Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Κυριακή 22 Μαΐου 2016

ΤΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ












π. Δημητρίου Μπόκου
          Ἄ­στρα­ψα καὶ βρόν­τη­ξα, ἀλ­λὰ μό­νο μέ­σα μου. Ποῦ νὰ τολ­μή­σω νὰ βγά­λω ἄ­χνα μπρο­στὰ στὸν πα­τέ­ρα μου! Ὁ τό­νος τῆς φω­νῆς του ἦ­ταν ἀ­πό­λυ­τος.
-  Πέν­τε μέ­ρες εἶ­ναι πολ­λές. Δὲν ξα­να­βρί­σκον­ται εὔ­κο­λα. Ξέ­χνα το γιὰ φέ­τος. Δὲν θὰ πᾶς που­θε­νά!
Ἡ ἀ­δελ­φή μου στρά­βω­σε τὸ μοῦ­τρο της κο­ρο­ϊ­δευ­τι­κὰ σὰν νὰ μοῦ ’­λε­γε:
-  Δὲν στά ’­λε­γα;

Ἔ­βρα­ζα, μὰ τί  νά ’­κα­να; Τέ­λει­ω­σα βι­α­στι­κὰ τὸ φα­γη­τό μου, ση­κώ­θη­κα, πῆ­γα στὸ δω­μά­τιό μου. Μό­λις ὅ­μως ἔ­κλει­σα τὴν πόρ­τα πί­σω μου, ξε­σπά­θω­σα. Ἔ­σκι­σα μὲ μιὰ κλω­τσιὰ τὸ χνου­δω­τὸ ἐ­λε­φαν­τά­κι τοῦ μι­κρό­τε­ρου ἀ­δελ­φοῦ μου, χτύ­πη­σα τὴ γρο­θιά μου στὸ γρα­φεῖ­ο (ὄ­χι καὶ πο­λὺ δυ­να­τὰ - γιὰ νὰ λέ­με τὴν ἀ­λή­θεια - για­τὶ ποι­ὸς ἀν­τέ­χει τὸν πό­νο;), σω­ρι­ά­στη­κα πι­κρα­μέ­νος στὴν πο­λυ­θρό­να. Μοῦ ’ρ­χό­ταν νὰ κλά­ψω ἀ­π’ τὸν θυ­μό μου.
-  Μὰ δὲν ὑ­πο­φέ­ρε­ται ἄλ­λο πιά! οὔρ­λι­α­ξε ἡ ξα­ναμ­μέ­νη σκέ­ψη μου μὲς στὸ κε­φά­λι μου. Σκέ­το μαρ­τύ­ριο ἡ φε­τι­νὴ χρο­νιά. Πᾶ­νε οἱ βόλ­τες, κό­πη­κε ἡ δι­α­σκέ­δα­ση σχε­δὸν ἐν­τε­λῶς. Χά­νω τώ­ρα καὶ τὴν πεν­θή­με­ρη στὴ Ρό­δο. Αὐ­τὸ θὰ πεῖ Γ΄ Λυ­κεί­ου. Δι­α­ζύ­γιο ἀ­π’ τὴ ζω­ή. Δι­ά­βα­σμα καὶ μό­νο δι­ά­βα­σμα. Μέ­ρα νύ­χτα τὸ ἴ­διο τρο­πά­ριο στὸν ἴ­διο ἦ­χο.
Ποῦ νὰ μι­λή­σω καὶ γιὰ τί­πο­τε πε­ρισ­σό­τε­ρο! Ποὺ φλερ­τά­ρω λ.χ. τὴν και­νούρ­για Kawasaki καί, πι­στὸς στὸ ραν­τε­βού μου κά­θε μέ­ρα, περ­νά­ω νὰ τὴ δῶ στὴ βι­τρί­να τῆς ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας. Λά­γνο τὸ βλέμ­μα μου τὴν ἀγ­κα­λιά­ζει. Μπαί­νω καμ­μιὰ φο­ρὰ καὶ μέ­σα νὰ τὴν ἀ­πο­λαύ­σω ἀ­πὸ κον­τά. Δι­πλὲς ἐ­ξα­τμί­σεις, ἀ­στρα­φτε­ρὴ φι­νέ­τσα, φου­του­ρι­στι­κὴ γραμ­μή. Ὄ­νει­ρο! Κλεί­νω τὰ μά­τια μου νὰ φαν­τα­στῶ τὸν ἑ­αυ­τό μου νὰ με­ταρ­σι­ώ­νε­ται ἀ­πὸ τὴ μέ­θη τῆς τα­χύ­τη­τας, τὴν ἀ­συγ­κρά­τη­τη δύ­να­μη, τὴ γο­η­τεί­α τῆς οὐ­το­πί­ας. Ἀλ­λὰ ποῦ νὰ τολ­μή­σω νὰ μι­λή­σω γιὰ τέ­τοι­α; Πό­σο ἀ­δι­κη­μέ­νος αἰ­σθά­νο­μαι!
Κοί­τα­ξα τὸ πρό­σω­πό μου στὸν κα­θρέ­φτη καὶ εἶ­δα ἕ­να βλέμ­μα ἀ­νή­συ­χο, ἀ­κό­ρε­στο, γε­μά­το βου­λι­μί­α. Ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι ἐ­κεῖ ἔ­ξω κι ἐ­γὼ δὲν θέ­λω νὰ πα­ραι­τη­θῶ ἀ­π’ αὐ­τήν. Μοῦ δί­νει πολ­λά, ἀλ­λὰ θέ­λω πε­ρισ­σό­τε­ρα. Ἐ­γὼ τὴ λα­χτα­ρῶ, κι αὐ­τὴ ὅ­λο καὶ μοῦ γυρ­νᾶ τὴν πλά­τη. Τρα­γω­δί­α δη­λα­δή, δὲν εἶ­ναι ἔ­τσι;
Ξα­να­γύ­ρι­σα στὸ κα­θι­στι­κὸ ἀρ­γὰ τὸ ἀ­πό­γευ­μα. Πῆ­ρα στὸ χέ­ρι τὸ τη­λε­κον­τρόλ, ἄ­νοι­ξα τὴν τη­λε­ό­ρα­ση. Ἡ εἰ­κό­να τοῦ φλε­γό­με­νου Ἰ­ρὰκ γέ­μι­σε ἀ­σφυ­κτι­κὰ τὴν ὀ­θό­νη. Τὸ κα­νά­λι με­τέ­δι­δε τὰ τε­λευ­ταῖ­α νέ­α τοῦ πο­λέ­μου.
Οἱ εἰ­κό­νες τῆς φρί­κης δι­α­δέ­χον­ται ἡ μιὰ τὴν ἄλ­λη. Μιὰ καυ­τὴ κό­λα­ση βα­σι­λεύ­ει ἐ­κεῖ ποὺ ἄν­θι­ζε τὸ χα­μό­γε­λο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἀ­νά­με­σα Τί­γρη καὶ Εὐ­φρά­τη, κα­τὰ ἀ­να­το­λάς, στὴν Ἐ­δέμ, φύ­τρω­ναν μιὰ φο­ρὰ κι ἕ­ναν και­ρό, φυ­τε­μέ­να ἀ­π’ τὸ χέ­ρι τοῦ Θε­οῦ, πρά­σι­να δέν­τρα φορ­τω­μέ­να μὲ καρ­πούς. Ἐ­κεῖ τώ­ρα πα­ρε­λαύ­νουν τὰ ἀ­πο­τρό­παι­α τέ­ρα­τα τῆς φο­νι­κώ­τε­ρης πο­λε­μι­κῆς μη­χα­νῆς τῶν αἰ­ώ­νων, σκορ­πών­τας τὴν κα­τα­στρο­φὴ καὶ τὸν θά­να­το. Ἀ­νοί­γον­τας τὰ ἀ­τσα­λέ­νια φτε­ρά τους τὰ ὑ­περ­φί­α­λα σμή­νη τῶν «ἀ­ε­τῶν ποὺ οὐρ­λιά­ζουν», βυ­θί­ζουν σα­δι­στι­κὰ τὰ νύ­χια τους στὴ ζων­τα­νὴ σάρ­κα ἐ­κεί­νων ποὺ ἐ­πι­λέ­χθη­καν νὰ γί­νουν πρό­βα­τα ἐ­πὶ σφα­γήν.
(«Ἀ­ε­τοὶ ποὺ οὐρ­λιά­ζουν»: ἔτσι ὀνομάζονταν τὰ σμήνη τῶν ἀ­με­ρι­κα­νι­κῶν μα­χη­τι­κῶν ποὺ βομ­βάρ­δι­ζαν τὸ Ἰ­ρὰκ τὸ 2003).
Ὅ­μως …
Ἀ­π’ ὅ­λα τὰ συγ­κλο­νι­στι­κὰ σκη­νι­κὰ τοῦ πο­λέ­μου, μιὰ εἰ­κό­να ξε­χώ­ρι­σε ἀ­πρό­σκλη­τη καὶ καρ­φώ­θη­κε στὸ μυα­λό μου.
Μέ­σα στὸν ἀ­νε­λέ­η­το κα­ται­γι­σμὸ τῶν βομ­βῶν, τὰ σύν­νε­φα τῶν κα­πνῶν, τὶς πορ­φυ­ρὲς λάμ­ψεις τῆς φω­τιᾶς, τὰ μα­κά­βρια σκέ­λε­θρα τῶν ἐ­ρει­πω­μέ­νων σπι­τι­ῶν καὶ τὰ ρη­μαγ­μέ­να κορ­μιὰ τῶν ἀ­μά­χων νε­κρῶν, ἕ­να μι­κρὸ παι­δί, ὄ­χι πά­νω ἀ­πὸ δέ­κα, κλαί­ει μὲ καυ­τὰ δά­κρυ­α πά­νω στὰ δι­α­με­λι­σμέ­να σώ­μα­τα τῆς μά­νας καὶ τοῦ πα­τέ­ρα…
Τὸ πρό­σω­πό του τρα­γι­κὰ ἀλ­λοι­ω­μέ­νο ἀ­πὸ τὸν τρό­μο. Τὸ γό­να­το ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο στὴ γῆ. Τὰ μά­τια στραμ­μέ­να στὸν οὐ­ρα­νό, ποὺ ἐ­ξα­πο­λύ­ει χι­λιά­δες κε­ραυ­νούς. Τὸ χέ­ρι του ὑ­ψω­μέ­νο στὸν πνι­γε­ρὸ ἀ­έ­ρα…
Καὶ μέ­σα ἀ­π’ τὸν ἀ­νεί­πω­το στε­ναγ­μὸ τῆς τρα­γι­κῆς αὐ­τῆς φι­γού­ρας ἕ­να σι­ω­πη­λό, πλὴν ἀ­δυ­σώ­πη­το, πε­λώ­ριο «για­τί;» σκί­ζει τὴ φρί­κη τοῦ πο­λέ­μου καὶ δι­α­περ­νᾶ τοὺς ἐκ­κω­φαν­τι­κοὺς κρωγ­μοὺς τοῦ θα­νά­του.
Ἀ­μεί­λι­κτα σκί­ζον­τας τὰ πλά­τη τῶν αἰ­θέ­ρων, ἔ­φτα­σε ἡ σι­ω­πη­λὴ κραυ­γή του καὶ σ’ ἐ­μέ­να. Μὲ συγ­κλό­νι­σε πι­ό­τε­ρο κι ἀ­π’ τὶς ἐ­κρή­ξεις τοῦ πο­λέ­μου. Ντρά­πη­κα βα­θιὰ βλέ­πον­τας τὸ πρό­σω­πο τοῦ ἀθώου μι­κροῦ παι­διοῦ. Ἔ­νοι­ω­σα ἔ­νο­χος κι ἐ­γὼ γιὰ τὴ δυ­στυ­χί­α του. Για­τὶ βά­δι­ζα στὸν ἴ­διο δρό­μο μὲ τοὺς θύ­τες του: Τὰ ἤ­θε­λα ὅ­λα γιὰ τὸν ἑ­αυ­τό μου!
Ὁ με­λαγ­χο­λι­κὸς ἦ­χος μιᾶς καμ­πά­νας ξε­χύ­θη­κε στὸ με­λι­χρὸ ἀ­πό­γευ­μα. Ἀρ­χί­ζει ἡ Με­γά­λη Ἑ­βδο­μά­δα. Ἕ­να ἄλ­λο δρά­μα ἀ­νε­βαί­νει στὸ προ­σκή­νιο. Ἕ­να ἄλ­λο πρό­σω­πο πρω­τα­γω­νι­στεῖ. Ὁ Χρι­στός.
Μοιά­ζει μὲ τὸ πρό­σω­πο τοῦ παι­διοῦ τοῦ πο­λέ­μου. Τὰ χά­νει ὅ­λα κι αὐ­τός, ἀ­κό­μα καὶ τὴ ζω­ή του. Οἱ θύ­τες του ἐξ ἴ­σου ἀ­νε­λέ­η­τοι, ἂν ὄ­χι καὶ χει­ρό­τε­ροι, ἀ­φοῦ τολ­μοῦν τὸν πό­λε­μο ἐ­νάν­τια στὸν Θε­ό, ὄ­χι στὸν ἄν­θρω­πο.
Θύ­μα κι ὁ Χρι­στός, ἀθῶο θύμα σὰν τὸ μι­κρὸ παι­δί. Μὲ μιὰ δι­α­φο­ρά: Ἑ­κού­σιο θύ­μα. Ἀρ­νεῖ­ται νὰ πα­ρα­τά­ξει γύ­ρω του λε­γε­ῶ­νες τῶν ἀγ­γέ­λων. Δὲν τοῦ παίρ­νουν τί­πο­τε χω­ρὶς νὰ τὸ θέ­λει. Τὰ πα­ρα­δί­δει ὅ­λα μό­νος του. Θε­λη­μα­τι­κά. Πα­ραι­τεῖ­ται ἀ­π’ ὅ­λα σὲ μιὰ κί­νη­ση ἀ­νε­ξή­γη­της ἀ­γά­πης γιὰ ’κεί­νους, ποὺ χύ­νουν πά­νω του τὴν κό­λα­ση τοῦ μί­σους.
Ὁ Χρι­στός!
Ἕ­να πρό­σω­πο δι­α­φο­ρε­τι­κὸ ἀ­πὸ τὰ ἄλ­λα.
Ἀ­π’ τὸ δι­κό μου σι­χα­μέ­νο πρό­σω­πο τῆς ἀ­πλη­στί­ας, ποὺ νέ­ους θὰ γεν­νή­σει πο­λε­μο­χα­ρεῖς θύ­τες αὔ­ριο.
Μὰ κι ἀ­π’ τὸ τρα­γι­κὸ πρό­σω­πο τοῦ μι­κροῦ παι­διοῦ, ποὺ γί­νε­ται θύ­μα τοῦ πο­λέ­μου, πα­ρὰ τὴ θέ­λη­σή του ὅμως. Πο­τὲ δὲν γί­νε­ται καὶ γιὰ κα­νέ­ναν θύ­της ὁ Χρι­στός, μὰ οὔ­τε καὶ παί­γνιο, παρὰ τὴ θέλησή του, στὰ χέ­ρια τῶν θυ­τῶν του. Κι ἂν θυ­σι­ά­ζε­ται, τὸ κά­νει μὲ δι­κή του, ἀ­βί­α­στη, ἐ­λεύ­θε­ρη ἐ­πι­λο­γή, γιὰ ὅ­λους μας.
Μή­πως αὐ­τὸ εἶ­ναι τε­λι­κὰ τὸ μυ­στι­κὸ γιὰ νὰ ξα­να­βλα­στή­σουν πά­νω στὴ γῆ τὰ δέν­τρα τῆς Ἐ­δέμ;
Τρί­α πρό­σω­πα δι­α­γρά­φον­ταν μπρο­στά μου.
Ἀ­πέ­στρε­ψα μὲ ἀ­η­δί­α τὴ μα­τιά μου ἀ­π’ τὸ δι­κό μου.
Ἔ­κλα­ψα μὲ πό­νο μπρὸς στὸ πρό­σω­πο τοῦ παι­διοῦ τοῦ πο­λέ­μου.
Μὰ σκέ­φτη­κα πὼς ἔ­πρε­πε νὰ συ­ναν­τή­σω τὸ τρί­το πρό­σω­πο, τὸν Χρι­στό.
Ἔ­τσι, ὅ­ταν μιὰ δεύ­τε­ρη καμ­πά­να ξα­να­χτύ­πη­σε στὸν ἴ­διο με­λαγ­χο­λι­κὸ τό­νο, βα­θιὰ συλ­λο­γι­σμέ­νος πῆ­ρα τὸ δρό­μο γιὰ τὸ σπί­τι του,… τὴν Ἐκ­κλη­σί­α.
Τὸν εἶ­δα στ’ ἀ­χνο­φῶς, μ’ ἀ­κάν­θι­νο στε­φά­νι καὶ λυ­πη­μέ­νη τὴ μα­τιά, ἤ­ρε­μα ν’ ἀ­χτι­δο­βο­λά­ει τὴν ἀ­γά­πη.
Ἔ­σκυ­ψα τό­τε αὐ­θόρ­μη­τα… κι εὐ­λα­βι­κὰ προ­σκύ­νη­σα τὸ πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ, ποὺ ἀ­γα­πᾶ νὰ θυ­σι­ά­ζε­ται,… ἀν­τὶ νὰ θυ­σιά­ζει.
Πά­σχα 2003 

Διαδίδω τὴν «Ἀ ν τ ι ύ λ η»

Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails
          
Ι.Ν. Αγίου Βασιλείου Πρέβεζας



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου