Οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν «Φράγκους», «Κελτούς», «Λατίνους» κτλ, διάφορους δυτικοευρωπαϊκούς λαούς τους οποίους αντιμετώπισαν κατά τους Μεσοβυζαντινούς χρόνους αρχικά στην Ιταλία, στη συνέχεια στη Χερσόνησο του Αίμου και τέλος ως Σταυροφόρους στα τείχη της Κωνσταντινούπολης το 1204. Αρχικά στην Ιταλία αντιμετώπισαν τους καθαυτό Φράγκους (της Γαλατίας και της Γερμανίας) και τους Λογγοβάρδους (Λομβαρδούς), κυρίως κατά τους 6ο-8ο αιώνες μΧ. Οι τακτικές μάχης αυτών των λαών, οι οποίες δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την «επιστημονικότητα» των βυζαντινών αντιστοίχων, χαρακτηρίζονταν σε μεγάλο βαθμό από την ορμητικότητα και το μαχητικό πάθος των Γερμανών βαρβάρων προγόνων τους αλλά και από την έλλειψη ικανής οργάνωσης και συγκρότησης τους.
Η διατήρηση αρκετών πρακτικών του αναχρονιστικού «ηρωικού πολέμου» των προγόνων τους, αποδυνάμωνε σε μεγάλο βαθμό την αναμφισβήτητη πολεμική τους ικανότητα. Ουσιαστικά μόνο η επέλαση του βαρέου ιππικού τους μπορούσε να απειλήσει σοβαρά τις βυζαντινές δυνάμεις, ωστόσο αν εκείνες επιτύγχαναν την υπερκέραση του και την προσβολή των πλευρών ή των νώτων του, μπορούσαν να το κατατροπώσουν. Λόγω των ίδιων αδυναμιών, οι Φράγκοι και Λογγοβάρδοι ιππείς μπορούσαν να πέσουν ευκολότερα στην τακτική παγίδα της «προσποιητής υποχώρησης» των νομάδων μισθοφόρων ιππέων του βυζαντινού στρατού, αλλά και των καθαυτό Βυζαντινών ιππέων οι οποίοι την είχαν υιοθετήσει από καιρό. Επίσης μπορούσαν να παρασυρθούν σε δύσβατα εδάφη, όπου τα άλογα τους δεν μπορούσαν να δράσουν.
Η απειθαρχία που χαρακτήριζε τους Φραγκους και Λογγοβάρδους μαχίμους, η αστάθεια του φρονήματος τους και η ελλιπής επιμελητεία των στρατών τους, καθιστούσε τον πόλεμο φθοράς ως την πλέον ενδεδειγμένη μέθοδο αντιμετώπισης τους. Οι Βυζαντινοί συνήθιζαν να αποδεκατίζουν βαθμιαία τις δυνάμεις τους με αιφνίδιες επιθέσεις και αψιμαχίες και να αποκόπτουν τις επικοινωνίες και την τροφοδοσία τους, αποφεύγοντας να τους αντιμετωπίσουν σε μάχη παράταξης. Ετσι οι επιχειρήσεις των Φραγκων και Λογγοβάρδων εναντίον των αυτοκρατορικών δυνάμεων καθίσταντο μακροχρόνιες και εξαντλητικές, με αποτέλεσμα οι πρώτοι – σε συνδυασμό με τα προαναφερόμενα ελαττώματα τους – να υποφέρουν από έλλειψη τροφίμων και από καταρράκωση του ηθικού τους και τελικά να υποχωρούν αποδεκατισμένοι, μετά από τις επακόλουθες μαζικές λιποταξίες τους. Επίσης η φιλοχρηματία των διοικητών τους, τους καθιστούσε επιρρεπείς στη δωροδοκία από τους Βυζαντινούς. Άλλη αδυναμία των Φράγκων και των Λογγοβάρδων υπήρξε η ελλιπέστατη χρήση περιπολιών, ανιχνευτικών αποστολών και νυκτερινών φρουρών (σκοπιών), καθώς και η συνήθης αμέλεια οχύρωσης των στρατοπέδων τους. Έτσι ήταν εκτεθειμένοι στις ενέδρες και τις νυκτερινές επιθέσεις των Βυζαντινών στο στρατόπεδο τους.
Τον 11ο αι. η Αυτοκρατορία αντιμετώπισε την εισβολή των Νορμανδών στις ιταλικές και τις ελλαδικές κτήσεις της. Οι Νορμανδοί και οι Φράγκοι της περιόδου είχαν βελτιώσει κατά πολύ τις τακτικές τους και κυρίως είχαν συγκροτήσει ένα πανίσχυρο κατάφρακτο ιππικό, ιδιαίτερα επίφοβο για τους Βυζαντινούς και τους μουσουλμάνους. Αντίθετα, ο αυτοκρατορικός στρατός περνούσε φάση παρακμής μετά το 1025, με αποκορύφωμα της τη συντριβή του στη μάχη του Μαντζικέρτ (1071). Η παλαιά σταθερή αντίληψη των Βυζαντινών περί στρατιωτικής υπεροχής τους έναντι των Δυτικοευρωπαίων, έδωσε τώρα τη θέση της σε ένα αίσθημα υστέρησης έναντι των Νορμανδών και των άλλων «Υστερων Φράγκων» του 11ου αι. Αυτό το αίσθημα έδωσε «τροφή» σε μεταγενέστερες υπερβολικές αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες η επέλαση ενός Φράγκου Κατάφρακτου (Ιππότη) ήταν τόσο ορμητική και ακαταμάχητη, ώστε η λόγχη του μπορούσε να διαπεράσει τείχος, ή ότι ο πρώτος είχε μαχητική αξία 20 Βυζαντινών ομολόγων του.
Εχει προταθεί η άποψη ότι η αναφερόμενη υπεροχή των Φραγκο-Νορμανδών ιππέων οφείλετο σε μεγάλο βαθμό στη χρήση πτερνιστήρων, οι οποίοι καθιστούσαν σημαντικά ευχερέστερο τον έλεγχο των αλόγων τους. Η «Αλεξιάδα» της Αννας Κομνηνής, αναφερόμενη στη δράση του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού (1081-1118), παρέχει αρκετές πληροφορίες για τις βυζαντινές τακτικές εναντίον των Νορμανδών. Η κύρια επιδίωξη των Βυζαντινών ήταν να ανακόψουν την ορμητική επίθεση του νορμανδικού ιππικού, πριν εκείνο επιπέσει στην αυτοκρατορική παράταξη. Ο Αλέξιος και οι επιτελείς του χρησιμοποίησαν διάφορα στρατηγικά επινοήματα για να διαρρήξουν τις τάξεις των επελαυνόντων Νορμανδών, όπως τη διασπορά γόμφων και καρφιών στο πεδίο της επέλασης τους ή την πρόταξη ελαφρών αμαξών (ωθούμενων από πεζούς) στο ίδιο. Οι Βυζαντινοί πεζοί τοξότες, παραταγμένοι σε απόσταση ασφαλείας, και οι Τούρκοι μισθοφόροι ιπποτοξότες στόχευαν και εξόντωναν τα νορμανδικά άλογα. Όπως αναφέρει η Αννα, οι Νορμανδοί χωρίς τα νεκρά ή τραυματισμένα άλογα τους, ήταν ιδιαίτερα ευάλωτοι. Αυτό συνέβαινε επειδή οι πτερνιστήρες στα πόδια τους, οι ολόσωμες αλυσωτές πανοπλίες τους και οι ογκώδεις «αμυγδαλόσχημες» ασπίδες, εμπόδιζαν σημαντικά τις κινήσεις τους. Τη σύγχυση που προκαλείτο στη νορμανδική παράταξη από τις αναφερόμενες τακτικές μεθόδους, ακολουθούσε η αντεπίθεση του βυζαντινού βαρέου ιππικού. Ωστόσο οι εμπειροπόλεμοι Νορμανδοί υπερνικούσαν συνήθως τις εν λόγω βυζαντινές πρακτικές.
Πηγή Ελλήνων Παλιγγενεσία
Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου