Περπατούσα, αναζητώντας τρόπο να διαλύσω την έξω ομίχλη που είχε αρχίσει να περνά μέσα μου -χλεύαζοντας το αδιάβροχο πανωφόρι- αλλά οι άνθρωποι γύρω ήταν γκρίζοι, με σκυμμένα κεφάλια και τα χέρια στις τσέπες (πού να ακουμπήσεις την ελπίδα;)
Τα “Κύριε ελέησον” άτονα και άπιστα μέσα μου και στις διαβάσεις το φανάρι πάντα κόκκινο (πώς να περάσεις στο απέναντι της προσευχητικής στάσης εργασίας των διανοημάτων;)
Όλα έμοιαζαν συνεπή με την μαυρίλα των καιρών και των ειδήσεων, μέχρι που είδα ένα άσπρο πραγματάκι να μετακινείται στο πληκτικό, πράσινο γρασίδι του πάρκου.
Δεν φορούσα τα γυαλιά μου και δεν κατάλαβα αμέσως, ότι ήταν μια πεταλούδα -αρχικά νόμισα πως επρόκειτο για ένα μικρό, λευκό χαρτί-.
Όταν κατάλαβα, κοντοστάθηκα και την κοίταξα απορημένη.
Αναρωτήθηκα αν πετούν οι πεταλούδες τον χειμώνα (ακόμη δεν το έμαθα) και αν ετούτη είναι δραπέτισσα που ξέσκισε το ρεαλιστικό για χάρη μας ή μήπως ευλογία προς διατάραξη της γκρίζας απραξίας.
Αυτή συνέχισε να πετά στις κορυφές των απειροελάχιστων χόρτων του γρασιδιού, σαν απογράφοντας τα μικρούλικα χορταράκια.
“Θα πάει τώρα να πει του Θεού, πόσα είναι τα τέκνα του στο πράσινο του πάρκου;” αναρωτήθηκα. “Τζάμπα κόπος, γιατί Εκείνος ξέρει ακόμη και το υποκάτω τους, το πόσα ριζάρια έχει το καθένα, μέσα στο χώμα. Γιατί άραγε το κάνει αυτό η πεταλούδα;”
Απομακρύνθηκα, απορώντας και απιστώντας.
Στο αντικρινό λιμάνι, τα πλοία ήταν τόσο βουτηγμένα στο χειμωνιάτικο τοπίο που δεν επιθυμούσες να κάνεις το ταξίδι, η πόλη άσχημη και η πατρίδα θλιβερή σε τοιχοκολλήματα κηδειών και κιτς διαφημιστικά νυχτερινών κέντρων.
Ξανάφερα στο μυαλό μου την πεταλούδα.
Είπα “δεν θέλω Κύριε να ξέρω, παρά μόνο ότι την είδα” και σαν να άχνισε εντός μου ένα φλιτζάνι αρχαίου σερβίτσιου, γεμάτο τσάι του βουνού. Ζεστάθηκε λίγο το πρωινό και Κάποιος έβαλε νοητές πεταλούδες να προπορεύονται, όπου βάδιζα….
Μα εγώ πηγαίνω στο γραφείο.
Έχουν οι πεταλούδες γραφείο;
Αστείο δεν είναι;
Πηγή: anazhthseis-elena.blogspot.gr-vatopaidifriend
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου