ΘΑΥΜΑΤΑ ΟΣΙΟΥ ΠΑΝΑΓΗ ΜΠΑΣΙΑ
(π. Κωνσταντίνου Γκέλη: Ὁ Ἅγιος Παναγῆς Μπασιᾶς, Ἀθήνα, 2002)
Α) Μικρὸς τόπος τὸ Ληξοῦρι. Ντόπιος ὁ παπᾶ-Παναγῆς.
Ἐγνώριζε μὲ ἀκρίβεια τοὺς κατοίκους καὶ τὶς ἀνάγκες των, ὑλικὲς καὶ
πνευματικές, τὶς ὁποῖες καὶ προλάβαινε. Ἀναφέρεται ὅτι μιὰ χειμωνιάτικη νύχτα,
κάποιος φτωχὸς ἱερεύς, εἶχε ἑτοιμόγενη τὴν πρεσβυτέρα του, ἀλλὰ δὲν εἶχε
χρήματα γιὰ τὰ ἀναγκαία τοῦ σπιτιοῦ καὶ τὴν θέρμανσι. Σὲ αὐτὴν τὴν ὥρα τῆς
δυσκολίας, κτυπάει ἡ θύρα καὶ ἐμφανίζεται ὁ παπᾶ-Παναγῆς καὶ τοῦ προσφέρει ἕξι
μεξικάνικα τάλληρα καὶ τοῦ λέει: Πήγαινε
νὰ ἀγοράσεις ὅ,τι ἔχεις ἀνάγκη. Αὐτὴν τὴν ὥρα τρέχει νὰ βρεῖ ἀνοικτὸ
μαγαζί. Καὶ πράγματι βρίσκει κάποιον, καὶ τοῦ δίνει τὸ τάλληρο. Ὁ μαγαζάτορας
ἔκπληκτος ἀναγνωρίζει ὅτι τὸ τάλληρο ἦταν δικό του. Καὶ ὁμολογοῦσε μὲ ἀπορία
πῶς ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἐγνώριζε τὴν κρύπτη καὶ τὰ πῆρε, ποὺ μόνος αὐτὸς γνώριζε.
Ἀλλὰ ἦταν καὶ στενοχωρημένος, διότι τὴν ὥρα ποὺ τὰ ἔπαιρνε, εἶπε στὸν ἰδιοκτήτη
ὅτι πρέπει νὰ προετοιμασθῆ, νὰ ἐξομολογηθῆ, καὶ νὰ κοινωνήση, διότι πιθανὸν σὲ
δέκα μέρες νὰ μὴν ὑπάρχει στὴν ζωή. Πράγματι, ὕστερα ἀπὸ δεκαπέντε μέρες,
προετοιμασμένος ὅμως ὁ παντοπώλης ἐκοιμήθη.
Ἄς σημειωθῆ, ὅτι ἦταν τόσο τὸ κῦρος τοῦ παπᾶ-Παναγῆ,
ὥστε κανεὶς δὲν τὸν ἠμπόδιζε νὰ πάρει ὅ,τι ἤθελε. Τὸ θεωροῦσαν εὐλογία νὰ μπεῖ
στὸ σπίτι ἤ στὸ κατάστημα. Ποιος μποροῦσε νὰ ἀντισταθεῖ στὴν φλογερὴ ἀγάπη του.
Πόσο διδάσκει τοὺς σημερινοὺς κληρικούς, τὸ παράδειγμα τῆς ἀνιδιοτέλειας καὶ
διακονίας. Εἶναι ὁ μεγαλύτερος θησαυρὸς τοῦ ἱερέως. Εἶναι δὲ πρακτικὴ ἀπόδειξις
πίστεως στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι συνέτρεχε στὶς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν του
χριστιανῶν ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς.
***
Β) Κάποιος κρεοπώλης, πῆγε στὴν στάνη ἑνὸς τσοπάνου καὶ
ἀγόρασε τὰ ἀρνιά του. Μὲ ἐπιτηδειότητα πέταξε ἀζύγιαστα πρὸς τὸ μέρος του δύο
ἀρνιά, χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθῆ ὁ βοσκός. Ὅταν γύρισε στὸ Ληξοῦρι, ἔρχεται ὁ παπᾶ-Παναγῆς
καὶ λέει στὸν κρεοπώλη: Πιάσε αὐτὸ καὶ
αὐτὸ τὸ ἀρνί· καὶ τοῦ ἔδειξε τὰ κλεμμένα. Τὰ ἔχασε ὁ κρεοπώλης. Τὸν διέταξε
νὰ σφάξη τὰ ἀρνιά, καὶ νὰ μοιράσει τὸ κρέας δωρεὰν στοὺς πτωχούς, διότι αὐτὰ
δὲν τὰ ζύγιασε, οὔτε τὰ πλήρωσε, καὶ δὲν τοῦ ἀνῆκαν. Ὡμολόγησε τὴν κλεψιὰ ὁ
κρεοπώλης καὶ ἔκανε ὅ,τι τοῦ εἶπε.
***
Γ) Τὸ 1850 φοβερὴ ἐπιδημία χολέρας ἔπεσε στὸ Ληξοῦρι.
Φόβος καὶ τρόμος εἶχε καταλάβει τοὺς ζωντανούς, διὰ τοὺς χολερικοὺς πεθαμένους.
Εἰδικὰ συνεργεῖα ἔπεραν τοὺς νεκρούς, καὶ τοὺς ἔθαπταν στὰ Λέπεδα στὴν Ἅγία
Ἄννα. Ποῦ λόγος γιὰ κηδεία αὐτὲς τὶς ὥρες στοὺς χριστιανούς. Ἀγώνας νὰ φύγη τὸ
θανατικὸ ἀπὸ ἀνάμεσά τους. Νὰ ὅμως καὶ ἕνας ποὺ στάθηκε κοντὰ στοὺς
χολεριῶντας. Ὁ παπᾶ-Παναγῆς. Ὅσους μποροῦσε τοὺς ἔψαλλε τὴν νεκρώσιμον
Ἀκολουθίαν. Ὅσους δὲν πρόφταινε πήγαινε τὴν νύκτα μὲ τὸ λαδοφάναρό του καὶ
διάβαζε στὰ μνήματα τὸ νεκρώσιμον τρισάγιον. Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ἀστυνομικοὺς
βλέποντας τὸ φῶς, νόμισαν πὼς εἶναι τυμβωρύχοι καὶ φύλαξαν νὰ τοὺς συλλάβουν.
Τί ἔκπληξις ὅμως σὲ αὐτοὺς ὅταν ἀντίκρυσαν τὸν παπᾶ-Παναγῆ μὲ τὸ πετραχήλι νὰ
προσεύχεται διὰ τοὺς κοιμηθέντας χριστιανούς. Πῶς ἕναν τέτοιο ἱερέα νὰ μὴν
ἀκολουθῆ ὁ λαός.
***
Δ) Κάποιος νέος εὐσυνείδητος, εἶχε συνεταιρισθὴ μὲ ἕναν
μεγαλέμπορο μὲ τὸν ὁποῖον συνεργάζοντο ἁρμονικά. Κρατοῦσε ὅμως ἐλάχιστα χρήματα
κρυφὰ ἀπὸ τὸν συνεταῖρον, μὴν τυχὸν κατὰ τὸν ἰσολογισμὸν βρεθῆ ἐλλιπής. Ὅταν
ἐξομολογήθη στὸν ἱερέα του δὲν φανέρωσε τὴν παράβαση αὐτήν, καὶ αὐτὸ τὸν ἔκανε
ἀνήσυχο. Φίλος του, ποὺ τοῦ ἐμπιστεύθηκε τὸ συμβάν, τὸν παρακίνησε νὰ
ἐξομολογηθὴ στὸν Ἅγιο Παναγῆ Μπασιᾶ. Ὁ νέος ἐδέχθη καὶ πῆγαν μαζί. Ὁ φίλος
πλησιάζει τὸν Ἅγιο Παναγῆ καὶ τοῦ ὁμιλεῖ διὰ τὸν νέον ὅτι θέλει νὰ ἐξομολογηθῆ.
Ὁ Ἅγιος, σὰν διορατικὸς πνευματικός, πρὶν ἀκόμα ἀκούσει τὴν ἐξομολόγηση τοῦ
νέου, τοῦ λέει: Ἡ ἐξομολόγησις πρέπει νὰ
γίνεται ἀληθινή, καὶ νὰ μὴν κρύπτεται τίποτα. Τὰ χρήματα εἶναι διὰ τὰς χρείας.
Ὁ νέος ποὺ παρακολουθοῦσε τὴν συνομιλία καὶ ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Ἁγίου
πνευματικοῦ, κατανόησε τὴν αἰτία τῆς ταραχῆς του. Ἐξομολογήθη καθαρά, καὶ
ἐφανέρωσε στὸν συνέταιρό του τὴν ἐκτροπὴ καὶ εἰρήνευσε.
***
Ε) Ὁ Μητροπολίτης (πιθανὸν ὁ Σπυρίδων Κοντομίχαλος), ἀπὸ
τὸ ἀπόγευμα ἑτοιμαζόταν νὰ πάη τὴν ἑπομένη στὸ Ληξούρι νὰ συναντήση τὸν
παπᾶ-Μπασιᾶ, νὰ συζητήση καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ. Εἶπε στὸν συνοδό του, πρωί πρωί,
νὰ βρίσκεται στὴν μητρόπολι, διότι θὰ πάνε κάπου χωρὶς νὰ τοῦ προσδιορίση τὸν
τόπο. Πέρασε ἡ βραδυά. Λίγο πρὶν ξημερώσει, χτυπὰ ἡ θύρα τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ
ἐμφανίζεται ὁ ἱερεὺς Παναγῆς Μπασιᾶς. Βάζει μετάνοια στὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ λέει: Νὰ ἦρθα. Δὲν εἶναι σωστό, ὁ
Ἀρχιερέας νὰ πηγαίνη στὸν ἱερέα, ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς στὸν Ἀρχιερέα. Τί μὲ θέλεις;
***
ΣΤ) Κάποιος διάσημος ἱεροκήρυξ μὲ γνῶσι πολλὴ καὶ
εὐγλωττία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἐγωϊσμό, ἐπισκέφθηκε τὸ Ληξούρι διὰ νὰ συναντήση, νὰ
γνωρίση καὶ ἐξομολογηθῆ στὸν Ἅγιο Παναγῆ. Πήγαινε στὸν Ἅγιο Σπυρίδωνα, στὸ
Πλατὺ Γυαλό. Λίγο πρὶν φθάσει ὁ ἱεροκήρυξ στὸ μοναστήρι, ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἔφυγε
ἀπὸ τὸ κελλί του καὶ τράβηξε κατὰ τὴν μονὴ Κεχριῶνος. Τὸν ἀνεζήτησε, καὶ τοῦ
εἶπαν ὅτι μόλις ἔφυγε. Πράγματι, τὸν εἶδε ποὺ ἐβάδιζε καὶ τὸν ἀκολούθησε.
Ἔφθασε στὸν Κεχριῶνα, ἀλλὰ δὲν στάθηκε ἐκεῖ, προχώρησε πρὸς τὰ πάνω. Ὁ
ἱεροκήρυξ τὸν ἀκολούθησε ταχύνοντας τὸ βῆμα ἀλλὰ ἀδύνατον νὰ τὸν φθάση.
Κουρασμένος καὶ ἀπωκαμωμένος τοῦ φωνάζει:
Γέροντα, θέλω νὰ σὲ ἰδῶ νὰ τὰ ποῦμε. Καὶ ὁ Ἅγιος γυρίζει καὶ τοῦ λεει: Πήγαινε, πήγαινε νὰ λειτουργᾶς καὶ νὰ
κηρύττης τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ ταπείνωσι· καὶ συνέχισε τὸν δρόμο του. Ὁ
ἱεροκήρυξ μὴ μπορῶντας νὰ ἀκολουθήση γύρισε διδαγμένος. Τὰ λόγια τοῦ
Πνευματικοῦ, ἔγιναν ἡ σωτηρία του.
***
Ζ) Ὁ κ. Παῦλος Δελλαπόρτας, τέως εἰσαγγελεύς, ἔγραψε πρὸς ταὸν Σεβασμιώτατον
Προκόπιον:
Σᾶς ἀναφέρω ἕνα σπουδαιότατον περιστατικόν, προφητικῆς
ἐνοράσεως τοῦ Ὁσίου, ἀκριβῶς ὅπως τὸ ἀφηγήθη πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ὁ κ. Γεώργιος
Ξυδιᾶς ἐκ Ληξουρίου, κάτοικος Ἀθηνῶν, συνταξιουχὸς τῆς Τραπέζης τῆς Ἑλλάδος.
Ἰδοῦ αὐτό:
Ἡ μάμη τοῦ κ. Ξυδιᾶ Χρυσάνθη, ἔχουσα σύζυγον τὸν
Εὐστάθιον Τυπᾶλδον Ἀλφονσᾶτον ἐκ Ληξουρίου ἀντιεισαγγελέα ἐφετῶν εἰς Πάτρας,
ἀπέμεινε χήρα εἰς νέαν ἡλικίαν μετὰ δύο τέκνων. Εἰς ἐπίσκεψίν του ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς
τῆς εἶπε μὲ τὰ μονολεκτικὰ καὶ ἀσύνδετα λόγια του: Θὰ ξαναπαντρευτῆς. Δὲν θὰ ἀλλάξης ὄνομα. Ἕνα παιδί. Γιάννης. Ἐγώ.
Μετὰ πάροδον ἐτῶν ἡ χήρα Χρυσάνθη Τυπάλδου Ἀλφονσάτου,
πράγματι ἐνυμφεύθη εἰς δεύτερον γάμον, συνεπώνυμον τοῦ ἀποθανόντος συζύγους
της, τὸν Γεώργιον Τυπάλδον Ἀλφονσᾶτον καὶ τοιουτοτρόπως ἐπαλήθευσεν ἡ προφητικὴ
ἐνόρασις τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ ὅτι θὰ ξαναπαντρευτῆ καὶ δὲν θὰ ἀλλάξει ὄνομα. Ἀλλὰ
ἐπαλήθευσε καὶ ἡ λοιπὴ προφητεία, διότι μὲ τὸ δεύτερον σύζυγόν της ἀπέκτησε ἕνα
μόνον παιδί, τὸ ὁποῖον ἐβάπτισεν ὁ ἴδιος ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς καὶ τὸ ὀνόμασε Ἰωάννην.
Αὐτὰ ἐπροσήμανε μὲ τὰς λέξεις· ἕνα παιδί, Γιάννη, ἐγώ.
***
Η) Ὁ Ἀνδρέας Μεγαλογένης, πατέρας τῆς μετέπειτα ἡγουμένης Ἀγάθης τῆς Ἱ. Μ.
Κορωνάτου, ἀπὸ τὸ Νεοχώριον Πάλλης, στὴν νεανική του ἡλικία ἦτο ἀτίθασος καὶ
νευρικός. Ἤρχετο σὲ προστιβὲς μὲ τοὺς γονεῖς του ποὺ τὸν συμβούλευαν. Μιὰ μέρα,
ἡ μητέρα του τοῦ ἔκανε μιὰ παρατήρηση. Ὁ νέος ὠργίσθη, ὡμίλησε ἄπρεπα στὴν
μητέρα του καὶ ἀπὸ τὸν θυμό του παρασυρθείς, ἄπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὴν ἔδειρε
ἄσχημα. Ἡ μητέρα του πόνεσε, καὶ κλαίοντας τοῦ εἶπε: Τὴν κατάρα μου νὰ ἔχης.
Ὁ Ἄνδρέας, μετὰ τὸ γεγονός, ντύνεται καὶ μὲ τὸ ἄλογό
του ξεκίνησε γιὰ τὴν χώρα. Ἐνῶ πλησίαζε στὸ Ληξούρι, συναντᾶ τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ
καὶ κατὰ τὴν συνήθειαν κατέβηκε ἀπὸ τὸ ἄλογό του καὶ ἔσκυψε νὰ προσκυνήση τὸν
ἱερέα λέγοντας: Προσκυνῶ ἅγιε δέσποτα.
Καὶ ὁ Ἅγιος Παναγῆς δὲν δέχτηκε τὸ προσκύνημα τοῦ
Ἀνδρέα, ἀλλὰ μὲ ἔντονο τόνο τοῦ λέει: Τὴν
μάνα σου, τὴν μάνα σου! Ἐπικατάρατο τὸ χέρι ποὺ κτυπᾶ τοὺς γονεῖς του. Γύρισε
πίσω, καὶ ὅταν σὲ συγχωρέση ἡ μάνα σου, γύρισε στὸ Ληξούρι.
Ταὰ ἔχασε ὁ Ἀνδρέας. Κανεὶς δὲν ἤξερε τὸ γεγονός. Πῶς
τὸ ἔμαθε ὁ ἅγιος ἱερεύς; Ἦταν δὲ ὁ τόνος τέτοιος τοῦ ἱερέως, ποὺ δὲν ἔπαιρνε
ἀντίῤῥησι. Ὁ Ἂνδρέας ἐπιστρέφει στὸ χωριό του καὶ διηγήθη στὴν μητέρα του τὸ
περιστατικό, καὶ κλαίοντας ζητοῦσε συγγνώμην. Καὶ ἡ μητέρα του πονεμένη, τοῦ
ἔλεγε: Καλὰ σοῦ ἔκανε ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς· ὄχι
δὲν σὲ συγχωρῶ.
Ἂναγκάστηκε καὶ ἔμεινε στὸ χωριό. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς
μέρες, ἡ μητέρα του τὸν συνεχώρησε, τοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή της καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ
Ληξούρι, ἀλλὰ με φόβο. Στὸν δρόμο τὸν συναντᾶ πάλι ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς καὶ
προσκυνῶντας τοῦ λέει:
-Συγχώρα με
ἅγιε δέσποτα!
-Εὐλογητὸς ὁ
Θεός, καὶ ἄλλη φορά, τὴν μάνα σου νὰ μὴν τὴν πειράξης· τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος καὶ τὸν εὐλόγησε.
Ἔτσι δίδασκε τοὺς νέους ἔμπρακτα νὰ σέβονται τοὺς
γονεῖς των.
Ποιος μπορεῖ λοιπόν, νὰ διορθώση τὴν ψυχὴ τοῦ κακοῦ
ἀνθρώπου; Μόνον τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ποῦ κατοικεῖ σὲ τέτοιο χαριτωμένο καὶ
ἀφιερωμένο πρόσωπο σὰ τοῦ παπᾶ-Παναγῆ.
***
Θ) Ὁ Γεράσιμος Δρακόπουλος, ἄκουσε ἀπὸ τὸν πατέρα του τὰ
ἑξῆς:
Εἰς τὸ Ἀργοστόλιον, ζοῦσε μιὰ οἰκογένεια ἀρχοντικὴ καὶ
πολὺ πλουσία, ἥτις ἀπετελεῖτο ἀπὸ 4 ἄτομα, τὸν σύζυγον, τὴν σύζυγον καὶ δύο
ἄῤῥενα τέκνα. Οἰκογένεια λίαν εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετος, ἀκόμη περισσότερον ἡ κυρία,
τῆς ὁποῖας ἡ ζωὴ ἦτο πλήρης ἀγαθοεργῶν πράξεων.
Μετὰ πάροδον ἐτῶν ἐκοιμήθη ὁ σύζυγος καὶ ἔμεινε ἡ χήρα
μὲ τὰ δύο τέκνα της. Αὐτὴ ἐπεδόθη εἰς τὸ νὰ διαπαιδαγωγῆ καὶ νὰ νουθετῆ τὰ
τέκνα της ἐπὶ τὸ χριστιανικώτερον, συνάμα ἐπεξέτεινεν ταὴν ἀνθρωπιστικὴν δρᾶσιν
της, βοηθοῦσα κάθε πτωχόν, ἐπισκεπτομένη ἀσθενεῖς εἰς νοσοκομεῖον καὶ
καταδίκους ἐν φυλακαῖς.
Ὅταν τὸ πρῶτο τέκνο της ἔφθασε εἰς ἡλικίαν 21 ἐτῶν,
ἕνα βράδυ, καθήμενοι μετὰ τὸ δεῖπνον εἰς τὴν τραπεζαρίαν, ἠσθάνθη ἕναν ἰσχυρὸν
πόνον εἰς τὴν κεφαλήν, καὶ ἀμέσως ἔπεσε κάτω ἀναίσθητο, τὸ ἔβαλαν εἰς τὸ κρεββάτι
καλέσαντες πάραυτα τὸν γιατρόν, οὗτος διεπίστωσεν σοβαρωτάτη κατάστασιν,
προετοιμάσας τὴν κυρίαν διὰ τὸ μοιραῖον. Ἡ κυρία, ἀκούσασα ταύτα κατέφυγε εἰς
τὸ εἰκονοστάσιον της καὶ γονυκλινὴς ὅλη τὴν νύκτα ἐδέεττο εἰς τὴν Παναγίαν διὰ
τὴν σωτηρίαν τοῦ υἱοῦ της. Τὸ πρωί, δυστυχῶς ἀπεβίωσεν τὸ παιδί της. Αὕτη, παρ’
ὅλο τὸ πένθος καὶ τὴν λύπην της, συνέχισε τὴν ἀνθρωπιστικὴ καὶ χριστιανικὴ
δρᾶσιν της. Μετὰ πάροδον ὅμως ἑνὸς ἔτους, ἕνα βράδυ, εὑρισκόμενη πάλιν μετὰ τοῦ
ἕτερου υἱοῦ της εἰς τὴν τραπεζαρίαν βλέπει ἀπροόπτως τὸ παιδί της νὰ βγάζει
μίαν κραυγὴν πόνου καὶ νὰ πίπτη κάτω ἀναίσθητο ὅπως καὶ τὸ πρῶτό της. Ἀμέσως
ἐκάλεσε τὸν ἰατρόν, ὁ ὁποῖος διεπίστωσε τὴν ἴδια κατάστασιν. Αὕτη κλαίουσα καὶ
ἐν ἀπελπισίᾳ εὑρισκομένη κατέφυγεν πάλιν εἰς τὸ εἰκονοστάσιον καὶ γονυκλινὴς
ὅλη τὴν νύκτα παρεκάλει τὸν Θεόν, τὴν Παναγία, καὶ τὸν Ἅγιον Γεράσιμον ὅπως
σώσουν τὸ παιδί της. Δυστυχῶς, τὴν ἑπομένην ἀπεβίωσε καὶ ὁ 2ος γιός
της.
Τότε, ἡ κυρία ἐκμανεῖσα μετεβλήθη εἰς θηρίον ἀνήμερον,
παύσασα τελείως τὴν προηγουμένην δρᾶσίν της, ὑβρίζουσα συνεχῶς τὸν Θεὸν καὶ
τοὺς Ἁγίους, μὴ δεχομένη κανέναν εἰς τὴν οἰκίαν της. Ἔδωσε δύο φωτογραφίας τῶν
παιδιῶν της εἰς ζωγράφον νὰ τῆς φτιάξη τὰ δύο ποτραῖτα εἰς φυσικὸν μέγεθος, τὰ
ὁποῖα τὰ ἐπλαισίωσεμὲ πολυτελῆ πλαίσια καὶ ἐκκενώσασα τῶν ἐπίπλων τὸ σαλόνι, τὰ
ἐκρέμασε τὸ ἕνα ἀπέναντι τοῦ ἄλλου, καλύψασα αὐτὰ μὲ τούλι, τοποθετήσασα
κάτωθεν αὐτῶν κηροπήγιον μὲ μίαν λαμπάδα τὰς ὁποίας κάθε τόσον ἤναπτε καὶ
ἀτενίζουσα τὰ τέκνα της, συζητοῦσε μὲ αὐτά.
Μίαν τῶν ἡμερῶν, ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἐμβὰς εἰς πλοιάριον
ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἐκτελοῦσαν τὸ πέρασμα Ληξουρίου-Ἀργοστολίου
ἐπῆγε εἰς Ἀργοστόλιον. Ἐξελθὼν τοῦ πλοιαρίου, μὲ τὴν ῥάβδον του σιγὰ σιγά,
ἐπήγαινε κατευθεῖαν εἰς τὴν οἰκίαν τῆς κυρίας αὐτῆς. Φθάσας ἐκεῖ χτύπησε τὴν
θύρα, βγῆκε εἰς τὸ παράθυρο ἡ κυρία καὶ ἰδοῦσα τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ τὸν ὁποῖον δὲν
γνώριζε ἐξεμάνη, ὑβρίζουσαν αὐτὸν μὲ τὰς χυδαιοτέρας φράσεις. Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς
δίχως νὰ ταραχθῆ, ἥρεμα ἥρεμα τὴν παρακάλεσε τρὶς νὰ τοῦ ἀνοίξη, ποὺ ἤθελε κάτι
νὰ τῆς πῆ. Αὕτη ἔτι περισσότερον συνέχιζε νὰ τὸν ὑβρίζη. Τότε ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς,
τῆς εἶπε: Ἤ μοῦ ἀνοίγης, ἤ ἀνοίγω·
καὶ μὲ τὴν ῥάβδον του ἔκανε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ εἰς τὴν πόρταν, ἥτις
αὐτομάτως ἤνοιξε καὶ ἤρχισεν νὰ ἀνέρχεται τὴν κλίμακα.
Ἡ κυρία, ἰδοῦσα αὐτὸ ἔμεινε ἄφωνος. Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς
προχώρησε κατευθεῖαν εἰς τὸ σαλόνι, εἰπὼν εἰς τὴν κυρίαν νὰ τὸν ἀκολουθήση καὶ
τῆς λέει: Κάθισε εἰς τὴν γωνίαν καὶ θὰ
δῆς κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενες. Σταθεὶς ἐπ’ ὀλίγον εἰς προσευχήν, ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς
βλέπει ἡ κυρία νὰ σηκώνονται τὰ δύο σκεπάσματα τῶν εἰκόνων τῶν παιδιῶν της καὶ
νὰ κατέρχονται ζωντανά, εἰς τὸ μέσον τοῦ δωματίου, νὰ ἐξάγουν ταυτοχρόνως δύο
περίστροφα, ταυτοχρόνως νὰ πυροβολῆ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ οἱ δύο ταυτοχρόνως νὰ
πίπτουν νεκροὶ ἐπὶ τοῦ δαπέδου. Κατόπιν τοῦ γεγονότος τούτου εὑρέθησαν τὰ προταῖτα
ὡς πρότερον σὰν νὰ μὴν εἶχε συμβῆ τίποτε.
Ἡ κυρία ἄφωνος καὶ ταραγμένη παρακολουθοῦσε τὰ
διατρέξαντα καὶ τότε ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τῆς λέει: Κυρία μου, ὁ Θεὸς διὰ νὰ σὲ ἀγαπᾶ σὲ φύλαξε νὰ μὴ δῆς αὐτὸ ποὺ εἶδες
τώρα καὶ ἐπῆρε μαζί του τὰ δύο τέκνα σου διὰ φυσικοῦ θανάτου, διότι τὰ δύο σου
τέκνα εἶχαν ἀγαπήσει τὴν ἴδια γυναῖκα καὶ ἐπρόκειτο νὰ σκοτωθοῦν διὰ τοῦ τρόπου
αὐτοῦ. Ὡς ἐκ τούτου νὰ μεταμεληθῆς καὶ νὰ εὐχαριστῆς ταὸν Θεόν, καὶ νὰ
συνεχίσης τὴν προτέραν σου χριστιανικὴν δρᾶσιν.
Πραγματικά, αὐτὴ μεταμεληθεῖσα ἐπεδόθη ψυχῇ καὶ σώματι
εἰς τὴν προτέραν της δρᾶσιν καὶ εἰς μεγαλυτέραν κλίμακα.
***
Ι) Ὁ Μητροπολίτης (πιθανὸν ὁ Σπυρίδων Κοντομίχαλος), ἀπὸ
τὸ ἀπόγευμα ἑτοιμαζόταν νὰ πάη τὴν ἑπομένη στὸ Ληξούρι νὰ συναντήση τὸν
παπᾶ-Μπασιᾶ, νὰ συζητήση καὶ νὰ ἐξομολογηθῆ. Εἶπε στὸν συνοδό του, πρωί πρωί,
νὰ βρίσκεται στὴν μητρόπολι, διότι θὰ πάνε κάπου χωρὶς νὰ τοῦ προσδιορίση τὸν
τόπο. Πέρασε ἡ βραδυά. Λίγο πρὶν ξημερώσει, χτυπὰ ἡ θύρα τῆς ἐπισκοπῆς, καὶ
ἐμφανίζεται ὁ ἱερεὺς Παναγῆς Μπασιᾶς. Βάζει μετάνοια στὸν ἀρχιερέα τοῦ Θεοῦ καὶ
τοῦ λέει: Νὰ ἦρθα. Δὲν εἶναι σωστό, ὁ
Ἀρχιερέας νὰ πηγαίνη στὸν ἱερέα, ἀλλὰ ὁ ἱερεὺς στὸν Ἀρχιερέα. Τί μὲ θέλεις;
***
Ια) Ὁ Ἅγιος συνεδέετο μετὰ τῆς οἰκογενείας Ῥουχωτᾶ διὰ
μακρᾶς συγγενείας. Πολλάκις ἐπεσκέπτετο τὴν οἰκίαν των εὑρισκομένη εἰς τὴν
περιοχὴν τῆς Ἀνωγῆς Παλλῆς ὅπου ἀσκοῦσε ὁ ἰατρὸς Ῥουχωτᾶς τὸ ἐπάγγελμά του εἰς
ὅλην αὐτὴν τὴν περιοχὴν τῆς Ἀνωγῆς.
Ἐπιθυμία τοῦ ζεύγους Ῥουχωτᾶ ἦτο ἡ ἀπόκτησις τέκνων.
Πολλάκις ἡ σύζυγος τοῦ ἰατροῦ Ῥουχωτᾶ εὑρέθη εἰς ἐνδιαφέρουσαν κατάστασιν. Ὁ δὲ
Ἅγιος Παναγῆς ἐπισκεπτόμενος, τῆς ἔλεγε μὲ νεύματα πάντοτε ὅτι καὶ αὐτὸ τὸ
παιδί, δὲν πρόκειται νὰ γεννηθεῖ ζωντανό. Κατὰ τὸ ἔτος περίπου 1872 ἡ σύζυγος
εὑρέθη πάλιν εἰς ἐνδιαφέρουσαν. Ὁ Ἅγιος τῆς εἶπε ὅτι τὸ παιδὶ αὐτὸ θὰ ζήση καὶ
θὰ τὸ βαπτίση μάλιστα καὶ θὰ παντρευθῆ, θὰ γεννήση παιδιά, καὶ στὰ 35 χρόνια…
ἔκανε νεῦμα. Ὅταν τὸ παιδὶ ἐγεννήθη προσκλήθη ὁ Ἅγιος, τὸ βάπτισε καὶ τὸ
ὀνόμασε Ῥεγγίνα. Ὑπανδρεύθη τὸν Ἠλία Ἀγγέλου Τσιτσέλη, τὸν ἱστορικὸν τῆς
Κεφαλληνίας καὶ ἀπέκτησε τρία τέκνα. Εἰς ἡλικίαν 35 ἐτῶν ἐκοιμήθη, λεχῶνα οὖσα
15 ἡμερῶν.
***
Ιβ) Εἰς τὴν ἴδιαν οἰκογένειαν καὶ στὸ κτῆμα τοῦ ἰατροῦ
εἰς Δεματορὰ τῆς Ἀνωγῆς προσπαθοῦσαν νὰ ἀνεύρουν νερό σκάπτοντας πηγάδι, ἀλλ’
ἦτο ἀδύνατο. Ἐπισκεφθεὶς ὁ Ἅγιος Παναγῆς τὸν ὥς ἄνω ἰατρὸν, κάνοντας τὸ σημεῖον
τοῦ Σταυροῦ καθώρισε τὸν χῶρον ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀνοιχθῆ τὸ πηγάδι μὲ τὸν
λεμονόκηπο, ὅπου ὑπάρχει καὶ σήμερα μὲ ἄφθονο νερό.
(Ρενὲ Κεφαλᾶ)
***
Ιγ) Εἰς τὴν συνοικία Δεμπονερᾶτα ὑπῆρχε ἕνας παράνομος
δεσμός. Πολλὰ ἐπροσπάθησε ὁ Ἅγιος παπᾶς νὰ τοὺς φέρει εἰς τάξιν, δὲν εἰσηκούετο
ὅμως. Καὶ μιὰ χειμωνιάτικη βραδυά, πέρασε ἀπὸ ἔξω ἀπὸ τὸ ἐρειπωμένο σπίτι καὶ
ἔῤῥιξε ὅλο τὸ παράθυρο μέσα ποὺ ἦταν κλεισμένο μὲ πέτρες· αὐτὸ εἶχε τὸ νόημα
τοῦ ἀναθέματος. Ἡ ἐνέργεια αὐτὴ συνέφερε τοὺς ἁμαρτωλούς, καὶ τοὺς ὡδήγησε στὴν
μετάνοια καὶ τὴν σωτηρίαν.
***
Ιδ) Μεγάλη συζήτηση ἐγίνετο τότε στοὺς θεολογικοὺς καὶ
ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους διὰ τὰ συστατικὰ τοῦ ἀνθρώπου, καθῶς ὁ Ἀπ. Μακράκης
ἔλεγε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπὸ 3 συστατικά, ὕλην, ψυχήν, καὶ πνεῦμα. Ὁ
Ἀρχ. Εὐσέβιος Ματθόπουλος, εἶχε πέσει σὲ σκέψεις κατὰ πόσον ἦταν σωστὰ τὰ
κηρύγματα αὐτα. Πῆγε λοιπὸν στὴν Κεφαλληνίαν νὰ δεῖ τὸν παπᾶ-Παναγῆ.
Περπατῶντας
στὸ Ληξούρι ὁ π. Εὐσέβιος βλέπει νὰ τὸν πλησιάζει μὲ γρήγορο βῆμα ἕνας μᾶλον
κοντὸς καὶ ἀσκητικὸς ἱερεύς, καὶ χωρὶς χαιρετισμόν,
ἤ ἄλλον πρόλογον, ἄρχισε νὰ τοῦ λέει: Δύο,
δύο καὶ ὄχι τρία. Ὅτι δηλαδή, 2 εἶναι τὰ συστατικὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι
τρία.
***
Ιε) Ἡ ἀδελφὴ τοῦ Βασιλείου Παπαδάτου ἐκοιμήθη ὄντας αὐτὸς
στρατιώτης, τὴν ὁποίαν ἀγαποῦσε πολύ. Στὸ ὄνειρό του εἶδε ὅτι πῆγε ἡ ἀδελφή του
καὶ τοῦ εἶπε ὅτι τὴν ἔθαψαν ζωντανή. Ἔρχόμενος ἀπὸ στρατιώτης ἤθελε νὰ ξεθάψει
τὴν ἀδελφήν του. Τὸν ἠμπόδισαν. Ἐπειδὴ ἐπέμενε, πῆγε νὰ συμβουλευθῆ τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ.
Ὅταν μπῆκε στὸ δωμάτιό του καὶ πρὶν τοῦ πῆ τὸ θέμα του, ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τοῦ
εἶπε: Ἡσύχασε τέκνον μου, ἡ ἀδελφή σου
ἦταν νεκρὴ ὅταν τὴν ἔθαψαν.
(Ἐλευθερίου Παπαδάτου)
***
Ιστ) Ὁ Εὐάγγελος Κοκκόλης εἶχε μὲ τὸν
ἀδελφόν του Παναγάκη ἐμπόριον ἀλεύρων εἰς τὴν ὁδὸν Σιτεμπόρων καὶ δὲν πίστευε
γενικά, διὰ ὅσα λέγοντο διὰ τὸν Ἅγιο παπᾶ-Μπασιᾶ ὅσον καὶ ἄν προσπαθοῦσε ὁ
πάππος μου. Μίαν μέραν ὑπὸ ῥαγδαίαν βροχήν ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἔμενε ἀκουμπισμένος
εἰς τὸν τοῖχον τοῦ μαγαζιοῦ του ἀντὶ νὰ μπεῖ μέσα νὰ ἀποφύγει τὴν βροχήν. Ἀφοῦ
σταμάτησε ὁ βροχή, ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς μπῆκε στὸ μαγαζί, καὶ πῆγε κατευθεῖαν εἰς τὸ
ταμεῖον ὅπου ἦταν ὁ Εὐάγγελος. Βλέποντάς τον ὥρες ὁλόκληρες νὰ βρέχεται ἔξω,
ἀπὸ περιέργεια τὸν ἔπιασε στὴν πλάτη καὶ στὰ μανίκια καὶ ἦτο κατάστεγνος.
Κλίνει τὸ ταμεῖον, ἀφήνει τὸ μαγαζὶ εἰς τὸν ὑπάλληλόν του καὶ τρέχει νὰ εὕρη
τὸν θεῖόν του Διονυσάκην Ῥαζῆν. Τοῦ φωνάζει ἀνεβαίνοντας λαχανιασμένος τὴν
σκάλα: Τὸν ἔπιακα, τὸν ἔπιακα.
(Σοφίας Ῥαζῆ)
***
Ιζ) Ἡ κ. Νίκη Γουλανδρῆ διηγεῖται:
Ὁ πατέρας μου Μηνᾶς Κεφαλᾶς ἦταν υἱὸς τοῦ Ἀνδρέου καὶ
τῆς Μαριάννας, τὸ γένος Κατσαΐτη καὶ ἐγεννήθη εἰς τὸ Ληξούρι. Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς
ἦταν στενὸς φίλος τῆς οἰκογενείας τὴν ὁποίαν ἐπεσκέπτετο πολὺ συχνά. Ἡ νόνα μας
εἶχε ἀποκτήσει 2 θυγατέρας καὶ ἡ ἐπιθυμίας της ἦταν νὰ ἀποκτήση καὶ υἱούς. Ὅταν
σὲ κάποια ἐπίσκεψη ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἔμαθε ὅτι περιμένει τέκνον τῆς εὐλόγησε τὴν
κοιλίαν της καὶ ἀνέφερε τὰ ὀνόματα· Μηνᾶς, Βίκτωρ, Βικέντιος. Ὄντως ἐγέννησε
ἄῤῥεν τέκνο τὸ ὁποῖον καὶ ἐβάπτισε Γεράσιμον· ὅμως ἀπέθανε μετὰ ἀπὸ λίγο. Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς
τῆς εἶπε ὅτι εἶχε παρακούσει τοὺς λόγους τους, τὴν παρηγόρησε ὅμως ὅτι θὰ
γεννοῦσε καὶ πάλι ἀγόρι, εὐλόγησε τὴν κοιλιά της ἐπαναλαμβάνων τὰ 3 ὀνόματα.
Ἐπειδὴ εἰς τὴν οἰκογένειαν αὐτὰ ταὰ όνόματα δὲν ὑπῆρχαν, δὲν ἐδόθη προσοχή.
Ἀργότερα ὅμως ἡ Μαριάννα θυμήθηκε ὅτι στὸ οἰκογενειακόν τους εἰκονοστάσιον εἰς
τὸ Ἀργοστόλι, ὑπῆρχε μιὰ εἰκόνα μὲ 3 Ἁγίους ποὺ τὴν εἶχαν φέρει ἀπὸ τὸ
Βυζάντιον. Τότε τὴν ζήτησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς της καὶ τὴν ἔφερε στὸ Ληξοῦρι. Μετὰ
ἀπὸ λίγο γέννησε γιὸ ποὺ ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τὸν βάπτισε Μηνᾶν, μετὰ ἐγέννησε τὸν
Βίκτωρα καὶ τὸν Βικέντιον. Ἔκτοτε ἡ εἰκὼν αὐτὴ ἐθεωρεῖτο θαυματουργός, καὶ
ἐστέλλετο ἑκάστην 11/11 εἰς τὴν ἐκκλησίαν διὰ προσκύνημα. Τὴν εἰκόνα αὐτὴν
ἔχομεν τώρα εἰς τὸ σπίτι μας.
Ὁ πατέρας μου καὶ τὰ ἀδέλφια μου εἶχαν βαθύτατο
σεβασμὸ εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἀναδόχου των παπᾶ-Μπασιᾶ. Ἔτσι μᾶς εἶχε μεταβιβάσει
τὴν πεποίθησίν του ὅτι ἐπρόκειτο περὶ Ἁγιου. Κατὰ τὰ παιδικά του χρόνια
συνεδέθη πολὺ μαζί του. Μᾶς διηγεῖτο ὅτι τὸν ἀσκοῦσε εἰς τὴν φιλανθρωπίαν μὲ
λόγους καὶ μὲ ἔργα. Ἦτο ἀκόμη μικρός, ὅταν σὲ ἕναν περίπατο μαζί του ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς
τὸν παρώτρυνε νὰ δώσει τὸ μοναδικὸ νόμισμα ποὺ εἶχε στὴν τσέπη του σὲ ἕναν
πτωχὸ διερχόμενον. Ὅταν γύρισαν στὸ σπίτι τὸ παιδὶ βρῆκε στὴν ἄλλη του τσέπη
ἕνα ἄλλο νόμισμα πολὺ μεγαλύτερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο. Ἔτσι τοῦ δίδασκε συνεχῶς
τὴν φιλανθρωπίαν, τὴν καλοσύνην, τὴν ἀνιδιοτέλεια. Τὰ θαύματα αὐτὰ
ἐπαναλαμβάνοντο συχνά, σὲ κάθε ἐπίσκεψι τοῦ Ἁγίου ἀνδρὸς στὸ σπίτι Κεφαλᾶ.
Ἡ οἰκογένεια εἶχε καὶ ἔχει ἕνα κτῆμα εἰς τὴν παραλίαν
τοῦ Λογγοῦ. Κάποτε τὰ παιδιά, εἶχαν βγεῖ γιὰ περίπατο μὲ τὸν πατέρα τους καὶ
διέκρινα ἀπὸ τὴν θάλασσα ἕναν μαῦρο ὄγκο νὰ πλησιάζη. Ξαφνικά, εἶδαν τὸν
παπᾶ-Μπασιᾶ κοντά τους, ἐνῶ ὁ ὄγκος εἶχε ἐξαφανισθῆ. Ἔτρεξαν ὅλοι κοντά του
γεμᾶτοι τρόμο καὶ θαυμασμό, καὶ τὰ παιδιὰ ἔπιαναν τὰ ῥοῦχά του γιὰ νὰ δοῦν ἄν
ἦταν βρεγμένα. Τότε τοὺς ἀπάντησε ἐπιγραμματικὰ ὅπως συνήθιζε: Ἕνας εἶναι ὁ Θεός.
***
Ιη) Ὁ πάππος μου εἶχε υἱὸν διαμένοντα εἰς τὴν Ὀδησσόν,
Γεράσιμον ονόματι. Αὐτὸς εἶχε πολὺ καιρὸν νὰ γράψη λόγῳ φόρτου ἐργασίας καὶ οἱ
γονεῖς του ἀνησύχουν τρομακτικά. Εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπου ἐκάθητο εἰς τὸ στασίδι
κοντὰ στοὺς ψάλτες ἦτο περίλυπος σκεπτόμενος τὸ τὶ συμβαίνει εἰς τὸν υἱόν του.
Ἐκείνην τὴν στιγμήν, μπαῖνει εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὁ Ἅγιος παπᾶ-Μπασιᾶς κρατῶν εἰς
τὸ δεξί του χέρι ἕνα κομμάτι βασιλικόν, μὲ τὸν ὁποῖον κτυπᾶ εἰς τὸ μέτωπο τὸν
παπποῦ μου λέγοντας: Γράμμα, γράμμα τὴν 1η
Ὀκτωβρίου.
Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πάππος μου ἐχάρη πολὺ διότι τὸν
ἐσέβετο. Πηγαίνει σπίτι καὶ τὸ λέει στὴν γυναῖκά του ἡ ὁποία δὲν πολὺ πίστευε.
Ἔρχεται ἡ 1/10, πηγαίνει ὁ πάππος πολλὲς φορὲς στὸ ταχυδρομεῖο ἀλλὰ γράμμα δὲν
εἶχε. Ἔφαγαν γιὰ βράδυ καὶ ἡ νόνα μου τὸν κορόϊδευε. Εἰς τὰς 10μ.μ. ὅμως κτυπᾶ
δυνατὰ τὸ πορτόνι. Ἦταν ὁ Κ. Σκλάβος ὅστις ἤρχετο ἀπὸ τὴν Ὀδησσὸ μὲ γράμμα ἀπὸ
τὸν Γεράσιμο! Αὐτὸ ἦταν, καὶ ἡ νόνα μου ἐπίστευσε τὸν παπᾶ-Παναγῆ πραγματικά.
***
Ιθ) Ὁ πατέρας μου ὅταν ἦτο 14-15 ἐτῶν ἦταν ἀκόλουθος τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ
τὸν ὁποῖον πίστευε βαθιά. Κάποια οἰκογένειαν εἶχεν ἀσθενῆ. Παρακάλεσαν λοιπὸν
τὸν πατέρα μου νὰ τοὺς πάει τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ νὰ τὸν διαβάση καὶ νὰ τὸν εὐλογήση
ἐλπίζοντας ὅτι θὰ γιατρευθῆ.
Ὁ πατέρας μου προσπαθοῦσε νὰ τοῦ μπουρλιάση (δέσει) τὰ
παπούτσια ἀλλὰ αὐτὸς ἔπαιζε καὶ κουνοῦσε τὰ πόδια του. Τέλος τὰ καταφέρνει καὶ
τὸν ἑτοιμάζει νὰ πάνε στὸν ἄῤῥωστο. Πρὶν ξεκινήσουν λέει στὸν πατέρα μου: Ἐκεῖ ποὺ μὲ πᾶς, χαλάστηκε τὸ κρεββάτι·
δηλαδὴ ὅτι ὁ ἄῤῥωστος ἐκοιμήθη. Καὶ πράγματι ἔτσι εἶχε γίνει.
(Ιη-Ιθ Σοφίας Ῥαζῆ)
***
Κ) Ὁ Ἅγιος Παναγῆς Μπασιᾶς, κάποτε λειτουργοῦσε στὸν Ἱ. Ν. Ὑπεραγίας Θεοτόκου
Τυπαλδάτων. Μια νύκτα, ἕνας ἀσθενὴς ἀπὸ τὰ Χαυδᾶτα ὴθελε νὰ μεταλάβη καὶ ἕνας
συγγενής του πήγαινε νὰ πάρη τὸν Ἅγιον. Στὸ δρόμο ἀπαντᾶ τὸν Ἅγιο κρατοῦντα εἰς
τὰς χεῖράς του τὰ Ἅγια τοῦ Θεοῦ καὶ πηγαίνοντα εἰς τὸν ἀσθενῆ. Θαύμαζε ὁ
συγγενὴς πῶς τὸ γνώριζε.
***
Κα) Ὁ πατὴρ τοῦ Ἰωάννου Ἀντζουλάτου ἀπὸ τὰ Τυπαλδάτα
πήγαινε στὸ Ληξοῦρι, ψώνισε καὶ χάλασε ὅλα του τὰ χρήματα. Ἔξω ἀπὸ τὸ Ληξοῦρι
συνάντησε τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα δίλεπτον, τοῦ τὸ ἔβαλε μέσα εἰς τὴν
τσέπην του καὶ τοῦ εἶπε: Κασελέτα,
κασελέτα. Ὁ ἄνθρωπος κατάλαβε καὶ κοντὰ στὸ χωριὸ συνήντησε τοὺς μοναχοὺς
ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ. Κηπουρίων μὲ τὴν κασελέτα. Θαύμασε, ἔβγαλε τὸ δίλεπτον καὶ τὸ
ἔῤῥιψεν εἰς τὴν κασελέτα.
***
Κβ) Ὁ κ. Φωτεινὸς Μουρελάτος ἀπὸ τὰ Χαυδάτα πῆγε εἰς τὸ
Ληξοῦρι καὶ ἠγόρασε ψάρια. Τὴν ὥρα ποὺ ἔβανε ὁ ψαρᾶς τὰ ψάρια, βρῆκε καὶ πῆρε
μιὰ χεριὰ ψάρια καὶ τὰ βαλε μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα στὸ μαντήλι του καὶ ξεκίνησε γιὰ τὸ
χωριό. Τὰ ψάρια τοῦ βρώμιζαν καὶ ρωτοῦσε τοὺς ἄλλους ἄν μύριζαν καὶ τὰ δικά
τους ἀλλὰ αὐτῶν μοσχοβόλαγαν. Εἰς τὴν γέφυρα συνήντησαν τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ.
Κατέβηκαν ἀπὸ τὰ ζῶα γιὰ νὰ τὸν προσκυνήσουν. Τότε, ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τοῦ εἶπε νὰ
λύσῃ τὸ μαντήλι του νὰ δῆ τὰ ψάρια. Τότε, ὁ Ἅγιος πέταξε τὰ ξένα ψάρια ποὺ
βρωμοῦσαν καὶ τοῦ εἶπε: Νὰ τὰ ψάρια ποὺ
ἔκλεψες μύρισαν, τὰ ἄλλα εἶναι καλά. Αὐτὸς μετενόησεν μὲ μεγάλη πίστιν καὶ
σώθηκε.
***
Κγ) Ἕνα παιδὶ ὀνόματι Ἀθανάσιος ἡλικίας 14 ἐτῶν κατήγετο
ἀπὸ τὴν οἰκογένεια ποὺ λιθοβόλησαν τὸν Ἅγιο Γεράσιμο. Ἕνα πρωϊνό, ξεκίνησε νὰ
πάει νὰ προσκυνήση τὸν Ἅγιο παπᾶ-Μπασιᾶ καὶ νὰ ζητήση τὴν εὐλογίαν του γιὰ νὰ
ταξιδέψη γιὰ τὴν Ῥωσίαν. Ἔφθασε στὸ δωμάτιο τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ, τὸν χαιρέτησε καὶ
τοῦ εἶπε γιὰ τὸ ταξίδι του καὶ νὰ τοῦ δώση τὴν εὐχή του. Μέσα στὸ δωμάτιο
εὑρίσκετο ἕνα τραπέζι μὲ σωρὸ σταφύλια διαφόρων χρωμάτων. Τὴν ὥρα ποὺ ἔφευγε ὁ
Ἀθανάσιος ἁρπάζει μὲ τὸ χέρι του ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἕνα μαῦρο σταφύλι καὶ τοῦ τὸ
ἔδωσε. Ὁ Ἀθανάσιος ἦτο μικρός, δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβη γιατὶ τοῦ ἔδωσε τὸ
μαύρο. Ἔφυγε γιὰ τὴν Ῥωσίαν, ἔμεινε λίγο καιρό, καὶ κατόπιν ἦλθε στὸ Ἅγιο Ὄρος
καὶ ἐκάρη μοναχός. Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικίαν 21 χρόνων ἔγινε διάκονος εἰς τὴν Ἱ.
Μ. Ἰβήρων, ὅπου διεκρίθη διὰ τὰ πολλά του χαρίσματα. Τότε κατάλαβε τὴν
προφητικὴ πρᾶξι τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ.
***
Κδ) Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς εἶχε βαπτίσει τὴν
ἀδελφὴ τοῦ Σπύρου Μηνιάτη ἡ ὁποία ὀνομαζόταν Ῥουμπίνη. Αὐτὴ ἡ γυναῖκα εἶχε
παντρευθῆ σὲ ἕνα χωριὸ τῆς Θηνιᾶς. Ὁ ἄνδρας της ἦτο σκληρός, καὶ πολλὰ βάναυσος
καὶ τὴν κακομεταχειρίζετο. Ἕνα μεσημέρι ἡ οἰκογένεια τοῦ Σπύρου κάθητο στὸ
τραπέζι καὶ ἔτρωγον. Ξαφνικά βλέπουν μπρός τους τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ νὰ λέει στὸν
Σπῦρον: Ἐ, τι κάθεσαι; Τὴν ἀδελφή σου
Ῥουμπίναα αὐτὴ τὴν στιγμή, ὁ ἄνδρας της τὴν δέρνει σκληρότατα. Καὶ δὲν φθάνει
αὐτό, ἀλλὰ τῆς ἔσπασε καὶ τὸ χέρι της, καὶ τὸ χειρότερο, ἔκανε κομμάτια τὸ
στεφάνι της. Ἀλλὰ, ὁ πρῶτος γάμος εἶναι μυστήριο, ἀκοῦς; συνέχισε σκυφτός
καὶ φεύγει γρήγορα. Τότε ὁ Σπῦρος λυπήθηκε ποὺ ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ,
νὰ ὑποφέρει ἡ ἀδελφή του. Σηκώνεται ἀμέσως, ἑτοιμάζει τὸ μουλάρι καὶ φεύγει νὰ
πρφθάση τὶ γίνεται στὸ σπίτι τῆς ἀδελφῆς του. Ἔφθασε στὸ χωριό, καὶ πῆγε
κατευθείαν στὸ σπίτι.
Ὅταν τὸν εἶδε ἡ ἀδελφή του τὸν δέχθηκε μὲ χαρά, καὶ
τὸν ῥωτᾶ:
-Πῶς τέτοια ὥρα
μεσημέρι ἀδελφέ, μὲ αὐτὴ τὴν μεγάλη ζέστη, Ἰούλιο μήνα, ξεκίνησες γιὰ τὸ χωριό;
Ὁ Σπῦρος τὴν ῥώτησε: -Ῥουμπίνα, ποῦ εἶναι ὁ ἄνδρας σου;
-Ἄχ Σπῦρό
μου, εἶχε ξενύχτι ἀπόψε στὴν δουλειά του καὶ κουράστηκε καὶ βγῆκε ἔξω νὰ
συναντήσει κανέναν συγχωριανό του νὰ περάσει ἡ ὥρα.
-Καλά, τὸ
χέρι σου τι ἔχει;
-Ἀδελφέ μου,
αὐτὲς οἱ προβατίνες ὅταν πρόκειται νὰ βγοῦν ἔξω ἀπὸ τὴν μάνδρα κάνουν πολλὰ
πηδήματα καὶ μὲ ἔσπρωξαν καὶ ἔπεσα, μὰ δὲν ἔχω τίποτα.
-Ῥουμπίνα,
ποῦ εἶναι τὰ στεφάνια σου, δὲν τὰ βλέπω;
-Σπῦρό μου,
μὲ τὶς δουλειές μου δὲν εἶχα καιρὸ νὰ ξεσκονίσω καὶ τὰ κατέβασα νὰ τὰ καθαρίσω.
-Σήκω νὰ
φύγουμε, γιατὶ ὁ ἄνδρας σου εἶναι σκληρὸς καὶ σὲ βασανίζη. Ἐγὼ ἦλθα γιατὶ ἦλθε
ὁ νονός σου καὶ μοῦ τὰ εἶπε ὅλα. Ἔλα μαζί μου, ἡ ζωή σου θὰ εἶναι μαρτύριον.
-Ἀδελφέ μου,
ὅταν ὁ Θεὸς προστάζη πρέπει νὰ τὰ ὑπομένω ὅλα. Θὰ ζήσω ὅπως θέλει ὁ Θεός.
***
Κε) Ἡ Εὐανθία Πασχάλη ἦτο κόρη ἀφοσιωμένη στὸν Θεόν. Τὴν
φώναζε ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς καὶ πήγαινε μαζὶ στὰ Λέπεδα. Ὅταν οἱ γονεῖς της ἔμαθαν
ὅτι θὰ γίνη μοναχή, τῆς εἶπαν: Να γίνης
ἀφοῦ τὸ θέλεις, ἀλλὰ νὰ πᾶς εις τὸν Ἅγιον Γεράσιμον. Τὴν ἑτοίμασαν καὶ πῆγε
μέχρι τὰ Φραγκᾶτα μὲ τὰ ῥοῦχά της σε ἕνα κάρο. Τότε, ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος καὶ
τῆς εἶπε: Εἰς Λέπεδα ἡγουμένη.
Ἐπέστρεψε, πῆγε στὰ Λέπεδα, ἔγινε μοναχή, ὠνομάσθη Ἀνθίμη, ἔγινε ἡγουμένη ἐπὶ
πολλὰ ἔτη.
***
Κστ) Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὸ Ληξοῦρι εἶχε 4 κόρες. Ὁ ἄνδρας της
ἦτο πολὺ ἱδιότροπος. Τὴν ἔβριζε διότι γεννοῦσε κορίτσια καὶ ἦτο πολὺ
στενοχωρημένη. Σκέφθηκε νὰ πάη νὰ προσκυνήση τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ· πῆρε τὰ 4
κορίτσια, τὰ ἑτοίμασε καὶ στὸ μικρότερο ἔβαλε φιόγκο στὰ μαλλιά της. Ὅταν
ἔφθασαν στὸν παπᾶ-Μπασιᾶ περίμενε νὰ ἔλθη ἡ σειρά της διότι ἦτο πολὺ κόσμος.
Ὅταν ἦλθε, ἑτοίμασε τὰ κορίτσια νὰ τὰ εὐλογήση ὁ Ἅγιος. Εὐλόγησε τὴν πρώτη καὶ
τῆς εἶπε· καλῶς τὴν Διονύσαινα, τὴν δεύτερη καλὼς τὴν Γιώργαινα, καὶ τὴν τρίτη
καλῶς τὴν Σπύραινα, δηλαδὴ προφήτεψε τὰ ὀνόματα τῶν συζύγων τους. Τὴν τέταρτη
δὲ ἤθελε νὰ τὴν εὐλογήση καὶ ἡ μάνα τρόμαξε πῶς θὰ πεθάνη τὸ μικρό. Τότε
σηκώθηκε ὁ Ἅγιος, γονάτισε μπρὸς τὸ μικρὸ κοριτσάκι καὶ τῆς εἶπε: Εὐλόγησόν με Ἀμμά. Καὶ βγάζοντάς της τὰ
στολίδια ἀπὸ τὰ μαλλιὰ τῆς μικρῆς εἶπε: Αὐτὰ
δὲν χρειάζονται ἡγουμένη τῶν Λεπέδων. Καὶ ὅπως τὰ εἶπε ὁ Ἅγιος, ἔτσι ἔγιναν
ὅλα.
***
Κζ) Ὁ Ἰωάννης Ἀντζουλᾶτος ἀπὸ τὰ Τυπαλδᾶτα εἶχε ἕναν
ἀδελφὸ Παῦλον ὀνομαζόμενον ὁ ὁποῖος χρόνια πολλὰ ἦτο εἰς Ῥουμανίαν. Ὁ Ἰωάννης
πήγαινε τακτικὰ στὸ κελλὶ τοῦ Ἁγίου παπᾶ-Μπασιᾶ. Κάποια μέρα ὁ Ἅγιος τὸν ῥώτησε
ἄν εἶχον γράμμα ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του. Ὁ Ἰωάννης τοῦ εἶπε: Ἔχουμε πολὺ καιρὸ νὰ λάβουμε γράμμα. Ὁ Ἅγιος τοῦ λέει: Ὁ ἀδελφός σου ἔρχεται καὶ ἔρχεται ἄῤῥωστος.
Τὴν ἄλλη μέρα δέχθηκε τὸν ἀδελφόν του ἄρρωστον.
***
Κη) Ὁ Εὐάγγελος Ἀντζουλᾶτος μὲ τὸν Γεράσιμο Σκαφιδᾶ
πήγαιναν στὸ Ληξοῦρι. Στὸν δρόμο συνάντησαν τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ καὶ πῆγαν νὰ τὸν
προσκυνήσουν. Τὸν Εὐάγγελον τὸν ἄφησε νὰ τὸν προσκυνήση, τὸν Γεράσιμον ὅμως
ὄχι. Ὁμολογοῦσε ὁ Γεράσιμος ὅτι πράγματι δὲν ἔπρεπε νὰ προσκυνήση διότι ἦταν
ἀκάθαρτος ἀπὸ ἁμαρτίες.
***
Κθ) Κάποιος μανάβης στὸ Ληξοῦρι, Ἀλέξανδρος Παρίσης εἶχε
ἀγοράσει αὐγὰ καὶ τὰ πωλοῦσε. Ἦλθε ὁ Ἅγιος παπᾶ-Μπασιᾶς στὸ μαγαζί του, ἔβαλε
μέσα στὸ μανδήλι του ἕως 10 αὐγά, τὰ πῆρε καὶ τὰ πέταξε ἔξω. Τότε ὁ μανάβης τοῦ
λέει: Γιατὶ τὰ πέταξες; Καὶ ὁ Ἅγιος
τοῦ λέει: Αὐτὰ δὲν ἦταν δικά σου, δὲν τὰ
πλήρωσες.
***
Λ) Ὁ Ἀνδρέας Μεγαλογένης, πατέρας τῆς μοναχῆς Ἀγάθης ἦτο
σέμπρος (δηλαδὴ συνεταῖρος στὰ χωράφια) εἰς τοὺς Ἰακωβάτους καὶ ὅταν ἔκτιζαν τὸ
σπίτι των πῆραν τὸν Ἅγιον ἱερέα νὰ κάνη Ἁγιασμόν, ποὺ ἔκοψαν τὰ θεμέλια. Ὁ Ἅγιος
τοὺς εἶπε ἀφοῦ τελείωσε τὸν Ἁγιασμόν: Μεγάλο
σπίτι, στέρεο σπίτι, ἀλλὰ ἰγγλέζικο. Κανεὶς δὲν κατάλαβε τὶ θὰ πῆ αὐτό. Οἱ
Ἰακωβάτοι ἦσαν 4 αδέλφια καὶ μόνο ὁ ἕνας εἶχε μία κόρη ὀνόματι Αἰκατερίνη. Αὐτὴ
νυμφεύθη μὲ τὸν Ἄγγλον Τούλ. Ἑπομένως ἔγινε ἐγγλέζικο τὸ σπίτι.
(Κ-Λ, ἀπὸ τὴν ἡγουμένην Ἀγάθην τῆς Ἱ. Μ. Κορωνάτου.)
Λα) Κατὰ τὸ ἔτος 1885 περίπου ὡς μοῦ εἶπον οἱ γονεῖς μου
ἠσθένησεν ἡ μητέρα μου Ἀγγελικὴ καὶ ὁ πατέρας μου Δημήτριος τὴν πήγαινε ἀπάνω
εἰς τὸ ζῶον εἰς τὸν ἰατρὸν εἰς Ληξούριον. Ὅταν ἔφθασαν εἰς Ἅγ. Δημήτριον
Ληξουρίου βλέπουν τὸν Ἅγιο παπᾶ-Μπασιᾶ νὰ ἔρχεται ἀπὸ τὸν δρόμον Ἁγίου Νικόλαου
καὶ νὰ κατευθύνεται εἰς τὸ σπίτι. Λέγει δὲ ὁ πατήρ μου τῆς μητέρας μου: Πάρε Ἀγγελικὴ τὸ σχοινὶ τῆς φοράδας νὰ πάω
νὰ φιλήσω τὸ χέρι τοῦ Γέροντα. Καὶ τοῦ λέει ἡ μητέρα μου: Φίλησέ τον καὶ ἀπὸ μένα. Καὶ ὅταν τὸν
πλησίασε τὸν Ἅγιον ὁ πατέρας μου τοῦ λέει: Προσκυνῶ
Ἅγιε Γέροντα. Καὶ ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς κτυπᾶ τὴν κοιλιά του 3 φορές, καὶ λέει τῆς
μητέρας μου: Μετά, τὰ Κηπούρια.
Ὅταν ἀπελύθην ἀπὸ στρατιώτης μοῦ λέγουν οἱ γονεῖς μου
νὰ ὑπανδρευθῶ. Καὶ τοὺς ἀπάντησα ὅτι θὰ πάω γιὰ καλόγηρος στὰ Κηπούρια. Καὶ μὲ
μία φωνὴ καὶ οἱ δύο μοῦ λέγουν: Ὁ Θεὸς νὰ
συγχωρήση τὸν παπᾶ-Μπασιᾶ, γιατὶ μᾶς τὸ εἶπε αὐτὸ 3-4 χρόνια προτοῦ πεθάνει,
ὅτι θὰ γεννήσω παιδί, καὶ θὰ πάη εἰς τὰ Κηπούρια διὰ καλόγηρος.
Ἀρχ. Πανάρετος Μοσχονᾶς.
***
Λβ) Ὁ εὐλαβὴς ἀείμνηστος Νικόλαος Παξινόπουλος ἀπὸ τὸ
Ἀργοστόλιον, επεσκέφθη τὸν Ἅγ. Παναγῆν Μπασιᾶν γιὰ νὰ πάρη τὴν εὐλογία του νὰ
γίνη ἱερεὺς κατὰ τὸν πόθον του. Ὅταν ἔφθασε στὸ κελλί του ἔβαλε μετάνοια καὶ
πρὶν πῆ τίποτε , ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς τοῦ ἔδωσε τὸ καλυμμαύχι του καὶ τὸν πρόσταξε νὰ
τὸ σχίση. Ὁ Παξινόπουλος δίστασε. Ὁ παπᾶ-Μπασιᾶς ἐπέμεινε καὶ ὁ Παξινόπουλος
κομμάτιασε τὸ καλυμμαύχι τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ. Μετὰ ἀπὸ αυτὰ τὸν εὐλόγησε χωρὶς νὰ
πῆ τίποτε.
Μετὰ ἀπὸ ἔτη, ἐνῶ ἐπεδίωκε νὰ ἱερωθῆ, τοῦ ἀνήγγειλε ὁ
Μητροπολίτης, ὅτι κάποιος νέος νόμος τὸν ἐμποδίζει νὰ τὸν χειροτονήση. Τότε
ἀντελήφθη τὶ σήμαινε τὸ σχίσιμο τοῦ καλυμμαυχίου. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ ἀνέγραψε
πίσω ἀπὸ τὴν φωτογραφία τῆς κηδείας τοῦ παπᾶ-Μπασιᾶ.
***
Λγ) Ὁ Ἰωάννης Γερουλᾶνος ἀῤῥώστησε βαρειὰ στὰ νειᾶτά του.
Ταλαιπωρήθηκε μὲ τὴν ἀσθένειά του πολύ. Δὲν ἔβλεπε βελτίωση στὴν Ἑλλάδα καὶ
ἀπεφάσισε δύσκολο καὶ δαπανηρὸ ταξίδι στὸ ἐξωτερικό. Ἀλλὰ καὶ ἔξω οἱ γιατροὶ
τὸν ἀπογοήτευσαν. Μὲ βαρειὰ καρδιὰ γύρισε στὸ Ληξοῦρι καὶ ἀνήγγειλε στοὺς
οἰκείους του τὴν θλιβερὴ γνωμάτευση τῶν γιατρῶν. Τότε ἐπισκέπτεται τὸν Ἰωάννη ὁ
παπᾶ-Μπασιᾶς καὶ τοῦ προτείνει νὰ τὸν νυμφεύση μὲ μία μακρινὴ ἀνεψιά του. Ὁ
Ἰωάννης ἐκδηλώνει στὸν Ἅγιο τὴν ἀσθένειά του καὶ τοῦ λέει:
-Ξάδελφε, ἐγὼ θὰ
πεθάνω καὶ σὺ λέγεις νὰ μὲ παντρέψης;
-Ὄχι δὲν θὰ
πεθάνης. Ἐγὼ θὰ σὲ στεφανώσω καὶ θα κάμης καὶ παιδιά.
Πράγματι, ὁ Ἰωάννης ὕστερα ἀπὸ λίγο νυμφεύεται τὴν
Θηρεσία τὸ γένος Τυπάλδου-Χαριτάτου. Ἡ ἐπιστήμη διεψεύσθη. Ἐπαληθεύθηκε ὁ Ἅγιος.
***
Λδ) Μιὰ μέρα κάποια φτωχὴ μητέρα πῆγε στὸ σπίτι τοῦ
Γερουλάνου καὶ ζήτησε λίγο φαγητὸ γιὰ τὰ παιδιά της. Τῆς ἔδωσαν τρόφιμα, φαγητὸ
ὅμως ποὺ εἶχαν μαγειρέψει διότι περίμεναν ξένους δὲν τῆς ἔδωσαν. Ὕστερα ἀπὸ
λίγο ἔρχεται ὁ Ἅγιος, κατευθύνεται στὴν κουζίνα, βγάζει τὶς κάλτσες του καὶ τὶς
πετάει μέσα στὸ φαγητό, λέγοντας λόγια ἐλεγκτικὰ γιατὶ δὲν ἔδωσαν στὴν μητέρα
φαγητὸ γιὰ τὰ παιδιά της.
***
Λε) Ἡ Α. Β. εἶχε μίαν ἀδελφὴν παντρεμένη στὰ Κουβαλᾶτα.
Μίαν μέραν εἶχε πολλὲς δουλειές, καὶ εἶχε ἀγανακτήσει, σήκωσε τὸ χέρι της καὶ
φασκέλωσε τὸν Θεόν. Μετὰ πῆγε νὰ πλύνη τὰ ῥοῦχα καὶ ἕνα βελόνι ἐμβῆκε στὸ χέρι
της. Μετὰ 3 μέρες τῆς ἔκανε γάγραινα καὶ τὸ χέρι σάπησε. Οἱ γιατροί, τῆς εἶπαν
νὰ τὸ κόψη. Ἡ ἀδελφή της Ἀφροδίτη τὴν πῆγε στὸν παπᾶ-Μπασιᾶ. Ὁ Ἅγιος ἦτο
κλινήρης, τὸν εἶχαν σκεπάσει, καὶ πολλοὶ τὸν ξενυχτοῦσαν. Πῆγε σιγὰ καὶ ἔβαλε
τὸ χέρι τῆς ἀδελφῆς της πάνω στὸν Ἅγιο καὶ νοερῶς εἶπε: Παπᾶ-Μπασιᾶ μου ἡ εὐχή σου νὰ κάμη τὸ χέρι τῆς ἀδελφῆς μου καλά.
Καὶ ὁ Ἅγιος τῆς μίλησε καὶ εἶπε: Ἀφροδίτη,
πίστιν ἐσύ, τὸ χέρι τῆς ἀδελφῆς σου θὰ γίνη καλά, δὲν θὰ τὸ κόψουν. Θὰ
ὑπανδρευθῆ. Μετὰ τὴν πῆγαν στὸν γιατρὸ καὶ εἶπε ὅτι ἔγινε θαῦμα.
***
Λστ) Ὁ Σπῦρος Μουρελᾶτος ἀπὸ τὰ Χαυδᾶτα εἶχε ἕνα παιδὶ 10
ἐτῶν καὶ τὸ κυρίευε ἐπιληψία. Τὸ πῆγε στὸν παπᾶ-Μπασιᾶ, τὸν σταύρωσε ὁ Ἅγιος
καὶ τοῦ εἶπε: Σπύρο, πάρε τὸ παιδί, εἶναι καλά. Ἔζησε ὁ Ἀναστάσιος 80 χρόνια
καὶ πλέον ζαλάδες δὲν τὸν βρῆκαν.
***
Λζ) Κάποτε, ὅταν ὁ Ἅγιος ἦτο στὸ κελλί του στὰ Τυπαλδᾶτα,
μιὰ νύχτα τὸν ἤκουσε ἡ ἀδελφή του νὰ φωνάζει καὶ νὰ παρακαλῆ: Παναγία μου, βοήθησέ τους. Αὐτὸ συνεχῶς
φώναζε ὅλη τὴν νύχτα, καὶ τὰ ξημερώματα εἶπε: Δόξα σοι ὁ Θεός, σωθήκανε. Ἡ ἀδελφή του δὲν ἤξερε τὶ νὰ ὑποθέση. Τὸ
πρωὶ ὅμως ἔμαθε ὅτι ἕνα πλοῖο ἔξω ἀπὸ τὸ Γερογόμπο ἦτο ἕτοιμο νὰ πνιγῆ καὶ ἀπὸ
θαῦμα γλίτωσε τὸ ναυάγιον. Τότε, ὅλοι κατάλαβαν ὅτι διὰ τῶν δεήσεων τοῦ Ἁγίου,
γλίτωσε τὸ πλοῖον.
***
Λη) Μετὰ τὴν ἀνακομιδήν, εὐσεβὴς κυρία ἀπὸ τὸν Καναδᾶ
ζήτησε φυλακτὸ ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ Ἁγ. Παναγῆ. Τὸ εἶχε ὑποσχεθεῖ σὲ ἕνα παράλυτο
κοριτσάκι 11 ἐτῶν. Πράγματι, ἡ μακαρίτισσα μοναχὴ Ἀγαθονίκη τῆς Ἱ. Μ. Κορωνάτου
ἔστειλε ὅτι τῆς ζήτησε. Μόλις τὸ πῆρε, τὸ πῆγε στὸ παράλυτο κοριτσάκι καὶ τῆς
λέει: Ἐλένη μου, δεήσου στὸν Ἅγ. Παναγῆ
Μπασιᾶ ποὺ εἶναι θαυματουργός, ποὺ προστάτεψε τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀῤῥώστους καὶ
τοὺς δυστυχισμένους· ποὺ εἶσαι σὰν ἀγγελούδι νὰ σοῦ χαρίση τὴν ὑγείαν σου.
Πράγματι, τὸ κορίτσι δεήθηκε καὶ μετὰ μὲ τὸ δεξί του χέρι ποὺ ἦταν παράλυτο
πῆρε τὸ φυλακτὸ καὶ τὸ φίλησε. Ὅσοι τὸ εἶδαν ἀλάλαξαν δακρυσμένοι διότι εἶδαν
τὸ θαῦμα τῆς παράλυτης ποὺ ἔγιανε.
***
Λθ) Μία τῶν ἡμερῶν ἐπορεύθη εἰς τὸ κελλίον τοῦ Παναγῆ
Μπασιᾶ μετὰ τοῦ πατρός μου διὰ νὰ μοῦ ἀναγνώσῃ εὐχὰς βασκανίας, ἐπειδὴ ἤμην
ὀλίγον ἀσθενής, καὶ ὁ πατήρ μου ὑπέθεσεν ὅτι πάσχω ἀπὸ βασκανίαν. Ἀντὶ δὲ τῶν
εὐχῶν τῆς βασκανίας, μοὶ ἔδωσε καὶ προσεκύνησα μίαν μικρὰν εἰκόνα τῆς Παναγίας
καὶ μοῦ λέει: Πήγαινε, δὲν ἔχεις τίποτε,
ἡ Παναγία θὰ σὲ πάρῃ μαζί της. Τοῦτο δὲ οὐδὲν ἕτερον ἦτον ἐιμὴ ὅτι θὰ
πορευθῶ εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ θὰ γίνω μοναχός, καὶ ὄντως οὕτως ἔγινε.
***
Μ) Ἐνῶ ἦτο μέρα Κυριακή, καὶ ἡ ἀδελφή του Μαρία ἡτοίμαζε
τὴν τράπεζαν διὰ νὰ γευματίσωσιν ἔρχεται αἴφνης εἷς πτωχός καὶ ὁ Μπασιᾶς ἔδωσε
εἰς αὐτὸν τὸν ἄρτον, ὅν εἶχον διὰ νὰ φάγωσι. Δὲν παρῆλθον λίγα λεπτά, καὶ
ἔρχεται ἕτερος πτωχός, καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτὸν τὸ φαγητό. Τότε λέει ἡ ἀδελφή του
Μαρία: Ἡμεῖς τώρα τι θὰ φάγωμεν; Τῆς
ἀπεκρίθη: Ἔχει ὁ Θεός· καὶ σὺν τῷ
λόγῳ εἰσῇλθεν ὑπηρέτης τις πλουσίας οἰκογενείας κομίζων ἄρτον καὶ φαγητό, διὰ
τὸν Ἅγιον!!! Δὲν σοῦ εἶπα Μαρία ὅτι ἔχει
ὁ Θεός; Εἶπε ὁ παπᾶ-Παναγῆς.
(Λθ-Μ. Ἀπομνημονεύματα
Ἰωακεὶμ Σπετσιέρη)
ΠΗΓΗ : http://voutsinasilias.blogspot.com/2010/06/7.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου