Οι περισσότεροι που ακούνε για την αρχαία Ελληνική θρησκεία, φέρνουν αμέσως στο μυαλό τους, τους δώδεκα θεούς του Ολύμπου, θεωρώντας πως οι αρχαίοι προγονοί μας πίστευαν πάντα σ’ αυτούς. Μία ακόμη αντίληψη που έχουν, επηρεασμένοι από τη θρησκεία του Χριστιανισμού, είναι πως η αρχαία Ελληνική θρησκεία ήταν ενιαία και είχε ένα ενιαίο δόγμα. Βέβαια τίποτα από τα παραπάνω δεν ισχύει. Ούτε ενιαία υπήρξε ποτέ, ούτε η θρησκεία του Δωδεκάθεου ήταν εξ υπαρχής. Ο πρώτος βωμός ο οποίος αφιερώνεται στους δώδεκα θεούς, εμφανίζεται μόλις τον 6ο αιώνα π.Χ. στην Αθήνα από τον Πεισίστρατο τον εγγονό του τυράννου: «Πεισίστρατος ο γιος του τυράννου Ιππίου, ο οποίος είχε το όνομα του παππού του, αφιέρωσε όταν ήταν άρχοντας βωμό στους δώδεκα θεούς στην αγορά» Θουκυδίδης, Ιστορίαι ΣΤ΄ 54.6 – 7...
Μια ωραία προσέγγιση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, βρήκαμε σε ένα βιβλιαράκι της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδας, την οποία δημοσιεύουμε ευθύς αμέσως:
«Η αρχαία Ελληνική θρησκεία είναι ένα ακαθόριστο μόρφωμα, το οποίο ουδέποτε είχε στατική και μόνιμη μορφή. Από το απώτερο παρελθόν της προϊστορίας, όπως δείχνει η αρχαιολογική έρευνα και η μελέτη των πηγών, μέχρι τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, βρισκόταν σε μια δαιδαλώδη ποικιλομορφία και συνεχή εξέλιξη. Στους προϊστορικούς χρόνους όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά ευρήματα, η θρησκεία ήταν πρωτόγονη φυσιολατρική. Λατρεύονταν ποταμοί, βουνά, δένδρα, ζώα, πτηνά κ.λ.π. Το ίδιο και στα Μυκηναϊκά χρόνια και στην Μινωϊκή Κρήτη η θρησκεία είχε έντονο φετιχιστικό και τοτεμικό χαρακτήρα. Λατρεύονταν κατά κόρον, “οι πέτρες και τα ορυκτά, αδούλευτα από ανθρώπινο χέρι ή απλές γεωμετρικές μορφές” (περιοδικό «Απολλώνειον Φως», Ιανουάριος – Φεβρουάριος 1998, σελ. 5). Η θεά Γη ήταν η κύρια θεότητα. Σε πάμπολλα ειδώλια εικονίζεται μια αλλόκοτη γυναικεία μορφή με φίδια στα χέρια. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης πίστευαν πως οι πρωτόγονες θεότητες ήταν εγκλωβισμένες σε υλικά αντικείμενα! Στους αρχαϊκούς χρόνους, έχουμε λατρεία χθονίων θεοτήτων. Αργότερα άρχισε να διαμορφώνεται το δωδεκάθεο, ως αντικατοπτρισμός της απολυταρχικής και αριστοκρατικής εξουσίας των ελληνικών πόλεων. Παράλληλα η κάθε πόλη προέτασσε τη λατρεία τοπικών θεοτήτων και ηρώων.» Νεοπαγανισμός, η απειλή από το παρελθόν σελ. 9 – 10.
Το τέλος των πόλεων – κρατών στην Ελλάδα που επέφεραν οι κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου και τα μετέπειτα ιδρυθέντα βασίλεια των επιγόνων του, είχε ως αποτέλεσμα και την κατάρρευση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, τουλάχιστον με την μορφή που εκδηλώνονταν σ’ αυτές τις πόλεις – κράτη. Ο πρώην πολίτης όχι μόνο δεν σέβονταν την πατρώα θρησκεία δηλαδή την θρησκεία των προγόνων του, όχι μόνο δεν μπορούσε να στηρίζεται σ’ αυτήν, αλλά έφτανε στο σημείο να την διακωμωδεί κιόλας. Ο Παυσανίας (2ος αιώνας μ.Χ.) στα «Αττικά» μιλάει για Αθηναίους που για να διασκεδάσουν στα σπίτια τους έκαναν τελετές μιμούμενοι τα Ελευσίνια μυστήρια μία από τις ιερότερες και πιο σεβαστές θρησκευτικές τελετές στην αρχαία Ελλάδα. Πιθανόν να ζήλεψαν την … «δόξα» του Αλκιβιάδη (450 π.Χ. – 404 π.Χ.) που σύμφωνα με τον Πλούταρχο (45 μ.Χ. – 120 μ.Χ.), ο οποίος έγραψε τη βιογραφία του, αναφέρεται στην ανάρμοστη και ασεβή πράξη του ιδίου και των φίλων του να μιμηθούν σε ιδιωτικά σπίτια την τελετή των Ελευσίνιων Μυστηρίων και να την διακωμωδήσουν.
Βέβαια οι θυσίες και οι γιορτές συνέχισαν να γίνονται, αλλά ο Έλληνας δεν ήταν πια καθόλου βέβαιος πως οι θεοί των προγόνων του υπάρχουν, είχε μάλιστα και τις αμφιβολίες του, πως κι αν υπάρχουν είναι δυνατόν να τον ακούνε κιόλας: «Πίστευε στον θεό και να τον σέβεσαι, αλλά μη του ζητάς τίποτε. Διότι τίποτε άλλο περισσότερο δεν έχεις από το να του ζητάς. Είτε υπάρχει, είτε όχι, μη θέλεις να μάθεις, αλλά ως υπάρχοντα και ως παρόντα πάντοτε να τον σέβεσαι» Φιλήμων, απόσπ. 1.118ab γράφει ο δημοφιλής ποιητής εκπρόσωπος της «Νέας Κωμωδίας» Φιλήμων (361 π.Χ. – 263 π.Χ.)
Την αποξένωση αυτή και το κενό που ένοιωθε ο άνθρωπος στη σχέση του με το Θεό εξέφρασε και ο μεγάλος φιλόσοφος Επίκουρος (341 π.Χ. – 270 π.Χ.) ο οποίος υποστήριζε πως ο Θεός είναι μια οντότητα απόλυτα ξένη προς τον άνθρωπο, κάτι περίπου αντίστοιχο που υποστήριξε στους νεότερους χρόνους το κίνημα του Δεϊσμού (Deismus): «Το μακάριο και άφθαρτο ούτε το ίδιο έχει τίποτε ούτε σε άλλον παρέχει. Ώστε ούτε με οργές επικοινωνεί ούτε με χάρες» Επίκουρος, Κύριαι δόξαι 1.1
Την κατάρρευση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, και την αποκατάσταση της θρησκευτικής ζωής προσπάθησε να ανακόψει ο Αθηναίος ρήτορας και πολιτικός Λυκούργος, προσπαθώντας να εμφυσήσει ξανά στον πολίτη την ευσέβεια και την αρετή. Ο Λυκούργος (390 π.Χ. – 324 π.Χ.) ήταν γόνος παλιάς αθηναϊκής οικογένειας, ακολούθησε τις αρχές που χαρακτήριζαν τους παλαιούς Αθηναίους: προσήλωση στη θρησκεία και τους θεούς της πόλης, λιτότητα στον ιδιωτικό βίο, αμείλικτη στάση απέναντι σ' εκείνον που πρόδιδε την πόλη ή παρέβαινε τους καθιερωμένους ηθικούς και πολιτικούς κανόνες. Πολλοί από τους προγόνους του υπήρξαν ιερείς είτε του Ποσειδώνα είτε της Αθηνάς. Τιμούσε ιδιαίτερα τον θεό Διόνυσο. Αλλά η προσωρινή αυτή έκλαμψη δεν είχε συνέχεια. Με το θάνατό του τελείωσαν και όλα. Το ποτάμι δεν γύριζε πίσω πλέον.
Η κοινωνία είχε χάσει οριστικά την παλιά συνοχή της και η θρησκευτικότητα είχε κατακερματιστεί και αυτή. Η πληθώρα νέων αγαλμάτων και βωμών που στήνονταν σε θεοποιημένες έννοιες ή καταστάσεις περιγράφει εναργέστατα τον κλονισμό της πίστης στους Δώδεκα θεούς του Ολύμπου, ακόμα και σ’ αυτή την προστάτιδα της πόλης Αθηνά. Στήθηκαν λοιπόν βωμοί στην Αγορά των Αθηνών στη Μνημοσύνη, τις Χάριτες, τις Ώρες, τις Νύμφες, τις Μοίρες, τον Δήμο, τη Δημοκρατία, τη Νίκη, την Ειρήνη, την Υγεία, τον Πόθο κ.λ.π. καθώς και σε ουράνια σώματα, όπως τον Ήλιο και τη Σελήνη. Εξ’ αυτού του γεγονότος άλλωστε, θα αποκαλέσει τους Αθηναίους «θεοσεβέστατους» ο Απόστολος Παύλος, στο κήρυγμά του στον Άρειο Πάγο, Πράξεις των Αποστόλων 17:22.
Όλα τα παραπάνω δεν πρέπει να τα δούμε ως μια έκπτωση στην δεισιδαιμονία, αλλά στην αγωνία του ατόμου για μια άμεση σύνδεση και σχέση με το θεό, μια επίκληση για παρέμβασή του σε ότι ελπίζει ή σε ότι τον απειλεί, κάτι που δεν μπορούσε πλέον να του παράσχει η αχρηστευμένη από τα πράγματα θρησκεία της πόλης.
Ζώντας πλέον ο άνθρωπος της ελληνικής κοινωνίας σε μια πολυπολιτισμική και αχανή αυτοκρατορία και έχοντας χάσει τη «ζεστασιά» και το ενδιαφέρον της πόλης – κράτους του, ένοιωθε μια μοναδική εγκατάλειψη. Δεν υπήρχε πλέον προστασία ούτε από τους θεούς ούτε από την πολιτεία. Γι’ αυτό και όταν αποζητούσαν σωτηρία και συμπαράσταση, έχοντας χάσει την πίστη στα πάτρια, προτιμούσαν ν’ απευθύνονται στον ισχυρό άντρα της κάθε εποχής, τον οποίο ονόμαζαν Ευεργέτη, και τον τιμούσαν σαν θεό για να τον κολακέψουν: «Διότι άλλοι μεν από τους θεούς ή βρίσκονται μακριά ή δεν έχουν αυτιά ή δεν υπάρχουν ή δεν μας προσέχουν ούτε στο παραμικρό. Εσένα δε, σε βλέπουμε παρόντα, ούτε ξύλινο, ούτε λίθινο αλλά αληθινό. Ευχόμεθα πράγματι για σένα. Πρώτα φέρε μας την ειρήνη, αγαπητέ. Διότι κύριος είσαι εσύ» Δούριδος, Ιστορία 5.30.18. Αυτοί δε οι τιμώμενοι, προτιμούσαν να μην προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες αναγνωρισμένους θεούς, αλλά να αναγνωρίζονται και αυτοί ως αδέλφια ή παιδιά των θεών της πάλαι ποτέ πόλης – κράτους, και η λατρεία τους να συνδέεται με τους παλιούς θεούς.
Ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Λύσανδρος, ο οποίος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συντριβή των Αθηναίων κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, ήταν ο πρώτος εν ζωή ισχυρός άνδρας για τον οποίο οι Έλληνες έστησαν βωμό. Του πρόσφεραν θυσίες όπως σε θεό, θέσπισαν προς τιμή του αγώνες, τα «Λυσάνδρεια»! και έγραψαν γι’ αυτόν παιάνα, είδος δηλαδή άσματος που γραφόταν μόνο για Θεό: «πρώτον μεν … από τους Έλληνες σε κείνον βωμούς και πόλεις του αφιέρωσαν σαν θεό και του έκαναν θυσίες» Πλουτάρχου, Βίοι, Λύσανδρος 18.3. Πολύ σύντομα αυτό γίνονταν χωρίς κανένα ίχνος ντροπής πλέον. Όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Μάρκος Αντώνιος (83 π.Χ. – 30 π.Χ.) πήγε στην Έφεσο, τον υποδέχθηκαν οι γυναίκες μεταμφιεσμένες σε Βάκχες και οι άνδρες και τα αγόρια σε Σατύρους και Πάνες, και χαιρετούσαν τον Μάρκο Αντώνιο σαν να ήταν ο θεός Διόνυσος, ψάλλοντας του παιάνα: «Μόλις εισήλθε αυτός στην Έφεσο, τον υποδέχθηκαν οι γυναίκες μεταμφιεσμένες σε Βάκχες και οι άνδρες και τα αγόρια σε Σατύρους και Πάνες και η πόλη ήταν γεμάτη από κισσούς και θύρσους και ψαλτήρια και σύριγγες και αυλούς και τον αποκαλούσαν Διόνυσο, Χαριδότη και Μειλίχιο» Πλουτάρχου, Βίοι, Αντώνιος 24.4.
Ο Φίλιππος Β΄ ο πατέρας του Μ. Αλεξάνδρου, τιμήθηκε ως θεός στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας και έκτισε μόνος του τον ναό του στην Ολυμπία, όπου έβαλε το χρυσελεφάντινο άγαλμά του, κατά το πρότυπο του αγάλματος του Δία. Ο Αλέξανδρος ομοίως, αναγνωρίστηκε ως Θεός από τους Αθηναίους, αν και αυτό κράτησε μόνο μέχρι τον θάνατό του. Μπόρεσε πάντως να απολαύσει τον εαυτό του ως τον δέκατο τρίτο των Ολύμπιων θεών σε αρκετές πόλεις. Γράφει ο βιογράφος του Αρριανός (95 μ.Χ. – 180 μ.Χ.), για τη συζήτηση που έγινε για την θεοποίησή του: «Είναι πολύ πιο δίκαιο να θεωρήσουμε τον Αλέξανδρο θεό παρά το Διόνυσο και τον Ηρακλή ... γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι, όταν ο Αλέξανδρος θα πέθαινε οι άνθρωποι θα τον τιμούσαν σαν θεό· πολύ πιο δίκαιο λοιπόν θα ήταν αν του απέδιδαν τις τιμές αυτές ενώ ήταν ακόμα ζωντανός και όχι μετά τον θάνατό του οπότε θα του ήταν άχρηστες» Αρριανός, Ανάβασις 4. 10, 6-7.
Η θεοποίηση του ισχυρού οδήγησε όχι μόνο στον εξευτελισμό και την αλλοτρίωση της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας, αλλά και στην ηθική κατάπτωση του Έλληνα, αφού την πατροπαράδοτη ευσέβεια προς τους θεούς διαδέχτηκε η αισχρή κολακεία. «Τα ιερά και τα πάτρια», τα διατηρούσαν βέβαια, στο βαθμό όμως που τα είχαν έτοιμα να τα πουλήσουν στον κάθε «ευεργέτη» ο οποίος έδινε λεφτά ή φαγητό στους κατοίκους της πόλης ή ακόμη να τα χρησιμοποιήσουν για να κολακέψουν τους οποιοδήποτε ισχυρούς: «Έγιναν επίγειοι θεοί, για τις ευεργεσίες τους στους ανθρώπους και αθάνατη δόξα και τιμή πέτυχαν» Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη ιστορική 6.1,1.
Η κατάπτωση της Αθήνας έφθασε σε σημεία κυριολεκτικά αδιανόητα, όταν τα Ελευσίνια μυστήρια των Αθηναίων γελοιοποιήθηκαν, προκειμένου να κολακευθεί ο ισχυρός άνδρας της στιγμής, Δημήτριος ο Πολιορκητής (337 π.Χ. – 283 π.Χ.): «Διαβόητος έγινε για την κολακεία του και ο δήμος των Αθηναίων» Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 6.62. Αυτόν και τον πατέρα του Αντίγονο, πρωτοτυπώντας οι Αθηναίοι, τους ονόμασαν «θεούς σωτήρες». Αποφάσισαν με ψήφισμα και τους έστησαν βωμούς. Τους απεσταλμένους του Δημητρίου ονόμασαν όχι πρεσβευτές αλλά θεωρούς, ένας τίτλος που ως γνωστόν κατείχαν μόνο οι απεσταλμένοι της οποιαδήποτε Ελληνικής πόλης στους Δελφούς και την Ολυμπία «διότι πρώτους μεν από όλους τους ανθρώπους τον Δημήτριο και τον Αντίγονο … θεούς σωτήρες ανέγραψαν» Πλουτάρχου, Βίοι, Δημήτριος 10.3 – 5. Ο Αθήναιος (τέλος 2ου μ.Χ. αιώνα – αρχές 3ου μ.Χ. αιώνα), μας διασώζει και τον ύμνο που έγραψαν οι Αθηναίοι και τον αφιέρωσαν στον Δημήτριο τον Πολιορκητή: «Χαίρε γιε του παντοδύναμου θεού Ποσειδώνα και της Αφροδίτης. Γιατί άλλοι θεοί είτε είναι μακριά ή δεν ακούν ή δεν υπάρχουν ή δεν νοιάζονται διόλου για μας· εσένα όμως, σε βλέπουμε μπροστά μας, όχι από ξύλο ούτε από πέτρα, αλλά αληθινό» Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί VI, 253e. Οι άλλοτε υπερήφανοι Αθηναίοι, αυτοί που έδωσαν κατ’ εξοχήν τα φώτα του πολιτισμού στην ανθρωπότητα, έπεσαν τόσο χαμηλά μέχρι του σημείου να στήσουν 360 ανδριάντες! έναν για κάθε μέρα του έτους στον Δημήτριο τον Φαληρέα, για να τον κολακέψουν, τους οποίους βέβαια κατέστρεψαν μετά τον θάνατό του. Την ίδια υποκρισία και εν συνεχεία αχαριστία, έδειξαν αμέσως μετά, και στον Δημήτριο τον Πολιορκητή, τον άνθρωπο που ίσως εξευτέλισε όσο κανείς άλλος την πόλη τους.
Ας δούμε κάποια σημεία του ευτελισμού αυτού των Αθηναίων από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή. Αποφάσισαν να τον υποδέχονται με τιμές που αποδίδονταν μόνο στην θεά Δήμητρα και τον θεό Διόνυσο, άλλαξαν το όνομα του μήνα Μουνιχιώνα (24 Μαρτίου – 22 Απριλίου) και τον έκαναν Δημητριώνα, ενώ τα Διονύσια τα ονόμασαν Δημήτρια! Έφθασαν στο σημείο να τον αναγορεύσουν σε αδελφό της θεάς Αθηνάς και του έδωσαν για κατοικία τον Παρθενώνα. Και αυτός, με τον χυδαία έκλυτο βίο του μετέτρεψε τον ναό της πολιούχου Αθηνάς σε πορνείο, εγκαθιστώντας εκεί πόρνες και νεαρούς πόρνους: «Αυτοί δε, αν και προηγουμένως ήδη μέχρι καταχρήσεως είχαν χορηγήσει άφθονη τιμή σ’ αυτόν, βρήκαν όμως και τότε τρόπο να φανούν νέοι και πρόσφατοι στις κολακείες, δίνοντας σ’ αυτόν κατάλυμα τον Οπισθόδρομο(δηλ. το δυτικό μέρος) του Παρθενώνα, και εκεί κατοικούσε … αλλά ο Δημήτριος, ο οποίος έπρεπε να ντρέπεται την Αθηνά, αν όχι για κάτι άλλο, τουλάχιστον ως αδελφή του μεγαλύτερη, διότι έτσι ήθελε να λέγεται, τόσο πολύ γέμισε με ντροπή την ακρόπολη για παίδες ελευθέρους και γυναίκες πολίτιδες, ώστε καθαρός φαίνονταν ο τόπος όταν ακόλαστα αυτός περνούσε τον καιρό του μόνο μαζί με τις πόρνες εκείνων, της Χρυσίδας, της Λαμίας, της Δημούς ή της Αντικύρας» Πλουτάρχου, Βίοι, Δημήτριος 23.4.5 – 24.1.2.
Τόσα πολλά έκανε ο Δημήτριος με την συνεργασία και την προτροπή των ευτελισμένων Αθηναίων, ώστε γεμάτος θλίψη για την κατάντια τους ο Πλούταρχος, υποχρεώνει τον εαυτό του να μην τα πει, σεβόμενος την πόλη: «Και τα μεν άλλα δεν πρέπει σαφώς να διηγηθούμε για χάρη της πόλης» Πλουτάρχου, Βίοι, Δημήτριος 24.2.
Ένα ακόμα παράδειγμα, για την παντελή κατάπτωση του ήθους των Αθηναίων. Στο πρυτανείο των Αθηνών, όπου φυλάσσονταν οι νόμοι του Σόλωνα, οι Αθηναίοι είχαν βάλει σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και τιμής ανδριάντες των αληθώς γενναίων σωτήρων της πόλεως Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή. Και όμως στην ελληνιστική περίοδο, οι Αθηναίοι άλλαξαν τις αφιερώσεις, που πλέον δεν είχαν νόημα γι’ αυτούς, και έγραψαν πως οι συγκεκριμένοι ανδριάντες είναι ενός Ρωμαίου και ενός Θράκα!: «Τους ανδριάντες του Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή, αλλάζοντες τις επιγραφές, τους μετέτρεψαν σε ανδριάντες ενός Ρωμαίου και ενός Θράκα»Παυσανίας, Αττικά 1.18.3 – 4.
Και το τελειωτικό χτύπημα στην αρχαία Ελληνική θρησκεία το δίνει ο συγκρητισμός. Η λέξη αυτή προέρχεται από το ρήμα συγκρητίζω και αρχικά σήμαινε την από κοινού ένωση των Κρητών παρά τις διαφορές τους για την αντιμετώπιση ενός μεγάλου κινδύνου. Αργότερα σήμαινε – και μ’ αυτή την έννοια κατανοείται σήμερα – η ανάμιξη στοιχείων από διάφορες θρησκείες.
Ο Έλληνας μετά την παρακμή που επέφερε ο αδελφοκτόνος Πελοποννησιακός Πόλεμος, δεν νοιάζεται πλέον για την πόλη του, αλλά μόνο για τον εαυτό του. Έτσι στρέφεται σε ξένους θεούς και αναζητά διέξοδο στο υπαρξιακό κενό του στην δεισιδαιμονία, τον αποκρυφισμό, την μαγεία. Καινούργιοι θεοί εισέρχονται στις Ελληνικές πόλεις από διάφορα μέρη του γνωστού τότε κόσμου. Τον 4ο αιώνα εντάσονται στην αρχαία Ελληνική θρησκεία οι Αιγυπτιακοί θεοί Άμμων Ρα, Ίσιδα, Σαβάζιος και η Φρυγική Μεγάλη Μητέρα (Κυβέλη).
Στην Δήλο, το νησί του Απόλλωνα και την ιερή καρδιά των αρχαίων, αναγείρονται μεγαλοπρεπείς ναοί του Σάραπι, της Ίσιδος, του Άνουβι κ.λ.π. των Αιγυπτίων. Και όλα αυτά βοηθιούνται, από την πολιτική του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του, οι οποίοι επιθυμούσαν την σύγκραση των πολιτισμών για την εξυπηρέτηση των δικών τους πολιτικών σχεδίων και την απουσία κάθε αντίστασης στα απολυταρχικά καθεστώτα τους.
Στα πρωτοβυζαντινά χρόνια, η αρχαία Ελληνική θρησκεία κάνει μια τελευταία απέλπιδα προσπάθεια να διασωθεί και να σταματήσει το ψυχοράγημά της, μεταμορφούμενη σε ένα πολύπλοκο συγκρητιστικό θρησκευτικό και φιλοσοφικό σύστημα, τον Νεοπλατωνισμό, για να επιβιώσει μπροστά στην σαρωτική εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ήταν όμως αργά. Ο Φοίβος Απόλλων δεν είχε πια κατοικία και το ομιλών νερό είχε στερέψει!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος: «Ελληνισμός Προσήλυτος»
2. Νεοπαγανισμός, η απειλή από το παρελθόν
3. Ελληνική Βικιπαίδεια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου