πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου
Αθανασίου.
Τα δύο μεγάλα ιστορικά γεγονότα της Γενοκτονίας του Ποντιακού
Ελληνισμού(1919) και της Μικρασιατικής καταστροφής(1922) έγιναν αφορμή να
μεταφερθούν ιερές Θεομητορικές εικόνες από τον Πόντο και την Μικρά Ασία στην
Ελλάδα.Μερικές από αυτές αναφέρονται παρακάτω.
Παναγία
Σουμελά.
Η
Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά, είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο
μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του Ποντιακού
Ελληνισμού.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.
Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Eλλάδας Eλευθερίου Bενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Tούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει λόγω και της προχωρημένης ηλικίας του και γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη. Aπό τον μοναχό Iερεμία έμαθε ο Aμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Aθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».
H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Πρώτος ο Λεωνίδας Iασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδας.,
Πράγματι, το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 386 οι Aθηναίοι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος οδηγήθηκαν στις απάτητες βουνοκορφές του Πόντου μετά από αποκάλυψη της Παναγίας, με σκοπό να ιδρύσουν το μοναχικό της κατάλυμα. Eκεί, σε σπήλαιο της απόκρημνης κατωφέρειας του όρους, σε υψόμετρο 1063 μέτρα, είχε μεταφερθεί από αγγέλους η ιερή εικόνα της Παναγίας της Aθηνιώτισσας, την οποία, πάντα κατά την παράδοση, εικονογράφησε ο Eυαγγελιστής Λουκάς.
Oι μοναχοί Bαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της γειτονικής μονής Bαζελώνα κελί και στη συνέχεια εκκλησία μέσα στη σπηλιά, στην οποία είχε μεταφερθεί θαυματουργικά η εικόνα.
Mε ενέργειες του πρωθυπουργού της Eλλάδας Eλευθερίου Bενιζέλου, το 1930, όταν στα πλαίσια της προωθούμενης τότε ελληνοτουρκικής φιλίας ο Tούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού επισκέφτηκε την Αθήνα, δέχτηκε μια αντιπροσωπεία να πάει στον Πόντο και να παραλάβει τα σύμβολα της ορθοδοξίας και του ελληνισμού.
Tο 1930 ζούσαν μόνο δύο καλόγεροι του πανάρχαιου ιστορικού μοναστηριού. O υπέργηρος Iερεμίας στον Λαγκαδά της Θεσσαλονίκης, ο οποίος αρνήθηκε να πάει λόγω και της προχωρημένης ηλικίας του και γιατί δεν ήθελε να ξαναζήσει τις εφιαλτικές σκηνές της τουρκικής βαρβαρότητας και ο Aμβρόσιος Σουμελιώτης, προϊστάμενος στην εκκλησία του Aγίου Θεράποντα της Tούμπας στη Θεσσαλονίκη. Aπό τον μοναχό Iερεμία έμαθε ο Aμβρόσιος την κρύπτη των ανεκτίμητων κειμηλίων. Στις 14 Οκτωβρίου έφυγε ο Aμβρόσιος, εφοδιασμένος με ένα κολακευτικό συστατικό έγγραφο της τουρκικής πρεσβείας για την Kωνσταντινούπολη και από εκεί για την Tραπεζούντα, με προορισμό την Παναγία Σουμελά. Λίγες μέρες αργότερα επέστρεφε στην Aθήνα όχι μόνο με τα σύμβολά μας, αλλά και με τον Πόντο, όπως είχε γράψει τότε ο υπουργός Προνοίας της κυβέρνησης του Eλευθερίου Bενιζέλου Λεωνίδας Iασωνίδης: «Eν Eλλάδι υπήρχαν οι Πόντιοι, αλλά δεν υπήρχεν ο Πόντος. Mε την εικόνα της Παναγίας Σουμελά ήλθε και ο Πόντος».
H εικόνα φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Bυζαντινό Mουσείο της Aθήνας. Πρώτος ο Λεωνίδας Iασωνίδης πρότεινε το 1931 τον επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Eλλάδας.,
Πράγματι, το 1951 ο Kρωμναίος οραματιστής και κτήτωρ Φίλων Kτενίδης έκανε πράξη την επιθυμία όλων των Ποντίων, με τη θεμελίωση της Νέας Παναγίας Σουμελά στις πλαγιές του Βερμίου στην Καστανιά της Βέροιας.
Παναγία η
Μηχανιώτισσα.
Η Νέα Μηχανιώνα συνδέεται άρρηκτα με την Παναγία Φανερωμένη, στην οποία οφείλει
και την μεγάλη φήμη της. Είναι ο νέος τόπος, τον οποίο «ηρετίσατο εις κατοικίαν
εαυτής», όταν, μετά την φοβερή Μικρασιατική καταστροφή, οι ξεριζωμένοι
Μηχανιώτες της Χερσονήσου της Κυζίκου εγκαταστάθηκαν, ως πρόσφυγες, εδώ,
φέρνοντας μαζί τους ό,τι πιο ιερό είχαν, την Αγία και Θαυματουργό Εικόνα της
Παναγίας Φανερωμένης, η οποία ήταν γι΄αυτούς πάντοτε «εν ταις θλίψεσι βοηθός»
και «εν τοις κινδύνοις ρύστις και προστάτις εν τοις πειρατηρίοις
.»
Παναγία η
Βουρλιώτισσα.
Η
Παναγία η επονομαζόμενη Βουρλιώτισσα της οποίας ο ιερός Ναός βρίσκεται στην
συμβολή της ομώνυμης οδού με την οδό Βρυούλων, τιμάται ως πολιούχος της Νέας
Φιλαδέλφειας, μιας αμιγώς προσφυγικής μητρόπολης. Ο εορτασμός της Ιεράς
Θαυματουργού εικόνας της Θεοτόκου της Οδηγήτριας, η οποία φυλάσσεται ως πολύτιμο
θησαύρισμα από το έτος 1927, οπότε και μεταφέρθηκε από τα μαρτυρικά Βουρλά της
Μικράς Ασίας, πραγματοποιείται την πρώτη Κυριακή του μήνα Οκτωβρίου όπως άλλωστε
έχει ήδη αποφασιστεί από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από
πρόταση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ.κ Κωνσταντίνου.
Ο
χώρος που βρέθηκε το εικόνισμα της Παναγίας, ήταν έρημος και γεμάτος βουρλιές,
γι’ αυτό και τα Βουρλά πήραν το όνομά τους, διότι ο τόπος τριγύρω είχε πολλές
βουρλιές. Ενας βοσκός που έβοσκε εκεί το κοπάδι του, έβλεπε τις νύχτες να φέγει
ανάμεσα στα χόρτα, κάποιο φως, αλλά και την ημέρα έβλεπε κάποιο πρόβατο να
πηγαίνει προς τα κει και να χάνεται μέσα στη πυκνή
βλάστηση.
Το παρακολούθησε ο βοσκός και
τότε ανακάλυψε ότι εκεί έτρεχε ένα μικρό ποταμάκι σαν Αγίασμα, αλλά υπήρχε και
μια εικόνα, θαυμαστής τέχνης. Ο βοσκός γονάτισε, σταυροκοπήθηκε και πήρε την
εικόνα. Το γεγονός μαθεύτηκε και οι Χριστιανοί με ευλάβεια, έχτισαν καταρχήν
μικρή εκκλησία για να φυλάξουν το μικρό εικόνισμα και την ονόμασαν
Εύρεση.
Το 1689, ανεγέρθη τρίκλιτος ναός
που ξεχώριζε διότι το τέμπλο του, ξύλινο, σκαλισμένο, ήταν ιδιαίτερης
καλλιτεχνικής αξίας. Οι εικόνες του ήταν όλες ασημοσκεπασμένες με αργυρόχρυσα
καντήλια. Αριστερά της ωραίας πύλης, στο τέμπλο, ήταν θρονισμένη η θαυματουργός
εικόνα της Παναγίας της Βουρλιώτισσας. Η εικόνα παρίστανε την Παναγία την
Οδηγήτρια και ήταν πολύ παλιά με φθαρμένα τα χαρακτηριστικά των προσώπων με
έντονα τα σημάδια από το διάβα των χρόνων.
Λέγεται ότι η εικόνα είχε
ζωγραφιστεί από τον Αγιο Λουκά. Σε Βουρλιώτικη εφημερίδα το 1873, γράφει ότι
ήταν βυζαντινών χρόνων και επειδή μόλις διακρινόταν τα χαρακτηριστικά του
προσώπου, οι Τούρκοι την αποκαλούσαν Καρά – Παναγία, δηλαδή Μαύρη –
Παναγιά. Όλο το εικόνισμα ήταν σκεπασμένο, με ασημένιο κάλυμμα, έξοχης τέχνης,
ενώ τα χέρια και τα φωτοστέφανα της Παναγίας και του Χριστοιύ, ήταν σκεπασμένα
με φύλλο χρυσού. Είχαν δε πρόσθετα στέφανα, όπου πάνω ήταν πολύτιμα πετράδια.
Πάνω δε στο στέμμα της Παναγίας, υπήρχαν δέκα διαμαντόπετρες, μεγάλης αξίας. Για
τη θαυματουργή αυτή εκόνα μιλούσαν όχι μόνο στη Σμύρνη αλλά και σε όλη τη Μικρή
Ασία. Μάλιστα, και οι Τούρκοι λένε πως τους έκανε θαύματα η Παναγία. Το
δεκαπενταύγουστο σύρρεε στα Βουρλά, πληθώρα προσκυνητών. Ξεκινούσαν τις
παραμονές από τις πόλεις και τα χωριά, με αραμπάδες και με καΐκια από τα
Καράμπουρνα και τις Φώκεες.
Η
ακτοπλοϊκή εταιρεία Σμύρνης, έβαζε έκτακτα δρομολόγια με τα καραβάκια της προς
τη σκάλα των Βουρλών. Το 1853 εφημερίδα της Σμύρνης γράφει: “Το μικρό καραβάκι
“Μπουρνόβας” μεταφέρει διαρκώς προσκυνητές προς τα Βουρλά”. Τρεις μέρες κρατούσε
το πανηγύρι. Ήταν παρόμοιο με της Παναγίας της Τήνου. Οι πιστοί έπαιρναν βαμβάκι
με το οποίο έτριβαν το πρόσωπο τη Παναγίας και σταύρωναν ό,τι ήθελαν να γίνει
καλά. Αλλά το κρατούσαν και πάνω τους σαν φυλακτό.
Το δεκαπενταύγουστο του 1822,
ενώ τελούνταν η θεία λειτουργία, ένα νέφος μπήκε στο ναό, σαν μια νεφέλη, και
πήγε προς την εικόνα της Παναγίας, όπου είδαν να βγαίνει φωτιά αφού πρώτα
ακούστηκε μια φωνή να λέει: “Φωτιά! Φωτιά! και μετά να εξαφανίζεται η νεφέλη.
Μετά από λίγες μέρες, κάηκαν τα Βουρλά και μαζί και η εκκλησία της Παναγίας της
Βουρλιώτισσας.
Στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα
φτιάχτηκε ένα μικρό εκκλησάκι της Ευρέσεως και δίπλα η μεγάλη εκκλησία όπου
μέσα εκεί φυλασσόταν η εικόνα. Το 1922 μετά τις 15 Αυγούστου, οι Τούρκοι μπήκαν
στα Βουρλά και τα κατέστρεψαν. Βεβήλωσαν, έκλεψαν και στο τέλος έκαψαν την
εκκλησία. Άγνωστο πως και από ποιον η εικόνα βρέθηκε στην Νέα
Φιλαδέλφεια.
Σώζεται επίσης και η εξής
ιστορία :
Ένας Βουρλιώτης ονόματι
Παναγιώτης είχε αμφιβολίες για το αν αυτή είναι η εικόνα. Το βράδυ στον ύπνο του
φανερώθηκε η Παναγία λέγοντάς του: Παναγιώτη παιδί μου γιατί δεν με πιστεύεις,
είμαι η Βουρλιωτίνα .
Η Εικόνα της Παναγίας υπέστη
φθορές από ακόμα μία φωτιά η οποία συνέβη την παραμονή της εισβολής των Τούρκων
στην Κύπρο και ανήμερα της επετείου των εγκαινίων της εκκλησίας. Το ασημένιο
κάλυμμα τοποθετήθηκε στη Φιλαδέλφεια ως ευγνωμοσύνη προς την Παναγία τους από
μία Βουρλώτισσα η οποία πήρε κάποιο σεβαστό ποσό από το ταμείο ανταλλαξίμων μετά
την καταστροφή.
Έχει επιτελέσει πληθώρα θαυμάτων
και αποτελεί πόλο έλξης για τους Χριστιανούς, Μικρασιάτες και
μη.
Παναγία η
Γρηγορούσα
Μεταξύ των αρχαιολογικών χώρων
της Βιβλιοθήκης του Αδριανού και της Ρωμαϊκής Αγοράς βρίσκεται ο ναός των
Ταξιαρχών (Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ), ο οποίος ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το
1852. Αλλά και ο νεότερος ναός, εγγεγραμμένος σταυροειδής μετά τρούλου (με
αξιοσημείωτη εικονογράφηση του επταννήσιου αγιογράφου Δ. Πελεκάση), υπέστη με τη
σειρά του εκτεταμένη ανακαίνιση το 1922.
Το 1945 αφιερώθηκε στο ναό η
μικρασιατική εικόνα της Παναγίας της Γρηγορούσας και το 1948 αναγνωρίστηκε ως
προσκύνημα.
Παναγία
Γουμερά
Βρίσκεται βόρεια και σε μικρή
απόσταση από την Κοινότητα Μακρυνίτσας, στις νότιες υπώρειες του όρους Μπέλλες.
Η επωνυμία της «Παναγία Γουμερά» αποτελεί ανάμνηση ομώνυμης μονής που υπήρχε σε
περιοχή του Πόντου από το 10ο αιώνα.
Η
μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου κτίστηκε το 1971 από τον εδρεύοντα στην Αθήνα
σύλλογο «Παναγία Γουμερά», αποτελούμενο από πρόσφυγες του Πόντου και
συγκεκριμένα από την περιοχή της «Παναγίας Γουμερά». Οι πρόσφυγες μετέφεραν από
τη μονή του Πόντου παλαιό ευαγγέλιο, φορητή εικόνα της Θεοτόκου και κειμήλια
εναποκείμενα σήμερα στη νέα ομώνυμη μονή. Το καθολικό της μονής είναι μονόκλιτη
βασιλική με τρούλο.
Γοργοεπήκοος Μάνδρα
Αττικής.
Γύρω στα 1800 κάποιος μοναχός
από το Άγιον Όρος ξεκίνησε να πάει στη Μικρά Ασία όπου υπήρχαν μετόχια
αγιορείτικα, φέρνοντας μαζί του και αγιογραφημένες εικόνες για να τις πουλήσει.
Μια από αυτές τις εικόνες, ποιος ξέρει με πόσες νηστείες και προσευχές
αγιογραφημένη, ήταν της Παναγίας της επονομαζόμενης Γοργοεπηκόου. Την εικόνα
αγόρασε στη Σμύρνη μια οικογένεια ευσεβής, που με τα χρόνια την έδινε πολύτιμη
κληρονομιά σε κάθε πρωτότοκο. Έτσι ήρθε και στα χέρια της
Ιφιγένειας.
Πρώτο γνωστό
θαύμα
Μία μέρα του 1907, όταν η
Ιφιγένεια Αναπλιώτου ἠταν βρέφος στην κούνια, όπως της διηγούντο οι γονείς της.
συνέβη το έξης θαυμάσιο: Οι γονείς γευμάτιζαν στον κάτω όροφο του σπιτιού τους,
όταν από τον επάνω όροφο, πού ήταν η κούνια με το παιδί, ακούστηκε ένας δυνατός
θόρυβος πού όλοι ξαφνιάστηκαν, ιδίως η μητέρα της Ελευθερία, που
φώναξε τρομαγμένη μήπως της απήγαγαν το παιδί, και αμέσως έτρεξαν να δουν τί
συμβαίνει. Και αυτό που αντίκρισαν ήταν κάτι το απίστευτο. Η εικόνα μόνη της
είχε κατέβει από το εικονοστάσι, που ήταν στο ίδιο δωμάτιο, και είχε σταθεί
όρθια στο κιγκλίδωμα της κούνιας, ενώ το βρέφος κοιμόταν ήσυχο και
αμέριμνο.Τρόμαξαν, σάστισαν, έτρεξαν και φώναξαν τον ιερέα και έκαναν μια
κατανυκτική παράκληση στην Παναγία και με δέος την έβαλαν πάλι στο εικονοστάσι.
Αυτό το θαυμάσιο γεγονός το γιόρταζαν την ίδια μέρα κάθε χρόνο, στις 8
Σεπτεμβρίου, κάνοντας αγρυπνία στο σπίτι τους.
Όταν το 1922 έγινε η
Μικρασιατική καταστροφή και ο διωγμός, η οικογένεια της Ελευθερίας κατόρθωσε να
περάσει στη Μυτιλήνη. Μέσα στα ελάχιστα πράγματα που μπόρεσαν, όπως όλοι, να
πάρουν μαζί τους, πρώτη ήταν η εικόνα αυτή της Παναγίας.Στη Μυτιλήνη
όπου εγκαταστάθηκαν η μητέρα της Ιφιγένειας, Ελευθερία, κάθε 8η Σεπτεμβρίου
γιόρταζε την Παναγία εις ανάμνησιν του μεγάλου θαύματός της στη
Σμύρνη.
Φλεγόμενη και μη
καιόμενη
Μια χρονιά. 8 Σεπτεμβρίου, θα
γιόρταζαν την Παναγία και όπως πάντα η Ελευθερία κατέβασε την εικόνα να την
περιποιηθεί. Με πολλή ευλάβεια την καθάρισε και έτριψε το φωτοστέφανο της να
γυαλίσει με αμμωνία, χωρίς να ξέρει φυσικά, ότι προκαλούσε φθορά στην εικόνα,
που υπάρχει ως τώρα. Αφού την τακτοποίησε, την ακούμπησε στο τραπέζι που ήταν
ακριβώς κάτω από το εικονοστάσι, όπου υπήρχαν και θρησκευτικά βιβλία.Κάποια
στιγμή, που βρισκόταν σε άλλο δωμάτιο, φύσηξε δυνατός αέρας από το ανοικτό
παράθυρο και σήκωσε το πετσετάκι που ακουμπούσε το αναμμένο καντήλι στο
εικονοστάσι. Πήρε φωτιά μια άκρη, έπεσε ένα αναμμένο κομμάτι στο τραπέζι άναψαν
τα βιβλία, κάηκε το τραπέζι και στη στιγμή μεταδόθηκε η φωτιά σ΄ όλο το δωμάτιο.
Η Ελευθερία, καίτοι κάπως βαρήκοη λόγω της ηλικίας της, άκουσε κάποιους χτύπους.
Απορώντας τί να είναι, βγήκε στη πόρτα, αλλά δεν είδε κανέναν. Οι χτύποι όμως
συνεχίζονταν πιο έντονα, και τότε ανέβηκε επάνω και μόλις άνοιξε την πόρτα του
δωματίου, πετάχτηκαν φλόγες και καπνοί. Ζαλίστηκε, δεν μπορούσε να αναπνεύσει
και με κόπο μπόρεσε να φωνάξει τους γειτόνους να σβήσουν τη φωτιά. Όταν τελικά
μπόρεσε να μπει στο δωμάτιο, και έψαχνε με τα μάτια μέσα να διακρίνει κάτι στις
φλόγες, που ακόμα κρατούσαν. Θεέ μου μεγαλοδύναμε, τί ήταν αυτό που αντίκρισε Η
εικόνα της Παναγίας, ανάμεσα στις φλόγες και στους καπνούς την κοίταζε από
μακρυά, χαμογελαστή, με κείνο το γλυκύτατο της μειδίαμα, ανέγγιχτη από τη φωτιά,
και από τους καπνούς ώστε να λάμπει έτσι όπως την είχε γυαλίσει η ίδια. Οι
φλόγες την είχαν σεβαστεί, και μήτε ίχνος καπνού την είχε αμαυρώσει.Όλη η
οικογένεια φύλαγαν και αυτό το θαύμα σαν πολύτιμο μαργαριτάρι στην καρδιά
τους.
Η δημιουργία της
Μονής.
Τέσσερις Μοναχές ξεκίνησαν να
κτίσουν ένα Μοναστήρι Ησυχαστήριο. Μια μέρα (Ιανουάριο του 1965), ήρθαν στην
Αθήνα, και έμεναν προσωρινά στο πατρικό σπίτι μιας εξ΄ αυτών, που ήταν εξοχικό,
στα Μελίσσια. Εκεί, εκτελούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και συγχρόνως
έψαχναν, για έναν κατάλληλο τόπο, για να κτίσουν σιγά-σιγά το Μοναστήρι τους.
Τέλος, βρήκαν έναν τόπο στο Καπανδρίτι, τους άρεσε, και έδωσαν και μια
προκαταβολή. Η σκέψη τους ήταν, να παραγγείλουν στο Άγιον Όρος μια Εικόνα της
Παναγίας της Γοργοεπηκόου, στο όνομα της οποίας θα αφιέρωναν το Μοναστήρι.
Μια μέρα ήρθε να τις επισκεφθεί μια γυναίκα. Η Ιφιγένεια Αναπλιώτου. Αφού
έμεινε αρκετά μαζί τους, σηκώθηκε να φύγει, λέγοντας:- Πρέπει να πηγαίνω, γιατί
έχω να περάσω από την εκκλησία, να πάρω μια Εικόνα μου, που την πήγα για τους
«Χαιρετισμούς».Ξέρετε, μαθεύτηκε πως είναι πολύ θαυματουργή, και μου ζήτησαν να
την πάω, να την προσκυνήσουν. Αλλά την ξύνουν οι γυναίκες, και φοβάμαι, πως θα
μου την αλλοιώσουν. Μετά, τους διηγήθηκε, ότι την έφερε άπ’ τη Σμύρνη. Ότι ήταν
Εικόνισμα οικογενειακό, και από γενιά σε γενιά, ερχόταν πάντα στο πρώτο παιδί
της οικογενείας, και τελευταία, ήρθε στα χέρια της….- Σε ποια Χάρη της Παναγίας
είναι η Εικόνα; Ρώτησαν εκείνες πολύ συγκινημένες - Είναι η Παναγία, η
Γοργοεπήκοος, απάντησε η γυναίκα.- Ω, γλυκεία αγαλλίαση, κι ω, τρυφερή λαχτάρα,
που πλημμύρισε την καρδιά, των τεσσάρων αφοσιωμένων Μοναχών.- Και μεις, στην
Γοργοεπήκοο θα αφιερώσουμε το Μοναστήρι μας, είπαν. Δεν μας την δίνεις την
Εικόνα; Αρνήθηκε ευγενικά, και κείνες δεν επέμεναν. Αυτά, έγιναν στα μέσα της
Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Προς το Πάσχα, τους στέλνει ένα μήνυμα, ότι θα τους δώσει
την Εικόνα, όταν θα κτίσουν το μοναστήρι. Είπε ακόμα, πως και κείνη πάντα
ονειρευόταν να της κτίσει μία εκκλησία, αλλά δεν είχε την οικονομική
δυνατότητα.Φαντάζεστε τη χαρά όλων, και πόσες ευχαριστίες έκαναν στην Παναγία,
και στη Θεία Οικονομία οι Μοναχές, κατασυγκινημένες.Από τότε, πέρασαν μερικοί
μήνες. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, το 1965, την παρακάλεσαν να τους δώσει,
για λίγο, την Εικόνα, για να βγάλουν μερικές φωτογραφίες της, γιατί θα έκαναν
την πρώτη τους υπαίθρια Λειτουργία, στο Καπανδρίτι. Την έδωσε ευχαρίστως και
όταν πήγαν να την επιστρέψουν τους είπε:« Κρατήστε την»…Από κείνη
την ευλογημένη ώρα, το Εικόνισμα της Υπεραγίας Θεοτόκου, της Γοργοεπηκόου,
βρίσκεται στα χέρια τους, και με την χάρη της και τη δύναμή της, κτίστηκε η Ιερά
Μονή Μάνδρας.
πηγή: Χρυσούλας Χατζηγιαννιού, Η Κυρία
Γοργοεπήκοος: Από την αιματωβαμένη Σμύρνη στα βουνά της Μάνδρας, έκδοσις Ε΄,
Ιεράς Κοινοβιακής Μονής «Παναγίας της Γοργοεπηκόου», Μάνδρα Αττικής,
2002.
Παναγία η Σκουπιώτισσα. Νέα Ρόδα
Χαλκιδικής
Τα Νέα Ρόδα είναι παραθαλάσσιος
οικισμός του νομού Χαλκιδικής..
Βρίσκεται στο στενότερο σημείο
της χερσονήσου του Άθω και βρέχεται από τη θάλασσα από δύο πλευρές. Κύρια
ασχολία των κατοίκων του χωριού είναι η γεωργία , η αλιεία και ο τουρισμός.
Απέχει 6 χιλιόμετρα από την Ιερισσό. Κύριος ναός είναι ο ναός της Θεοτόκου και
του Αγ. Νικολάου, στον οποίο βρίσκεται θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που
μεταφέρθηκε από τους πρώτους κάτοικους, πρόσφυγες από τα Σκοπιά της νήσου
Αλώνης, της θάλασσας του Μαρμαρά.
Η Παναγία της
Άγκυρας.
18ος
αι.
Η εικόνα από την έκθεση με τα
κειμήλια των ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ από τον Πόντο και την Μικρά Ασία..
Τέλος στις εικόνες της
¨πρόσφυγος” Παναγίας συμπεριλαμβάνονται και οι εξής.
α.Η Παναγία η Περαμιώτισσα
(Ν.Πέραμος Καβάλα)
β.Η Παναγία η Φανερωμένη
Ν.Ηρακλείτσας.
γ.Η Παναγία η Φανερωμένη
Ν.Αρτάκης στην Εύβοια.
για τις οποίες γίνεται αναφορά
σε προηγούμενο άρθρο
πηγή :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου