Επίγεια πατρίδα του Οσίου υπήρξε η πόλη Θήβαι της Άνω Αιγύπτου, ο ακριβής όμως χρόνος δεν είναι γνωστός.
Από διάφορες ενδείξεις ο βίος του τοποθετείται μεταξύ του τέλους του 4ου και των μέσων του 5ου αιώνος (380-450).
Είχε...τη χάρη του Θεού να γεννηθεί από πιστούς γονείς, οι οποίοι, όντας σχετικά ευκατάστατοι, τον ανέθρεψαν με κάθε φροντίδα.
Μερίμνησαν για την εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου (Εφεσ. 6, 4) μόρφωσή του.
Δεν παρέλειψαν να προσέχουν την καλλιέργεια του χαρακτήρα και του ήθους του,και παρακολουθούσαν την πρόοδο του στην αληθινή σοφία και την αφοσίωση του στη χριστιανική πίστη.
Επιλογή του αγγελικού βίου
Καθώς ο Πατάπιος άφηνε τη νεανική ηλικία και ανδρωνόταν, γινόταν όλο και πιο εμφανής η αποστροφή του προς καθετί εφήμερο, υλικό και γήινο, ενώ έστρεφε με επιμονή την προσοχή και το ενδιαφέρον του προς τα ουράνια, τα πνευματικά, τα άφθαρτα και αιώνια.
Άλλωστε ήταν και η όλη κατάσταση που συνέβαλε σ’ αυτό:
Από τη μια οι μεγάλες θρησκευτικές έριδες της χρονικής εκείνης περιόδου, που είχαν ως αφορμή τη αναστάτωση την οποία προκαλούσε η διδασκαλία και δράση διαφόρων αιρετικών και δημιούργησε το Μονοφυσιτισμό (στην Αίγυπτο τους Κόπτες), από την άλλη οι μεγάλες αναχωρητικές και ασκητικές μορφές που είχαν «πολίσει» τις ερήμους, κυρίως της χώρας τού Νείλου,και προσείλκυαν χριστιανούς και μοναχούς.
Ζώντας σ’ αυτό το κλίμα ο νέος ακόμη Πατάπιος πήρε τη γενναία απόφαση: Άφησε πίσω του οικείους, φίλους, περιουσία, κοσμικό μέλλον, ανέσεις και φεύγοντας από τις Θήβες, πήγε και εγκαταβίωσε σε έρημο μέρος.
Εκεί αφοσιώθηκε στην προσευχή, τη νηστεία, την αποκοπή κάθε επιθυμίας, την απόκτηση κάθε αρετής.
Προς αναζήτηση της «ησυχίας»
Και όσο περνούσε ο καιρός και διαδιδόταν η φήμη της αγιότητός του, τόσο πύκνωνε ο αριθμός των χριστιανών που έρχονταν σ’ αυτόν.
Το γεγονός χαροποιούσε τον ασκητή Πατάπιο, διότι έβλεπε πόσο οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τα πνευματικά, όμως ο ίδιος επιθυμούσε την κατά Θεόν «ησυχία».
Είχε επιλέξει να ζει μακριά από καθετί που θα τον αποσπούσε από το να βρίσκεται «μόνος μόνω Θεώ».
Το ερημητήριο του είχε γίνει πλέον σημείο όπου έσπευδαν ευλαβείς επισκέπτες.
Και τι κάνει ο όσιος Πατάπιος;
Αποφασίζει να φύγει από την Αίγυπτο ίσως και εξαιτίας των εκεί εκκλησιαστικών ερίδων και να αναζητήσει άλλο τόπο, για να ζήσει στην απόλυτη μόνωση και «ησυχία».
Η αναχώρηση του έγινε με τέτοιο τρόπο, που δεν την αντιλήφθησαν «ούτε οι πιο γνωστοί του». Προορισμός του τα περίχωρα της νέας πρωτεύουσας της νεοσύστατης αυτοκρατορίας, της Κωνσταντινούπολης.
Για λόγους που μόνον ο Θεός γνωρίζει, καθώς ο όσιος Πατάπιος πορευόταν προς το νέο τόπο της άσκησής του, συναντήθηκε με δύο άλλους ερημίτες από την Αίγυπτο: Τον Βάρα και τον Ραβουλά.
Από τη Συρία και αφού οι τρεις, διέσχισαν οδοιπορώντας και τα παράλια της Μικράς Ασίας, έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη, ευχαριστώντας τον Θεό για την προστασία του καθόλη την κοπιαστική αποδημία τους, καθώς και για τη δύναμη που τους έδωσε, να κηρύττουν το άγιο Όνομά του στους κατοίκους των περιοχών από τις οποίες είχαν περάσει.
Η αγιότητα του βίου προσελκύει μαθητές
Αφού οι τρεις Αιγύπτιοι μοναχοί είδαν και θαύμασαν τη νέα πρωτεύουσα, άρχισαν να αναζητούν τόπον «ησυχίας» για να συνεχίσουν να πράξουν τούτο χωριστά ο καθένας, αλλά σε σχετικά κοντινή απόσταση, ώστε στις δύσκολες περιπτώσεις να ενισχύονται πνευματικά μεταξύ τους.
Αναζητώντας τόπο, κατέληξαν στην περιοχή των Βλαχερνών, όχι πολύ μακριά από τα τείχη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, πάνω από τον Κεράτιο κόλπο.
Ο καθένας από τους τρεις έστησε το μικρό ασκητήριο του, και επιδόθηκε στα ασκητικά του καθήκοντα.
Ο Όσιος Πατάπιος επιδόθηκε σε δυσκολότερους αγώνες.
Δουλαγωγώντας το σώμα του, δεν επέτρεπε στον εαυτό του να δοκιμάσει και την παραμικρή ευχαρίστηση, δεν ενδιαφερόταν να το ντύνει (παρά μόνο στοιχειωδώς), να το θρέφει, να το αναπαύει, εκτός από τον ελάχιστο ύπνο.
Κι όλα τα κατόρθωνε όχι μόνο χάρη στον αδιάκοπο πνευματικό του αγώνα, αλλά και με τη συνέργεια της θείας Χάριτος.
Και πως τον δόξαζε ο Θεός;
Με δύο τρόπους: Πρώτον, με το ότι του χάρισε τη δύναμη να τελεί θαύματα και να γιατρεύει αρρώστιες και δεύτερο, με το ότι τον έκανε γνωστό ως ασκητή που είχε πάνω του χαρίσματα, με αποτέλεσμα να σπεύδουν κοντά του πολλοί χριστιανοί από την Κωνσταντινούπολη και τα γύρω χωριά.
Ανάμεσα τους υπήρχαν και μερικοί που δεν αρκούνταν στο να ακούνε το φωτισμένο λόγο του και να ενισχύονται πνευματικά.
Επιθυμούσαν να παραμείνουν κοντά του, ως μαθητές και να γίνουν μοναχοί, ώστε κάτω από την έμπειρη καθοδήγησή του να ασκηθούν στην αγγελική πολιτεία.
Εκείνος, παρά την αρχική αντίρρηση του, υποχώρησε στην επίμονη παράκλησή τους κι έτσι στήθηκε, η Μονή των Αιγυπτίων.
Η «Μονή των Αιγυπτίων»
Ονομάστηκε «των Αιγυπτίων» και διότι ο ιδρυτής και πρώτος ηγούμενος ήταν εξ Αιγύπτου και επειδή κάποιοι από τους πρώτους μοναχούς είχαν καταγωγή από τη χώρα του Νείλου.
Με κέντρο της λειτουργικής ζωής τους το καθολικό (ναό) που αφιέρωσαν στον Πρόδρομο και Βαπτιστή του Κυρίου, τον Ιωάννη, επιδίδονταν με ζήλο πνευματικό σε παλαίσματα ηρωικά, που στόχο τους είχαν τον αγιασμό ψυχής και σώματος και τη θέωσή τους.
Ο όσιος Πατάπιος, με τον φωτισμένο λόγο και το αξιομίμητο παράδειγμά του, «των μοναστών εδείχθη διδάσκαλος ένθεος» και «προς ζήλον αγγελικής πολιτείας διήγειρεν άπαντας.
Ενώ όμως η «Μονή των Αιγυπτίων» ιδρύθηκε και για αρκετά χρόνια λειτούργησε ως ανδρική, άγνωστο για ποιούς λόγους, όταν πριν από τα μέσα του 8ου αιώνος την επισκέφθηκε ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, στη Μονή εγκαταβίωναν μοναχές.
Το χάρισμα του «θεραπεύειν»
Το Άγιο Πνεύμα έδωσε χωρίς φειδώ το χάρισμα του θεραπεύειν στον όσιο Πατάπιο, ενόσω ακόμα βρισκόταν στη ζωή, εξαιτίας του πλούτου των αρετών του.
Οι συναξαριστές εξιστορούν τέσσερα από αυτά (θεραπεία τυφλού, υδρωπικού, δαιμονιζομένου και καρκινοπαθούς).
Φυσικά και άλλα θαύματα τέλεσε ο όσιος Πατάπιος, καθώς σημειώνει ο ιερός συναξαριστής: «Μπορώ να εξιστορήσω όλα όσα έκανε εκείνος. Θα επιθυμούσα να διηγηθώ και όσα περιγράφει ο κόσμος. Θα χρειαζόταν όμως και πολλά να γράψω και πολύ χρόνο να είχα».
Το μακάριο τέλος του
Αλλά, «ουκ έστιν άνθρωπος ός ζήσεται και ου μη αποθάνη».
Έτσι και αυτός ο μεγάλος Όσιος, το πρότυπο της αρετής, αφού κόσμησε τη ζωή του με τα στολίδια της προσευχής, της νηστείας, των καλών έργων και των πολλών θαυμάτων, έφτασε η ώρα που θα έφευγε από την παρούσα ζωή, για να μεταβεί με το έλεος του Θεού στην ουράνια και αιώνια «άνω Ιερουσαλήμ», και να κληρονομήσει την ητοιμασμένην βασιλεία από καταβολής κόσμου (Ματθ.25, 34).
Συνάχθηκαν λοιπόν κοντά του οι αδελφοί της «Μονής των Αιγυπτίων», άλλοι συνασκητές από τα γύρω μοναστήρια και πολλοί «φίλοι της αρετής, λυπημένοι και δακρυσμένοι» και θεωρώντας τον αποχωρισμό τους ως ορφάνια, του έλεγαν: Γιατί, πατέρα μας πολυσέβαστε, δείχνεις ότι δεν αγαπάς τα πνευματικά σου παιδιά, αφού επιταχύνεις την εκδημία σου;
Γιατί μας αφήνεις έρημους;
Γιατί δεν μας παίρνεις μαζί σου;
Ποιος μετά από σένα θα σταματήσει τη λύπη μας, θα γιάνει το σώμα και θα θεραπεύσει την ψυχή μας με το λόγο, το παράδειγμα, τα θαύματα;
Πως θα αντέξουμε τον αποχωρισμό;
Κι ενώ όλοι αυτοί έδειχναν με τη στάση και τα λόγια πως είχαν χάσει την ψυχραιμία τους, ο άγιος αντίθετα, χωρίς φόβο μπροστά στον επερχόμενο θάνατο, με μακάρια ιλαρότητα και στοργή τους είπε: «Μη κατευοδώνετε τον πατέρα σας έτσι με θρήνους και οδυρμούς.
Είναι καλύτερο να με προπέμψετε με ευχές.
Διότι ενώ τα δάκρυα ζημιώνουν κι εσάς κι εμένα, οι ευχές βοηθούν όλους μας.
Ιδιαίτερα εμένα για να βρω συγχώρεση των παραπτωμάτων μου και θάρρος όταν θα παρασταθώ ενώπιον του Ιησού Χριστού.
Μη κλαίτε λοιπόν, παιδιά μου, διότι εγώ πηγαίνω σ’ Αυτόν που με καλεί.
Εσείς πάλι προσέχετε τον εαυτό σας.
Τη συμπεριφορά μου απέναντι σας την γνωρίζετε.
Όλους σας αγάπησα και σας υπηρέτησα.
Σας δέχθηκα και σας διακόνησα…»
Ύστερα έδωσε συμβουλές προσωπικά στον καθένα, ανάλογες με την ηλικία και την πνευματική του κατάσταση στους γέροντες άλλες, στους νεότερους διαφορετικές.
Και στο τέλος, αφού έκανε θερμή προσευχή, έκλεισε οριστικά τα μάτια του και παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια των αγγέλων.
Το τίμιο και ιερότατο λείψανο του συναθροισθέντες όλοι οι μοναχοί το κήδεψαν με τιμή και δόξα.
Το έθαψαν στον ιερό ναό του αγίου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, δηλαδή μες στο ίδιο το ξακουστό μοναστήρι των Αιγυπτίων, με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές τον προέπεμψαν και τον έστειλαν στους ουρανούς, προς Εκείνον που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου, δοξολογίας, επαίνου και ευχαριστίας.
Το ιερό Λείψανο από την Κωνσταντινούπολη στα Γεράνεια όρη
Το σκήνωμά του (άφθαρτο σώμα) ήταν μια ανεξάντλητη πηγή των θαυμάτων για πολλούς ανθρώπους. Και είναι ακόμα!
Το μοναστήρι των Αιγυπτίων καταστράφηκε το 536 μ.Χ. Τότε ο πνευματικός αδελφός του Αγίου Παταπίου, ο άγιος Βάρας, μετέφερε το Άγιο λείψανο του Αγίου Παταπίου στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας’ το οποίο ήταν υπό την προστασία της βασιλικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, των Παλαιολόγων, και ειδικά της Αγίας Υπομονής η οποία ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής), προκειμένου να προστατευθεί το λείψανο του Αγίου Παταπίου από τους Τούρκους, το μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη «Θέρμαι» (που σήμερα ονομάζεται Λουτράκι).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σπήλαιο στο οποίο μετεφέρθη το σκήνωμα του Αγίου Παταπίου ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ.
Η ανεύρεση του Λειψάνου και η νέα Μονή
Το έτος 1904 υπηρετούσε στο Λουτράκι ως εφημέριος ο ευλαβής ιερέας Κωνσταντίνος Σουσάνης. Κάπου – κάπου ανέβαινε και λειτουργούσε και στο ναΐσκο Σπήλαιο, στην πλαγιά πάνω από την πόλη.
Καθώς ο ίδιος ήταν ψηλός, δυσκολευόταν κατά την ιερουργία, γιατί η οροφή του Σπηλαίου και τα πλαϊνά του ήταν χαμηλά.
Έτσι ανέθεσε στον Βασ. Πρωτοπαπά να διευρύνει, λαξεύοντας, το χώρο.
Καθώς εκείνος λάξευε προς το δυτικό σημείο του Σπηλαίου διαπίστωσε ότι εκεί δεν υπήρχε βράχος αλλά τοιχίο.
Με ιδιαίτερη προσοχή και δέος συνέχισε την καθαίρεση του τοιχίου, όποτε με ευχάριστη έκπληξη και θαυμασμό απεκάλυψε «άφθορον και ευωδιάζον» το ιερό Σκήνωμα του Οσίου, τη μεμβράνη με το όνομά του, τον ξύλινο Σταυρό, τα βυζαντινά νομίσματα, μικρά οστά και τρεις κάρες, προφανώς άγνωστων ασκητών, που είχαν ασκηθεί προγενέστερα στοΣπήλαιο.
Το ιερό Σκήνωμα, για λόγους ασφαλείας, φυλάχθηκε προσωρινά στο σπίτι του ιερέα Κωνσταντίνου Σουσάνη, στο Λουτράκι.
Το 1936, με πρόνοια του τότε μητροπολίτου Κορίνθου Δαμασκηνού μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών τοποθετήθηκε σε καλλιτεχνική ξυλόγλυπτη λειψανοθήκη, στην οποία και αναπαύεται μέχρι σήμερα, εναποτεθειμένη στο Σπήλαιο ασκητήριο, όπου και δέχεται τις τιμές, τις προσευχές, τις δεήσεις και τις ευχαριστίες όλων των ευλαβών προσκυνητών της Μονής και εκείνων τους οποίους παντοιοτρόπως ευεργετεί θαυματουργικά με τις θεοπειθείς πρεσβείες του στο θρόνο του ελεήμονος Θεού! Η εύρεση του ιερού Λειψάνου πανηγυρίζεται στη Μονή την Τρίτη του Πάσχα (Διακαινησίμου), οι δε μοναχές και οι συρρέοντες πιστοί ψάλλουν χαρμόσυνα: «…Νυν ημείς κεκτημένοι το ιερόν σον λείψανον ως θησαυρόν θεόσδοτον, πολλώ μάλλον αγαλλόμεθα, την προς ημάς σου κηρύττοντες, πολλήν κηδεμονίαν εξ αυτού γάρλαμβάνομεν αγιασμού τας δωρεάς, και πάσαν όνησιν σωτήριον και δυσχερών απαλλαγήν…» (Ιδιόμελον της Λιτής).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου