Xρύσα Τζαγκαρουλάκη
δρ. Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας.
Το σύμπλεγμα των επτά νησιών του Ιονίου Πελάγους και των εξαρτημένων από αυτά παρακείμενων μικρότερων νησιών αποτέλεσε πεδίο ανταγωνισμού των ισχυρών δυνάμεων του ευρύτερου ευρωπαϊκού χώρου ήδη από το 12ο αιώνα. Η γεωπολιτική και στρατηγική σημασία των νησιών, κυρίως της Κέρκυρας, τα κατέστησε προγεφύρωμα για την επεκτατική κίνηση των ευρωπαϊκών Δυνάμεων προς την Ανατολή. Από την εκπνοή του 14ου αιώνα, με την παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στο χώρο της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου μετά την πτώση της, τα νησιά του Ιονίου Πελάγους -με ελάχιστες βραχύβιες εξαιρέσεις οθωμανικής κατοχής- πέρασαν σταδιακά στη σφαίρα ελέγχου ή κατοχής των ισχυρών αποικιοκρατικών Δυνάμεων της Δύσης, ακολουθώντας έτσι ένα εντελώς διαφορετικό κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον σε σχέση με τον υπόλοιπο υπό οθωμανική κυριαρχία ελληνισμό. Η άμεση σύνδεση του επτανησιακού χώρου με τη Δύση δεν προκάλεσε ωστόσο την αλλοίωση της ελληνικής φυσιογνωμίας του γηγενούς στοιχείου. Τα δυτικά πρότυπα προσαρμόσθηκαν στις τοπικές ιδιαιτερότητες του επτανησιακού χώρου.
Βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο του επτανησιακού χώρου αποτελεί ο κοινωνικός σκελετός που διαμορφώθηκε από την ιδιότυπη και συγκεντρωτική βενετική διοίκηση. Το γαιοκτητικό-φεουδαρχικό καθεστώς ιδιοκτησίας και η αυστηρή διάρθρωση των τάξεων με κυρίαρχο τον αριστοκρατικό χαρακτήρα (ευγενείς, αστοί, «πόπολο») και τις συνακόλουθες κοινωνικές ανισότητες καθόρισαν τη μετέπειτα εξέλιξη της επτανησιακής κοινωνίας. Η θεσμοθέτηση οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών προνομίων υπέρ της ολιγάριθμης ανώτερης τάξης την κατέστησε πανίσχυρη, ενισχύοντας έτσι τις κοινωνικές ανισότητες και την εξαθλίωση των κατώτερων στρωμάτων. Οι εχθρότητες και τα πάθη που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στις τάξεις εξελίσσονταν συχνά σε έντονες συγκρούσεις, αρχικά με αποκλειστικό αίτημα την κοινωνική μεταβολή (από τις αρχές του 17ου αιώνα) και μεταγενέστερα με διεκδίκηση στη νομή της εξουσίας.
Στο εσωτερικό αυτού του αυστηρού κοινωνικού πλέγματος αναπτύχθηκε η επτανησιακή αστική τάξη και διαμορφώθηκε η ιδεολογία της υπό την επίδραση των ιδεών του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης και των κινημάτων για αυτοδιάθεση των λαών που συντάραξαν την κοντινή γεωγραφικά και προσφιλή στα Επτάνησα Δύση. Η υιοθέτηση και μεταφορά των αστικοδημοκρατικών αιτημάτων προκάλεσε ιδεολογικές ζυμώσεις που γρήγορα μετεξελίχθηκαν σε κοινωνικό και εθνικό κίνημα με ευρεία απήχηση. Την περίοδο της πρώτης γαλλικής κατοχής (1797-1799) οι επαναστατικές διακηρύξεις των γάλλων Δημοκρατικών για την ελευθερία και τα ατομικά δικαιώματα, οι φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες διαχύθηκαν ακόμα περισσότερο στα νησιά, και τα αιτήματα για κοινωνική δικαιοσύνη και εθνική αποκατάσταση παγιώθηκαν και ενισχύθηκαν, προσδίδοντας φιλελεύθερο χαρακτήρα στο επτανησιακό εθνικό κίνημα. Λίγο μεταγενέστερα, κατά την πρώτη τριακονταετία της απολυταρχικής και συγκεντρωτικής διακυβέρνησης που επέβαλε η αγγλική Προστασία, η συμμετοχή πολλών επτανήσιων αριστοκρατών και αστών στα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα της δυτικής Ευρώπης συνέβαλε στη μετακένωση των φιλελεύθερων και αστικοδημοκρατικών αιτημάτων της εποχής. Συγκυριακά δε η Ελληνική Επανάσταση και οι διπλωματικές και πολιτικές εξελίξεις που την ακολούθησαν έως και το 1843, συντέλεσαν στην οργάνωση αντιπολιτευτικού κινήματος στα Επτάνησα με αίτημα την κοινωνική και πολιτική μεταβολή, και την εθνική αποκατάσταση με ένωση των νησιών με το ελληνικό βασίλειο. Οι ιδεολογικές διαφορές που υπήρχαν εξαρχής ανάμεσα στους αντιπολιτευόμενους την αγγλική Προστασία σταδιακά αποκρυσταλλώθηκαν και κατέληξαν στη σύμπηξη δύο πολιτικών μορφωμάτων, του Μεταρρυθμιστικού και του Ριζοσπαστικού κόμματος, τα οποία είχαν συγκροτημένη ιδεολογία, οργανωμένο πρόγραμμα και κοινοβουλευτική ή/και εξωκοινοβουλευτική δράση.
Η εθνική ιδέα: μεταρρυθμιστική κίνηση και ενωτικό κίνημα
Με την Συνθήκη των Παρισίων (5/17 Νοεμβρίου 1815) τα Ιόνια νησιά αναγνωρίστηκαν ως κράτος ελεύθερο και αυτόνομο με την επωνυμία Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων (Stati Uniti delle Isole Ionie / United States of the Ionian Islands), και τέθηκαν κάτω από την άμεση και αποκλειστική προστασία της Μεγάλης Βρετανίας. Η εδραίωση και νομιμοποίηση της αγγλικής εξουσίας στο εσωτερικό του νέου κράτους εξασφαλίστηκε από ένα απολυταρχικό και συγκεντρωτικό σύστημα διακυβέρνησης, το οποίο υποστηρίχθηκε από το ολιγαρχικό Σύνταγμα του 1817 και από ένα διοικητικό μηχανισμό πλήρως ελεγχόμενο από τους Βρετανούς. Η συγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο του διορισμένου από το βρετανικό υπουργείο των Αποικιών Άγγλου Ύπατου Αρμοστή (High Commissioner) καθιστούσε «τύπο» τη λειτουργία του αντιπροσωπευτικού συστήματος (Ύπατος Αρμοστής, Γερουσία, Κοινοβούλιο). Στο πλαίσιο αυτό, η αναγνώριση πολιτικής υπόστασης στο αριθμητικά περιορισμένο στοιχείο της τοπικής αριστοκρατίας αποτελούσε επίφαση, ενώ το περιορισμένο -βάσει εισοδήματος- εκλογικό δικαίωμα εξασφάλιζε την πολιτική περιθωριοποίηση των μεσαίων και κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η επέκταση των βρετανικών επεμβάσεων στο υφιστάμενο εκκλησιαστικό σύστημα, καθώς και η γενικευμένη χρήση της ιταλικής και της αγγλικής γλώσσας στις συναλλαγές των δημόσιων υπηρεσιών, απέκοπταν τα κατώτερα στρώματα από τα κέντρα λήψης αποφάσεων.
Μέσα σε αυτό το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα, οργανώθηκε -μεταξύ 1830-1840- η επτανησιακή φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Η ανακίνηση του θέματος των εθνικοτήτων στην Ευρώπη και η σύσταση του Ελληνικού Βασιλείου ως εθνικής μητρόπολης συντέλεσαν στην ανάπτυξη της επτανησιακής εθνικής ιδέας. Ωστόσο, οι απόψεις των αντιπολιτευόμενων Επτανησίων διίσταντο ως προς τον τρόπο υλοποίησης της εθνικής ιδέας, καταδεικνύοντας έτσι διαφορετικό τρόπο πρόσληψης των προοδευτικών ιδεών. Η ιδεολογική αυτή διαφοροποίηση εκφράστηκε από τη μία πλευρά μέσα από το ενωτικό κίνημα και από την άλλη πλευρά από τους υποστηρικτές της μεταρρυθμιστικής ιδέας, των οποίων η συσπείρωση απέκτησε οργανωμένη μορφή με την ίδρυση του Συνεταιρισμού των Φιλελευθέρων, το 1832. Οι τελευταίοι πρότασσαν το αίτημα για πολιτική μεταβολή, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την υλοποίηση της Ένωσης. Συγκεκριμένα διεκδικούσαν συνταγματική μεταρρύθμιση με βασικότερα σημεία εκείνα της φιλελευθεροποίησης του εκλογικού συστήματος με ελεύθερη εκλογή αντιπροσώπων από το λαό και της κατοχύρωσης της ελευθεροτυπίας βάσει νομικού πλαισίου. Το 1839 έθεσαν και το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας του Ιόνιου κράτους με αίτημα την προαγωγή των ελευθεριών, των θεσμών και των δικαιωμάτων του επτανησιακού λαού.
Παράλληλα με τη μεταρρυθμιστική κίνηση, στις αρχές της δεκαετίας του 1830, εμφανίστηκε στην Κεφαλονιά ο πρώτος πυρήνας φιλελευθέρων που άρχισε να συζητά την ενωτική ιδέα. Πρόκειται για τον πρώτο πυρήνα του ριζοσπαστικού κινήματος, ο οποίος σε κλειστούς κύκλους φίλων θέτει σε πρώτη προτεραιότητα την εθνική αποκατάσταση και καλλιεργεί το αίτημα για ένωση με το ελεύθερο ελληνικό κράτος. Παρά τις διώξεις και τις εξορίες που υπέστησαν οι πρωτεργάτες του ενωτικού κινήματος, ο πρώτος ριζοσπαστικός πυρήνας επέτυχε -μέσα από τις πολιτικές Λέσχες, με μυστικές προκηρύξεις και άλλες ενέργειες- την εδραίωση και διεύρυνση του εθνικο-απελευθερωτικού κινήματος. Ήδη από το 1840 μεγάλη μερίδα του επτανησιακού λαού είχε ενστερνιστεί την ενωτική ιδέα. Στη δεκαετία του 1840 η ενωτική ιδέα απέκτησε ευρύτερο περιεχόμενο -κοινωνικό, πολιτικό, εθνικό- και μαχητική έκφραση -κυρίως το 1848-1849 με τις επαναστάσεις του Σταυρού και της Σκάλας στην Κεφαλονιά. Διατυπώθηκε δε επισήμως στο πλαίσιο της Θ' Βουλής της Ιονίου Πολιτείας, το 1850.
Τα επτανησιακά πολιτικά κόμματα
Ο διαφορετικός τρόπος πρόσληψης των προοδευτικών ιδεών και η πολιτική διαχείρισή τους στα ζητήματα πολιτικής οργάνωσης και εθνικής ιδέας
Η άρθρωση συγκροτημένου πολιτικού λόγου μετά την παραχώρηση της ελευθεροτυπίας το 1849, λίγο αργότερα η ελεύθερη εκλογή αντιπροσώπων και η καθιέρωση της μυστικής ψηφοφορίας, συνέβαλαν στη μετεξέλιξη των ιδεολογικών και πολιτικών τάσεων σε δύο κομματικούς σχηματισμούς με συγκροτημένη ιδεολογία, οργανωμένο πρόγραμμα και κοινοβουλευτική ή και εξωκοινοβουλευτική δράση. Πρόκειται για το Μεταρρυθμιστικό και το Ριζοσπαστικό κόμμα. Απέναντι σε αυτά δρούσε το συντηρητικό πολιτικό μόρφωμα των υποστηρικτών της αγγλικής Προστασίας, των επονομαζόμενων «Προστασιανών» ή «Καταχθονίων». Ο βασικός πυρήνας αρχών και επιδιώξεων των επτανησιακών κομμάτων βρήκε δημόσια εξωτερίκευση στο πλήθος των παραταξιακών εφημερίδων, οι οποίες στο μεγαλύτερο ποσοστό τους αποτελούσαν κομματικά όργανα.
Το Μεταρρυθμιστικό κόμμα συγκέντρωνε τους πιο μετριοπαθείς προοδευτικούς, εκφραστές της φιλελεύθερης αστικής σκέψης της Δύσης, και επαγγελλόταν τον εκσυγχρονισμό της κοινωνίας και του κράτους, τον οποίο θεωρούσε αναγκαία προϋπόθεση για τη χρονικά ακαθόριστη επίτευξη της εθνικής αποκατάστασης. Με πρόταγμα τον πολιτικό εκσυγχρονισμό δια του αντιπροσωπευτικού συστήματος και την κατοχύρωση των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών, οι Μεταρρυθμιστές υποστήριζαν την προετοιμασία των πολιτικών συνθηκών που θα οδηγούσαν στην ένωση με την Ελλάδα, όταν οι εξωτερικές συγκυρίες θα επέτρεπαν την κατάργηση της αγγλικής Προστασίας. Χωρίς, δηλαδή, να απορρίπτουν το αίτημα της Ένωσης, επιχειρούσαν να εντάξουν την έννοια του έθνους στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους.
Στον αντίποδα της παραπάνω ιδεολογίας και της πρακτικής που υπαγόρευε κινούνταν το Ριζοσπαστικό κόμμα που είχε διπλό προσανατολισμό: εθνικο-απελευθερωτικό και κοινωνικο-πολιτικό, ιδεολογικούς άξονες που έως και το 1852 συνιστούσαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο πρώτος άξονας, θεμελιωμένος στην αρχή των εθνοτήτων, συνίστατο στην ανάπτυξη και υποστήριξη των φυσικών και απαράγραπτων ανθρώπινων δικαιωμάτων, με στόχο την εθνική ανεξαρτησία και ευρύτερα την εθνική αποκατάσταση. Διεκδικούσε έτσι την κατάργηση της αγγλικής Προστασίας και την ένωση των νησιών με την ελεύθερη Ελλάδα, ως μοναδικού τρόπου επίλυσης των κοινωνικο-οικονομικών και πολιτικών προβλημάτων του επτανησιακού λαού. Σε αδιαχώριστη ενότητα με τον πρώτο, ο δεύτερος άξονας απαιτούσε κοινωνική ανάπλαση με κοινωνική ισονομία και δικαιοσύνη, καθώς και ριζική πολιτική μεταβολή με δημοκρατικές κατευθύνσεις μετά την Ένωση. Οι ιδεολογικοί δεσμοί του ριζοσπαστισμού με τη Γαλλική Επανάσταση, τις επαναστάσεις του 1848 και το ιταλικό Risorgimento είναι διακριτοί, προσαρμοσμένοι όμως στις ιδιαίτερες συνθήκες του επτανησιακού χώρου.
Οι παραπάνω αρχές, τα οράματα και οι στόχοι του ριζοσπαστισμού απέκτησαν γενικότερη ισχύ και ευρεία αποδοχή, καθώς αντιστοιχούσαν στην επιθυμία της συντριπτικής πλειονότητας του επτανησιακού λαού για πλήρη ανεξαρτησία, με την αποτίναξη της ξένης δεσποτείας και την απελευθέρωση από την πολιτική, οικονομική και κοινωνική καταδυνάστευση που ασκούσαν από τη μία η ξένη εξουσία και από την άλλη η ολιγάριθμη εγχώρια αριστοκρατία που την πλαισίωνε. Η αναζήτηση χώρου ιδεολογικής έκφρασης και η διεκδίκηση συμμετοχής της ισχυροποιημένης αστικής τάξης στη νομή της εξουσίας υπήρξε βασικό κίνητρο για την κινητοποίηση των πολιτικοποιημένων εκπροσώπων της. Οι τελευταίοι επέτυχαν με αριστοτεχνικό τρόπο την ευρεία υιοθέτηση και αποδοχή των ριζοσπαστικών ιδεών, χρησιμοποιώντας εκλαϊκευμένο πολιτικό λόγο, σε αντίθεση με το δυσνόητο και ακαδημαϊκού χαρακτήρα των Μεταρρυθμιστών. Έτσι, ο επτανησιακός Ριζοσπαστισμός έγινε η κυρίαρχη ιδεολογία στα νησιά, που κατάφερε να συσπειρώσει όλα τα κοινωνικά στρώματα αμβλύνοντας τις ταξικές αντιθέσεις. Το ενιαίο πολιτικό μέτωπο που δημιουργήθηκε ασκούσε πιέσεις στην τοπική ολιγαρχική πολιτική εξουσία και τις ευρωπαϊκές Δυνάμεις με βασικό σκοπό την εθνική ανεξαρτησία. Παράλληλα, και σε άρρηκτη σύνδεση με τον παραπάνω σκοπό, επιδίωξη αποτελούσε ο εκδημοκρατισμός του ελληνικού πολιτειακού καθεστώτος, ως αναγκαία προϋπόθεση για την ένωση των νησιών με το ελληνικό κράτος.
Να σημειωθεί ότι ο δημοκρατικός χαρακτήρας του ριζοσπαστισμού εμφάνισε τάσεις και αποκλίσεις ανάλογες με τις αντιλήψεις των δύο ηγετικών στελεχών του κόμματος, Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου και Ιωσήφ Μομφερράτου, οι οποίοι κινήθηκαν ανάμεσα στη συνταγματική μοναρχία και την αβασίλευτη δημοκρατία, αντίστοιχα. Η δε ανάδειξη του Ζακυνθινού Κωνσταντίνου Λομβάρδου σε ηγέτη του ριζοσπαστικού χώρου, που συντελέστηκε κατά τη μακροχρόνια εξορία των κορυφαίων Ριζοσπαστών μεταξύ 1851 και 1857, σηματοδότησε την ιδεολογική παρέκκλιση, με αποποίηση του κοινωνικού περιεχομένου και του δημοκρατικού χαρακτήρα του κινήματος. Η απόλυτη προτεραιότητα που ο Κωνσταντίνος Λομβάρδος έδωσε στον εθνικο-απελευθερωτικό άξονα και η απήχηση των απόψεών του προκάλεσε ιδεολογική διάσταση που κατέληξε στην οριστική διάσπαση του Ριζοσπαστικού κόμματος το 1863, το λεγόμενο «σχίσμα».
Επτανησιακός Ριζοσπαστισμός
Η απίσχναση μιας κοινωνικής και πολιτικής πρωτοπορίας
Αν ορίσουμε ως πρωτοπορία την ανάδειξη ιδεών και την ανάπτυξη δράσεων που διαρρηγνύουν παγιωμένες και υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές δομές, ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός ως εθνικό, πολιτικό και κοινωνικό κίνημα, και με βάση τα στοιχεία που έχει αναδείξει η έως σήμερα ιστοριογραφία, συνιστά μια πρωτοποριακή, ριζοσπαστική και ρηξικέλευθη ιδεολογία, όχι μόνο για τα δεδομένα του τοπικού πλαισίου της αυστηρά διαρθρωμένης ταξικής κοινωνίας, αλλά και για εκείνα που χαρακτήριζαν το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο του πρώτου μισού του 19ου αιώνα. Η πρωτοπορία που εξέφρασε ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός ως κίνημα και ως πολιτικό μόρφωμα συνίσταται στην αδιαχώριστη ενότητα του διπολικού προσανατολισμού του. Tου εθνικοαπελευθερωτικού, θεμελιωμένου στην αρχή της εθνικής ανεξαρτησίας ως απαράγραπτου φυσικού δικαιώματος, και του κοινωνικο-πολιτικού με αιτήματα την κοινωνική ανάπλαση και τη ριζική πολιτική μεταβολή με δημοκρατικές κατευθύνσεις.
Η οργανική και αδιαπραγμάτευτη συνάρμοση των παραπάνω προσανατολισμών ολοκληρωνόταν με το όραμα για ανατροπή των αυταρχικών καθεστώτων στην Ελλάδα, τα βαλκάνια και την Ευρώπη. Η επέκταση των ριζοσπαστικών οραμάτων σε ολόκληρο τον εκτός ελλαδικού βασιλείου ελληνισμό με στόχο τη μία και αδιαίρετη πανελλήνια δημοκρατία, αλλά και στον πανευρωπαϊκό χώρο με στόχο την ευρωπαϊκή συμπολιτεία στη βάση της ισότητας, αμοιβαιότητας και δικαιοσύνης, συνθέτουν τη φυσιογνωμία ενός προοδευτικού κινήματος και πολιτικού μορφώματος που αποτιμάται ιστορικά ως πρωτοπορία. Να σημειωθεί βεβαίως ότι τις παραπάνω κοινωνικο-πολιτικές αντιλήψεις εκφράζει κυρίως ο Κεφαλονίτης ριζοσπάστης Ιωσήφ Μομφερράτος.
Ωστόσο, η πρωτοπορία που εξέφρασε ο επτανησιακός ριζοσπαστισμός μέσα από τον αδιαχώριστο εθνικό, κοινωνικό και αστικοδημοκρατικό προσανατολισμό του, ανακόπηκε πριν από την ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα και συγκεκριμένα από τη φάση της ιδεολογικής παρέκκλισης, 1852-1858, που κατέληξε στη διάσπαση του Ριζοσπαστικού κόμματος λίγα χρόνια αργότερα. Η δημοκρατική και κοινωνική συνιστώσα του ριζοσπαστισμού έχασε τα κοινωνικά ερείσματά της, όταν ο εθνικο-απελευθερωτικός άξονας όχι απλώς προτάχθηκε από τη νέα ηγετική φυσιογνωμία του Κωνσταντίνου Λομβάρδου, αλλά προβλήθηκε ως η «ορθή ριζοσπαστική» ιδεολογία, η οποία και επικράτησε λόγω ιστορικών συγκυριών. Η ανάδειξη του Λομβάρδου σε αδιαφιλονίκητο ηγέτη του ριζοσπαστικού χώρου και η αποποίηση του κοινωνικού και δημοκρατικού περιεχομένου του ριζοσπαστισμού αποδείχθηκε εύκολη υπόθεση. Ο Λομβάρδος επωφελήθηκε από τη μακροχρόνια πολιτική απομόνωση των κορυφαίων Ριζοσπαστών, λόγω εξορίας μεταξύ 1851 και 1857, και εκμεταλλεύθηκε στο έπακρο το μεγάλο ρεύμα που το Ριζοσπαστικό κόμμα είχε σε όλα τα νησιά, καθώς και την ενδυνάμωση του ενωτικού αγώνα που εξαιτίας της πολιτικής τακτικής του ίδιου κόμματος είχε μετατραπεί σε μαζικό λαϊκό κίνημα. Εξάλλου, η ευρεία νοηματοδότηση της εθνικής ιδέας, ειδικά δε του αιτήματος της ένωσης των νησιών με την Ελλάδα, περιέκλειε ποικιλία ζητουμένων και επιδιώξεων, ενισχύοντας έτσι τις προσδοκίες όλων των τάξεων για την επίλυση των προβλημάτων και την προώθηση των ιδιαίτερων συμφερόντων τους. Στο πλαίσιο αυτό η εθνικιστική ρητορεία του Λομβάρδου βρήκε πρόσφορο έδαφος να εδραιωθεί, η δε ιδεολογία που αποτυπώνεται σε αυτήν εντός και εκτός επτανησιακής Βουλής, καθώς και η εντελώς αυτόνομη πολιτική πορεία του ίδιου και της ομάδας του, καταδεικνύει διαφορετικές αρχές, αντιλήψεις και μεθόδους ως προς το εθνικό, το θεσμικό και το πολιτειακό ζήτημα.
Σίγουρα η επιλογή της αποσύνδεσης του αγώνα για την εθνική ολοκλήρωση από τα πρωτοποριακά για την εποχή και ανεδαφικά για την ευρωπαϊκή συγκυρία πολιτικο-κοινωνικά αιτήματα καταδεικνύει πολιτικό ρεαλισμό. Η λύση του επτανησιακού ζητήματος με την παραχώρηση των Επτανήσων στην Ελλάδα επιβεβαίωσε τις επιλογές του Λομβάρδου και παράλληλα εξασφάλισε στον ίδιο και τις ιδέες του την πρωτοκαθεδρία στον επτανησιακό χώρο και μια δυναμική πολιτική και κοινοβουλευτική παρουσία για τα επόμενα χρόνια μετά την Ένωση.
Η Ένωση, σημείο τομής στην πολιτική ιστορία των Επτανήσων
Η διεύρυνση του ενωτικού κινήματος και η θετική για το ενωτικό ζήτημα έκβαση συνέβαλαν στη συσπείρωση και τη σύμπραξη πολλών μεταρρυθμιστών με τους «ενωτιστές ριζοσπάστες» υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Λομβάρδου. Κοινό σημείο αναφοράς της έως τότε ιδεολογικά ετερόκλητης και κοινωνικά συμμιγούς πολιτικής ομάδας που αναδείχθηκε από την ιστορική συγκυρία ήταν η εθνική ιδέα και πρόταγμά της η συνέχιση του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα με στόχο την ενσωμάτωση όλων των αλύτρωτων ομοεθνών. Έτσι, στις πρώτες εκλογές μετά την επίσημη ένωση, το 1864, η ιδεολογικά και κοινωνικά συμμιγής κοινοβουλευτική ομάδα υπό τον Λομβάρδο καλύπτει περίπου το 80% στο σύνολο των επτανήσιων βουλευτών. Στο εξής η λομβαρδική ομάδα -περισσότερο ή λιγότερο αριθμητικά ενισχυμένη- συνιστά έναν νέο πολιτικό πυρήνα που διεκδικεί δυναμικό ρόλο στο νέο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο. Με βασικό ιδεολογικό άξονα την προώθηση και πραγμάτωση της Μεγάλης Ιδέας, έως το 1869 η συντριπτική πλειονότητα των επτανήσιων βουλευτών αντιλαμβανόταν το εθνικό συμφέρον μέσα από την αναγκαιότητα της με κάθε κόστος επέκτασης των συνόρων, ιδεολογία που εκφράστηκε με το σύνθημα «δὲν ἠμποροῦμεν νὰ καλλιτευρεύσωμεν ἐὰν δὲν μεγαλώσωμεν».
Από την άλλη πλευρά, οι εκπρόσωποι του δημοκρατικού ριζοσπαστισμού που εκλέγονται στο ελληνικό κοινοβούλιο είναι εξαρχής ολιγάριθμοι και προέρχονται κυρίως από την Κεφαλονιά (περί τους οκτώ με δέκα το 1864 και στη συνέχεια δύο). Το 1869 εξαφανίζονται οριστικά από το πολιτικό προσκήνιο. Στο βραχύ διάστημα της κοινοβουλευτικής παρουσίας τους, οι «δημοκρατικοί» Επτανήσιοι παρέμειναν σταθεροί στις ιδεολογικές και πολιτικές αρχές του παρελθόντος τους, προτάσσοντας την εσωτερική οργάνωση και ανάπτυξη του κράτους, με την πεποίθηση ότι η βελτίωση των θεσμών στη βάση των αρχών της ισότητας και της λαϊκής κυριαρχίας, η ανάπτυξη της οικονομίας και των υποδομών, θα αποτελέσουν εγγύηση για την πραγμάτωση του εθνικού σκοπού.
Ανεξάρτητα από το διαφορετικό τρόπο προσέγγισης από πλευράς δημοκρατικών και εθνικο-φιλελεύθερων, κοινός παρονομαστής στην πολιτική συμπεριφορά τους έως και την αποτυχία της Κρητικής Επανάστασης το 1869 είναι το εθνικό. Στην υπηρεσία του εθνικού ζητήματος με αιχμή τον αλυτρωτισμό τέθηκαν άλλοι δύο άξονες: α) η ενίσχυση του βασιλικού θεσμού ως παράγοντα ενότητας και συνοχής, αλλά και ως προϋπόθεσης για την εξασφάλιση της στήριξης από πλευράς Μεγάλων Δυνάμεων, και β) η εδραίωση της συνταγματικής τάξης και η εξασφάλιση της ευνομίας.
Σε ολόκληρο το 19ο αιώνα, ο θεσμός της βασιλείας είναι για τους Επτανησίους αδιαμφισβήτητος. Για τα πρώτα δέκα χρόνια από την Ένωση, ο φιλομοναρχισμός τους εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα της εποχής και αιτιολογείται από τον εγγυητικό ρόλο που γι’ αυτούς παίζει ο βασιλικός θεσμός στην επίτευξη του εθνικού σκοπού. Οι προσδοκίες ότι ο Γεώργιος θα ηγείτο των Ελλήνων στον εθνικό προορισμό καθορίζει εν πολλοίς τη στάση και τις επιλογές τους στο πολιτειακό ζήτημα κατά την ψήφιση του νέου συνταγματικού χάρτη το 1864. Έτσι, αν και σε πολλές περιπτώσεις εμφανείς είναι οι προσπάθειες που κατέβαλλαν για τον περιορισμό των αρμοδιοτήτων του ανώτατου άρχοντα υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας, η συναίνεσή τους στην εσπευσμένη και χωρίς συζήτηση ψήφιση των σχετικών διατάξεων, καθώς και άλλων σημαντικών για το αντιπροσωπευτικό σύστημα διατάξεων, τους καθιστά συνυπεύθυνους για τις αντισυνταγματικές ενέργειες του στέμματος που ακολούθησαν και κορυφώθηκαν το 1875.
Πιο συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά τη φυσιογνωμία του νέου πολιτεύματος, η συμμετοχή των επτανήσιων πληρεξουσίων στην ψήφιση του Συντάγματος του 1864 ενίσχυσε τη δυναμική των υφιστάμενων προοδευτικών δυνάμεων της ελληνικής πολιτικής σκηνής προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού του πολιτικού συστήματος και της φιλελευθεροποίησης των θεσμών. Σημαντική υπήρξε η συμβολή τους στη συνταγματική καθιέρωση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας και της καθολικής ψηφοφορίας, καθώς στην κατάργηση του συντηρητικού θεσμού της Γερουσίας, στον αποκλεισμό του βασιλιά από τη συντακτική λειτουργία, στη συνταγματική καθιέρωση της αναθεώρησης του συντάγματος, αλλά και στη φιλελευθεροποίηση του συστήματος των ατομικών ελευθεριών. Ως προς το τελευταίο, ο τομέας στον οποίο ξεχώρισαν αρκετοί Επτανήσιοι πληρεξούσιοι για τις πρώιμες και προοδευτικές για την εποχή αντιλήψεις τους ήταν εκείνος της παιδείας. Οι προτάσεις τους για καθιέρωση δωρεάν υποχρεωτικής δημοτικής εκπαίδευσης απηχούν την ιδεολογία του επτανησιακού ριζοσπαστισμού για κοινωνική ισότητα, προτάσεις που ωστόσο είτε απορρίφθηκαν είτε δεν συζητήθηκαν καθόλου στη Β΄ Εθνική Συνέλευση. Από την άλλη πλευρά, συνυπεύθυνοι κρίνονται για τη διατήρηση της συμμετοχής του βασιλιά στην άσκηση και των τριών εξουσιών (Νομοθετική, Εκτελεστική, Δικαστική), αλλά και για την απόρριψη της πρότασης για υποχρεωτική επιλογή των υπουργών από τη Βουλή, που θα μπορούσε να συμβάλει σε μερική έστω καθιέρωση της κοινοβουλευτικής αρχής ήδη από το 1864.
Σημείο τομής για το μεγαλοϊδεατικό μαξιμαλισμό των Επτανησίων, αλλά και για το αδιαμφισβήτητο του βασιλικού θεσμού και την ανοχή στην καταχρηστική εφαρμογή των βασιλικών αρμοδιοτήτων, αποτέλεσε η αποτυχημένη έκβαση της Κρητικής Επανάστασης το 1869 και η πολιτική κρίση της περιόδου 1868-1874. Η ματαίωση των εθνικών πόθων και οι διπλωματικές εξελίξεις που ακολούθησαν συνέβαλαν στην αναθεώρηση της επιθετικής τακτικής «διὰ τοῦ πυρὸς καὶ τοῦ σιδήρου» στην εξωτερική πολιτική. Παράλληλα, οι αλλεπάλληλες συνταγματικές εκτροπές της περιόδου έως και το 1874 δεν άφηναν πλέον κανένα περιθώριο για εγκώμια στον ανώτατο άρχοντα και αποσιώπηση των ευθυνών του στέμματος. Στο εξής, οι φιλελεύθεροι υπό τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο προτάσσουν την εσωτερική ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της χώρας, με σημείο αιχμής το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Η φάση αυτή συμπίπτει με την ίδρυση του «Πέμπτου» κόμματος και τη συμμετοχή του Λομβάρδου ως συνιδρυτή, αλλά και πολλών άλλων Επτανήσιων πολιτικών, που είτε τον ακολουθούν σταθερά είτε όχι.
Ο Λομβάρδος και οι Επτανήσιοι που τον πλαισιώνουν επικεντρώνονται στο εξής στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς και γίνονται θιασώτες της συνταγματικής νομιμότητας, χωρίς ωστόσο να φτάνουν στην αμφισβήτηση του καθεστώτος της συνταγματικής μοναρχίας. Ξεχωρίζει βεβαίως η καθοριστική συμβολή του Λομβάρδου στην καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης με το λόγο του περί δημοκρατίας το 1874. Ύστερα από δέκα χρόνια στήριξης του μοναρχικού θεσμού ως αναγκαιότητας λόγω περιστάσεων, ο Λομβάρδος προβαίνει σε ένα πράγματι αντιμοναρχικό και δημοκρατικό ξέσπασμα, αντάξιο του επτανησιακού ριζοσπαστισμού πριν από τη διάσπασή του, που ξεπερνά σε παρρησία και δυναμισμό την οξεία κριτική στο στέμμα που ο Χαρίλαος Τρικούπης διατύπωσε στο «Τίς πταίει;».
Ως προς τη σχέση των επτανήσιων βουλευτών με τα ελληνικά πολιτικά κόμματα διαπιστώνεται εύκολα ότι διατηρούν εξαρχής μία αυτονομία που προοδευτικά ενισχύεται. Για όσο διάστημα κυριαρχεί το εθνικό ως πρόταγμα της συντριπτικής πλειονότητας των επτανήσιων βουλευτών, η ομάδα λειτουργεί ως συμπαγές σχήμα εντός κοινοβουλίου σε ό,τι αφορά τα σχετικά θέματα και ενισχύει την πλειοψηφία του κόμματος του οποίου η πολιτική συνάδει με τον κυρίαρχο και κοινώς αποδεκτό σκοπό της. Σε άλλα ζητήματα η συνοχή της ομάδας διασπάται και οι επιλογές των μελών της καθορίζονται από την ιδεολογική αφετηρία και κυρίως από τα ιδιαίτερα πολιτικά ή και ταξικά συμφέροντα της περιφέρειας που εκπροσωπούν. Ειδικά για το νησί της Κέρκυρας, η πολιτική συμπεριφορά των εκλεγμένων βουλευτών αντανακλά τις ταξικές διαφορές και στοχεύσεις. Εδώ θα παραμείνει κυρίαρχο το αγροτικό ζήτημα. Η δε σταθερή εκπροσώπηση των μεγαλοαστών στο ελληνικό κοινοβούλιο από το 1865 και εξής θα φέρει στο προσκήνιο τον ανταγωνισμό συμφερόντων μεταξύ των τάξεων. Οι αστοί θα επιδιώξουν την επέκταση του χώρου επιρροής τους. Περαιτέρω, η συσπείρωση προσώπων προερχόμενων από διαφορετικούς ιδεολογικούς χώρους θα επιβεβαιώσει την κυριαρχία του ταξικού έναντι του πολιτικού.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1870 οι ιδεολογικο-πολιτικές διαφορές της επτανησιακής ομάδας αντανακλούν τα ιδιαίτερα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα του κάθε νησιού, και αποτυπώνονται εμφανώς στην πολιτική συμπεριφορά των αντιπροσώπων που στέλνουν στη βουλή. Η στήριξη της γραμμής των κομμάτων εξαρτάται όχι τόσο από την ιδεολογία των κομμάτων, αλλά από την αντανάκλαση των προτάσεων και των επιλογών των τελευταίων στη διαστρωματωμένη επτανησιακή κοινωνία. Ανάλογα με τα ιδιαίτερα συμφέροντα που εκπροσωπούν, οι επτανήσιοι βουλευτές ψηφίζουν ή καταψηφίζουν νόμους, και συντάσσονται ή απομακρύνονται από τις γραμμές των κομμάτων. Εν ολίγοις, οι κομματικές μετατοπίσεις -φαινόμενο άλλωστε σύνηθες για την εποχή- είναι συχνές για τους Επτανησίους και ανάλογες με τα τοπικά συμφέροντα των ψηφοφόρων τους. Γενικότερα, οι επτανήσιοι βουλευτές χωρίζονται στο εξής σε φιλελεύθερα και συντηρητικά στοιχεία με σχεδόν ισομεγέθη ποσοστιαία εκπροσώπηση στην ελληνική βουλή.
Έτσι, η κυρίαρχη πρωτοποριακή ιδεολογία του επτανησιακού ριζοσπαστισμού δεν θα μεταφερθεί στην ελληνική πολιτική ζωή μετά την ένωση των νησιών με το ελληνικό κράτος. Οι επτανήσιοι πολιτικοί ενσωματώθηκαν τάχιστα και πλήρως στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, υιοθετώντας και αναπαράγοντας τους κανόνες του∙ και το όραμα των πρώτων ριζοσπαστών να παρασύρουν την Ελλάδα στην αναγέννηση δεν θα πραγματοποιηθεί ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου