Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901)
Ανδρέα Λασκαράτου. Από τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς
Γραμμένο ως επί το πλείστον στην τοπική διάλεκτο με τον ιδιόμορφο τρόπο γραφής και το ορθογραφικό σύστημα του συγγραφέα.
Είναι τώρα κάμποσος καιρός όπου ο λαός της Κεφαλονιάς εβγήκε μονοτάρος οχ τα σωστά του. Αν τον ακούσης, «έστειλε τους αντιπροσώπους του εις τους Κορφούς για να διόξουνε τους Ιγγλέζους και να ενωθεί με την Ελλάδα και αν οι Ιγγλέζοι δεν υπακούσουνε να φύγουνε, ω, τότες οι αντιπρόσωποί του… ξέρετε τι κάνουνε; Διαμαρτυρούνται ! Και μάλιστα, αν η χρεία το καλέση, διαμαρτυρούνται κηόλας εντόνως!... Μια φορά που ο Λ, ο Ζ διαμαρτυρηθή, και μάλιστα να διαμαρτυρηθή εντόνως, μπορούνε πούλιο οι Άγγλοι να μείνουνε στα Νησιά;…»
« Όντες όλος ο λαός θέλη, οι Ογγλέζοι δε μπορούνε να κάμουνε τίποτα. Πόσοι Ογγλέζοι είναι μέσα στην Κεφαλονιά; Οι χωριάτες πέφτουνε δέκα στον ένανε! Κι’ από ‘κειούς τσού σοντάρδους, οπού όντες τσού λείψη μιάν ημέρα η μανέστρα εχαθήκανε!... Αμεδά εκείνοι μπορούνε να βαστάξουν την κακοπάθεια! Ναι ας έρτουνε στα βουνά να μας κυνηγούνε! Δεν είναι πάρι κάμποσοι άρκοντες οπού μας έχουνε πουλημένους σ’ εδαύτους, μα τώρα που εβγήκαν’ ετούτοι οι άλλοι άρκοντες να μας ελεφτερόσουνε, τώρα κ’ εμείς θέλει δείξουμε πως η Κεφαλονιά καλά κεφάλια βγάνει. (Λόγια της Ενώσεως εις τες πρώτες εκλογές) Φωνή λαού, φωνή Κυρίου!»
Δύστυχε λαέ! Οι κατεργαραίοι σ’ εμεθήσανε καθώς μεθούν τα μελίσια και τα βάνουνε στο καλάθι… Σ’ εμεθήσανε και σ’ εκάμανε να πιστέψης πώς κάτι είσαι! Δύστυχε λαέ! ξέρεις τι είσαι! Εκείνο που είναι όλοι οι λαοί, εκείνο που εσταθήκανε οι λαοί πάντα, είσαι, θέλεις δε θέλεις, το κλοτσοσκούφι εκεινώνε που τους βαστά η ψυχή τους να σε παίζουνε. Μπορεί να μη σ’ αρέση τούτη η αλήθεια, μα δέξου τη γιατί είναι αλήθεια. Είναι πρικία μα κάνει καλό.
Εσύ έχεις παράπονα εναντίον εις εκείνους οπού έως τώρα σ’ εδιοικήσανε και τώρα εβγήκανε άλλοι οι οποίοι λέγονται φίλοι σου, και σου ζητούνε να σε διοικήσουν εκείνοι, και συ κατά το συνηθισμένο, γιατί έτσι οι λαοί κάνουνε πάντα, έτρεξες εις εδαύτους και τους ακολούθησες… Μα ξέρεις πώς πιάνουνε τους ελέφαντας; Πηένουνε δώδεκα στο κυνήγι, οι έξι ντυμένοι μαύρα, και οι έξι άσπρα, όντες ο ελέφαντας πέσει στο λάκκο το διορισμένονε τότες τρέχουνε οι έξι οι μαυροφόροι, και με ξύλα μεγάλα τόνε ραβδίζουνε. Αφού τόνε ραβδίσουνε καλά – καλά, τότες ‘βγαίνουνε οι ασπροφόροι, οι οποίοι καμόνουνται να διόχνουνε τους μαυροφορεμένους, χαϊδέβουνε τον ελέφαντα, του βάνουνε στο στόμα ζαχαροκούλουρα, και τότε βοηθούνε να έβγη από το λάκκο. Ο ελέφαντας τότες ακολουθάει μ’ εύγνωμοσύνη εκείνους όπου νομίζει ελευθεροτάδες του, κ’ ετούτοι τόνε φέρνουνε και τότε τόνε πουλούνε.
Άκουσες τώρα, λαέ, πως οι άνθρωποι πιάνουνε τα θηρία; Ίδες, ή δεν ίδες σε τούτην τη διήγηση την εικόνα σου;
Κανείς δεν είναι αξιοκαταφρόνητος, κανείς δεν είναι αξιογέλαστος έως ότου περιορίζεται μέσα είς τον κύκλον της ημπόρεσής του. Μα κανείς κηόλες δεν ημπορεί να λείψη την καταφρόνηση και την καταισχύνη, όντες υπερβαίνει τα όρια του. Εσύ λαέ, άφησες το τσαγγαρόσουβλο, το μηστρί, το βελόνι, το τσαπί, το πετραχίλι, το εργαστήρι σου, κ’ εμπήκες εις τα πολιτικά πράγματα. Με τούτο που έκαμες σου φαίνεται πως επρόκοψες, πως αρκόντεψες, πως εκαλητέρεψες τον εαυτό σου… Άκουσε εξεναντίας τι έπαθες= Έως ότου σ’ εβλέπαμε να καταγίνεσαι στο εργόχειρό σου, εθαυμάζαμε την επιτηδειότητά σου, και σ’ επαινούσαμε πως μέσα σε τόσο λίγον καιρό ετελειοποίησες την τέχνη σου. (Είναι τώρα λίγος καιρός όπου, βγάνοντας την παπαδοσύνη όλα τα επίλοιπα εργόχειρα εκαλητερέψανε). Όταν όμως ήλθες εις τον Καφφενέ να μιλήσεις πολιτικά πράγματα, δεν ίδαμε πουλιό σ’ εσένανε παρά ένα ψάρι, που έχασε τα νερά του, και δεν εστοχασθήκαμε πουλιό παρά πώς να σε πιάσωμε. Ο τρόπος όπου μεταχειρίζουμάσθε είναι ο πουλιό δειλιαστικός δια εσέ, επειδή σε στέλνουμε κάθε βράδι στο σπίτι σου με την απόδιοξη τούν Ιγγλέζωνε και με την ένωσή σου με την Ελλάδα, ενώ εμείς εις το σπίτι το δικό μας γελούμε για την απλότητά σου και έχουμε θέατρα κάθε φορά που σου μιλούμε για τα πολιτικά δικαιώματα με τα οποία σε φουσκώνουμε! Εσύ, Λαέ, δεν γνωρίζεις ούτε τες αληθινές σου χρείες, ούτε τες αντικρίζουσες θεραπείες των, αλλ’ ούτε τα πρόσώπα που ηθελ’ είναι κατάλληλα να ενεργήσουνε την καλητέρεψή σου. Επίστρεψε λοιπόν εις τες συνηθισμένες σου εργασίες εις τες οποίες εμείς δεν ημπορούμε να σε γελάσωμε και τες οποίες εχτελείς με περισσότερη τιμή, και με περισσότερο διάφορο. Απ’ όλο τούτο το πολιτικό παιγνίδι, τι σας έμειν’ εσάς; η εντροπή. Τι μας έμειν’ εμάς; το επάγγελμα. Ο Τόπος, εδιαφόρεψε τίποτε; Τίποτα….
Ανδρέας Λασκαράτος
Γεννάρης 1853
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου