vatopaidifriend4
του Αθανάσιου Γιαλούρη
— Για που τόσο βιαστικός κυρ-αλέξανδρε;
Προχωρεί με βήμα γοργό, σκυφτός, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά. Τα γένια του απλώνονται άταχτα, το ντύσιμο του είναι απλό, μάλλον φτωχικό, οι άκρες των μανικιών του ξεφτισμένες. Είναι τέτοια η αντίθεση με τον καλοντυμένο κύριο που του απευθύνει το λόγο ώστε θα μπορούσε κανείς, αν
δεν τον ήξερε,να τον περάσει για υπηρέτη. Κι όμως ο κύριος απέναντι του είναι φανερό πως τον αντιμετωπίζει με σεβασμό.
—Γυρίζω στην «Ακρόπολη». ΄Εχω αρκετή δουλειά γι’ απόψε.
—Μα τόσο αργά πηγαίνετε στην εφημερίδα;
—Όχι, ήμουν εκεί από το μεσημέρι αλλά έλειψα για δύο ώρες και επιστρέφω. Είχα πάει, βλέπετε, να προφτάσω τον ήλιο.
—Να προφτάσετε τον ήλιο; Τι εννοείτε;
Ο ταπεινός γέροντας χαμηλώνει ακόμη περισσότερο τα μάτια και
τα μάγουλα πάνω απ’ τα λευκά γένια σαν να γίνονται πιο κόκκινα.
—Να, ξεύρετε, ήταν τόσο γλυκό αυτό το ανοιξιάτικο απόγευμα που δεν άντεξα στον πειρασμό. Τα παράτησα όλα και περπάτησα ως το Ζάππειο να χαρώ τις τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Αλλά τώρα πρέπει να επιστρέψω και να καθίσω ως το βράδυ.Πρέπει σήμερα να παραδώσω το πασχαλινό διήγημα για την εφημερίδα.
—Καλή δουλειά τότε, εύχεται ο καλοντυμένος κύριος και συνεχίζει το δρόμο του. Το ίδιο κάνει κι ο σκυφτός γεράκος μέχρι που φτάνει στην είσοδο του κτιρίου της εφημερίδας και γλιστρά μέσα αλαφροπατώντας σαν ίσκιος. Χώνεται σ’ ένα γραφειάκι χωρίς να συναντήσει κανέναν, παίρνει τα σύνεργα του, σκέφτεται λίγο κι αρχίζει να γράφει σε μία κόλλα καθαρό χαρτί:
«Ο κυρ-Κωνσταντός ο Ζμαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος του δήμου…»
Καθώς συνεχίζει φέρνει στο νου του τον κυρ-Στάθη το Μπόζα, τρίτο πάρεδρο στο δικό του τόπο, που κάθε φορά που γίνονταν εκλογές τα κατάφερνε να βγαίνει δίχως κόπο τρίτος πάρεδρος αφού δεν υπήρχε τέταρτος υποψήφιος.
«…υπεσχέθη να πάγη να συλλειτουργήση με τον παπα-Διανέλλον τον Πρωτέκδικον, έξω εις το παρεκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου… διά να ψάλη και συνεορτάσωσιν ομού την Ανάστασιν…»
Βρίσκεται κιόλας με τη φαντασία του πίσω στο νησί
του, κοντά στους ανθρώπους τους απλούς κι αγαπημένους που τόσο του λείπουνε μέσα στην άχαρη και πολυάνθρωπη τούτη πόλη όπου όλοι του είναι ξένοι. Πόσο θα το ‘θελε τούτο το Μεγαλοβδόμαδο που πλησιάζει να ήταν κι εκείνος εκεί και να γιόρταζε την Ανάσταση σ’ ένα φτωχικό αλλά σεπτό εκκλησάκι, χτισμένο κοντά σε μίαν ακτή απ’ όπου θ’ ακουγόταν ο χτύπος απ’ το κύμα.
—Εργάζεσθε ακόμη κύριε Παπαδιαμάντη; Η βαριά φωνή τον
ξαναφέρνει στην πραγματικότητα.
—Ναι, κύριε Διευθυντά.Ετοιμάζω ένα διήγημα για το πασχαλινό φύλλο.
—Μα η μετάφρασις του αγγλικού μυθιστορήματος; παρατηρεί με κάποια δόση ανησυχίας ο κύριος Διευθυντής.
—Την ετελείωσα το μεσημέρι και την έχω ήδη παραδώσει, τον καθησυχάζει ο γεράκος καθώς σηκώνεται με σεβασμό απ’ την καρέκλα του.
—Α,πολύ καλά, άπαντα ο άλλος και στρέφεται να φύγει αλλά στη συνέχεια κοντοστέκεται.
—Διήγημα είπατε;
—Μάλιστα, πασχαλινό.
—Και πως επιγράφεται παρακαλώ;
—«Λαμπριάτικος ψάλτης».
Το ύφος του κυρίου Διευθυντού δεν προδίδει μεγάλο ενθουσιασμό:
—Δεν πιστεύω να είναι πάλι καμιά από αυτές τις ιστορίες του νησιού σας με τους παπα-Μπεφάνηδες κι εκείνες τις θειάδες, τις Αρετούδες και τις Μαλαμούδες;
—Κάπως έτσι, απαντά ντροπαλά ο κυρ-Αλέξανδρος.
—Μα αγαπητέ μου, χωρίς να θέλω να σας προσβάλω, πιστεύετε ότι μας χρειάζεται κάτι τέτοιο; Θαρρείτε πως το κοινό θέλγεται από τις αναμνήσεις σας η ότι συγκινείται από τα αισθήματα σας; Το κάματε μία φορά, το κάματε δύο, δε φτάνει πια; Δεν βλέπετε ότι το αιώνιο θέμα σας εξαντλήθηκε και ότι ευρίσκεσθε στην ανάγκη να προσπαθείτε με το ζόρι να παρουσιάσετε κάθε χρόνο απλώς μια παραλλαγή των προηγουμένων;
Ο κυρ-Αλέξανδρος ακούει σκυφτός το χείμαρρο του συνομιλητή του. Δεν κάνει καμιά κίνηση, δε δείχνει καμιάν αντίδραση.΄Ομως μία φλεβίτσα στο μέτωπο του φαίνεται να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Ο άλλος συνεχίζει:
—Όλα αυτά σας τα λέγω με όλο το θάρρος γιατί ξέρετε πόσο πολύ σας εκτιμώ ως μεταφραστή και άριστο κάτοχο τόσο της ελληνικής όσο και των ξένων γλωσσών.Συνεχίστε αυτήν την ενασχόληση που είναι και επιτυχής και αποδοτική. Η, αν επιθυμείτε τόσο την παραγωγή πρωτότυπης εργασίας, επιστρέψτε εις τα ιστορικά μυθιστορήματα που εγράφατε παλιότερα. Το μυθιστόρημα σας για τον Γεώργιο Γεμιστό ήταν εξαιρετικό αν παραβλέψουμε την ατυχή επιλογή να του δώσετε το όνομα μιας… γυφτοπούλας. Αλλά να επανέρχεσθε συνεχών στα ναΐδρια και τις θρησκευτικές τελετές του τόπου σας είναι ακατανόητο.
Ο Κύριος Διευθυντής ξεροβήχει και επανέρχεται χαμογελαστός:
—Δε θα σας ενδιέφερε να σας ενθυμούνται οι άνθρωποι μετά από είκοσι, πενήντα,εκατό ας πούμε χρόνια; Όλοι
μας θα το θέλαμε. Πιστεύω ότι μπορείτε να κάμετε κάτι που να μείνει και μετά την αποχώρηση σας από αυτό τον κόσμο. Αλλά αυτό δεν θα μπορούσε, βέβαια, να είναι τα διηγήματα για τη θειά το Μαλαμώ. Φαντάζεσθε έστω και έναν άνθρωπο του επομένου, του 21ου αιώνος, να ενδιαφέρεται να διαβάσει αυτόν τον -πως τον είπατε,- το «Λαμπριάτικο ψάλτη σας»;
Το αστείο φαίνεται πολύ χαριτωμένο στον κύριο Διευθυντή που χαϊδεύει αυτάρεσκα τα μουστάκια του.΄Ομως ο άνθρωπος απέναντι του δεν είναι πια σκυφτός.΄Εχει ορθώσει το κορμί του και το βλέμμα του είναι σκέτη φωτιά καθώς τον κοιτάζει για πρώτη φορά κατάματα. Μόνο η φωνή του είναι ακόμα κάπως σιγανή:
—Στα διηγήματα που δημοσίευσα κατά καιρούς τα Χριστούγεννα η το Πάσχα εμπνεύσθηκα αληθινά από τις αναμνήσεις μου και τα αισθήματα μου. Πουθενά,σχεδόν, δεν θα βρείτε, ότι επιδίωξα μία βεβιασμένη λύση για να εξάψω την περιέργεια του αναγνώστη. Μίλησα για τουςξενιτεμένους που γυρίζουν αυτές τις μέρες η θυμούνται με κάποιον τρόπο τους δικούς τους,πράγμα που το είδα πολλές φορές να συμβαίνει στην πραγματικότητα. Μίλησα για τα ήθη και τα έθιμα του τόπου μου κι όσα είπα ήταν αληθινά. Δεν ξέρω πόσους μπορεί να ενδιαφέρει το πως ένας χωριάτης Ιερέας ξεκίνησε για να λειτουργήσει σ’ ένα ξωκλήσι για χάρη μιας μικρής ομάδας από αγρότες η βοσκούς όμως αυτό το έχω ζήσει και μπορώ να σας βεβαιώσω ότι είναι πολύ πιο αληθινό απ’ ο,τι θα μπορούσα να γράψω για τους φιλόσοφους η τους ιππότες του Μεσαίωνα. Θα μου πείτε «τι μας νοιάζει πως ήταν το εσωτερικό του ναΐσκου, με τα νυσταλέα καντήλια και τις μαυρισμένες μορφές των αγίων ολόγυρα; Εμείς θέλουμε διήγημα που να είναι όλο ποίηση, όχι πεζή πραγματικότητα»…
Όσο προχωρεί η φωνή του γίνεται όλο και πιο δυνατή. Τώρα φωνάζει σχεδόν:
—Κι εγώ λοιπόν σας λέω πως όσο ζω και αναπνέω και έχω τα λογικά μου δε θα πάψω πάντοτε να υμνώ με λατρεία το Χριστό μου, να περιγράφω με έρωτα τη φύση και να ζωγραφίζω με στοργή τα γνήσια Ελληνικά ήθη. «Εάν επιλάθωμαί σου, Ιερουσαλήμ,επιλησθείη η δεξιά μου, κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρύγγι μου, εάν ου μη σου μνησθώ».
Ο κύριος Διευθύντης κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ανεπίδεκτος μαθήσεως» σκέφτεται. Χαμογελάει
συγκρατημένα:
—Καλά, αγαπητέ μου, όπως νομίζετε. Δε θα χαλάσουμε γι’ αυτό τις καρδιές μας, του λέει και αποχωρεί με ήρεμη αυτοπεποίθηση.
Ο κυρ-Αλέξανδρος κάθεται ξανά στο κάθισμα του. Θα χρειαστεί λίγη ώρα μέχρι να ηρεμήσει.Η θύμηση του νησιού του θα τον βοηθήσει τελικά σ’ αυτό. Και να που ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησης:
«΄Αλλον βοηθόν ο παπάς δεν είχεν· ο νεώτερος υιός του, ετοιμαζόμενος εφέτος δι’εξετάσεις εις το διδασκαλείον, δεν ηδυνήθη να έλθη το Πάσχα…»
΄Εξω έχει τελείως σκοτεινιάσει. Μέσα εκείνος συνεχίζει ως το τέλος:
«…του είχε φυλάξει ολίγα τεμάχια του αμνού διά να φάγη και κάμη Λαμπρήν ο πειναλέος ανθρωπίσκος.»
Πηγή: Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς «Πειραϊκή Εκκλησία», Έτος 18ο, Αριθμός Φύλλου 204, Μάϊος 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου