια» να μπορούμε να βλέπουμε τη χάρη του Θεού σ’ αυτό που για τους απίστους είναι ένα νεκρό σώμα, ένα πτώμα. Για εμάς, το «πτώμα» είναι η ζωντανή παρουσία του αγίου και η απτή απόδειξη ότι ο Χριστός αγιάζει τον άνθρωπο ολοτελή: και στην ψυχή και στο σώμα. Πού σημαίνει: η ψυχή ζει την ενέργεια του Θεού, καθώς είναι στραμμένη σ’ Εκείνον, κι αυτή η ενέργεια μεταγγίζεται και στο συνδεδεμένο με αυτήν σώμα. Κανείς υλισμός δεν είναι ανώτερος και δραστικότερος από αυτόν της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα καθημερινά θαύματα που επιτελούνται από τον άγιο, μέσω των λειψάνων του, είναι η επιβεβαίωση της παραπάνω αλήθειας. Κι ακόμη: τα λείψανα, ευωδιάζοντα και μυροβολούντα, δείχνουν σε πόση πλάνη βρίσκονται όλοι εκείνοι που πρεσβεύουν την καύση των νεκρών. Πόσος πνευματικός μυωπασμός και έλλειμμα πίστεως κρύβεται πίσω από την πεποίθηση αυτή. Η ακολουθία της ημέρας έρχεται να εξαγγείλει αυτήν τη χαρά. «Σήμερα η ένδοξη Αθήνα χαίρεται, γιατί τίθενται σε προσκύνηση τα θεία λείψανα της Φιλοθέης, κι όλος ο λαός κατασπάζεται αυτά με πόθο» («Σήμερον χαίρουσιν αι κλειναί Αθήναι, ότι εις προσκύνησιν τα θεία λείψανα της Φιλοθέης προτίθεται και μετά πόθου πας ο λαός ταύτα κατασπάζεται»).
Η χαρά όμως, κατά τον υμνογράφο, δεν είναι μόνον για την ύπαρξη των λειψάνων της αγίας. Η πόλη χαίρεται – και μαζί της κάθε πόλη και χώρα - και για το γεγονός ότι η αγία υπήρξε μία ζωντανή και αληθινή φανέρωση, όσο ζούσε, του ίδιου του Θεού. Διότι φανέρωνε την αγάπη Εκείνου – «ο Θεός αγάπη εστί» - σε βαθμό που υπήρξε μία δεύτερη ακένωτη πηγή της κεφαλαιώδους αυτής αρετής. Η οσιομάρτυς δηλαδή όχι μόνον είχε συμπάθεια προς τον συνάνθρωπο, αλλά είχε την αγάπη του Χριστού, η οποία φθάνει σε σημείο θυσίας για χάρη του συνανθρώπου, ακόμη και του θεωρούμενου εχθρού. Κι αυτή η αγάπη του Χριστού, επειδή ακριβώς λειτουργεί στην καρδιά του αληθινού πιστού, δεν τελειώνει ποτέ. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις, στενοχωρία, κίνδυνος, μάχαιρα; Ουδέν δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού». Το ίδιο λοιπόν επισημαίνουμε και στην αγία Φιλοθέη. «Φάνηκες ατέλειωτη πηγή αγάπης» («αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος»). Κι είναι ευνόητο βεβαίως ότι μία τέτοια αγάπη δεν μπορεί να έχει χαρακτήρα θεωρητικό. Εκφράζεται πάντοτε έμπρακτα, ως προσφορά στον συνάνθρωπο. «Πείνασα και μου δώσατε να φάω, δίψασα και με ποτίσατε, ξένος ήμουν και με περιμαζέψατε», λέει ο ίδιος ο Κύριος. Άλλωστε μία αγάπη που δεν παίρνει συγκεκριμένη μορφή, σταματά να είναι αγάπη. Γίνεται ένα ιδεολόγημα, που εξυπηρετεί μάλλον άλλες σκοπιμότητες. Η αγία Φιλοθέη λοιπόν υπήρξε ένα υπόμνημα αυτής της έμπρακτης αγάπης. Κατά το συναξάρι και κατά τον υμνογράφο συνεπώς, «πρέπει να χαίρεται, γιατί σκόρπισε όλον τον επίγειο πλούτο της για να περιθάλψει τον κάθε αναγκεμένο, κατεξοχήν δε των νέων γυναικών». «Χαίρε, πανέντιμε. Συ γαρ τον επίγειον πλούτον σκορπίσασα, περί σαυτήν δε συνάξασα παρθένων πλήθη, αγάπης ώφθης πηγή ακένωτος». «Συ, οσία, μοίρασες τον ρευστό πλούτο σου στους αναγκεμένους» («Συ τον πλούτον ένειμας, οσία, τον σον δεομένοις, τον ρευστόν»).
Η προσφορά της αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, εγγίζει κορυφές πνευματικού όρους, διότι ακριβώς υπήρξε σε πολύ δύσκολη εποχή. Δεν έκανε ελεημοσύνες σε εποχή ελευθερίας, που έχει κανείς ίσως την άνεση για κάτι τέτοιο. Η ζωή της όλη, ζωή ελεημοσυνών, βρισκόταν υπό συνεχή παρακολούθηση από τους Τούρκους και απειλείτο διαρκώς. Και στο τέλος δεν απέφυγε πράγματι τον μαρτυρικό θάνατο. Θα έλεγε κανείς ότι υπήρξε στο σκοτάδι το έντονο φως και στον χειμώνα ένα μοσχομύριστο λουλούδι και στη στυγνή δουλεία της Τουρκοκρατίας ένας ζεστός ήλιος. Και όντως έτσι την παρουσιάζει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Σαν ολόλαμπρος αστέρας έλαμψες στο σκοτάδι, και σαν ευωδιαστό και μυρόπνοο άνθος άνθησες τον χειμώνα. Σαν φως και σαν ήλιος ανέτειλες χαμογελαστά στην Αθήνα, θερμαίνοντας και φωτίζοντας τους σκοτεινιασμένους από τη στυγνή δουλεία» («ως αστήρ φαεινότατος εν τω σκότει επάλαμψας και ως άνθος εύοσμον και μυρόπνοον εν τω χειμώνι εξήνθησας∙ ως φως και ως ήλιος εξανέτειλας φαιδρώς εν Αθήναις, θερμαίνουσα και φωτίζουσα τους δουλεία στυγνή εζοφωμένους»).
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας καταλήγουν στο αυτονόητο: να πρεσβεύει η αγία για όλους μας, κυρίως όμως για την αγαπημένη της πόλη. «Πρέσβευε για την πόλη, στην οποία έζησες τη ζωή σου με οσιότητα» («υπέρ του άστεως πρέσβευε, εν ω τον βίον εν οσιότητι διετέλεσας»). Και θα ‘λεγε κανείς ότι είναι το πιο επίκαιρο και κρίσιμο αίτημα αυτό για την Αθήνα, όταν βλέπει το πώς την έχουν καταντήσει και οι κάτοικοί της, οι οποίοι σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό σηκώθηκαν και έφυγαν για «καλύτερες» περιοχές, και οι διάφοροι εχθροί της, οι οποίοι κάθε λίγο και λιγάκι, χωρίς κανένα ίχνος σεβασμού στις ομορφιές και τις παραδόσεις της, στα μνημεία και τα προσκυνήματά της, την καταστρέφουν και την διασύρουν παγκοσμίως. Πρέπει να θλίβεται πάρα πολύ η αγιασμένη ψυχή της, βλέποντας αυτά που κάθε φορά διαδραματίζονται «εις τας κλεινάς Αθήνας». Ίσως την προφυλάσσει και ο Κύριος, καλύπτοντας τους οφθαλμούς της, για να μη βλέπει τι ασχήμια υπάρχει, εκεί που υμνήθηκε ο αττικός ουρανός και αναπέμφθηκαν ολόθερμες δεήσεις προς τον Κύριο της δόξης. Η Εκκλησία μας όμως, θέλοντας να βλέπει με αισιοδοξία τα πράγματα και γνωρίζοντας ότι τελικώς το καλό κυριαρχεί επί του κακού, επιμένει και θα επιμένει: ««Περίσωζε την πόλη σου με τις προσευχές σου προς τον Δεσπότη Χριστό» («Σαις προσευχαίς προς τον Δεσπότην την πόλιν περίσωζε την σην»). Γένοιτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου