Στη ζωή μας χρειαζόμαστε αποδείξεις για να πειστούμε ότι αυτό που βλέπουμε ή ακούμε ή πληροφορούμαστε είναι αληθινό. Οι αποδείξεις είναι δύο ειδών: του λόγου και των αισθήσεων. Η λογική μάς δίνει επιχειρήματα σύμφωνα με την ικανότητα κατανόησης την οποία διαθέτουμε. Αυτή εξαρτάται από την παιδεία, την έγνοια, την φώτισή μας. Κάποτε όμως έχει να κάνει με το τι θέλουμε να πιστέψουμε και τι όχι. Μπορεί και να έχουμε από πριν πει ναι ή και όχι σ’ αυτό που καλούμαστε να αποδεχθούμε και ανάλογα να προσαρμόσουμε τα επιχειρήματα τα οποία προσλαμβάνουμε. Ισχύει το ότι πείθεται αυτός που θέλει να πειστεί. Υπάρχει όμως και η οδός των αισθήσεων. Είναι η ιδία αντίληψη που έχουμε επειδή είδαμε, ακούσαμε, ψηλαφήσαμε. Οι αισθήσεις δεν έχουν να κάνουν με αντικειμενικούς συλλογισμούς, αλλά με την ίδια την εμπειρία μας. Δεν χρειάζεται κάποιος να μας πείσει ή να κατασκευάσουμε επιχειρήματα υπέρ ή κατά. Είμαστε αυτόπτες και αυτήκοοι του γεγονότος ή της πληροφορίας. Κάποτε μπορεί να το έχουμε υποστεί οι ίδιοι. Οι αισθήσεις μπορεί να έχουν έντονο το στοιχείο του υποκειμενικού, όμως έχουν μια αυθεντικότητα. Προηγούνται του νου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο νους δεν πρέπει να φιλτράρει την εμπειρία, διότι κάποτε οι αισθήσεις μας βεβαιώνουν για την μία όψη του πράγματος. Όμως ο νους δεν μπορεί να τις ακυρώσει.
Κάποτε ο Χριστός πορευόταν ανάμεσα στην περιοχή της Σαμάρειας και της Γαλιλαίας και συνάντησε δέκα λεπρούς. Αυτοί δεν τολμούσαν να Τον πλησιάσουν. « Έστησαν πόρρωθεν»(Λουκ. 17, 12). Στάθηκαν από μακριά. Μόνος τρόπος για να απευθυνθούν σ’ Αυτόν ήταν να φωνάξουν. «Ήραν φωνήν» (Λουκ. 17,13). Μόνος λόγος μπορούσε να είναι το «ελέησον ημάς». Ο Χριστός θα τους προτρέψει να πάνε στους ιερείς του Μωσαϊκού Νόμου, οι οποίοι, εκτός των άλλων, έλεγχαν την σωματική υγεία των λεπρών ανθρώπων και μπορούσαν να διαβεβαιώσουν για την δυνατότητα επανένταξης στην κοινότητα, εφόσον είχαν γιατρευτεί. Με την φωνή Του απαντά στη δική τους φωνή. Μακριά Του μένουν. Μακριά Του τους στέλνει. Έλεος ζητούνε και Εκείνος τους ελεεί, καθώς, κατά τη διάρκεια της πορείας τους προς τους ιερείς, γίνονται καλά. Ο Χριστός εκπλήρωσε το αίτημά τους. Οι ίδιοι έχουν να συμμετάσχουν στην χαρά του θαύματος με δύο τρόπους. Ο ένας είναι να αφήσουν να βεβαιωθεί η ίαση. Ο άλλος είναι να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους σ’ Αυτόν που τους γιάτρεψε. Οι εννέα θα μείνουν στον πρώτο. Βλέπουν ότι γιατρεύτηκαν. Ξεχνούν όμως Ποιος τους γιάτρεψε. Υφίστανται το θαύμα στο σώμα τους. Το αντιλαμβάνονται και το βιώνουν με τις αισθήσεις τους. Δεν προχωρούν όμως να το φιλτράρουν με τη δύναμη της λογικής τους, όχι για να το αμφισβητήσουν, αλλά για να δούνε Ποιος το έκανε και γιατί το έκανε. Μόνο ένας, αλλοεθνής, μισητός στους Ιουδαίους λόγω της καταγωγής του, Σαμαρείτης, «ιδών ότι ιάθη, υπέστρεψε μετά φωνής μεγάλης δοξάζων τον Θεόν, και έπεσεν επί πρόσωπον παρά τους πόδας αυτού ευχαριστών αυτώ» (Λουκ. 17, 15-17). Όταν είδε ότι θεραπεύθηκε, γύρισε δοξάζοντας με δυνατή φωνή τον Θεό, έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του Ιησού και Τον ευχαριστούσε. Πάλι με δυνατή φωνή μιλά στον Θεό. Μόνο που αυτή τη φορά δεν στέκεται μακριά Του. Δε ζητά πλέον το έλεος, αλλά ευχαριστεί από την καρδιά του προσκυνώντας τον Λυτρωτή Του. Αποδίδοντας την ευχαριστία, λαμβάνει από τον Χριστό την ευλογία της σωτηρίας. «Η πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 17, 19).
Στη σχέση μας με τον Θεό σήμερα επικρατεί ο ορθολογισμός. Πολλοί δεν δέχονται την ύπαρξή Του ή αδιαφορούν γι’ Αυτόν. Ο Χριστός εξακολουθεί να περιοδεύει στις πόλεις και τη ζωή των ανθρώπων διά της Εκκλησίας, του λόγου και της εμπειρίας της. Οι άνθρωποι όμως δεν Τον βλέπουμε επειδή δε θέλουμε να Τον δούμε. Κι όταν έχουμε ανάγκη τότε σπεύδουμε να Τον συναντήσουμε, καταθέτοντας το αίτημά μας για έλεος. Μόνο που το έλεος αυτό έχει να κάνει με τα υλικά πράγματα, την πρόοδό μας ή -σε περίπτωση δοκιμασίας- με την υγεία μας. Με τις επιδιώξεις και τους σταυρούς μας. Συνήθως όμως τα χείλη ζητούν. Όχι η καρδιά. Και όταν ο Θεός μάς δίνει δεν έχουμε την ετοιμότητα της ευχαριστίας έναντί Του. Ευχαριστία και πίστη ζητά ο Χριστός, αντί του ελέους Του. Και τα δύο έχουν να κάνουν με τον τρόπο που προσλαμβάνουμε το θαύμα της παρουσίας Του στη ζωή μας. Και τα δύο δείχνουν καρδιά ανοιχτή στην εμπειρία. Αλλά και νου ο οποίος μπορεί, προσλαμβάνοντας την παρουσία του Χριστού, να χτίσει μία καινούργια ζωή.
Οι αισθήσεις σήμερα συνοδεύονται από μία πνευματική, διανοητική αναίδεια. Ζητούμε την εμπειρική απόδειξη της παρουσίας του Θεού. Δεν βλέπουμε ότι είναι παρών στο μυστήριο της Ευχαριστίας και στην εκκλησιαστική ζωή. Είναι παρών στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας. Είναι παρών όταν έχουμε αποφασίσει να ζητήσουμε το έλεός Του για να αποτινάξουμε την πνευματική λέπρα που παραμορφώνει το πρόσωπό μας. Την κακία. Την εμπάθεια. Τους λογισμούς που μας ταλαιπωρούν, που μας κάνουν εχθρούς του πλησίον μας. Αλλά και όταν η ζωή μας πηγαίνει όπως θα θέλαμε, δεν βλέπουμε το χέρι και τον λόγο του πίσω από την πορεία αυτή. Μπορεί να βλέπουμε ότι γιατρευόμαστε ή ότι αντέχουμε στις δυσκολίες μας, αλλά δεν επιστρέφουμε με την καρδιά μας σ’ Αυτόν. Παραμένουμε μακριά Του. Μπορεί να φωνάζουμε, αλλά δεν είμαστε έτοιμοι εν ταπεινώσει να Τον προσκυνήσουμε και να Τον αποδεχθούμε ως τον Θεό μας. Μένουμε στην πρόσκαιρη εμπειρία των αισθήσεων, χωρίς να προσθέτουμε σ’ αυτές την λογική επεξεργασία του «Ποιος και γιατί».
Αυτό συμβαίνει συχνά και στην εν γένει πορεία μας στην πίστη. Μένουμε στην εμπειρία των αισθήσεων, χαιρόμαστε τη γιορτή, την παράδοση, την ομορφιά να μη είμαστε μόνοι μας, το να ακούμε τη φωνή και τον λόγο του Θεού, όμως δεν αφήνουμε τον νου μας να προσθέσει το «Ποιος και γιατί». Για να γίνει η πορεία μας ευχαριστιακή, πορεία ευγνωμοσύνης, ταπείνωσης και πίστης. Εμπιστοσύνης σ’ Αυτόν που μας περιμένει. Η ζωή της Εκκλησίας μάς προσφέρει τον ευλογημένο συνδυασμό εμπειρίας και νου, ο οποίος περνά από την κοινωνία της καρδιάς μας με τον Χριστό. Ας Τον ζήσουμε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου