Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

ΡΩΜΗΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΕΛΛΗΝΟΚΥΠΡΙΟΙ, Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Κύπρος καί ἡ πολιτικοθρησκευτική παγκοσμιοποίηση

IMG_3810-2-rezk..jpg


".. Εἴδαμε ὅτι, ἀπό τό 2013 μ. Χ. μέχρι σήμερα, στήν Ἑλληνική Κύπρο, γίνεται μεγάλη προσπάθεια νά ἀπορρίψουν οἱ Ἑλληνοκύπριοι τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό. Τό ἴδιο γίνεται καί στήν μητροπολιτική Ἑλλάδα, ἀπό τήν Γαλλική Ἐπανάσταση τοῦ 1789 μέχρι σήμερα. Εἴπαμε ὅτι τώρα πρέπει νά μιλήσουμε καί ἐμεῖς. Θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν τόν Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό, πού ὁδηγεῖ στόν σκοταδισμό, στόν ἀθεϊσμό, στόν μηδενισμό καί τέλος στόν δαιμονισμό.."

Ὀκτώβριος 2016
  Ὑπόμνημα περί Ὀρθοδοξίας καί  Ἑλληνισμοῦ

Περιεχόμενα
Πρόλογος………………………………………………………………………….5
ΜΕΡΟΣ Α΄
Χῶρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας………………………………………….....9
Αὐτοκριτική τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ σήμερα………………………..15
Δήλωση γιά τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» τῶν δέκα Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, τήν Πεντηκοστή τοῦ 2016, στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης……………………………………………………………19
Ἀρχές Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί Ποιμαντικῆς……………………………21
Ἀπορίες καί ἐρωτήσεις ἐν σχέσει μέ τήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση γιά τήν ἕνωση τῶν αἱρέσεων μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τόν διαθρησκειακό συγκρητισμό……………………………………………………..29
ΜΕΡΟΣ Β΄
Χῶρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικά καί τῆς Κύπρου εἰδικά…………………...47
Σχέση Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ………………………….51
Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνική Κοινωνία – Πολιτισμός…………………………63
Ὁ ἐθναρχικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στήν πορεία τῆς Κύπρου πρός τήν Εὐρωπαϊκή ὀλοκλήρωση……………………………………73
Ἡ καλλιτεχνική ζωή ἐν σχέσει μέ τήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, Ζωή, Θεολογία, Πολιτισμό καί Πνευματικότητα……………………………………91
Ἐπίλογος…………………………………………………………………………95
Κείμενα…………………………………………………………………………..
Πρόλογος 
Πάντοτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὅπου γῆς, ἀλλά εἰδικῶς στήν Κύπρο, ἦταν ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας τῶν ὀρθοδόξων πιστῶν, τόσον ὡς χριστιανῶν ἀγωνιζομένων, ὅσον καί ὡς ἐθνικῶν συνόλων. Βοηθοῦσε καί βοηθᾶ καί θά βοηθᾶ τούς ἀνθρώπους, πού ποιμαίνει θεοφιλῶς καί θεαρέστως, νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τά ψεκτά πάθη, τόν ἐγωϊσμό, τήν φιλαυτία, τόν διάβολο, τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τόν στεῖρο καί ἀπάνθρωπο ἐθνικισμό, τόν διαλυτικό τοῦ ἀνθρώπου διεθνιστικό κοσμοπολίτικο ἀνθρωπισμό, τήν ἀνηθικότητα, τόν νοσηρό συναισθηματισμό, τόν φυσιωμένο διανοητικό αὐτονομημένο ἰδεαλισμό, τόν ἄθεο ὑλισμό, μέ δυό λέξεις, τόν ἀνθρωποκεντρισμό καί τήν ἐκκοσμίκευση, δηλαδή τόν οὐσιαστικό πνευματικό χωρισμό τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν προσωπική, οἰκογενειακή, κοινωνική, ἐπιστημονική, πολιτική, καλλιτεχνική καί ἐθνική ζωή μας.
Ἀκολουθῶντας τήν ἁγία Ὀρθόδοξή μας Παράδοση καί τούς ἁγίους Πατέρες τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, μέ πόνο καί ἀγάπη γιά τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, εἰδικά γιά τούς σημερινούς Ἕλληνες καί Ἑλληνοκυπρίους, συγγράψαμε τό «Ὑπόμνημα περί Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνισμοῦ».
Εἴδαμε ὅτι, ἀπό τό 2013 μ. Χ. μέχρι σήμερα, στήν Ἑλληνική Κύπρο, γίνεται μεγάλη προσπάθεια νά ἀπορρίψουν οἱ Ἑλληνοκύπριοι τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Ἑλληνισμό. Τό ἴδιο γίνεται καί στήν μητροπολιτική Ἑλλάδα, ἀπό τήν Γαλλική Ἐπανάσταση τοῦ 1789 μέχρι σήμερα. Εἴπαμε ὅτι τώρα πρέπει νά μιλήσουμε καί ἐμεῖς. Θέλουν νά μᾶς ἐπιβάλλουν τόν Εὐρωπαϊκό Διαφωτισμό, πού ὁδηγεῖ στόν σκοταδισμό, στόν ἀθεϊσμό, στόν μηδενισμό καί τέλος στόν δαιμονισμό.
Ἡ Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Κύπρου μας, συναισθανομένη τούς πνευματικούς καί ἐθνικούς κινδύνους, πού ἡ Δυτική Εὐρώπη, ἡ Ἀμερική, οἱ Ἑβραῖοι, οἱ νεοεποχῖτες, οἱ μασόνοι καί οἱ συγκρητιστές οἰκουμενιστές προεκάλεσαν καί προκαλοῦν ἀκόμη, κυρίως εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τούς ἀπεδίωξε, τούς κατέστησε ἀκινδύνους, τούς ἀποσόβηε ἐπιτυχῶς, τουλάχιστον πρός τό παρόν. Ἀναφερόμεθα στήν σθεναρά στάση, πού ἐτήρησε στό θέμα τῆς ἐφαρμογῆς τῆς Συνθήκης Σένγκεν στήν Κύπρο. Χωρίς νά ἐνημερωθῆ ἀντικειμενικά, μέ διαφάνεια, ἀμερόληπτα, ἀπροσωπόληπτα, ὁ Ἑλληνορθόδοξος Κυπριακός λαός γιά τό θέμα αὐτό, χωρίς νά γίνη δημοψήφισμα, χωρίς τουλάχιστον νά τό γνωρίζη ἡ Βουλή τῶν Ἀντιπροσώπων τῆς Κύπρου, χωρίς νά συγκριθοῦν τά ἄρθρα τῆς Συνθήκης Σένγκεν μέ τόν χάρτη τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί τῶν Ἡνωμένων Ἐθνῶν, προχώρησε ἡ Κυβέρνηση τοῦ 2000 τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας στήν ἀπόφαση νά ὑπογράψη συμφωνία, γιά νά ἐφαρμοσθῆ καί στήν Κύπρο ἡ Συνθήκη Σένγκεν. Ἐξόδευσε πέντε (5) ἑκατομμύρια ἀμερικανικά δολλάρια, γιά νά ἑτοιμάση τήν ἔκδοση καί κυκλοφορία νέων ταυτοτήτων μέ γραμμωτό κώδικα (BAR-CODE), πού θά ἔχη τό 666, τόν ἀριθμό τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀντιχρίστου, ὅλες τίς πληροφορίες, πού ἀφοροῦν κάθε ἐκδήλωση, ἀσθένεια, φρονήματα, μόρφωση, οἰκογενειακή, κοινωνική, προσωπική, ἐπαγγελματική, πολιτική, καλλιτεχνική κλπ ζωή καί δραστηριότητα τοῦ καθενός πολίτου τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας.  
Βέβαια, ὅπως ἐμάθαμε, ἡ τότε Κυβέρνησή μας ὕστερα ἀπό λεπτομερῆ καί τεκμηριωμένη ἐπιστημονικῶς, ἱστορικῶς καί θεολογικῶς ἐνημέρωση ἀπό τούς ἐκπροσώπους τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, Πανιερωτάτους Μητροπολῖτες Κυρηνείας κυρό Παῦλο καί Μόρφου                                κ. Νεόφυτο, ἀπεφάσισε νά ἐκδόση μέν νέες ταυτότητες γιά τούς πολῖτες, ἀλλά χωρίς νά ὑπάρχη ὁ γραμμωτός κώδικας (BAR-CODE) μέ τό 666, οὔτε νά ὑπάρχουν ὅλα τά προσωπικά στοιχεῖα, δεδομένα καί πληροφορίες στίς νέες ταυτότητες. Θά εἶναι ἀκριβῶς ὅπως οἱ παλιές ταυτότητες.
Ἡ νίκη αὐτή τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου πρέπει νά κατοχυρωθεῖ καί νά ἐπεκταθεῖ μέ συγκεκριμένα μέτρα ποιμαντικά, θεολογικά, κοινωνικά, οἰκογενειακά, ἐκπαιδευτικά καί οἰκονομικά, ἐθνικά, νομικά, καλλιτεχνικά κλπ. Σέ αὐτά θά ἀναφερθοῦμε πιό κάτω. Θά τά χωρίσουμε κατά τμήματα, ὥστε νά εἶναι κατανοητά καί εὔληπτα. Πιστεύουμε ὅτι τώρα εἶναι ἡ πιό κρίσιμη περίοδος, πού περνᾶ ὁ Ἑλληνισμός γενικά καί ἡ Κύπρος εἰδικά θεολογικῶς, ἱστορικῶς καί πνευματικῶς. Γι’αὐτό ἀνατρέξαμε ἀπαθῶς καί διακριτικῶς, ἐπιλεκτικῶς καί κριτικῶς στίς πηγές τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεώς μας, στήν σύγχρονη ἀντικειμενική πεῖρα, παρατήρηση καί ἐμπειρία, στόν χῶρο τῆς ἐπιστήμης, τῆς φιλοσοφίας, πολιτικῆς, τεχνολογίας καί οἰκονομίας, οἰκολογίας καί πληροφορικῆς, καί, ὅ,τι μᾶς ἐφώτισε ὁ Θεός, κατά τό μέτρον τῶν δυνατοτήτων μας, τό παρουσιάζουμε ταπεινῶς καί υἱϊκῶς πρός ἐνημέρωση, προβληματισμό, γόνιμο διάλογο καί κριτική, ἀλλά καί γιά νά βοηθήσουμε, ἄν μποροῦμε, νά ληφθεῖ μιά θέση, πού θά βοηθήση τό χριστεπώνυμο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου νά σωθῆ, νά διαφωτισθῆ, νά ἀγωνισθῆ μέσα στήν Ἐκκλησία πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας Του.
ΜΕΡΟΣ Α΄
Χῶρος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι τό Σῶμα τοῦ ζῶντος Χριστοῦ, ἡ ὁποία ὡς βούληση-γνώμη ὑπῆρχε πρό καταβολῆς κόσμου μέσα στήν Παναγία Τριάδα. Πραγματώθηκε δέ ἱστορικά κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἐστάλη ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό, ὅμως δέν ἐκπορεύεται τό Ἅγιον Πνεῦμα ἀπό Αὐτόν, ἀλλά ἀπό μόνον τόν Θεόν Πατέρα, πού εἶναι ἡ ἀρχή καί πηγή τῆς Θεότητος.
«Πάντα χορηγεῖ τό Πνεύμα τό Ἅγιον, βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἀλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν, ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας, ὁμοούσιε καί ὁμόθρονε τῷ Πατρί καί τῷ Υἱῷ, Παράκλητε δόξα σοι».
«Ὅτε καταβάς τάς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν ἔθνη ὁ Ὕψιστος˙ ὅτε τοῦ πυρός τάς γλώσσας διένειμεν, εἰς ἑνότητα πάντας ἐκάλεσεν. Καί συμφώνως δοξάζομεν τό Πανάγιον Πνεῦμα».
Τά δύο αὐτά προαναφερθέντα τροπάρια τῆς θαυμάσιας Ὀρθόδοξης Ὑμνολογίας μας, συντόμως, σαφῶς καί καθαρῶς μᾶς φανερώνουν τό ἔργο τῆς σωτηρίας, πού ἐπιτελεῖ τό Πανάγιο Πνεῦμα μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐν συνεργασίᾳ πάντοτε μέ τούς πιστούς, κλῆρο καί λαό. Τό ἔργο αὐτό τῆς σωτηρίας εἶναι φανερό ὅτι γίνεται πρῶτα μέ τήν Δημιουργία τοῦ κόσμου, πού ἔχει στήν φύση του στάση καί κίνηση. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής βασίζει τήν θεολογία στήν ἑξῆς γραμμή : ‘’Γένεσις - κίνησις - στάσις’’. Δηλαδή πρῶτα δημιουργήθηκε ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Τριαδικό Θεό (Γένεσις), μετά ὁ κόσμος ἐκ φύσεως κινεῖται πρός τόν Θεό, πού προνοεῖ, προγνωρίζει, ἀλλά δέν προορίζει τό τί θά γίνη, κατευθύνει διακριτικά, σεβόμενος τήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία, τήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος καί τοῦ κόσμου (κίνησις) καί τέλος στά ἔσχατα ἑνώνεται, ἀπό τώρα βέβαια, μέ τόν Τριαδικό Θεό μέσα στά ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας (στάσις). Ὅμως, τό τέλος τῆς τελειότητος εἶναι ἀτέλεστον. Μεταβαίνει κανείς, ἀφοῦ ἑνωθῆ μέ τόν Θεό μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀπό δόξα σέ δόξα καί ἀπό χάρη σέ χάρη, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀτέλεστος, δέν ἔχει τέλος, εἶναι ἄπειρος, ἀΐδιος, αἰώνιος, ἀπερινόητος, ἀκατάληπτος, ἄναρχος κατά φύσιν. Σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή καί τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά γίνη ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός, πλήν τῆς κατ’οὐσίαν ταυτότητος. Μπορεῖ νά γίνη δηλαδή Θεός κατά χάριν, ἄπειρος, ἀτελεύτητος καί ἄναρχος κατά χάριν.
Ὁ Νεοπλατωνισμός, ὁ Ὠριγενισμός, ὁ Μονοφυσιτισμός, ὁ Μονοθελητισμός καί ὁ Μονοενεργητισμός, πού καταδικάστηκαν ὡς αἱρέσεις ἀπό τίς Ε΄ καί Στ΄ ἅγιες Οἰκουμενικές Συνόδους, στηρίζονται στό σχῆμα ‘’Στάσις - κίνησις - γένεσις’’, πού εἶναι ἀντίθετο μέ τήν Ὀρθόδοξη θεολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ. Λένε δηλαδή ὅτι τά ἔλλογα ὄντα κάποτε ἦσαν ἐν τῷ Θεῷ ὡς συναιώνιες ἰδέες ἄσαρκες καί εὑρίσκοντο σέ αἰώνια στάση μέσα του. Μετά, κάποια χρονική στιγμή, ἐπαναστάτησαν, ἐθέλησαν νά ἐξέλθουν ἀπό τήν αἰώνια στάση ἐν τῷ Θεῷ. Καί ὁ Θεός, γιά τήν ὕβριν αὐτή τῶν αἰωνίων ἰδεῶν ἐναντίον του, ἀναγκάστηκε ἐκ τῶν πραγμάτων νά δημιουργήσει τόν κτιστό κόσμο, πού εἶναι φύσει κακός, κακός κατά φύσιν καί νά κλείση μέσα σέ αὐτόν τίς αἰώνιες ἰδέες, τιμωρώντας τες ἔτσι. Οἱ αἰώνιες ἰδέες μετενόησαν κάποτε γιά τό σφάλμα τους αὐτό καί ἀγωνίζονται ἀπό τότε νά ἀποβάλλουν ὡς φύσει κακόν τόν κόσμον καί νά ἐπανέλθουν στήν πρωταρχική τους ἑνότητα καί κοινωνία μέ τόν Θεό : ‘’Στάσις – κίνησις – γένεσις’’ λοιπόν εἶναι τό αἱρετικό φιλοσοφικό σχῆμα τῶν προαναφερθέντων ἀνθρωπισμῶν, ὅπως καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τῆς κινήσεως δηλαδή γιά τήν ψευδοένωση τῶν διαφόρων αἱρέσεων μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, χωρίς τήν ἐπίλυση τῶν τεραστίων δογματικῶν διαφορῶν. Ὁ Οἰκουμενισμός πιστεύει ὅτι κάποτε ὑπῆρχε ἡ μία Καθολική Ἀλήθεια καί ἡ πρωταρχική ἑνότητα ὅλων τῶν Χριστιανικῶν Κοινοτήτων μέσα στόν Θεό (στάσις). Κάποτε ὅμως οἱ Χριστιανικές Κοινότητες ἐπανεστάτησαν κατά τοῦ Θεοῦ (κίνησις) καί ἐξῆλθαν ἀπό Αὐτόν (γένεσις). Ἔχασαν τήν μία Καθολική Ἀλήθεια καί πρωταρχική ἑνότητά τους καί κατακερματίσθηκαν, κρατῶντας ἡ κάθε μία μέρος τῆς Ἀληθείας. Τά τελευταῖα ἑκατό χρόνια, ὅμως, οἱ Χριστιανικές Κοινότητες ἐθέλησαν, μετά τήν σχεδόν χιλιόχρονη γένεσή τους ὡς ξεχωριστές, διηρημένες, ἀκοινώνητες μεταξύ τους Κοινότητες νά ξαναβροῦν τήν χαμένη τους μία Καθολική Ἀλήθεια καί πρωταρχική ἑνότητα, ἑνωμένες μεταξύ τους καί μέ τόν Θεό. Γι’αὐτό ἵδρυσανΟἰκουμενιστική Κίνηση γιά τήν ψευδοένωση τῶν διαφόρων αἱρέσεων μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, πού σιγά-σιγά μέ διάφορες ἐκδηλώσεις, συνέδρια, μελέτες, ἀντικανονικά συλλείτουργα, ἀντικανονικές συμπροσευχές, κοινή ἱεραποστολική δράση στό ἐσωτερικό καί ἐξωτερικό, μέ ἐλαχιστοποίηση καί παραμέριση τῶν θεολογικῶν, ἱεροκανονικῶν, δογματικῶν καί διοικητικῶν διαφορῶν, θά ξαναβροῦν τόν δρόμον πρός τήν μία Καθολική Ἀλήθεια, πρωταρχική ἑνότητα, κοινωνία Ἁγίου Πνεύματος καί ἑνότητα πίστεως.
Ὁ Οἰκουμενισμός τά τελευταῖα εἴκοσι (20) χρόνια συμμάχησε καί μέ τόνδιαθρησκειακό συγκρητισμό. Δηλαδή πιστεύει ὅτι : ‘’Ὁ Θεός εἶναι παντοῦ, σέ ὅλες τίς θρησκεῖες, σέ ὅλες τίς φιλοσοφίες τοῦ κόσμου, ἀκόμη καί στήν μαγεία καί στόν σατανισμό. Ὅλες οἱ ἀνθρώπινες θρησκεῖες καί φιλοσοφίες εἶναι ἀληθινοί δρόμοι πρός τόν Θεό, ἔχουν τήν ἀλήθεια, εἶναι νόμιμες ἐκφράσεις ἀναζητήσεως τοῦ θείου εἶναι, τοῦ Ὑπερτάτου Ὄντος κλπ’’. Πρωτοστατεῖ στήν συμμαχία αὐτή ὁ Παπισμός καί τό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», πού οὐσιαστικά εἶναι Παγκόσμιο Συνονθύλευμα Αἱρέσεων.
Ἐμεῖς, ὡς συνειδητά μέλη τῆς Μιᾶς καί Μόνης, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς Ὀρθοδοξίας, ἁμαρτωλά μέν, ἀλλά μετανοοῦντα καί ἀγωνιζόμενα γιά τήν θέωση, χάριτι Θεοῦ καί δι’εὐχῶν τῶν πνευματικῶν μας πατέρων καί καθοδηγητῶν, πιστεύουμε τά ἑξῆς :
«Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα» (Ἐφεσ. 4, 5), λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, συνιδρυτής μέ τόν Ἀπόστολο Βαρνάβα, τῆς Ἁγιωτάτης Αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Ἑπομένως, μία καί μόνη εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ Ὀρθοδοξία, καί διότι ἔχει ἀπαραχάρακτον, ἀκαινοτόμητον, ἀπαράλλακτον τήν Ὀρθόδοξον πίστη, θεολογία, ζωή καί θεωρία, ἀποστολική διαδοχή, ἔγκυρα μυστήρια, παράδοση ἁγία καί συνεχῆ. Ἐνῶ οἱ διάφορες αἱρέσεις καί τά σχίσματα, πού ἀνεφύησαν κατά καιρούς, και ἴσως ἐπιβιώνουν μέχρι σήμερα μερικές, ἔχουν ἀποκοπεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία, λόγῳ προσωπικῆς τους ἐπιλογῆς, ἀμετανοησίας καί ὑπερηφανείας.
Βέβαια, δέν πιστεύουμε ὅτι πρέπει ὡς Ὀρθόδοξοι νά αὐτοαπομονωθοῦμε, νά περιχαρακωθοῦμε στό καβοῦκι μας καί νά μή νοιαζώμαστε γιά τούς αἱρετικούς, πλανεμένους, σχισματικούς καί εἰδωλολάτρες. Πιστεύουμε καί θέλουμε νά ὑπακούσουμε στόν λόγο τοῦ Χριστοῦ : «Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» (Ματθαίου 28, 19). Ὁ Ἀπόστολος Μᾶρκος ἀναφέρει : «Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς σωθήσεται, ὁ δέ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μάρκου 16, 16). Ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος λέγει : «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστίν» (Ἰακώβου 2, 20). «Δεῖξον μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακώβου 2, 18). Καί ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει : «Τό καλόν, ἑάν μή καλῶς γένηται, οὐκ ἔστι καλόν». 
Ὁ κορυφαῖος Ὀρθόδοξος Ρῶσσος θεολόγος τῆς Διασπορᾶς, μακαριστός πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ γράφει : «Σάν μέλος καί ἱερεύς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πιστεύω ὅτι ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν ὁποία βαπτίσθηκα καί ἀνατράφηκα, εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ ἀληθινή Ἐκκλησία, ἡ μόνη ἀληθινή Ἐκκλησία. Καί τό πιστεύω αὐτό γιά πολλούς λόγους : Ἕνεκα τῆς προσωπικῆς πεποιθήσεως καί ἕνεκα τῆς ἐσωτάτης βεβαιώσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πνέει στά μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας καί ἕνεκα τῶν ὅσων εἶναι δυνατόν νά γνωρίζω ἀπό τήν Ἁγία Γραφή καί ἀπό τήν καθολική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Εἶμαι ὑποχρεωμένος, λοιπόν, νά θεωρῶ ὅλες τίς ὑπόλοιπες χριστιανικές «ἐκκλησίες» ὡς ἐλαττωματικές καί σέ πολλές περιπτώσεις μπορῶ νά προσδιορίσω αὐτές τίς ἐλλείψεις τῶν ἄλλων «ἐκκλησιῶν» μέ ἀπόλυτη ἀκρίβεια. Γι’αὐτό, λοιπόν, ἡ ἕνωσις τῶν Χριστιανῶν, γιά’μένα, σημαίνει ἀκριβῶς τήν παγκόσμια ἐπιστροφή στήν Ὀρθοδοξία. Δέν ἔχω καμμία ἀπολύτως ὁμολογιακή πεποίθησι˙ ἡ πεποίθησίς μου ἀνήκει ἀποκλειστικά στήν Una Sancta, Μία, Ἁγία, Ἀποστολική και Καθολική Ἐκκλησία». (πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ, Θέματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδ. Ἄρτος Ζωῆς, Ἀθήνα 1989, σ. 219).
Ἐπίσης, ὁ κορυφαῖος Ρουμάνος Ὀρθόδοξος Θεολόγος, μακαριστός πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, στί βιβλίο του ‘’Γιά ἕνα ὀρθόδοξο Οἰκουμενισμό, Εὐχαριστία-Πίστη-Ἐκκλησία’’, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976, λέγει ὅτι, ἄν κάποιοι πράγματι θέλουν τήν ἕνωση τῶν διαφόρων αἱρέσεων μέ τήν Μία καί Μόνη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθοδοξία, πρέπει νά συμφωνήσουν στά ἑξῆς τρία :
α) Ἑνότητα Ὀρθοδόξου πίστεως καί ἀποδοχή της,
β) Ἑνότητα διοικήσεως, ἀποδοχή τοῦ συνοδικοῦ ὀρθοδόξου διοικητικοῦ συστήματος τῆς Ἐκκλησίας, καί
γ) Ἑνότητα λατρείας και θείων Μυστηρίων.
Ἐκτός τῶν δύο αὐτῶν βιβλίων, πού ἀναφέρονται στόν Οἰκουμενισμό καί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, παραθέτουμε καί τά πιό κάτω, ἄν θέλει κάποιος νά μελετήσει πιό διεξοδικά τό θέμα αὐτό :
1) Ἀρχιμ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιβο – Σερβία – Θεσσαλονίκη.
2) Ἀρχιμ. Χαραλάμπους Δ. Βασιλοπούλου, Ὁ Οἰκουμενισμός χωρίς μάσκα, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθῆναι 1995.
3) Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, Οἰκουμενισμός καί Ζηλωτισμός, Τά δύο ἄκρα, ἔκδ. Ὀρθοδόξου Τύπου, Ἀθῆναι.
4) Ὑπόμνημα περί Οἰκουμενισμοῦ πρός τόν Μακαριώτατον Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. κ. Χριστόδουλον, ἔκδ. περιοδικοῦ ‘’Παρακαταθήκη’’, 1999.
Τό ὑπόμνημα αὐτό συνετάχθη καί ὑπεγράφη μεταξύ ἄλλων καί ὑπό τῶν ἑξῆς θεολόγων : Πρωτοπρεσβ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, Δημητρίου Τσελεγγίδη, καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, Ἀρχιμ. Εὐσεβίου Βίττη, Κωνσταντίνου Γρηγοριάδη, καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Πατρῶν.
Διεύθυνση Περιοδικοῦ ‘’Παρακαταθήκη’’ : πατήρ Ἀρσένιος Βλιαγκόφτης, ὁδός Δαβάκη 18, Καλοχῶρι Θεσσαλονίκης, τηλ. 2310-754254 ἤ Τ.Θ. 18407 Θεσσαλονίκη 54003 – ΕΛΛΑΣ
Τελειώνουμε τήν ἀναφορά στόν Οἰκουμενισμό καί τόν διαθρησκειακό συγκρητισμό μέ τά ἑξῆς λόγια τοῦ μακαριστοῦ πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ :«Στήν ἐποχή μας δέν ὑπάρχει μόνο κρίση θεολογίας, ἀλλά κυρίως κρίση πίστεως».
Γιά τίς ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας, ἡ ὁποία περνάει κρίση τούς τελευταίους δύο αἰῶνες κυρίως, τόσο στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολή, ὅσο καί στήν Ἀνατολική Εὐρώπη καί Δυτική Εὐρώπη - Ἀμερική, θά ἀναφερθοῦμε μετά τήν ‘’αὐτοκριτική τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ σήμερα’’ ἀπό τόν μοναχό παλαιοημερολογίτη π. Γεώργιο Γεωργαντᾶ καί τά δικά μας σχόλια. Ἐκρίναμε σκόπιμο νά παραθέσουμε καί τά πιό πάνω, διότι πιστεύουμε πώς τόσο ὁ Οἰκουμενισμός ὅσο καί ὁ Παλαιοημερολογιτισμός-Ζηλωτισμός εἶναι δύο ἄκρα, πού δέν ἐκφράζουν τήν Ὀρθοδοξίαν :
«Πολλοί Ὀρθόδοξοι βλέπουν εἰς τόν Οἰκουμενισμόν μίαν ἐκκλησιολογικήν αἵρεσιν, χωρίς νά σημαίνη ὅτι ἀναπαύονται καί εἰς τόν Παλαιοημερολογιτισμόν-Ζηλωτισμόν». (Ἀρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου,Ὀρθοδοξία καί Οὑμανισμός, Ὀρθοδοξία καί Παπισμός, ἔκδ. Ἱ. Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, τρίτη ἔκδοσις, σελ. 83-84).
Ἴσως νά θεωρηθοῦμε μονόπλευροι, ὀπισθοδρομικοί, σκοταδιστές, συντηρητικοί, φανατικοί, μισαλλόδοξοι, μέ θρησκευτικές προκαταλήψεις καί δεισιδαιμονίες. Χάριτι Θεοῦ εἴμαστε ἀνοιχτοί πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις, μέ διάθεση γόνιμου διαλόγου καί κριτικῆς, προβληματισμοῦ, πού δέν ὁδηγεῖ, ὅμως, στήν σύγχυση, ἀποπροσανατολισμό, ὀλιγοπιστία καί ἀθέτηση τῶν Ἑλληνορθοδόξων ἀρχῶν, ἀξιῶν καί παραδόσεών μας. Ἄν ἐπιμένουμε νά πιστεύουμε στήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση καί Ζωή, τό κάνουμε, διότι μόνο αὐτή μᾶς βοηθᾶ νά εἴμαστε καί νά ζοῦμε ὡς μοναδικές, ἱστορικές καί ἀνεπανάληπτες προσωπικότητες, πού συνεχῶς προχωροῦμε ἀπό δόξα σέ δόξα καί ἀπό χάρη σέ χάρη μέσα στήν κοινωνία – κοινότητα θεώσεως, πού εἶναι μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μέ τούς παλαιούς καί νέους θεόπτες θεοφόρους Πατέρες καί Διδασκάλους τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
«Στήν Ἐκκλησία μας», ὅπως χαρακτηριστικά εἶπε κάποτε ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ἀιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός, «οἱ σωστοί χριστιανοί δέν εἶναι οὔτε συντηρητικοί οὔτε προοδευτικοί, οὔτε ὀπισθοδρομικοί οὔτε αἰθεροβάμονες μελλοντολόγοι, οὔτε σκοταδιστές οὔτε φωταδιστές, οὔτε φανατικοί οὔτε μισαλλόδοξοι, οὔτε χλιαροί οὔτε ἀδιάφοροι, οὔτε προκατειλημμένοι οὔτε δεισιδαίμονες. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν σέ αὐτούς, πού δέν ἔχουν ἐν τῇ καρδίᾳ τους πραότητα, ταπείνωση, ἐλευθερία, ἀγάπη, ἀλήθεια, ἀνδρεία, σωφροσύνη, φρόνηση, δικαιοσύνη, πίστη, ἐγκράτεια, ἐλπίδα, πνευματική διάκριση, πού εἶναι «μείζων πάντων τῶν ἀρετῶν». «Ὁ Χριστός εἶναι χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβραίους 13, 8) ».
Αὐτοκριτική τοῦ Παλαιοημερολογιτισμοῦ σήμερα
(Παλαιοημερολογίτη μοναχοῦ πατρός Γεωργίου Γεωργαντᾶ, «Οἱ σχίσται τῆς Ἐκκλησίας», ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικοδήμου, Ἑλληνικόν Γορτυνίας 1994, σελ. 66-67)
«Εἶμαι ὑποχρεωμένος νά ὁμολογήσω τήν ἀλήθεια, κι ἐπειδή ὁ Μέγας Βασίλειος μᾶς διαβεβαίωσε ὅτι «πᾶς ὁ δυνάμενος λέγειν τήν ἀλήθειαν καί μή λέγων αὐτήν, κατακριθήσεται ὑπο τοῦ Θεοῦ», ἔτσι κι ἐγῶ, γιά νά μήν κατακριθῶ ὑπό τοῦ Θεοῦ, σᾶς λέω ὅτι ἡ παλαιοημερογιτική «ἐκκλησία» (ἤ μᾶλλον οἱ παλαιοημερολογιτικές «ἐκκλησίες») δέν εἶναι ἡ ἀληθινή τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία, διότι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία, κι ἐμεῖς βλέπουμε 4-5 «ἐκκλησίες», 4-5 «Συνόδους», 4-5 «Ἀρχιεπισκόπους», τούς ὁποίους δέν χωρίζει δογματική ἰδεολογία, ὥστε νά δικαιολογηθῆ ὁ χωρισμός μεταξύ τους καί νά διακρίνουμε ἐκεῖνον, πού πορεύεται σωστά καί νά τόν ἀκολουθήσουμε, ἀλλά αὐτούς τούς χωρίζει ἡ φιλαρχία, ἡ ὑπερηφάνεια, γι’αὐτό στίς περισσότερες ἐνέργειές τους κι ἐκκλησιαστικές τους πρᾶξεις μιμοῦνται τούς Νεοημερολογῖτες, πού παραβιάζουν ἀσύστολα κι ἀνερυθρίαστα τούς Ἱερούς Κανόνες.
Πορεύονται χωρίς Καταστατικό διοικήσεως, χειροτονοῦν Ἱερεῖς καί Διακόνους παρ’ἡλικίαν, συνοικοῦν οἱ περισσότεροι μέ καλογριές, παραμελοῦν τό ποίμνιό τους, χειροτονοῦνται ἐπίσκοποι μέ δικά τους κριτήρια στόν χρόνο καί στόν τόπο, πού αὐτοί θά ἐπιλέξουν, ἀλληλοκαθαιροῦνται καί, ὅταν συμφιλιωθοῦν, σηκώνουν τίς καθαιρέσεις, ὄχι ὅμως καί τίς αἰτίες, γιά τίς ὁποῖες ἔφθασαν στό ἔσχατο αὐτό σημεῖο, προσλαμβάνουν ἐν γνώσει τούς ἀνηθίκους ἱερεῖς, διπλοχειροτονημένους, ἀκόμη καί καθηρημένους ἀπό τήν κρατοῦσα Ἐκκλησία γιά ἠθικούς λόγους, μεταδίδουν τά Μυστήρια στούς Νεοημερολογῖτες, τούς χρησιμοποιοῦν ὡς κουμπάρους γιά Γάμους καί νονούς γιά βαφτίσια, ἀνοίγουν διάπλατα τίς πόρτες τους στούς πλούσιους Νεοημερολογῖτες καί τήν κλεῖνουν ἑρμητικά στούς πένητες… Ἄλλος Δεσπότης προσλαμβάνει ψευδοπαλαιοημερολογίτη κληρικό, ὁ ὁποῖος τήν μία μέρα ἐμφανίζεται «Δεσπότης» καί τήν ἄλλη ἀπό …ταπείνωση, μεταμορφώνεται σέ «ἱερέα», ἄλλος πάλι ἐξαφανίζει δικόγραφα καί ἔγγραφα ὑψίστης σημασίας, γιά νά κάνει τό κέφι του. Ἄλλοι μπαινοβγαίνουν ἀπό τά Ἱεροσόλυμα στήν ὁδό Κάνιγγος λές καί εἴμαστε καφενεῖο, κι ἄλλοι ἀπειλοῦν μέ χειροτονίες νέων Δεσποτάδων, γιά νά ἐκβιάσουν τήν ἐκκλησιαστική δικαιοσύνη.
Μποροῦμε, λοιπόν, αὐτή τήν «ἐκκλησία» μέ τόσα χάλια καί τούς ἡγέτες της νά πορεύωνται ἀσύδοτοι, ἀναίσθητοι, αδιάφοροι καί τό κυριώτερο ἀμετανόητοι, μποροῦμε νά τήν ταυτίσουμε μέ τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ; Θά μοῦ πεῖτε ὅτι ἐμεῖς, οἱ Παλαιοημερολογῖτες, δέν ἐφθάσαμε στό ἐλεεινό κατάντημα νά συμπορευώμεθα ἐπίσημα μέ τούς αἱρετικούς καί νά ἀναγνωρίζουμε ἐγκυρότητα στά Μυστήριά τους, ὅπως οἱ Νεοημερολογῖτες. Βεβαίως καί δέν ἐφθάσαμε, ἀλλά ὅταν ἐμεῖς, οἱ Παλαιοημερολογῖτες, θά κολασθοῦμε γιά ὅλο αὐτό τό τρισάθλιο χάλι, πού προανέφερα, καί οἱ Νεοημερογῖτες, ἐπίσης, θά κολασθοῦν ὡς αἱρετικοί, σᾶς ρωτάω, ὑπάρχει διαφορά; Καί οἱ Νεοημερολογῖτες πρίν φθάσουν στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, εἶχαν προηγουμένως ἰσοπεδώσει τούς κανόνες, σάν καί μᾶς, καί εἶχαν βουτηχθεῖ, ὅπως ἐμεῖς, στό βοῦρκο καή τήν δυσωδία. Εἶναι γνωστό ἐξ ἄλλου τοῖς πᾶσι ὅτι ὁ αἰσχρός βίος τίκτει τά αἱρετικά δόγματα, καί κανείς ὀρθόδοξος δέν φθάνει στήν αἵρεση, ἐάν προηγουμένως δέν ἔχει πέσει σέ θανάσιμα ἁμαρτήματα σώματος καί ψυχῆς».
Σχόλια στό προαναφερθέν κριτικό ἀπόσπασμα τοῦ παλαιοημερολογίτη πατρός Γεωργίου Γεωργαντᾶ
Ὁ πατήρ Γεώργιος, εἰλικρινής καί θαρραλέος, λέει τά σῦκα-σῦκα καί τήν σκάφη-σκάφη γιά τούς παλαιοημερολογῖτες, ἀλλά καί γιά τούς λεγομένους ἀπό αὐτόν «Νεοημερολογῖτες», πού κατ’ἐμᾶς ναί μέν ὁρισμένοι ἐξ αὐτῶν ἀκολουθοῦν τήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δέν ἐκφράζουν δέ τήν αὐτοσυνειδησία καί τήν ἀλήθεια, τήν καθολικότητα, τήν πληρότητα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Πάντοτε κατά τήν διάρκεια τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἀνεφύησαν διαφόρων εἰδῶν σκάνδαλα, σχίσματα καί αἱρέσεις. Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε : «Ἀνάγκη γάρ ἐστί ἐλθεῖν τά σκάνδλα, ἵνα ἐκ πολλῶν καρδιῶν ἀποκαλυφθῶσιν οἱ λογισμοί τῆς καρδίας καί ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροί γένωνται. Πλήν οῦαί δι’οὗ τό σκάνδαλον ἔρχεται, ἐάν οὗτος μή μετανοήσῃ εἰλικρινῶς» (Ματθαίου 18, 6-8, Λουκᾶ 2, 35, Α΄ Κορινθίους 11, 19).
Ἐπίσης, ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Ὅσιοι, οἱ Μάρτυρες καί οἱ Δίκαιοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δέν ἐζητοῦσαν ἀφορμή, λόγῳ τῶν σκανδάλων, τῶν σχισμάτων καί αἱρέσεων, νά δημιουργήσουν δική τους «καθαρή καί ἀμόλυντη» παράταξη θρησκευτική. Ἀλλά, ἔμεναν πιστοί πάντοτε μέσα στά λειτουργικά πλαίσια τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας ἁγιαζόμενοι, πενθοῦντες χαρμολυπητικῶς, προσευχόμενοι, ὅπως ὑπάρξη ἑνότητα πίστεως καί κοινωνία Ἁγίου Πνεύματος πάντοτε μεταξύ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, διασώζοντας τήν ἐλευθερία, ἀγάπη καί ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς φανατισμούς, σχίσματα, ἀκρότητες, ἀδιακρισίες καί αἱρέσεις.
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος κάποτε εἶδε σέ ὀπτασία τίς παγίδες τοῦ διαβόλου ἁπλωμένες ἐπάνω στή γῆ, πλῆθος δέ ἀνθρώπων ἔπεφταν συχνά-πυκνά σέ αὐτές. Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, λυπημένος, ἀπορημένος καί σχεδόν ἀπελπισμένος, ρώτησε τόν Θεό : « - Ποιός μπορεῖ νά ξεφύγη ἀπό ὅλες αὐτές τίς πλάνες καί τίς παγίδες»; Καί ἄκουσε φωνή ἀπό τόν Οὐρανό, πού τοῦ εἶπε : «Ἡ ταπείνωση». Ἐμεῖς ἔχουμε ταπείνωση ἤ ταπεινολογία;
Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι πρᾶος καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ (Ματθαίου 11, 29) καί ὁ καθένας, πού θέλει νά σωθῆ, μπορεῖ νά πάει κοντά Του καί νά ἀναπαυθῆ, νά εἰρηνεύση πνευματικά καί σωματικά μέ τόν ἑαυτό του, τόν πλησίον του καί μέ τόν Θεό, ἀφοῦ ἀποκτήση ὑπαρξιακά, ὀντολογικά καί ὑπέρ λόγον τήν πραότητα καί ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν Ἐκκλησία. Ἐπίσης, ὁ Χριστός εἶπε στούς Μαθητές Του κάποτε ὅτι : «Ἐάν σᾶς ποῦν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐδῶ ἤ ἐκεῖ ἤ κάπου μακρυά ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά μήν τούς πιστεύσετε, οὔτε νά τούς ἀκολουθήσετε» (πρβλ. Ματθαίου 24, 23-28). «Ἐν τοῦτῳ γνώσονται οἱ ἄνθρωποι ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστέ, ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσετε καί ἐάν ἔχητε ἀγάπην ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάννου 13, 34-35).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέγει : «Εἷς Κύριος, ἕν βάπτισμα, μία πίστις» (Ἐφεσίους 4, 5). Ἑπομένως, μία εἶναι καί ἡ Ἐκκλησία, πού ἵδρυσε, μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὁ Κύριος. Κάθε φορά, πού τελεῖται ἀπό κανονικούς ὀρθοδόξους ἱερωμένους τό κάθε ἕνα Μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, ἔχουμε μέθεξη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπιφοίτηση, συμμετοχή στήν ἁγία Πεντηκοστή. Ὁ Ἅγιος Κυπριανός Καρχηδόνος λέει κάπου : «Ἐκτός Ἐκκλησίας, δέν ὑπάρχει σωτηρία». Καί στό κατά Μᾶρκον Εὐαγγέλιο γράφει :«Ὁ πιστεύσας καί βαπτισθείς, σωθήσεται˙ ὁ δε ἀπιστήσας, κατακριθήσεται» (Μάρκου 16, 16). Βέβαια, ὁ Ἀπόστολος Ἰάκωβος συμπληρώνει τό πιό πάνω ρητό μέ τά ἑξῆς : «Πίστις ἄνευ ἔργων, νεκρά ἐστί. Δεῖξον μοι τήν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου» (Ἰακώβου 2, 18-20).
Ἑπομένως, σύμφωνα μέ τά πιό πάνω γραφέντα, τόσο οἱ Οἰκουμενιστές, οἱ νεοεποχῖτες, οἱ συγκρητιστές, οἱ παλαιοημερολογῖτες-Ζηλωτές, ὅσο καί οἱ δοξασίες τους, εἶναι σχισματικές, αἱρετικές, ψεύτικες ίδεολογίες καί ἀνθρώπινα φιλοσοφικά κατασκευάσματα καί οἱ ἴδιοι, ὅσοι πιστεύουν σέ αὐτά, εἶναι σχισματικοί, αἱρετικοί καί ψεῦτες, ψευδαπόστολοι, ψευδοπροφῆτες καί ψευδοδιδάσκαλοι. Γι’αὐτό παρακαλοῦμε, κανείς νά μήν τούς πιστεύει, οὔτε νά τούς ἀκολουθῆ.
Δήλωση γιά τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο»                                      τῶν δέκα Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν,                                                                  τήν Πεντηκοστή τοῦ 2016, στό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης
Ἡ λεγομένη ἀπό πολλούς «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, πού συνῆλθε τήν Παντηκοστή τοῦ 2016 στήν Κρήτη, δέν ἦταν στήν πραγματικότητα οὔτε Ἁγία, οὔτε Μεγάλη, οὔτε Σύνοδος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Σύμφωνα μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Προσυνοδικῶν Διασκέψεων, πού προηγήθηκαν τῆς Διευρυμένης αὐτῆς Συνάξεως τῶν ἁγίων Προκαθημένων καί τῶν Ὀρθοδόξων ἀντιπροσώπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν ἦταν «Ἁγία» ἡ Σύναξις αὐτή, διότι δέν ἦταν «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι» (δέν ἀκολούθησε τήν θεολογία, τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη, τόν φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί τήν γνώση τῶν λόγων τῶν ὄντων καί τήν θεία ἔλλαμψη τοῦ ἀκτίστου φωτός (θέωση), πού εἶχαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες τῆς Ὀρθοδοξίας τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῶν παρελθόντων αἰώνων). Δέν ἀκολούθησε ἡ Σύναξις αὐτή τούς Ἁγίους Πατέρες οὔτε τυπικῶς οὔτε οὐσιαστικῶς. Διότι, ἡ Σύναξις αὐτή ἀνεγνώρισε ὡς κανονικές Ἐκκλησίες τόν Παπισμό, τόν Προτεσταντισμό, τόν Μονοφυσιτισμό, τόν Μονοενεργητισμό, τόν Μονοθελητισμό, τόν Νεστοριανισμό, καί ἄφησε περιθώρια γιά τήν ἀναγνώριση τῶν προαναφερθεισῶν αἱρέσεων ὡς νομίμων παραδόσεων καί δρόμων πρός τόν ἴδιο Θεό, στόν ὁποῖο δῆθεν πιστεύουν ὅλοι οἱ λαοί τῆς γῆς.
   Δέν ἦταν «Μεγάλη» ἡ Σύναξις τῆς Κρήτης τοῦ 2016, διότι ἀπό τούς ὀκτακοσίους δέκα (810) κανονικούς Ὀρθοδόξους Ἐπισκόπους, πού ὑπάρχουν σήμερα σέ ὅλες τίς κανονικές Ὀρθόδοξες Τοπικές Ἐκκλησίες στόν πλανήτη Γῆ, ἐκλήθησαν νά συμμετάσχουν στήν Σύναξη τῆς Κρήτης μόνο ἑκατόν ἐξῆντα (160) περίπου Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν δικαίωμα μόνο νά ὑπογράψουν τίς προειλημμένες ἀποφάσεις τῆς Διασκέψεως τῶν Ἁγίων Προκαθημένων τῆς Ὀρθοδοξίας τοῦ Ἰανουαρίου 2016. Δέν εἶχαν δικαίωμα ψήφου ἤ ἐλευθέρου λόγου στήν Σύναξη τῆς Κρήτης οἱ 160 Ἐπίσκοποι, ἀλλά μόνο οἱ δέκα (10) ἅγιοι Προκαθήμενοι τῶν δέκα Τοπικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν. Ἑπομένως, οὔτε Ὀρθόδοξη Συνοδικότητα εἶχε ἡ Σύναξις τῆς Κρήτης, σύμφωνα μέ τά προηγούμενα, οὔτε δεσμεύουν ὅλες τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες οἱ ἀποφάσεις της.
Τά ἀποτελέσματα τῆς Συνάξεως τῆς Κρήτης εἶναι διασπαστικά τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἐξαιτίας της ἔχουν δημιουργηθεῖ τρεῖς διαφορετικές πρακτικές μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία :
α) Ἡ πρώτη πρακτική εἶναι αὐτή, πού πιστεύουν οἱ οἰκουμενιστές, ὅτι δηλαδή οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῆς Κρήτης τοῦ 2016 εἶναι ἐμπνευσμένες ἀπό τήν Χάρη τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς.
β) Ἡ δεύτερη πρακτική εἶναι αὐτή, πού πιστεύουν οἱ σχισματικοί παλαιοημερολογῖτες, οἱ οὐ κατ’ἐπίγνωσιν ζηλωτές καί οἱ ἀποτειχισμένοι χριστιανοί, ὅτι πρέπει δηλαδή ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί νά διακόψουμε ἀμέσως τό μνημόσυνο ὅλων τῶν Ἐπισκόπων, πού ὑπέγραψαν τίς ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῆς Κρήτης.
γ) Ἡ τρίτη πρακτική εἶναι αὐτή, πού πιστεύουν οἱ κατ’ἐπίγνωσιν ζηλωτές, ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, Ἐπίσκοποι, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, ὅτι δηλαδή πρέπει νά παραμείνουμε μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς ζωντανά μέλη της καί νά ἀγωνισθοῦμε νά ἀλλάξουμε τίς ἀποφάσεις τῆς Συνάξεως τῆς Κρήτης μέ συνοδικό, θεολογικό, κηρυκτικό καί ἐνημερωτικό τρόπο.
Ἐμεῖς ἀκολουθοῦμε τήν τρίτη πρακτική, διότι πιστεύουμε ὅτι γιά τώρα εἶναι ἡ πιο ἐνδεδειγμένη. Ἀργότερα, θά δοῦμε τί θά χρειασθῆ νά πράξουμε.
Παρακαλοῦμε, τέλος, τούς Οἰκουμενιστές καί τούς οὐ κατ’ἐπίγνωσιν ζηλωτές νά ἀκολουθήσουν τήν τρίτη πρακτική, ὥστε νά εἴμαστε ἑνωμένοι ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί, κληρικοί, μοναχοί καί λαϊκοί, ὄχι μόνο πνευματικά, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικά.  
Ἀρχές Ὀρθοδόξου Θεολογίας καί Ποιμαντικῆς
Τούς τελευταίους δύο αἰῶνες κυρίως, ἀλλά καί προηγουμένως, ἀπό τόν 14ο αἰῶνα μετά Χριστόν, ἡ Ὀρθόδοξη πατερική, ἡσυχαστική, εὐχαριστιακή θεολογία συγκρούσθηκε, χωρίς νά τό ἐπιδιώξη αὐτή, μέ τήν δυτική σχολαστική, φιλοσοφική, ἀριστοτελίζουσα, διανοησιαρχική θεολογία. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἐπίσκοπος πρώην Βοσνίας καί Ἐρζεγοβίνης                                 κ. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς, Σέρβος ὁμολογητής, ὀρθόδοξος θεολόγος, στό βιβλίο του «Φῶς ἱλαρόν», ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα, Σεπτέμβριος 1991, σελ. 167-181 :
«Ὁ λατινόφρων Βαρλαάμ ἔπαιρνε ἀπό τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη μόνο τόν θεολογικό ἀγνωστικισμό του, δηλαδή τήν «ἀπόδειξη», ὅτι εἶναι ἐντελῶς ἀδύνατο νά γνωρίσεις τόν Θεό καί, ἑπομένως, κάθε συλλογισμός ἀκόμη καί ἀποδεικτικός, δέν μπορεῖ οὔτε νά χρησιμοποιηθεῖ οὔτε νά ἐφαρμοσθεῖ στήν θεολογία σάν μέθοδος γνώσεως τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς καί ὁ Νεῖλος Καβάσιλας, ἀντίθετα, μαρτυροῦν, μέσα στήν ἡσυχαστική θεολογία τους, πώς ὑπάρχει ἡ ἀληθινή δυνατότητα νά γνωρίσουμε τόν Θεό, ὄχι βέβαια στήν οὐσία Του, ἀλλά, κατά πρῶτον λόγον, στίς «θεῖες ἐνέργειές» Του, πού ἀποτελοῦν τήν βάση τῆς θετικῆς, καταφατικῆς θεολογίας, καί ἑπομένως ἐφαρμόζουν τόν ἀρεοπαγιτικό ἀποφατισμό, μόνο κατά τήν ἀδυνατότητα νά γνωρίσουμε τήν θεία οὐσία…
…Ὁ Νεῖλος Καβάσιλας μπόρεσε νά ἐκθέσει τίς ἀκόλουθες θέσεις : «Εἶναι πολύ παλαιά ἡ Ἀποστολική Παράδοσις ὅτι πρέπει νά ἀποφεύγεται ἡ χρῆσις συλλογισμῶν στό ζήτημα τῆς πίστεως…
…Ἐάν τίθεται ἕνα θέμα θεολογικό, ἡ Ἀποστολική Παράδοσις καί ἡ θεία ἐντολή μᾶς συμβουλεύουν νά τό λύσουμε διά τῶν λόγων (=διά τῆς Ἀποκαλύψεως) τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ὄχι μέ τήν ἀνθρώπινη σοφία…
…Δέν ὑπάρχει τίποτα τό ἐκπληκτικό στό γεγονός ὅτι μερικοί ἐκκλησιαστικοί Διδάσκαλοι (Πατέρες) χρησιμοποιοῦν συλλογισμούς, πού τούς ὀνομάζουν ἀποδείξεις, μιλῶντας γιά τόν Θεό…
…Αὐτό τό ἔκαναν μόνον στήν πολεμική τους κατά τῶν αἱρετικῶν…
…Ὡστόσο, ὅταν ἀπευθύνονταν στούς δικούς τους (τούς πιστούς δηλαδή), τούς ὁμιλοῦσαν μέ γλῶσσα ἁλιευτική (δηλαδή ἀποστολική), καί ὄχι ἀριστοτελική…
…Τό χαρακτηριστικό τῆς συγκρούσεως μεταξύ ὀρθοδόξων βυζαντινῶν ἡσυχαστῶν ἀφ’ἑνός καί τῶν λατίνων παπικῶν σχολαστικῶν καί προδυτικῶν βυζαντινῶν σχολαστικῶν ἀφ’ἑτέρου, κατά τόν 14ο αἰῶνα στήν Θεσσαλονίκη καί στά Βαλκάνια, ἦταν τό ἑξῆς : Οἱ σχολαστικοί ξεκινοῦσαν ἀπό τήν ἰδεοκρατική καί νοησιαρχική θεολογία, πού εἶχε στό ἀπώτερο βάθος της, σάν σημεῖο ἐκκινήσεως, μία φιλοσοφία οὐσιοκρατική (καί ἀπό τήν ἄποψη αὐτή δέν διέφερε πολύ ἀπό τήν ἑλληνική, κλασσική φιλοσοφία, ἔστω κι ἄν ἔφερε τό ὄνομα τῆς χριστιανικῆς φιλοσοφίας)˙ ἐνῶ οἱ ὀρθόδοξοι ἡσυχαστές ξεκινοῦσαν ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἀποκαλύψεως, τῆς πεῖρας τῆς Χάριτος καί σωτηρίας, βιουμένης στήν Ἐκκλησία. Ἡ Θεολογία αὐτή στήν πραγματικότητα εἶναι ἡ ἔκφρασις καί αὐθεντική μαρτυρία γιά τήν ζωντανή ἐμπειρία τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ προσωπικοῦ Θεοῦ, φανερωθέντος ἐν τῷ Χριστῷ. Ὁ προσωπικός αὐτός Θεός εἶναι Τριάδα, πού δέν εἶναι σέ πρώτη γραμμή «ἡ Οὐσία» ἤ «τό Ὄν», ἀλλά ὁ βιβλικός Yahve = ὁ Ὤν, ὁ Θεός ὁ Ζῶν, προσωπικός, ἐλεύθερος καί ἐνεργητικός, Θεός τῆς ἀγάπης καί τῆς κοινωνίας, Θεός, πού ἀληθινά ἐγκατέστησε καί οἰκονόμησε τήν σωτηριώδη κοινότητα μέ τόν ἄνθρωπο καί τό ἀνθρώπινο γένος ἐν τῷ Υἱῷ Του τῷ Ἀγαπητῷ, μέ τήν φωτιστική χάρη τοῦ Παρακλητικοῦ Πνεύματος. Αὐτή ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι αἰσθητή στήν ἡσυχαστική ἐμπειρία σάν ἐνέργεια θεία, αἰώνια, ἄκτιστη, καί ὄχι κτιστή, σάν ἀγάπη, προσφερομένη ἐλεύθερα ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, σάν ἀγαπητική χάρις θείας «προελεύσεως» (ἤ στόν πληθυντικό : σάν «πρόοδοι», ὅπως ἔλεγαν οἱ ἡσυχαστές) τοῦ Θεοῦ πρός συνάντησιν τῶν δημιουργημάτων Του, μέ σκοπό μιά ζωντανή καί ἄμεση κοινωνία καί ἕνωση προσωπική, ἀναλλοίωτη, γιά τήν πραγματοποίηση μιᾶς κοινωνίας ἀείζωης, σωτηριώδους, κοινωνίας θεανθρωπίνης καί θεοποιούσης».
Δυστυχῶς, ὅμως, ἐπεκράτησε ἡ ἀντιησυχαστική, ἀριστοτελική θεολογία τούς τελευταίους δύο (2) αἰῶνες σέ ὅλες τίς πτυχές τῆς αἱρετικῆς παπικῆς παρασυναγωγῆς καί στίς προτεσταντικές κοινότητες, ἀλλά καί γενικώτερα ἐπηρέασε ὅλο τόν Δυτικοευρωπαϊκό Πολιτισμό, Παράδοση, Ζωή καί τρόπο σκέψεως καί φρονήματος. Πολλοί ὀρθόδοξοι θεολόγοι καί διανοοῦμενοι, ἀλλά καί Γραικῦλοι, πού ἐσπούδαζαν στήν Δύση, ἐμπολιάζονταν ἀπό τόν ὀρθολογισμό, τόν Διαφωτισμό, τόν ἐγκοσμιοκρατικό στεῖρο ἐθνικισμό, τόν θεωρητικό καί πρακτικό ὑλισμό, τήν νοησιαρχία (σκέφτομαι, ἅρα ζῶ καί ὑπάρχω), τήν ἀνηθικότητα, τόν ἐκκοσμικευμένο γενικά άνθρωποκεντρισμό καί φιλαυτία, τήν αὐτοδικαίωση, αὐτοέρωτα, αὐτοειδωλοποίηση, αὐτοθέωση, αὐτονόμηση.
Ἀρχηγός τῶν Γραικύλων Εὐρωπαϊστῶν ἦταν ὁ ἀνακηρυχθείς, δυστυχῶς, ὡς διδάσκαλος τοῦ Γένους, Ἀδαμάντιος Κοραής, φιλόσοφος, φιλόλογος, ἱστορικός, πού εἶχε ἀπό τούς πρώτους τότε συλλάβει τήν ἰδέα τῆς Εὐρωπαϊκῆς ἑνότητος, τῆς ἑνώσεως δηλαδή σέ ἕνα κράτος ὅλων τῶν Εὐρωπαϊκῶν ἐθνοτήτων. Παραπέμπουμε, γιά νά μή μακρυγορήσουμε, γιά περαιτέρω διεξοδική μελέτη τῶν ἐπιπτώσεων τῶν Κοραϊκῶν δοξασιῶν, στό βιβλίο τοῦ πρωτοπρεσβ. πατρός Γεωργίου Μεταλληνοῦ «Παράδοση καί ἀλλοτρίωση», ἐκδ. Δόμος, Ἀθήνα 1994, σελ. 139-190 :
«Ἡ κριτική τοῦ πατρός Ρωμανίδη πολλές φορές γίνεται ἔντονα καυστική. Οἱ ρωμαίϊκες καί αὐθεντικά πατερικές προϋπουθέσεις του τόν ἀναγκάζουν νά εἶναι ἀπορριπτικός ἀπέναντι στόν Κοραῆ καί τήν τακτική του. Ὡς τύπος τοῦ τότε Εὐρωπαίου ἀρχαιολάτρου καί ρατσιστοῦ, ἐπίστευεν ὁ Κοραής, ὅτι ὑπάρχει τό γνήσιον ἀρχαῖον, τό ὁποῖον παραφθείρεται, καί πρέπει νά καταβάλωμεν πᾶσαν δυνατήν προσπάθειαν νά τό ἀποκαθάρωμεν καί νά τό ἐπαναφέρωμεν εἰς τήν ἀρχαῖαν καί πρώτην του γνησιότητα…
… Στό νέο κράτος τῆς Ἑλλάδος «ἐπεβλήθη ἡ γραμμή τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ», δηλαδή : «Ὁ Μοναχισμός καί ἡ Ἐκκλησία γενικῶς πρέπει νά προσαρμοσθοῦν εἰς τά Εὐρωπαϊκά πρότυπα, ὡς εἶχε γίνει εἰς τήν Ρωσσίαν κατά τήν ἐποχήν τοῦ Μεγάλου Πέτρου. Ἔτσι βλέπομεν, διατί κατεκλύσθη ἡ νέα Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ ἀρχιτεκτονικήν, μουσικήν, εἰκονογραφίαν, ἀλλά καί θεολογίαν καί πνευματικότητα ἰσχυρῶς ἐπηρεασμένην ἀπό τήν Ρωσσίαν καί τήν Εὐρώπην»…
… «Ὁ Κοραῆς ἐταύτιζε τήν φιλοσοφία μέ τήν ἀλήθεια. Ἡ φιλοσοφία εἶχε γι’αὐτόν «δύναμιν ἰσόθεον». Δέν εἶδε ποτέ τήν Ὀρθοδοξία ὡς ἀποκεκαλυμμένο τρόπο ζωῆς καί ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας, ὅπως συνέβη λ.χ. μέ τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη…
… Οὔτε πάλι - ἀνεξάρτητα ἀπό τό ἄν διάβαζε Πατέρες – εἶδε τήν θεολογία τους ὡς πρακτική ἐπιστήμη-θεραπεία τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, κάτι δηλαδή περισσότερο ἀπό μιά θεωρητική ἐπιστήμη (γνώση) ἤ κώδικα ἠθικῆς…
… Ὁ Κοραής ἐταύτιζε τήν θρησκεία μέ τήν πολιτική ἠθική. Χρησιμοποιεῖ συχνά Πατέρες ὁ Κοραής, ἀλλά μέ ἕνα πνεῦμα ὑποκειμενικοῦ ἐκλεκτισμοῦ, κάτι, πού ἐπιβάλλει τό πνεῦμα τοῦ διαφωτισμοῦ, ἀπό τό ὁποῖο ἐμφορεῖται…
… Ὁ Κοραής ἐζητοῦσε στά ἔργα τῶν Πατέρων - ἀγαπητά στούς συμπατριῶτες του - ἰδέες, πού θά ἐστήριζαν τίς δικές του ἀπόψεις…
… Ἔβλεπε τούς Πατέρες ὡς στηρίγματά του, καί ὄχι ὡς φορεῖς ἀληθείας καί διδασκάλους ζωῆς ἀληθινῆς. Γι’αὐτό καί ἑρμηνεύει τούς Πατέρες σύμφωνα μέ τίς πολιτικές ἀρχές του…
… Καί κατά τόν Ἀ. Παπαδερό, ὁ Κοραής δέν θίγει μέν τό δογματικό περιεχόμενο τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας, ἀπορρίπτει ὅμως τόν παραδοσιακό τρόπο προσεγγίσεως καί βιώσεώς του. Στήν «ἀληθῆ θρησκείαν» τοῦ Κοραῆ δέν ὑπάρχει χῶρος γιά «μυσταγωγία», «θεωρία», «οὐρανοκατέβατον φῶς», «μυστικισμό». Ὅλα αὐτά τά θεωρεῖ νεοπλατωνικά, ὅπως ἄλλωστε καί ὅλοι οἱ δυτικοί ἤ δυτικόφρονες. Ἡ Ὀρθοδοξία στόν Κοραή ἔχει καταντήσει νεκρό γράμμα, δηλαδή ἄσαρκη ἰδεολογία, πού, εἴτε ἀπορρίπτεται εἴτε ὄχι, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό».
Βέβαια τά τελευταῖα πενῆντα (50) χρόνια παρατηρεῖται παγκοσμίως μιά ζωογόνος ἀντικειμενική στροφή πρός τήν ἡσυχαστική, εὐχαριστιακή, ἁγιοπνευματική, ὀρθόδοξη θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Γίνονται ἐκδόσεις πατερικῶν κειμένων μέ μεταφράσεις, σχόλια καί εἰσαγωγές, κριτικές καί προσπάθεια νά λυθοῦν σύγχρονα προβλήματα πάσης φύσεως βάσει τῶν θέσεων - θεολογικῶν, ἀσκητικῶν, λειτουργικῶν - τῶν Πατέρων. Ἐπανδρώνονται παλαιά μοναστήρια καί κτίζονται καινούργια ἀπό νέους καί νέες κυρίως, μορφωμένους καί συνειδητούς ἀγωνιστές τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί ζωῆς. Ὅπως π.χ. ἀνθεῖ ὁ ἀνδρικός μοναχισμός στό Ἅγιον Ὄρος, στή Ρωσσία, στή Ρουμανία καί ὁ γυναικείος μαζί μοναχισμός στήν Ἑλλάδα, στήν Ἀνατολική Εὐρώπη, στίς Η.Π.Α. καί στόν Καναδᾶ. Φυσικά δέν ἔμεινε πίσω καί ἡ Κύπρος μας, στήν ὁποία παρατηρεῖται ἄνθηση καί ἀναγέννηση γενικά τῆς Ἑλληνορθοδόξου Παραδόσεως καί πατερικῆς θεολογίας, καί εἰδικά τοῦ Μοναχισμοῦ, ἀνδρικοῦ καί γυναικείου. Εἶναι δέ ἀξιέπαινο τό γεγονός ὅτι οἱ περισσότεροι Ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ὄχι μόνο ζοῦν ἐμπειρικά ὅσο μποροῦν τόν μοναχισμό, ἀλλά καί παρέχουν τήν πατρική τους προστασία, τήν οἰκονομική, πνευματική καί ἐνίοτε νομική κάλυψη, πρός τούς Μοναχούς, γιά νά μποροῦν ἀπερισπάστως καί χωρίς ἔξωθεν πιέσεις, νά ἀσχολοῦνται μέ τήν κάθαρση τῶν παθῶν, τόν φωτισμό, τήν θεία ἔλλαμψη, τήν ἀκτημοσύνη, τήν παρθενία, τήν ὑπακοή, τήν ἐθνική καί κοινωνική προσφορά πρός τούς σημερινούς παραπαίοντες, ἀπαρηγόρητους καί ἀποξενωμένους ἀνθρώπους.
Κλείνουμε τό παρόν κεφάλαιο μέ τήν κατάθεση τῶν ἀρχῶν τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί ποιμαντικῆς, ὅπως μᾶς γνωστοποιήθηκαν ἀπό τόν ἅγιο Γέροντα Παΐσιο Καππαδόκη τόν Ἁγιορείτη :
α) «Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ˙ εἰ ἀληθῶς προσεύξῃ, θεολόγος εἶ». (Ἐάν εἶσαι θεολόγος, νά προσεύχεσαι ἀληθινά˙ ἐάν ἀληθινά προσεύχεσαι, εἶσαι θεολόγος) ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος καί Εὐάγριος.
β) «Ἐξελεξάμην παραρριπτεῖσθαι ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον ἤ οἰκεῖν με ἐν σκηνώμασιν ἁμαρτωλῶν». (Ἐδιάλεξα νά εἶμαι παραπεταμένος μέσα στό σπίτι τοῦ Θεοῦ μου μᾶλλον, τήν Ἐκκλησία, παρά νά κατοικῶ στά σκηνώματα, στά σπίτια τῶν ἁμετανοήτων ἁμαρτωλῶν) Προφητάναξ Δαυΐδ.
γ) «Ματαιότης ματαιοτήτων τά πάντα ματαιότης». Ἐκκλησιαστής.
δ) «Ἐκεῖνον (τόν Χριστόν) καί ἐκείνους (τούς ἀνθρώπους) δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλατοῦσθαι» (Ἰωάννου 3, 30). (Ἐκεῖνος, ὁ Χριστός δηλαδή, καί ἐκεῖνοι, οἱ ἄνθρωποι δηλαδή, πρέπει νά αὐξάνωνται ὡς πρός τήν δόξα καί τιμή, ἐγώ ὅμως νά ἐλαττώνομαι, νά ταπεινώνωμαι) Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, Προφήτης καί Τίμιος Πρόδρομος.
ε) «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν». «Εἴτε οὖν ἐσθίετε εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ ποιεῖτε». (Α΄ Κορινθίους 10, 31). (Ἄς δοξάζεται ὁ Θεός γιά ὅλα ὅσα συμβαίνουν, εἴτε καλά, εἴτε κακά) Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. (Εἴτε τρῶτε, εἴτε πίνετε, εἴτε κάνετε κάτι, ὁ,τιδήποτε, ὅλα νά τά κάνετε πρός δόξαν Θεοῦ) Ἀπόστολος Παῦλος.
στ) «Πρῶτον ἁγιασθῆναι, εἶτα ἁγιάσαι. Πρῶτον φωτισθῆναι, εἶτα φωτίσαι. Πρῶτον σοφισθῆναι, εἶτα σοφίσαι. Πρῶτον σωθῆναι, εἶτα σῶσαι. Πρῶτον καθαρθῆναι, εἶτα καθάραι. Πρῶτον ποιεῖτε, εἶτα διδάξαι. Πρῶτον ἁρπάσαι ἐκ τοῦ διαβόλου καί εἶτα δοῦναι Θεῷ τάς ψυχάς τῶν ἀνθρώπων». (Πρῶτα νά ἁγιασθῆς καί ἔπειτα νά ἁγιάσης ἄλλους. Πρῶτα νά φωτισθῆς καί μετά νά φωτίσης ἄλλους. Πρῶτα νά γίνης σοφός καί μετά νά κάνης ἄλλους σοφούς. Πρῶτα νά σωθῆς καί μετά νά σώσης ἄλλους. Πρῶτα νά καθαρισθῆς ἀπό τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τόν θάνατο καί ἔπειτα νά καθαρίσεις ἄλλους. Πρῶτα νά πράττης τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ καί μετά νά διδάξης ἄλλους. Πρῶτα νά ἁρπάξης τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν διάβολο καί μετά νά τίς παραδώσης στόν Θεό) Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
ζ) «Τό Ὀρθοδοξεῖν ἐστιν τό ἀεί σχοινοβατεῖν». «Θεολόγει ἁλιευτικῶς, οὐχί δέ ἀριστοτελικῶς». (Ἡ Ὀρθοδοξία καί ἡ ὀρθοπραξία εἶναι μία συνεχής σχοινοβασία. Νά θεολογῆς ἁλιευτικῶς, δηλαδή ἀποστολικῶς καί πατερικῶς, ἐκφράζοντας τήν ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἐμπειρία, θεογνωσία καί θεοπτία, μέ σκέψη, λόγο, γραφή καί πράξη, ὄχι δέ φιλοσοφικῶς, ὄχι ἀριστοτελικῶς, ὄχι σχολαστικῶς) Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
η) Νά κάνης ὑπακοή ἀδιάκριτη καί τελεία στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, Παράδοση, Ζωή, Θεολογία διά τῆς ὑπακοῆς στόν οἰκεῖο κανονικό ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο καί στόν πνευματικό καθοδηγητή, ἐξομολόγο καί Γέροντά σου, ἄν θέλης νά θεολογῆς ἐκκλησιαστικά, θεόπνευστα, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Μόνο σέ δύο περιπτώσεις δικαιοῦσαι νά μήν κάνεις ὑπακοή : Πρῶτον, ἄν ὁ ἐπίσκοπος ἤ ὁ πνευματικός-ἐξομολόγος κηρύττει φανερά ἤ κρυφά αἱρετικά δόγματα καί ἐπιμένει ἀμετανόητος σέ αὐτά, παρ’ὅλες τίς συστάσεις, πού τοῦ γίνονται. Καί δεύτερον, ἄν σοῦ ζητᾶ νά πράξης ἁμαρτία, πού εἶναι χωρισμός ἀπό τόν Θεό.
θ) Να εἶσαι πάντοτε θεόκλητος καί ὄχι αὐτόκλητος θεολόγος. Λέγει ὁ Χριστός μας στούς Μαθητές καί Ἀποστόλους : «Καθώς ἀπέσταλκέ με ὁ Πατήρ, καγώ πέμπω ὑμᾶς» (Ἰωάννου 20, 21). «Ἰδού ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων. Γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καί ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί» (Ματθαίου 10, 16).
ι) Ἐρώτηση : Γέροντα Παΐσιε, τί εἶναι θεολογία;
Γέρων Παΐσιος : Θεολογία εἶναι ἡ θεοπτία. Αὐτός, πού βλέπει τόν Θεό, αὐτός γράφει καί κηρύττει γιά τόν Θεό, ἤ αὐτός, πού αἰσθάνεται ἐμπειρικά τόν Θεό ἤ ἀκολουθεῖ τούς θεόπτες ἁγίους ἀνθρώπους, Πατέρες, παλαιούς καί νέους, αὐτός εἶναι σωστός ὀρθόδοξος θεολόγος.
 ια) Σωστός ὀρθόδοξος θεολόγος εἶναι αὐτός, πού προσεύχεται μέ τήν νοερά προσευχή, πολεμῶντας τόν διάβολο, χωρίς ὅμως νά παρασύρεται ἀπό αὐτόν εἴτε πρός τήν ὑπερηφάνεια, εἴτε πρός τήν ἀπόγνωση, εἴτε πρός τό μῖσος ἐναντίον ἀνθρώπων, εἴτε πρός τήν αἵρεση, εἴτε πρός τήν ἀνηθικότητα.
Οἱ ἀπαραίτητες πνευματικές προϋποθέσεις γιά νά ἀσκῆ ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος τήν νοερά καρδιακή μονολόγιστη εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», χωρίς κίνδυνο νά πλανηθῆ καί νά παρασυρθῆ ἀπό τόν διάβολο, εἶναι οἱ ἑξῆς :
1) Ἐνθύμηση ἁμαρτιῶν μας (5 λεπτά).
2) Αὐτομεμψία, αὐτοκατηγορία, αὐτοκατάκριση γιά τίς ἁμαρτίες μας (5 λεπτά)  
3) Μνήμη θανάτου, κρίσεως, κολάσεως (5 λεπτά)
4) Συχνή συμμετοχή στά θεῖα Μυστήρια τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, κυρίως μετάνοια, ἐξομολόγηση, Θεία Κοινωνία.
5) Νά ἔχουμε ταπείνωση, πού ἐλκύει την θεία ἄκτιστη χάρη.
Ἄν κάνουμε αὐτά, τότε μποροῦμε να ἀσκοῦμε την νοερά καρδιακή προσευχή, χωρίς κίνδυνο να πλανηθοῦμε και να παρασυρθοῦμε ἀπό τον διάβολο.
ιβ) Ἄν ἕνας κληρικός καί θεολόγος θέλη νά ἐπιτύχη τήν σωτηρία του καί τῶν πνευματικῶν του τέκνων ἤ μαθητῶν, θά πρέπη νά προσέξη νά ἐφαρμόση τά ἑξῆς :
1) Νά ἔχη καθαρότητα καί ἔντιμο βίο. Παρθενία ψυχῆς καί σώματος ὁ ἄγαμος καί τίμιο γάμο καί ἀμίαντη κοίτη ὁ ἔγγαμος.
2) Νά τηρῆ μέ πνευματική διάκριση, πότε αὐστηρά, πότε ἐπιεικῶς, ἀνάλογα μέ τό πρόσωπο, τήν κατάσταση, τόν χρόνο, τήν ἡλικία, τήν μόρφωση καί ἰδίως τήν μετάνοια τοῦ ἐξομολογουμένου, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τά ἐπιτίμια. Γενικά, νά ἐφαρμόζη στή Μονή ἤ στήν ἐνορία τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὁ ἱερωμένος, ἔγγαμος ἤ ἄγαμος.
3) Νά κάνη ὁ ἱερεύς καί ὁ θεολόγος ἀθόρυβη, κρυφή, πνευματική, ἀσκητική ἐργασία στόν ἑαυτό του πρῶτα καί μετά ὁ Θεός, χωρίς ὁ ἄνθρωπος νά τό ἐπιδιώκη ἐγωϊστικά, χωρίς νά θέλη ὁ ἄνθρωπος κοινωνική ἀναγνώριση τῶν πνευματικῶν του ἀγώνων, θά κάνη σωστή, κατηχητική, φιλανθρωπική καί ποιμαντική ἐργασία καί στή Μονή καί στήν ἐνορία.
ιγ) Ἄν θέλη ὁ ἱερωμένος καί ὁ ὀρθόδοξος θεολόγος νά ἀσκήσουν κατά Θεόν, ὄχι κατά τοῦ Θεοῦ καί τῶν συνανθρώπων τους, τά λειτουργήματά τους, πρέπει νά κάνουν δύο πράγματα, πού καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι καί Πατέρες ἐφάρμοσαν :
1) Νά συνδέσουν καί συνδυάσουν τήν Ὀρθόδοξη Λατρεία μέ τήν Θεολογία.
2) Νά συνδέσουν τήν Ὀρθόδοξη θεολογία πλέον, πού συνδυάζει τήν Ὀρθόδοξη Λατρεία μέ τήν ἀσκητική καί δογματική θεολογία, μέ τά αἰώνια καί σύγχρονα προβλήματα πάσης φύσεως, πού ἀπασχολοῦν προσωπικά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά καί ὅλο τόν κόσμο.
Γιά νά κατοχυρώσουμε καί ἐμπλουτίσουμε τίς θέσεις μας στό προαναφερθέν θέμα, παραπέμπουμε στά ἑξῆς θεολογικά κείμενα :
α) Ἁγίου Γρηγορίου Θεολόγου, Πέντε θεολογικοί λόγοι, ἐκδ. ΕΠΕ – Γρηγόριος Παλαμᾶς, τόμος 4, Θεσσαλονίκη 1976.
β) πατρός Δημητρίου Στανιλοάε, Θεολογία καί Ἐκκλησία, ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα 1989. Ἰδίως τά κεφάλαια Στ΄ και Ζ΄, σελ. 179-218.
γ) πατρός Δημητρίου Στανιλοάε, Ὁ Θεός, ὁ κόσμος καί ὁ ἄνθρωπος˙ εἰσαγωγή στήν ὀρθόδοξη δογματική θεολογία, ἐκδ. Ἀρμός, Ἀθήνα, Μάρτιος 19952.
δ) Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Ἡ ποιμαντική διακονία κατά τούς ἱερούς κανόνες, ἐκδ. Ἄθως, Πειραιεύς 1976.
ε) Ἀρχιμ. Γεωργίου Καψάνη, Θέματα Ἐκκλησιολογίας καί Ποιμαντικῆς, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἅγιον Ὄρος 19983.
Ἀπορίες καί ἐρωτήσεις ἐν σχέσει μέ τήν Οἰκουμενι(στι)κή Κίνηση γιά τήν ἕνωση τῶν αἱρέσεων μετά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τόν διαθρησκειακό συγκρητισμό
Οἱ ὑφιστάμενες ἐθνική, ἐκκλησιολογική καί θεολογική σύγχυση καί σκοτεινότητα ἐπιτείνονται προγραμματισμένα, τηλεκατευθυνόμενα καί ὕπουλα «μέ τό χάπι χρυσωμένο καί ζαχαρωμένο». Ἐμφανίζονται δέ ἡ σύγχυση καί σκοτεινότητα, στόν μέν χῶρο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὡς τήρηση αὐστηρή τῶν πατροπαραδότων παραδόσεων μέ σύγχρονη «ἀποτείχιση» καί ἀπόσχιση ἀπό τήν ἐπίσημη Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία πολλῶν Ὀρθοδόξων χριστιανῶν καί ἔνταξή τους στίς πολλές σχισματικές παλαιοημερολογιτικές παρατάξεις. Στόν δέ χῶρο τῆς Οἰκουμενιστικῆς συγκρητιστικῆς θεολογικῆς κατευθύνσεως καί κινήσεως, ἐντάσσονται πολύς κλῆρος καί λαός γιά διαφόρους λόγους :
Λόγῳ α) Ἄγνοιας, β) Λήθης, καί γ) Ἀκηδείας. Δηλαδή,
α) Λόγῳ ἄγνοιας τῶν βασικῶν ἀρχῶν καί κριτηρίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἀποστολικῆς, Πατερικῆς, μοναστικῆς, μαρτυρικῆς καί προφητικῆς, νηπτικῆς, κοινωνιολογικῆς καί ἐκκλησιολογικῆς θεολογίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τῆς Μιᾶς καί Μόνης Ἐκκλησίας.
β) Λόγῳ λήθης, δηλαδή ἀμνησίας τοῦ ὀνόματος καί τῆς ἀγάπης τῆς Ἁγίας Τριάδος πρός τόν ἄνθρωπο καί τήν ὑπόλοιπη Δημιουργία, ὁρατή καί ἀόρατη, ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, προέκυψαν κοινωνικές καί προσωπικές ἀχαριστίες, ἀγνωμοσύνες, ἀσυνειδησίες, πωρώσεις, ἀναισθησίες πολλῶν, κυρίως χριστιανῶν, ἔναντι τοῦ Θεοῦ, καί
γ) Λόγῳ ἀκηδίας, δηλαδή πνευματικῆς καί σωματικῆς κάποτε ἀπραξίας, ἀμελίας καί ἀδιαφορίας γιά ὅσα γίνονται μέσα μας καί γύρω μας, στόν ὁρατό καί ἀόρατο κόσμο, σέ ἐθνικό, παγκόσμιο καί ἐκκλησιατικό ἐπίπεδο. Ἐπῆλθε μιά ἀφασία, νάρκωση καί νωχελής κατάσταση, πού ἐπέτρεψε στόν διάβολο νά κυριαρχήση ξανά - ἐλπίζουμε παροδικά, προσκαιρα καί προσωρινά - ἐπάνω στόν ἄνθρωπο καί στήν ὑπόλοιπη Δημιουργία. Π.χ. τό 90% τοῦ πνευματικοῦ καί ὑλικοῦ πλούτου τῆς Γῆς εἶναι σήμερα στά χέρια τῶν Ἑβραίων, μασόνων καί νεοεποχιτῶν. Τό φακέλλωμα τῶν ἀνθρώπων ὅλης τῆς Γῆς ἔχει σχεδόν ὁλοκληρωθῆ μέ τήν συγκέντρωση, μέσῳ ἡλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, προσωπικῶν πληροφοριῶν, κάθε πτυχῆς ἀνθρωπίνης δραστηριότητος, μυστικῆς, ἰδωτικῆς, δημοσίας. Πολλοί ἔχουν σφραγισθῆ στό χέρι καί στό μέτωπο ἤ ἔχουν ταυτότητες ἀστυνομικές ἤ ἄλλου εἴδους, μέ τόν γραμμωτό κώδικα BAR-CODE καί τό 666, ἀριθμό τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἡ μοντέρνα μουσική ρόκ ἔντ ρόλ, χέβυ μέταλ καί λοιπή, πού σαγηνεύει καί δαιμονοποιεῖ τούς περισσότερους νέους σέ ὅλο τόν κόσμο, τά ναρκωτικά, ἡ ἀναρχία - καί ἡ φασιστική καί ἡ κομμουνιστική - ἡ ἀνηθηκότητα, ἡ ἀνεργία, ἡ ἀποξένωση, ἡ ἀπογοήτευση, ἡ καταστροφή τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, ἡ πλύση ἐγκεφάλου καί ἡ παραπληροφόρηση, πού κάνουν τά Μέσα Εὐρείας Ἐπικοινωνίας καί Ἐνημερώσεως (ΜΜΕ), ἔχουν ἑτοιμάσει τόν δρόμο γιά τήν ἔλευση τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἐκτός, βεβαίως, ἄν ἐπέμβη δυναμικά ὁ Κύριος τῆς ἱστορίας, τῆς ἀνθρωπότητος καί τῆς λοιπῆς Δημιουργίας, Ἰησοῦς Χριστός, ἀνατρέψει τά σχέδια τοῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του, καί δώσει παράταση, χρόνο μετανοίας στήν παραπαίουσα ἀνθρωπότητα.  
Βέβαια, δέν πρέπει νά εἴμαστε ἀπαισιόδοξοι, ὁ,τιδήποτε κακό καί ἄν συμβῆ, συμβαίνει ἤ προαισθανόμαστε, ἀπό τόν καπνό καί τήν δυσωδία, πού ἀναδύεται, ὅτι πρόκειται νά συμβῆ. Ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος Καππαδόκης ὁ Ἁγιορείτης, ἐμάθαμε ὅτι εἶπε κάποτε πρός ἐνίσχυση, μετάδοση ἐλπίδος καί γιά νά ἀντιμετωπίσουμε μέ πνεῦμα ὑπομονῆς τά ἐπερχόμενα δεινά, τό ἑξῆς δίστιχο :
«Μετά τήν μπόρα τήν δαιμονική,                                                                                       θά ἔλθη ἡ λιακάδα ἡ θεϊκή».
Τό ἴδιο μήνυμα στέλλει πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὁ Ἄγγλος, διεθνοῦς καί παγκοσμίου κύρους, Βυζαντινολόγος καθηγητής Στῆβεν Ράνσιμαν : «Ὁ εἰκοστός πρῶτος (21ος) αἰῶνας μετά Χριστόν θά εἶναι ὁ αἰῶνας τῆς Ὀρθοδοξίας».
Ποιά εἶναι ἡ προσωπική μας εὐθύνη, ὡς ἀνθρώπων, ὡς ἐπιστημόνων, ὡς ὀρθοδόξων Ἑλλήνων Κυπρίων, ἔναντι τῆς καταστάσεως, πού προηγουμένως ἀναπτύξαμε; Ποιά θέση θά λάβουμε, γιά νά μή χάσουμε τήν ψυχή καί τό σῶμα μας ὁ καθένας καί ὅλοι μαζί, γιά τά θέματα αὐτά; Τί περιμένει ὁ λαός τῆς Ἑλληνορθοδόξου Κύπρου μας, τόσο ἀπό τήν ἐπιστημονική κοινότητα, ὅσο καί ἀπό τήν ἐκκλησιαστική, πολιτική, διανοουμενιστική, στρατιωτική, πανεπιστημιακή καί οἰκονομική ἡγεσία τῆς ἰδιαίτερής μας πατρίδος καί τῆς Μητροπολιτικῆς Ἑλλάδος; Ἔχουμε ἤ δέν ἔχουμε εὐθύνη καί γιά τόν ὑπόλοιπο ἀνθρώπινο πληθυσμό τῆς Γῆς, πού δέν ἔχει πνευματικούς ἡγέτες καί ποιμένες, πού ἐμεῖς εὐτυχῶς ἔχουμε, δόξα τῷ Θεῷ;
Τά ἐρωτήματα καί οἱ ἀπορίες μας αὐτές δέν ὑποκρύπτουν δόλο ἤ ἀπάτη. Δέν θέλουμε νά φέρουμε σέ δύσκολη θέση κανέναν, οὔτε ψάχνουμε νά βροῦμε ἀφορμή, γιά νά κατηγορήσουμε κάποιον δημοσίως. Ἐπίσης, δέν ἐπιθυμοῦμε νά ἀποσχισθοῦμε ἀπό τήν Ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξη Ἀποστολική Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ἐβαπτισθήκαμε, ἐμυρωθήκαμε, ἐξομολογούμαστε, κοινωνοῦμε τό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, παντρευτήκαμε ἤ ἐγίναμε μοναχοί ἤ κληρικοί μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἡ ὁποία εἶναι ἡ ζωντανή συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἔχει τήν ἄκτιστη θεία χάρη τοῦ Παναγίου καί Τελεταρχικοῦ Πνεύματος, τό ὁποῖον «ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς Ἐκκλησίας». Δέν ἀναζητοῦμε σκάνδαλα, φατριασμούς καί σχίσματα, οὔτε θέλουμε νά ἐπιρρίψουμε εὐθύνες σέ κανέναν, γιά ὅσα συμβαίνουν στήν Κύπρο καί στόν κόσμο. Ἴσως, ἄν εἴμασταν ἅγιοι, καθαροί κατά τήν καρδίαν, τόν νοῦ, τήν ψυχή, τόν λόγο καί τά σώματά μας, θά ἐβλέπαμε «τόν Θεόν καθώς ἐστίν» καί θά συνομιλοῦσαμε μαζί του γιά τά ἐρωτήματα καί τίς ἀπορίες μας αὐτές. Ὁ Θεός ἀσφαλῶς θά μᾶς ἔδινε τίς τελειότερες, αὐθεντικώτερες καί ἀληθινώτερες ἀπαντήσεις σέ αὐτά καί θά μᾶς ἔβγαζε ἀπό τά ἀδιέξοδά μας. Θά μᾶς ἔδινε τήν εὐκαιρία νά ταπεινωθοῦμε περισσότερο καί ἀληθινά, μιά καί δέν μπορέσαμε ὡς τώρα μέ τήν αὐτόνομη λογική, τήν ἀνθρωποκεντρική γνώση, τήν ἠθική γυμναστική καί νόμιμη αὐτοδικαίωσή μας, νά ἀπαντήσουμε μόνοι μας, στά ἐρωτήματα καί ἀπορίες μας αὐτές. Ὅμως, εἴμαστε ἀνάξιοι νά δοῦμε «τόν Θεόν καθώς ἐστίν» καί νά συνομιλήσουμε «πρόσωπον πρός πρόσωπον, ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μετ’Αὐτοῦ καί συγχρόνως εἴμαστε ἀνάξιοι νά δώσουμε μόνοι ἀπαντήσεις στά ἐρωτήματά μας.
«Δίδου σοφῷ ἀφορμήν καί σοφώτερος ἔσται». «Ἐπερώτησον τόν πατέρα σου καί ἀναγγελεῖ σοι καί τούς πρεσβυτέρους καί ἐροῦσί σοι». «Δῶσε ἀφορμή στόν σοφό καί θά γίνης σοφώτερος. Νά ρωτήσεις τόν πνευματικό σου πατέρα καί θά σοῦ ἀπαντήση καί τούς γεροντωτέρους ἀνθρώπους καί ἱερεῖς καί θά σοῦ ποῦνε αὐτό, πού ἐπιθυμεῖς νά ἀκούσης ὡς θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐμπειρία Ἁγίων».
α) Εἶναι γνωστό σέ ὅλους μας ὅτι «ὅπου ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία» (Ἁγίου Κυπριανοῦ, Ἐπιστολή 66, 8). Ὅποιος μνημονεύει τόν οἰκεῖο ὀρθόδοξο ἐπίσκοπο, ἔχει κοινωνία μαζί του καί μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου μνημονεύουν, κατά τήν διάρκεια τῶν ὑπ’αὐτῶν τελουμένων ἱερῶν ἀκολουθιῶν καί θείων Μυστηρίων, τούς οἰκείους κατά τόπους ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς, καί ὁ Μακαριώτατος ἅγιος Κύπρου μνημονεύει ὅλους τούς Προκαθημένους Πατριάρχες, Ἀρχιεπισκόπους στά λεγόμενα δίπτυχα. Ἔτσι, ἔχουμε ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κλῆρος καί λαός, ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή κοινωνία μέ ὅλη τήν Ἐκκλησία, ἑπομένως καί μέ τήν Αὐτοῦ Θειοτάτην Παναγιότητα, τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη                   κ. κ. Βαρθολομαῖο καί τήν περί αὐτόν ἁγίαν Σύνοδον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.
Προχωροῦμε : Ὁ νῦν Οἰκουμενικός Πατριάρχης κ. κ. Βαρθολομαῖος καί ὁ προκάτοχός τους Οἰκουμενικός Πατριάρχης κυρός Δημήτριος συνελειτούργησαν ἤ κατ’ἄλλους συμπροσευχήθηκαν ἀντικανονικῶς μέ τόν αἱρεσιάρχη Πάπα Ρώμης, χωρίς προηγουμένως νά ληφθῆ ὁποιαδήποτε ἀπόφαση συμφωνίας, δηλαδή Πανορθόδοξη ἀπόφαση ἀπό ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς καί τίς Ἱερές Συνόδους τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν γιά τό θέμα αὐτό. Ὁ ἐκπρόσωπος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί Πρόεδρος τῆς Ἐπιτροπῆς Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων και Παπικῶν ὑπέγραψε το 1993 μ.Χ. στό Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου τό γνωστό κείμενο περί ἀναγνωρίσεως τοῦ Παπισμοῦ ὡς «ἀδελφῆς Ἐκκλησίας», πού ἔχει ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή, ἔγκυρα μυστήρια, νόμιμη ἔκφραση τῆς Μιᾶς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει τήν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί Παράδοση ἁγία.
Συνοδικῶς τό Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον τά τελευταῖα ἑκατό (100) χρόνια δέν κατεδίκασε τόν Παπισμό ὡς παναίρεση, παρ’ὅλον ὅτι τό 1870 μ. Χ., κατά τήν Α΄ Βατικάνεια ψευδοσύνοδο, ὁ Πάπας ἀνεκήρυξε τόν ἑαυτό του πρῶτο καί ἀλάθητο καί κεφαλή ὅλης τῆς Ἐκκλησίας, ὡς διάδοχος τάχα τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Ἑπομένως, σήμερα τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο δέχεται τόν Παπισμό ὡς κανονική καί ἀδελφή Ἐκκλησία. Ἐνῶ ἡ ἐπί Μ. Φωτίου Η΄ (8η) Οἰκουμενική Σύνοδος τό 879 μ. Χ. καί ἡ Θ΄ (9η) Οἰκουμενική Σύνοδος τά ἔτη 1341, 1347, 1351 μ. Χ. ἐπί ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν χώρα καί οἱ δύο στήν Κωνσταντινούπολη, κατεδίκασαν ὡς αἱρέσεις τό Filioque, τό πρωτεῖο ἐφ’ὅλης τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, τά ἄζυμα, τήν σχολαστική θεολογία, τήν κτιστή χάρη, τήν φιλοσοφική λογική, ὡς τό μόνο μέσον κατανοήσεως τῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ κλπ αἱρετικές δοξασίες τοῦ Παπισμοῦ.
Καί ἐρωτοῦμε : Μήπως καί ἐμεῖς, κλῆρος καί λαός τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, μνημονεύοντας κατά τίς ἀκολουθίες καί τά μυστήρια τό ὄνομα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου, ἀποδεχόμεθα στήν πράξη τόν Παπισμό ὡς «ἀδελφή ἐκκλησία»; Τό 1993 μ.Χ. ὁ τότε ἐκπρόσωπος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στό Μπαλαμάντ τοῦ Λιβάνου Μητροπολίτης Μόρφου κυρός Χρύσανθος Σαρηγιάννης ὑπέγραψε τό γνωστό κείμενο συμφωνίας τῆς κοινῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἐπισήμου Θεολογικοῦ Διαλόγου μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν. Ἡ ὑπογραφή τοῦ κειμένου τοῦ Μπαλαμάντ εἶναι προσωπική ἐπιλογή, ἰδιωτικῆς φύσεως τοῦ Μητροπολίτη Μόρφου κυροῦ Χρυσάνθου ἤ ἐκφράζει τήν ἄποψη, τήν γνώμη καί τό φρόνημα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου;
Θέτοντας τά ἐρωτήματα αὐτά, δέν σημαίνει ὅτι ἔχουμε πρόθεση νά κατακρίνουμε ἤ νά ἀποσχισθοῦμε ἀπό τήν Ἁγιωτάτη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ζητοῦμε ἁπλῶς νά διορθωθοῦν μεμονωμένα λάθη τοῦ παρελθόντος, πού τυχόν ἔπραξαν κεκοιμημένοι τῶρα ἐπίσκοποι τῆς Ἐκκλησίας μας – Θεός σχωρέση τους – σέ μείζονα δογματικά θέματα, πού ἀφοροῦν πρῶτον τήν σωτηρία μας καί δεύτερον τήν δογματική θεολογική καθαρότητα καί πιστότητα πρός τήν Παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατρᾶσιν» καί δογματίζοντες «ὡς ἔδοξεν τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι». Διά μέσου τῶν αἰώνων οἱ ἅγιοι Πατέρες μας συγκροτοῦσαν ἁγίας συνόδους Τοπικάς καί Οἰκουμενικάς, γιά νά λύσουν τά προβλήματα, τά σχίσματα καί τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς τους. Νομίζουμε ὅτι οἱ Ἐπίσκοποί μας μποροῦν νά γίνουν πρωτοπόροι στά θέματα τῆς πίστεως, τῆς θεολογίας, τῆς ζωῆς καί φωτεινοί δεῖκτες καί ὀφθαλμοί τῆς Οἰκουμένης (Μέγας Βασίλειος), χωρίς νά καινοτομοῦν καί χωρίς νά κάνουν βέβηλες κενοφωνίες καί ὕπουλες ἀπάτες. Πιστεύουμε ὅτι διακατέχονται ἀπό ὑψηλό φρόνημα καί ἦθος ἀποστολικό, πατερικό, ἐκκλησιαστικό, καί ὅτι ποτέ δέν πρόκειται νά προδώσουν τήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, Θεολογία καί Πολιτισμό.
Ἐπαινοῦμε τήν παραδοσιακή στάση ὁμολογίας τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἐτήρησε ὁ ἐκπρόσωπος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου στόν διάλογο Ὀρθοδόξων καί Ἀντιχαλκηδονίων Πανιερώτατος Μητροπολίτης Κυρηνείας κυρός Παῦλος. Πιστεύουμε ὅτι ὅλοι συμφωνοῦμε μέ τήν ἁγία αὐτή στάση τοῦ Μητροπολίτου Κυρηνείας κυροῦ Παύλου.
β) Ἡ ἁγιωτάτη Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔχει ἐκκλησιαστική καί μυστηριακή κοινωνία μέ τό Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, τό ὁποῖο συνοδικῶς ἀπεφάσισε τήν ἕνωσή του, μυστηριακή καί ἐκκλησιαστική, μέ τίς μονοφυσιτικές, ἀντιχαλκηδονιακές αἱρετικές ὁμάδες τῆς ἐκεῖ περιοχῆς, χωρίς προηγουμένως νά ἀποφασισθῆ  συνοδικῶς καί πανορθοδόξως ὅτι πρέπει νά γίνουν ὑποχωρήσεις σέ θέματα πίστεως καί δογμάτων, διοικήσεως καί λατρείας, ἐκ μέρους τῶν ἀντιχαλκηδονίων μονοφυσιτῶν. Δηλαδή νά δεχθοῦν ἀνεπιφυλάκτως οἱ μονοφυσῖτες ὅλες τίς ἀποφάσεις τῶν ἑννέα Οἰκουμενικῶν Συνόδων στά πιό πάνω θέματα πίστεως, δογμάτων, διοικήσεως καί λατρείας καί νά ἀναθεματίσουν ὡς αἱρετικούς τούς Εὐτυχῆ, Διόσκορο, Σεβῆρο καί Ἰάκωβο, καί ὅσους τούς ἀκολούθησαν καί ἀκολουθοῦν μέχρι σήμερα ἐνσυνειδήτως. Καί ἔτσι νά γίνη μετά ἡ ἕνωση τῶν πρώην μονοφυσιτῶν, ἀφοῦ φυσικά βαπτισθοῦν, μυρωθοῦν καί χειροτονηθοῦν ἐξ αὐτῶν κληρικοί ὀρθοδόξως ἀπό κανονικούς Ὀρθοδόξους Ἀρχιερεῖς, μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἔγιναν, ὅμως, ἔτσι τά πράγματα, ἡ ἕνωση τῶν μονοφισιτῶν ἀντιχαλκηδονίων μέ τό Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας; Ὄχι, ἀπ’ὅ,τι μαθαίνουμε.
Καί ἐρωτοῦμε : Ἄρα καί ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κλῆρος καί λαός, μνημονεύοντας στά δίπτυχα καί κατ’ἰδίαν τό ὄνομα τοῦ Πατριάρχου Ἀντιοχείας κ. κ. Ἰωάννου, ἔχουμε μυστηριακή καί ἐκκλησιαστική κοινωνία καί μέ τούς μονοφυσῖτες;
    γ) Τό Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο Σερβίας ἔχει κοινωνία μυστηριακή καί ἐκκλησιαστική μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, μέ ἄλλες κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, ἀλλά καί μέ τήν Ρωσσική Ἐκκλησία Παλαιοημερολογιτῶν τῆς Διασπορᾶς. Ἐπίσης, ἡ Ρωσσική αὐτή Ἐκκλησία τῆς Διασπορᾶς ἔχει μυστηριακή καί ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν «Παλαιοημερολογιτική Ἐκκλησία τῶν Ἐνισταμένων τοῦ «Φυλῆς καί Ὠρωποῦ» κ. Κυπριανοῦ». Ἑπομένως, τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, τό Πατριαρχεῖο τῶν Σέρβων καί ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἔχουν μυστηριακή καί ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ τήν Ρωσσική Ἐκκλησία Παλαιοημερολογιτῶν τῆς Διασπορᾶς καί τόν «Φυλῆς καί Ὠρωποῦ»  κ. Κυπριανό;
δ) Ὅλες οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, πλήν τῶν Πατριαρχείων Γεωργίας καί Βουλγαρίας, συμμετέχουν στό λεγόμενο «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἤ μᾶλλον αἱρέσεων. Δυστυχῶς, ἐκεῖ γίνονται ἀντικανονικές συμπροσευχές, προωθεῖται ἡ λεγομένη «παγχριστιανική ἕνωση» καί ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί ἀναγνωρίζεται ἐπισήμως ἀπό ὁρισμένους Ἱεράρχες καί θεολόγους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ὅτι οἱ κακόδοξες προτεσταντικές ὁμολογίες εἶναι κανονικές Ἐκκλησίες. Ἐμεῖς, ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κλῆρος καί λαός, ἀλλά καί ἡ Ἱερά Σύνοδος, ἐπισήμως ποιά θέση παίρνουμε ἔναντι τοῦ «Παγκοσμίου Συμβουλίου Ἐκκλησιῶν» (Π.Σ.Ε.) καί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ;
ε) Τό ἐκκλησιαστικό αὐτό κομφούζιο, τήν σύγχυση καί τό ἀδιέξοδο, ὅπως τό ἐκθέσαμε προηγουμένως, πῶς τό ἀντιμετωπίζει ἡ Ἱερά Σύνοδος καί ὡς πρόσωπα καί ὡς ποιμένες ξεχωριστά; Γιατί δέν προχωρᾶ σέ συγκεκριμένες ἐκκλησιαστικές πράξεις, οἱ ὁποῖες θά μᾶς βοηθήσουν νά βγοῦμε ἀπό τά ἀδιέξοδα αὐτά καί τήν σύγχυση;
στ) Ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής πῆγε, ὅταν ζοῦσε, στό μοναδικό τότε Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καί ἔπεισε τόν τότε ὀρθόδοξο καί ἅγιο Πάπα Ρώμης νά συγκροτήση σύνοδο ἐπισκόπων τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καί νά καταδικάση τόν Μονοφυσιτισμό, τόν Μονοθελητισμό καί τόν Μονοενεργητισμό ὡς αἱρέσεις καί νά καθαιρέση τούς ἄλλους τέσσερεις Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ὡς αἱρεσιάρχες, γεγονός τό ὁποῖο καί πραγματοποιήθηκε.
Γιατί καί σήμερα νά μήν συγκροτηθῆ Σύνοδος τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων, ὅσοι θέλουν, πού θά καταδικάση τόν Οἰκουμενισμό, τόν Παπισμό, τόν Προτεσταντισμό, τόν Μονοφυσιτισμό, τόν Μωαμεθανισμό, τόν Ἰουδαϊσμό, τόν Ἰνδουϊσμό, τίς ἀπωανατολικές θρησκεῖες, τίς παραθρησκευτικές ὁμάδες, τήν εἰδωλολατρεία, τόν Σατανισμό, τή «Νέα Ἐποχή», τή «Νέα Τάξη Πραγμάτων» καί τήν παγκοσμιοποίηση ὡς αἱρέσεις καί θά ἀφορίση ὡς αἱρετικούς ὅσους τίς πιστεύουν ἐνσυνειδήτως καί ἀμετανοήτως, ἀφοῦ τούς ἐξηγήση τήν πλάνη τους καί δώση μιά ὁρισμένη χρονική περίοδο μετανοίας; Γιατί νά μήν γίνη αὐτή ἡ Σύνοδος;
ζ) Θα ἦταν καλό καί ὠφέλιμο ἡ Κυπριακή Δημοκρατία, σέ συνεννόηση μέ τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, νά κάνη πράξη μέ πολιτικά καί νομικά μέτρα τά ἑξῆς :
 1) Κατάργηση τοῦ μονοτονικοῦ συστήματος καί ἐπαναφορά τοῦ παραδοσιακοῦ τονικοῦ συστήματος γραφῆς τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Νά ἀπαγορευθῆ μέ νόμο ἡ πιθανή στό μέλλον ἀντικατάσταση τοῦ Ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου καί γλώσσας ἀπό τό λατινικό ἀλφάβητο καί τίς λατινογενεῖς γλῶσσες.
2) Ἀπαγόρευση τῆς ἀθεϊστικῆς προπαγάνδας στά σχολεῖα.
3) Αὔξηση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στά σχολεῖα. Δέν κατασκευάζουμε μηχανές δερμάτινες – ἀνθρωπάκια ἀνδρείκελα, γρανάζια τοῦ κάθε συστήματος, μέ σκοπό τήν πρόσκαιρη ἐπίγεια πρόοδο, εὐτυχία, εὐδαιμονία καί εὐημερία. Ὅλα αὐτά δημιουργοῦν αὐτάρκεις ἐγωπαθεῖς ἀνθρώπους, ἀποκομμένους οὐσιαστικά ἀπό τήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, Ζωή καί Πολιτισμό μας, πού δέν ξέρουν (οἱ ἄνθρωποι αὐτοί) τί γίνεται μέσα τους καί γύρω τους.
4) Ποινικοποίηση τῆς μοιχείας, τῆς πορνείας, τῶν ἐκτρώσεων καί τῆς ὁμοφυλοφιλίας μέ αὐστηρές ποινές σέ περίπτωση παραβάσεώς τους. Νά ἐνισχυθοῦν παντοιοτρόπως οἱ πολύτεκνες μητέρες καί οἰκογένειες.
Αὐτά τά μέτρα καί ἡ ποινικοποίηση ἔρχονται φυσικά σέ πλήρη ἀντίθεση μέ τή νοοτροπία καί τίς πρακτικές ἐπιλογές τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως. Ὅμως, ἡ Ἑλληνορθόδοξη Παράδοσή μας καί οἱ νομοθετικές ρυθμίσεις, πού πηγάζουν ἀπό αὐτή, βασίζονται στήν Ἁγία Γραφή, στά πατερικά κείμενα, στίς ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί στά καλά στοιχεῖα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς ἱστορίας. Ἐνῶ ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση βασίζεται στόν πρακτικό καί θεωρητικό ὑλισμό, τόν ἀνθρωποκεντρισμό, τήν φιλαυτία, τήν φιληδονία, τήν φιλαργυρία, τήν φιλοδοξία, τήν λήθη, τήν ἄγνοια, τήν ἀκηδία, δηλαδή μέ δυό λόγια στήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τήν παρά φύσιν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν.
Ἐρωτοῦμε : Μήπως ἑνωθήκαμε καί προσχωρήσαμε στούς Εὐρωπαίους, χωρίς νά ἐξασφαλίσουμε τίς ἀπαραίτητες ἐκεῖνες προϋποθέσεις, πού θά μᾶς βοηθήσουν νά ἁγιάσουμε, νά θεωθοῦμε, νά διατηρήσουμε ἀπαραχάρακτη τήν Ἑλληορθόδοξή μας ταυτότητα καί φυσιογνωμία, πού ἔχει ἀνάγκη τόσο ὁ τόπος μας ὅσο καί ὁ σημερινός καί ὁ μελλοντικός κόσμος; Μήπως πρέπει ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου νά ζητήση ἀπό τήν Κυβέρνηση τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας νά ἀλλάξη πορεία καί στόχο καί νά βάλλει ἄλλο στόχο καί ἄλλη πορεία, πού θά βασίζεται στόν Ἅγιο Τριαδικό Θεό τῆς Ὀρθοδοξίας καί ὄχι στήν ἀνθρωποκεντρική διαλυμένη πνευματικά Εὐρώπη; Ἡ νέα πορεία τῆς Κύπρου πρέπει νά βασισθῆ στήν Ἑλληνορθόδοξή μας Παράδοση, Ζωή καί Πολιτισμό.
Μήπως εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἡ Εὐρωπαϊκή Ἕνωση μέ τήν Ἀμερική πίεσαν τήν Κυπριακή Κυβέρνηση νά νομοθετήση ὑπέρ τῆς νομιμοποιήσεως τῆς ὁμοφυλοφιλίας στήν Κύπρο, ὡς προϋπόθεση τῆς παραμονῆς της σ’αὐτήν, καί δυστυχῶς τό πέτυχαν; Μήπως εἶναι τυχαῖο τό γεγονός ὅτι ἔχουμε συνεχῆ ξηρασία καί πίνουμε νερό τῆς θάλασσας; Ἡ Εὐρώπη θέλει τήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο νά γίνουν ὑποτελεῖς χῶρες, τουριστικά θέρετρα, τόποι κοσμοπολίτικης νεοπαγανιστικῆς σατανολατρικῆς ζωῆς καί νοοτροπίας. Πιστεύουμε ὅτι δέν θά λυθεῖ τό Κυπριακό ἐθνικό πρόβλημα, ὅσο βασιζόμαστε στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Μᾶλλον ἡ Κύπρος ἀπό νησί τῶν ἁγίων καί τῆς Παναγίας, θά ξαναγίνει νησί τῆς εἰδωλολατρικῆς θεᾶς Ἀφροδίτης, τῆς θεοποιήσεως δηλαδή τῆς παρά φύσιν, παράνομης καί ἀντορθόδοξης πορνείας, μοιχείας καί ὁμοφυλοφιλίας.
5) Νά μήν ψηφισθῆ νόμος γιά τήν κατάργηση τοῦ ράσου τῶν ὀρθοδόξων κληρικῶν και μοναχῶν.
6) Να χαραχθῆ κοινή ἀπό ὅλα τά κόμματα καί τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἐσωτερική καί ἐξωτερική πολιτική, μέ βάση τήν ἑλληνορθόδοξη Παράδοση καί ἐπιλεκτικά ἀπό τήν γνώση καί πεῖρα τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης καί πολιτικῆς.
7) Νά γίνη δημοψήφισμα γιά τό ἄν πρέπει ἡ Κύπρος νά παραμείνει στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, ἀφοῦ πρῶτα γίνη ἀντικειμενική, δημοκρατική, ὀρθόδοξη καί ἑλληνική ἐνημέρωση τοῦ ἑλληνορθοδόξου Κυπριακοῦ λαοῦ μας γιά τίς πραγματικές συνέπειες, τά ἀποτελέσματα, τίς ἐπιπτώσεις καί τά παντός εἴδους προβλήματα, πού συσώρευσε ἡ ἔνταξη καί παραμονή τῆς Κύπρου στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.
8) Να ἐφαρμοσθῆ αὐστηρότερη νομοθεσία στό θέμα τῶν ναρκωτικῶν καί νά διαφωτισθοῦν οἱ νέοι γιά τά προβλήματα, τά ἀποτελέσματα καί τίς συνέπειες, πού ἔχουν ἡ χρήση καί ἡ ἐμπορία ναρκωτικῶν στήν Κύπρο. Ἐδῶ πρέπει νά ἐπαινέσουμε τήν θεόπνευστη καί θεάρεστη πρωτοβουλία τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου τῆς Θεοσώστου ἐπαρχίας Λεμεσοῦ                         κ. Ἀθανασίου, γιά τήν ἵδρυση καί λειτουργία, στό μετόχι τῆς Ἁγίας Σκέπης τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μαχαιρᾶ, κέντρου ἀποκαταστάσεως καί ἀπεξαρτητοποιήσεως προσώπων πρώην χρηστῶν ναρκωτικῶν. Πρέπει καί ἡ Κυπριακή Δημοκρατία ὡς κράτος νά μιμηθῆ τήν ποιμαντική αὐτή πράξη τῆς Ἐκκλησίας μας, συνεργαζομένη μέ αὐτήν σέ ὅλα τά ἐπίπεδα γιά τό πνευματικό καί ἐθνικό καλό τοῦ τόπου μας.
9) Νά ζητήση ἡ Ἁγιωτάτη καί Ἱερά Σύνοδος τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν Κυβέρνηση τῆς Κύπρου νά περιορίση ἤ καί νά καταδικάση ὡς ἀντορθόδοξη καί ἀνθελληνική, ἀντεθνική καί προδοτική τήν Μασονία, τόσο στό κοινωνικό, οἰκονομικό καί πολιτικό πεδίο ὅσο καί στην κυβερνητική μηχανή. Ἐπαινοῦμε καί εὐχαριστοῦμε τόν Τριαδικό Θεό μας, διότι πρίν ἐλάχιστα χρόνια ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου κατεδίκασε ὡς ἀντιχριστιανική αἵρεση καί ἀντεθνική ὀργάνωση τήν Μασονία, λέγοντας συνοδικῶς ὅτι ἡ ἰδιότητα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ δέν συμβιβάζεται μέ τήν ἰδιότητα τοῦ μασόνου κατ’οὐδένα τρόπον. Μαθαίνουμε, ὅμως, ὅτι ὁρισμένοι ἐκκλησιαστικοί ἐπίτροποι, ψάλτες καί ὑπάλληλοι στά γραφεῖα τῶν ἐπισκόπων μας εἶναι μασόνοι. Ἴσως νά ἔχουμε λανθασμένες πληροφορίες. Θεωροῦμε ὅτι πρέπει νά ἐξετασθεῖ διεξοδικῶς τό θέμα αὐτό καί νά ληφθοῦν πρακτικά ποιμαντικά μέτρα πρός ἀντιμετώπισή του.
Ἡ Μασονία εἶναι παγκόσμια ὀργάνωση ἑβραϊκῆς προελεύσεως, πού ἐργάζεται γιά τήν ἔλευση καί ἐπικράτηση τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἡ λεγομένηπαγκοσμιοποίηση ἔχει προέλευση ἑβραϊκή. Στοχεύει στήν κατάργηση ὅλων τῶν κρατῶν τῆς γῆς, ὅλων τῶν θρησκειῶν, ὅλων τῶν γλωσσῶν, πολιτισμῶν, οἰκονομικῶν ὀργανισμῶν, φιλοσοφιῶν, τοπικῶν καί ἐθνικῶν κυβερνήσεων καί στήν δημιουργία μιᾶς Ὑπερκυβερνήσεως παγκοσμίου ἐμβελείας, μιᾶς παγκοσμίου θρησκείας, ἑνός παγκοσμίου οἰκονομικοῦ forum-σώματος, πού θά συγκεντρώση ὅλο τόν φυσικό, χρηματικό, κτηματικό καί πνευματικό πλούτο σέ μιά ὀλιγαρχία δικτατορικῆς ὑφῆς. Ἡ παγκοσμιοποιήση εἶναι οὐσιαστικά ἐξαμερικανισμός, ἑβραϊσμός, ἐξευρωπαϊσμός καί ἀπωανατολισμός (Ἰνδουϊσμός, Βουδδισμός, Ταοϊσμός, Βραχαμανισμός). Ἡ «Νέα Ἐποχή» καί ἡ «Νέα Τάξη Πραγμάτων» εὐνοοῦν καί προωθοῦν τήν παγκοσμιοποίηση. Παραθέτουμε πιό κάτω ἕνα σύντομο ἀπόσπασμα ὁμιλίας τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν κυροῦ Χριστοδούλου πρός τούς μαθητές τῆς Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς - Λυκείου Νεάπολης στό Ὠραιόκαστρο Θεσσαλονίκης (ἐν Ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἡμερομηνία ἐκδόσεως 7 Ἀπριλίου 2000 μ.Χ. ἀρ. φύλλου 1361, σελ. 6) :
«Ὁ μεγάλος κίνδυνος γιά τόν ἑλληνισμό πάντως προέρχεται», σύμφωνα μέ τόν Προκαθήμενο τῆς Ἐκκλησίας, «ἀπό τήν παγκοσμιοποίηση», τήν ὁποία παρομοίασε «μέ ἕνα ὁδοστρωτῆρα, πού θέλει νά μᾶς κάνη λαό χωρίς πατρίδα, ἱστορία καί θρησκεία». Κάλεσε τούς νέους νά ἀντισταθοῦν, ἀποφεύγοντας τήν κρεατομηχανή, πού θά μᾶς κάνη κιμά, πολτό χωρίς στερεότητα καί ὀντότητα, ὅπως εἶπε χαρακτηριστικά, καί προειδοποίησε ὅτι τό τίμημα γιά ὅποιον ἀκολουθήσει τόν δρόμο τῆς παγκοσμιοποίησης θά εἶναι βαρύ… Ἐπεσήμανε ὅτι οἱ λαοί, πού ξεχνοῦν τήν ἱστορία καί τήν παράδοσή τους, καταδικάζονται νά ἀφανισθοῦν στήν κραιπάλη τῆς εὐδαιμονίας.
«Κλεῖστε», εἶπε πρός τό νεανικό ἀκροατήριό του, «τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα στά φυλοκάρδια σας καί ὅλα τά ἄλλα θά ἔλθουν μετά». Καί πρόσθεσε : «Ἡ Ἑλλάδα καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι οἱ δύο στῦλοι τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί στά χέρια σας μποροῦμε νά τούς ἐμπιστευθοῦμε… Ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἱκανά καί εἰδικευμένα στελέχη, τά ὁποῖα θά ἀποκρούσουν» ὅπως εἶπε, «τούς ἐχθρούς τῆς Ὀρθοδοξίας, πού ἐπιδιώκουν τήν δημιουργία μιᾶς πολυθρησκευτικῆς Ἑλλάδος».
Εἰδικά για την Κύπρο οἱ βλέψεις τοῦ Σιωνισμοῦ - Ἑβραϊσμοῦ καί τῆς Μασονίας εἶναι οἱ ἑξῆς :
Ἀντιγράφουμε ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ κ. Μιχαήλ Μιχαήλ «Ἡ συνωμοσία στήν Κύπρο, Σιωνισμός - Μασονισμός», Κύπρος 1993, σελ. 371-376.
«Τό ἡμερολόγιο Χέρτζιλ, Προέδρου τοῦ Α΄ Παγκοσμίου Σιωνιστικοῦ Συνεδρίου στήν Εὐρώπη τό 1897 μ.Χ. καί τό σχέδιο ἐποικισμοῦ Ἑβραίων στήν Κύπρο.
Τό περιβόητο «Ἡμερολόγιο» τοῦ Χέρτζιλ (Marvin Lowenthae, “The Diaries of Theodor Herzil”, U.S.A. 1962) – βρίσκεται στά χέρια τοῦ συγγραφέα – περιέχει τίς ἑξῆς σημαντικές πληροφορίες γιά τίς προσπάθειες ἐποικισμοῦ τῆς Κύπρου ἀπό Ἑβραίους :
1 Ἰουλίου 1898 . – «Σκέφτομαι νά δώσω στήν κίνηση ἕναν ἀμεσώτερο ἐδαφικό στόχο, ἐπιφυλάσσοντας τήν Σιών γιά τελευταῖο στόχο… Μποροῦμε ἴσως νά ζητήσουμε τήν Κύπρο ἀπό τήν Ἀγγλία καί νά φυλάξουμε τήν Σιών σάν τόν τελευταῖο μας στόχο».
4 Ἰανουαρίου 1901. – «Πρόκειται ἡ Ἀγγλία νά ἀνταλλάξει τό νησί τῆς Κύπρου, πού ἀπό τήν συμφωνία τοῦ Ἰουνίου 1878 βρίσκεται ὑπό Ἀγγλική Διοίκηση, μέ τήν Γερμανική Ἀνατολική Ἀφρική… Σύμφωνα μέ τό ἄρθρο ἡ Κύπρος εἶχε πάντοτε ἀμφίβολη ἀξία γιά τήν Ἀγγλία… Ἡ Γερμανία θά ἔπρεπε τότε νά θεωρήσει μέ ἐνθουσιασμό εὐπρόσδεκτη μίαν ἑβραϊκή ἐγκατάσταση στήν Κύπρο. Θά συγκεντρωνόμασταν στήν Κύπρο καί ἀπό ἐκεῖ θά περνούσαμε μιά μέρα στό Ἔρετζ-Ἰσραήλ, γιά νά τό πάρουμε μέ τό ζόρι, ὅπως μᾶς πάρθηκε μέ τό ζόρι πρίν ἀπό πολύ καιρό…»
9 Ἰουνίου 1902. – «Τί χρειάζομαι τώρα γιά τήν ὀργάνωση τοῦ Σιωνιστικοῦ Κινήματος;… Εἶναι ἡ δημιουργία μιᾶς ἐγγεγραμμένης Ἀποικιακῆς Ἑταιρείας στήν Κύπρο».
3 Ἰουλίου 1902. – «Μετά τόν καφέ πλησίασα στό γραφεῖο τοῦ Λόρδου Ρότσιλντ καί ρώτησα : Θά σᾶς ἐνδιέφερε νά ἀκούσετε τό σχέδιό μου τώρα; - Ναί.
- Θέλω νά ζητήσω ἀπό τήν Βρεττανική Κυβέρνηση μιά «Χάρτα Παραχωρήσεως Ἐποικισμοῦ»
- Μή λέτε Χάρτα. Ἡ λέξη ἔχει κακή ἀπήχηση τώρα.
- Μποροῦμε νά τό ὀνομάσουμε, ὅπως σᾶς ἀρέση. Ἐγώ θέλω νά ἱδρύσω μιά Ἑβραϊκή ἀποικία σέ μιά Βρεττανική κτήση.
- Πάρτε τήν Οὐγκάντα.
- Ὄχι. Ἐκείνη μπορῶ μόνο νά τή χρησιμοποιήσω. Καί ἐπειδή ὑπῆρχαν στήν αἴθουσα κι ἄλλα πρόσωπα, ἔγραψα σέ ἕνα χαρτί, πού τό καλλάω ἐδῶ πέρα γιά ἀνάμνηση : ‘’Χερσόνησος τοῦ Σινᾶ, Αἰγυπτιακή Παλαιστίνη, Κύπρος’’. Καί ρώτησα : - Τό σχέδιό μου τό δέχεσθε;
- Πάρα πολύ…
… 10 Ἰουλίου 1902.  – «Μετά τό πρόγευμα πῆγα μέ τόν Λόρδο Ρότσιλντ σέ ἕνα ἰδιαίτερο δωμάτιο καί τοῦ ἐξήγησα τό σχέδιο γιά μιά Ἑβραϊκή Ἑταιρία γιά τό Σινᾶ, τήν Αἰγυπτιακή Παλαιστίνη καί τήν Κύπρο.
Αὐτά νά τά γράψετε, εἶπε. Θά τά συζητήσω μέ τόν Τσιάμπελαιν τήν Παρασκευή…».
… 22 Ὀκτωβρίου 1902. – «Λονδῖνο. Χθές μίλησα μέ τόν περιβόητο ἀφέντη τῆς Ἀγγλίας, τόν Τζό Τσιάμπερλαιν. Μιά ὥρα ἀπευθυνόμενος στό ἀσάλευτο προσωπεῖο τοῦ Τζό Τσιάμπερλαιν, τοῦ παρουσίασα ὁλόκληρο τό Ἑβραϊκό ζήτημα, ὅπως τό ἐννοῶ καί θέλω νά τό λύσω. Κατόπιν τοῦ μίλησα γιά τό ἔδαφος, πού ἤθελα ἀπό τήν Ἀγγλία : τήν Κύπρο, τό Ἐλ Ἀρίς καί τήν Χερσόνησος τοῦ Σινᾶ».
Τζό Τσιάμπερλαιν. – «… Ἄν τώρα οἱ Ἕλληνες, ἴσως μέ τήν βοήθεια τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Ρωσσίας, ἀντιστέκονταν στόν Ἑβραϊκό ἐποικισμό, θά δημιουργοῦνταν πραγματικές δυσκολίες». Ὡστόσο ἦταν ἕτοιμος ὁ Τσιάμπερλαιν νά βοηθήσει, ἄν μποροῦσε, τοῦ ἄρεσε ἡ Σιωνιστική Ἰδέα. – «Στόν τόπο μας» εἶπε «τά πάντα γίνονται στά φανερά κι ἄν ἔβγαινε τέτοια συζήτηση γιά τήν Κύπρο, θά ξεσποῦσε ἀμέσως θύελλα».
Σέ αὐτό ἀπάντησα, εἶπε ὁ Χέρτζιλ, πώς στήν πολιτική δέν ἀποκαλύπτονται πραγματικά τά πάντα στό κοινό. Μόνο τά ἀποτελέσματα ἤ ὁ,τιδήποτε μπορεῖ νά τύχει νά χρειαστεῖ μιά συζήτηση… «Μιά πού ἔχουμε ἱδρύσει τήν Ἑβραϊκή Ἀνατολική Ἑταιρεία μέ κεφάλαιο πέντε ἑκατομμύρια λίρες γιά τήν ἐγκατάσταση στό Σινᾶ καί στό Ἐλ Ἀρίς, οἱ Κύπριοι θά ἀρχίσουν νά θέλουν καί αὐτοί τήν χρυσή βροχή (σ.σ. ἐννοοῦσε τό χρῆμα) καί στό νησί τους.
Οἱ μουσουλμάνοι θά φύγουν καί οἱ Ἕλληνες θά πουλήσουν πρόθυμα τίς γαῖες τους σέ καλή τιμή καί θά μεταναστεύσουν στήν Ἀθήνα καί τήν Κρήτη…».
… 24 Ὀκτωβρίου 1902. – «Στίς 1:15 βρισκόμουν στό Νιού Κόρτ μέ τόν Ρότσιλντ καί μέ πῆγαν ἀμέσως στήν τραπεζαρία… Ὕστερα κάλεσα τόν Λόρδο Ρότσιλντ ἔξω ἀπό τό δημόσιο γραφεῖο του. Μπήκαμε στό δωμάτιο, ὅπου εἴχαμε συναντηθεῖ τήν πρώτη φορά… Ὅταν τοῦ εἶπα πώς σκοπεύω νά στείλω ἔξω πρόσωπα στήν Κύπρο, γιά νά βάλω νά δημιουργήσουν λαϊκό αἴτημα γιά τήν πρόσκληση τῶν Ἑβραίων, ἔκανε μεγάλο μορφασμό ἐπιδοκιμασίας.
Εἶπε πώς προτιμοῦσε τό σχέδιο γιά τήν Κύπρο ἀπό τό σχέδιο τοῦ Ἐλ Ἀρίς. – «Ἀλλά, πρέπει να ἀρχίσουμε ἀπό το Ἐλ Ἀρίς», τοῦ ἐξήγησα.
24 Ἀπριλίου 1903. – «Σέ νέα συνάντηση μέ τόν Τσιάμπερλαιν, μοῦ εἶπε παρεπιπτόντως γιά τήν Οὐγκάντα. Τοῦ εἶπα ὅτι εἶναι ἐκτός συζητήσεως καί ὅτι μόνο στό ἐθνικό μας ἔδαφος ἤ κοντά σέ αὐτό θά δημιουργήσουμε κράτος. Ὁ Τσιάμπερλαιν μοῦ εἶπε γιά τά συγκρουόμενα συμφέροντα τῆς χώρας του στόν χῶρο τῆς Παλαιστίνης (τόν εὐρύτερο). Τότε τό ἐπιβεβαίωσα ξανά ὅτι θά εἴμαστε ἕνα κράτος-χωροφύλακας τῶν συμφερόντων τους ἐκεῖ».
   Τά σχόλια ἐδῶ περιττεύουν. Ἁπλῶς θέλουμε νά ἀναφέρουμε δύο δηλώσεις τοῦ Ἀμερικανοεβραίου πρώην ὑπουργοῦ Ἐξωτερικῶν τῶν ΗΠΑ κ. Χένρυ Κίσσιγκερ, πρωτεργάτη τοῦ προδοτικοῦ πραξικοπήματος ἐναντίον τοῦ μακαριστοῦ Ἐθνάρχου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου κυροῦ Μακαρίου Γ΄ καί τῶν δύο Τουρκικῶν εἰσβολῶν στό πολύπαθο νησί μας τό 1974 μ.Χ.
α) Τό 1975 ὁ κ. Χένρυ Κίσσιγκερ δήλωσε καθαρά τά ἑξῆς : «Τό Κυπριακό πρόβλημα θά λυθῆ ὡς ἀκολούθως : Οἱ Τουρκοκύπριοι θά φύγουν ἀπό τήν Κύπρο καί θά ἐγκατασταθοῦν στήν Τουρκία. Οἱ Ἑλληνοκύπριοι θά φύγουν ἀπό τήν Κύπρο καί θά ἐγκατασταθοῦν στήν Ἑλλάδα. Στήν Κύπρο μετά θά ἐγκατασταθοῦν οἱ Ἑβαρῖοι». (Βλέπετε συμφωνία σχεδίων Χέρτζιλ καί Κίσσινγκερ γιά τήν Κύπρο;).
β) Τό 1994 ὁ κ. Χένρυ Κίσσιγκερ δήλωσε περίπου τά ἑξῆς : «Ὁ Ἑλληνικός λαός εἶναι ἀτίθασος καί γι’αὐτό πρέπει νά τόν πλήξουμε βαθειά στίς πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ἴσως συνετισθεῖ. Ἐννοῶ δηλαδή νά πλήξουμε τήν γλώσσα του, τήν θρησκεία του, τά πνευματικά καί ἱστορικά του ἀποθέματα, ὥστε νά ἐξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του νά ἀναπτυχθεῖ, νά διακριθεῖ, νά ἐπικρατήσει, γιά νά μή μᾶς παρενοχλεῖ στά Βαλκάνια, στήν Ἀνατολική Μεσόγειο, στήν Μέση Ἀνατολή, σέ ὅλη αὐτή τήν νευραλγική περιοχή μεγάλης στρατηγικῆς σημασίας γιά μᾶς, γιά τήν πολιτική τῶν ΗΠΑ» (περιοδικό «Οἰκονομικός Ταχυδρόμος» 14-8-1997).
Βέβαια, ὁ Κύριος τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους καί ἑπομένως καί τῶν Ἑλλήνων εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Παραχωρεῖ καί ἐπιτρέπει ἐθνικές συμφορές γιά δύο λόγους :
α) Λόγῳ ἀποστασίας τῶν ἀνθρώπων ἀπό τόν Τριαδικό Θεό. Θέλει μέ μιά ἐθνική συμφορά νά ὁδηγήση τούς ἀνθρώπους στήν μετάνοια καί τήν αἰώνια σωτηρία. Τά ἴδια δέν βλέπουμε νά παθαίνουν καί οἱ Ἑβραῖοι στόν καιρό τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης;
β) Παραχωρεῖ ὁ Θεός ἐθνικές συμφορές, κατά το ἁγιογραφικό ρητό : «Ὅν ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δέ υἱόν, ὅν παραδέχεται» (Ἑβραίους 12, 6). Μετά, ὅμως, ὅταν φθάσουμε, διά τῆς παιδείας αὐτῆς τοῦ Θεοῦ, στήν ἁγιότητα καί τήν θέωση, ἐπιτρέπει ξανά τό Ἑλληνικό Ἔθνος νά μεγαλουργήση καί νά δοξασθῆ. Τό ἴδιο δέν ἔγινε τόν 20ό αἰῶνα μ.Χ. στήν Ἀνατολική Εὐρώπη; Δέν ἐπεκράτησε ἐκεῖ ὁ ἄθεος κομμουνισμός 80 χρόνια; Ὅμως, μετά κατέρρευσε σάν χάρτινος πύργος. Σήμερα ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ ἐθνικός πολιτισμός τῶν Σλαύων μεγαλουργοῦν καί θριαμβεύουν στήν Ἀνατολική Εὐρώπη.
Τήν λύση τοῦ ἐθνικοῦ προβλήματος τῆς Κύπρου ἔδωσε ὁ σύγχρονος ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης ὁ Ἁγιορείτης. Τόν ρώτησαν κάποτε μερικοί Ἑλληνοκύπριοι, ἄν θά ἐλευθερωθῆ ἡ Κύπρος καί πότε. Αὐτός ἀπάντησε ὡς ἑξῆς :
1) Ἄν οἱ Ἑλληνοκύπριοι μετανοήσουν ἀργά, ἡ Κύπρος θά ἐλευθερωθῆ ἀργά. Ἄν οἱ Ἑλληνοκύπριοι μετανοήσουν σύντομα, ἡ Κύπρος θά ἐλευθερωθῆ σύντομα.
2) Ἡ Κύπρος θά ἐλευθερωθῆ, ἄν κάνετε πνευματικές βάσεις ἐκεῖ στό νησί σας, δηλαδή ὀρθόδοξα κοινόβια μοναστήρια, σάν τό Σταυροβούνι. Αὐτές οἱ πνευματικές βάσεις θά διώξουν καί τίς ἄλλες βάσεις, τίς αἱρετικές, τῶν παθῶν μας, τίς διαβολικές, τίς Ἀγγλικές, τίς Ἀμερικανικές καί τίς Τουρκικές βάσεις.
3) Εἶπε γενικά γιά τόν κόσμο καί τήν Ἑλλάδα ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης ὁ Ἁγιορείτης : «Μετά τήν μπόρα τήν δαιμονική, θά ἔλθη ἡ λιακάδα ἡ θεϊκή».
4) Ἀντιγράφουμε ἀπό τό βιβλίο τοῦ πρεσβυτέρου π. Διονυσίου Δ. Τάτση «Ὁ Γέροντας Παΐσιος, Βιογραφικά στοιχεῖα-Διδαχές-Ἐπιστολές-Περιστατικά-Κείμενα», Κόνιτσα 19952, σελ. 217-218 :
«μθ΄ : Γιά τήν διάλυση τῆς Τουρκίας. - Ἐπισκέφθηκε τόν Γέροντα (Παΐσιο) μιά ὁμάδα Κυπρίων, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νά συζητήσουν τό ἐθνικό τους θέμα. Τό ὑπαίθριο ἀρχονταρίκι ἦταν ἕτοιμο.
- Ἀπό ποῦ εἶστε; τούς ρώτησε ὁ Γέροντας.
- Ἀπό τήν Κύπρο. Γέροντα
- Τί κάνετε, πῶς τά περνᾶτε ἐκεῖ;
- Τί νά κάνουμε, Γέροντα, μᾶς ἔφαγαν οἱ Τοῦρκοι.
Ὁ Γέροντας, χαμογελῶντας, τούς εἶπε :
- Ἐγώ δέν σᾶς βλέπω φαγωμένους.
Τούς ἔβαλε νά καθίσουν, τούς κέρασε καί μετά τούς εἶπε :
- Μή φοβᾶστε τούς Τούρκους, θά διαλυθοῦν.
Οἱ ἐπισκέπτες του παρεξενεύτηκαν, ἀλλά ὁ Γέροντας συνέχισε :
- Ναί, σᾶς λέω. Ἡ Τουρκία θά διαλυθεῖ. Τώρα ἐσεῖς νά κάνετε τόν ψόφιο κοριό (σ.σ. «παῖζε πελλόν») καί θά’ρθει ὁ καιρός, πού οἱ Τοῦρκοι θά πάθουν ζημιά. Κούρδοι καί Ἀρμένιοι θά κάνουν δικό τους κράτος, θά ἀνεξαρτητοποιηθοῦν. Οἱ ὑπόλοιποι, ἐπειδή δέν θά σέβονται τούς διεθνεῖς κανόνες, θά διαλυθοῦν εὐγενῶς ἀπό τούς Μεγάλους. Μετά σέ μᾶς τούς Ἕλληνες θά δώσουν τήν Πόλη (Κωνσταντινούπολη), ὄχι γιατί θά μᾶς ἀγαποῦν, ἀλλά γιατί θά ἔχουμε τηρήσει μετριοπαθῆ στάση. Ναί, τήν Πόλη θά τήν ξαναπάρουμε».
1) Λίγους μῆνες πρίν κοιμηθῆ ἐν Κυρίῳ ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης ὁ Ἁγιορείτης εἶπε τά ἑξῆς λόγια, τό 1994 δηλαδή : «Θά ἤθελα νά ζήσω ἀκόμη δέκα (10) περίπου χρόνια, γιά νά δῶ τήν δόξα καί τό μεγαλεῖο, πού θά ἔχει τότε ἡ Ἑλλάδα».
2) Ὁ παγκοσμίου φήμης Βυζαντινολόγος ἱστορικός, Ἄγγλος, Στῆβεν Ράνσιμαν, ὀρθόδοξος καί φιλαγιορείτης, τό 1999, στήν Μεγάλη Βρετανία, εἶπε ἐν κατακλείδι σέ μιά ὁμιλία του : «Ὁ εἰκοστός πρῶτος (21ος) αἰῶνας μετά Χριστόν θά εἶναι ὁ αἰῶνας τῆς Ὀρθοδοξίας».
3) Ὁ ἅγιος Παΐσιος ὁ Καππαδόκης ὁ Ἁγιορείτης εἶπε τήν ἑξῆς προφητεία : «Τό Βυζάντιο (ἡ Ἑλληνορθόδοξη Ρωμανία) δημιούργησε τόν Ἄθωνα, τό Ἅγιον Ὄρος ὡς μοναστικό κέντρο. Ἦλθεν ἡ ὥρα τό Ἅγιον Ὄρος νά δημιουργήση ξανά τό Βυζάντιο».
Ὅμως, δέν πρέπει νά ἐφησυχάζουμε ἀπαθῶς καί μακαρίως. Γιά νά γίνη πραγματικότητα ξανά ὁ Βυζαντινός πολιτισμός, ἡ θεολογία, ἡ φιλοσοφία, ἡ πολιτική, ὁ βίος καί ἡ θεωρία, θέλει δουλειά προσωπική, στόν ἑαυτό μας, στήν οἰκογένεια, στήν ἐργασία μας, στήν κοινωνική μας δομή, στούς νόμους, πού διέπουν τό Σύνταγμα καί τήν πανεπιστημιακή κοινότητα, στόν στρατό, στήν διοίκηση, στήν οἰκονομία κλπ. Γι’αὐτά, ὅμως, θά ἀναφερθοῦμε στό Β΄ Μέρος – Χῶρος Ἑλληνισμοῦ γενικά καί Κύπρου εἰδικά.
Ἡ Κύπρος μας εὐτύχησε νά εἶναι τρεισήμισι χιλιάδες (3.500) χρόνια Ἑλληνική καί δύο χιλιάδες (2.000) χρόνια Ὀρθόδοξη. Οἱ πρόγονοί μας, παρ’ὅλες τίς ἱστορικές καί πνευματικές περιπετειώδεις καταστάσεις σκλαβιᾶς καί λεηλασιῶν ἀπό Ἀνατολή καί Δύση, Βορρᾶ καί Νότο, ἐκτός ἀπό τήν περίοδο Ἐθνικῆς Ἐλευθερίας ἐπί Βυζαντίου καί κατά τήν κυριαρχία-ἐλευθερία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τῶν διαδόχων του, παρέμειναν Ἕλληνες καί Ὀρθόδοξοι, γιατί αὐτά τά δύο μεγέθη τούς ἔδιναν τήν δυνατότητα νά ὑπερβοῦν τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, νά ἀγαποῦν τήν πατρίδα, τήν κοινότητα, τά ἤθη καί τά ἔθιμά τους, τήν γλῶσαα, τήν παιδεία, τόν πολιτισμό τους, ἀλλά καί διότι ἡ κτιστή περιορισμένη ἐλευθερία, πού τούς ἔδωσε ὁ Θεός, ἐνωνόταν καί ἐνώνεται ἀκόμη μέ τήν ἄκτιστη θεία καί ἄπειρη κατά φύσιν ἐλευθερία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ ἐν ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. Ἐλευθερία, ἀγάπη, ἀλήθεια εἶναι τό τρίπτυχο τῆς Ἑλληνορθόδοξης Ρωμηοσύνης, τῆς Ρωμανίας, ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος καί ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος.
ΜΕΡΟΣ Β΄
Χῶρος τοῦ Ἑλληνισμοῦ γενικά καί τῆς Κύπρου εἰδικά
Ὁ Ἑλληνισμός ἔχει ἱστορία τρεισήμισι χιλιάδων (3.500) χρόνων. Χίλια πεντακόσια (1.500) χρόνια εἰδωλολατροῦσε, μά καί ἀναζητοῦσε ἐναγωνίως νά πραγματώση τόν ἑαυτό του, τήν προσωπικότητά του, ἤθελε ἀπό δυνάμει πρόσωπο, νά γίνη ἐνεργείᾳ πρόσωπο, ἀπό τό «κατ’εἰκόνα» νά φθάση στό «καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ». Ἤθελε νά ἑνώση τήν κτιστή, πεπερασμένη ἐλευθερία του μέ τήν θεία, ἄκτιστη, ἄπειρη ἐλευθερία τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγνώστου γι’αὐτόν Θεοῦ, μέχρι τήν ἔλευση τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ στή Γῆ μας. Ἄν μελετήσουμε μέ προσοχή τήν Ἑλληνική Ἱστορία καί φιλοσοφία, θά δοῦμε ὅτι γινόταν τότε στόν χῶρο τοῦ Ἑλληνισμοῦ μιά συνεχής πάλη τῆς ἐλευθερίας, κτιστῆς καί ἀκτίστου, (κτιστή ἐλευθερία εἶναι ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, πού ἔχει ἀρχή, ἀλλά δημιουργήθηκε ἀθάνατη, δέν ἔχει τέλος, εἶναι αἰώνιος καί ὄχι ἀΐδιος) μέ τήν ἀναγκαιότητα, δηλαδή μέ τήν ἐπιβολή τῶν ἐξωτερικῶν ἄτεγκτων, φυσικῶν νόμων, τῶν πολιτικῶς ἰσχυρῶν δυνάμεων, τῶν δαιμονικῶν καταδυναστεύσεων ἐπί τῶν ἀνθρώπων καί τῆς κτίσεως. Λέει ὁ κ. Στέλιος Ράμφος στό βιβλίο του «Παιδεία Ἑλληνική», στό κεφάλαιο «Κτῆμα ἐσαεί», ἐκδ. Κέδρος, Ἀθήνα 1982, σελ. 79 : «Ἱστορία εἶναι ἡ πάλη τῆς ἐλευθερίας μέ τήν ἀναγκαιότητα. Στήν ἐξωτερική πίεση τῶν συνθηκῶν, ὁ ἄνθρωπος ἀντιτάσσει τίς ἐσωτερικές του δυνάμεις, ὑπ’αὐτήν δέ τήν ἔννοια φανερώνεται ἀπόλυτη προϋπόθεση καί γνήσιο προϊόν τῆς ἱστορίας». 
Ἀπό τόν Τρωϊκό πόλεμο ὡς τίς θαυμαστές νίκες κατά τῶν ἐπιδρομέων Περσῶν, ἀπό τόν ἐμφύλιο Πελοποννησιακό πόλεμο μέχρι τήν ἐξάπλωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑλληνισμοῦ ἀπό τόν Ἕλληνα Μακεδόνα Βασιλέα Μεγάλο Ἀλέξανδρο, ἀπό τήν πολιτιστική κατάκτηση ἐπί τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τούς στρατιωτικῶς μόνον ἡττηθέντες Ἕλληνες ὡς τόν πρῶτο Χριστιανό Αὐτοκράτορα Μεγάλο Κωνσταντῖνο, ἀπό τήν θαυμαστή πρόσληψη τοῦ Ἑλληνισμοῦ, τήν μεταμόρφωση, τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν ἔλλαμψή του ἀπό τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀπό τό κτίσιμο τῆς Ἁγίας Σοφίας στήν Βασιλεύουσα τῶν Πόλεων Κωνσταντινούπολη, ἀπό τήν θαυμάσια Βυζαντινή, Ρωμαϊκή, ἡσυχαστική θεολογία, τόν μοναχισμό, τήν μουσική, τήν ἀρχιτεκτονική, τή ναοδομία, τήν ἁγιογραφία, τήν ξυλογλυπτική, τήν χρυσοχοΐα, τήν χρυσοκεντητική μέχρι τίς ἡρωϊκές μάχες κατά τῶν Γερμανικῶν φύλων, τῶν Ἀράβων, τῶν Ρώς, τῶν Ἀβάρων, τῶν Περσῶν, τῶν Τούρκων, τῶν Σταυροφόρων, ἀπό τήν ἀποφράδα ἡμέρα τῆς πτώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως στούς Ὀθωμανούς ὡς τούς Νεομάρτυρες καί ἐθνομάρτυρες ἀντιστασιακούς ἐπί Τουρκοκρατίας, ἀπό τούς Κολλυβάδες Ἁγιορείτες, συνεχιστές τῆς ἡσυχαστικῆς λειτουργικῆς θεολογίας, μέχρι τούς ἐθνικούς ἀγωνιστές τῆς Ἐπαναστάσεως τοῦ 1821 «γιά νά ξαναγίνη τό Ρωμαίϊκο» (Στρατηγός Μακρυγιάννης), ἀπό τίς ἐπαναστάσεις τῶν Κρητῶν ἐναντίον τῶν Τούρκων καί τῶν Εὐρωπαίων μέχρι τούς ἀπελευθερωτικούς Βαλκανικούς πολέμους ἐπί Ἐλευθερίου Βενιζέλου, ἀπό τήν Μικρασιατική καταστροφή μέχρι τό ἐθνικό ἔπος τοῦ 1940 κατά τῶν Ἰταλῶν φασιστῶν καί τήν ἐθνική Ἀντίσταση 1940-1944 κατά τῶν Γερμανῶν ναζιστῶν, ἀπό τόν ἐμφύλιο διχασμό τῶν ἐτῶν 1946-1949 μέχρι τόν ἀντιαποικιακό ἀπελευθερωτικό ἀγῶνα τῆς ΕΟΚΑ ἐναντίον τῶν ἰμπεριαλιστῶν Ἄγγλων καί ὑπέρ τῆς αὐτοδιαθέσεως-ἑνώσεως Ἑλλάδος καί Κύπρου τό 1955-1959, ἀπό τόν ἐμφύλιο ἐθνικό διχασμό στήν Κύπρο τό 1970-1974 καί τήν Τουρκική εἰσβολή τό 1974 μέχρι τήν ἔνταξη τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, ἔχουμε ἀκριβῶς μιά συνεχῆ, ἱστορική, συγχρόνως, ὅμως, ὑπέρχρονη καί ὑπέρχωρη πάλη τῆς ἐλευθερίας τῶν Ἑλλήνων μέ τήν ὑπό διαφόρους μορφές ἐμφανιζομένη ἀναγκαιότητα. Λέει περίπου τά ἑξῆς ὁ ἑλληνορθόδοξος ἡσυχαστής καί οἰκογενειάρχης, ἐθνικός ἀγωνιστής τοῦ 1821, Στρατηγός Μακρυγιάννης, περιγράφοντας ἐν συντομίᾳ τήν πάλη τοῦ Ἑλληνισμοῦ μέ τίς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, ὁρατοῦ καί ἀοράτου : (Μάχη εἰς Μύλους Ναυπλίου 1825) «Κι ἄν εἴμαστε ὀλίγοι εἰς τό πλῆθος τοῦ Μπραΐμη, παρηγοριώμαστε μέ ἕναν τρόπο ὅτι ἡ τύχη μᾶς ἔχει τούς Ἕλληνες ὀλίγους. Ὅτι ἀρχή καί τέλος, παλαιόθεν καί ὡς τώρα, ὅλα τά θερία πολεμοῦν νά μᾶς φᾶνε καί δέν μποροῦνε˙ τρῶνε ἀπό μᾶς καί μένει καί μαγιά. Καί οἱ ὀλίγοι ἀποφασίζουν νά πεθάνουν˙ κι ὅταν κάνουν αὐτείνη τήν ἀπόφασιν, λίγες φορές χάνουν καί πολλές κερδαίνουν». (Στρατηγοῦ Μεκρυγιάννη, Ἀπομνημονεύματα, ἐκδ. Μπάϋρον, Ἀθήνα 1977, σελ. 237).
Ἡ Ἑλληνορθοδοξία εἶναι (χωρίς σωβινισμό καί στεῖρο ἐθνικισμό τό λέμε) τό ἀνώτατο ὅριο, πού μποροῦσε νά φθάση ποτέ ἕνας ἄνθρωπος, ἕνας λαός, μία ἤπειρος, ἕνα ἔθνος, ἕνας πολιτισμός. Ὁ μακαριστός Ρῶσσος ὀρθόδοξος θεολόγος τῆς Διασπορᾶς πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ ἀναφέρει τά ἑξῆς ἀξιοσημείωτα (ἐν «Θεολογία, Ἀλήθεια καί Ζωή» καί «Ἡ πορεία τῆς Ρωσσικῆς θεολογίας», Ἀθήναι, σελ. 32 καί ἑξῆς καί πατρός Θεοδώρου Ζήση, «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσιν», «Ἀρχές καί κριτήρια τῆς πατερικῆς θεολογίας», ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 62-76) : «Δέν θά ἠμποροῦσε κανείς νά ὑποστηρίξη ὅτι ἡ Ρωσσική θεολογία, εἰς τήν δημιουργικήν της ἀνάπτυξιν, ἠσθάνθη ἀρκετά πλήρως ἤ ἀρκετά βαθέως εἰς τούς κόλπους της τήν παρουσίαν τῶν Πατέρων καί τοῦ Βυζαντίου. Τῆς ἀπομένει ἀκόμη νά τό κάμη. Τῆς ἀπομένει ἀκόμη νά φοιτήση εἰς τό αὐστηρόν σχολεῖον τοῦ χριστιανικοῦ ἑλληνισμοῦ. Ὁ Ἑλληνισμός ἔχει ἀποκτήσει αἰώνιον χαρακτῆρα μέσα εἰς τήν Ἐκκλησίαν˙ ἔχει ἐνσωματωθῆ εἰς τήν σάρκα της˙ ἔχει γίνει αἰωνία κατηγορία (ἀξία) τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως. Δέν ἐννοῶ φυσικά τόν Ἑλληνισμόν ὡς ἐθνικήν ἰδέαν ἤ τόν Ἑλληνισμόν τῆς συγχρόνου Ἑλλάδος ἤ ἐκεῖνον τόν καθυστερημένον καί κάθε ἄλλο παρά νόμιμον Ἑλληνισμόν, ἑλληνικόν «φυλετισμόν». Ἐννοῶ τήν χριστιανικήν ἀρχαιότητα, τόν Ἑλληνισμόν τῶν δογμάτων, τόν Ἑλληνισμόν τῆς λατρείας, τόν Ἑλληνισμόν τῆς εἰκόνος. Ἡ χριστιανική λατρεία ἔχει σφραγισθῆ διά παντός μέ τό ἑλληνικόν ὕφος τῆς «εὐσεβείας τῶν μυστηρίων». Καί αὐτό ἔχει γίνει μέχρι τοιούτου βαθμοῦ, ὥστε νά μήν ἠμποροῦμεν νά διεισδύσωμεν εἰς τόν ρυθμόν τῆς λειτουργικῆς μυσταγωγίας, ἄν προηγουμένως δέν ὑποβληθῶμεν εἰς ἕνα εἶδος μυστικοῦ «ἐξελληνισμοῦ». Μόνον παράφρονες θά ἀπεφάσιζαν ποτέ νά «ἀφελληνίσουν» τήν Λειτουργίαν καί τάς ἄλλας ἐκκλησιαστικάς ἀκολουθίας καί νά δώσουν εἰς αὐτάς ἕνα ὕφος περισσότερον «σύγχρονον». Τό στερεώτερον στοιχεῖον τοῦ ρωσσικοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτισμοῦ εἶναι κατά γενικήν ὁμολογίαν ἡ Εἰκών. Ποῦ ὀφείλεται ὅμως ἡ σταθερότης αὕτη; Μήπως εἰς τό γεγονός ὅτι οἱ μεγάλοι Ρῶσσοι εἰκονογράφοι κατώρθωσαν νά ἀφομοιώσουν πνευματικῶς τήν ἑλληνικήν εἰκονογραφικήν πεῖραν καί νά τήν ἀποδώσουν εἰς τά καθ’ἡμᾶς μέ μίαν οἰκειότητα γνησίως δημιουργικήν; Αὐτή εἶναι ἡ λογικωτέρα ἀπάντησις. Ὄχι˙ ὁ Ἑλληνισμός δέν εἶναι ἁπλῶς μία φάσις τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἕνας σταθμός εἰς τήν πορείαν τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν ὁ θεολόγος ἀρχίζη νά πιστεύη ὅτι «αἱ ἑλληνικαί κατηγορίαι (ἀξίαι)» ἔχουν ξεπερασθῆ, αὐτό σηναίνει ἁπλούστατα ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει ἐξέλθει ἀπό τόν ρυθμόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει χάσει τό αἴσθημα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἕνας μόνον τρόπος ὑπάρχει, διά νά εἶναι ἡ θεολογία μας καθολική (δηλαδή ὀρθόδοξη) : Νά εἶναι Ἑλληνική. Μόνον ἐν τῷ Ἑλληνισμῷ ἠμπορεῖ κανείς νά εἶναι ἀληθῶς καθολικός (δηλαδή ὀρθόδοξος) (καθολικός=οἰκουμενικός, πλήρης, ἔχει ὅλη τήν ἀλήθεια, ἀφορᾶ ὅλο τό ἀνθρώπινο γένος, εἶναι ὀρθόδοξος, ὄχι παπικός). Αὐτό τό τελευταῖον εἶναι κάπως διφορούμενον. Τό ἀντιχριστιανικόν στοιχεῖον ἐδέσποζεν, ὡς γνωστόν, εἰς τό ἀρχαῖον πνεῦμα. Ἀκόμη καί σήμερον πολυάριθμοι εἶναι ἐκεῖνοι, πού καταφεύγουν εἰς τόν Ἑλληνισμόν, διά νά ὑψώσουν τό ἀνάστημά των καί νά καταπολεμήσουν τόν Χριστιανισμόν (κλασσικόν παράδειγμα ὁ Nietczhe – Νίτσε). Δέν πρέπει νά λησμονῆται ὅμως ὅτι ὁ Ἑλληνισμός ἐνεσωματώθη εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό νόημα τό ἱστορικόν τῆς πατερικῆς θεολογίας. Καί αὐτή ἡ ἐνσωμάτωσις τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν ἐχάραξεν ἐπί τοῦ σώματος τῆς ἱστορίας μίαν μόνιμον καί ὁριστικήν τομήν, πασίδηλον σημεῖον τῆς ὁποίας παραμένει τό εὐαγγελικόν κήρυγμα, ἡ ἱστορική φανέρωσις τοῦ Σαρκωθέντος Λόγου. Ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός, ὁ μεταμορφωθείς διά τῆς ἐπιφανείας τοῦ Λόγου καί τῆς ἐλεύσεως τοῦ Πνεύματος, εἶναι πλέον ἐξ ὁλοκλήρου γεγονός τῆς ἱστορίας. Ἡ πατερική θεολογία εἶναι «θεολογία τῶν γεγονότων», μᾶς καθιστᾶ δηλαδή συγχρόνους ὡρισμένων ἱστορικῶν γεγονότων, τῶν γεγονότων τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας. Ἀλλά, τό βασικώτερον καί ἀποφασιστικώτερον ἀπό τά γεγονότα αὐτά εἶναι ἀκριβῶς ἡ σάρκωσις τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐν μέσῳ ἡμῶν σκήνωσίς Του, ἡ ὁποία ἐσημειώθη ἱστορικῶς διά τῆς ἐντάξεως καί τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τήν Ἐκκλησίαν. Ὅλα τά λάθη, ὅλαι αἱ πλάναι, ὅλοι οἱ πειρασμοί ἑνός ὑπερβολικοῦ ἐξελληνισμοῦ τοῦ Εὐαγγελίου, φαινόμενον ἀρκετά συχνόν κατά τήν διάρκειαν τῶν αἰώνων, δέν εἶναι δυνατόν νά ἐξασθενήσουν τήν σημασίαν τοῦ θεμελιώδους αὐτοῦ γεγονότος : Διά τήν κήρυξιν καί τήν διάδοσιν τοῦ χαρμοσύνου ἀγγέλματος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας, διά τήν ἔκθεσιν καί τήν διατύπωσιν τῆς χριστιανικῆς θεολογίας, ἐχρησιμοποιήθησαν εὐθύς ἐξ ἀρχῆς κατηγορίαι (ἀξίαι, λέξεις, ἐκφράσεις) Ἑλληνικαί. Πατερική θεολογία καί Καθολικότης, Ἑλληνισμός καί ἱστορικότης, ἀποτελοῦν τάς συζύγους ὄψεις ἑνός μοναδικοῦ καί ἀδιαιρέτου φαινομένου».   
Σχέση Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ
Τούς τελευταίους κυρίως δύο αἰῶνες συναντήθηκαν δυναμικά δύο μεγέθη ἐντελῶς ἀντίθετα, ξένα μεταξύ τους στόν χῶρο τῆς καθ’ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἀνατολῆς καί Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Εὐρώπης : Ἡ Ἑλληνορθοδοξία–Σλαυορθοδοξία μέ τόν Δυτικοευρωπαϊκό ἀνθρωποκεντρικό οὐμανισμό. Δυστυχῶς, παρ’ὅλη τήν εὐγενῆ, φιλότιμη, ἀπαθῆ, ἀγωνιστική διάθεση καί πρακτική τῶν παραδοσιακῶς καί ἁγιοπνευματικῶς φρονοῦντων Ἑλληνορθοδόξων, κλῆρου καί λαοῦ, ἐπῆλθε μιά προσχώρηση, μιά ἀλλοίωση τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς πολλῶν Ἑλλήνων ἐπί τό Δυτικοευρωπαϊκώτερον. Γράφει ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πατήρ Θεόδωρος Ζήσης, στό βιβλίο του «Ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι», Ἀρχές καί κριτήρια τῆς Πατερικῆς Θεολογίας, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 25-26 : «Ἡ Ἑλλάς, ἡ μικρή καί πτωχή αὐτή χώρα, ἡ πατρίδα μας, ξεκομμένη στήν νεώτερη περίοδο τῆς ἱστορίας της ἀπό τίς ρίζες τῶν παραδόσεών της, ντύθηκε φράγκικα καί ἀλλοτριώθηκε στόν πολιτισμό της. Εἶναι ἡ πρώτη φορά στήν ἱστορία μας πού κινδυνεύουμε νά ἀλλοτριωθοῦμε, νά ξεχάσουμε ποιοί εἴμαστε, νά χάσουμε τήν ταυτότητά μας καί νά ἀφομοιωθοῦμε πολιτιστικά μέσα στήν χοάνη τῶν Εὐρωπαϊκῶν λαῶν, ἐξαφανίζοντας ἔτσι καί τόν ὀρθόδοξο πολιτισμό μας, τήν Ρωμηοσύνη μας. Ἰδιαίτερα μάλιστα τώρα μέ τήν ὁλοκλήρωση τῆς ἐντάξεώς μας στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη, ὁ κίνδυνος αὐτός εἶναι μεγαλύτερος. Δέν εἶναι βέβαια ἡ πρώτη φορά πού ἐρχόμαστε σέ ἐπαφή μέ ἄλλους λαούς καί πολιτισμούς. Σέ προηγούμενες ἱστορικές περιόδους στήν συνεπαφή μας αὐτή καί ἀνάμειξη βγῆκε κερδισμένος ὁ Ἑλληνισμός, διότι ἦταν ἀκμαῖος καί ζωντανός πολιτιστικά. Ἀκόμη καί στήν Τουρκοκρατία, μολονότι δέν μπορέσαμε νά ἀλλάξουμε τόν κατακτητή, ὅμως δέν ἀλλάξαμε οὔτε ἐμεῖς. Τώρα ὅμως τά στοιχεῖα εἶναι ἀνησυχητικά. Ἡ διάβρωση καί ἡ φθορά τῶν παραδόσεών μας διαρκῶς ἐνισχύονται, ἡ ἀπομάκρυνσή μας ἀπό τούς Πατέρες, ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, διαρκῶς γίνεται μεγαλύτερη. Μόνο μέ προγραμματισμένη καί ἐνισχυμένη ἀπό τήν Πολιτεία ἐπιστροφή στίς ρίζες μας καί προβολή καί ἀξιοποίηση τῶν θησαυρῶν μας, θά μπορέσουμε νά ἐπιβιώσουμε. Οἱ προσπάθειες τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς οἰκογενείας πνίγονται μέσα στήν θάλασσα τῆς ἀδιαφορίας καί τήν φουρτούνα τῆς ἐχθρότητος πρός τά παραδεδομένα.
Ἡ Ὀρθοδοξία, ὅπως τήν ἐκφράζουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, πρέπει νά βιωθῆ σάν τό ἐκλεκτώτερο πολιτιστικό μας στοιχεῖο, συνδεδεμένο ἄμεσα μέ τήν πολιτιστική καί ἐθνική μας ἐπιβίωση. Ἡ ἐγκληματική παραμέληση τῆς ἀρχαίας καί μεσαιωνικῆς μας γλώσσας, τῆς γλώσσας τοῦ Πλάτωνος, τῆς Καινῆς Διαθήκης, τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μόνον ἀπό ἐχθρούς μας θά μποροῦσε νά εἶχε προγραμματισθῆ, γιά νά μᾶς ἀφαιρέση τό μοναδικό σέ σχέση μέ ὅλους τούς ἄλλους λαούς προνόμιο τῆς γλωσσικῆς οἰκειότητος καί συγγενείας. Εἶναι νομίζω καιρός νά ἀρχίσουμε νά προβληματιζόμαστε σοβαρά γιά τήν διάσωση τῶν θησαυρῶν τοῦ παρελθόντος».
Οἱ Εὐρωπαῖοι «φίλοι καί σύμμαχοί» μας, λοιπόν, χαίρονται σήμερα, διότι, ὄχι μόνον κατώρθωσαν νά μᾶς φραγκέψουνε ἐν πολλοῖς, ὄχι σέ ὅλα, ἀλλά καί διότι μᾶς ἔπεισαν ὅτι εἶναι θεοί, αὐτοθεοί, οἱ σωτῆρες, οἱ κοινωνικοί ἀναμορφωτές, οἱ τέλειοι καί ἀνώτατοι ἐπιστήμονες, πολιτικοί, καλλιτέχνες κλπ, χωρίς τούς ὁποίους ὁ πλανήτης Γῆ καί οἱ ἄνθρωποι, πού κατοικοῦν σέ αὐτόν, θά ἦταν ἕνα τίποτα, ἕνα μηδέν, ἕνα ὑποανάπτυκτο σύνολο, βυθισμένο στήν βαρβαρότητα, τήν δεισιδαιμονία, τόν ἐπαρχιωτισμό καί τήν ἀπαιδευσία. Οἱ Ἕλληνες, πού ἐπίστευσαν τό παραμύθι αὐτό τῶν Εὐρωπαίων, ὀνομάσθηκαν εὐφυῶς ἀπό τόν μακαριστό Καθηγητή τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκηςπατέρα Ἰωάννη Ρωμανίδη «Γραικύλοι» καί ὁ τρόπος ζωῆς καί σκέψεώς τους «Γραικισμός» καί «Νεογραικισμός». (Βλέπε ἐν πατρός Ἰωάννου Ρωμανίδου, «Ρωμηοσύνη - Ρωμανία - Ρούμελη», ἐκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 10-13) : «Μέ τόν Γραικισμόν καί Νεογραικισμόν ἐνοοῦμεν ὄχι τόν Νεοελληνισμόν, ἀλλά τό μή Ρωμαίϊκον μέρος τοῦ Νεοελληνισμοῦ. Ὁ Νεογραικισμός ὡς καί ὁ πρό τῆς Ἀλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως Γραικισμός εἶναι ἐκ τῆς φύσεώς των δουλεία χειροτέρα τῆς Φραγκοκρατίας καί Τουρκοκρατίας. Ἡ Φραγκοκρατία καί ἡ Τουρκοκρατία ἦσαν ὑποδούλωσις τοῦ σώματος. Ὁ Γραικισμός καί Νεογραικισμός εἶναι ὑποδούλωσις τοῦ πνεύματος.
Οἱ Ρωμηοί τῆς Φραγκοκρατίας καί τῆς Τουρκοκρατίας εἶναι ὅσοι δέν ἠκολούθησαν τό παράδειγμα ἐκείνων, πού ἐφράγκευσαν καί ἐτούρκευσαν.
Οἱ σημερινοί ἐναπομείναντες Ρωμηοί ἀσφαλῶς δέν τουρκεύουν, ἀλλ’οὔτε φραγκεύουν, οὔτε γραικεύουν. Ὅπως οἱ Γραικοί πρό τῆς Ἀλώσεως τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶναι ἐκεῖνοι, πού ἐφράγκευσαν, οὕτω καί οἱ Νεογραικοί ἐγραίκευσαν, γενόμενοι οἱ σημερινοί Γραικύλοι τῶν Εὐρωπαίων καί Ρώσσων καί τώρα τῶν Ἀμερικανῶν ἐξαδέλφων τῶν Εὐρωπαίων.
Τό γραικεύω εἶναι σχεδόν ταὐτόν μέ τό φραγκεύω. Σημαίνει σήμερον ἀμερικανεύω, ρωσεύω, φραντσεύω, γερμανεύω, δηλαδή γίνομαι πνευματικός δοῦλος τῶν ἔξω τῆς Ρωμηοσύνης.
Ὁ Ρωμηός γνωρίζει σαφῶς ὅτι ὑπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ συμμαχίας καί δουλείας. Γίνεται σύμμαχος μέ ὁποιονδήποτε, ἐφ’ὅσον συμφέρει εἰς τό Ἔθνος, ἀλλά ποτέ δοῦλος τῶν συμμάχων.
Ὁ Γραικύλος, ὅμως, νομίζει ὅτι συμμαχία σημαίνει πνευματικήν δουλείαν, δηλαδή συγχώνευσιν πολιτισμῶν καί σύγχυσιν ἰδεολογιῶν. Ὁ Γραικύλος δέν γίνεται μόνον σύμμαχος, ἀλλά γίνεται καί θέλει νά γίνει ἕνα πράγμα μέ τόν σύμμαχον. Νομίζει ὅτι συμμαχία εἶναι τό νά προσφέρεται δι' ἔρωτα ὡς δούλη πρός κύριον, ἵνα ἀποκτήση ἰσχυρόν προστάτην, ὁ ὁποῖος θά σώση τήν Ἑλλαδίτσαν του. Ὁ Νεογραικύλος εἶναι συνεχιστής τῆς παραδόσεως τῶν Γραικύλων πρό τῆς Ἁλώσεως τῆς Πόλεως, οἱ ὁποῖοι μᾶς ἐκήρυττον τήν ἀνάγκην τῆς φραγκεύσεως τοῦ πνεύματος, διά νά σωθῶμεν ἀπό τήν δουλείαν τοῦ σώματος…
…Ὁ Ρωμηός ἔχει ἡγετικά αἰσθήματα ἀπό τήν Ρωμηοσύνην του.
Ὁ Γραικύλος τόν ἡγέτην κάμνει μόνον ἐντός τῆς Ἑλλαδίτσας του, ἀφοῦ τά ἡγετικά του αἰσθήματα καί τήν πολιτικήν του δύναμιν ἀντλεῖ ἀπό πηγήν ἔξω τῆς Ρωμηοσύνης καί ἐκτός τῆς Ἑλλαδίτσας του.
Ὁ Ρωμηός εἶναι ἀπό τήν Ρωμηοσύνην του ἀετός. Οἱ Ρωμηοί εἶναι πρός ἀλλήλους ἀετοί καί πρός ξένους ἀετοί.
Ὁ Γραικύλος κάμνει τό λιοντάρι εἰς τούς Ρωμηούς μέ τήν βοήθειαν τῶν ξένων, ἀλλά εἶναι φρόνιμον ποντικάκι εἰς τούς ξένους.
Δέν ἐνδιαφέρει τόν Ρωμηόν τί λέγουν οἱ ξένοι δι’ αὐτόν, διότι τά κριτήρια του εἶναι ρωμαίϊκα.
Ὁ Γραικός ἀγωνίζεται νά βρεθῆ εἰς θέσιν νά διατυμπανίζει τί καλά λέγουν οἱ ξένοι δι’ αὐτόν, διά νά ἀποδείξη τήν ἀξίαν του, διότι τά κριτήριά του δέν εἶναι ρωμαίϊκα, ἀλλά εὐρωπαϊκά, ρωσσικά καί ἀμερικανικά.
Ὁ Ρωμηός εἶναι σκληρός καί ἐλεύθερος καί οὐδέποτε ἀφελής. Καί ὅταν τό σῶμα του ἤ τά συμφέροντά του σκλαβωθοῦν, κάμνει ἐλιγμούς καί ὑποκρίνεται ἀναλόγως τῶν περιστάσεων, διά νά παραμείνη μέ τήν εὐφυΐαν του ὅσον τό δυνατόν πλέον ἐλευθέρα ἡ Ρωμηοσύνη του. Μέ ὑπερηφάνειαν τόν Καραγκιόζη κάμνει καί πάντοτε ἀδούλωτος ἀετός τῆς Ρωμηοσύνης παραμένει.
Ὁ Νεογραικισμός ἀρκετά ἐζημίωσε τό Ρωμαίϊκον μέ τήν λεγομένην ξενομανίαν του, ἡ ὁποία εἶναι εἰς τήν πραγματικότητα δουλοπρέπεια εἰς τά ἀφεντικά του.
Ἀκριβῶς ἐπειδή οἱ Νεογραικοί εἶναι διηρημένοι μεταξύ τῶν ἀφεντικῶν των, συμπεριφέρονται ὁ ἕνας Γραικύλος πρός τόν ἄλλον Γραικύλον ὡσάν τά ἀφεντικά των. Οἱ Γραικύλοι τῶν Ρώσσων φέρονται πρός τούς Γραικύλους τῶν Ἀμερικανῶν ὡς οἱ Ρῶσσοι πρός Ἀμερικανούς καί τἀνάπαλιν. Τό ἴδιον κάμνουν οἱ Γραικύλοι τῶν Φραντσέζων, Ἄγγλων, Γερμανῶν κλπ.
Διά τοῦτο παρατηρεῖται τό περίεργον φαινόμενον νά ἐρωτεύεται ὁ Γραικύλος τόν Ρῶσσον φίλον του καί νά μισῆ τόν Γραικύλον τῶν Ἀμερικανῶν καί τἀνάπαλιν.
Τό παράδοξον εἶναι ὅτι ἕκαστος θεωρεῖ τόν ἄλλον Γραικύλον ἐχθρόν καί προδότην τοῦ Ἔθνους.
Ἐξ ἀπόψεως, ὅμως, Ρωμηοσύνης οἱ Γραικύλοι εἶναι ὅλοι προδόται.
Τοῦτο, ὅμως, δέν σημαίνει ὅτι ὁ Ρωμηός ἀποφεύγει τάς συμμαχίας. Ὄχι. Ὀνειροπόλος καί ἀφελής δέν εἶναι. Ἀλλά, οὐδέποτε γίνεται πνευματικῶς  ἤ σωματικῶς δοῦλος τοῦ συμμάχου. Γίνεται σύμμαχος πιστός εἰς τά συμπεφωνημένα, ἀλλά ἰδεολογικῶς ἀδέσμευτος.
Τοῦτο, ὅμως, δέν σημαίνει πάλιν ὅτι δέχεται μόνον τά ρωμαίϊκα καί τίποτε τό ξένον. Δέχεται ὁ,τιδήποτε τό καλόν καί τό κάμνει ρωμαίϊκον.  (σ.σ. «ὁ,τιδήποτε εἶναι ἀληθινόν,  εἶναι ἐθνικόν» εἶπε ἕνας σημαίνων ποιητής τοῦ 19ου αἰῶνος μ.Χ. Τό εἶπε ὁ Διονύσιος Σολωμος).  Ὅπως γίνεται σύμμαχος μέ ὅποιον συμφέρει ἐθνικῶς, κατά τόν ἴδιον τρόπον ἀποκτᾶ ὅλα ὅσα χρειάζονται ἀπό τήν σοφίαν τῶν ἐπιστημόνων τοῦ κόσμου, ἀλλά τά προσαρμόζει εἰς τόν ρωμαίϊκον πολιτισμόν του. Οὐδέποτε συγχέει τάς θετικάς ἐπιστήμας μέ τόν πολιτισμόν, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι καί ὁ βάρβαρος δύναται νά ἔχη ἤ νά ἀποκτήση καί νά προαγάγη τάς θετικάς ἐπιστήμας, διά νά χρησιμοποιήση αὐτάς εἰς ὑποδούλωσιν καί καταστροφήν τῶν ἀνθρώπων.
Διά τοῦτο ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι εἶναι πνευματικός ἡγέτης καί εἰς αὐτούς, πού εἶναι ὡς τεχνοκράται καί ὡς οἰκονομική δύναμις ἡγέται.
Ἀλλά, οἱ Νεογραικύλοι ἔχουν τόσον πολύ συνηθίσει νά συγχέουν τό τεχνοκρατικόν καί οἰκονομικόν στοιχεῖον μέ τήν πνευματικήν ἡγεσίαν, ὥστε δέν ἀντιλαμβάνονται πλέον τό γεγονός ὅτι ἡ Ρωηοσύνη εἶναι σήμερον πολιτιστικός ἡγέτης ἑκατομμυρίων ἀνθρώπων ἐκτός τῆς Ἑλλαδίτσας των.
Ὁ Γραικύλος νομίζει ὅτι τοιαύτην ἡγεσίαν εἶχον μόνον οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καί φαντάζεται τόν ἑαυτόν του ὡς τόν φύλακα τῶν ἐρειπίων αὐτῶν. Θεωρεῖ συνεχιστάς καί ἡγέτας τοῦ πολιτιστικοῦ ἔργου των ἀρχαίων Ἑλλήνων τούς Εὐρωπαίους. Δέν εἶναι εἰς θέσιν νά καταλάβη ὅτι μόνον ἡ Ρωηοσύνη εἶναι συνεχιστής καί ἡγέτης τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ. Διά τοῦτο ὁ Γραικύλος εἶναι ὁ κύριος συντελεστής εἰς τήν καλλιέργειαν τοῦ δουλουπρεποῦς φρονήματος τοῦ νεογραικικοῦ ἐν Ἑλλάδι πνεύματος. Ὁ Γραικύλος ἔχει ἐμπιστοσύνην ὄχι εἰς τόν ἑαυτόν του, ἀλλά μόνον εἰς τά ξένα ἀφεντικά του.
Ναί μέν ὁ Ρωμηός ἔχει ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τήν Ρωμηοσύνην του, ἀλλά οὔτε φανατικός, οὔτε μισαλλόδοξος εἶναι καί οὔτε ἔχει καμμίαν ξενοφοβίαν. Ἀντιθέτως ἀγαπᾶ τούς ξένους, οὐχί ὅμως ἀφελῶς.
Τοῦτο διότι γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί ὅλας τάς φυλάς καί ὅλα τά ἔθνη χωρίς διάκρισιν καί χωρίς προτίμησιν. Ὁ Ρωμηός γνωρίζει ὅτι ἡ Ρωμηοσύνη του κατέχει τήν ἀλήθειαν καί εἶναι ἡ ὑψίστη μορφή τῶν πολιτισμῶν. Ἀλλά, κατανοεῖ ἄριστα τό γεγονός ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν Ρωμηόν, ὄχι ὅμως περισσότερον ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ Θεός ἀγαπᾶ τόν κάτοχον τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἐξ ἴσου ἀγαπᾶ τόν κήρυκα τοῦ ψεύδους. Ἀγαπᾶ τόν ἅγιον ἀλλ’ ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ἀκόμη καί τόν διάβολον. (Ὁ Θεός ἀγαπᾶ ὅλα Του τά δημιουργήματα, μισεῖ ὅμως τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο καί τόν ἐγωϊσμό. «Ἐλεήμων καρδία εἶναι καῦσις καρδίας ὑπέρ πάσης τῆς κτίσεως καί ὑπέρ τῶν δαιμόνων», λέγει ὁ ἀββᾶς ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σῦρος).
Διά τοῦτο ἡ Ρωμηοσύνη εἶναι αὐτοπεποίθησις, ταπεινοφροσύνη καί φιλότιμον, καί ὄχι κίβδηλος πεποίθησις, ἰταμότης καί ἐγωϊσμός. Ὁ ἡρωϊσμός τῆς Ρωμηοσύνης εἶναι ἀληθής καί διαρκής κατάστασις τοῦ πνεύματος, καί ὄχι ἀγριότης, βαρβαρότης καί ἁρπακτικότης.
Οἱ μεγαλύτεροι ἥρωες τῆς Ρωμηοσύνης συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν ἁγίων.
Ἡ Ρωμηοσύνη διαφέρει τῶν ἄλλων πολιτισμῶν, διότι ἔχει τό ἴδιον θεμέλιον διά τόν ἡρωϊσμόν της, ὡς καί διά τήν ἁγιωσύνην της, δηλαδή τό ρωμαίϊκον φιλότιμον, τό ὁποῖον δέν ὑπάρχει εἰς τόν Εὐρωπαϊκόν Πολιτισμόν. Παρά ταῦτα οἱ Γραικύλοι ἀπό τό 1821 μέχρι σήμερον προπαγανδίζουν ὅτι ὀφείλομεν νά ἐγκαταλείψωμεν τήν Ρωηοσύνην καί νά γίνωμεν Εὐρωπαῖοι, διότι δῆθεν ὁ Εὐρωπαϊκός Πολιτισμός εἶναι ἀνώτερος ἀπό τήν Ρωμηοσύνην».
Ἀναγκαζόμαστε ἐκ τῶν πραγμάτων, τῶν ἱστορικῶν γεγονότων καί τῶν ἔξωθεν τῆς Ἑλλάδος καί τῆς Κύπρου ποικιλωνύμων πιέσεων, πού ἀσκοῦνται κυρίως πρός τήν κατεύθυνση τῆς πολιτικῆς, πνευματικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἡγεσίας τοῦ Ἑλληνισμοῦ, νά βοηθήσουμε, νά συμπαρασταθοῦμε, νά προσευχηθοῦμε, νά ἐνισχύσουμε – μετά τόν Θεόν – μέ τά πτωχά μας κολλυβογράμματα καί τίς διαπιστώσεις ὅλους μας, γιά νά μπορέσουμε χάριτι Χριστοῦ νά ἀντισταθοῦμε σθεναρῶς, διακριτικῶς, εὐθαρσῶς, ὀρθοδόξως, ἑλληνοπρεπῶς καί ἐπιστημονικῶς καί νά δώσουμε εὔλογες, παραδοσιακές καί λυτρωτικές λύσεις. Λύσεις, οἱ ὁποῖες δέν θά ὀφελήσουν μόνον τήν Ἑλλάδα καί τήν Κύπρο, ἀλλά καί τήν παραπαίουσα πνευματικά καί θεολογικά ἀποτυχημένη Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.
Ἀφορμή για τά πιο πάνω ἀναφερθέντα μᾶς ἔδωσαν τά παρακάτω κείμενα, τά ὁποῖα καί παραθέτουμε :
1) Ἐν : Ἐφημερίδα «Ἀπογευματινή», Πέμπτη 11 Μαΐου 2000 μ.Χ., σελ. 14, τίτλος τοῦ ἄρθρου : «Γιόρτασαν τά 50 χρόνια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἰδέας» :  «Τά πενῆντα χρὀνια ἀπό τήν Γέννηση τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἰδέας ἑορτάστηκαν μέ μιά λαμπρή ἐκδήλωση ἀπό τήν Ἀντιπροσωπεία τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς στήν Ἑλλάδα, στήν ὁποία παραβρέθηκαν ἐκπρόσωποι τοῦ πολιτικοῦ κόσμου, καθώς καί τῶν κοινωνικῶν, οἰκονομικῶν καί πολιτιστικῶν φορέων…
… Ὁ Πρόεδρος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς Ρομάνο Πρόντι στό μήνυμα, πού ἀπέστειλε, ὑπογράμμισε ὅτι ἡ πραγματική πρόκληση σήμερα εἶναι «νά ξανασκεφθοῦμε τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖον χτίζουμε τήν Εὐρώπη, νά ἐπινοήσουμε μιά δημοκρατικότερη διακυβέρνηση μέ μορφή δικτύου, ὅπου τά Εὐρωπαϊκά θεσμικά ὄργανα, οἱ ἐθνικές κυβερνήσεις, οἱ τοπικές καί περιφερειακές ἀρχές, καθώς καί ἡ κοινωνία τῶν πολιτῶν, ἀπό κοινοῦ σχεδιάζουν, προτείνουν, ἐφαρμόζουν καί παρακολουθοῦν πολιτικές». 
Ἐπαναλαμβάνουμε καί σχολιάζουμε ἐν συντομίᾳ τήν ἑξῆς ρήση τοῦ               κ. Ρομάνο Πρόντι : «Νά ξανασκεφθοῦμε τόν τρόπο, μέ τόν ὁποῖον χτίζουμε τήν Εὐρώπη, νά ἐπινοήσουμε μιά δημοκρατικότερη διακυβέρνηση μέ μορφή δικτύου…».
Κατά τήν ταπεινή μας γνώμη, ἐμμέσως πλήν σαφῶς παραδέχεται ὁ κ. Πρόντι ὅτι ὁ τρόπος σκέπτεσθαι περί τήν Εὐρωπαϊκήν Ἕνωσι ἦταν μέχρι στιγμῆς λανθασμένος ἤ ὀπισθοδρομικός ἤ δέν ἀνταποκρινόταν στίς πραγματικές πνευματικές καί ἐθνικές ἀνάγκες τῶν Εὐρωπαίων πολιτῶν. Ἐπίσης, δέχεται ὅτι δέν λειτουργοῦν τά θεσμικά ὄργανα, τό Εὐρωπαϊκό Σύνταγμα, ἡ Εὐρωβουλή, ἡ Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή, τά Συμβούλια Πρωθυπουργῶν καί Ὑπουργῶν κλπ. μέ δημοκρατικά κριτήρια καί ἀρχές. Καί μόνον ἡ Συνθήκη Σένγκεν ἀρκεῖ νά χρεώση τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση μέ δημοκρατικά ἐλλείματα, κοινωνική ἀνισότητα, φακέλλωμα καί δημιουργία ἐξ αὐτοῦ ἑνός κράτους Εὐρωπαϊκοῦ μέ τάσεις δικτατορικές, ὁλοκληρωτισμοῦ καί ἀστυνομοκρατίας. Ἴσως νά κάνουμε λανθασμένες ἐκτιμήσεις. Δέν εἴμαστε ἀλάθητοι. Ὅμως, ἡ ἱστορία, τά κείμενα καί οἱ διάφορες ἐκδηλώσεις καί δηλώσεις-μηνύματα τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί τῶν Εὐρωπαϊστῶν μᾶς πείθουν ὅτι, δυστυχῶς ἤ εὐτυχῶς, ἔχουμε κάποιο δίκαιο.
2) Ἐν : Ὁσίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Καθηγητοῦ Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Βελιγραδίου, «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί ὁ Οἰκουμενισμός», ἔκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἀρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο-Σερβία-Θεσσαλονίκη, σελ. 252-253 :
Κεφάλαιον : Ἀνθρωπιστικός Οἰκουμενισμός. «Ἀδελφοί μου» λέει ὁ Ἱσαπόστολος Ὀρθόδοξος Ἐπίσκοπος, Χρυσόστομος τῆς ἐν Σερβίᾳ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Ἀχρίδος καί Ζίτσης (†1956) «ἡ συζήτησις ἐτελείωσεν εἰς τάς ἡμέρας μας. Ὁ Χριστός ἀπεμακρύνθη ἀπό τήν Εὐρώπην, ὅπως κάποτε ἀπό τήν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ὅταν οἱ Γαδαρηνοί τό ἐζήτησαν. Μόλις ὅμως Αὐτός ἔφυγεν, ἦλθε πόλεμος, ὀργή, τρόμος καί φρίκη, κατάρρευσις καί καταστροφή. Ἐπέστρεψεν εἰς τήν Ευρώπην ὁ προχριστιανικός βαρβαρισμός, ἐκεῖνος τῶν Ἀβάρων, τῶν Οὔνων, τῶν Λογγοβάρδων, ταῶν Ἀφρικανῶν, μόνον ὅτι ἦτο ἑκατόν φορές φρικωδέστερος. Ὁ Χριστός ἐπῆρε τόν Σταυρόν Του καί τήν εὐλογίαν Του καί ἀπεμακρύνθη. Ἔμεινε ζόφος καί δυσωδία. Καί σεῖς τώρα ἀποφασίστε μέ ποῖον θά ὑπάγετε, ποῖον θα ἀκολουθήσετε : Τήν σκοτεινήν καί δυσώδη Εὐρώπην ἤ τόν Χριστόν;
Ὁ ἱσαπόστολος εὐαγγελιστής (σ.σ. ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος καί Ζίτσης) λέγει περί τῆς «Λευκῆς Δαιμονίας», δηλαδή τῆς Εὐρώπης :
Τί νομίζετε σεῖς διά τήν Εὐρώπην; Ἡ Ἀφρική καί ἡ Ἀσία ὀνομάζουν τούς Εὐρωπαίους «λευκούς δαίμονας». Ἑπομένως, θά ἠδύναντο νά ὀνομάσουν τήν Εὐρώπην : «Λευκήν Δαιμονίαν». Θά τήν ὠνόμαζον «Λευκήν», ἕνεκα ταῦ χρώματος τοῦ δέρματος, «Δαιμονίαν» δέ ἕνεκα τῆς μελανότητος τῆς ψυχῆς της. Διότι, ἡ Εὐρώπη ἠρνήθη τόν μόνον ἀληθινόν Θεόν καί ἔλαβε τόν θρόνον καί τήν στάσιν τῶν Ρωμαίων καισάρων. Καί ὅπως οὁ Ρωμαῖοι καίσαρες πρό τῆς καταστροφῆς τῆς Ρώμης, οὔτω καί αὐτή διεκήρυξεν εἰς ὅλους τούς λαούς τῆς γῆς ὅτι καθείς δύναται νά προσκυνῇ τούς θεούς του, ὅπως ἠξεύρει καί γνωρίζει, ἡ Εὐρώπη θά τό ἀνέχεται, αὐτοί ὅμως ἔχουν τό χρέος νά προσκυνοῦν αὐτήν ὡς ὑψίστην θεότητα, εἴτε ὑπό τό ὄνομα Ευρώπη εἴτε ὑπό τό ὄνομα Πολιτισμός.
Οὕτως, ἀδελφοί μου, ἀνέστη ὡς βρυκόλαξ εἰς τάς ἡμέρας μας, ἡ σατανική Ρώμη, ἐκείνη ἡ Ρώμη, πρό τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἡ ὁποία ἐδίωκε μέ πῦρ καί μάχαιραν τούς Χριστιανούς καί ἡμπόδιζε τόν Χριστόν νά εἰσέλθῃ εἰς τήν Εὐρώπην. Μόνον ὅτι ἡ Λευκή Δαιμονία ἔχει πέσει εἰς βαρυτέραν ἀσθένειαν ἀπό τήν ἀρχαίαν Ρώμην. Διότι, ἐάν ἡ εἰδωλολατρική Ρώμη ἐβασανίζετο ἀπό ἕνα δαίμονα, ἡ Λευκή Δαιμονία βασανίζεται ἀπό ἑπτά πονηρά πνεύματα, δεινότερα ἀπό ἐκεῖνον τόν δαίμονα τῆς Ρώμης. Ἰδού, λοιπόν, ἡ νέα εἰδωλολατρική Ρώμη, ἰδού νέον μαρτύριον διά τόν Χριστιανισμόν. Νά ἦστε ἕτοιμοι εἰς μαρτύριον διά τόν Χριστό ἐκ μέρους τῆς Λευκῆς Δαιμονίας.
Ἡ νέα εἰδωλολατρική Εὐρώπη δέν καυχᾶται δι’οὐδεμία θεότητα, ὑπεράνω τοῦ ἑαυτοῦ της. Αὐτή καυχᾶται μόνον διά τόν ἑαυτόν της, διά τήν σοφίαν της, διά τόν πλοῦτον της, διά τήν ἰσχύν της. Φουσκωμένο μπαλλόνι εἶναι σχεδόν ἕτοιμον νά ἐκραγῇ, πρός γέλωτα τῆς Ἀφρικῆς καί τῆς Ἀσίας˙ ὥριμος ὄγκος ἕτοιμος νά ἀνοίξῃ, νά γεμίσῃ τό σύμπαν μέ τήν δυσωδίαν του. Αὐτή εἶναι ἡ σημερινή ἀντιχριστιανική Εὐρώπη, ἡ Λευκή Δαιμονία».
Ἄς σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπος Ἀχρίδος καί Ζίτσης Νικόλαος κλείσθηκε καί βασανίσθηκε σέ στρατόπεδο συγκεντρώσεως τοῦ Νταχάου ἀπό τούς Ναζιστές Γερμανούς κατά τόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καί μετά, ὅταν ἐπέστρεψε στήν Σερβία, συνελήφθη ἀπό τούς κομμουνιστές παρτιζάνους Γιουγκοσλαύους καί ἐξορίσθηκε στόν Καναδᾶ ὡς «ἐχθρός τοῦ λαοῦ», ἐπειδή ἐκήρυττε παρησσίᾳ τόν Χριστόν.
Πρέπει νά προσέξουμε τήν προφητεία τοῦ Ἁγίου Ἀχρίδος Νικολάου, ἡ ὁποία ἐπαληθεύθηκε δύο φορές, τό 1990-1995 στήν Βοζνία-Ἐρζεγοβίνη καί τό 1999 στό Κοσσυφοπέδιο τῆς Σερβίας; Λέει : «Ἰδού νέον μαρτύριον διά τόν Χριστιανισμόν. Νά ἦστε ἕτοιμοι εἰς μαρτύριον διά τόν Χριστό ἐκ μέρους τῆς Λευκῆς Δαιμονίας (Εὐρώπης δηλαδή)».
Μήπως ἡ Τουρκική εἰσβολή στήν Κύπρο δέν ἔγινε μέ σχεδιασμό, συνεργασία καί προτροπή Εὐρωπαίων καί Τούρκων; Τά ὅπλα, τά ἑρπυστριοφόρα, τά πλοῖα καί τά ἀεροπλάνα τῶν Τούρκων δέν ἦταν Ἀμερικανικῆς καί Εὐρωπαϊκῆς ΝΑΤΟϊκῆς πρελεύσεως;
Μήπως ὁ μαρτυρικός Κουρδικός λαός δέν σφαγιάζεται καθημερινά μέ ὅπλα τοῦ ΝΑΤΟ, τά ὁποῖα ἐδόθησαν γιά τόν σκοπό αὐτό στούς Τούρκους;
3) Παραθέτουμε ἀποσπάσματα τοῦ ἄρθρου τοῦ κ. Κωνσταντίνου Χολέβα, πολιτικοῦ ἐπιστήμονος, μέ τίτλο : «Εἶναι ξεπερασμένες ἀξίες τό Ἔθνος καί ἡ Πατρίδα»; (ἐν : Περιοδικόν «Πειραϊκή Ἐκκλησία», ἐκδ. Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς, Μάϊος 2000, ἔτος 10ο, ἀρ. φύλλου 105, σελ. 46-48) : «Μήπως λόγῳ τῆς προϊούσης παγκοσμιοποιήσεως ἤ ὀρθότερα λόγῳ τῶν συμφερόντων, πού καθοδηγοῦν τήν παγκοσμιοποίηση, κινδυνεύουν νά θεωρηθοῦν ξεπερασμένες ὁρισμένες παραδοσιακές ἔννοιες, ὅπως τό Ἔθνος καί ἡ Πατρίδα;…
Ἄς δοῦμε τί ἀπαντήσεις μᾶς δίδει ἡ ἱστορική καί ἡ σύγχρονη πραγματικότητα :
«Εἷς οἰωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης» (Ὅμηρος).
«Πατρός τε καί μητρός τε καί τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερον καί σεμνώτερον καί ἁγιώτερόν ἐστιν ἡ πατρίς» (Σωκράτης καί Πλάτων).
Στή νεώτερη ἱστορία μας ὁ Κολοκοτρώνης, ὁ Μακρυγιάννης καί ἄλλοι ἀγωνιστές, πού ἔγραψαν Ἀπομνημονεύματα, ἀναφέρουν ὅτι οἱ Ἕλληνες τό 1821 πῆραν τά ὅπλα γιά τήν πίστη καί γιά τήν πατρίδα. «Συμβούλους μέ πατριωτισμόν νά ἔχη ἡ ἐλεύθερη Ἑλληνική Δημοκρατία» (Ρήγας Φερραῖος)…
… Ἡ Ἐκκλησία βεβαίως ἔχει ὡς κύριο γνώρισμά της τήν καθολικότητα καί οἰκουμενικότητα καί γι’αὐτό καταδικάζει κάθε φυλετισμό (ρατσισμό καί σωβινισμό). Ὅμως, παρά ταῦτα, ἀναγνωρίζει τίς ἔννοιες τοῦ Ἔθνους καί τῆς Πατρίδος. Ἡ ἀγάπη πρός τήν Πατρίδα ἐμπνέει τόν ψαλμωδό καί γράφει τόν 136ο ψαλμό : «Ἐπί τόν ποταμόν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τήν Σιών… Πῶς ἄσωμεν τήν ὠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας»; (Προφητάναξ Δαυΐδ)…
…Ὁ Θεός καθόρισε «τάς ὁροθεσίας τῆς κατοικίας τῶν ἐθνῶν» (Πράξεις Ἀποστόλων 17, 26).
«Μητέρα τιμᾶν τῶν ὁσίων˙ μήτηρ δέ ἄλλη μέν ἄλλου, κοινή δέ πάντων πατρίς» (ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος).
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος εἶναι ὑπερήφανος, διότι ἐκ μητρός κατάγεται ἀπό τούς ἀπογόνους τοῦ Ἡρακλέους, ὁ δέ Ἀκάθιστος Ὕμνος εἶναι ταυτοχρόνως Ὕμνος ἐκκλησιαστικός καί λατρευτικός πρός τήν Θεοτόκον, ἀλλά καί ἆσμα πατριωτικόν τοῦ κράτους τῆς Ρωμανίας (Βυζαντίου) γιά τήν σωτηρία τῆς πρωτευούσης Κωνσταντινουπόλεως.
Κατά τήν διάρκεια τῆς δουλείας, τό ἰδεώδες, πού ἐνέπνεε τούς ὑποδούλους Ρωμηούς ἦταν ἡ Αὐτοκρατορική Ἰδέα, δηλαδή ἡ ἀνασύσταση τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅμως, κατά τόν 18ο αἰῶνα ἐπεκράτησε στήν Εὐρώπη ἡ δημιουργία ἐθνικῶν κρατῶν. Ὁ Ἑλληνισμός ἀκολούθησε αὐτή τήν πορεία, ἔστω κι ἄν ἀρκετοί λόγιοι καί ἐκκλησιαστικοί ἄνδρες ἐφοβοῦντο ὅτι ἡ προσχώρηση στήν ἰδέα τοῦ ἐθνικοῦ κράτους θά μᾶς ἀπεμάκρυνε ἀπό τόν ἀρχικό σκοπό, πού ἦταν ἡ ἀνασύσταση ἑνός μεγάλου πολυεθνικοῦ ἑλληνορθοδόξου κράτους. Ὅποια κι ἄν εἶναι ἡ κριτική στά δύο αὐτά ἰδανικά τοῦ Γένους, τήν αὐτοκρατορική καί τήν ἐθνική ἰδέα, τό γεγονός εἶναι ὅτι ἀπό τήν ἐκδήλωση τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως καί στό ἑξῆς ὁ πατριωτισμός καί ἡ ἀγωνιστικότητα τῶν Ἑλλήνων συνδέεται μέ τήν ἵδρυση, ὑπεράσπιση καί ἀπελευθέρωση ἐδαφῶν τοῦ νέου ἐθνικοῦ κράτους, πού λέγεται Ἑλλάς. Πολλά τμήματα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἔμειναν μέχρι καί σήμερα ἐκτός συνόρων γιά διαφόρους λόγους, ὅμως τό κράτος αὐτό, παρά τά προβλήματα καί τίς ἀδυναμίες του, τό ἀγάπησαν καί τό στερέωσαν μέ τό αἷμα καί τόν ἱδρῶτα τους ὅλες οἱ γενιές ἀπό τό 1830 μέχρι σήμερα.
Καί ξαφνικά ἐμφανίζονται σήμερα οἱ σειρῆνες τῆς παγκοσμιοποιήσεως καί τῆς ἀπότομης καί ριζικῆς ἀλλαγῆς τῶν ἀξιῶν καί τῶν ἰδεωδῶν. Καί οἱ κήρυκες αὐτῶν τῶν ρηξικέλευθων ἀπόψεων μᾶς λέγουν ὅτι εἶναι ξεπερασμένες ἰδέες τό Ἔθνος καί ἡ Πατρίδα… Τί ἐξυπηρετεῖ αὐτός ὁ πόλεμος κατά τοῦ πατριωτισμοῦ καί τῆς ἐθνικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλλήνων; Μήπως νά μᾶς μετατρέψει σέ ἕνα πολτό, χωρίς ταυτότητα, γιά νά δεχθοῦμε εὔκολα κάποιαν ἄλλη ἔξωθεν ἐπιβαλλομένη ἐθνική ταυτότητα καί νά μεταβληθοῦμε σέ ἄβουλα καταναλωτικά ὄντα, πού θά ἀγοράζουν προθύμως τά προϊόντα τῶν ἰσχυρῶν χωρῶν, πού κινοῦν τά νήματα τῆς παγκοσμιοποιήσεως;
Τό ἐνδιαφέρον καί ἀνησυχητικό μάλιστα εἶναι ὅτι τήν ὥρα, πού διάφοροι κονδυλοφόροι μᾶς καλοῦν νά ἀλλάξουμε ἐθνικά ἰδανικά καί ἐθνική ταυτότητα, κανείς ἄλλος λαός τῆς γῆς δέν δείχνει διατιθεμένος νά κάνει κάτι τέτοιο.
Οἱ ΗΠΑ βομβαρδίζουν τήν Σερβία, διότι κρίνουν ὅτι αὐτό ἐπιτάσσει τό ἐθνικό τους συμφέρον. Ἡ Γερμανία καί ἡ Γαλλία μοίρασαν στά δύο τήν ἑπταετῆ θητεία τοῦ Διοικητοῦ τῆς Εὐρωπαϊκῆς Κεντρικῆς Τράπεζας, διότι πίσω ἀπό τό ΕΥΡΩ καί τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση προσπαθεῖ ἡ κάθε χώρα νά προωθήσει τά δικά της ἐθνικά συμφέροντα. Ἡ Βρεττανία καί ἡ Γαλλία ἀρνήθηκαν νά ὑπαγάγουν τά πυρηνικά τους ὅπλα στήν Εὐρωπαϊκή ἀμυντική ὀργάνωση, διότι κρίνουν ὅτι τόσο σοβαρά ἐθνικά θέματα τίθενται ὑπεράνω τῆς Εὐρωπαϊκῆς συνεργασίας. Ὀ μεγαλύτερος Εὐρωπαϊστής τῆς ἐποχῆς μας, Ζάκ Ντελόρ, πρώην Πρόεδρος τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἐπιτροπῆς (Κομισιόν), ἔγραψε πρό τριῶν μηνῶν στή Γαλλική ἐφημερίδα Monde : «Ἡ Εὐρώπη θά γίνει μία ὁμοσπονδία ἐθνικῶν κρατῶν, διότι δέν πιστεύω ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ Ἔθνους ἔχει ξεπερασθεῖ»! Ὁ Γάλλος πρωθυπουργός, Λιονέλ Ζοσπέν, ἐδήλωσε πέρισυ ὅτι πάνω ἀπό κάθε διακρατική συνεργασία καί ὑπερεθνικό θεσμό, ἐκεῖνος τοποθετεῖ τό μεγαλεῖο τῆς Γαλλικῆς πατρίδος. Καί ἡ νέα πρόεδρος τῶν Γερμανῶν χριστιανοδημοκρατικῶν, κ. Ἄγκελα Μέρκελ, ἐξέφρασε τήν πεποίθηση ὅτι ἀξίες, ὅπως τό Ἔθνος, ἡ Πατρίδα καί ἡ Οἰκογένεια, πρέπει νά βρίσκονται στό ἐπίκεντρο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ γίγνεσθαι…
… Ὅταν παρατηροῦμε ὅτι οἱ χῶρες, πού κινοῦν τήν παγκοσμιοποίηση, κατασκευάζουν καί ὑποστηρίζουν τεχνητά νέα «ἔθνη», ὅπως τό δῆθεν «Μακεδονικό», τό δῆθεν «Μαυροβουνιακό», τότε πῶς νά δεχθοῦμε νά ἀπεμπολήσουμε τήν δική μας ἐθνική καί πατριωτική συνείδηση; Ὅταν διαβάζουμε τό Ἐθνικό Δόγμα τῶν περισσοτέρων βαλκανικῶν χωρῶν νά ἀναφέρεται σέ ἀνύπαρκτες μειονότητες ἐντός τῆς χώρας μας, τότε πῶς μποροῦμε νά συζητήσουμε γιά «ξεπερασμένο» Ἑλληνικό Πατριωτισμό; Ὅταν ἡ Τουρκία, παρά τήν καλή μας διάθεση νά μήν ἐμποδίσουμε τήν Εὐρωπαϊκή πορεία της, συνεχίζει νά ὁμιλεῖ γιά νομιμοποίηση τοῦ Ἀττίλα στήν Κύπρο καί γιά γκρίζες ζῶνες στό Αἰγαῖο, μήπως τότε δέν θά εἶναι ἁπλῶς ἀφέλεια, ἀλλά αὐτοκτονία τό νά μιλοῦμε γιά ἄμβλυνση τοῦ Ἑλληνικοῦ Πατριωτισμοῦ καί γιά ἀλλαγή τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητος;…
… Ὅσο μένει ἡ ἐθνική μας ταυτότητα ἄρρηκτα συνδεδεμένη μέ τήν Ὀρθοδοξία, τότε τό Ἔθνος θά παραμένει ἀξία δημιουργική καί θά καθοδηγεῖται ἀπό τήν ἀπόφαση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου τοῦ 1872, ἡ ὁποία καταδικάζει τόν ἐθνοφυλετισμό. Διότι, σέ τελευταῖα ἀνάλυση, ὑπάρχει καί ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, πού μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι περισσότερο ἀπό τήν γήϊνη πατρίδα πρέπει νά ἀγαποῦμε τήν οὐράνια πατρίδα μας»!
Ὀρθοδοξία καί Ἑλληνική Κοινωνία – Πολιτισμός
Γιά νά ἀντιμετωπίσουμε, ὄχι μόνο ἀρνητικά, ἀλλά καί θετικά τήν Εὐρωπαϊκή πρόκληση, τήν παγκοσμιοποίηση, τή «Νέα Ἐποχή», τή «Νέα Τάξη Πραγμάτων», τόν Οἰκουμενισμό καί τόν διαθρησκειακό συγκρητισμό, πρέπει νά ἀνατρέξουμε δημιουργικά καί ἀπαθῶς, ἀντικειμενικά καί ἀπροκατάληπτα στίς πηγές τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους, πού εἶναι κυρίως ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Ἑλληνισμός, ὡς οἰκουμενικά καί συγχρόνως προσωπικά μεγέθη. Ὅλοι οἱ Ἕλληνες, καί ὡς πρόσωπα καί ὡς κοινωνία, καί ὡς Πολιτεία καί ὡς Παιδεία, καί ὡς ἐπιστημονική καί στρατιωτική κοινότητα, καί ὡς καλλιτέχνες, ἀρχιτέκτονες, ἀθλητές, μουσικοί, ἐργάτες, ἀγρότες, δημοσιογράφοι, χρῆστες ἠλεκτρονικῶν ὑπολογιστῶν, ἰατροί, φιλόσοφοι, συγγραφεῖς, οἰκολόγοι κλπ., ἄνδρες καί γυναῖκες, ὀφείλουμε, ἔχουμε χρέος νά υἱοθετήσουμε τά ἀκόλουθα, ἄν θέλουμε να ἐξέλθουμε ἀπό τό σκοτεινό σπήλαιο – φυλακή, ὅπου εἴμαστε τώρα κλεισμένοι, νά δώσουμε λύσεις στά αἰώνια καί σύγχρονα προβλήματα τοῦ ἀνθρώπου, νά βροῦμε διέξοδα στά ἀδιέξοδα τοῦ ἄγχους, τοῦ πόνου, τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀπουσίας νοήματος ζωῆς, τῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, τῆς κρίσεως τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος δυτικοῦ τύπου (Εὐρωπαϊκοῦ μοντέλου), τῆς κακῆς καί ὕπουλης χρήσεως τῶν Μέσων Εὐρείας Ἐπικοινωνίας καί Ἐνημερώσεως (Μ.Μ.Ε.), τῆς καταπατήσεως ἐν πολλοῖς τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, τῆς ἀγλωσσίας, τῆς ἀπαιδευσίας, τῆς βιοϊατρικῆς ἠθικῆς καί τεχνολογίας, τῆς μεταμοσχεύσεως τῶν ἀνθρωπίνων ὀργάνων, τῆς κλωνοποίησης, τῆς γενετικῆς ἰατρικῆς καί τοῦ ἀθλητισμοῦ.
Παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ προηγουμένου τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἀρχιμανδρίτου κυροῦ Γεωργίου Γρηγοριάτη (Καψάνη), «Χριστός - Ἐκκλησία - Κοινωνία», ἔκδ. Ε.Χ.Ο.Ν., Ἀθήνα 1983, σελ. 31-43 :
«Κεφάλαιο : Ἐκκλησία καί κοινωνία»
«Στήν Ὀρθόδοξο πίστι μας ὁ κόσμος εἶναι ἔργο τῆς ἐλευθέρας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος, ἐπίσης, δημιουργεῖται, γιά νά γίνη κοινωνός τῆς μακαρίας ζωῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὁ Πανάγαθος Θεός προσφέρει στόν ἄνθρωπο ὡς δῶρο, ὄχι μόνο τά ἀγαθά τοῦ κόσμου, ἀλλά καί τόν Ἑαυτό Του. Ὁ ἄλλος ἄνθρωπος εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ, τά ἀγαθά τῆς γῆς εἶναι δῶρα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστιανός δέχεται μέ εὐχαριστία τά δῶρα αὐτά καί ἀντιπροσφέρει στόν Κύριο τήν ἀγάπη του, τήν πίστη του, τήν ὑπακοή του. Δεχόμενος τά πάντα ὡς δῶρα, προσφέρεται στό Θεό (φιλοθεΐα) καί στά παιδιά τοῦ Θεοῦ (φιλανθρωπία, φιλαδελφία), ὡς ἀντίδωρο.
Μετά τήν πτῶσι, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κυριαρχήθηκε ἀπό τόν ἐγωϊσμό, ἔχασε τήν δυνατότητα νά ζῆ εὐχαριστιακά. Ἄρχισε νά ζῆ ἀτομικά…
…Ἡ μή εὐχαριστιακή θεώρησις τοῦ ἑαυτοῦ μας, τῶν συνανθρώπων μας καί τῶν ἀγαθῶν τοῦ κόσμου ῶς δώρων τοῦ Θεοῦ, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τήν ἰδιοτελῆ καί ἐγωκεντρική χρῆσι τους. Ἰδιαίτερα στήν κοινωνική ζωή ὁ ἄνθρωπος ἔπαυσε νά εἶναι γιά τόν συνάνθρωπο δῶρο Θεοῦ καί ἔγινε ἀντικείμενο ἐκμεταλλεύσεως. Ἔπαυσε νά εἶναι ἀδελφός, ἔγινε δοῦλος. Ἔπαυσε νά εἶναι φίλος, ἔγινε ἀντίπαλος καί ἐχθρός. Ἔπαυσε νά εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί γι' αὐτό ἡ χαρά τοῦ συνανθρώπου του, καί ἔγινε ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον «ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας καί κόλασις» (Σάρτρ).
Ἡ μή εὐχαριστιακή στάσις τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ὀλέθριες συνέπειες καί στήν ἐν γένει χρῆσι τοῦ κόσμου. Τά κτίσματα, θεωρούμενα ἀνεξάρτητα ἀπό τόν Θεό, ἄλλοτε ἀπολυτοποιοῦνται καί γίνονται εἴδωλα καί ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ (εἰδωλολατρία, ὑλισμός) καί ἄλλοτε θεωροῦνται ὡς φύσει κακά (μανιχαϊσμός, ἰδεαλιστική περιφρόνησις τῆς Ὕλης).
Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τό μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, μέ τή σάρκωσί Του καί τήν ἐν γένει Οἰκονομία Του, μέ τήν τέλεια καί ἀνεπιφύλακτη κενωτική καί σταυρική θυσία καί προσφορά Του στόν Θεό καί στόν ἄνθρωπο, ἀποκαθιστᾶ τήν εὐχαριστιακή σχέση ἀνθρώπου καί Θεοῦ καί ξαναδίνει στόν ἀθεράπευτα ἄρρωστο, ἐγωκεντρικό ἄνθρωπο τήν δυνατότητα νά ζήση εὐχαριστιακά, δηλαδή ἐν κοινωνίᾳ μέ τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο.
Ἔτσι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός γίνεται, ὄχι μόνο Δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό, καί τοῦ ἀνθρώπου στόν ἄνθρωπο. «Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα»…
…Ὅλα αὐτά εἰκονίζονται συμβολικά καί τελεσιουργοῦνται μυστηριακά στή Θεία Λειτουργία. Ὁ προσφερόμενος ἄρτος περικλείει τούς πολλούς. «Οἱ πολλοί ἕν ἐσμέν». Στόν ἕνα ἄρτο, τόν Χριστό, προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας καί τούς ἀδελφούς μας. Προσφέρουμε ἐπίσης τά ἀγαθά τοῦ κόσμου (ἄρτο καί οἶνο), πού συνοψίζουν καί εἰκονίζουν ὁλόκληρη τή ζωή μας. Ὁ Τριαδικός Θεός τά δέχεται καί, ἀφοῦ μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τά μεταβάλη σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, μᾶς τά ἀντιπροσφέρει, γιά νά κοινωνήσουμε δι’ αὐτῶν τή Θεία ζωή Του. Κοινωνώντας τόν Χριστό, κοινωνοῦμε συγχρόνως καί μεταξύ μας. Τό κοινό Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς κάνειἀδελφούς  ὅμαιμους καί σύσσωμους. Ὁ Χριστός προσφέρεται ἐξ ἴσου σέ ὅλους. Καί ὅλοι ἀνεξαιρέτως, ἐφόσον δέχονται τήν ἀγάπη Του (ὅσοι εἶναι σέ ἐπιτίμια δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν, γιατί ἔχουν ἀρνηθῆ τήν ἀγάπη Του) μποροῦν νά μετάσχουν «ταύτης τῆς ἱερᾶς καί πνευματικῆς τραπέζης». Ἡ δωρεά εἶναι κοινή, ἀλλά καθένας, κατά τό μέτρο τῆς ἀγάπης του, αισθάνεται τή δωρεά καί χαριτώνεται ἀπό τήν Χάρι.
Ἡ εὐχαριστιακή αὐτή λειτουργία δέν βρίσκεται ἔξω ἀπό τή ζωή μας, ἀλλά στό κέντρο τῆς ζωῆς μας καί τῆς κοινωνίας μας, γιατί μᾶς ἑνώνει μέ μιά κοινή ζωή, τή ζωή τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι, ἡ κοινωνική Ζωή καί δρᾶσις τοῦ ἀνθρώπου σφραγίζεται ἀποφασιστικά ἀπό τό μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας καί Κοινωνίας. Ἡ χρῆσις τῶν δύο αὐτῶν ὅρων γιά τήν Θεία Λειτουργία δέν εἶναι ἄσχετη. Ἡ κοινωνία προϋποθέτει τήν εὐχαριστία. Καί ἡ εὐχαριστία γίνεται κοινωνία.
Ὁ εὐχαριστιακός καί λειτουργικός τρόπος ζωῆς μᾶς βοηθεῖ πρῶτα- πρῶτα νά δοῦμε τόν Θεό ὡς πρόσωπο καί τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο κατ' εἰκόνα Θεοῦ.
Ὁ Τριαδικός Θεός μας δέν εἶναι ἰδέα, ὁ Θεός τῶν φιλοσόφων, ἀλλά Θεός προσωπικός…
…Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι πρόσωπο. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πρόσωπο κατ' εἰκόνα Θεοῦ.
Ἔτσι τό ἀνθρώπινο πρόσωπο εἶναι ἱερό. Δέν μπορεῖ νά ὑποτάσσεται σέ σκοπιμότητες. Ἀλλά καί ἡ κοινωνία σάν ἕνωσις προσώπων, καί ὄχι σύνολο ἀτόμων, δέν μπορεῖ νά ὑποτάσσεται σέ σκοπιμότητες. Ὕψιστος σκοπός τῆς κοινωνίας εἶναι νά συμμετέχη καί φανερώνη τήν Τριαδική ζωή. Ὁ πνευματικός σκοπός τῆς κοινωνίας, δηλαδή ἡ διά τῆς ἀγάπης τελείωσις τῶν προσώπων, δέν μπορεῖ νά ὑποτάσσεται στούς πραγματιστικούς σκοπούς τῆς εὐημερίας, μιᾶς καλυτέρας διαβιώσεως κ.λ.π. Θέλω νά ζῶ σέ κοινωνία ἀνθρώπων, γιατί αὐτό εἶναι ὑπαρξιακή ἀνάγκη τῆς κοινωνικῆς μου ὑποστάσεως, γιατί μέ βοηθεῖ νά πραγματοποιήσω τό πρόσωπό μου διά τῆς κοινωνίας μέ τά ἄλλα πρόσωπα, καί στή συνέχεια γιά νά βοηθηθῶ στίς ὑλικές μου ἀνάγκες. Οἱ οἰκονομικές καί οἱ ἄλλες ἐξωτερικές κοινωνικές σχέσεις πρέπει νά εἶναι ἡ φανέρωσις τῶν βαθυτέρων πνευματικῶν σχέσεων.
Ὅπου ἡ κοινωνία θεωρεῖται πνευματικά καί Τριαδικά, τά πρόσωπα συνυπάρχουν ἐν ἐλευθερίᾳ. Δέν μποροῦν νά ἀποτελοῦν ὁλοκληρωτικά σύνολα, μάζα, κατευθυνόμενα κόμματα, ἀπρόσωπες καταναλωτικές ὁμάδες.
Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι κάτι ἔξω ἀπό τήν κοινωνία, ἀλλα ἡ ἐν Χριστῷ κοινωνία…
Μποροῦμε ἐπίσης νά ποῦμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἕνας νέος τρόπος ὑπάρξεως τῆς κοινωνίας ἐν σχέσει μέ τόν παλαιό, πού δέν μποροῦσε νά ἑνοποιῆ τούς ἀνθρώπους, ἐνώ συγχρόνως θά διέσωζε τήν διάκρισι τῶν προσώπων.
Ἔτσι μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, ὅταν τά μέλη της ζοῦν ἐν μετανοίᾳ, δίδεται ἡ δυνατότης τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, χωρίς να θίγεται ἡ ἐλευθερία τῶν προσώπων.
Εἶναι χαρακτηριστικά ὅσα γράφει σχετικά ὁ Γεώργιος Μαντζαρίδης, σχετικά μέ τήν χριστιανική θεώρηση τῆς κοινωνίας : «Κατά τόν Ἀριστοτέλη, ὁ σκοπός τῆς συστάσεως τῆς πολιτείας, ὑπό τό φῶς τῆς ὁποῖας θεωρεῖται ἡ κοινωνία, εἶναι ἡ κοινή ὠφέλεια ἤ ἡ εὐδαιμονία. Συνεπής πρός τήν ἀρχήν ταύτην ὁ Ἀριστοτέλης ὑποτάσσει τό πρόσωπον εἰς τήν ἀπρόσωπον πόλιν, τήν ὁποίαν μάλιστα θεωρεῖ ὡς τό «φύσει πρότερον», χαρακτηρίζει δέ τόν ἄνθρωπον ὡς «ὄν πολιτικόν», ἤτοι ὑποτεταγμένον εἰς τήν πόλιν...
…Τήν διάκρισιν τῆς κοινωνίας ἀπό τῆς πολιτείας κατέστησεν οὐσιαστικῶς δυνατήν ὁ Χριστιανισμός. Πράγματι δέ, διά τοῦ Χριστιανισμοῦ εἰσήχθη νέος τρόπος θεωρήσεως τοῦ προσώπου καί τῆς κοινωνικής ζωῆς τῶν ἀνθρώπων. Οὗτοι δέν θεωροῦνται πλέον ὡς ἐξαρτήματα τῆς πόλεως ἤ τοῦ κράτους, ἡ δέ ἀξία των δέν προσδιορίζεται ἐπί τῇ βάσει τῆς θέσεως, τήν ὅποιαν κατέχουν, ἤ τοῦ ἔργου, τό ὁποῖον προσφέρουν ἐντός αὐτῶν. Κατά τήν χριστιανικήν διδασκαλίαν, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ἀξίαν ὡς πρόσωπα εἰκονίζοντα τόν ἐν Τριάδι Θεόν, ἡ δέ κοινωνική ζωή των, ὡς ἐκδήλωσις τῆς κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασθείσης ὑπάρξεώς των, δέν ἔχει τόν σκοπόν της ἐκτός αὐτής, ἀλλά ἀποτελεῖ αὐτοσκοπόν… (Θέματα Κοινωνιολογίας τῆς Ὀρθοδοξίας, σελ. 13-15).
…Γιά νά πραγματοποιηθῆ αὐτή ἡ κοινωνία, γιά νά καταστῆ ὁ ἄνθρωπος ἄξιος τῆς ἀληθινῆς θεανθρωπίνης κοινωνίας καί ἑνότητος, χρειάζεται ὁ καθημερινός ἀγῶνας γιά τήν ὑπέρβασι τῆς ἁμαρτίας, τοῦ ἐγωϊσμοῦ, τῶν παθῶν…
…Μέ τήν διαρκῆ μετάνοια καί ἄσκησι ὁ χριστιανός ζητεῖ νά ὑπερβαίνη τήν ἁμαρτία - ἐγωϊσμό, πού ματαιώνει τήν κοινωνία. Ὅσο καθαρίζεται ὁ ἄνθρωπος ἀπό τά πάθη, τόσο ἀποκτᾶ τή δυνατότητα τῆς ἀληθινῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό καί τά ἄλλα ἀνθρώπινα πρόσωπα.
Ὅσοι βλέπουν τόν ἄνθρωπο ρομαντικά καί ἐξωτερικά, μεταθέτουν τό κακό ἀπό τά πρόσωπα στήν κοινωνία, γι’ αὐτό καί πρεσβεύουν ὅτι ἡ βελτίωσις τῆς κοινωνίας θά φέρη καί βελτίωσι τῶν προσώπων. Ἀλλά, οἱ ὀρθόδοξοι, χωρίς νά ἀρνούμεθα τή σημασία τῆς κοινωνικῆς ἐπιδράσεως στά πρόσωπα, δίνουμε τήν προτεραιότητα στήν μεταμόρφωσι τοῦ ἀνθρώπου - προσώπου διά τῆς μετάνοιας καί τῆς Θείας Χάριτος…
…Ὁ ἄρρωστος ἄνθρωπος κάνει ἄρρωστες κοινωνίες καί οἱ ἄρρωστες κοινωνίες ἀρρωσταίνουν χειρότερα τούς ἀνθρώπους…
…Δέν πρέπει ἐπίσης νά παραγνωρίζεται τό ἔργο τοῦ διαβόλου στήν διάλυσι τῶν προσώπων καί τῶν κοινωνιῶν καί στήν ἐπικράτησι τοῦ κακοῦ. Ἡ οὑμανιστική ὑπεραπλούστευσις τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων ἀρνεῖται τήν ὕπαρξιν τοῦ διαβόλου. Ἀντίθετα, στό Εὐαγγέλιο καί στήν χριστιανική ἐμπειρία φανερώνεται ἡ ἔκτασις τῶν διαβολικῶν ἐνεργειῶν σέ πρόσωπα καί κοινωνικές καταστάσεις καί ἡ ἀνάγκη ἀγῶνος κατά τοῦ διαβόλου, ἀποταγῆς καί ἐξορκισμοῦ τῶν πονηρῶν πνευμάτων…
…Ἡ κοινωνία, πού θέλουν νά δημιουργήσουν τά οὑμανιστικά συστήματα (ἰδεαλιστικά καί ὑλιστικά), εἶναι ἀνθρωποκεντρική. Ἡ κοινωνία τῶν Χριστιανῶν εἶναι Θεανθρωποκεντρική. Ἀλλά, καί τά μέσα τῶν οὑμανιστῶν εἶναι ἀνθρώπινα. Τῶν Χριστιανῶν, εἶναι Θεανθρώπινα. Στήν βάσι δηλαδή τοῦ χριστιανικοῦ κοινωνισμοῦ βρίσκεται ἡ ταπείνωσις. Ἐνῶ στήν βάσι τοῦ οὑμανιστικοῦ κοινωνισμοῦ ἡ ὑπερηφάνεια, ἡ αὐτάρκεια, τό κλείσιμο ἀπό τόν Θεό. Πρόκειται γιά τήν ἐπανάληψι τῆς ἴδιας ἁμαρτίας τοῦ Ἀδάμ : Ἡ ἐπιδίωξις τῆς θεώσεως χωρίς τόν Θεό.
Ἴσως νά μήν εἶναι τυχαῖο ὅτι καί τά δύο αὐτά οὑμανιστικά συστήματα (καπιταλισμός, κομμουνισμός) γεννήθηκαν στήν αἱρετική δύσι, στήν ὁποία προηγήθηκε ὁ θρησκευτικός ἀνθρωποκεντρισμός τοῦ «ἀλαθήτου» Πάπα καί τοῦ «filioque». Ἄς σκεφθοῦν στό θέμα αὐτό οἱ ὀρθόδοξοι ἤ πρώην ὀρθόδοξοι, πού ἀβασάνιστα ἀρνοῦνται τήν Ἑλληνορθόδοξο Παράδοσί μας, συνήθως ἀπό ἄγνοια, γιά νά προσκολληθοῦν στά δυτικά συστήματα.
Τά ἄθεα κοινωνικά συστήματα βοηθοῦν νά λύσουμε μερικά κοινωνικά καί οἰκονομικά προβλήματα, ἀλλά ὄχι νά συναντήσουμε ἀληθινά καί οὐσιαστικά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Δέν ἀπαντοῦν ἱκανοποιητικά στά ὑπαρξιακά μας ἐρωτήματα, καί ἰδίως στό κεντρικό πρόβλημα τοῦ θανάτου. Ὁ κόσμος τακτοποιεῖται ὡραῖα, γιά νά πεθάνη. Ἄν καί τά συστήματα αὐτά, καί ἰδίως ὁ Μαρξισμός, χαρακτηρίζονται ἀπό ἕνα ἔντονο ἐγκόσμιο μεσσιανισμό, στήν πραγματικότητα δέν «μετάγουν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τήν ζωήν», καί γι’ αὐτό δημιουργοῦν ἀνθρώπους τραγικούς, χωρίς ἐλπίδα…
…Γι' αὐτό καί τά συστήματα αὐτά, παρά τίς καλές καί ἁγνές προθέσεις πολλῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων, πού ἀγωνίζονται καί θυσιάζονται γιά τά ἰδεώδη τους, στό βάθος εἶναι κατά τοῦ ἀνθρώπου. Ἐν ὀνόματι μιᾶς καλυτέρας καί δικαιωτέρας κοινωνίας ἐμποδίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν πλήρη θεανθρωπίνη κοινωνία, πού μόνη τελικά ἀναπαύει καί ὁλοκληρώνει τήν φύσι του, τόν ἐγκλωβίζουν στίς περιωρισμένες διαστάσεις ἑνός κλειστοῦ μηχανοκρατικοῦ ἀπροσώπου ὑλιστικοῦ σύμπαντος, τοῦ στεροῦν τήν θέα τοῦ Οὐρανοῦ. Τί νόημα μπορεῖ ἀλήθεια νά ἔχη ἡ ζωή μας, ἄν εἴμαστε ἐξελιγμένα ζώα καί ὄχι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ;…
…Σήμερα θέτουμε στό περιθώριο τήν λειτουργική ζωή, σάν νά εἶναι κάτι τυπικό καί δευτερεῦον. Τήν βλέπουμε περισσότερο σάν ἕνα σύνολο τύπων, ἕνα μουσειακό θεσμό, ἴσως ὡραῖο καί ἀξιοσέβαστο, ἀλλά πάντως ἄσχετο πρός τά ὑπαρξιακά καί κοινωνικά μας αἰτήματα. Πρέπει νά κάνουμε τόν κόπο, ζητώντας καί τόν θεῖο φωτισμό, νά ἐμβαθύνουμε στό πνεῦμα τῆς Λειτουργίας καί τῆς Λατρείας. Εἶναι ἀναγκαῖο νά θέσουμε ὡρισμένα ἐρωτήματα :
Μπορεῖ κανείς νά περάση ἀπό τόν θάνατο στήν ὄντως ζωή, ἐξω ἀπό τήν μυστηριακή καί λειτουργική κοινωνία;
Μπορεῖ νά ἐπιτευχθῆ, ὄχι ἁπλῶς μία ἠθική βελτίωσις, ἀλλά μία ὀντολογική μεταμόρφωσις τοῦ κόσμου καί τῶν κοινωνικῶν θεσμῶν, ἔξω ἀπό τήν καθολική μεταμόρφωσι, πού γίνεται στήν Θεία Λειτουργία;
Μπορεῖ νά ἀγαπήση κανείς τόν συνάνθρωπό του, νά προσφερθῆ καί νά θυσιασθῆ γι' αὐτόν μέ ἁγία καί ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, ἐάν δέν ἀποκτήση μέσα στή Λατρεία τό ἦθος τῆς προσφορᾶς καί τῆς θυσίας, ὡς μετοχῆς στό θυσιαστικό καί σταυρικό ἦθος τοῦ Χριστοῦ;
Μπορεῖ νά ὑψωθῆ πάνω ἀπό τήν ἀτελή, μή ὁλοκληρωμένη ἀνθρωπίνη κοινωνία, στήν τελεία θεανθρωπίνη κοινωνία, ἔξω ἀπό τήν μυστηριακή ζωή;
Καί ἀπό τό ἄλλο μέρος, πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας πιστός, πού μετέχει ἄξια, δηλαδή ἐν μετανοίᾳ, στήν Θεία Λειτουργία νά μήν αἰσθάνεται μετά τήν Θεία Λειτουργία ὅλους τούς ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς του καί παιδιά τοῦ Θεοῦ; νά μήν συγχωρῆ καί νά μήν εὐεργετῆ τούς ἐχθρούς του, νά μή μοιράζεται τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ μέ τούς συναθρώπους του; νά μή θέλη τήν σωτηρία, τήν χαρά καί τήν ἐλευθερία ὅλων τῶν ἀνθρώπων; Ὅταν οἱ χριστιανοί μοιράζονται τά ἀνώτερα καί πνευματικά δῶρα τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τό Σῶμα καί τό Αἷμα Του, πῶς μποροῦν νά μήν μοιρασθοῦν τά ὑλικά ἀγαθά; Δέν εἶναι χωρίς σημασία τό γεγονός ὅτι στήν ἀρχαία Ἐκκλησία ἡ προσφορά χρημάτων γιά τούς πάσχοντες ἀδελφούς ἦταν συνδεδεμένη μέ τήν Θεία Εὐχαριστία. Ὅποιος ἑνώνεται μέ τόν Χριστό, δέν μπορεῖ νά μείνη ἀδιάφορος στίς ἀνάγκες τῶν μελῶν τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ…
… Πρέπει ἀκόμη νά προσέξουμε καί τήν κοινωνιολογική σημασία τῆς ὀργανώσεως τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἐπισκοπικοῦ καί συνοδικοῦ θεσμοῦ, ὅπως καί τῆς ἐνορίας. Θά ἦταν πολύ ἐνδιαφέρον νά φανερωθῆ ὅτι οἱ θεσμοί αὐτοί, ὅταν λειτουργοῦν σωστά, ἀποτελοῦν κέντρα ἑνότητος καί θεανθρωπίνης κοινωνικότητος, καί γι’ αὐτό ἀναντικαταστάτους πνευματικούς καί εὐχαριστιακο-κοινωνικούς θεσμούς.
Ἀλλά, καί ὁ μοναχικός βίος μέ τήν μακρά καί πλούσια παράδοσί του, παρ' ὅτι ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ἀπόκοσμος καί ἀντικοινωνικός, στήν πραγματικότητα εἶναι βαθύτατα κοινωνικός καί τό γεγονός αὐτό μπορεῖ ἐπίσης νά φωτίση τό θέμα μας. Στά κοινόβια καταφεύγουν χριστιανοί, πού διψοῦν γιά τήν τελεία θεανθρώπινη κοινωνία. Στήν δομή καί τό πνεύμα τῶν κοινοβίων διασώζεται ἡ πρωτοχριστιανική κοινότης μέ τήν ἀκτημοσύνη, τήν φιλαδελφία, τό ὁμόφρονον, «τό ὁμοθυμαδόν» (Πράξεις Ἀποστόλων 5, 12), τήν προσκαρτερία στίς προσευχές καί στήν κλάσι τοῦ Ἄρτου, τήν προσδοκία τοῦ ἐρχομένου Κυρίου. Ὅπως χαρακτηριστικά λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος : «Τί μπορεῖ νά παραβληθῆ μέ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν ζωήν; Τί εἶναι μακαριώτερον; Τί εἶναι ἀληθέστερον ἀπό τήν σύνδεσιν καί τήν ἕνωσιν; Τί εἶναι χαριέστερον ἀπό τήν ἀνάμιξιν τῶν χαρακτήρων καί τῶν ψυχῶν; Ἐκινήθησαν ἄνθρωποι ἀπό διαφόρους φυλάς καί χώρας καί συνηρμόσθησαν μέ τοιαύτην ἀκρίβειαν εἰς ἕνα, ὥστε νά θεωροῦνται μία ψυχή εἰς πολλά σώματα, καί τά πολλά σώματα νά φαίνωνται ὄργανα μιᾶς γνώμης. Ὁ ἀσθενής εἰς τό σῶμα ἔχει πολλούς, πού ὑποφέρουν μαζί του κατά τήν διάθεσιν˙ ὁ ἄρρωστος καί ἀδύναμος εἰς τήν ψυχήν ἔχει πολλούς, πού τόν θεραπεύουν καί τόν ἀνορθώνουν. Εἶναι ἐξ ἴσου δούλοι ὁ ἕνας πρός τόν ἄλλον, εἶναι κύριοι ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου, καί μέ τήν ἀκαταμάχητον ἐλευθερίαν ἀμιλλῶνται, διά νά ἐπιδείξουν μεταξύ των τήν ἀκριβεστέραν δουλείαν, τήν ὁποίαν δέν προεξένησεν βιαίως κάποια ἀναγκαῖα συμφορά, πού προκαλεῖ πολλήν ἀνησυχίαν εἰς ἐκείνους πού κυριεύει, ἀλλά ἐδημιουργήθη μετά χαρᾶς ἀπό τήν ἐλευθερίαν τῆς γνώμης- διότι ἡ ἀγάπη ὑποτάσσει τούς ἐλευθέρους τόν ἕνα εἰς τόν ἄλλον, καί ἐξασφαλίζει την ἐλευθερίαν μέ τήν ἀτομικήν ἐκλογήν ἐκάστου. Ἔτσι μᾶς ἠθέλησεν ἐξ ἀρχῆς ὁ Θεός καί διά τοῦτο μᾶς ἐδημιούργησεν. Αὐτοί ἐπαναφέρουν τό ἀρχαῖον καλόν, διότι ἐπικαλύπτουν τήν ἁμαρτίαν τοῦ προπάτορος Ἀδάμ. Διότι, δέν θά ὑπῆρχε μεταξύ τῶν ἀνθρώπων διαίρεσις καί διάστασις καί πόλεμος, ἐάν ἡ ἁμαρτία δέν ἐδίχαζε τήν φύσιν. Αὐτοί, λοιπόν, μιμοῦνται μέ ἀκρίβειαν τόν Σωτῆρα καί τήν ἔνσαρκον ζωήν του. Ὅπως δηλαδή Ἐκεῖνος, ὅταν συνεκρότησεν τήν ὁμάδα τῶν μαθητῶν Του, κατέστησε τά πάντα κοινά διά τούς Ἀποστόλους, ἀκόμη καί τόν Ἑαυτόν Του, ἔτσι καί αὐτοί — ὅσοι βεβαίως τηροῦν τήν ἀκρίβειαν τοῦ βίου — ὑπακούοντες εἰς τόν Καθηγούμενον, μιμοῦνται μέ ἀκρίβειαν τήν ζωήν τῶν Ἀποστόλων καί τοῦ Κυρίου. Αὐτοί ζηλεύουν τήν ζωήν τῶν ἀγγέλων, διότι μέ ἀκρίβειαν φυλάττουν, ὅπως ἐκεῖνοι, τόν κοινόν βίον. Δέν ὑπάρχει εἰς τούς ἀγγέλους ἔρις οὔτε φιλονεικία οὔτε ἀμφισβήτησις˙ τά πάντα ἀνήκουν εἰς τόν καθένα καί ὅλοι ἀποθηκεύουν διά τούς ἑαυτούς των ὁλόκληρα τά καλά» (Μεγάλου Βασιλείου, Ἀσκητικαί Διατάξεις 18, 2, μετάφρασις Κ. Καρακόλη, ἔκδ. Ε.Π.Ε, τόμος 9, σελ. 479, 481).
Ἔτσι τά Κοινόβια λειτουργοῦν σάν τύποι τῆς χριστιανικῆς κοινωνίας καί κέντρα ἀληθινῆς θεανθρωποκεντρικῆς κοινωνικῆς ζωῆς, πού ἀκτινοβολεῖται καί πρός τά ἔξω μέ μή ὠργανωμένους, ἀλλά πάντως οὐσιαστικούς τρόπους, ὅπως ἡ προσευχή γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ ἀδελφούς, ἡ εὐρυτάτη δωρεάν φιλοξενία, ἡ ἔξοδος στόν κόσμο πνευματικῶν (ἐξομολόγων) γιά τήν ἄσκησι τοῦ λειτουργήματος τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως κ.ἄ. Ἰδιαίτερα τό Ἅγιον Ὄρος μέ τό αὐτοδιοίκητο ἀντιπροσωπευτικό σύστημα διοικήσεως, μέσῳ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος καί τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας καί τόν πολυεθνῆ πανορθόδοξο χαρακτῆρα του, μαρτυρεῖ γιά βασικές ὀρθόδοξες κοινωνικές θέσεις.
Ἀλλά καί οἱ ἀσκητές καί ἐρημῖτες Πατέρες προχωροῦν σέ ὑψηλές μορφές κοινωνίας, ὅπως ἀποκαλύπτεται στά ἔργα τους καί στά ἀποφθέγματά τους στό Γεροντικό…
… Χριστιανικές, λοιπόν, κοινωνίες, λιγώτερο ἤ περισσότερο χριστοποιημένες πραγματοποιήθηκαν ἱστορικά στίς πρωτοχριστιανικές κοινότητες, στίς μοναστικές πολιτεῖες, στήν Βυζαντινή περίοδο, στήν Τουρκοκρατία, χωρίς νά λείπουν καί οἱ ἀτέλειες καί ἀδυναμίες τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου…
… Ὁ ἐσχατολογικός χαρακτῆρας τῆς Ἐκκλησίας μᾶς βοηθεῖ νά δοῦμε ὅτι οἱ χριστιανοί εἶναι πάροικοι καί παρεπίδημοι στόν παρόντα κόσμο, προσδοκοῦν «καινήν γῆν καί καινούς οὐρανούς», δηλαδή περιμένουν τό πλήρωμα τῆς ζωής στόν μέλλοντα αἰώνα, τοῦ ὁποίου ὅμως τήν πρόγευσι καί προετοιμασία ἔχουμε ἀπό τόν παρόντα αἰῶνα. Τό κράτος τοῦ διαβόλου θά καταλυθῆ ὁλοκληρωτικά μέ τήν Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ περιορισμός ὅμως τοῦ κράτους του διαβόλου εἶναι μέλημα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τόν παρόντα αἰώνα…
…«Τό καλόν, ἐάν μή καλῶς γένηται, οὐκ ἔστι καλόν».
Στήν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία μας δέν ὑπάρχουν τυποποιημένες λύσεις τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων. Οἱ χριστιανοί, ὅμως, πού μέσα στήν Ἐκκλησία πάσχουν τήν καλήν ἀλλοίωσιν, μποροῦν, ἐπί τῇ βάσει τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν ἀρχῶν καί κατευθύνσεων, νά βρίσκουν σχήματα καί λύσεις, πού θά βοηθοῦν τούς ἴδιους καί τήν κοινωνία νά ζήσουν συνεπέστερα τήν χριστιανική ζωή καί νά μπολιάζουν «τήν ἀγριέλαιον εἰς τήν καλλιέλαιον», πού εἶναι ὁ Χριστός….
… «Το πρακτικόν» να μην εἶναι «ἀφιλόσοφον», (ἅγιος Γρηγόριος Θεολόγος, «Ἐπιτάφιος εἰς τον Μέγαν Βασίλειον», Ξβ΄), δηλαδή ἡ κοινωνική μας ζωή να μην εἶναι χωρισμένη ἀπό την ἀληθινή φιλοσοφία μας, την Ὀρθόδοξο πίστη και θεολογία».
Ὁ ἀείμνηστος Γέρων Ἀρχιμ. κυρός Γεώργιος, ἔδωσε, μέ τά πιό πάνω ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο του, τίς θεολογικές ἀρχές καί κατευθύνσεις, γιά νά μπορέσουμε νά πλεύσουμε ἀκλινῶς καί ἀπλανῶς πρός τόν λιμένα τῆς σωτηρίας μας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους. Ἄν θέλει κάποιος νά βρεῖ περαιτέρω στοιχεῖα, τά ὁποῖα ἐπιβεβαιώνουν καί ἐπικυρώνουν ὅσα εἶπε ὁ μακαριστός Γέρων Γεώργιος, θά τά βρεῖ :
1) Στό βιβλίο τοῦ Ἱδρύματος Γουλανδρῆ - Χόρν «Ἡ ἰδιοπροσωπία τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ», Συλλογή κειμένων, τόμοι Α΄ καί Β΄, Ἀθῆναι 1993.
2) Σέ ὅλα τά μέχρι σήμερα ἐκδοθέντα βιβλία τῶν δύο διαπρεπῶν θεολόγων, ὁμολογητῶν καί παραδοσιακῶν ὁμοτίμων καθηγητῶν Πανεπιστημίου, πρωτοπρεσβυτέρων π. Θεοδώρου Ζήση καί π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ.
3) Στό βιβλίο «Τό καθεστώς τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω», ἐκδ. Ἱερᾶς Κοινότητος Ἁγίου Ὄρους Ἄθω, Ἅγιον Ὄρος 1996.
Ὁ ἐθναρχικός ρόλος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου                                               στήν πορεία τῆς Κύπρου πρός τήν Εὐρωπαϊκή ὀλοκλήρωση
Σήμερα, ὅσο ποτέ ἄλλοτε, θά πρέπει ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου νά ἀναλάβει ἐθναρχικό ρόλο. Στήν Κύπρο ὑπάρχει πλύση ἐγκεφάλου καί παραπληροφόρηση, τηλεκατευθυνόμενη ἀπό μυστικά κέντρα ἀποφάσεων, ἡ ὁποία ἔχει σχεδόν πείσει τούς Ἑλληνορθοδόξους Κυπρίους ὅτι ἡ παραμονή τῆς Κύπρου στην Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ἐξασφαλίζει τήν κατοχύρωση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων γιά ὅλους τούς Κύπριους, Ἕλληνες καί Τούρκους, τήν ἐλεύθερη διακίνηση προσώπων, ἀγαθῶν καί ἰδεῶν σέ ὅλο τό νησί μας, τήν λύση τοῦ ἐθνικοῦ προβλήματος τῆς Κύπρου, σύμφωνα με τίς ἀποφάσεις τοῦ ΟΗΕ, τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί τῆς ὁμάδος χωρῶν τῶν G20, τῶν πιό ἀνεπτυγμένων οἰκονομικῶς χωρῶν δηλαδή, πού, ὅπως πιστεύουν οἱ περισσότεροι Κύπριοι, εἶναι πρός τό συμφέρον μας γενικά, ἀλλά καί πρός τό συμφέρον τῶν χωρῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἐπικρατεῖ εἰρήνη καί φιλία, οἰκονομική καί τουριστική ἀνάπτυξη.
Ἡ πραγματικότητα, ὅμως, καί ἡ ἀπροσωπόληπτη ἱστορία διαψεύδουν τά πιό πάνω. Καί ἐξηγούμαστε :
Ἡ Φραγκοκρατία (1191-1571) καί ἡ Ἀγγλοκρατία (1878-1960) στήν Κύπρο δέν εἶναι Εὐρωπαιοκρατία; Πεντακόσια (500) χρόνια εἴμασταν δουλοπάροικοι, κολλίγοι, πολῖτες δευτέρας κατηγορίας στούς Εὐρωπαίους. Τί καλό ἔκαναν στήν Κύπρο μας οἱ Εὐρωπαῖοι; Ἐξαθλίωση οἰκονομική, πολιτιστικός ἀφανισμός, διωγμός ἀπηνής τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, κλήρου καί λαοῦ, μοναστηριῶν, ἐνοριακῶν ναῶν καί προσκυνημάτων, λεηλασία καί κλοπή τῶν χρημάτων, τῶν κτημάτων καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν μας θησαυρῶν κλπ., τά ὁποῖα εἶναι γνωστά στούς ἱστορικούς, ἀλλά ὄχι στούς Κυπρίους. Γι’αὐτό θά ἦταν καλό ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου νά ἐνημερώσει τούς Ἑλληνορθοδόξους Κυπρίους τόσο ἐν σχέσει μέ τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου γενικά, ὅσο καί εἰδικώτερα μέ τήν Εὐρωπαιοκρατία στήν Κύπρο. Ἡ ἐθνική ἱστορική αὐτογνωσία καί συνειδητοποίηση τῆς ἰδιοπροσωπίας τῆς Ρωμηοσύνης τῆς Κύπρου θά βοηθήση στήν ὠρίμανση τοῦ πνευματικοῦ καί ἐθνικοῦ κριτηρίου τῶν Ἑλλήνων Κυπρίων, ὥστε νά μήν πέσουν στήν καινούργια παγίδα τῶν Εὐρωπαίων, πού στήθηκε τά τελευταῖα χρόνια, γιά νά καθυποτάξουν, ἀφελληνίσουν καί ἀπορθοδοξοποιήσουν τόν χῶρο τῆς Ἑλλάδος, τῆς Ἑλληνικῆς καί Κυπριακῆς Δημοκρατίας.
Παραθέτουμε πιό κάτω ὁρισμένα κείμενα, πού ἐπιβεβαιώνουν τά λεγόμενά μας :
α) Ἀντώνη Πιλλᾶ«Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος», ἁγίου καί θαυμαστοῦ βίου λυρική πραγματεία, ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Κύπρος 1992, σελ. 28-29.
«Γῆ τῆς ἐρμιᾶς, τῆς σκοτεινιᾶς ἡ Κύπρος τότ’ἐγίνη,                                                   κι ἦρθαν νά τήν τελειώσουσιν ὕστερις οἱ Λατίνοι.                                                          πού ἀπό τόν Λεοντόκαρδο τήν εἶχαν ἀγορασμένη,                                                             σάν μιά πραμάτιαν ἄχρηστη καί παραπεταμένη.                                                                    Τόν λιόντα εἶχ’ἔμβλημαν αὐτός – παιδί τῆς βασιλείας,                                                        κι ἕνα λιόντα πιό σκληρό στά βάθη τῆς καρδίας.                                                               Τ’ ἀμπάρια του μέ κλεψιμιόν πλοῦτον τά’χε γεμίσει,                                                           κι ἐπῆγε στήν Ἱερουσαλήμ Χριστόν νά προσκυνήσει.                                                              Μά’τον μέ πιό πολύν χρυσόν τά πλοῖα νά φορτώσει,                                                  τήν βασιλείαν στῶν φτωχῶν τό γιαῖμα νά στεριῶσει.                                                         Γῆ τῆς ἐρμιᾶς, τῆς σκοτεινιᾶς ἡ Κύπρος τότε ἐγίνη,                                                   κι ἦρθαν νά τήν παστρέψουσιν ὕστερις οἱ Λατίνοι.                                                              Τ’ ἅγιο πῶς μεκελλέψασιν καί ἤμερο κοπάδι,                                                                         κι ἀπ’τό ἰσκιερό τό διώξασιν, πανέμνοστο λιβάδι;                                                            Πῶς ἔκοψαν καί κάψασιν χρυσοῦ δεντροῦ τά κλώνια,                                                     πού αὗρες ἐψυθύριζαν, ἐψάλλασιν τ’ ἀηδόνια;                                                       Ἐλέγαν εἶναι Χριστιανοί, σταυρόν ἐπροσκυνοῦσαν,                                                           μά τούς φτωχούς τούς Χριστιανούς σφόδρα ἐτυραννοῦσαν.                                              Ἡ χῶρα τότες ἔμοιαζεν ναός ἐρειπωμένος,                                                                        πού ἐσίγησεν κάθε ψαλμός, ἔπαψεν κάθε αἶνος.                                                    Ἐλέγαν εἶναι Χριστιανοί, φιλοῦσαν τήν ἀλήθεια,                                                               καί ποίκασιν (ἔκαναν) στούς Χριστιανούς δεινά καί πάθη πλήθια.                       Ὅσοι τόν τρόπον εἴχασιν εἰσέ καράβια μπῆκαν,                                                        λάθρα καί μέ σπουδήν πολλήν κι ἀλλοῦ μακριά βρεθῆκαν.                                             Μά ὅσοι φτωχοί στήν ἔρημον τήν νῆσον ἀπομεῖναν,                                         ἐσπούδασαν τήν φυλακήν, τήν ἀρφανιάν, τήν πεῖναν.                                                         Κι ὅτ’εἴπασιν οἱ ἄμοιροι μιά μέρα νά σηκώσουν,                                                                    τήν κεφαλήν καί τ’ἄδικον νά τό ξεφανερώσουν,                                                           τ’ἄγριου θηρίου ἡ καρδιά - ἔν νόμος τὄν ἀλλάσσει –                                                         εἶπε γιά τό αἷμαν τοῦ φτωχοῦ περίτου νά διψάσει.                                                   Ἄλλους Χριστόν νά προσκυνοῦν μέ βίαν ἐπροστάζαν,                                                  καί μές στό σπίτι τοῦ Θεοῦ τούς Χριστιανούς ἐσφάζαν˙                                               ὅπως οἱ Ναΐτες μιά φορά κάτω στή Λευκωσίαν,                                                          γέρους καί γυναικόπαιδα πού μές στήν ἐκκλησίαν,                                                       τῆς Παναγιᾶς ἐμπήκασιν πέρκιμον ἰγλυτώσουν,                                                         πού τούς ἐκυνηγήσασιν ὅλους νά τούς σκοτώσουν,                                                           κι εἶπαν καί ἐκεῖνοι τάπισα μέσα ἐκεῖ νά μποῦσιν,                                                          καί ὅλους τούς ἐσφάξασιν, δίχως νά λυπηθοῦσιν.                                                                   Κι ὡσάν ἀρνιῶν ὁπού ’θελε ξεκόψει ἀργό κοπάδι,                                                   σ’ἔρημη ράχη, σέ βαθύ καί σκοτεινό λαγγάδι,                                                                  καί λύκοι πέφτουν πάνω του ἀπό μέρες πεινασμένοι,                                                      κι ἀπ’τούς βράχους, κάθε σκιά πετιοῦνται λυσσασμένοι,                                            καί πνίγουσιν ἀλύπητα κι ὥσπου θωροῦν σπαράσσουν,                                                 καί πίνουν γαῖμα μπόλικον ὡσότου νά χορτάσουν,                                                      ἔτσι κι αὐτοί μέ τ’ἄρματα καί τά χρυσά σπαθιά τους,                                                       κι ἄλλους ἐκόψασιν ὅπ’ εὕρηκαν μπροστά τους.                                                             Στ’ ἀσήμια στά μαλάματα ὁ ξένος βουτηγμένος,                                                                   καί ὁ δικός μές στήν σκλαβιά, στήν ἀρφανιά ριγμένος».
β) Ἀντώνη Πιλλᾶ«Τό μαρτύριο τῶν 13 Μοναχῶν τῆς Καντάρας», ἐκδ. Κ. Ἐπιφανίου, Λευκωσία - Κύπρος 1994, σελ. 17 - 26 :
- 26 -
Τζιαί μέ πόνον στήν καρκιάν τους τζιαί τό δεῖν τους δαρκωμένον,                       στό στρατίν ἐπροχωροῦσαν τῆς θυσίας ἀννοιμένον.                                             Τζιαί γυρνῶντ’ἀλλοῦ τήν ὄψην κρύβκασιν τά δάκρυά τους,                                      σγιάν γονιοί ὁπού χουρίζουν ’πού τά μαῦρα τά παιδκιά τους.                                 Τζιαί στήν Λευκωσίαν φτάννουν τσάς ἡμέρα πρίν νά γείρει,                                  τζιαί ν’ἀναπαυτοῦσιν μπαίνουν στ’ Ἅη-Γιωρκοῦ τό μοναστήριν.
- 27 -
Πού μαθθαίνει το ὁ Ἀνδρέας ὅτι ἤρτασιν στήν χώραν,                                                 ἔν ἔχασεν οὔτε ὥραν.                                                                                                      Μ’ἄγριαν χαράν στήν ὄψην τζιαί τά πόδκια φτερωμένα,                                                 στόν ἀφέντην του βουρῶντα εἶπεν τούτα ὡς τό ἕνα.                                              Ἁγιώτατέ μου, χρεία ἔνι νά τιμωρηθοῦσιν,                                                                     τοῦτοι οἱ μαῦροι καλοῆροι τζιαί στήν θέσην τους νά μποῦσιν!                                       Ἐκτός ὅτι τήν ἁγίαν τήν καθέδραν μας προσβάλλουν,                                                            μέ ἰδέες τζιαί διαδόσεις ψεύτιτζες, κατζές πού βάλλουν,                                               τζιαί τούς λάς ἔν νά σηκώσουν,                                                                                          τζιαί μέ βάσανα τζυνοῦρκα τζιαί πολλά ἔν νά τούς φορτώσουν.
- 28 -
Χρεία, τό λοιπόν, οἱ ἀρκόντοι οὗλλοι τους νά συναχτοῦσιν,                                       Κλῆρος τζιαί λαός τζι’ ὀμπρός τους οἱ ἀχρεῖοι νά δικαστοῦσιν!
- 32 -
Τζι’ἄξιππα ὁ Ἀρχιερέας σηκωμένος ’πού τόν θρόνον,                                                 ἀρωτᾶ τους, τζι’ ἤτουν μῖσος τζιαί φωθκιά ἡ φωνή του μόνον :                                           Ἔν ἀλήθκεια ὅ,τι ἀκούω, πῶς ἐσεῖς οἱ καλοῆροι,                                                                μέσα τζι’ ἔξω πού τό μοναστήριν,                                                                                               σ’ οὕλλους ὅσους ἀρωτοῦσιν μάσιεστε, κατη(γ)ορεῖτε,                                                        πώς εἴμαστε πλανημένοι; Θέλ’ ὀμπρός μου νά τό πεῖτε!                                                      Ἔν ἐψέξαμεν κανέναν οὔτε τζιαί κατη(γ)οροῦμεν,                                                        μανιχά γιά τήν ἀγάπην τοῦ Γριστοῦ μας πολεμοῦμεν.                                                       Τζι’ ἔν ἀρνιούμαστιν πώς ὅτι τ’ἄζυμα τά θεωροῦμεν,                                               ψέμαν, ὅπως εἴπαμέντε τζιαί τωρά ξαναλαλοῦμεν!...
– 33 –
… Μά τοῦ τυράννου τήν δίψαν ἐπολλύνισκεν γιά γιαῖμαν!                                         Φύετέ τους ’πού μπροστά μου! Ἄγρια νά μαστιγωθοῦσιν,                                             τζιαί στήν φυλακήν ἀμέσως νά ριχτοῦσιν!...
- 35 -
… Γρόνους τρεῖς λησμονησμένοι, μές στήν χάψην πεταμένοι,                            ἐδκιαβαῖναν τζι’ ἕν ἠξέραν ἴντα νά τούς περιμένει…
- 39 -
… Μέ τά ροῦχα τους σσισμένα, τά κορμιά γαιματωμένα,                                               μές τήν φυλακήν τήν μαύρην τόν τζιαιρόν τους ἐδκιαβαῖναν.                                         Μά ὁ Θεόγνωστος μιάν νύχταν τόσα βάσανα πού πῆρεν,                                              πού τό σιέριν τό σκληρόν τους τ’ Ἄδη τό στρατίν ἐπῆρεν…
- 41 -
… Τζι’ ὅπως ἤτουν νεκρωμένος, γέρημος, ματζελλεμένος,                                               μές στῆς φυλακῆς τήν μάνδραν σγιάν τό σσιύλλον πεταμένος,                                   τζιαί πού τ’ἅγιον μέτωπόν του τζι’ἀπού τ’ἄσπρα του τά γένια,                            ἔσταζεν πηχτόν τό γαῖμαν τζιαί στό χῶμα κολλημένα,                                      ἐμεινίσκαν τά μαλλιά του, δκυό-τρεῖς χάροι πού ἡ θωρκά τους,                                 εἶσιἑν γέρακου σκληρότην, ἤρτασιν μέ τ’ἄλο(γ)ά τους˙                                            ἤρτασιν κρυφά ὅπου ἤτουν ἀπού πάνω προσταμένοι,                                                    τζιαί μιάν φωθκιάν ἐβάλαν πυρωμένην, φουντωμένην,                                              τ’ἅγιον τό λείψανόν του νά καεῖ σταχτός νά πάει,                                                          τζιαί νά μέν μένει σημά(δ)ιν…
- 42 -
Λλίον πριχοῦ μές στίς φλόγες ρίψουν τ’ἅγιον λείψανόν του,                                        ἕνας ἄγριος ἱππότης πίσω ἀπού τ’ἄλογόν του,                                                               δήννει τό τζιαί καμπόσους ἄλλους στά στενά τῆς χώρας,                                      ἔσυρνάν το τζιαί φωνάζαν κάμποσα λεπτά τῆς ὥρας…
- 51 -
… Ὁ Εὐστόργιος ἐσιώπαν ἀπού τόν ψηλόν του θρόνον,                                                  τζιαί ἔβκηκεν ὀμπρός ὁ Ἀνδρέας μ’ἕνα νέψιμόν του μόνον.                                            Τζιαί μέ μιάν φωνήν μεγάλην τζι’ ὁλοσκότεινον τό δεῖν του,                                         Σγιάν φονιάς φωνάζει τότες τζι’ ἤτουν προστα(γ)ή τό πεῖν του :                                Πρέπει τους πού βλαστημῆσαν κακόν θάνατον νά πάρουν!                                          Τζιαί δκυό-τρεῖς σπεκουλατόροι πού ἐμοιάζασιν τοῦ χάρου,                                       εἶπαν πάνω τους νά δώκουν λυσσιασμένοι,                                                                          Τζιαί ἔξω στήν αὐλήν τραβοῦν τους τζιαί σγιάν ἤτουν ξαπλωμένοι,                         δήννουν τους πού τῶν ἀλόγων τίς νουρές τζι’ἀφηνιασμένα,                                       τζιεῖν’ τ’ἀνάφεντα ἀρκέψαν νά καλπάζουν οὗλον ἕναν!                                           Ὥσπου τό φορτιόν ἐνοιῶθαν εἰς τούς νούρους τους, ἀγριεῦκαν                                   Τζι’ ὅπου τόπον ἀννοιμένον γιά νά τρέχουν ἐγυρεῦκαν!
- 52 -
Τυλιμένους μέ τό γαῖμαν, μέ τά κόκκαλα σπασμένα,                                                      μέσα στοῦ Πηδκιᾶ τήν τζοίτην πάνω κάτω τούς ἐπαῖρναν,                                        τ’ἄλογα καμπόσιν ὥραν τζιαί οἱ λᾶς πού τούς θωροῦσαν,                                   ξηστιτζιοί ἐσταματοῦσαν τζι’ οἱ καρκιές τους μέσα ἐλιοῦσαν.                                    Ἄμαν τ’ἄλογα ἐδῶκαν κάμποσους γυρούς σταθῆκαν,                                                  τζιαί σκεδόν θανατωμένοι οἱ μαρτύροι ἐλυθῆκαν,                                                               ’πού τούς νούρους τῶν ἀλόγων τζι’ ἀνασέρναν μπουκκωμένοι,                                          μέ τό γαῖμαν τζιαί τό χῶμαν, μαῦροι τζιαί σκοτεινιασμένοι.                                         Τζιαί μέ μιάν φωδκιάν πού ἄψαν τζιαί πού σγιάν θερκοῦ τήν γλώσσαν,  ἔπαιζεν, τούς ἐπετάξαν, τζιαί τζιεῖ μέσα ἐτελειῶσαν…».
(Μαρτύριον Κυπρίων, ἐν : Κ. Σάθα, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόμος Β΄, Βενετία 1872, Ἀνατύπωσις, ἐκδ. Βασ. Ν. Γρηγοριάδης, Ἀθῆναι 1972, σελ. 20-39)
γ) Γιώργου Σεφέρη«Ποιήματα», Δεκάτη ὀγδόη ἔκδοση, ἐκδ. Ἴκαρος, Ἀθήνα, Ἀπρίλιος 1994, σελ. 259-260.
- ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ -
«...τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσσακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλουμένῳ Μαρκάππω. Κατὰ δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον, διαπράσας τὴν χῶραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων. Διὸ καὶ πολὺς ὁ ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ...
(Nεοφύτου Ἐγκλείστου, «Περί τῶν κατά τήν χώραν Κύπρον σκαιῶν»).
Ὑπέρογκες ἀρχιτεκτονικές·Λαρίων φαμαγκούστα Μπουφαβέντο· σχεδὸν σκηνικά.
Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ»
ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας, τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ στεγνὰ χορτάρια,
μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα σὰν ἑνὸς δυνατοῦ ποὺ ἔχασε, τὰ ριγμένα ζάρια.
Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸν τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης, ἐκείνου τοῦ πελάγου τὸν καημὸ σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλοσύνης.
Ἂς παίζουν τώρα μελοδράματα στὰ σκηνικὰ τῶν σταυροφόρων Λουζινιᾶ
κι ἂς φλομώνουμε μὲ τὸν καπνὸ ποὺ μᾶς κουβάλησαν ἀπὸ τὸ βοριά.
Ἄσ᾿ τους νὰ τρώγουνται καὶ ν᾿ ἀνεμοδέρνουνται ὡσὰν τὸ κάτεργο ποὺ δένει μοῦδες·
Καλῶς μᾶς ἤρθατε στὴν Κύπρο, ἀρχόντοι. Τράγοι καὶ μαϊμοῦδες»!
Ἐγκλείστρα, 21 Νοεμβρίου 1953
Ἴσως θεωρηθοῦμε φιλότουρκοι, ἐπειδή δέν ἐπιθυμοῦμε τήν παραμονή τῆς Κύπρου στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση ὑπό τάς παρούσας συνθήκας. Λέμε, ὅμως, ὅτι ὅσο δέν ἐπιθυμοῦμε τόν Μουσουλμανισμό καί τόν Τουρκικό ἐπεκτατισμό, ἄλλο τόσο δέν ἐπιθυμοῦμε καί τόν Παπισμό, Προτεσταντισμό, ἀθεϊσμό καί ἀντιχριστιανισμό τῶν μεταχριστιανικῶν κοσμοπολιτῶν Εὐρωπαίων. Ἡ δεύτερη σέ πληθυσμό θρησκεία στίς χῶρες τῆς Εὐρώπης σήμερα εἶναι ὁ Μουσουλμανισμός. Ἐπίσημο κυβερνητικό στέλεχος τῆς Τουρκίας πρίν λίγα χρόνια εἶπε ὅτι «ἐμεῖς θέλουμε νά μπεῖ ἡ Τουρκία στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση, γιά νά τήν κάνουμε μουσουλμανική». Μήπως ἀπό αἰῶνες δέν εἶναι μέχρι σήμερα φιλοτουρκική ἡ ἐξωτερική πολιτική ὅλων τῶν Δυτικοευρωπαϊκῶν χωρῶν;
Ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἴσως θά ἔπρεπε :
α) Ἀπό ραδιοφώνου, τηλεοράσεως, ἐφημερίδων, περιοδικῶν, κοσμικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν, νά προβάλλει τίς ὀρθόδοξες θεολογικές καί ἐθνικές θέσεις, πού θά προκύψουν ἀπό τήν μελέτην τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ἱστορίας καί πολιτισμοῦ ἀφ’ἑνός, καί ἀπό τήν μελέτη τῆς Συνθήκης Σένγκεν ἀφ’ἑτέρου, καί τῶν ἐπιπτώσεών τους στό παρόν καί στό μέλλον τῆς Κύπρου, ὡς Κράτους καί ὡς Ἐκκλησίας.
β) Νά διοργανώση συνέδριο μέ θέμα τήν Συνθήκη Σένγκεν.
γ) Νά ἐκδώση διαφωτιστικά φυλλάδια καί βιβλία ἤ νά ἐπανεκδώση μερικά, πού κυκλοφοροῦν στήν Ἑλλάδα, σχετικά μέ τήν Συνθήκη Σένγκεν καί τήν παραμονή τῆς Κύπρου στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη.
δ) Νά ζητήση ἀπό τό Κράτος τῆς Κυπριακῆς Δημοκρατίας νά γίνη δημοψήφισμα, ὕστερα ἀπό ἀντικειμενική, ἀμερόληπτη, ἀπροκατάληπτη, δημοκρατική ἐνημέρωση τοῦ Ἑλληνορθοδόξου λαοῦ τῆς Κύπρου γιά τήν παραμονή ἤ ὄχι τῆς Κύπρου στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση.
ε) Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι, παρ’ὅλ’αὐτά, ἀποφασίζει ὁ Κυπριακός λαός νά παραμείνει ἡ Κύπρος ὡς Κράτος στήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Τί θά πράξη ἡ Ἐκκλησία, γιά νά διασφαλίση τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων τῶν μελῶν της μέσα στά πλαίσια τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως;
Ταπεινῶς νομίζουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου πρέπει νά ἀναλάβη ἐθναρχικό ρόλο, ὅπως ἐθναρχοῦσα ἦταν ἡ Ἐκκλησία μας ἐπί Εὐρωπαιοκρατίας (500 χρόνια) καί Τουρκοκρατίας (300 χρόνια).
Δηλαδή, ἀφοῦ μελετηθοῦν τά προνόμια, πού εἶχαν τότε ὡς ἐθνάρχες οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι τῆς Κύπρου, νά ζητήσουν ἐπισήμως νά κατοχυρωθοῦν τά προνόμια αὐτά τῆς ἐθναρχικῆς ἐξουσίας τους σέ μία νέα συνθήκη, πού τυχόν θά συναφθῆ μεταξύ Εὐρωπαϊκῆς Ἑνώσεως καί Κυπριακῆς Δημοκρατίας. Τέτοια προνόμια, ἄς ποῦμε, εἶναι :
Ἡ διατήρηση τοῦ αὐτοκεφάλου τῆς Ἐκκλησιας τῆς Κύπρου σέ ἐπίπεδο οἰκονομικό, κτηματικό, πνευματικό, διοικητικό, ποιμαντικό κλπ. Ἡ νομική κατοχύρωση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν μελῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Νά μή δημιουργηθῆ προσυλητισμός ἀπό κανένα ἄλλο θρήσκευμα εἰς βάρος τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διατήρηση τῆς ἰδιοπροσωπίας καί ταυτότητος τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Κυπρίου. Τό δικαίωμα συστάσεως, λειτουργίας καί ἐπανδρώσεως σχολείων, ἀπό τό νηπιαγωγεῖο μέχρι καί τό Πανεπιστήμιο, ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, τά ὁποῖα δέν θά ἐλέγχωνται ἀπό τό Κυπριακό Κράτος οὔτε ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση. Καί ἄλλα, πού τυχόν τώρα μᾶς διαφεύγουν. Νά μήν ἐφαρμοσθῆ γιά τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ἡ Συνθήκη Σένγκεν, οἱ ἠλεκτρονικές ταυτότητες, τό 666, τό ἠλεκτρονικό φακέλλωμα. Νά μήν εἶναι πολῖτες δευτέρας κατηγορίας οἱ πιστοί χριστιανοί, μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Νά δικαιοῦται ὅποιος θέλει στήν Κύπρο νά μιλάη, νά γράφη καί νά ἐκφράζεται Ὀρθόδοξα, Ἑλληνικά καί Δημοκρατικά. Ἡ ἑλληνική γλῶσσα νά κατοχυρωθῆ ὡς ἐπίσημη γλώσσα καί τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Κράτους. Φυσικά τό Κράτος, ἄν θέλη, μπορεῖ νά ἀναγνωρίση ὡς ἐπίσημες καί ἄλλες τυχόν γλῶσσες. Νά ἀναγνωρισθῆ ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἕνωση καί τό Κυπριακό Κράτος ἡ συμβολή τῆς Οἰκουμενικῆς (ὄχι οἰκουμενιστικῆς) Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, κοινωνιολογίας καί ἀνθρωπολογίας στήν ἀνάπτυξη καί καθιέρωση τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτιστικοῦ προτύπου (εὐρωπαϊκοῦ μοντέλου) καί ἀνθρώπου-πολίτη, ἀπορρίπτοντας τήν εἰδωλολατρία, τήν φιλοδοξία, τήν φιλαργυρία καί φιληδονία, τήν ραθυμία, τήν λήθη καί ἄγνοια, ὡς ἀλλοτριωτικά καί καταστρεπτικά στοιχεῖα τοῦ Εὐρωπαίου ἀνθρώπου-πολίτη.
Ἡ οἰκονομική ζωή τόσο τῆς Ἐκκλησίας, ὅσο καί τοῦ Κράτους, νά βασίζεται στήν φιλοθεΐα καί τήν φιλανθρωπία, δηλαδή στήν πρωτοχριστιανική εὐχαριστιακή-κοινωνική κοινότητα, στά ὀρθόδοξα κοινόβια μοναστήρια καί στίς ἐν τῷ κόσμῳ ἐνορίες, σύμφωνα μέ τά ρητά : «καί ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά καί ἐλάμβανον ἐκ τῶν κοινῶν τά χρειώδη» (Πράξεις Ἀποστόλων 2, 42-47). «Καί ἦν ἡ ψυχή καί ἡ καρδία πάντων μία» (Πράξεις Ἀποστόλων 4, 32-36). «Καί ἦσαν διά παντός ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καί εὐχαριστοῦντες τόν Κύριον καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν» (Λουκᾶ 24, 53).
Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἄν θέλουν νά προνοῆ γι’αὐτά ὁ Τριαδικός Θεός, ἡ Παναγία καί οἱ Ἅγιοί μας, νά μήν παίζουν στό Χρηματιστήριο Ἀξιῶν, στά καζίνο, στίς χαρτοπαικτικές λέσχες, στά τυχερά παιχνίδια, νά μήν πιστεύουν στήν «θεά Τύχη» καί στό εὔκολο κέρδος, δηλαδή νά μήν ἀγοράζουν λαχεῖα, Λόττο, Πρώτο, Προπό, νά μήν στοιχηματίζουν στίς κοῦρσες τῶν ἀλόγων καί σκύλων, στίς κοκορομαχίες καί σκυλομαχίες κλπ.
στ) Ἡ λειτουργική ἀνανέωση στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας νά μήν βασισθῆ στό πνεῦμα, στά κριτήρια καί στίς ξεπερασμένες πρακτικές ἐπιλογές τῶν Δυτικοευρωπαϊκῶν αἱρετικῶν κοινοτήτων, Παπισμοῦ καί Προτεσταντισμοῦ. Ἡ ἀληθινή λειτουργική ἀνανέωση δέν λογικοκρατεῖται οὔτε εἶναι ἐπιστημονικοφανής μοντερνίζουσα ἀνακατασκευή τοῦ λειτουργικοῦ τυπικοῦ. Ἄλλωστε, ἐπιδιώκεται, ἰδίως ἀπό δυτικούς λειτουργιολόγους καί ὀρθοδόξους οἰκουμενιστές, ἡ ἀνανέωση αὐτή, μέ σκοπό πρῶτον νά ἐξαληφθοῦν ἀπό τό τελετουργικό τυπικό, τίς ἀκολουθίες, τά μυστήρια καί τά ὑμνολογικά κείμενα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας οἱ φράσεις ἤ καί οἱ ἑορτές τῶν ἁγίων, πού ἀγωνίστηκαν κατά τῶν διαφόρων αἱρέσεων καί αἱρετικῶν.Ἔτσι θά ἀμβλυνθῆ τό ὀρθόδοξο ἀντιαιρετικό αἰσθητήριο ὅλων τῶν πιστῶν, θά νομίζουν ὅτι ὅλοι ἔχουμε τήν ἴδια πίστη καί ζωή, ἔστω καί ἄν διαφέρουμε σέ ὁρισμένα δόγματα, ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντοῦ σέ ὅλες τίς χριστιανικές αἱρέσεις, ἀκόμη καί σέ ὅλες τίς θρησκεῖες (διαθρησκειακός συγκρητισμός-πανθεϊσμός). Καί δεύτερον, νά οὐνιτοποιηθοῦν οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί, δηλαδή νά ὑποταχθοῦν σταδιακά στήν παπική αἵρεση. Αὐτή ἡ ἀνανέωση, πού ἐπιδιώκεται σήμερα, ἐφαρμόσθηκε μέ ἐπιτυχία ἀπό τόν αἱρεσιάρχη «Πάπα» τῆς Ρώμης κατά τόν 14ον αἰῶνα μ.Χ., ἀρχῆς γενομένης ἀπό τήν Κάτω Ἰταλία, τήν ἄλλοτε «Μεγάλη Ἑλλάδα», πού ἦταν τότε ὀρθόδοξη. Δηλαδή «χειροτόνησε» ὡς «Μητροπολίτη» Καλαβρίας στόν Ἱέρακα τόν λατινόφρονα ἐξωμότη Βαρλαάμ τόν Καλαβρό. Ὁ Βαρλαάμ καταδικάστηκε ὡς αἱρετικός λατινόφρων ἀμετανόητος ἀπό τρεῖς Τοπικές Συνόδους ἐν Κωνσταντινουπόλει τό 1341, 1347 καί 1351 μ.Χ., οἱ ὁποῖες μαζί ἀποτελοῦν τήν Ἐννάτη (Θ΄) Ἁγία καί Οἰκουμενική Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Τί ἔκανε ὁ Βαρλαάμ, γιά νά οὐνιτοποιήση τούς Ὀρθοδόξους τῆς Κάτω Ἰταλίας; Ἔκανε λειτουργική ἀνανέωση. Δηλαδή ἄλλαξε τό λειτουργικό τυπικό τῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν μυστηρίων καί ἀλλοίωσε τά ὑμνολογικά κείμενα. «Κτύπησε κέντρο». Καί «ἐπέτυχε» τήν ὑποταγή στόν «Πάπα» ὅλων σχεδόν τῶν χριστιανῶν στήν Κάτω Ἰταλία, ἐκτός φωτεινῶν ἐξαιρέσεων.
ζ) «Ἀπό δημοσκόπηση γιά νέους – Πονοκέφαλος στήν Ἱερά Σύνοδο», Ἐν : Ἐφημερίδα «Στῦλος τῆς Ὀρθοδοξίας», Ἀπρίλιος 2000, ἔτος 1ο, ἀρ. φύλλου 1, σελ. 6 :
«Προβληματίζονται οἱ Ἅγιοι Πατέρες στήν Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἀπό τήν τελευταῖα δημοσκόπηση, πού παρουσίαζε μεγάλο ποσοστό τῶν νέων νά λέει «ναί» στήν πίστη καί «ὄχι» στήν Ἐκκλησία. Ἡ Διαρκής Ἱερά Σύνοδος ὅρισε ἐπιτροπή νά διερευνήση τούς λόγους καί τήν αἰτία τῆς συμπεριφορᾶς αὐτῆς.
Αἰτίες, πού ἔχουν νά κάνουν κυρίως μέ τό ὅτι ἡ πλειοψηφία τῶν ἱερέων λειτουργοῦν, ὅπως λειτουργεῖ τό κατεστημένο τῆς κάθε σύγχρονης ἐξουσίας. Σύμφωνα μέ ἐκκλησιαστικούς κύκλους, ἡ προσέγγιση τῶν νέων στήν Ἐκκλησία προϋποθέτει ριζικές ἀλλαγές στό θέμα τῆς συμπεριφορᾶς τῶν κληρικῶν, ἀλλά καί ἐπαναστατικές ἀλαγές στόν τρόπο τῆς λειτουργίας τῆς ἐνορίας. Γιά νά προσεγγίσει ἡ Ἐκκλησία τούς νέους πρέπει νά καθορίσει παραμέτρους προσέγγισης, στούς ὁποίους θά περιλαμβάνεται θεματογραφία, πού ἐνδιαφέρει τήν νεολαία μέ ἄμεσες λύσεις. Ἐπαγγελματικός προσανατολισμός, σχέσεις τῶν δύο φύλων καί μιά πλειάδα θεμάτων, ἐφ’ὅσον τεθοῦν στίς ὀρθές βάσεις καί ἀναλυθοῦν ὑπό τό πρῖσμα τῆς εἰλικρινοῦς διάθεσης, τότε τά ἀποτελέσματα θά εἶναι θεαματικά. Αὐτό, πού ἀπομακρύνει τούς νέους ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ὑποκρισία τῶν λειτουργῶν της…».
Ἡ ποιμαντική μέριμνα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἰδίως γιά τούς νέους, πού εἶναι καί τό μέλλον τῆς Ἐκκλησίας, φαίνεται ὅτι στίς μέρες μας προβληματίζει τούς σημερινούς ποιμένες καί θεολόγους τῆς Ἐκκλησίας. «Οἱ ἐπαναστατικές ἀλλαγές», πού προτείνει τό πιό πάνω ἄρθρο, πρέπει νά βασίζωνται στήν Ὀρθόδοξη θεολογία, στούς Ἱερούς Κανόνες, στήν ἐκκλησιολογία, στήν ποιμαντική καί πνευματική ἄσκηση, ὅπως καί στίς σύγχρονες ἐπιτεύξεις τῆς ἐπιστήμης καί τῆς τεχνολογίας, χωρίς νά γίνεται ἡ Ἐκκλησία κόσμος, ἀλλά μᾶλλον ὁ κόσμος Ἐκκλησία. Παραπέμπουμε στό κεφάλαιο «Ἀρχές Ὀρθοδόξου θεολογίας καί ποιμαντικῆς» τοῦ παρόντος Ὑπομνήματος, γιά νά μήν κουράζουμε, ἐπαναλαμβάνοντας τά ἴδια καί τά ἴδια. Ἐδῶ ἁπλῶς θά θίξουμε τό θέμα «Ἐκκλησία καί ἀθλητισμός» ὅσο μποροῦμε ἐν συντομίᾳ, γιά νά ἀντιληφθοῦν ὅλοι πῶς σκεφτόμαστε γιά ὅλα τά θέματα, τά σχετικά μέ τήν ποιμαντική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας γιά τούς νέους.
Ἀντιγράφουμε ἀποσπάσματα ἀπό τήν εἰσήγηση τοῦ Ὁσιολογιωτάτου μοναχοῦ Νεοφύτου Γρηγοριάτη «Ὁ ἀθλητισμός ὑπό τό βλέμμα ἑνός Ἁγιορείτου, πρώην ἀθλητή», πού ἔγινε στήν Σύνοδο ἀριθμός Στ΄ (6) τῆς Ἐθνικῆς Ὀλυμπιακῆς Ἀκαδημίας Κύπρου, στήν Λευκωσία, στίς 21-22 Νοεμβρίου 1992 μ.Χ. (Πρακτικά τοῦ Συνεδρίου, σελ. 36 - 44) :
«…Τά κοινά σημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀθλητισμοῦ εἶναι τά ἑξῆς :
1) «Νοῦς ὑγιής ἐν σώματι ὑγιεῖ», πού ἑρμηνεύεται Ὀρθοδόξως καί Ἀνατολικῶς : «Νοῦς ἁγιασμένος μέσα σέ σῶμα ἁγιασμένο ἀπό τήν ἄκτιστη θεία χάρη, πού χορηγεῖται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία». Ἡ ἄσκηση ψυχῆς καί σώματος γίνεται, γιά νά ἀποκτήσουμε ταπείνωση καί καθαρότητα, ὅπως ἀπέκτησε αὐτές τίς ἀρετές ἡ Παναγία μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων.
2) Ὁ ἄνθρωπος ἀσκεῖ τό σῶμα, γιά νά ἔχη εὐεξία, εὐκινησία, ζωντάνια καί δύναμη. Ἡ εὐεξία καί τά ἐπακόλουθά της βοηθοῦν τήν ἀνώτερη ἀπό τό σῶμα ψυχή στήν ἐργασία τῆς ἀμοιβαίας πνευματικῆς ἀγάπης, τοῦ εὐγενικοῦ συναγωνισμοῦ, τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει κάπου : «Εἴτε τρῶτε εἴτε πίνετε εἴτε κάνετε κάτι, ὅλα νά τά κάνετε πρός δόξαν Θεοῦ». Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυρας Δημήτριος, ὁ προστάτης τῆς Θεσσαλονίκης, ἔδωσε τήν εὐχή του καί τήν εὐλογία του στόν ἅγιο μάρτυρα Νέστορα νά λάβη μέρος στό ἄθλημα τῆς μονομαχίας μέ ἀντίπαλο τόν γίγαντα Λυαῖο, τόν ὁποῖο ἐνίκησε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τίς εὐχές τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ὁ ἅγιος Προφητάναξ Δαυΐδ ἐνίκησε στό ἄθλημα τῆς μονομαχίας τόν Γολιάθ, πού ἦταν εἰδωλολάτρης, κατόπιν προσευχῆς.
Οἱ ἅγιοι Τεσσαράκοντα μάρτυρες, πού ἐμαρτύρησαν στήν λίμνη τῆς Σεβάστειας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἦσαν οἱ πιό δυνατοί, ἐξασκημένοι καί θαρραλέοι στρατιῶτες τοῦ τότε ρωμαϊκοῦ στρατοῦ. Σέ μιά ἐπικίνδυνη μάχη μέ βάρβαρα ἐπαναστατημένα ἔθνη, ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες ἐγκατέλειψαν τήν μάχη. Μόνον οἱ 40 αὐτοί ἅγιοι στάθηκαν ἀκλόνητοι, διότι δέν ἐπίστευαν στίς δυνάμεις τους, ἀλλά στόν Θεό, καί διά προσευχῆς ἐνεδυναμώθησαν, ἔδωσαν θάρρος στούς συστρατιῶτες τους καί τέλος ἐνίκησαν.  
Βλέπουμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καταφάσκει τόν ἀθλητισμό, ἐφ’ὅσον αὐτός δοξάζει τόν Θεό καί τελικά καί τόν ἄνθρωπο.
3) Ὁ ἀθλητισμός εἶναι μέσον, ὄργανο τοῦ ἀνθρώπου, γιά νά ἐκτονώνεται ψυχολογικά, νά ἐπανευρίσκη τήν χαμένη του ψυχοσωματική ἰσορροπία. Ἡ Ἐκκλησία θέλει τό ἑξῆς : Ὁ ἀθλητισμός νά ἐξυπηρετῆ τόν ἄνθρωπο καί ὄχι ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι μηχανικό ἐξάρτημα τοῦ ἀθλητισμοῦ.
Τήν ψυχοσωματική ἰσορροπία τοῦ ἀνθρώπου ἐπιδιώκει καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μέ τήν νηστεία, τήν ἀγρυπνία, τήν νοερά προσευχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλόν», τήν ἄσκηση, τήν Λατρεία καί τήν μετάνοια. Ἡ Ἐκκλησία καθαρίζει, φωτίζει καί ἐλλάμπει μέ τό ἄκτιστο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τό φῶς αὐτό πλημμυρίζει τόν νοῦ, τήν ἐπιθυμία, τό θυμοειδές τῆς ψυχῆς καί ὅλο τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Τό κάνει ἀνάλαφρο, φωτεινό, ἁγιασμένο, ἱκανό νά θεραπεύη καί νά στηρίζη ὅλους ὅσους ἔρχονται σέ ἐπαφή μαζί του, ὅπως συμβαίνει μέ τά λείψανα τῶν Ἁγίων, πού εἶναι οἱ ἀθλητές τοῦ Χριστοῦ…
…Τελειώνοντας τήν εἰσήγηση αὐτή θά ἐπιθυμοῦσα νά ἀναφερθῶ σέ ὁρισμένα πρακτικά μέτρα γιά τήν ἐν Χριστῷ ἑδραίωση τοῦ ἀθλητισμοῦ μέσα στίς καρδιές τῶν φιλάθλων, τῶν παικτῶν, τῶν διαιτητῶν, τῶν προπονητῶν, τῶν ἀθλητῶν καί τῶν ἰθυνόντων. Βέβαια, ὁποιαδήποτε ἀνθρώπινα μέτρα εἶναι ἡμιτελῆ, χωρίς τήν ἐλευθερία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς συντριβῆς, τῆς σιγῆς καί τῆς ἀγάπης. Πάντως, ἄν ὁ ἄνθρωπος θελήση, ὁ Θεός θά συνεργήση μέ τόν τρόπο του.
1) Νά ἐπιτευχθῆ ἀνεξαρτητοποίηση τοῦ ἀθλητισμοῦ ἀπό τά πολιτικά κόμματα, τίς οἰκονομικές ἐπιχειρήσεις, τίς τράπεζες καί τίς πολυεθνικές ἑταιρεῖες. Πῶς; Μέ τήν στήριξη τῆς ἐλπίδος στόν Θεό καί στόν φίλαθλο λαό του «καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Ἡ πίστη ἐνεργουμένη μέ ἔργα σώζει, ὄχι τά λεφτά.
2) Οἱ προπονητές, οἱ ἰθύνοντες, οἱ διαιτητές καί οἱ καθηγητές σωματικῆς ἀγωγῆς νά προσπαθοῦν, ἄν θέλουν, νά εἶναι ὄχι μόνο πρότυπα τεχνικῆς ἀρτιότητος καί φυσικῆς δυνάμεως, ἀλλά πρότυπα κυρίως ἀνθρώπων εἰρηνικῶν, τιμίων, εἰλικρινῶν, συνεπῶν, δικαίων, μέ μιέ λέξη ἀθλητοπρεπῶν. Ἡ γνώση ἁπλῶς καί μόνο τῶν κανονισμῶν τοῦ ἀθλήματος δέν ἐξασφαλίζει καί τήν σωστή ἐφαρμογή τους. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται ὅτι «μείζων πασῶν τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισις» (ἡ πιό μεγάλη ἀρετή ἀπό ὅλες εἶναι ἡ διάκριση). Διάκριση σημαίνει ἐπίγνωση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλάνθαστη αἴσθηση τοῦ ὄντως ἀγαθοῦ καί ἱκανότητα στό νά φωτίζη τά σκοτεινά σημεῖα τῶν ἄλλων (Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος).
Στήν περίπτωση π.χ. τοῦ ποδοσφαίρου πρέπει νά λαμβάνη ὑπ’ὄψιν ὁ διαιτητής τόν χαρακτῆρα τοῦ ἀθλητῆ καί νά γίνεται στούς θυμώδεις πρᾶος, στούς ἀτίθασους χαλινάρι, στούς εὐερέθιστους εὐέλικτος, στούς ὀξύθυμους συγκαταβατικός, στούς ὑπάκουους σιωπηλός ἐπαινέτης, στόν ἀγῶνα ἀμερόληπτος, στίς ποινές μετριοπαθής. «Τά πάντα εὐσχημόνως καί κατά τάξιν γενέσθω». Ὅλα νά γίνωνται ὡραῖα καί σύμφωνα μέ τήν καθιερωμένη τάξη.
Ἡ διάκριση ἀποκτᾶται μέ τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά ψεκτά πάθη διά τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
3) Νά μή χρησιμοποιοῦνται οἱ ἀθλητές ὡς ἁπλά μέσα ἐπιτυχίας τοῦ σωματείου ἤ τοῦ συλλόγου ἀνάλογα μέ τούς στόχους, ἀλλά ὡς ἄνθρωποι «κατ’εἰκόνα καί καθ’ὁμοίωσιν Θεοῦ». Πολλοί ἀθλητές, μέ τήν ἐξαντλητική προπόνηση καί τήν χρήση ἀναβολικῶν, ἀχρηστεύτηκαν σωματικά, οἰκονομικά καί ἐπαγγελματικά. Ἀντιμετωπίζονται, δυστυχῶς, σάν μηχανές αὐτοκινήτων, δερμάτινες ὅμως. Νομίζουν μερικοί ἀθλητικοί ἰθύνοντες ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀθλητής δέν ἔχει ψυχή. Σιγά-σιγά ἀποκτᾶ καί ὁ ἀθλητής τήν ἴδια νοοτροπία καί θεωρεῖ τόν ἑαυτό του ζῶο. Τόν ἐνδιαφέρει πλέον νά τρώη, νά πίνη, νά κοιμᾶται, νά διασκεδάζη καί νά καταναλώνη. «Φάγομεν, πίομεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν».
4) Πρίν ἤ μετά ἀπό μιά ἀθλητική ἐκδήλωση νά γίνεται ἁγιασμός ἤ δοξολογία πρός τόν Θεό, ὅπως καί πεντάλεπτο κήρυγμα. Πιστεύω ὅτι πολλές ἀσχήμιες, ἔκτροπα καί ἀντιαθλητικές συμπεριφορές θά σταματήσουν ἔστι. Ἐλαττώνεται ὁ φανατισμός τουλάχιστον, πού τυφλώνει τόν ἄνθρωπο.
5) Ὁ ἕνας νά συγχωρῆ τόν ἄλλο, ὅλοι μαζί, μετά τό παιχνίδι, χωρίς κρατούμενη μίση. Ἔτσι ἐπιτυγχάνεται ἡ ἐσωτερική ἀνανέωση καί τό προοδευτικό ἀνέβασμα τοῦ ἀθλητισμοῦ.
6) Πρέπει νά μάθουν οἱ ἀθλούμενοι ὅτι δέν ἔχη τόση μεγάλη σημασία ἡ νίκη, ὅσο ἡ συμμετοχή καί τά ἐπακολουθοῦντα ὀφέλη ἀπό αὐτή. Ἀγωνιζόμαστε, γιά νά ξεπεράσουμε τόν ἑαυτό μας, πού εἶναι μιά μεγάλη νίκη, μιά πνευματική βελτίωση.
Ἡ νίκη καί ἡ ἧττα εἶναι καί οἱ δύο ἀπαραίτητες. Χωρίς ἡττημένους, νικητές δέν ὑπάρχουν, καί τό ἀντίθετο. Γιατί τό ἀντίθετο; Διότι, ὁ ἡττημένος θά δῆ τά λάθη του καί στό μέλλον θά γίνη καλύτερος. Γιά νά γίνη, ὅμως, αὐτό, δηλαδή νά εἶναι κερδισμένοι καί οἱ δύο, πρέπει ὁ νικητής νά δέχεται τή νίκη μέ ταπείνωση καί μετριοφροσύνη καί ὁ ἡττημένος χωρίς ἀπογοήτευση.
7) Πρέπει ὅλοι νά ἀτενίζουν τόν ἀθλητικό ἀγῶνα καί τή νίκη σέ αὐτόν, ὄχι σάν αὐτοσκοπό, ἀλλά σάν μέσο, γιά νά στεφανώνωνται στόν στῖβο τῆς ἀρετῆς.
8) Πρέπει νά μάθουμε νά διακρίνουμε τήν ἐπιθυμία γιά διάκριση καί ἐπίδοση, ἀπό τήν ἀπόκτηση ἀνθρώπινης δόξας. Ὁ πραγματικός ἆθλος εἶναι τό ξεπέρασμα τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ἡ ἀπόρριψη τοῦ ψεύτικου καί παροδικοῦ, πού εἶναι εἰδωλολατρία.
9) Τό ὑγιές ἀθλητικό πνεῦμα ταυτίζεται μέ τήν ἀφιλοκέρδεια. Ἡ φιλαργυρία εἶναι ἡ σημαντικώτερη αἰτία ἐκτροπῆς τοῦ ἀθλητισμοῦ, ἡ ὁποία δημιουργεῖ ἔχθρες μεταξύ ἀτόμων καί ὁμάδων μέ καταστρεπτικά ἀποτελέσματα.
10) Νά δημιουργηθοῦν κλειστοί ἀθλητικοί χῶροι, ὅπου ὅσοι ἐπιθυμοῦν νά ἀθλοῦνται, χωρίς νά πληρώνουν. Νά ὑπάρχουν γυμναστές στούς χώρους αὐτούς, εἰδικοί στό κάθε ἄθλημα, πού νά βοηθοῦν τούς ἀθλουμένους, σύμφωνα μέ τά χαρίσματά τους. Ἔτσι, δέν θά χρειασθοῦν τίς ὁμάδες, γιά νά προοδεύσουν. Θά ἀπασχολοῦνται οἱ ἄνεργοι γυμναστές καί θά προωθῆται γενικά ὁ ἀθλητισμός.
Τά κλειστά ἀθλητικά κέντρα νά κτίζωνται κατά προτίμηση κοντά σέ ἐκκλησίες (ναούς), ὥστε νά συνδυάζεται ἡ λατρευτική ζωή μέ τήν ἀθλητική. Ἐκεῖ θά ὑπάρχη καί ἕνας πνευματικός πατέρας - ἱερέας, πού θά βοηθάει πνευματικά τήν ἀθλουμένη νεολαία.
11) Γιά νά βγῆ ἕνας σωστός ἀθλητής, πρέπει νά συνεργάζωνται ἁρμονικά οἱ γονεῖς, οἱ διδάσκαλοι, οἱ γυμναστές καί οἱ ἱερεῖς.
12) Θά πρέπει νά προσεχθῆ καί ὁ ρόλος τῆς τηλεοράσεως, τοῦ ραδιοφώνου καί τοῦ Τύπου στήν προώθηση τοῦ πνεύματος τῆς συνεργασίας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί τοῦ ἀθλητισμοῦ πρός ὄφελος τῆς νεολαίας μας κυρίως, πού ψάχνη νά βρῆ διέξοδο στά ἀδιέξοδα τῆς σύγχρονης κοινωνίας. Ἡ σωστή ἐνημέρωση, ἡ ἀλληλοκατανόηση, ἡ χρήση ἐκπαιδευτικῶν προγραμμάτων, ἡ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα συνεργασία ἐκκλησιαστικῶν, ἀθλητικῶν καί δημοσιογραφικῶν παραγόντων, θά βοηθήση πολύ στήν ἀνανέωση τοῦ σωστοῦ Ὀρθοδόξου φρονήματος καί τοῦ ἀθλητικοῦ πνεύματος.
13) Ἡ Ἐκκλησία καί ἡ Πολιτεία νά βοηθοῦν οἰκονομικά, ἐπαγγελματικά καί πνευματικά τούς ἀθλητές, πού ἀφιερώνουν τόν ἑαυτό τους στόν ἀθλητισμό (πρωταθλητισμό), οὕτως ὥστε, καί κατά τήν διάρκεια, πού κάνουν πρωταθλητισμό καί μετά τήν λήξη τῆς πρωταθλητικῆς τους σταδιοδρομίας, νά ἔχουν ἔντιμη κοινωνική καί ἐπαγγελματική ζωή, πού ἐξασφαλίζει τήν ψυχική ἠρεμία καί τήν προσωπική καί οἰκογενειακή γαλήνη».
 Ἕνα ἐνδιαφέρον θεολογικό δοκίμιο περί ἀθλητισμοῦ γράφτηκε ἀπό τόν μακαριστό κ. Νικόλαο Κ. Βασιλειάδη μέ τίτλο «Ἀπό τούς ἀθλητές τῆς Ἄλτεως στούς ἀθλοφόρους μάρτυρες», ὀρθόδοξη συμβολή στά ἑκατό χρόνια τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων, ἔκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, Ἀθήνα, Μάρτιος 1996, Διεύθυνση ὁδός Κολοκοτρώνη 9, 105 62, Ἀθήνα - Ἐλλάς, τηλέφωνο – fax (τηλεομοιότυπο) 01 – 3224819. Πιστεύουμε πώς κινεῖται μέσα στήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, Ζωή καί Πολιτισμό. Καλό θά ἦταν νά προσφερθεῖ δώσετε ὡς δῶρο στά παιδιά τοῦ Λυκείου, πού φοιτοῦν στά κατηχητικά σχολεῖα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ἐπί τῇ εὐκαιρίᾳ τῶν φετεινῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων τοῦ 2016 στό Ρίο Ντέ Τζά Νέιρο τῆς Βραζιλίας.
Ἐπίσης, δύο σπουδαῖα βιβλία εἶναι καί τά ἑξῆς : Ἀδελφῆς Μαγδαληνῆς,«Σκέψεις γιά τά παιδιά στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα», ἔκδ. Ἱ. Π. Σ. Μονῆς Τιμίου Προδρόμου Ἔσσεξ Ἀγγλίας, ἔκδ. 3η, 1994 καί Πρωτοπρεσβυτέρου π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Ἐνορία : Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν», ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1990.
η) Ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι θέλουν οἱ Μεγάλες Δυνάμεις, καί ἰδίως οἱ Ἀμερικάνοι, νά λυθῆ τό ἐθνικό Κυπριακό πρόβλημα, σύμφωνα μέ τίς Δυτικο-ἑβραιο-τουρκικές ἐπιδιώξεις καί σχέδια. Ἔχουμε, βέβαια, ἀναφερθῆ καί σέ ἄλλο κεφάλαιο στό Κυπριακό. Ὅμως, ἐπανερχόμαστε πρῶτον, γιά νά συγχαροῦμε τήν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἐπειδή μέ πόνο πατρικῆς εὐθύνης καί ἐθνικό φιλότιμο, ἀντιδρᾶ στίς ἐπιδιώξεις καί στά σχέδια τῶν ξένων «φίλων καί συμμάχων» μας, οἱ ὁποῖοι εἶναι καί ἀντορθόδοξοι καί ἀνθέλληνες. Καί δεύτερον, γιά νά ἐκθέσουμε τίς ἀπόψεις μας γιά τό ἐδαφικό, συνταγματικό καί διεθνές ἐπίπεδο λύσεως τοῦ Κυπριακοῦ προβλήματος, ὥστε νά συμβάλλουμε καί ἐμεῖς στόν διάλογο, ὄχι ἐπισήμως, ἀλλά ἐμμέσως, καί νά διαφωτίσουμε τόν λαό γιά τό θέμα, πού μᾶς ἀπασχολεῖ περισσότερο ἀπό ὅλα, δηλαδή τό Κυπριακό.
Ἐδαφικό : Δέν παραχωροῦμε ἀπό τήν Ἑλληνική νῆσο Κύπρο οὔτε μία σπιθαμή γῆς στούς Εὐρωπαίους, Τούρκους, Ἑβραίους καί Ἀμερικανούς. Ἡ Κύπρος ἦταν καί εἶναι Ἑλληνική ἐδῶ καί 3.500 χρόνια. Γιατί σήμερα δηλαδή νά ὑποχωροῦμε συνέχεια, συζητῶντας μέ τούς κατακτητές μας πόση σκλάβα γῆ θά τούς δώσουμε ἤ θά δεχθοῦμε νά κρατήσουνε ἐπίσημα μέ τήν ἔγκριση καί τήν ὑπογραφή μας; Οἱ Τοῦρκοι, ἀπό τόν καιρό πού ἐμφανίστηκαν στό προσκήνιο τῆς ἱστορίας, ἔχουν ὡς σχέδιο καί στόχο πρῶτον τήν διά πυρός καί σιδήρου ἐξάπλωση τοῦ Μουσουλμανισμοῦ καί τοῦ Παντουρκισμοῦ, καί δεύτερον τήν συρρίκνωση καί ἐξαφάνιση τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμηῶν μέ διαφόρους τρόπους.
Ἔχουμε τό δίκηο μέ τό μέρος μας. Τό θέμα εἶναι ἄν ἔχουμε καί τόν Θεό μέ τό μέρος μας. Ἤ μήπως ἡ ζωή καί τό φρόνημά μας Τόν διώχνουν μακρυά μας καί μακρυά ἀπό τήν Κύπρο;
Ζητοῦμε, λοιπόν, οἱ Τουρκοκύπριοι νά ἐπανέλθουν στά σπίτια καί στίς περιουσίες τους, ὅπως καί οἱ Ἑλληνοκύπριοι νά πράξουν τό ἴδιο. Καί ἄν θέλουν διεθνεῖς ἐγγυήσεις γιά τήν ἀσφάλειά τους, πιστεύουμε ὅτι μιά ἀστυνομική δύναμις τοῦ ΟΗΕ θά ἐξασφάλιζε τήν εἰρηνική συνύπαρξή τους μέ τούς Ἑλληνοκυπρίους.
Συνταγματικό : Πολλά λέγονται καί γράφονται γιά τήν σπουδαία αὐτή πτυχή τοῦ Κυπριακοῦ. Δέν πιστεύουμε ὅτι εἶναι πρός τό συμφέρον τῆς Ἑλληνικῆς νήσου Κύπρου ἡ ἀποδοχή τῆς Ὁμοσπονδίας, δικοινοτικῆς καί διζωνικῆς, οὔτε τῆς Συνομοσπονδίας, δηλαδή τῆς ἀναγνωρίσεως δύο ξεχωριστῶν κρατῶν, ἑνός Ἑλληνοκυπριακοῦ καί ἑνός Τουρκοκυπριακοῦ, τά ὁποῖα θά συνδέονται χαλαρά δῆθεν, γιά νά ἔχουμε μιά διεθνῆ ὀντότητα, μιά κυβέρνηση, ἕνα πρόσωπο. Καί οἱ δύο αὐτές λύσεις θά ἔχουν τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, δηλαδή στήν κατεχόμενη Κύπρο θά κυριαρχοῦν παντοειδῶς, πολυτρόπως καί ὁλοκληρωτικῶς οἱ Τουρκοκύπριοι. Στήν δέ ἐλεύθερη περιοχή τῆς Κύπρου θά εἶναι συγκυρίαρχοι οἱ Τουρκοκύπριοι μέ τούς Ἑλληνοκυπρίους. Θά ἔχουμε τότε καί διχοτόμηση καί κατοχή συγχρόνως.
Πιστεύουμε ὅτι τό Σύνταγμα τῆς μέλλουσας Κυπριακῆς Πολιτείας πρέπει νά εἶναι ἡ Δημοκρατία, ὅπως αὐτή βιώθηκε καί ἐφαρμόσθηκε ἀπό τούς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἰδίως τούς Ἀθηναίους. Καί συγχρόνως νά βασίζεται στόν θεσμό τῆς Αὐτοδιοικήσεως, ἡ ὁποία ἴσχυσε στήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία καί Τουρκοκρατία ἐν μέρει. Ἡ πλειοψηφία δέν δυναστεύει τήν μειοψηφία, καί ἡ μειοψηφία, διατηρῶντας τά ἀνθρώπινα δικαιώματά τους, σέβεται καί συνυπάρχει μέ τήν πλειοψηφία. Ὁ σεβασμός τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας, τῆς ἱστορίας, τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς γλῶσσας, τῶν ἠθῶν καί ἐθίμων κάθε ἑνός πολίτη νά κατοχυρωθῆ συνταγματικά. Στήν Κυβέρνηση, στόν δημόσιο τομέα, στήν ἀστυνομία, στόν στρατό, στό Πανεπιστήμιο, στούς δήμους, στά δικαστήρια, στήν Βουλή τῶν Ἀντιπροσώπων νά καθορισθεῖ ἡ συμμετοχή κατά 80% τῶν Ἑλληνοκυπρίων καί 20% τῶν Τουρκοκυπρίων.
Διεθνές καθεστώς καί πρόσωπο τῆς Κύπρου
Ἡ Κύπρος θά εἶναι ἕνα Κράτος, θά ἔχη μία Κυβέρνηση νομίμως καί δημοκρατικῶς ἐκλελεγμένη ἀπό τούς Κυπρίους, μία ὀντότητα, ἕνα πρόσωπο. Θά συμμετέχη, ὅπως τώρα, σέ διαφόρους διεθνεῖς ὀργανισμούς ὡς ἰσότιμο μέλος μέ δικαίωμα λόγου, ἐκλέγειν καί ἐκλέγεσθαι, ψήφου, συμμαχίας καί συνάψεως διαφόρων συμφωνιῶν διακρατικῶν σέ ἐπίπεδο οἰκονομικό, πολιτιστικό, πολιτικό, καλλιτεχνικό, ἐκπαιδευτικό καί στρατιωτικό.
Ἡ καλλιτεχνική ζωή ἐν σχέσει μέ τήν Ἑλληνορθόδοξη Παράδοση, Ζωή, Θεολογία, Πολιτισμό καί Πνευματικότητα
Ἡ καλλιτεχνική ζωή σέ ὅλες τίς ἐκφράσεις της, μουσική, ποίηση, ζωγραφική, γλυπτική, λογοτεχνία, ξυλογλυπτική, ἀργυροχοΐα, ἀρχιτεκτονική, κεντητική, ὑφαντουργία κλπ. ἀκολουθεῖ τόν ἄνθρωπο ἀπό τά πρώτα του βήματα στήν γῆ. Προσπάθησε ὁ ἄνθρωπος νά ἐκφράση μέ τά μέσα, πού τοῦ ἔδινε ὁ Θεός καί ἡ Δημιουργία, τόν πόθο του νά λυτρωθῆ ἀπό τόν θάνατο, τήν ἁμαρτία καί τόν διάβολο, ἀλλά καί νά ὑμνήση, νά ἐξευμενίση, νά ἱκετεύση ἄλλος τόν Θεό ἤ ἄλλος τόν διάβολο ἤ ἄλλος τά θεοποιημένα ἀπό τούς ἴδιους πάθη τους.
Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, μετά τήν ἐν χρόνῳ κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀγκάλιασε μέ στοργή τήν καλλιτεχνική ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἰδίως τοῦ Ἕλληνα, καί, ἀφοῦ τήν ἐβάπτισε, τήν ἐμύρωσε, τήν ἁγίασε, τήν μετεμόρφωσε, τήν ἐθέωσε ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἀνύψωσε ὡς τόν θρόνο τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τήν ἔδωσε πάλι πίσω στόν ἄνθρωπο, καί ἰδίως στόν Ἕλληνα, ἁγιασμένη καί θεωμένη, ἑνωμένη μέ τήν θεωμένη Σάρκα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τήν τελεία ἀνθρωπίνη φύση τοῦ Θεοῦ Λόγου. Καί ἔτσι τήν ἔκανε καινή-καινούργια καλλιτεχνική ζωή, μαζί μέ τήν καινή-καινούργια Κτίση-Δημιουργία.«Ἰδού καινά ποιῶ τά πάντα». «Ὅλα τά ἔκανα καινούργια», λέει ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός (Β΄ Κορινθίους 5, 17).
Γιά τήν καινή-καινούργια αὐτή καλλιτεχνική ζωή ἀναφέρει ὁ πατήρ Σταμάτης Σκλήρης, ἰατρός-θεολόγος-ἁγιογράφος, σέ ὁμιλία του στό Ἐλεύθερο Πανεπιστήμιο τοῦ Συνδέσμου Ἐπιστημόνων Πειραιῶς (ἐν : περιοδικόν «Πειραϊκή Ἐκκλησία», ἔκδ. Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς, Δεκέμβριος 2015, ἔτος 25ο, ἀριθμ. τεύχους 276, σελ. 43) :
«2000 χρόνια Χριστιανικῆς Ζωγραφικῆς»
«Ὁ Χριστιανισμός ἐνέπνευσε μιά νέα ζωγραφική. Νέα ὄχι μόνο ὡς πρός τά θέματα. Ἐκόμισε μιά νέα ἐξ ὁλοκλήρου εἰκαστική προσέγγιση τοῦ κόσμου, νέα εἰκαστική ἔκφραση καί νέα μεθοδολογία. Ἄν καί κάθε καλή ζωγραφική, ὅπως καί κάθε καλή τέχνη, ἔχει ἐξ ὁρισμοῦ τάση πρός τήν ἐλευθερία, ἡ Εἰκόνα ἀποτελεῖ τόν εἰκαστικό ὁρισμό τῆς ἐλευθερίας. Διότι, ὁ ὁρισμός τῆς Εἰκόνος θά μποροῦσε νά εἶναι ζωγραφική, ὅπου ὅλα τά εἰκονιζόμενα παριστάνονται ἀπελευθερωμένα ἀπό τούς νόμους τοῦ κτιστοῦ (βαρύτητος, ἀδιαχωρήτου, στατικῆς, φωτοσκιάσεως, προοπτικῆς κλπ.). Αὐτό τήν κάνει νά ταυτίζεται μέ τήν ποίηση, τήν παιδικότητα, τήν ἀφελότητα καί ὅλες τίς εὐλογημένες παραμυθίες τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν ἀπογειώνουν. Αὐτό τήν καθιστᾶ εὐανάγνωστη ἀπό τά παιδιά καί ἀπό κάποιους περιθωριακούς, ἐνῶ δυσκολεύει τούς καθωσπρέπει. Αὐτό, ὅμως, τῆς δίνει καί κάποια ἄλλη σπουδαιότητα γιά τήν παγκόσμια ἱστορία τῆς τέχνης.
Ἄν δοῦμε τίς τέχνες, πού προηγήθηκαν καί ὁδήγησαν στήν Εἰκόνα, θά διαπιστώσουμε τά ἑξῆς : Οἱ μέχρι τότε καλλιτεχνικές παραδόσεις (Ἀσσυροβαβυλωνιακή, Περσική, Αἰγυπτιακή, Ἑλληνική, Ἑλληνιστική ἤ Ἑλληνορωμαϊκή) διέγραφαν μιά πορεία ἀπό τήν πρωτόγονη πρός τήν ἀρχαϊκή καί στήν συνέχεια πρός τήν κλασσική τους φάση. Κατευθυντήρια ἀπαίτηση στήν πορεία αὐτή ἦταν ἡ ἀποκρυπτογράφηση τῶν μυστικῶν τότε κανόνων ἀναπαραστάσεως τοῦ φυσικοῦ (π.χ. κανόνων σχεδίου, φωτοσκιάσεως, προοπτικῆς, πλαστικότητος κλπ). Πρόοδος ἐθεωρεῖτο ἡ ὅλο καί μεγαλύτερη προσέγγιση στά μυστικά τῆς φύσεως. Ἡ παγκόσμια ἀναζήτηση ἔφθασε μέχρι τήν ἑλληνική κλασσικότητα καί τό ἑλληνιστικό πορτραῖτο. Μέχρι ἐκεῖνο τό σημεῖο-ὁρόσημο τῆς παγκόσμιας δημιουργίας ἐθεωρεῖτο ἡ μέν κλασσικότητα ἀξεπέραστη, ἡ δέ γνωσιολογία διά τῶν αἰσθήσεων ἐθεωρεῖτο ἡ ἐκ τῶν ὧν οὔκ ἄνευ προϋπόθεση καλλιτεχνικῆς προόδου καί ἐξελίξεως. Ἡ πορεία ὅλων τῶν καλλιτεχνικῶν παραδόσεων ὅλων τῶν λαῶν καί ὅλων τῶν ἐποχῶν διέπεται ἀπό αὐτόν τόν μονόδρομο. Καί σύγχρονοι θύλακοι πρωτόγονων ἤ ἀρχαϊκῶν τεχνῶν (π.χ. παραφυάδες Ἀφρικανικῆς, Πολυνησιακῆς τέχνης κλπ.) ἀκολουθοῦν τήν ἴδια πορεία ἀπό τήν ἀρχαϊκότητα πρός τήν περισσότερη γνώση τῆς φύσεως.
Ἡ μόνη στιγμή στήν παγκόσμια ἱστορία τῆς τέχνης, κατά τήν ὁποία ἀλλάζει αὐτός ὁ προκαθορισμός ἐξελίξεως, εἶναι ὅταν ἐμφανίζεται τό χριστιανικό πνεῦμα καί δημιουργεῖ μιά ζωγραφική, πού ἀνατρέπει τούς κανόνες τῆς κλασσικότητος, γιά χάρη ἑνός ἄλλου ὁράματος τοῦ κόσμου. Εἶναι ἡ πρώτη φορά, πού ἀμφισβητεῖται ἡ φυσικότητα ἤ μᾶλλον σωστότερα ἀλλάζουν τά κριτήρια φυσικότητος, ὄχι ἀπό πρωτογονισμό ἤ ἔλλειψη γνώσεως τῶν νόμων τῆς φύσεως (ὅπως στίς ἀρχαϊκές τέχνες), ἀλλά γιά χάρη τῆς ἀπεικονίσεως ἑνός πρωτότυπου ὑπερπραγματικοῦ ὁράματος, πού ἀνατρέπει ἠθελημένα τούς κανόνες καί δημιουργεῖ ἐν γνώσει μιά νέα αἰσθητική. Εἰσάγεται, ὅπως προείπαμε, ἕνας νέος τύπος προσωπογραφίας, πού ἐξ ὁρισμοῦ πρέπει νά προκαλῆ τήν ἔκπληξη ἑνός πρωτότυπου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνει τούς νόμους τῆς φύσεως. Ἑπομένως, πρόκειται γιά προσωπογραφία, πού δέν πρέπει νά παλιώνη ποτέ, γιατί παριστάνει τόν ἐντελῶς καινούργιο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος εἰσάγει μέ τήν ἐμφάνισή του τό ἐντελῶς ἄγνωστο ὡς πρός τήν φυσική ἐμπειρία του.
Αὐτά τά στοιχεῖα πρωτοτυπίας, ἐκπλήξεως, ἀνατροπῆς τῶν νόμων ἐξελίξεως τῆς ζωγραφικῆς καί ἀλλοιώσεως τῆς καθεστηκυΐας αἰσθητικῆς, μαζί μέ τήν προϋπόθεση ὅτι ἐπιχειροῦνται ἠθελημένα καί ὄχι ἀπό ἀνωριμότητα, ἀλλά ἀπό ὑπέρ-ὡρίμανση, συνιστοῦν αὐθεντική καί πρωτογενῆ νεωτερικότητα. Εἰσάγουν γιά πρώτη φορά στήν τέχνη τό στοιχεῖο τῆς ἀπόλυτης ἐλευθερίας. Ἀπόλυτη ὡς πρός τήν στιγμή πού ἐπετεύχθη καί ἀέναη, διότι, ἐκ τοῦ ὁρισμοῦ τῆς Εἰκόνος, τό στοιχεῖο τῆς ἐλευθερίας ἀποτελεῖ ἐκ νέου ζητούμενο γιά κάθε νέα Εἰκόνα καί γιά κάθε ἐποχή στό μέλλον. Εἰσάγουν τήν ἐλευθερία ἀπό τήν προϋπάρξασα ἐξελικτική πορεία καί τούς κανόνες της, ἐλευθερία ἀπό τήν μέχρι τότε αἰσθητική ἀντίληψη καί ἐλευθερία ἀπό τό μοντέλο τῆς φύσεως καί ἀπό τήν νοοτροπία ἀναπαραστάσεως τοῦ μοντέλου, ἡ ὁποία ἐπικρατοῦσε μέχρι τότε.
Αὐτή ἡ αὐθεντική καί πρωτογενής νεωτερικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωγραφικῆς ἀποτελεῖ ἴσως τήν σημαντικώτερη προσφορά τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν παγκόσμια ἱστορία τῆς τέχνης. Ὁ Χριστιανισμός, μέσα στά 2.000 χρόνια ζωῆς του, ἐβίωσε αὐθεντικά τήν Μεταμόρφωση καί τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τήν φθορά καί τόν θάνατο. Αὐτό ἀποδεικνύεται ἀπό τό ὅτι ἐνέπνευσε τήν κατ’ἐξοχήν νεωτερική ζωγραφική, τήν κατ’ἐξοχήν ἐλεύθερη ζωγραφική, τήν κατ’ἐξοχήν ἀρνούμενη τό παλαιό καί ἐμπνέουσα τό νέο. Μιά ἐπαναστατική ζωγραφική».
Ἐπίλογος
Τελειώνοντας τό παρόν ὑπόμνημα, θά θέλαμε νά θέσουμε ὁρισμένες ἐρωτήσεις.
α) Ποιά θέση πρέπει νά λάβουμε ἔναντι τοῦ φαινομένου τοῦ Καρναβάλου; Εἶναι σωστό νά λαμβάνουμε μέρος στίς γιορτές τοῦ Καρναβάλου; Πραγματώνεται τό ἀνθρώπινο πρόσωπο μέ τήν καρναβαλική ἀμφίεση, τά τραγούδια, τούς χορούς κλπ.; Δηλαδή, ἐπειδή εἶναι ἕνα ἀρχαιοελληνικό ἔθιμο, πρέπει νά τό τηροῦμε; Γινόμαστε ἀπό δυνάμει πρόσωπα σε ἐνεργείᾳ πρόσωπα, προσωπικότητες μοναδικές, ἱστορικές καί ἀνεπανάληπτες μέ τόν Καρνάβαλο;
β) Ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ θέση μας ἔναντι τῆς Τέταρτης Ἐξουσίας, δηλαδή τοῦ Τύπου, θεάματος, ραδιοφώνου, τηλεοράσεως, ἐφημερίδος, περιοδικοῦ, ἠλεκτρονικοῦ καί ἐντύπου πληροφορήσεως, διαδικτύου (internet), γενικά τῶν Μ.Μ.Ε. ἤ καλύτερα Μέσων Εὐρείας Ἐπικοινωνίας καί Ἐνημερώσεως, Ἐπιμορφώσεως καί πληροφορήσεως; Ἡ Τετάρτη αὐτή Ἐξουσία εἶναι καθ’ἑαυτήν κακή ἤ γίνεται καλή ἤ κακή, ἀνάλογα μέ τή χρήση της; Κινδυνεύει ἡ Ἐκκλησία ἤ τό Κράτος τῆς Κύπρου καί παγκοσμίως ἡ Δημοκρατία ἀπό τήν Τετάρτη Ἐξουσία; Ποιοί ἐλέγχουν τά τά Μέσα Μαζικῆς Ἐνημερώσεως καί ποιό σκοπό ἔχουν στόν νοῦ τους οἱ μυστικῶς κατευθύνοντες αὐτήν; Ποιά εἶναι τά κριτήρια καί οἱ ἀρχές, πού πρέπει νά ἔχουν τά Μ.Μ.Ε.; Ποιά ἠθική δεοντολογία πρέπει νά ἔχουν; Ἡ Ἐκκλησία μπορεῖ νά ἐπηρρεάση τά Μ.Μ.Ε. καί τό ἔργο, πού ἐπιτελοῦν στήν Κύπρο καί παγκοσμίως;
γ)  Ποιά εἶναι ἡ σωστή ἀντιμετώπιση ἐκ μέρους μας τοῦ φαινομένου τῆς καταστροφῆς τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος; Ποιά εἶναι τά πνευματικά κριτήρια καί οἱ ἀρχές, πού πρέπει νά διέπουν τό Οἰκολογικό κίνημα; Νά ἐπιστρέψουμε στήν φύση (φυσιολατρεία, φυσιοκρατία) ἤ νά καταστρέψουμε τήν φύση (δαιμονοκρατία); Ποιά εἶναι ἡ σωστή ἑρμηνεία τοῦ ἁγιογραφικοῦ ρητοῦ«αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί κατακυριεύσατε τῆς γῆς»; Ποιά μέτρα ἐπιστημονικά, πολιτικά καί ποιμαντικά -ἐκκλησιαστικά πρέπει νά ληφθοῦν σήμερα, «γιά νά μή χαλάση τό σπίτι μας, ἡ Γῆ, καί πέση καί μᾶς πλακώση»;
δ) Ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση Ὀρθοδοξίας καί Ἰατρικῆς Ἐπιστήμης καί Βιοτεχνολογίας; Ποιές εἶναι οἱ ἀρχές καί τά κριτήρια, τά καθήκοντα καί οἱ ὑποχρεώσεις τῆς Ἰατρικῆς Ἐπιστήμης ἔναντι τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ Θεοῦ; Ἰσχύει τό δόγμα «ἡ ἐπιστήμη γιά τήν ἐπιστήμη» ἤ «ἡ ἐπιστήμη γιά τόν ἄνθρωπο» ἤ «ὁ ἄνθρωπος γιά τήν ἐπιστήμη»; Ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔναντι τῆς βιοϊατρικῆς ἠθικῆς, τοῦ προγενετικοῦ ἐλέγχου, τῆς ἐξωσωματικῆς γονιμοποιήσεως, τῆς χρησιμοποιήσεως τῆς ψυχολογίας καί τῆς ψυχιατρικῆς στήν ἄσκηση τοῦ ποιμαντικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, τῆς εὐθανασίας, τῆς μεταμοσχεύσεως ἀνθρωπίνων ὀργάνων, τῆς κλωνοποιήσεως, τῆς ἐπεμβάσεως στόν γενετικό κώδικα DNA τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ζώου καί τοῦ φυτοῦ γιά τήν δημιουργία καλυτέρων εἰδῶν καί τῶν τριῶν αὐτῶν δημιουργημάτων τοῦ Θεοῦ;
Οἱ τέσσερεις αὐτές ὁμάδες ἐρωτημάτων, πού θέσαμε πρίν, ἴσως ἐξωτερικῶς νά μήν ἔχουν σχέση μέ τό γενικό θέμα τοῦ παρόντος Ὑπομνήματος περί Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνισμοῦ. Οὐσιαστικῶς καί ἐσωτερικῶς, ὅμως, συνδέονται, ἀφοῦ ἀφοροῦν ὅλες τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο, τίς σχέσεις μεταξύ τους καί τίς ἐφαρμογές τῆς Ἐπιστήμης, τῆς Θεολογίας καί τῆς ποιμαντικῆς διακονίας, ὥστε νά ὑπάρχη πλήρης ἁρμονία μεταξύ τους.
Ἐπαναλαμβάνουμε ἐδῶ ὅτι σκοπός τοῦ παρόντος Ὑπομνήματος περί Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνισμοῦ δέν εἶναι νά προκαλέσουμε ἤ νά προσβάλλουμε ἤ νά μειώσουμε στά μάτια τοῦ κόσμου κανέναν ἤ νά βροῦμε ἀφορμή πρός κατάκριση καί μετά νά ἀκολουθήση ἀπόσχιση, σχῖσμα στούς κόλπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου. Σκοπός μας εἶναι τά ἑξῆς ἁγιογραφικά ρητά : «Ἐρευνᾶτε τάς Γραφάς καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν» καί«Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς». «Οὗ τό Ἅγιον Πνεύμα, ἐκεῖ ἐλευθερία». Τέλος δέ, τό ρητό τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, πού λέει ὅτι «χωρίς τήν ἀνάγνωση τῶν Ἁγίων Γραφῶν, Παλαιᾶς καί Καινῆς Διαθήκης, δέν μπορεῖ νά σωθῆ κανείς».
Κείμενα
Ὡς περιπληπτικό ἐπίλογο τοῦ Ὑπομνήματος θεωροῦμε τά ἑπόμενα κείμενα, τά ὁποῖα καί παραθέτουμε μέ πολλή χαρά καί καύχηση ἐν Κυρίῳ
1) «Ἡ Ὀρθόδοξος πίστις ἡμῶν αὕτη πλοῦτος ἡμῶν, αὕτη δόξα, αὕτη γένος, αὕτη στέφανος, αὕτη καύχημα. Οὐκ ἀρνησόμεθά σε, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθά σου πατροπαράδοτον σέβας· ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν, καὶ σοὶ ζῶμεν, καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπὲρ σοῦ τεθνηξόμεθα». (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, Λειψία, αψξη΄, Β΄, σελ. 16, 23. Καί ἐν πρωτοπρεσβ. π. Θεοδώρου Ζήση, Ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι, ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 38. Καί ἐν Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα, τόμος Β΄, ἐκδ. Β. Ρηγοπούλου, ἔκδ. Β΄, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 28).
2) Ὁ ὅρκος τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου εἰς Ὥπην τό 324 μ.Χ.
(σέ συμπόσιο ἐνώπιον ἐννέα χιλιάδων (9.000) ἀξιωματούχων καί προυχόντων κάθε φυλῆς, Ἑλλήνων, Περσῶν, Μήδων…)
«Σᾶς εὔχομαι, τώρα πού τελειώνουν οἱ πόλεμοι, νά εὐτυχήσετε μέ τήν Εἰρήνη.Ὅλοι οἱ θνητοί, ἀπ'ἐδῶ καί πέρα νά ζήσουν σάν ἕνας λαός, μονοιασμένοι γιά τήν κοινή προκοπή. Νά θεωρεῖτε τήν Οἰκουμένην Πατρίδα σας, μέ κοινούς νόμους, ὅπου θά κυβερνοῦν οἱ ἄριστοι, ἀνεξαρτήτως φυλῆς. Δέν χωρίζω τούς ἀνθρώπους, ὅπως κάνουν οἱ στενόμυαλοι, σέ Ἕλληνες καί Βαρβάρους. Δέν μέ ἐνδιαφέρει ἡ καταγωγή τῶν πολιτῶν, οὔτε ἡ φυλή πού ἐγεννήθηκαν. Τούς καταμερίζω μέ ἕνα μόνον κριτήριον, την Ἀρετήν. Γιά μένα, κάθε καλός Ξένος, εἶναι Ἕλληνας καί κάθε κακός Ἕλληνας, εἶναι χειρότερος ἀπό Βάρβαρο.
Ἄν ποτέ σᾶς παρουσιασθοῦν διαφορές, δέν θά καταφύγετε στά ὅπλα, ἀλλά θά τίς λύσετε εἰρηνικά. Στήν ἀνάγκη θά σταθῶ ἐγώ διαιτητής σας.
Τόν Θεό δέν πρέπει νά τόν νομίζετε ὡς αὐταρχικό κυβερνήτη, ἀλλά ὡς κοινό πατέρα ὅλων...
Ἀπό μέρους μου, θεωρῶ ὅλους, ἴσους, λευκούς καί μελαμψούς (μαύρους). Καί θά ἤθελα νά μήν εἶσθε μόνο ὑπήκοοι τῆς Κοινοπολιτείας μου, ἀλλά μέτοχοι, ὅλοι συνέταιροι. Ὅσο περνάει ἀπό το χέρι μου, θά προσπαθήσω νά συντελεσθοῦν αὐτά, πού ὑπόσχομαι. Τόν  ὅρκον τοῦτον, πού ἐδώσαμε μέ τήν σπουδήν ἀπόψε, κρατήσετέ τον ὡς Σύμβολον Ἀγάπης».
(Τόν ὅρκο τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου ἀναφέρει ὁ Ἀλεξανδρινός φιλόσοφος Ἐρατοσθένης, 257-194 π.Χ., τρίτος διευθυντής τῆς Βιβλιοθήκης Ἀλεξανδρείας. Τόν ἄκουσε ἀπό πολλούς γέροντες αὐτήκοους ἀκροατές καί ὁ Ψευδο-Καλλισθένης Βιβλ. Γ΄, γ).
Εἶναι κήρυγμα ἀγάπης καί εἰρήνης. Μέ τόν ὅρκον αὐτόν ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἀναδεικνύεται σέ πρόδρομο τοῦ Χριστιανισμοῦ. Κανένας πολιτικός ἤ στρατιωτικός πρίν ἀπό τόν Μεγάλο Ἀλέξανδρο δέν ἔκανε τέτοιες ἐπισημάνσεις.  Καί ἔχει δίκηο ὁ  Φώτης Κόντογλου, πού τόν ἀποκαλεῖ πρόδρομο τοῦ Χριστοῦ.
3) Ἐθνικός Ὕμνος τῶν Ἑλλήνων
«Σέ γνωρίζω ἀπό την κόψη του σπαθιοῦ την τρομερή,                                                            σέ γνωρίζω ἀπό τήν ὄψη πού μέ βία μετράει τήν γῆ.
Ἀπ' τά κόκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά,                                                                   καί σάν πρῶτα ἀνδρειωμένη, χαῖρε, ὤ χαῖρε, ἐλευθεριά»!
(Διονυσίου Σολωμοῦ,Ὕμνος εἰς τήν ἐλευθερίαν)
4) Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κυπριανός, ἐθνομάρτυρας τῆς Κύπρου, εἶπε στόν Τοῦρκο Διοικητή τῆς Κύπρου τά ἑξῆς :
«Ἡ Ρωμηοσύνη ἔν φυλή συνόκαιρη τοῦ κόσμου,                                                       κανένας δέν εὑρέθηκεν γιά νά τήν ἰξηλείψη,                                                     κανένας, γιατί σκέπει την πού τἄψη ὁ Θεός μου.                                                                      Ἡ Ρωμηοσύνη ἔν νά χαθῆ, ὄντας ὁ κόσμος λείψη!                                                          Σφάξε μας οὕλλους κι ἄς γενῆ τό γαῖμα μας αὐλάκιν,                                                      Κάμε τόν κόσμον μακελλείον καί τούς Ρωμηούς τραούλλια,                                            ἀμμά 'ξερε πώς ἴλαντρον ὅταν κοιτῆ καβάκιν,                                                          τριγύρω του πετάσσονται τρακόσια παραπούλια.                                                                  Τό 'νίν ἀντάν νά τρώη τήν γῆν, τρώει τήν γῆν θαρκέται,                                                     μά πάντα ’κεῖνον τρώεται καί ’κεῖνον καταλυέται».
(Βασίλη Μιχαηλίδη, «Ἡ 9η Ἰουλίου 1821 ἐν Λευκωσία Κύπρου ἤ τό τραούδιν τοῦ Κυπριανοῦ», ἐν : Βασίλη Μιχαηλίδη, Ποιήματα, ἔκδ. Δημοκρατικοῦ Συμβουλίου Λεμεσοῦ, Κύπρος, Νοέμβριος 1972, σελ. 18).
5) Αὐτό δήλωσε πρόσφατα ἕνας γνωστός Γερμανός παιδαγωγός, ὁ καθηγητής Reinhard Krenzer, σέ ἕνα Ἕλληνα θεολόγο : «Ἐσεῖς, τά μικρά ἔθνη, κινδυνεύετε στήν Ἑνωμένη Εὐρώπη νά καταβροχισθῆτε ἀπό τά μεγάλα δικά μας ἔθνη. Ἔχουμε δέ ἀναπτύξει ἕνα τόσο μεγάλο τεχνολογικό πολιτισμό, πού δέν περιμένουμε νά πάρουμε ἀπό σᾶς τίποτε σ’αὐτόν τόν τομέα. Αὐτό, ὅμως, πού μπορεῖτε νά μᾶς προσφέρετε εἶναι ὁ πνευματικός πολιτισμός σας, πού μπορεῖ νά μᾶς ἐπανασυνδέση μέ τίς δικές μας ρίζες, πού δέν εἶναι μόνο ἡ Ἑλληνική ἀρχαιότητα, ἀλλά καί ἡ ἀρχαία πατερική παράδοση, τήν ὁποία ἐμεῖς ἔχουμε ἀρνηθεῖ ἤ χάσει».
(πατρός Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,«1992, Ἀπειλή ἤ ἐλπίδα», ἔκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας Ἐκκλησίας Ἑλλάδος, Ἀθήνα 1989, σελ. 49)
6) Μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κυροῦ Χριστοδούλου, Χαιρετιστήρια ὁμιλία στό Διεθνές Συνέδριο «Συνάντηση τῶν Ἀθηνῶν 1999» στήν Πνύκα, πού διοργάνωσε τό Οἰκονομικό Πανεπιστήμιο ἀπό 17 ἕως 19 Σεπτεμβρίου 1999 μέ γενικό θέμα «Οἰκονομικές προτεραιότητες στό κατώφλι τοῦ 21ου αἰῶνα». Ὁ μακαριστός κυρός Χριστόδουλος ὁμίλησε τήν 17η Σεπτεμβρίου 1999 μέ θέμα «Παγκοσμιοποίηση κυβερνητικῶν καί διοικητικῶν ἀποφάσεων. Τό μέλλον τοῦ κράτους καί τῆς ἐθνικῆς ταυτότητος σέ μιά παγκόσμια οἰκονομία». (Ἀντιγράφουμε τήν ὁμιλία αὐτή ἀπό τό περιοδικό «Πολύτεκνη Οἰκογένεια», ἐκδ. Πανελλήνιας Ἑνώσεως Φίλων τῶν Πολυτέκνων, ἔτος 22ο, ἀρ. 84, Ὀκτώβριος-Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1999, Ἀθήνα, σελ. 3 και 15) :
«Ἐπιτρέψτε μου ἐν πρώτοις νά καλωσορίσω ὅλους τούς Συνέδρους καί νά ἐκφράσω τήν χαρά μου, διότι ἡ «Συνάντηση τῶν Ἀθηνῶν» συγκεντρώνει καί ἐφέτος τόσο διακεκριμένους συνομιλητές.
Ἐπιτρέψτε μου, ἐπίσης, νά διατυπώσω μόνον μερικές νύξεις ἐπάνω στό καίριο θέμα μας, μέ τόν κίνδυνο νά φανῶ ἀφοριστικός μᾶλλον παρά τεκμηριωμένος, διότι ὁ χρόνος δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά ἀναπτύξω ὅσα θά ἔκρινα ἀναγκαῖα.
Διερωτῶμαι, κατ' ἀρχάς, ἐάν ὁ ὅρος εἶναι ὀρθός, ἐάν πράγματι πρόκειται γιά παγκοσμιοποίηση. Δέν ἔχουμε μιά νέα κατάσταση, ὅπου κάθε λαός εἰσφέρει τήν πολιτισμική, τεχνογνωσική καί οἰκονομική περιουσία του γιά τήν διαμόρφωση μιᾶς νέας, μιᾶς ὑπερεθνικῆς παγκόσμιας κοινότητας. Ἀντίθετα, ἔχουμε τήν ἐξαγωγή ἑνός μοντέλου, τήν ἐπιβολή σέ ὅλα τά ἔθνη τοῦ μοντέλου, πού ἔχει μία μόνον χώρα. Ὅποιος λοιπόν δέν θέλει νά παίζει μέ τίς λέξεις καί τήν πραγματικότητα, πού αὐτές ἐκφράζουν, θά ὁμιλοῦσε γιά ἐξαμερικανισμό τῶν ἐθνῶν μᾶλλον, παρά γιά παγκοσμιοποίηση, ἔστω κι ἄν δέν εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ ἀντίθετος μέ τόν ἐξαμερικανισμό.
Σ’ἕνα ἀνάλογο μέ τό δικό μας debate, πού διοργάνωσε τό ἀναμφισβητήτου κύρους περιοδικό «Foreign Policy», ὄργανο τοῦ Carnegie Endowment for International Peace, συμμετεῖχε καί ὁ David Rothkopf, διευθυντής τῆς ἑταιρείας πολιτικοῦ management τοῦ Henry Kissinger, ὁ ὁποῖος ἐδήλωσε κατηγορηματικά ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό «ἐπιβολή τοῦ ἀμερικανικοῦ μοντέλου». Ὑπογράμμισε μέ εὐθύτητα ὅτι συμφέρον τῶν Η.Π.Α. εἶναι νά καταργηθοῦν ὅλες οἱ ἐθνικές κληρονομιές καί οἱ ἐθνικές γλῶσσες. Τόνισε δέ ὅτι στήν πραγματικότητα, «τά οἰκονομικά καί πολιτικά συμφέροντα τῶν Ἡνωμένων Πολιτειῶν ἐγγυῶνται ὅτι, ἄν ὁ κόσμος προχωρήσει σέ μιά κοινή γλώσσα, αὐτή θά εἶναι ἡ Ἀγγλική· ὅτι, ἄν ὁ κόσμος προχωρήσει πρός κοινό σύστημα ἐπικοινωνιῶν, ἀσφάλειας καί ποιοτικῶν διακρίσεων, αὐτό θά εἶναι ἀμερικανικό· ὅτι, ἄν ὁ κόσμος ἀποκτήσει κοινή τηλεόραση, ραδιοφωνία καί μουσική, ὁ προγραμματισμός θά εἶναι ἀμερικανικός· κι ἄν ἀναπτυχθοῦν κοινές ἀξίες, θά εἶναι ἀξίες, πού θά κάνουν τόν Ἀμερικανό νά νοιώθει ἄνετα». Γι' αὐτό ἀκριβῶς, ὁ διευθυντής τῆς Ἑταιρείας Kissinger ἀπέφυγε τή χρήση τοῦ ὅρου παγκοσμιοποίηση καί πρόκρινε τόν ὅρο πολιτιστικός ἰμπεριαλισμός.
Στό ἴδιο αὐτό debate μετεῖχε ὁ πολύ καλά γνωστός σέ ὅλους μας Jacques Attali, ὁ ὁποῖος ἀνήσυχος προειδοποίησε ὅτι ἡ λεγόμενη παγκοσμιοποίηση ὁδηγεῖ στήν διάλυση τῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων καί κρατῶν, καί τήν ἀντικατάστασή τους «ἀπό πεινασμένες μή κρατικές ὀντότητες (πολυεθνικές, μαφία, καρτέλ ναρκωτικῶν, ἐμπόρων πυρηνικῶν κ.ἄ.),πού θά ἐπιβάλλουν τίς ἀξίες, πού τίς συμφέρει. Καί τό κείμενό του καταλήγει μέ μιάν ἔκκληση πρός ὅλους μας : « Ἡ σωτηρία τοῦ πολιτισμοῦ εἶναι στά χέρια μας».
Σᾶς ὀμολογῶ ὅτι τό θέμα μας μέ ἀπασχολεῖ συνεχῶς ἐδῶ καί χρόνια. Ὡστόσο, αὐτά τά δυό κείμενα κράτησαν ἰδιαίτερα τήν προσοχή μου. Τό ἕνα, γιατί θέτει τό ζήτημα ὠμότατα καί χωρίς ἀσάφειες : πέρα ἀπό τίς ὅποιες οἰκονομικές καί τεχνολογικές ὑψιπετεῖς ἀναλύσεις, στήν πραγματικότητα μιλᾶμε γιά τόν ἀμερικανικό ἰμπεριαλισμό. Τό ἄλλο, γιατί, γραμμένο ἀπό στραμμένο πρός τό μέλλον διαμορφωτή πολιτικῆς τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης, προειδοποιεῖ μέ χαρακτηριστική ἐνάργεια γι' αὐτό, πού ἡ ἀμερικανική πολιτική ἡγεσία δέν φαίνεται νά κατανοεῖ : ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση θά καταστρέψει τίς ἐθνικές ταυτότητες, τίς γλῶσσες καί παραδόσεις, ὄχι ὅμως γιά νά δώσει τά ἠνία τοῦ κόσμου στήν ἀφελέστατη (ἴσως) πολιτική ἡγεσία τῆς Ουάσιγκτων, ἀλλά γιά νά τά δώσει στά χέρια τῶν ἀοράτων νονῶν τοῦ παγκοσμίου ἐγκλήματος, στά χέρια τῶν πανίσχυρων ἐκείνων, πού θησαυρίζουν ἀπό τήν βιολογική καί ἠθική ἐξόντωση τοῦ ἀνθρώπου.
Ποιός, ἀλήθεια, ἀπό ἐμᾶς ἐδῶ ἀδυνατεῖ νά κατανοήσει στά χέρια τίνων θά περάσει ὁ ἀπόλυτος ἔλεγχος τῶν media; Μήπως στά χέρια δύο-τριῶν Ἀμερικανῶν ἐπιχειρηματιῶν; Θά ἦταν ἀπιστεύτως ρομαντική μιά τέτοια ὑπόθεση. Σέ ποιόν θά περάσει ὁ ἔλεγχος τῆς πολιτικῆς ζωῆς; Στά χέρια πέντε-δέκα χορηγῶν τῶν κομμάτων; Ἀγγίζει τά ὅρια τοῦ γελοίου ἡ ἐρώτηση. Ποιοί, λοιπόν, θά εἶναι αὐτοί, πού θά ἐλέγχουν τήν πολιτιστική μας ζωή; Κάποιοι πλούσιοι τραπεζίτες μήπως; Ἄς μή τολμήσουμε νά ἀπαντήσουμε.
Θά πρέπει, ὅμως, νά δείξω τό νόμισμα καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά : ὑπό τούς ὅρους αὐτούς, ὅσοι ἀντισταθοῦμε στήν διάλυση τῶν ἐθνικῶν ταυτοτήτων καί γλωσσῶν, θά ἀντισταθοῦμε ὄχι στόν ἀμερικανικό ἰμπεριαλισμό, ἀλλά στήν ἐπικυριαρχία τοῦ διεθνοῦς ἐγκλήματος.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό μεγαλύτερο ἐπιχείρημα ὑπέρ τῆς παγκοσμιοποίησης εἶναι ὅτι πρόκειται γιά ἀναπόφευκτη κατάσταση. Ἀναπόφευκτες, ὅμως, εἶναι πολλές συμφορές, ἀλλά αὐτό δέν μᾶς ὑποχρεώνει νά μεταβληθοῦμε σέ χειροκροτητές τῶν συμφορῶν. Τό ἀντίθετο, μᾶς ὑποχρεώνει νά βροῦμε τρόπους ἐπιβίωσης τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ πολιτισμοῦ.
Ἕνα δεύτερο ἐπιχείρημα εἶναι ὅτι ἡ παγκοσμιοποίηση θά διευκολύνει ἀπίστευτα τήν οἰκονομική ἀνάπτυξη, τήν κυριαρχία τῆς ἐλεύθερης ἀγορᾶς. Aὐτό τό ἐπιχείρημα, ὁ διευθυντής τῆς Ἑταιρείας Kissinger τό χαρακτηρίζει καρότο, πού θά ὁδηγήσει τά ἔθνη στήν ἀποδοχή τῆς παγκοσμιοποίησης.
Ἀλλά, ὁ Εὐρωπαϊκός πολιτισμός εἶναι τό προϊόν μιᾶς παράλληλης δράσης δύο στοιχείων : τῆς ἐλεύθερης οἰκονομίας καί τῆς κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης. Πληρώσαμε πάρα πολύ ἀκριβά, ὅλοι οἱ Εὐρωπαῖοι, κάθε προσπάθεια κατάργησης αὐτῆς τῆς παραλληλίας.
Ἐπί πλέον, πρέπει καί πάλι νά δοῦμε τήν ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος : ἡ παγκοσμιοποίηση θά ἀνεβάσει στό ἐπίπεδο τοῦ Εὐρωπαίου τόν δυστυχῆ Ταϋλανδό ἐργάτη, πού τώρα δουλεύει γιά ἕνα μικρό κομμάτι ξερό ψωμί, ἤ μήπως θά εἶναι ἀποτελεσματικώτερη, ἄν κατεβάσει τόν Εὐρωπαῖο σέ ἐπίπεδο παρόμοιο μέ τοῦ Ταϋλανδοῦ;
Τελειώνοντας, θά ἤθελα νά ἐπιστρέψω στήν ἔκκληση τοῦ Ἀτταλί. Μποροῦμε, ἀλήθεια, νά ἐμποδίσουμε τήν καταβύθιση τοῦ πολιτισμοῦ μας στήν ἄβυσσο μιᾶς πανίσχυρης παγκοσμιοποίησης, χωρίς νά δοῦμε ποιό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ μας ἐγέννησε τήν ἀπειλή αὐτῆς τῆς ἀβύσσου; Στήν ἐκκλησιαστική γλώσσα θά ἐλέγαμε : Μποροῦμε νά σωθοῦμε, ἄν δέν μετανοήσουμε;
Καί μή μέ ρωτήσετε γιά ποιό πράγμα θά πρέπει νά μετανοήσουμε. Ἐλπίζω ὅτι ὅλοι θά ἔχουμε σέ κάποιες ὧρες μας ἀναρωτηθεῖ ποῦ πηγαίνει ἕνας πολιτισμός, ὅταν ἀναγορεύει τήν οἰκονομική ἀνάπτυξη σέ αὐτοσκοπό, δίνοντάς της τό δικαίωμα νά γίνεται βωμός τοῦ Μολώχ. Ὅλοι θά ἔχουμε ἀναρωτηθεῖ πῶς μπορεῖ νά ὀνομάζεται ἀναπτυξιακή μιά οἰκονομία, πού δέν ὑπολογίζει στό κόστος της τήν καταστροφή τοῦ πλανήτη καί τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή τοῦ περιβάλλοντος καί τοῦ πολιτισμοῦ.
Εὔχομαι ἡ Συνάντηση σας νά ἔχει ἀνοικτούς ὁρίζοντες καί νά κοιτάξει τό ζήτημα μέ τρόπο, πού θά εἶναι ἀληθινά χρήσιμος στήν κοινωνία».
7) Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Διδαχές καί Βιογραφία (φιλολογική παρουσίαση ὑπό Ἰωάννου Β. Μενούνου), ἐκδ. Τῆνος, Ἀθήνα, σελ. 240 :
«Τοῦτο σας λέγω πάλιν καί σᾶς παραγγέλω : κἄν ὁ οὐρανός νά κατέβη κάτω, κἄν ἡ γῆ νά ἀνέβη ἀπάνω, κἄν ὅλος ὁ κόσμος νά χαλάση, καθώς μέλλει νά χαλάση σήμερον αὔριον, νά μή σᾶς μέλη τί ἔχει νά κάνη ὁ Θεός. Τό κορμί σας ἄς σᾶς τό καύσουν, ἄς σᾶς τό τηγανίσουν, τά πράγματά σας ἄς σᾶς τά πάρουν, μή σᾶς μέλλει, δῶστε τα, δέν εἶναι ἐδικά σας. Ψυχή καί Χριστός σᾶς χρειάζεται. Ἐτοῦτα τά δύο ὅλος ὁ κόσμος νά πέση, δέν ἠμπορεῖ νά σᾶς τά πάρη, ἔξω ἄν τύχη καί τά δώσετε μέ τό θέλημά σας. Αὐτά τά δύο νά τά φυλάγετε, νά μήν τύχη καί τά χάσετε».
8) Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν, «Πῶς θά ἀναδιοργανώσουμε τήν Ρωσία μας; Σκέψεις στό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου», ἔκδ. Νέα Σύνορα – Α. Α. Λιβάνη, μετάφραση Ἀγγέλα Βερυκοκάκη - Ἀρτέμη, Ἀθήνα 1991, σελ. 55 καί 92-95 :
«… Οἱ Νέοι τῆς Δύσης γίνονται γελοῖοι, ἐπειδή τά ἔχουν ὅλα. Οἱ δικοί μας (νέοι Ρώσοι δηλαδή), πού δέν ἔχουν τίποτε, ἀντιγράφουν ἀπερίσκεπτα τίς διασκεδάσεις τους (τῶν νέων τῆς Δύσεως δηλαδή). Κι ἡ σημερινή μας τηλεόραση διοχετεύει σέ ὅλη τήν χώρα αὐτά τά ἀκάθαρτα ρεύματα. (Τό νά διαμαρτύρεσαι γι’αὐτό σέ μετατρέπει σέ μαῦρο συντηρητικό. Ὅμως, εἶναι ἐποικοδομητικό νά σημειωθεῖ ὅτι, μέ ἀφορμή ἕνα παρόμοιο φαινόμενο, ἀγωνιώδεις φωνές ἀκούγονται καί στό Ἰσραήλ : «Ἡ ἑβραϊκή πολιτιστική ἐπανάσταση δέν ἔγινε, γιά νά συνθηκολογήσει ἡ χώρα μας μπροστά στόν ἀμερικανικό πολιτιστικό ἰμπεριαλισμό (ἐπεκτατισμό) καί τά ὑποπροϊόντα του, μπροστά στά πνευματικά σκουπίδια τῆς Δύσης…») (σελ. 55).
(σελ. 92-95) Ὁ λόγος εἶναι περί τῶν πολιτικῶν κομμάτων :
«…Τό φαινόμενο τῶν κομμάτων εἶναι ἀρχαῖο καί εἶχε γίνει κατανοητό ἀπό πολύ καιρό, στόν βαθμό, ὥστε ἤδη ὁ Τῖτος Λίβιος νά γράφει : «Ἡ διαμάχη μεταξύ τῶν κομμάτων εἶναι, καί θά εἶναι πάντα, μιά συμφορά χειρότερη ἀπό τόν πόλεμο, τόν λιμό, τήν πανούκλα ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη θεϊκή μάστιγα».
«Κόμμα» σημαίνει κομμάτι. Ἡ διαίρεση σέ κόμματα εἶναι διαίρεση σέ κομμάτια. Ἕνα κόμμα τοῦ λαοῦ ποιόν ἔχει ἀντίπαλο; Ὁλοφάνερα ὅλο τόν ὑπόλοιπο λαό, πού δέν τό ἀκολουθεῖ. Κάθε κόμμα πασχίζει πρῶτα ἀπό ὅλα γιά τόν ἑαυτό του, γιά τά μέλη του, κι ὄχι γιά ὁλόκληρο τό Ἔθνος. Τό ἐθνικό συμφέρον ὠχριᾶ μπροστά στούς κομματικούς στόχους. Αὐτό, πού προέχει γιά τό κόμμα, εἶναι ὅ,τι τοῦ χρειάζεται, γιά νά ἐπανεκλεγεῖ τήν ἑπομένη φορά. Ἄν κάποιο μέτρο χρήσιμο γιά τό κράτος καί τόν λαό προέρχεται ἀπό ἕνα κόμμα, πού μᾶς εἶναι ἐχθρικό, εἶναι θεμιτό νά μήν τό ὑποστηρίξουμε. Τά συμφέροντα τῶν κομμάτων, ἀλλά καί ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή τους ἄλλωστε δέν συμπίπτουν καθόλου μέ τά συμφέροντα τῶν ψηφοφόρων. Ὁ Σ. Κριγιανόφσκι θεωροῦσε ὅτι τά ἐλαττώματα καί ἡ κατάρρευση ἀκόμα τοῦ κοινοβουλευτικοῦ καθεστῶτος, ὀφείλονται ἀκριβῶς στά κόμματα, πού ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Ἔθνους καί τήν ἴδια τήν ἔννοια τῆς πατρίδας. Ἡ διαμάχη τῶν κομμάτων ἀντικαθιστᾶ τήν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, εἶναι μιά μάχη γιά τό κῦρος τοῦ κόμματος καί γιά τήν κατάκτηση κομματιῶν τῆς ἐκτελεστικῆς ἐξουσίας. Οἱ ἡγετικές ὁμάδες τῶν πολιτικῶν κομμάτων μετατρέπονται ἀναπόφευκτα σέ ὀλιγαρχίες. Καί σέ ποιόν λογοδοτοῦν τά κόμματα, ἄν ὄχι στίς ἴδιες τους τίς ἡγεσίες; Ἕνα ζήτημα, πού δέν προβλέπεται σέ κανένα καταστατικό.
Ὁ ἀνταγωνισμός μεταξύ τῶν κομμάτων ἀλλοιώνει ταἠν λαϊκή θέληση. Ἡ ἴδια ἡ ἀρχή τῆς ἔνταξης σέ ἕνα κόμμα πνίγει τήν προσωπικότητα καί τόν ρόλο της˙ κάθε κόμμα εἶναι μιά ἁπλούστευση καί ἕνας ἐκχυδαϊσμός τοῦ ἀτόμου. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἰδέες – τό κόμμα ἔχει ἰδεολογία.
Τί μποροῦμε νά εὐχηθοῦμε σήμερα γιά τήν μελλοντική Ἕνωση τῆς Ρωσίας;
Καμμιά ριζοσπαστική ἀποφαση, πού νά ἀφορᾶ τά πεπρωμένα τοῦ κράτους, δέν εἶναι ἁρμοδιότητα τῶν κομμάτων καί δέν μπορεῖ νά ἀνατεθεῖ σέ αὐτά. Ἀφῆστε τά κόμματα νά ὀργιάζουν καί θά δεῖτε τό τέλος τῶν ἐπαρχιῶν μας, τήν πλήρη ἀποκτήνωση τῆς ὑπαίθρου μας. Ἄς μήν δώσουμε στούς «ἐπαγγελματίες πολιτικούς» τήν δυνατότητα νά ὑποκαταστήσουν οἱ ἴδιοι τήν φωνή τῆς χῶρας. Γιά ὅλα ὅσα καθιστοῦν ἀναγκαῖες τίς ἐπαγγελματικές γνώσεις, ὑπάρχει ὁ μηχανισμός τῶν ὑπαλλήλων τοῦ κράτους.
Κάθε κόμμα, ὅπως καί κάθε συνεταιρισμός ἤ σωματεῖο, θά ὑπάρχει ἐλεύθερα, οὔτε περισσότερο οὔτε λιγώτερο, θά ἐκφράζει καί θά ὑπερασπίζεται ὁποιαδήποτε ἄποψη, ὅμως θά πρέπει νά εἶναι δημόσιο, καταγεγραμμένο μαζί μέ τό πρόγραμμά του. (Κάθε μυστική ἕνωση ἀντίθετα θά διώκεται ὡς ἐγκληματική, ὡς συνωμοσία ἐναντίον τῆς κοινωνίας). Ὅμως, δέν θά εἶναι ἀνεκτή ἡ ἀνάμειξη τῶν κομμάτων στίς διαδικασίες τῆς παραγωγῆς, τῆς διοίκησης, τῆς παιδείας : ὅλα αὐτά εἶναι ἔξω ἀπό τήν πολιτική.
Σέ ὅλες τίς ἐκλογές, πού θά γίνονται ἀπό τό κράτος, τά κόμματα, ὅπως καί ὁποιεσδήποτε ἀνεξάρτητες ὁμάδες, θά δικαιοῦνται νά προτείνουν ὑποψηφίους, νά κάνουν προπαγάνδα γι’αὐτούς, ἀλλά χωρίς τήν κατάρτιση κομματικῆς λίστας. Ἐκλέγονται ἄτομα, ὄχι κόμματα. Ὡστόσο, ἕνας ἐκλεγμένος βουλευτής θά πρέπει γιά ὅλη τήν διάρκεια τῆς θητείας του νά ἐγκαταλείπει τό κόμμα, στό ὁποῖο θά ἀνήκει, καί νά δρᾶ μόνο μέ βάση τήν προσωπική του εὐθύνη ἐνώπιον ὁλόκληρης τῆς μάζας τῶν ἐκλογέων. Ἡ ἐξουσία εἶναι ἱερό πρᾶγμα, ἀποστολή της εἶναι νά ὑπηρετεῖ καί δέν θά πρέπει νά γίνεται ἀντικείμενο ἀνταγωνισμοῦ τῶν κομμάτων.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ : Σέ ὅλους τούς βαθμούς διακυβέρνησης τοῦ κράτους, ἀπό τήν βάση μέχρι τήν κορυφή, ἀπαγορεύεται νά σχηματίζονται ὁμάδες ἀπό μέλη τοῦ ἰδίου κόμματος. Καί πρέπει νά πάψει νά ὑπάρχει ἡ ἔννοια τοῦ «κυβερνητικοῦ κόμματος» ».
Σημείωση : Δέν πρέπει νά σχηματίσουμε τήν ἐντύπωση ἀπό τά ἀνωτέρω προαναφερθέντα ὅτι ὁ Νομπελίστας λογοτέχνης, ἀντιστασιακός, ὀρθόδοξος Ρῶσσος, πιστός καί πατριώτης, Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν, εἶναι φιλομοναρχικός, φιλοβασιλόφρων, ἄκρος δεξιός καί στεῖρος συντηρητικός. Ἀντιθέτως, εἶναι βαθύτατα φιλελεύθερος, δημοκρατικός, ἀνοιχτόμυαλος, προοδευτικός καί γνώστης τόσον τοῦ καπιταλισμοῦ, ὅσον καί τοῦ κομμουνισμοῦ, τόσον τῆς δυτικῆς, νοησιαρχικῆς, σχολαστικῆς θεολογίας, ζωῆς καί πολιτισμοῦ, ὅσον καί τῆς νηπτικῆς, εὐχαριστιακῆς, νοοκαρδιακῆς, ἐμπειρικῆς Θεολογίας, Ζωῆς καί Πολιτισμοῦ. Συγχρόνως, ὅμως, εἶναι ὁμολογητής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ἥρωας τῆς Ρωσσίας. Ἔζησε καί ἀγωνίστηκε «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος του τήν ἐλευθερία».
Γιά νά μή νομισθεῖ ὅτι ὁ Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν εἶναι ὁ «τελευταῖος τῶν Μοϊκανῶν», δηλαδή εἶναι ὁ μόνος, πού πρεσβεύει τά πιό πάνω, παραπέμπουμε στά ἑξῆς πρόσωπα καί βιβλία :
α) Ὅλα τά βιβλία τοῦ κ. Νικολάου Ψαρουδάκη, ἔκδ. Μήνυμα (Βιβλιοπωλεῖο «Χριστιανικῆς Δημοκρατίας») Ἀθήνα.
β) Ὅλα τά βιβλία τοῦ κ. Στέλιου Παπαθεμελῆ, ἰδίως τά ἀκόλουθα :
ι) «Τούτην τήν πατρίδα τήν ἔχουμε ὅλοι μαζί» (ἔκδ. Καστανιώτης)
ιι) «Ἀντιστεκόμαστε» (ἔκδ. Καστανιώτης)
ιιι) «Τό ἅλας τῆς γῆς ἤ περί Ὀρθοδοξίας καί πολιτικῆς» (ἔκδ. Παρουσία, Ἀθήνα, Δεκέμβριος 1999)
γ) Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου Ἐγκλείστου, «Ἡ Ὀρθοδοξία ὡς πολιτική διακονία» (Συλλογικός Τόμος), Σειρά Συνάντηση, ἀρ. 1, Λευκωσία 1984. Ἄς προσεχθεῖ στόν τόμο αὐτό, ἡ μελέτη τοῦ ἐλλογιμωτάτου κ. Σταύρου Φωτίου,«Ὀρθοδοξία καί πολιτιστικός ἰμπεριαλισμός» (Μιά ἀναφορά στόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη), σελ. 101 – 146.
Ἐπίσης, ὁ Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν γράφει : «Για ὅλα ὅσα καθιστοῦν ἀναγκαῖες τίς ἐπαγγελματικές γνώσεις, ὑπάρχει ὁ μηχανισμός τῶν ὑπαλλήλων τοῦ κράτους» (σελ. 94).
Σχολιάζοντας τήν πρόταση αὐτή, θά λέγαμε πώς ἀναφέρεται σέ ἕνα μεταβατικό στάδιο παροχῆς ἐπιστημονικῶν γνώσεων πάσης φύσεως γιά ἔργα ὑποδομῆς, ἐπιστήμης, ἀνθρωπίνων σχέσεων, ἐσωτερικῆς καί ἐξωτερικῆς, διοικητικῆς καί ἐθνικῆς πολιτικῆς κλπ. Μᾶλλον, ἴσως νά ἐννοεῖ ἐδῶ τήν γραφειοκρατική μηχανή, πού ὁπωσδήποτε πρέπει νά βελτιωθῆ, νά συντομευθῆ ἡ διαδικασία παροχῆς ὑπηρεσιῶν ἀπό τό κράτος, ἀλλά καί νά συνεργασθῆ τό κράτος μέ ἰδιωτικές πλέον ἐπιχειρήσεις πάσης φύσεως, μέ τά πανεπιστήμια, τίς βιομηχανίες, τόν στρατό, τό ναυτικό, τήν ἀεροπορία, τούς ἀγρότες, τούς κτηνοτρόφους, τούς ψαράδες κλπ. : Ἐλεύθερη ἐλεγχόμενη ἀγορά καί κοινωνική ἀλληλεγγύη, κράτος δικαίου καί οἰκονομικοῦ παρεμβατισμοῦ γιά τήν προστασία τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ἐλευθερίας, γνώμης, ἐκλέγειν καί ἐκλέγεσθαι, συνεταιρισμοῦ, συμπράξεως, συστάσεως ὁμίλων, σωματείων, ἐπιχειρήσεων, φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, οἰκημάτων καί νοσοκομείων κλπ.
9) Ἡ συνεργασία βέβαια Κράτους καί Ἐκκλησίας καθορίζεται ὡς ἑξῆς : «Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἐν τῷ κόσμῳ, ἀλλά ὄχι ἐκ τοῦ κόσμου». Βοηθάει νά φιλανθρωποποιηθοῦν οἱ κρατικοί καί ἰδιωτικοί θεσμοί, οἱ ἰδέες, τά κόμματα, οἱ ἐπιχειρήσεις καί οἱ ἄνθρωποι νά αἰσθάνωνται τό κράτος «ὡς προθάλαμο τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, πού βιώνεται ἀπό ἐδῶ καί τώρα στήν κάθε Θεία Λειτουργία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας». Μέσα σέ αὐτό τό ὀρθόδοξο λειτουργικό πλαίσιο κινεῖται, δρᾶ, στέκεται, διανοεῖται, αἰσθάνεται, ζεῖ δηλαδή ὁ Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν.
Ἄλλωστε ἐφαρμόζει στήν ζωή του καί ἐμπνέεται, ὅταν γράφη, ἀπό «τήν θεολογίαν τῆς ἐνσαρκώσεως, ὡς ἐξεφράσθη εἰς τήν Δ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον, δηλαδή τῆς ἑνώσεως τῶν δύο φύσεων εἰς τήν Ὑπόστασιν τοῦ Λόγου, καί μάλιστα ὡς ἐβιώθη ἱστορικῶς κατά τήν μακραίωνα πορείαν τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἐάν ἡ πλειονότης ἑνός Ἔθνους – Κράτους δέν θέλη αὐτήν τήν ἑνότητα (Κράτους - Ἐκκλησίας δηλαδή), ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά ἐπιμένη εἰς αὐτήν, ὡς σεβομένη τήν ἐλευθερίαν τοῦ ἀνθρώπου».
Καί συνεχίζει ὁ μακαριστός Ἀρχιμ. κυρός Γεώργιος Καψάνης, προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, γιά τίς σχέσεις Ἐκκλησίας καί Κράτους, λέγοντας πώς : «Εἰς τήν περίπτωσιν τῆς Πατρίδος μας (Ἑλλάδος δηλαδή, ἑπομένως καί διά κάθε ὀρθόδοξο ἔθνος-κράτος), ἡ μεγίστη πλειονότης τοῦ Ἑλληνορθοδόξου Λαοῦ θέλει αὐτήν τήν συζυγίαν καί δι’αὐτό ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά παραιτηθῆ ἀπό τήν ἀξίωσίν της ἡ ἑνότης αὐτή νά μή διασπασθῆ, διότι τό θέλει καί τό ἀπαιτεῖ μία μειονότης Ἑλλήνων.
Ἐάν ἡ Ἐκκλησία συμφωνοῦσε ἤ ἐσιωποῦσε σέ αὐτήν τήν προσπάθεια τῶν ὀλίγων, θά ἐπρόδιδε τήν θεολογίαν της, τήν ἱστορίαν της, τήν παράδοσίν της καί τόν σκοπόν, διά τόν ὁποῖον ὑπάρχει εἰς τόν κόσμον. Οὔτε εἶναι δυνατόν νά δεχθοῦμε ὅτι ὁ προκείμενος ἀγών τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι λόγος Θεοῦ. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν ἐκφέρεται ἀσχέτως πρός τά συγκεκριμένα προβλήματα ἤ ἀνάγκας τῶν ἀνθρώπων καί τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ὡς συγκεκριμένη ἀπάντησις εἰς τάς συγκεκριμένας καταστάσεις καί μάλιστα τάς καταστάσεις, κατά τάς ὁποίας ἐμμέσως ἤ ἀμέσως ὁ ἀνθρώπινος λόγος θέλει νά ὑποκαταστήση τόν θεῖον λόγον».
(Χαιρετισμός μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτου κυροῦ Γεωργίου Καψάνη στήν ἐκδήλωση τῆς Ἑταιρείας Ὀρθοδόξων Σπουδῶν μέ θέμα «Οἱ νέες ταυτότητες. Προβληματισμοί καί προοπτικές», 13-6-2000, στήν αἴθουσα τελετῶν τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἐν : περιοδικόν «Θεοδρομία», τεῦχος 6, Ἀπρίλιος - Ἰούνιος 2000, σελ. 27-28).
10) Τό κείμενο, πού ἀκολουθεῖ, ἀποτελεῖ μετάφραση ὑπό Ἁγιορειτῶν Πατέρων ἀπό τό πρωτότυπο γαλλικό κείμενο, πού βρίσκεται στή βιβλιοθήκη τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν Θεσσαλονίκης.
ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΠΠΟΔΙΣΤΡΙΑ                                                         ΠΡΟΣ ΤΟ ΥΠΟΔΟΥΛΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΓΕΝΟΣ
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΒΕΛΤΙΩΣΕΩΣ                                          ΤΩΝ ΠΕΠΡΩΜΕΝΩΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Κέρκυρα 6/18 Ἀπριλίου 1819
Τέκνα τῆς Ἁγίας Μητέρας μας Ἐκκλησίας,
Εἴμαστε ὅλοι ἀδέλφια˙ συνδεδεμένοι μέ κοινές δυστυχίες, ὁδηγηθήκαμε ὅλοι στό νά βοηθοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον˙ φωτισμένοι ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν λαθῶν μας, σπουδασμένοι ἀπό ἐδῶ καί πέρα στό σχολεῖο τῶν συμφορῶν, οἱ ὁποῖες προέκυψαν ἀπό αὐτά καί οἱ ὁποῖες μᾶς καταθλίβουν, φτάσαμε ἤδη σέ ἕναν ὁρισμένο βαθμό ὡριμότητας, διότι ὅλοι μας εἴμαστε ἐξίσου ἐντυπωσιασμένοι ἀπό μία πεποίθηση˙ ὅτι δηλαδή ὀφείλουμε νά βοηθᾶμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον, χωρίς ὅμως νά παρεκκλίνουμε καθόλου ἀπό τίς ἀρχές τίς καθιερωμένες ἀπό τήν ἠθική αὐτῆς τῆς ἁγίας θρησκείας, στή μόνην πού ὀφείλουμε νά συγκροτήσουμε ἕνα ἔθνος, νά ὑποφέρουμε ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς πεποιθήσεως, νά συλλάβουμε τό βαθύ νόημα τῶν δεινῶν μας καί νά αἰσθανθοῦμε τήν ἀνάγκη νά ἀπαλλαγοῦμε γιά πάντα ἀπό αὐτά. Ἡ πορεία, πού ἀκολουθοῦμε ἐδῶ καί μερικά χρόνια, μέ την προοπτική νά ἐπιτύχουμε αὐτόν τόν σκοπό, εἶναι χωρίς ἀντίρρηση ἡ ἀληθινή. Ἔχει ὡς ὁδηγό τίς ἀρχές τοῦ Εὐαγγελίου καί εἶναι μέσα στή φύση τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων.
Κάνουμε τό καλό στούς συμπατριῶτες μας χάριν μόνον τῆς ἀγάπης τοῦ καλοῦ καί χωρίς ὁποιοδήποτε ἄλλο συμφέρον˙ μέ αὐτό βελτιώνουμε τήν σημερινή ζωή τους καί τούς προετοιμάζουμε ἔτσι γιά τά μεγάλα πλεονεκτήματα ἑνός ἠθικοῦ καί χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ˙ δέν ἀναμιγνυόμεθα καθόλου στήν δημιουργία αὐτοῦ τοῦ πολιτισμοῦ πάνω στίς βάσεις ἑνός αὐθαίρετου συστήματος ἤ ἑνός τέτοιου, πού θά τό ὑπαγόρευαν οἱ περιστάσεις, ἀλλά ἀφήνουμε αὐτό τό μεγάλο ἔργο στήν Θεία Πρόνοια, ἡ ὁποία μόνη εἶναι ὁ διαιτητής τῶν ἐθνῶν.
Τέτοιες εἶναι γενικά οἱ ὁδηγίες, πού ἀκολουθοῦν οἱ Ἕλληνες, καλεσμένοι ἀπό τήν ἀφοσίωσή τους στήν ὑπηρεσία τῆς πατρίδος μας˙ οἱ μέν ἐργαζόμενοι οἱ ἴδιοι γιά τήν καλύτερη ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους, οἱ δέ εὐνοώντας μέ εὐγενεῖς θυσίες τίς φιλολογικές προθέσεις ἀνάμεσά μας καί στηρίζοντας μέ τά μέσα τούς φτωχότερους ἀνάμεσα στούς νέους Ἕλληνες, οἱ ὁποῖοι φοιτοῦν στίς εὐρωπαϊκές ἀκαδημίες.
Ἡ φιλολογική ἐκπαίδευση δέν εἶναι ὡστόσο ἡ μόνη, πού ἔχουμε ἀνάγκη˙ ἡ πατρίδα ἀπαιτεῖ μία ἄλλη. Πρόκειται γιά τήν ἠθική.
Ἡ ἠθική ἐκπαίδευση ὀφείλει νά ἔχει σάν σκοπό ἀφενός μέν νά προβάλει τούς ἀνθρώπους, πού εἶναι ἄξιοι σεβασμοῦ καί ἐμπιστοσύνης ἐκ μέρους τοῦ ἔθνους, ἀφετέρου δέ νά συνηθίσει σταδιακά τό ἔθνος νά σέβεται, νά ἀκούει καί νά πιστεύει αὐτούς τούς ἀνθρώπους.
Ἐάν οἱ ἐποχές, ὅπου τά πάντα ὑπόσχονταν στήν πατρίδα μας τό πιό ἀξιοπρεπές καί εὐτυχισμένο μέλλον, πέρασαν, παίρνοντας μαζί τους τίς καλύτερές μας ἐλπίδες, αὐτό ὀφείλεται στό ὅτι οἱ ἄνθρωποι, ἀπό τούς ὁποίους αὐτή ἡ πατρίδα ἐπρόκειτο νά ἀποτελεῖται, δέν ἦταν ἀκόμη φτιαγμένοι οὔτε νά ἀκοῦνε τήν σεβάσμια φωνή τῆς ἀλήθειας οὔτε νά εἰσακούονται ἀπό τήν μάζα τῶν συμπολιτῶν μας : Λίγα φῶτα, καμία ἐμπειρία, καθόλου χρήση τοῦ κόσμου καί λιγότερα ἀκόμη ἤθη ἀποτελοῦσαν ὅλη τήν κληρονομιά μας ἐκείνων τῶν ἐποχῶν. Ζοῦμε δύσκολα σ' αὐτήν τήν φτώχεια τῶν μέσων, ὅταν βρισκόμαστε ἐν μέσῳ μιᾶς καταστάσεως συνηθισμένων πραγμάτων. Πῶς, λοιπόν, νά ἀπαιτήσουμε νά βγοῦμε ἀπό αὐτήν ἤ νά δημιουργήσουμε μία καλύτερη;
Ὁ ἄνθρωπος, πού μόλις ἀποτίναξε τόν ζυγό, μπορεῖ νά φέρει γρήγορα τό πνεῦμα του σέ φιλελεύθερες ἀντιλήψεις, ἀλλά, γιά νά ἐφαρμόσει αὐτές τίς ἰδέες, χρειάζονται περισσότερα, χρειάζεται ἡ καρδιά αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου νά εἶναι προικισμένη μέ φωτισμένη καλοσύνη, τέτοια ὅπως ἐκείνη, πού διδαχθήκαμε ἀπό τό Εὐαγγέλιο : ἔξω ἀπό αὐτό τίποτα τό πραγματικό καλό.
Οἱ Φιλελεύθερες ἀντιλήψεις ἤ παραμένουν στόν κόσμο τῶν ἀφηρημένων ἐννοιῶν, ὁπότε μένουν χωρίς ἀποτέλεσμα, ἤ γίνονται τό μέσο τῆς φιλοδοξίας καί τοῦ προσωπικοῦ συμφέροντος, ὁπότε χάνουν ὅλα τους τά θέλγητρα : ἀντί νά γίνουν ἀγαπητές, γίνονται ἀπεχθεῖς στό λαό : ὁ πολιτισμός του δέν μπορεῖ νά προχωρήσει˙ ὀπισθοχωρεῖ.
Ἄς συνειδητοποιήσουμε τίμια τά γεγονότα, πού καλύπτουν τό ἤμιση τοῦ αἰώνα μας˙ ἄς κατέβουμε μέ περισυλλογή στό βάθος τῶν συνειδήσεών μας˙ ἄς διερευνήσουμε αὐτές τῶν συμπατριωτῶν μας, οἱ ὁποῖοι βρέθηκαν σέ θέση νά μᾶς παράσχουν κάποια ὑπηρεσία καί ἔχασαν τίς ὡραῖες καί μεγάλες εὐκαιρίες νά ἐξοφληθοῦν γι’ αὐτήν, καί θά εἴμαστε βαθειά πεπεισμένοι ὅτι μέ λιγότερη ἄγνοια ἀφ’ἑνός καί λιγότερη ἔλλειψη ἠθικοῦ χαρακτῆρος ἀφ’ἑτέρου, οἱ πιό διακεκριμένοι ἄνθρωποι μεταξύ τῶν πατέρων μας, εὐνοημένοι ἀπό τίς περιστάσεις τῶν καιρῶν τους, θά μᾶς εἶχαν κληροδοτήσει πεπρωμένα λιγότερο προβληματικά καί τήν σταδιακή βελτίωση τῆς τύχης μας.
Αὐτή ἡ βελτίωση ὡστόσο ἀρχίζει˙ τό κυριότερο στοιχεῖο της ἔγκειται στήν ἀπήχηση, πού εἶχαν ἀνάμεσά μας ἐδῶ καί μερικά χρόνια οἱ ἀλήθειες, πού μόλις περιγράψαμε. Πρέπει τώρα νά καλλιεργήσουμε μέ συνέχεια καί σοφία αὐτή τήν εὐτυχή τάση τῶν συμπατριωτῶν μας καί νά τή φέρουμε σταδιακά σέ ἱκανοποιητικά ἀποτελέσματα.
Ἕνα ἀπό τά μέσα, πού παρουσιάζεται, γιά νά ποῦμε ἔτσι αὐθόρμητα στό πνεῦμα, εἶναι νά ἑνώσουμε σ' αὐτό τό μεγάλο ἔργο τίς προσπάθειες τῶν πιό φωτισμένων καί τῶν πιό ὑγιῶς σκεπτομένων ἀνάμεσα στούς Ἕλληνες. Αὐτή ἡ ἕνωση φαίνεται νά ὑπάρχει˙ εἶναι τόσο στό γράμμα ὅσο καί στό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἀδελφότητος. Ὅποιος καί νά εἶναι ὁ κοσμικός χαρακτήρας, μέ τόν ὁποῖο μπορεῖ κανείς νά θελήσει νά τήν ἐπενδύσει, εἶναι ἐπιθυμητό αὐτή ἡ ἕνωση νά μήν παρεκκλίνει καθόλου ἀπό τό σκοπό, τόν ὁποῖο δηλώσαμε πιό πάνω, καί πάνω στόν ὁποῖο εἶναι σπουδαῖο ἀκόμη νά ἑστιάσουμε τήν προσοχή.
Τό ἐπαναλαμβάνουμε˙ οἱ Ἕλληνες ὀφείλουν νά ἀσχοληθοῦν μοναδικά καί ἀποκλειστικά μέ τήν ἠθική καί φιλολογική ἐκπαίδευση τῆς Ἑλλάδος˙ κάθε ἄλλο ἀντικείμενο ἀσχολίας εἶναι μάταιο˙ κάθε ἄλλη ἐργασία εἶναι ἐπικίνδυνη.
Τό σημεῖο ἀφετηρίας, ὅπως καί τό κέντρο τῆς ἠθικῆς ἐκπαιδεύσεως, δέν μπορεῖ νά εἶναι παρά ἡ μόρφωση τοῦ κλήρου˙ ὁ δικός μας δέν εἶναι καθόλου μορφωμένος ἐλλείψει μέσων˙ παρέχοντάς του τα, θά ἐκπληρώσει ἕνα ὡραῖο καθῆκον. Περιορίζουμε αὐτά τά μέσα στά ἀκόλουθα :
1. Νά ἐφοδιάσουμε τίς κυριότερες ἐπισκοπές μέ τούς πιό μορφωμένους καί ὑποδειγματικούς ἐπισκόπους καί μητροπολίτες ὡς πρός τήν καθαρότητα τῶν ἠθῶν τους.
2. Νά ὑποχρεώσουμε αὐτούς τούς ἀρχιερεῖς ἔμμεσα νά εὐνοοῦν στήν δικαιοδοσία τους τήν πρόοδο τῶν δημοσίων σχολείων˙ σάν δεῖγμα ἐλεημοσύνης θά μπορούσαμε νά τούς παρέχουμε τά χρηματικά μέσα.
3. Νά τούς ἀποδείξουμε τή μείζονα σημασία τῆς ὑπηρεσίας, τήν ὁποία θά μποροῦσαν νά προσφέρουν στήν πατρίδα, ἀπονέμοντας στίς ἀντίστοιχες δικαιοδοσίες τους τήν δικαιοσύνη μέ μία σχολαστική αὐστηρότητα καί μία ἀκατάβλητη ἀνιδιοτέλεια.
Τό τεράστιο κύρος τῆς Ἐκκλησίας, ἐνισχυμένο μέ αὐτό τόν τρόπο, θά καταστεῖ ὁ φύλακας τοῦ ἔθνους. Θά εἶναι ἡ μόνη, μόνο αὐτή ἴσως ἡ κοιτίδα τοῦ μέλλοντός του. Ἐάν θά θέλαμε νά ἀναπτύξουμε αὐτή τήν ἰδέα, θά ἦταν εὔκολο νά ἀποδείξουμε μέχρι πασιφανείας ὅτι ἀπό τήν ὑπόληψη, μέ τήν ὁποία περιβάλλει κανείς τόν κλῆρο καί ἀπό τή σωστική ἐπιρροή, πού αὐτός ἀσκεῖ στίς ἐσωτερικές σχέσεις κάθε ἐπισκοπῆς, θά θεμελιώσουμε πάνω στίς σημερινές βάσεις τήν ἀναγέννηση τοῦ ἔθνους, καί θά ἔχουμε, γιά νά ποῦμε ἔτσι, στό χέρι τό νῆμα, μέ τό ὁποῖο συνδέεται αὐτό τό μεγάλο γεγονός.
Εἶναι περιττό νά παρατηρήσουμε ἐδῶ ὅτι στήν παροῦσα κατάσταση τῶν πραγμάτων μέ αὐτό μόνο τό μέσο μποροῦμε νά εὐνοήσουμε ἀφ' ἑνός τήν ἄνοδο τῶν ἀνθρώπων, πού ὀφείλουν νά εἰσακούονται, καί νά διατηρήσουμε ἀφ' ἑτέρου τόν σεβασμό καί τήν ἐμπιστοσύνη τοῦ λαοῦ ἀπέναντι στούς τελευταίους.
Ὅποια καί νά εἶναι ἡ τύχη τῶν γεγονότων, εἴτε ἡ σημερινή κατάσταση τῆς πατρίδος μας ἔχει νά διατηρηθεῖ ἀμετάβλητη γιά πολλά χρόνια, εἴτε ἡ Ἑλλάδα ἔχει νά ὑποστεῖ μία κρίση, εἶναι πάντοτε ὑψίστης σημασίας :
1. Τό Ἔθνος νά εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου ἀφοσιωμένο στήν Ἐκκλησία του καί ἑπομένως ὁ λαός κάθε περιοχῆς νά φέρεται φυσικά στό νά ἀναγνωρίζει καί νά λατρεύει τούς ἀρχηγούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐργαστεῖ περισσότερο γιά τήν εὐτυχία του.
2. Οἱ ποιμένες νά εἶναι, ὅσο αὐτό εἶναι ἐφικτό, τά ὄργανα αὐτοῦ τοῦ μεγάλου ἀποτελέσματος.
3. Ἡ δημόσια ἐκπαίδευση νά εἶναι ταυτόσημη μέ αὐτή τοῦ κλήρου καί ἡ μία νά μήν μπορεῖ ποτέ νά ἀποσπασθεῖ ἀπό τήν ἄλλη, πολύ δέ περισσότερο νά βρίσκονται σέ διάσταση.
Εὐνοώντας τήν ἐκπαίδευση τῆς νεολαίας καί ἕλκοντας ἐπιμελῶς ἀπό τούς κόλπους τῶν οἰκογενειῶν τους μορφωμένους ἀνθρώπους στίς σχολές τῶν πανεπιστημίων καί τοῦ κόσμου, πρέπει νά φροντίσουμε πολύ νά μήν τούς ἐπιτρέψουμε καθόλου νά ἔρθουν σέ ἀντιπαράθεση μέ τήν Ἐκκλησία.
Αὐτή ἐδῶ εἶναι μία μεγάλη ὑπηρεσία, τήν ὁποία οἱ Ἕλληνες, ἀπολαμβάνοντας κάποια ἀξιοπιστία, μποροῦν καί ὀφείλουν νά προσφέρουν στήν πατρίδα τους. Αὐτό θά τό πετύχουν, μετριάζοντας μέ τήν ἐπιρροή τους τίς ἀξιώσεις τῶν σοφῶν καί ἐξουδετερώνοντας τίς προλήψεις, μέ τίς ὁποῖες ἡ ἄγνοια ἀγαπᾶ νά περιβάλλεται.
Εἴπαμε ὅτι εἶναι μεγίστης σημασίας νά τοποθετήσουμε στίς μεγάλες ἐπισκοπές ἀρχιερεῖς φωτισμένους καί σεβαστούς ἕνεκα τῆς καθαρότητας τῶν ἠθῶν τους.
Τό δεύτερο μέρος τῆς ἠθικῆς ἐκπαιδεύσεως ὀφείλει νά ἔχει σάν ἀντικείμενο τήν ἐκπαίδευση τῶν ἀνθρώπων στίς ὑποθέσεις τῶν χωρῶν τους. Τό καλύτερο σχολεῖο γιά μᾶς εἶναι αὐτό, πού μᾶς προσφέρουν οἱ χριστιανικοί λαοί τῆς θρησκείας μας καί οἱ ἐλεύθεροι λαοί. Εἶναι στή Ρωσία, ὅπου μποροῦμε νά δοῦμε πῶς ἀπό τήν Ἐκκλησία προέρχεται ἡ ἐθνική εὐημερία καί ἡ πρόοδος τοῦ πολιτισμοῦ. Εἶναι στήν Ἑλβετία, στήν Ἀγγλία καί στήν Ἀμερική, ὅπου μποροῦμε νά μάθουμε ἀπό τήν ἕλξη τοῦ παραδείγματος τήν ἐπιστήμη καί τήν τέχνη τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ἐλευθερία εἶναι μία ἐπιστήμη, διότι βασίζεται σέ ἀρχές˙ εἶναι μία τέχνη, διότι τό πιό ὑψηλό δόγμα δέν ἀξίζει μία καλή δράση, καί διότι στίς ὑποθέσεις τά πάντα εἶναι δράση. Πρέπει, λοιπόν, νά βρισκόμαστε ἐν μέσῳ ἐλευθέρων ἀνθρώπων, γιά νά μάθουμε νά εἴμαστε ἐλεύθεροι καί θεωρητικά καί πρακτικά. Πρέπει νά ζήσουμε ἕνα χρονικό διάστημα ἐν μέσῳ ἑνός ἔθνους ἰδιαίτερα χριστιανικοῦ καί θρησκευτικοῦ καί συνεπῶς εὐημερεύοντος, γιά νά μάθουμε νά εἴμαστε θρησκευόμενοι τόσο μέ τό συναίσθημα ὅσο καί μέ τήν πειθαρχία.
Οἱ σημαίνοντες ἄνθρωποι τῆς πατρίδος μας θά ὄφειλαν, λοιπόν, νά μήν χάσουν καθόλου ἀπό τά μάτια τους αὐτές τίς παρατηρήσεις καί υἱοθετώντας τες νά φροντίσουν, ὥστε κάποιοι νέοι μεταξύ τῶν δικῶν μας νά λάβουν μιά καλή μόρφωση στή Ρωσία, στήν Ἑλβετία, στήν Ἀγγλία καί στήν Ἀμερική.
Τό ἐμπόριο τούς προσφέρει μία πολύ εὐνοϊκή εὐκαιρία. Ἀνάμεσα σ' αὐτούς τούς νέους, θά μπορούσαμε νά διαλέξουμε αὐτούς, πού δίνουν τίς μεγαλύτερες ἐλπίδες, τόσο μέ τά χαρίσματά τους, ὅσο καί μέ τά ἤθη τους, καί νά τούς κάνουμε νά ταξιδέψουν κάποιο χρονικό διάστημα στίς χῶρες, πού μόλις ἀναφέραμε. Ἀφοῦ μορφωθοῦν σ' αὐτά τά μεγάλα σχολεῖα, θά πρέπει νά τούς κάνουμε νά ἐπιστρέψουν στήν πατρίδα τους καί νά τούς δώσουμε ἐργασία, εἴτε παρέχοντάς τους δημόσιες φροντίδες, εἴτε ἐκφράζοντάς τους ἐμπιστοσύνη.
Τό μεγαλύτερο μέρος τῶν Ἑλλήνων, πού διακρίθηκαν στό ἐξωτερικό, ἐπιστρέφοντας στίς ἑστίες τους, βρίσκονται ἐκτοπισμένοι καί χωρίς ἔργο. Πληγέντες ἀπό τήν πλήξη καί τήν ἀνυποληψία ἀδημονοῦν˙ ψάχνουν ἀλλοῦ τή ζωή, πού δέν μποροῦν νά βροῦν στή χώρα τους˙ τήν ἐγκαταλείπουν˙ εἶναι χαμένοι γιά την πατρίδα.
Τό σημαντικό εἶναι νά τούς διατηρήσουμε καί νά τούς κάνουμε νά ἐργαστοῦν γι' αὐτήν. Αὐτό τό θέμα, πού θεωρητικά φαίνεται νά ἔχει μιά τεράστια δυσκολία, εἶναι εὔκολο ἀπό τή στιγμή, πού τό ἐξετάζει κανείς πρακτικά : ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς κάποιο ἐνδιαφέρον˙ ἡ μεγάλη τέχνη ἔγκειται στό νά τόν κάνουμε νά βρεῖ κάποιο ἐνδιαφέρον καί νά ἑνώσουμε αὐτό τό ἐνδιαφέρον μέ τό ἐνδιαφέρον ὅλων.
Ὅμως, δέν ὑπάρχει χωριό, πού νά μήν προσφέρει μία πληθώρα ἐνδιαφερόντων, κυρίως γιά ἀνθρώπους, πού εἶναι προικισμένοι μέ μία μεγάλη εὐαισθησία καί πολύ φαντασία καί ὅταν ἡ ἐθνική ἱστορία μπορεῖ νά συγκινήσει τή μία καί νά θρέψει τήν ἄλλη.
Ἀσχολούμενοι μέ ἕνα μέρος τῆς ὑπηρεσίας της πατρίδος μας, οἱ καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι μποροῦν νά τῆς φανοῦν πολύ χρήσιμοι, εἴτε εὐνοώντας τήν πολιτική, γιά νά ποῦμε ἔτσι, ἐκπαίδευση τῶν νέων μέ μεγάλες ἐλπίδες, εἴτε χρησιμοποιώντας αὐτούς, οἱ ὁποῖοι θά τίς ἔχουν πραγματοποιήσει μέ τίς ἐπιτυχίες τους, κατά τήν διάρκεια τῶν ταξιδιῶν τους στό ἐξωτερικό.
Αὐτοί οἱ δύο κλάδοι τῆς ἐθνικῆς ὑπηρεσίας ἀπαιτοῦν ἕνα σημεῖο ἐπαφῆς, ἕνα κοινό κέντρο ἀπό ὅπου ἀναχωροῦν. Αὐτοί, πού μποροῦν νά γίνουν τό κέντρο, εἶναι οἱ φωτισμένοι ἄνθρωποι καλῆς προαιρέσεως καί εἰλικρινά χριστιανοί ἀνάμεσά μας. Δίδοντας συνεχῶς μέ ὅλες μας τίς προσπάθειες αὐτή τήν εὐθεία καί ἠθική κατεύθυνση, δέν θά παραμελήσουμε κανένα καθῆκον, πού ὁ καθένας ἀπό μᾶς ἔχει ἀναλάβει ἀπέναντι στήν τάξη, πού ὑπάρχει στή χώρα, ὅπου βρίσκονται οἱ ἑστίες του καί ὁ τάφος τῶν πατέρων του, καί συγχρόνως ἐκπληρώνουμε ἔντιμα καί μέ ἀξιοπρέπεια ὅλα τά καθήκοντα, πού μᾶς ἐπιβάλλει ἡ ἁγία μας θρησκεία.
Αὐτή μᾶς ἐντέλλεται τήν ἀγάπη πρός τούς ὁμοίους μας καί κατά μείζονα λόγο πρός τούς συμπατριῶτες μας.
Τήν ἡμέρα, πού θά βγοῦμε ἀπό αὐτή τήν γραμμή, ὅταν θά ἀσπασθοῦμε ἕνα διαφορετικό δόγμα, οἱ θυσίες μας θά αὐξήσουν τίς συμφορές τῆς πατρίδος μας.
Δέν θά πρόκειται πλέον γιά τό κοινό καλό˙ θά εἶναι ἡ φιλοδοξία καί ἡ κενοδοξία ὁρισμένων ἀτόμων, τά ὁποία θά κληθοῦν νά ὑπηρετήσουν τά συμφέροντα τῆς γενέτειρας γῆς μας.
Ἐλπίζουμε νά προφυλαχθοῦμε ἀπό αὐτόν τόν μεγάλο κίνδυνο˙ οἱ συνέπειες τῶν λαθῶν μας βαραίνουν ἀκόμη πάνω ἀπό τά κεφάλια μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου