Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Τρίτη 8 Μαρτίου 2016

Ο μισθός της δασκάλας


T­ις προ­άλ­λες φώ­να­ξα στο γρα­φεί­ο μου τη δε­σποι­νί­δα Ι­ου­λί­α, τη δα­σκά­λα των παι­δι­ών. Έ­πρε­πε να της δώ­σω το μι­σθό της. 
- Κά­θι­σε να κά­νου­με το λο­γα­ρια­σμό, της εί­πα. Θα '­χεις α­νάγ­κη α­πό χρή­μα­τα και συ ντρέ­πε­σαι να α­νοί­ξεις το στό­μα σου... Λοι­πόν... Συμ­φω­νή­σα­με για τριά­ντα ρού­βλια το μή­να... 
- Για σα­ράν­τα. 
- Ό­χι, για τριά­ντα, το έ­χω ση­μει­ώ­σει. Ε­γώ πάν­το­τε τριά­ντα ρού­βλια δί­νω στις δα­σκά­λες... Λοι­πόν, έ­χεις δύ­ο μή­νες ε­δώ... 
- Δύ­ο μή­νες και πέν­τε μέ­ρες... 
- Δύ­ο μή­νες α­κρι­βώς... Τό '­χω ση­μει­ώ­σει... Λοι­πόν, έ­χου­με ε­ξήν­τα ρού­βλια. Πρέ­πει να βγά­λου­με εν­νιά Κυ­ρια­κές... δε δου­λεύ­ε­τε τις Κυ­ρια­κές. Πη­γαί­νε­τε πε­ρί­πα­το με τα παι­διά. Έ­πει­τα έ­χου­με τρεις γι­ορ­τές... 
Η Ι­ου­λί­α έ­γι­νε κα­τα­κόκ­κι­νη και άρ­χι­σε να τσα­λα­κώ­νει νευ­ρι­κά την ά­κρη του φου­στα­νιού της, μα δεν εί­πε λέ­ξη.
- …και τρεις γι­ορ­τές... μας κά­νουν δώ­δε­κα ρού­βλια το μή­να... Ο Κό­λιας ή­ταν άρ­ρω­στος τέσ­σε­ρις μέ­ρες και δεν του έ­κα­νες μά­θη­μα... Μο­νά­χα με τη Βαρ­βά­ρα α­σχο­λή­θη­κες... Τρεις μέ­ρες εί­χες πο­νό­δον­το και η γυ­ναί­κα μου σου εί­πε να α­να­παυ­τείς με­τά το φα­γη­τό... Δώ­δε­κα και ε­φτά δε­κα­εν­νιά. Α­φαι­ρού­με, μας μέ­νουν... Χμ! σα­ράν­τα έ­να ρού­βλια... Σω­στά; 
Το α­ρι­στε­ρό μά­τι της Ι­ου­λί­ας έ­γι­νε κα­τα­κόκ­κι­νο και νό­τι­σε. Άρ­χι­σε να τρέ­μει το σα­γό­νι της. Την έ­πια­σε έ­νας νευ­ρι­κός βή­χας, έ­βα­λε το μαν­τή­λι στη μύ­τη της, μα δεν έ­βγα­λε ά­χνα. 
- Την πα­ρα­μο­νή της πρω­το­χρο­νιάς έ­σπα­σες έ­να φλι­τζά­νι του τσα­γιού με το πι­α­τά­κι του... Βγά­ζου­με δύ­ο ρού­βλια... Το φλι­τζά­νι κά­νει α­κρι­βό­τε­ρα για­τί εί­ναι οι­κο­γε­νεια­κό κει­μή­λιο, μα δεν πει­ρά­ζει... Τό­σο το χει­ρό­τε­ρο! Προ­χω­ρού­με! Μια μέ­ρα δεν πρό­σε­ξες τον Κό­λια, α­νέ­βη­κε ο μι­κρός στο δέν­τρο και έ­σκι­σε το σα­κά­κι του... Βγά­ζου­με άλ­λα δέ­κα ρού­βλια... Άλ­λη μια μέ­ρα που δεν πρό­σε­χες, έ­κλε­ψε μια κα­μα­ρι­έ­ρα τα μπο­τά­κια της Βαρ­βά­ρας. Πρέ­πει νά '­χεις τα μά­τια σου τέσ­σε­ρα, γι' αυ­τό σε πλη­ρώ­νου­με... Λοι­πόν, βγά­ζου­με άλ­λα πέν­τε ρού­βλια. Στις δέ­κα του Γε­νά­ρη σε δά­νει­σα δέ­κα ρού­βλια... 
- Ό­χι, δεν έ­γι­νε τέ­τοι­ο πρά­μα! μουρ­μού­ρι­σε η Ι­ου­λί­α. 
- Τό '­χω ση­μει­ώ­σει! 
- Κα­λά... 
- Βγά­ζου­με εί­κο­σι ε­πτά ρού­βλια, μας μέ­νουν δε­κα­τέσ­σε­ρα. 
Τα μά­τια της Ι­ου­λί­ας γέ­μι­σαν δά­κρυ­α. Κόμ­ποι ι­δρώ­τα γυ­ά­λι­ζαν πά­νω στη μύ­τη της. Κα­κό­μοι­ρο κο­ρί­τσι! 
- Μα ε­γώ μια φο­ρά μο­νά­χα δα­νεί­στη­κα χρή­μα­τα. Μο­νά­χα τρί­α ρού­βλια, α­πό την κυ­ρί­α, μουρ­μού­ρι­σε η Ι­ου­λί­α και η φω­νή της έ­τρε­με... Αυ­τά εί­ναι ό­λα-ό­λα που δα­νεί­στη­κα. 
- Μπα; Και ’γω δεν τα εί­χα ση­μει­ώ­σει αυ­τά. Λοι­πόν, δε­κα­τέσ­σε­ρα έ­ξω τρί­α, μας μέ­νουν έν­τε­κα. Πά­ρε τα χρή­μα­τά σου, α­γα­πη­τή μου! Τρί­α... τρί­α, τρί­α... έ­να και έ­να... Πα­ρ' τα... 
Και της έ­δω­σα έν­τε­κα ρού­βλια. Τα πή­ρε με τρε­μου­λια­στά δά­χτυ­λα και τα έ­βα­λε στην τσέ­πη της. 
- Ευ­χα­ρι­στώ! ψι­θύ­ρι­σε. 
Πε­τά­χτη­κα ορ­θός και άρ­χι­σα να βη­μα­τί­ζω πέ­ρα δώ­θε στο γρα­φεί­ο. Με έ­πια­σαν τα δαι­μό­νια μου. 
- Και για­τί με ευ­χα­ρι­στείς; 
- Για τα χρή­μα­τα. 
- Μα, δι­ά­ο­λε, ε­γώ σε έ­κλε­ψα, σε λή­στε­ψα! Και μου λες κι ευ­χα­ρι­στώ; 
- Οι άλ­λοι δε μού '­δι­ναν τί­πο­τα!...
- Δε σού '­δι­ναν τί­πο­τα! Φυ­σι­κά! Σου έ­κα­να μια φάρ­σα για να σου γί­νει σκλη­ρό μά­θη­μα. Πά­ρε τα ο­γδόν­τα σου ρού­βλια! Τα εί­χα έ­τοι­μα στο φά­κε­λο! Μα για­τί δε φω­νά­ζεις για το δί­κιο σου; Για­τί στέ­κε­σαι έ­τσι σαν χα­ζή; Μπο­ρείς να ζή­σεις σ' αυ­τό τον κό­σμοαν δεν πα­τή­σεις λί­γο πό­δι, αν δε δεί­ξεις τα δόν­τια σου; Για­τί εί­σαι ά­βου­λη; 
Μουρ­μού­ρι­σε με­ρι­κά ευ­χα­ρι­στώ και βγή­κε… 

Α. Τσέ­χωφ, Δι­η­γή­μα­τα 

Αντιγραφή-επιμέλεια: antiyli.gr@gmail.com

Σχό­λιο από «Αντιύλη»: Συγ­κλο­νι­στι­κός ο Τσέ­χωφ στην πε­ρι­γρα­φή της σκλη­ρής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας της εκ­με­τάλ­λευ­σης! Μα δεν συμ­φω­νώ α­πό­λυ­τα με τη «συμ­βου­λή» του. Δεν χρειάζεται φυσικά να είναι καρπαζοεισπράκτορας κανείς, μα δεν ση­μαί­νει πως η σίγουρη συνταγή είναι το να πα­τή­σεις πό­δι. Κά­τι μπορεί να βγει βέβαια, αλ­λά το ζη­τού­με­νο δεν εί­ναι πώς θα ε­πι­κρα­τή­σει το δί­κιο μας με κά­θε τρό­πο (ακόμα και πολεμώντας τον άλλο). Η ουσία είναι πώς θα εί­μα­στε σω­στοί, α­κό­μα και ό­ταν α­δι­κού­μαστε. Αρ­κεί να υπομένουμε την α­δι­κί­α όχι α­πό α­δυ­να­μί­α αντίδρασης, αλ­λά επειδή ε­κού­σια ε­πι­λέγουμε να μην αν­τα­πο­δώ­σου­με το κακό, ή να πά­ρου­με το δί­κιο μας πο­λε­μών­τας τον άλ­λο. Στο Γε­ρον­τι­κό κά­που α­να­φέ­ρε­ται πως οι α­σκη­τές, ό­ταν πω­λού­σαν τα ερ­γό­χει­ρά τους ή α­γό­ρα­ζαν κάτι, έ­λε­γαν ή ρω­τού­σαν ά­παξ (μια φο­ρά) μόνο την τι­μή και έ­παιρ­ναν σι­ω­πών­τας ό,τι τους έ­δι­ναν, χω­ρίς να διεκδικούν, χωρίς να πα­ζα­ρεύ­ουν πε­ραι­τέ­ρω, εί­τε α­δι­κούν­ταν εί­τε ό­χι. Ή­σαν πιο κον­τά στη θέ­ση της δα­σκά­λας του Τσέ­χωφ, αλ­λά α­πό ε­λεύ­θε­ρη ε­πι­λο­γή, ό­χι α­πό α­δυ­να­μί­α τους να δι­εκ­δι­κή­σουν. 

Λο­γι­κά βέ­βαι­α, θά ’λεγε κανείς, δεν μπο­ρείς να ζή­σεις σ’ αυ­τόν τον κό­σμο με το σταυρό στο χέρι, αν δεν δεί­ξεις τα δόν­τια σου, που λέ­ει και ο Τσέ­χωφ, μα δεν εί­ναι η λογική μας το μό­νο δε­δο­μέ­νο. Υ­πάρ­χει και ο Θε­ός. Και ό­σο κι αν ορ­γιά­ζει και οργώνει τον κόσμο το κα­κό, στο τέ­λος σπέρνει ο Θε­ός (π. Παΐσιος), θα γί­νει αυ­τό που κρίνει Αυτός. Προ­σο­χή λοι­πόν: βαθειά εμπιστοσύνη στον Θεό. Ενεργώντας με τον τρόπο που υποδεικνύει Εκείνος, έστω και αν η λογική μας λέει κάτι άλλο, θα έχουμε σίγουρα περισσότερο όφελος. Ας φαίνεται ότι χάνουμε, ή ότι γινόμαστε κορόιδα. Στο τέλος λειτουργούν οπωσδήποτε οι πνευματικοί νόμοι του Θεού. Ας βαδίζουμε με νουν Χρι­στού κι ό­χι με την τετράγωνη δήθεν λογική και τα μυα­λά του κό­σμου.

Ι.Ν. Αγίου Βασιλείου, Πρέβεζα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου