Του Ανδρέα Λασκαράτου,
Εκδόσεις ΜΑΡΗ, ΑΘΗΝΑ 1975
το Ληξούρι, και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του: Ά! τώρα δε μου μένει
πάρι να πλάσω, γε μου, και τσ᾽ αθρώπους».
Κι εκεί που κράταε τον Αδάμ στερνόνε,
του᾽ πε : «Συ να᾽ σαι, Αδάμ, το ζώ᾽ τω ζώνε!
του᾽ πε : «Συ να᾽ σαι, Αδάμ, το ζώ᾽ τω ζώνε!
«Ήγουν, να᾽ σαι καλύτερος απ᾽ όλα,
να᾽ χεις το γάιδαρο από κάτουθέ σου,
να θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,
να᾽ ναι οι λαγκάδες όλες εδικές σου·
Οι σκύλοι ταπεινοί να σε υπακούνε,
και για σένανε οι κότες να γεννούνε».
«Βάνω στην εξουσία σου τα σπανάκια,
αν θέλεις να τα κάνεις τσιγαρίδι·
για σένανε φυτεύω ραπανάκια,
εσύ να τρως το μήλο και το απίδι.
Όλα ναν τα᾽ χεις χώρις να κοπιάζεις,
και σ᾽ αγαπάω πολύ, γιατί μου μοιάζεις»
«Σου χτιώ στο περιβόλι μου παλάτι
μ᾽ όσα καλά η θεία μου Πρόνοια δίνει·
και να τρως το καλύτερο κομμάτι
χώρις να σου στοιχίζει ένα φαρδίνι.
Μα έτσι κιόλα ζητώ σου, κυρ Αδάμ μου,
να μη ᾽γγίξεις ποτέ τα τάλαρά μου !»
«Είν᾽ το ξύλο της γνώσεως τα χρήματα,
κι όποιος τα᾽ χει, έχει γνώσι, είν᾽ προκομμένος,
όμορφος, έχει χίλια προτερήματα,
είναι απ᾽ όλον τον κόσμο παινεμένος,
παντού επιθυμητός... μα είν᾽ και φαρμάκι
που κάνουν την ψυχή πηλό οχ τ᾽ αυλάκι».
«Μην τ᾽ αγγίξτε, γιατί θε να γνωρίσετε
το βουλιασμό της αθωότητός σας,
και πλέον δε θα μπορέσετε να ζήσετε
ευτυχισμένοι στον παράδεισό σας.
Τα᾽ φτιασ᾽ ο Διάολος, κι είναι διαολεμένα.
Άστε τα εκεί. Του τα᾽ χω αμαχεμενα»
Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι
είχε τότες ο Θειος εις την Ασία,
και για να μην εμπαίνουνε οι διαόλοι
να κάνουνε στα λάχανα ζημία,
μες στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες
είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.
Μα, καθώς ως και τώρα συνεβαίνει,
εκεί που στηούμε τσάκες για ποντίκια,
που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,
γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια –
έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι
κι αφανίζανε το μαύρο περιβόλι.
Μια μέρα που ο Αδάμ κι η αρχόντισσά του
εμετριόντανε ποίος είναι ψηλότερος,
στα πόδια ορθοί, σε μια μηλιά αποκάτου,
και καθένας τους ήτανε ευθυμότερος
εις την ευτυχισμένη μοναξιά τους —
να! κι ένας Διαολάκης ομπροστά τους !
—«Αδέλφια, λέει, καλώς τα κουβεντιάζετε!
ω, ευτυχισμένοι που είστεν᾽ εδώ - πέρα
σε τόσες ηδονές! Μα δε δουλιάζετε . . . . . . . . »
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Εκάκιωσε τ᾽ αντρόυνο κι εσκληρήθηκε
για του Διαόλου την άταχτη πράξη·
κι όλη κόκκινη η Εύα του απεκρίθηκε:
—«Γαϊδαράτσε, ποιός σώδειξε την τάξη
να μπαίνεις δίχως άδεια κούτρα-κούτρα;
Μ᾽ ένα παπούτσι σώπρεπε στα μούτρα!»
—«Συμπάθειο, λέει ο Διάολος, Κυρά μου,
γιατί δεν ήλθα με κακό σκοπό . . .
Διαβάτης είμαι· πηαίνω στη δουλειά μου
και βαστάω πραματείες και πουλώ».
Μόνε σαν άκουσ᾽ η Εύα πραματείες,
τώκαμε μια χιλιάδα ευχαριστίες.
Είναι αλαφρά, λιγόμυαλη η γυναίκα,
και πολύ τής αρέσουν τα στολίδια,
και μόλις από χίλιες βρίσκεις δέκα
να μην έχουν του αντρός τους αντικλείδια,
να παίρνουν ομορφάμορφα παράδες,
να τσι ξοδεύουνε στσι πραματευτάδες.
για του Διαόλου την άταχτη πράξη·
κι όλη κόκκινη η Εύα του απεκρίθηκε:
—«Γαϊδαράτσε, ποιός σώδειξε την τάξη
να μπαίνεις δίχως άδεια κούτρα-κούτρα;
Μ᾽ ένα παπούτσι σώπρεπε στα μούτρα!»
—«Συμπάθειο, λέει ο Διάολος, Κυρά μου,
γιατί δεν ήλθα με κακό σκοπό . . .
Διαβάτης είμαι· πηαίνω στη δουλειά μου
και βαστάω πραματείες και πουλώ».
Μόνε σαν άκουσ᾽ η Εύα πραματείες,
τώκαμε μια χιλιάδα ευχαριστίες.
Είναι αλαφρά, λιγόμυαλη η γυναίκα,
και πολύ τής αρέσουν τα στολίδια,
και μόλις από χίλιες βρίσκεις δέκα
να μην έχουν του αντρός τους αντικλείδια,
να παίρνουν ομορφάμορφα παράδες,
να τσι ξοδεύουνε στσι πραματευτάδες.
Εγώ όμως δεν το παίρνω στην ψυχή μου
πώς η Εύα είχε αντικλείδι κι ετρυπούλευε.
Το λέν᾽ οι ιστορικοί μας, ακροατή μου,
και λένε πως ο Διάολος τη συβούλευε,
και πως μετατρεμμένος εις σε φίδι
της επήγε μια μέρα το αντικλείδι.
Βέβαια που έπειτ᾽ από τόσους αιώνες
οπού εφτιάστηκε ο Κόσμος, δε μπορεί
να γνωρίζουμε αν είναι απατεώνες
ή αν λένε την αλήθεια οι Ιστορικοί.
Μ᾽ από τις τωρινές γυναίκες κρίνει
κανείς, ομπρός - οπίσω και για κείνη.
Ως τόσο ο Διάολος άνοιξε τσι κόφφες
κι έβγαινε όσα στολίζουν τσι Κυράδες —
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφες,
βελέτες, μπλόντες, ομπρελέτες, μποάδες . . .
Κι η Εύα που τα ᾽βλεπε, έτρεμε η καρδιά της,
και σα Χριστέ της να ᾽ναι όλα δικά της!
Σε μι᾽ άλλη κόφα είχε όμορφα διαμάντια,
πουλιό όμορφα, δεμένα στο Παρίσι,
και χωριστά σ᾽ άλλο κουτί μπριλάντια
κυματερά σαν το νερό στη βρύση.
Κι η Εύα, όντις τάειδε, σκούζει: «Ω, γε! τα θέλω!
τα θέλω, μόνε πλήρωνε, Αδαμιέλο!»
Ο Διάολος, ως κι εκειός τον παρακίνα·
κι ο Αδάμ δεν είχε, κι έσφιγγε τσι πλάτες.
Μα η Εύα κλαίοντας τώλεγε: «Μ᾽ ευκείνα
με περνάς πάντα! Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Αδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . .
Τον Άγουστο πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . .
Τα δάκρυα εκειά της Εύας εσουρώνανε
μες στην καρδιά του Αδάμ και τον ανοίγανε·
που, ζαχαροφτιασμένος, τον ελυώνανε,
τον εστενοχωρούσανε, τον πνίγανε.
Και λέει: «Κακό που μου᾽ ρτε του φτωχού!
Ας γένει, γε μου, ετούτο το μπιστιού».
Το μπιστιού έγινε κιόλες, κι εμετρήθηκε
και τούτο μεταξύ στα εφτά μυστήρια,
γιατί από την ημέρα που το εντύθηκε,
άκουε πίσωθ᾽ ο Αδάμ κλαμπανιστήρια,
σαν του σκύλου, όντις τώχουν τα παιδιά
λάτινο αγγειό δεμένο στην ορά.
Μα ήλθε κι ο Άγουστος, που᾽ ταν η διορία,
κι ήλθε κι ο Διάολος στον Αδάμ μαζί του.
Μα ο Άγουστος σε μεγάλη δυστυχία,
κι ο Διάολος ζητάει την πληρωμή του.
Για πρώτη φορά τότε εκειός ο Διάολος
εφάνηκε του Αδάμ αισθητός Διάολος.
Κράζει την Εύα κι αρχινάει τη γκρίνα·
κι εγκρίνιαζε τ᾽ αντρόυνο ανάμεσό του
κι ετρωγότουν πουλιό πάρι ένα μήνα —
όντις διαλέει καιρό για το σκοπό του
ο Διάολος, κι αλλάζοντας μορφή,
ήλθε κι ηύρε την Εύα μοναχή.
και με λυπάει πολύ, που ο Θεός το ξέρει,
γιατί ως κι εσύ ᾽σαι καλομαθημένη
κι ήθελες πάντα τάλαρα στο χέρι.
Μα υπομονή, Κυρά μου, και θυμήσου
πως εις τη χρεία δεν είσαι μοναχή σου».
«Είν᾽ τόσοι που περσότερο από σε
έχουνε χρεία στον κόσμο για ᾽να – γι᾽ άλλο,
και που ούτε σ᾽ όνειρο είδανε ποτέ
το πλούτι το δικό σας το μεγάλο.
Μα ο άντρας σου δε θέλει να ξοδέει . . .
Κάνει καλά . . . είναι φρόνιμος . . . σωρεύει . . .
—«Πλούτι! λέ᾽ η Εύα· όξω κι α μου λες
για ᾽κειά που ο Θειός βασταίνει κλειδωμένα,
Μα εκείνα είναι δικά του». — «Μπα! ντροπές!
ο Διάολος λέει, «εκείνα είναι για σένα·
ούτε ο Θειος είπε διαφορετικά,
μόνε τον καταλάβετε κακά».
«Ο Θειός δεν έχει χρειά για παράδες,
κι είστενε σ᾽ ένα σφάλμα μεγαλότατο,
μόνε α θέλεις να εβγείς οχ τσου μπελιάδες,
είναι το μέσος, Εύα μου, ευκολότατο.
Να! το κλειδί! Τρέχα, έπαρε όλα κείνα
που σου χρειάζουνται, να πάψει η γκρίνα».
Κι έτσι εκλεφτήκαν του Θεού οι παράδες,
κι η Εύα κάνει την πρώτη αμαρτία,
δε θυμώμαι σε πόσες κατοστάδες.
Και το δέχτηκι᾽ ο Αδάμ, γιατ᾽ είχε χρεία.
Μα ένα έργο τόσο αχρείο και κακόποιο
ο Θειός το εκοίτα με το τελεσκόπιο.
κι η Εύα κάνει την πρώτη αμαρτία,
δε θυμώμαι σε πόσες κατοστάδες.
Και το δέχτηκι᾽ ο Αδάμ, γιατ᾽ είχε χρεία.
Μα ένα έργο τόσο αχρείο και κακόποιο
ο Θειός το εκοίτα με το τελεσκόπιο.
Σημαίνει με θυμό το καμπανέλι,
κι έρχουνται ευθὺς εμπρός ξεσκουφωμένοι
Μικέλης και Γαβρίλης, δυο Αγγέλοι,
που᾽ ναι στον Ουρανό συνηθισμένοι
να κάνουνε με τέσσερα πηδήματα
τα πουλιό μακρυνότερα θελήματα.
—«Φέρτε, λέει, το Διάολο, Άγγελοί μου . . .
Μα όχι, όχι· αφήσετε και πααίνω εγώ
έπειτα, να του δείξω την οργή μου!
Κι ωστόσο, μια φορά κι είστεν᾽ εδώ,
προβατείτε να ιδείτε μια δουλειά,
για να σας βάλω καταμαρτυριά» .
Τους φέρνει και τους δυο στο περιβόλι,
και φθάνοντας ομπρός στου Αδάμ το σπίτι,
φωνάζει δυνατά και βγαίνουν όλοι.
Και πιάνει τον Αδάμ από τη μύτη:
—«Εδώθε, λέει, σε σέρνει το βελέσι·
Γάιδαρε! Μασκαρά! Έτσι σ᾽ αρέσει!»
«Και συ, Εύα, είν᾽ τούτες όμορφες δουλειές;
Έτσι οι γυναίκες κάνουνε Άη Γιάννη;
Μα, μα τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,
θε να σας διώξω δώθε. Ας είναι . . . — φτάνει».
Τα᾽ χασε η Εύα, εσβήστηκε, εσκοτίστηκε,
κι᾽ οχ την πολλή τρομάρα εκατουρήστηκε.
Ως τόσο, ο Διάολος ήτανε φευγάτος,
κι επήαινε τραγουδώντας τα - λα - ρα.
κι ο Άδης ανάβλυαζε, χαρά γιομάτος,
κι ετραγούδα όλη μέρα: τα- λα- ρα!
Κι από ᾽κειό το τραγούδι τα, λα, ρα,
είπαν του εγκλήματος το σώμα: Τάλαρα!
Έτσι οι γυναίκες κάνουνε Άη Γιάννη;
Μα, μα τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,
θε να σας διώξω δώθε. Ας είναι . . . — φτάνει».
Τα᾽ χασε η Εύα, εσβήστηκε, εσκοτίστηκε,
κι᾽ οχ την πολλή τρομάρα εκατουρήστηκε.
Ως τόσο, ο Διάολος ήτανε φευγάτος,
κι επήαινε τραγουδώντας τα - λα - ρα.
κι ο Άδης ανάβλυαζε, χαρά γιομάτος,
κι ετραγούδα όλη μέρα: τα- λα- ρα!
Κι από ᾽κειό το τραγούδι τα, λα, ρα,
είπαν του εγκλήματος το σώμα: Τάλαρα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου