Του καθηγητού Αντ. Μάρκου
Ο Όσιος Πατήρ ημών Ιλαρίων γεννήθηκε το 1774 σε οικογένεια Ρώσων χωρικών. Υπήρξε κι αυτός ένα ευλογημένο άνθος τής Ρωσικής Ορθοδοξίας κατά τόν 19ο αιώνα, τόν αιώνα τής Μοναστικής και Ησυχαστικής Αναγεννήσεως η οποία προκλήθηκε από τούς πνευματικούς επιγόνους του μεγάλου διδασκάλου τής Νοεράς Προσευχής, του Πατρός τής Σλαβωνικής Φιλοκαλίας, Στάρετς οσ. Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ.
Ο οσ. Ιλαρίων, χωρίς να έχει διδαχθεί κάτι το ιδιαίτερο, έδειξε από τήν παιδική του ηλικία τήν μετέπειτα πνευματική του πορεία στο στάδιο της μοναχικής ζωής και τής ερημητικής αφιερώσεως, σε σημείο που οι γονείς του προβληματίζονταν για το άν θα μπορούσε να ζήσει στήν κατά κόσμον ζωή. Ο μικρός προσευχόταν πολύ (καθημερινά για διάστημα ωρών) και έτρωγε μόνο ψωμί και αυτό λιγοστό (μόλις δύο «φρατζόλες» τήν εβδομάδα). Κατά τήν πρόνοια του Θεού, ο μόνος που αντιλαμβάνοταν την ειδική κλήση του παιδιού από τόν Θεό ήταν ο παππούς του, ο οποίος και τόν πήρε στο σπίτι του, όπου ο μικρός μπορούσε να ακολουθεί το προσευχητικό και ασκητικό του πρόγραμμα χωρίς κοσμικούς περισπασμούς.
Ο παππούς του έγινε μάλιστα και συνοδός του σε προσκύνημα στούς ιερούς τόπους τής Ρωσικής Εκκλησίας (τήν Λαύρα τών Σπηλαίων του Κιέβου κ.α.), όπου ο μικρός αναζητούσε έναν έμπειρο πνευματικό οδηγό.
Στήν ηλικία τών 14 ετών ο Ιλαρίων έχασε τον παππού του και έτσι υποχρεώθηκε να επιτρέψει στήν πατρική του οικία. Εκεί, παρά το γεγονός ότι συνέχιζε τόν ιδιότυπο βίο του, οι γονείς του τόν υποχρέωσαν να παντρευτεί.
Ο Ιλαρίων δέχθηκε τον γάμο από σεβασμό και υπακοή πρός αυτούς, όμως έμεινε για πάντα ξένος πρός τήν σύζυγό του και πρός τίς υποχρεώσεις που απέρρεαν από τήν νέα του κατάσταση. Μάλιστα ένοιωθε εγκλωβισμένος στα κοσμικά πράγματα και ζητούσε καταφύγιο στόν π. Τρόφιμο, εφημέριο του γειτονικού χωριού Γκολοβίστινο, ο οποίος ήταν ένας πνευματικός και αξιόλογος άνθρωπος.
Όπως είναι ευνοήτο, η κατάσταση αυτή δέν μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ. Ο Ιλαρίων σταθμίζοντας τα πράγματα, προτίμησε τήν φυγή πρός την εν Χριστώ ελευθερία, παρά τήν υποταγή στήν κοσμική πραγματικότητα. Σάν άλλος Πατριάρχης Αβραάμ προτίμησε να «εξέλθει τής γής και τής συγγενείας» του και να αναζητήσει τήν προσωπική του «γη τής επαγγελίας». Στην ηλικία τών 20 ετών εγκατέλειψε σύζυγο και πατρική στέγη και επέλεξε την δύσκολη ζωή του προσκυνητού.
Μετά από πολλές προσκυνηματικές περιπλανήσεις, ο μακάριος Ιλαρίων προσπάθησε δύο φορές να ενταχθεί σε κοινοβιακό μοναστήρι, αλλά προσέκρουσε στήν αντίδραση τής συζύγου του, η οποία προσέφυγε στήν διοίκηση της τοπικής Επισκοπής. Έτσι υποχρεώθηκε «εκ των πραγμάτων» να ασπαστεί τόν ερημητικό βίο, γι’ αυτό κατέφυγε σε μία απομωνομένη περιοχή, όπου έσκαψε μερικές σπηλιές στο μαλακό έδαφος του τόπου και εγκαταστάθηκε εκεί. Για διάστημα 6 ετών ο μακάριος ζούσε ως σπηλαιώτης, τρεφόμενος μόνον με τα λαχανικά που καλλιεργούσε ο ίδιος. Καθώς η περιοχή που εγκαταστάθηκε δέν είχε κάποια πηγή νερού, πολλές φορές έμενε χωρίς νερό, προσευχόμενος και ελπίζοντας να βρέξει. Χειμώνα – καλοκαίρι κυκλοφορούσε ανυπόδυτος, ντυμένος με ένα λινό πουκάμισο και ένα λευκό ράσο, πάνω από τα οποία φορούσε βαρειές αλυσίδες. Διαρκώς και αδιαλείπτως προσευχόμενος, προσέλκυσε πάνω του τήν χάρη του Αγίου Πνεύματος, αλλά και τήν μανία των πονηρών πνευμάτων. Οι επιθέσεις των δαιμόνων ήταν σφοδρές και καθημερινές. Με άγριες φωνές και θορύβους προσπαθούσαν να τόν κάνουν να διακόψει τήν προσευχή του και να εγκαταλείψει τήν άσκησή του. Μάλιστα, ο διάβολος «έμπαινε» και στα άγρια ζώα του δάσους, για να τρομοκρατήσει τόν αγωνιστή με τίς επιθέσεις τους και να υποχρεωθεί να φύγει. Ο Ιλαρίων όμως με τήν χάρη του Θεού συνέχισε τόν αγώνα του.
Η φήμη του νεαρού ερημίτη σταδιακά άρχισε να διαδίδεται. Πλήθη ανθρώπων, πλουσίων και πτωχών, άρχισαν να συρρέουν στήν έρημό του, ελπίζοντας να βρούν λύση στα προβλήματά τους, πρακτικά και πνευματικά. Ο Όσιος τούς δέχονταν όλους και – κατά τήν δωρεά του Θεού – τούς βοηθούσε με τήν προσευχή και τίς συμβουλές του. Ο,τι του πρόσφεραν οι πλούσιοι, το έδινε ελεημοσύνη στούς πτωχούς. Όμως η παρουσία τόσου λαού κούραζε τόν αγωνιστή, ο οποίος αναγκάζοταν κάποιες ημέρες να αποσύρεται στα βάθη του άγριου δάσους, όπου αναβαίνοντας σε ένα μεγάλο δένδρο, περνούσε τίς ημέρες του προσευχόμενος, χωρίς ύπνο, τροφή και νερό. Βαθειά εκκλησιαστικός ο Όσιος, παρά τήν μόνωσή του, δέν παρέλειπε τόν κοινό εκκλησιασμό στήν εκκλησία του κοντινού χωριού, όπου μετελάμβανε τών Αχράντων Μυστηρίων. Πολλές φορές κάλυπτε τήν απόσταση μέχρι το χωριό κάτω από πολύ άσχημες καιρικές συνθήκες. Μία φορά επιστρέφοντας από το χωριό, έπεσε σε μία σφοδρή χιονοθύελλα και σώθηκε επειδή κατά τήν πρόνοια του Θεού τόν βρήκε αναίσθητο κάποιος διαβάτης και τόν μετέφερε στο σπίτι ενός πιστού, όπου επανήλθε στη ζωή με μεγάλη δυσκολία, χάρις στίς ευχές του εφημερίου καί τήν επίκληση του ονόματος τής Παναγίας.
Η προσέλευση τόσων ανθρώπων στο ασκητήριο του Ιλαρίωνος, προκάλεσε – όπως ήταν αναμενόμενο – τήν προσοχή ταής Αστυνομίας (ήταν η περίοδος μετά τήν δυτικοποίηση τής Ρωσικής Αυτοκρατορίας και τήν υποταγή τής Εκκλησίας στήν Πολιτεία από τόν Μέγα Πέτρο και την αντικληρική και αντιμοναχική πολιτική τής Μεγάλης Αικατερίνης και όποιος ήθελε να μονάσει, μπορούσε να το κάνει μόνο με τήν άδεια τών Αρχών). Έτσι ο Όσιος υπο-χρεώθηκε να εγκαταλείψει τα σπήλαιά του και να αρχίσει τήν περιπλάνηση του προσκυνητή. Τότε επισκέφθηκε το Γιελέτς, το Κίεβο και το Ζαντόνσκ. Στο Κουρσκ, ενώ φιλοξενούνταν στη Μονή του Κορενόϋ, ο Όσιος ασθένησε πολύ σοβαρά και ο Ηγούμενος (ο οποίος γνώριζε τους αγώνες του), του πρότεινε να χειροτονηθεί μυστικά μοναχός. Ο Όσιος συμφώνησε, δέχθηκε το Μεγάλο και Αγγελικό Σχήμα, αλλά διατήρησε το όνομα τής Βαπτίσεώς του.
Μετά τήν ανάρρωσή του ο Μεγαλόσχημος – πλέον – Ιλαρίων επέστρεψε και πάλι στίς σπηλιές του. Όμως ο εχθρός τής ανθρωπίνης σωτηρίας, έφερε σκάνδαλα στήν ερημητική ζωή του Οσίου και πέτυχε να τόν απομακρύνει από τήν έρημό του. Η περιοχή που ασκούνταν ήταν ιδιωτική, έτσι όταν ο Όσιος κατηγορήθηκε για ανηθικότητα, ο ιδιοκτήτης απευθύνθηκε στίς Εκκλησιαστικές Αρχές και ο Όσιος δέχθηκε το επιτίμιο τής εξάμηνης παραμονής στη Μονή τών Αγίων Πέτρου και Παύλου, για…τιμωρία! Ο άνθρωπος του Θεού όμως είδε στήν εξέλιξη αυτή τήν υλοποίηση του παλαιού πόθου του, να ζήσει σε μία κοινοβιακή μονή και έτσι αξιοποίησε τήν παραμονή πρός όφελος τής ψυχής του.
Μετά το πέρας τής παραμονής του στη μονή, ο Όσιος επέστρεψε στο χωριό και όχι στήν έρημό του, διότι η εκεί διαμονή του είχε κλονίσει τήν υγεία του. Εγκαταστάθηκε έτσι στο κωδωνοστάσιο του ναού. Τότε άρχισε να εκδηλώνεται το θαυματουργικό του χάρισμα. Κάποια φορά οι καλλιέργειες του Πρίγκιπος Ντολγκορούκι στο πλησιέστερο αγρόκτημα, κινδύνευαν από την ξηρασία.
Έστειλε τότε ο Πρίγκηπας ένα σημείωμα στόν Όσιο και τόν παρεκάλεσε για τίς προσευχές του. Πράγματι, δι’ ευχών του οσίου Πατρός Ιλαρίωνος, έβρεξε και η σοδειά σώθηκε. Για να ευχαριστήσει τόν Όσιο ο Πρίγκηπας, τόν παρεκάλεσε να μετακομίσει στήν επικράτειά του, κάτι που ο Όσιος δέχθηκε. Πέρασε έτσι λίγος καιρός χωρίς πειρασμούς, αλλά μετά τόν θάνατο του Πρίγκιπος, οι υποτελείς του άρχισαν να φέρονται άσχημα στόν άνθρωπο του Θεού, οπότε αυτός άρχισε και πάλι τίς περιπλανήσεις του προσκυνηματικού βίου. Τελικά, το 1824, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας πρότεινε τόν Όσιο να εγκατασταθεί στήν επικράτειά του, στο χωριό Τροεκούροβο.
Το μοναστήρι στο Τροεκούροβο
Ο Όσιος έκανε θερμή προσευχή και αποδέχθηκε την πρόταση, αφού άκουσε μία υπερκόσμια φωνή να του λέει: «Αρκετά περιπλανήθηκες, εργάσου για τήν σωτηρία σου σε έναν τόπο».
Όταν ο οσ. Ιλαρίων εγκαταστάθηκε στο Τροεκούροβο (τόν Νοέμβριο του 1824), ήταν 50 ετών. Τα υπόλοιπα 29 χρόνια τής ζωής τα πέρασε αγωνιζόμενος εκεί. Ο γαιοκτήμονας του διέθεσε τρία μικρά, καλά θερμαινόμενα, δωμάτια (το κρύο πλέον, μετά από τόσα χρόνια διαμονής στα σπήλαια και περιπλανήσεων στήν ύπαιθρο, ήταν ο μεγάλος εχθρός του Οσίου). Σε αντιστάθμισμα αυτής τής «ανέσεως», ο Όσιος αύξησε τήν νηστεία του και τούς περιορισμούς που επεβαλε στόν εαυτό του (λ.χ. τήν απόλαυση ενός περιπάτου στήν εξοχή). Ήδη ο έγκλειστος ασκητής είχε αποκτήσει μία εξαυλωμένη μορφή. Πρός το τέλος τής ζωής του (στήν ηλικία σχεδόν τών 80 ετών), έμοιαζε με τούς Πατριάρχες τής Παλαιάς Διαθήκης και τούς παλαιούς ασκητές τής Αιγυπτιακής ερήμου. Λιπόσαρκος από τήν νηστεία, αλλά φωτεινός, χαμογελαστός και χαρούμενος, είχε μακριά ολόλευκα μαλλιά και επίσης μακριά γενειάδα. Κάποιος που τόν γνώρισε έλεγε αργότερα: «Έμοιαζε με Άγγελο του Θεού. Δέν μπορεί κανείς να φανταστεί, με ποιά ομορφιά στολίζει ο Κύριος τούς δούλους Του εδώ στη γη. Άν και σχεδόν 80 ετών, έμοιαζε σάν να ήταν στήν αρχή τής ζωής του».
Στο Τροεκούροβο ο Όσιος ακολουθούσε ένα ιδιότυπο πρόγραμμα ζωής. Άν και έγκλειστος συμμετείχε στίς εκκλησιαστικές ακολουθίες και δέχονταν επισκέπτες, τούς οποίους υποδέχονταν με τα ακόλουθα λόγια: «Άς κάνουμε τρείς μετάνοιες και άς προσευχηθούμε στήν Βασίλισσα τών Ουρανών». Μιλούσε απλά, σύντομα καί συνήθως με παραδείγματα. Ήταν ευγενικός προς όλους. Οι άνθρωποι έφθαναν σ’ αυτόν φορτωμένοι με πολλά προβλήματα, αλλά έφευγαν ανάλαφροι σάν πουλιά μετά τήν συζήτηση μαζί του. Ανάμεσα σε άλλους τόν επισκέθηκε κάποτε ο νεαρός δάσκαλος Α. Μ. Γκρένκωφ, ο οποίος ήθελε αποχωριστεί τα εγκόσμια. «Πήγαινε αμέσως στήν Όπτινα», τόν συμβούλευσε ο οσ. Ιλαρίων. Ο νεαρός έκανε υπακοή και τελικά αναδείχθηκε ο μεγαλύτερος και πλέον γνωστός Στάρετς τής Ρωσικής Ορθοδοξίας. Πρόκειται για τόν Στάρετς Αμβρόσιο, ο ευλαβούνταν ιδιατέρως τόν οσ. Ιλαρίωνα και μέχρι το τέλος τής ζωής είχε στο κελλί του ένα πορτραίτο του.
Πρός το τέλος τής ζωής του ο οσ. Ιλαρίων αποφάσισε τήν ίδρυση ενός κοινοβίου, στο οποίο θα εγκαταβίωναν οι αδελφές που σταδιακά είχαν συγκεντρωθεί γύρω του, από τήν εγκατάσταση στό Τροεκούροβο καί μετά. «Οι προσευχές μου θά είναι πάντοτε σ’ αυτό τόν τόπο», είχε πει προφητικά. «Σε στιγμές λύπης, ασθενείας η αμηχανίας, νά διαβάζετε τούς Χαιρετισμούς μπροστά στήν εικόνα τής Παναγίας του Βλαδιμήρου καί ένα μνημόσυνο γιά μένα τόν αμαρτωλό».
Ο τάφος του Αγίου
Ο οσ. Ιλαρίων κοιμήθηκε ειρηνικά τήν 5η Νοεμβρίου 1853. Περίπου 10.000 πιστοί παρακολούθησαν τήν κηδεία του καί όλοι υπήρξαν μάρτυρες τής θαυμαστής ευωδίας που ανέδυε τό λείψανό του και είχε κατακλύσει τό κελλί του καί τόν ναό, κατά τήν διάρκεια τής εξοδίου Ακολουθίας. Μετά τήν μακαρία του κοίμηση, πολλές ήταν οι εμφανίσεις του, μέ τίς οποίες παρηγόρησε πιστούς που ευλαβούνταν τήν μνήμη του. «Γιά εκείνους που πιστεύουν στόν Θεό είμαι ζωντανός», είπε σέ μία από αυτές.
Η μνήμη του τιμάται τήν 5η Νοεμβρίου καί τα Λείψανά του τιμώνται στό Τροεκούροβο καί άλλα μέρη τής Ρωσίας, τήν Κύπρο καί στήν Ελλάδα στό Παρεκκλήσιο τής οσ. Ξένης τής δια Χριστόν Σαλής Μάνδρας Αττικής.
Πηγή: Τό κείμενο βασίσθηκε στήν μετάφραση του Ρωσικού Βίου του Οσίου από την Όλγα Oleinikov, που δημοσιεύθηκε στο «Otechestvennye podvizhniki 18 i 19 vekov» σελ. 325 – 351, Jordanville Νέας Υόρκης, 1966.-churchsynaxarion.blogspot.gr- proskynitis.blogspot.gr-vatopaidi.wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου