ΟΣΟΙ, ἀγαπητοί μου, ὅσοι κατοικοῦμε σ᾿ αὐτὴ τὴ γῆ, πρέπει νὰ εμεθα εὐγνώμονες στὸ Θεὸ γιὰ τὶς πολλὲς εὐεργεσίες του, καὶ πρὸ παντὸς γιὰ τὸ μεγαλύτερο ἀπ᾿ ὅλα, γιὰ τὴν ὀρθόδοξο πίστι μας. Ἔχουμε μιὰ ἀληθινὴ – ζωντανὴ πίστι. Γιὰ νὰ τὸ αἰσθανθοῦμε, ἀρκεῖ ν᾿ ἀκούσουμε τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο, ποὺ εἶνε μιὰ εὐχαριστία πρὸς τὸ Θεὸ καὶ ἕνα ᾆσμα γιὰ τὴνὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ ὕμνος αὐτὸς ἔχει ὡς θέμα τὸ μεγάλο γεγονὸς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ· ὅτι ἡ ἁγία Τριὰς ἀπεφάσισε νὰ σώσῃ τὸν κόσμο. Καὶ διέταξε ἕναν ἀπὸ τοὺς πρώτους ἀγγέλους, τὸν Γαβριήλ, νὰ κατεβῇ ἐδῶ στὴ γῆ, νὰ πάῃ σ᾿ ἕνα φτωχόσπιτο, ὅπου κατοικοῦσε ἡ Παρθένος Μαρία, καὶ νὰ τῆς πῇ τὸ «χαῖρε». Αὐτὸ τὸ «χαῖρε» ἔχει ὡς θέμα ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος. Μὲ τὴ διαφορά, ὅτι τότε ὁ ἄγγελος τὸ εἶπε μιὰ φορά, ἐνῷ ἐδῶ ἐπαναλαμβάνεται ἑκατὸν σαραντατέσσερις (144) φορές· τόσα εἶνε τὰ «χαῖρε» τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου. Ἀπὸ τὰ «χαῖρε» αὐτὰ σᾶς παρουσιάζω ἕνα ζεῦγος· «Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις· χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις» (Ν 5).
* * *
«Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις». Χαῖρε, λέει, Παναγία, διότι σὺ εἶσαι ἐκείνη ποὺ μαλακώνει τὴν ὀργὴ τοῦ δικαίου Κριτοῦ. Σὺ εἶσαι ἐκείνη ποὺ ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοὶ πέφτουμε στὰ γόνατα καὶ παρακαλοῦμε, κ᾿ ἐσὺ φωνάζεις στὸ Θεό· Ἔλεος στοὺς ἁμαρτωλούς! Ξέρουμε, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε ἀγάπη. Ὅλα δείχνουν τὴν ἀγάπη του. Ὁ ἥλιος, τὸ νερό, ὁ ἀέρας, ὅλα εἶνε ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἂν ὑπάρχῃ ὅμως κανεὶς ποὺ ἀμφιβάλλει, ἂς ἔρθῃ στὴν ἐκκλησία τὴν Κυριακή, ποὺ εἶνε τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, νὰ δῇ τὸ σταυρό· πάνω στὸ σταυρὸ εἶνε γραμμένο μὲ αἷμα· «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 4,16). Μᾶς ἀγάπησε τόσο πολὺ ὁ Θεός, ὥστε «τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται, ἀλλ᾿ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον» (Ἰωάν. 3, 16). Ἀγάπη εἶνε ὁ Θεός. Καὶ ἂν καμμιὰ φορὰ ὑποφέρουμε ἀπὸ ἀσθένειες ἢ ἄλλες θλίψεις, πίσω ἀπ᾿ ὅλα αὐτὰ εἶνε τὸ στοργικό του χέρι. Ἀγάπη ὁ Θεός. Ἀλλ᾿ εἶνε καὶ δικαιοσύνη. Καὶ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἐπιβάλλει, νὰ τιμωρηθοῦν ὅσοι παρέβησαν τὸ νόμο του. Ὅπως σὲ μιὰ πολιτεία οἱ παραβάται τῶν νόμων τιμωροῦνται, διαφορετικὰ ἡ πολιτεία διαλύεται, ἔτσι καὶ στὸ κράτος τοῦ Θεοῦ οἱ παραβάται τιμωροῦνται. Καὶ δυστυχῶς ὑπάρχουν πολλοὶ παραβάται. Τὸ νόμο τοῦ κράτους φοβᾶται ὁ ἄλλος νὰ τὸν παραβῇ, ἀλλὰ τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ ὄχι. Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ δὲν τό ᾿χουν τίποτα νὰ κλέψουν· ἁπλώνουν τὸ χέρι κι ἁρπάζουν. Ἄλλοι κάνουν κάτι χειρότερο· μπαίνουν στὰ ξένα σπίτια καὶ ἀτιμάζουν τὴ γυναῖκα, τὴν ἀδελφή, τὴν κόρη· εἶνε κλέφτες τοῦ ἀτιμήτου θησαυροῦ τῆς παρθενίας. Θά ᾿ρθῃ μιὰ μέρα, λέει ὁ προφήτης, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ κάνουν τὴν ἁμαρτία χωρὶς φόβο, σὰ᾿ νὰ πίνουν ἕνα ποτήρι νερό (βλ. Ἰὼβ 15,16). Ὑπάρχουν καὶ ἀκόμη χειρότερα. Ἄλλοι πᾶνε στὰ δικαστήρια καὶ παλαμίζουν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Ἄλλοι ἀκοῦνε τὴν καμπάνα καὶ δὲν πᾶνε στὴν ἐκκλησία· ἔγιναν ἀσεβεῖς. Τὸ μεγαλύτερο ὅμως ἀπ᾿ ὅλα ὅσα σᾶς εἶπα, εἶνε ἕνα ἁμάρτημα πού, ἂν δὲν τὸ σταματήσουμε, καμμιὰ νύχτα θὰ σειστῇ ὅλος ὁ τόπος καὶ δὲ᾿ θὰ μείνῃ τίποτε ὄρθιο· καὶ οἱ κολῶνες ποὺ εἶνε στὴν Ἀκρόπολι τῶν Ἀθηνῶν θὰ κατρακυλίσουν. Τὸ δὲ μεγαλύτερο ἁμάρτημα, ποὺ ὅπου ἀλλοῦ νὰ πᾶτε τέτοιο κακὸ δὲν ἀκούγεται, εἶνε ὅτι ὁ ἄνθρωπος βλαστημάει τὸ Θεό. Τὸν ἀνώτατο ἄρχοντα δὲν τολμᾷ κανεὶς νὰ τὸν βλαστημήσῃ· βλασφημεῖται ὅμως ὁ Χριστός, ποὺ εἶνε ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων, καὶ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ γλυκειά μας μάνα, ἡ βασίλισσα τοῦ κόσμου. Καμμιά γυναίκα δὲν ὑβρίζεται ὅπως ὑβρίζεται ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος. Μέσα στὴν ἐκκλησιὰ τῆς λέμε τὸ «χαῖρε» οἱ ὑποκριταὶ καὶ φαρισαῖοι καὶ θεομπαῖχται, καὶ μόλις βγοῦμε ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ τὴν ὑβρίζουμε…
Γι᾿ αὐτὰ τὰ ἁμαρτήματα θά ᾿πρεπε νὰ πέσῃ φωτιὰ ἀπὸ τὸν οὐρανό. Ἀλλὰ πῶς, ἀδελφοί μου, ὁ κόσμος δὲν καταστρέφεται; Πῶς ὁ Θεὸς δίδει παράτασι; ποιοί τὸν παρακαλοῦν «Παράτεινον τὸ ἔλεός σου…» (Ψαλμ. 35,11); Ἐγὼ λέω ὅτι, ἂν σῳζώμεθα, σῳζόμεθα πρῶτον ἀπὸ κάτι νήπια, ἀθῷα βρέφη μέσα στὶς κούνιες, ἀγγελούδια ποὺ γονατίζουν καὶ προσεύχονται· χάρι σ᾿ αὐτὰ δὲ᾿ μᾶς κατέστρεψε ἀκόμη ὁ Θεός. Καὶ δεύτερον, ὅτι ὁ κόσμος δὲν κατεστράφη πρὸ παντὸς ἀπὸ τὶς πρεσβεῖες τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου. Παρακαλεῖ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος· Ἔλεος στοὺς ἁμαρτωλούς, ἔλεος στοὺς παραβάτας τῶν θείων ἐντολῶν!… Λένε, ὅτι τὴν ἀρχαία ἐποχὴ στὴ Ῥώμη ἦταν ἕνας αὔγουστος, βασιλεύς. Αὐτὸς ἔμαθε, ὅτι κάποιος ὀνόματι Λούκιος, ἕνας νεαρὸς εὐεργετημένος ἀπὸ αὐτόν, ἔκανε ἐπανάστασι ἐναντίον του νὰ τὸν ῥίξῃ ἀπὸ τὸ θρόνο. Ὁ αὔγουστος διέταξε νὰ τὸν πιάσουν καὶ ὑπέγραψε τὴν καταδίκη του εἰς θάνατον. Τὸν φυλάκισαν, καὶ τὴν ἄλλη μέρα θὰ τὸν ἔπαιρναν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Πρωῒ – πρωῒ ὅμως ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ αὐγούστου ἡ βασίλισσα καὶ λέει· Ζητῶ χάρι· εἶνε κακοῦργος, εἶνε λῃστής, ἤθελε νὰ σὲ γκρεμίσῃ ἀπὸ τὸ θρόνο, ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ κάνε ἔλεος, ἄφησέ τον νὰ ζήσῃ, μὴ τὸν θανατώσῃς!… Κι ἀπὸ τὰ πολλὰ δάκρυα τῆς βασιλίσσης ὁ αὔγουστος τοῦ χάρισε τὴ ζωή. Κατὰ παρόμοιο λοιπὸν τρόπο, γιὰ τὶς πολλὲς ἁμαρτίες ποὺ κάνουμε κ᾿ ἐμεῖς, ἡ ὀργὴ τοῦ Θεοῦ ἐπικρέμαται πάνω μας. Πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια ὅλων (φτωχῶν καὶ πλουσίων, λευκῶν μαύρων κιτρίνων, ὅλων τῶν χρωμάτων) οἱ ἄγγελοι κρέμασαν τώρα, ἀπὸ μιὰ τρίχα ἀλόγου, τὸ κοφτερὸ σπαθὶ ποὺ λέγεται ἀτομικὴ βόμβα. Ἕνα λάθος νὰ ξεφύγῃ, ὁ κόσμος μέσα σὲ λίγα λεπτὰ μπορεῖ νὰ γίνῃ γῆ Μαδιάμ. Ὠργίσθη ὁ Θεός. Καὶ πάνω ἀπ᾿ τὰ κεφάλια μας εἶνε κρεμασμένη ἡ ὀργή του. Ποιός θὰ μᾶς σώσῃ; Τὰ ἔργα μας; Φρίκη. Ποιός ἄλλος; Μόνο οἱ πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου. «Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις». Χαῖρε, Παναγία, ποὺ μὲ τὶς δεήσεις καὶ τὶς παρακλήσεις σου δὲν ἀφήνεις τὸ Θεὸ νὰ μᾶς καταστρέψῃ.
* * *
«Χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις». Χαῖρε, σὺ ποὺ δίδεις τὴ συγχώρησι. Σὲ ποιούς ὅμως; Στοὺς μετανοοῦντας ἁμαρτωλούς. Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, σᾶς παρακαλῶ νὰ μετανοήσουμε. Τὸ ὅτι ἁμαρτάνουμε εἶνε βέβαια κακό. Ἀλλὰ δὲ᾿ θὰ μᾶς δικάσῃ ὁ Θεὸς γιατὶ ἁμαρτάνουμε· θὰ μᾶς δικάσῃ γιατὶ δὲν μετανοοῦμε. Τὸ ἁμαρτάνειν εἶνε ἀνθρώπινον, τὸ δὲ ἐμμένειν στὴν ἁμαρτίαν εἶνε σατανικόν. Ἕνας εἶνε ὁ ἀμετανόητος, ὁ σατανᾶς, παρ᾿ ὅλο ὅτι πέρασαν 1.000, 2.000, 5.000, 8.000 χρόνια ἀπὸ τὴν ἀνταρσία του. Ἀλλὰ κι ἂν περάσουν ἄλλα 8.000 χρόνια, πάλι ἀμετανόητος θὰ εἶνε. Αὐτὸς δὲν μετανοεῖ· ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μετανοήσῃ. Ὅποιος ὅμως ἔκανε ἁμαρτία καὶ μένει ἀμετανόητος, κι ὄχι μόνο ἀμετανόητος μένει, ἀλλὰ καὶ καυχᾶται καὶ θριαμβολογεῖ γιὰ τὰ ασχη του, αὐτὸς εἶνε σὰν τὸ σατανᾶ. Ποιά καὶ πόσα εἶνε τὰ ἁμαρτήματά σου; Βάλε αὐτὰ ποὺ ἔκανες. Βάλε διπλάσια καὶ τριπλάσια. Πόσα εἶνε; χίλια; δυὸ χιλιάδες; πέντε χιλιάδες; Κάθε ἁμαρτία εἶνε σὰν ἕνα κάρβουνο ἀναμμένο, ποὺ ἂν μείνῃ ἔτσι θὰ σὲ κάψῃ. Σὲ καίει ἀπὸ τώρα· πᾷς νὰ κοιμηθῇς, τὸ θυμᾶσαι, καὶ δὲν ἡσυχάζεις. Πόσα εἶνε τὰ κάρβουνα αὐτά; Εἶνε ἕνα βουνό; Λοιπόν· ἂν πάρουμε τὰ ἀναμμένα κάρβουνα καὶ τὰ ῥίξουμε μέσα στὴ θάλασσα, ποιά θὰ νικήσῃ, ἡ θάλασσα ἢ ἡ φωτιά; Ὅσα κάρβουνα κι ἂν ῥίξῃς, ἡ θάλασσα θὰ τὰ σβήσῃ· θὰ νικήσῃ ἡ θάλασσα. Γι᾿ αὐτό, ἁμαρτωλοὶ τοῦ κόσμου, πέστε στὴν ἐξομολόγησι ὅλα τὰ ἁμαρτήματά σας. Κι ἂν μαζευτοῦν βουνὸ τὰ κάρβουνα, τὰ παίρνει ἡ Παναγιά, τὰ παίρνει ὁ Χριστὸς καὶ τὰ ῥίχνει μέσ᾿ στὸ πέλαγος. Ποιό εἶνε τὸ πέλαγος; Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ συγγνώμη τοῦ Θεοῦ. Μὴ φοβᾶστε. Ἂν θέλετε νὰ γιορτάσουμε Λαμπρή, Λαμπρὴ δὲ᾿ γιορτάζει κανεὶς μὲ τὰ πλούσια φαγητά· Λαμπρή, ἀδέρφια μου, θὰ γιορτάσουμε μὲ τὴ μετάνοια. Ἂς βάλουμε μεσίτη στὸν Κύριο τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἂς βροῦμε πνευματικὸ κι ἂς ποῦμε τ᾿ ἁμαρτήματά μας. Κι ἂν ὑπάρχῃ κάποιος ποὺ πέρασαν τὰ χρόνια, ἄσπρισαν τὰ μαλλιά του κ᾿ ἔχει ἀκόμα μέσα του κάρβουνα, αὐτὸ τὸ Πάσχα, ποὺ μπορεῖ νά ᾿νε καὶ τὸ τελευταῖο, ἂς πάρῃ τὴν ἀπόφασι. Ἂς ῥίξουμε τὰ κάρβουνα αὐτὰ μέσ᾿ στὴ θάλασσα, νὰ συ᾿χωρεθοῦνε ὅλα, καὶ γονατιστοὶ ἂς ποῦμε ὅλοι στὴν Παναγιά μας ἄλλη μιὰ φορά· «Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις· χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις».
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Βαρβάρας Αἰγάλεω, Παρασκευὴ 18-3-1960
(ἱ. ναὸς Ἁγίας Βαρβάρας Αἰγάλεω, Παρασκευὴ 18-3-1960
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου