Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934) ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ «Ξέρεις, ἡ καρδιά μου φλέγεται ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστό. Νομίζω ὅτι ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ καταλάβω ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιὸ θαυμαστὸ ἀπὸ Αὐτόν. Θὰ ἤθελα νὰ πεθάνω γι᾽ Αὐτόν!»

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ: FOTIOS TRAVLOPANOS

Ο ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΗΛΙΑΣ TΣΕΤΒΕΡΟΥΧΙΝ (†16 Φεβρ. 1934)ΚΑΙ Η ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΙΑ [1]

Περ. «Ἁγιορειτικὴ Μαρτυρία»
Τριμηνιαία ἔκδοσις Ἱ. Μονῆς Ξηροποτάμου
ἀρ. τ. 18, Ἀπρίλιος 1995

.               Ἡ ζωὴ τοῦ π. Ἠλία εἶναι στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴ ζωὴ τῆς ἐναρέτου συζύγου, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἡ ὁποία μοιράστηκε μαζί του ὅλες τὶς λύπες καὶ τὶς χαρές. Ἡ Εὐγενία ἦταν μία πολὺ εὐσεβὴς κόρη ποὺ σκεπτόταν νὰ γίνη μοναχή, ἀλλὰ μὲ τὴ συμβουλὴ τοῦ Γέροντος Βαρνάβα τῆς Σκήτης τῆς Γεθσημανῆ, ἄρχισε νὰ ἀναζητᾶ ἕναν εὐσεβῆ σύζυγο. Οἱ γονεῖς τοῦ Ἠλία εἶχαν μεγάλα σχέδια γιὰ τὸν γυιό τους, ἐπειδὴ ἦταν ἕνας λαμπρὸς φοιτητὴς στὸ Πανεπιστήμιο. Ὅταν ὅμως γνώρισε τὴν Εὐγενία, ἄρχισαν καὶ οἱ δύο νὰ μελετοῦν μὲ πόθο πνευματικὰ βιβλία. Ἐγκατέλειψε τὸ Πανεπιστήμιο καὶ μία δελεαστικὴ καριέρα καὶ εἰσῆλθε στὸ ἱερατικὸ Σεμινάριο τοῦ Ἁγίου Σεργίου τῆς Λαύρας τῆς Ἁγίας Τριάδος..              Ἡ οἰκογένεια τῆς Εὐγενίας ζοῦσε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἁγίων Γερόντων. Ἡ μητέρα της γνώριζε πολλοὺς Γέροντες καὶ συχνά τους ἐπισκεπτόταν. Βλέποντας αὐτὸ ὁ Ἠλίας Νικολάγιεβιτς θέλησε νὰ ἔχη καὶ αὐτὸς ἕνα Γέροντα, ὁ ὁποῖος θὰ τὸν καθοδηγοῦσε. Ἡ Εὐγενία τοῦ συνέστησε νὰ πάη στὴ Σκήτη τῆς Γεσθημανῆ, στὸν Γέροντα Βαρνάβα. Τὴν ἄλλη μέρα ὁ νεαρὸς ἱεροσπουδαστὴς πῆγε στὸν Γέροντα.
.               Ὁ Γέροντας τὸν δέχθηκε μὲ εὐγένεια, τὸν ἔβαλε νὰ καθίση, τοῦ ἔφερε σαμοβάρι καὶ τοῦ ἔδωσε νὰ πιῆ τσάι, ἐνῶ συνεχῶς τοῦ ἔλεγε καθὼς τὸν κτυποῦσε χαϊδευτικὰ στὸ κεφάλι: «Εἶσαι ὁ μάρτυράς μου! Εἶσαι ὁ ὁμολογητής μου!». Μετὰ τοῦ ἔδωσε μερικὲς συμβουλὲς καὶ τὸν ἄφησε νὰ φύγη.
.               Ὁ ἱεροσπουδαστὴς γύρισε χαρούμενος στὸν ξενώνα. Ἐπιτέλους, εἶχε βρῆ ἕναν πνευματικὸ ὁδηγό, στὸν ὁποῖο θὰ μποροῦσε νὰ ἐμπιστευθῆ ὅλη του τὴ ζωή! Τὸ βράδυ πῆγε στὸν ναὸ καὶ μὲ κατάπληξη ἄκουσε νὰ μνημονεύουν τὸν κεκοιμημένο ἱερομόναχο Βαρνάβα! Πόσο μεγάλη ἦταν πραγματικὰ ἡ ἔκπληξής του καὶ ἡ λύπη του, ὅταν ἔμαθε ὅτι λίγες ὧρες μετὰ τὴν ἀναχώρησή του, ὁ Γέρων Βαρνάβας πέθανε! Ταραγμένος ἐπέστρεψε στὸ σπίτι του.
.               Ἀλλὰ ὁ Κύριος δὲν ἄφησε ἀνεκπλήρωτη τὴν βαθειὰ ἐπιθυμία τῆς γεμάτης πίστη ψυχῆς του. Μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ οἱ συσπουδασταί του τοῦ πρότειναν νὰ τὸν πάρουν μαζί τους στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ, ποὺ δὲν ἦταν μακρυὰ ἀπὸ τὴν Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιὰ νὰ δοῦν τὸν ἐρημίτη Γέροντα Ἀλέξιο (ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἀνέσυρε τὸν κλῆρο γιὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ Πατριάρχου Τύχωνος). Ὁ Ἠλίας δέχθηκε εὐχαρίστως. Ὁ Γέροντας τοὺς ὑποδέχθηκε ἐγκάρδια καὶ σύντομα ἔγινε ὁ πνευματικὸς ὁδηγὸς τοῦ Ἠλία καὶ τῆς μνηστῆς του. Ὅταν γιὰ πρώτη φορὰ τοὺς εἶδε μαζί, ἀνεφώνησε: «Τί ψηλὸς ποὺ εἶναι αὐτός, καὶ τί μικρούλα αὐτή!». Πραγματικὰ ὁ Ἠλίας ἦταν πολὺ ψηλὸς καὶ δυνατός, πραγματικὸς ἱππότης, ἐνῶ ἡ Εὐγενία ἦταν ἕνα μικροκαμωμένο καὶ εὐαίσθητο κορίτσι. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Γέροντος Ἀλεξίου συνηντῶντο δύο φορὲς τὸν μήνα στὸ σπίτι τῆς Εὐγενίας, καὶ δύο φορὲς τὸ μήνα μποροῦσε νὰ τῆς γράφη ἕνα γράμμα, τὸ ὁποῖο ὅμως ἔπρεπε νὰ τὸ διαβάζη προηγουμένως ἡ μητέρα τῆς Εὐγενίας. Ἔτσι πέρασαν μερικὰ χρόνια… Ὁ Ἠλίας τελείωσε μὲ ἐπιτυχία τὸ Σεμινάριο καὶ ἄρχισε νὰ σπουδάζη στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία.
.             Τότε ἡ Εὐγενία ἦταν 25 ἐτῶν, δηλαδὴ ὄχι πιὰ νέα, κατὰ τὴν ἀντίληψη τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ὑπῆρχε ἕνας νόμος, κατὰ τὸν ὁποῖο οἱ φοιτηταὶ τῆς Ἀκαδημίας μποροῦσαν νὰ ἦταν ἔγγαμοι. Ἡ οἰκογένεια τῆς Εὐγενίας ζοῦσε ὑπὸ τὴν καθοδήγηση ἑνὸς Γέροντος στὴ Μόσχα, ὁ ὁποῖος συνέστησε ἐπίσπευση τοῦ γάμου τους. Ὁ Ἠλίας ὑπακούοντας στὸν Γέροντα πῆγε στοὺς γονεῖς τῆς Εὐγενίας. Ἀλλὰ τότε παρουσιάστηκε ἕνα ἀπροσδόκητο ἐμπόδιο: ὁ πατέρας τῆς Εὐγενίας ἀρνήθηκε κατηγορηματικὰ νὰ τοῦ τὴν δώση γιὰ σύζυγο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε δυνατότητα νὰ τὴν συντηρήση. Ὁ Ἠλίας θύμωσε καὶ ἔφυγε βροντώντας πίσω του τὴν πόρτα. Ὅμως ἡ μητέρα τῆς Εὐγενίας τὸν ἔπεισε νὰ τὴν ζητήση πάλι ἀπὸ τὸν πατέρα της. Καὶ χρειάστηκε νὰ τονίση ἐπανειλημμένα ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ ζήσουν μόνο μὲ τὰ δικά τους μέσα, ἂν καὶ στὴν πράξη ὅλα τὰ χρήματα ποὺ εἶχαν ἦταν ἕνα μικρὸ ποσὸ ποὺ εἶχε συγκεντρώσει ἡ Εὐγενία παραδίδοντας μαθήματα μουσικῆς, καὶ τὸ ὁποῖο εἶχε βάλει στὴν ἄκρη μὲ τὴν εὐλογία τῆς μητέρας της, γιὰ τὴν προίκα της. Τελικὰ ὁ πατέρας της συμφώνησε. Ἔκαναν ἥσυχα καὶ ταπεινὰ τὴν τελετὴ τοῦ γάμου τους καὶ ἀμέσως μετὰ ἔφυγαν γιὰ τὸ γαμήλιο ταξείδι. Πῆγαν στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ γιὰ νὰ ἑτοιμαστοῦν γιὰ τὴ μετάληψη τῆς θείας Κοινωνίας, κοντὰ στὸν ἀγαπημένο τους Γέροντα.
.               Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας τῆς Εὐγενίας σέβονταν πολὺ τὸν Γέροντα Ἀλέξιο. Ἕνας ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε μοναχός, πήγαινε συχνὰ στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ καὶ ἔβλεπε ἐπανειλημμένα τὸ ἴδιο ὄνειρο. Τοῦ φαινόταν σὰν νὰ ἦταν κάποια μεγάλη γιορτή. Ὁ ἱδρυτὴς τῆς Μονῆς, ὁ ἀσκητὴς Ζωσιμᾶς, στεκόταν στὴ μέση τῆς Ὡραίας Πύλης καὶ ἐμύρωνε κάθε ἕναν ποὺ ἐρχόταν. Μετὰ τὸ μύρωμα, μὲ τὰ ὁλόλαμπρα λευκά τους ἐνδύματα, περνοῦσαν κατ’ εὐθείαν μέσα ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη! Τὸ ὄνειρο αὐτό, εἰδικὰ ἐπειδὴ ἐπαναλαμβανόταν τόσο συχνὰ καὶ ἐπειδὴ ἔμπαιναν στὸ Ἱερὸ ἀκόμη καὶ γυναῖκες, προκάλεσε μεγάλη ἀπορία στὸν νέο αὐτόν. Τελικά, ὅταν εἶδε τὸ ὄνειρο γιὰ ἕκτη φορά, πῆγε στὸν Γέροντα Ἀλέξιο. Ὁ Γέροντας δὲν ἀποκάλυψε τὴν ἐξήγησι τοῦ ὀνείρου, ἀλλὰ μόνο ρώτησε ἂν ἦταν πολλοὶ ἄνθρωποι.
—Ἦταν πολλοί, πάτερ, ὁλόκληρο πλῆθος!
—Ὡραῖα! Δόξα τῷ Θεῷ, δόξα τῷ Θεῷ! ἐπανέλαβε χαρούμενα ὁ Γέροντας.
.               Οἱ νεαροὶ νεόνυμφοι ἔμειναν ἕνα μήνα στὸ μοναστήρι. Μετὰ γύρισαν στὴ Μόσχα καὶ νοίκιασαν ἕνα διαμέρισμα στὴν περιοχὴ Σέργκιεφ Ποσάντ, κοντὰ στὸ Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Σεργίου. Ζοῦσαν πολὺ φτωχικά, ἀλλὰ ὅπως ὑποσχέθηκαν στὸν πατέρα τῆς Εὐγενίας, ζοῦσαν μόνο μὲ δικά τους χρήματα. Ἡ Εὐγενία πάντα τόνιζε ὅτι σ’ ὅλη τους τὴ ζωὴ ποτὲ δὲν χρωστοῦσαν σὲ κανέναν οὔτε μία δεκάρα. Ζοῦσαν τόσο φτωχικά, ποὺ ἡ Εὐγενία ἀναγκαζόταν νὰ ρίχνη στὴ σόμπα μόνο ἕξι ξύλα τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ ζεστάνη τὸ διαμέρισμα, τὸ ὁποῖο ἔτσι δὲν ἦταν ποτὲ ἀρκετὰ ζεστό.
.              Ὅταν γεννήθηκε τὸ πρῶτο παιδί τους, ἔστειλαν ἀμέσως τηλεγράφημα στὴν ἀδελφή τῆς Εὐγενίας. Ὅταν ἦρθε κοντά τους, τοὺς ἐξήγησε ὅτι ἔμαθε τὴ γέννηση τοῦ παιδιοῦ, πρὶν πάρη τὸ τηλεγράφημα!
—Μὰ πῶς: τὴ ρώτησαν.
—Ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ ἐμφανίστηκε στὸ ὄνειρό μου καὶ μοῦ εἶπε: «Πήγαινε νὰ τοὺς συγχαρῆς! Ἔχουν γυιὸ καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι Σέργιος». Πράγματι ὠνόμασαν τὸν πρῶτο τους γυιὸ Σέργιο καὶ τὸν δεύτερο Σεραφείμ.
.               Ὁ π. Ἠλίας τελείωσε τὴν Ἀκαδημία πρὶν ξεσπάση ἡ ἐπανάστασις (τοῦ 1917). Μετὰ τὴν χειροτονία του, ὑπηρέτησε γιὰ ἕνα μικρὸ διάστημα στὴν ἐκκλησία ἑνὸς πτωχοκομείου, κατόπιν μετετέθη στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ Τολματσὲφ τῆς Μόσχας, ὅπου καὶ ὑπηρέτησε μέχρι τὴ σύλληψή του τὸ 1932.
.               Ὁ π. Ἠλίας ἦταν ἕνας εὐλαβὴς ἱερεύς. Ποτὲ δὲν συντόμευε τὶς ἀκολουθίες. Κανοναρχοῦσε τὰ στιχηρὰ καὶ συχνὰ διάβαζε τοὺς κανόνες (ποὺ συνήθως παραλείπονταν στὶς ρωσικὲς ἐνορίες). Ἡ πρεσβυτέρα πήγαινε κάθε μέρα στὴν ἐκκλησία καὶ διηύθυνε τὴ χορωδία. Σ’ ἐκείνη τὴ θλιβερὴ ἐποχή, μετὰ τὸ ξέσπασμα τῆς ἐπαναστάσεως, ἡ ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Νικολάου στὴν περιοχὴ Τολματσὲφ ἦταν φάρος πνευματικοῦ φωτὸς γιὰ πολλοὺς πιστούς. Μία ἐνορίτισσα τοῦ π. Ἠλία ἀναπολεῖ: «Ὤ, ἡ ἐκκλησία μας στὸ Τολματσέφ, ἄστραφτε ἀπὸ καθαριότητα! Ἀλλὰ ἦταν τόσο κρύα, ποὺ πάγωναν τὰ πόδια σου στὸ πάτωμα!». Ὅμως ἡ πρεσβυτέρα, σὲ ὁποιαδήποτε περίσταση, ποτὲ δὲν ἔχανε τὴν ἐλπίδα της στὸν Θεό.
.               Κάποτε, τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἡ πρεσβυτέρα γυρνοῦσε ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καί, βάζοντας τὸ χέρι της στὴν τσέπη, ἀνακάλυψε ὅτι ἦταν ἄδεια. Τέτοια μέρα κάθε χρόνο, συνήθιζαν νὰ καλοῦν ἐνορίτες στὸ σπίτι τους γιὰ ἕνα λιτὸ γεῦμα. Ἡ πρεσβυτέρα γύρισε γρήγορα στὴν ἐκκλησία καὶ ρώτησε τὸν π. Ἠλία ἂν εἶχε καθόλου χρήματα. Αὐτός, μὲ λυπημένο βλέμμα, τῆς ἔδωσε μόνο μερικὰ κέρματα. Δὲν γινόταν τίποτε. Ἡ πρεσβυτέρα ξεκίνησε γιὰ τὸ σπίτι. Στὸν δρόμο συλλογιζόταν τί ὡραῖα ποὺ θὰ ἦταν ἂν εἶχε μονάχα δύο ρούβλια. Θὰ ἀγόραζε κάμποσα μπιζέλια, λίγο λάδι, κάτι ἄλλο ἀκόμη καὶ αὐτὰ θὰ τοὺς ἔφθαναν. Μὲ τέτοιες σκέψεις βάδιζε γιὰ τὸ σπίτι. Ἦταν μία ζεστὴ ἀνοιξιάτικη ἡμέρα, καὶ μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τους εἶχαν σχηματιστεῖ λακκοῦβες μὲ λασπόνερα. Τὰ πόδια της τὰ εἶχε τυλιγμένα μὲ πανιά, ἀφοῦ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἦταν ἀδύνατο νὰ βρεθοῦν παπούτσια, καὶ μ’ αὐτὴ τὴν ὑπόδηση πηδοῦσε πάνω ἀπὸ τὰ λασπόνερα. Ξαφνικὰ βλέπει μπροστά της δυὸ προσεκτικὰ διπλωμένα χαρτονομίσματα, ποὺ ἔπλεαν στὸ νερὸ σὰν δυὸ μικρὲς βαρκοῦλες. Τὰ πῆρε, τὰ ξεδίπλωσε, ἦταν δύο ρούβλια! Ἄρχισε νὰ ρωτᾶ τοὺς διαβάτες ἂν ἔχασαν δύο ρούβλια, ἀλλὰ ὅλοι ἀπαντοῦσαν ἀρνητικά. Τότε ἡ πρεσβυτέρα εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ καὶ ἐπανέλαβε γιὰ ἄλλη μία φορὰ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. ϛ´ 33). Κατόπιν ἄρχισε νὰ ἑτοιμάζη ἕνα λιτὸ γεῦμα.
.               Κάποια ἄλλη φορά, ἡ πρεσβυτέρα καὶ ὁ π. Ἠλίας ἀπεφάσισαν νὰ πᾶνε στὸ ἐρημητήριο τοῦ Ζωσιμᾶ. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τὸ Μοναστήρι δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ παραθέτη τράπεζα γιὰ τοὺς ἐπισκέπτες, ἀφοῦ μόλις καὶ μετὰ βίας ἐπαρκοῦσαν τὰ τρόφιμα γιὰ τοὺς μοναχούς. Ἂν καὶ δὲν εἶχαν τότε οὔτε μία δεκάρα, ἐν τούτοις ἡ πρεσβυτέρα δὲν ἄλλαξε τὴν ἀπόφαση νὰ ξεκινήσουν γιὰ τὸ προσκύνημα, καὶ πῆγε σ’ ἕναν ἡλικιωμένο ἀναγνώστη νὰ τὸν παρακαλέση, ἂν μποροῦσε, νὰ προσέχη τὰ παιδιά τους ὅσο θὰ ἔλειπαν. Στὸ δρόμο ἐπανελάμβανε: «Ἐπίρριψον ἐπὶ Κύριον τὴν μέριμνάν σου, καὶ αὐτὸς σὲ διαθρέψει» (Ψαλμ. νδ´ 23). Αὐτὸ ἦταν τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τῆς πρεσβυτέρας: τὰ λόγια της Γραφῆς, τὰ ὁποῖα γιὰ πολλοὺς ἀνθρώπους εἶναι ἁπλὲς λέξεις ποὺ τὶς ἀποστηθίζουν ἀπὸ τὰ βιβλία, γι’ αὐτὴν ἦταν λόγοι ὁλοζώντανοι καὶ ἀληθινοί.
.               Γυρνώντας στὸ σπίτι, εἶδε ξαφνικὰ ἕνα μακρὺ ἀντικείμενο τυλιγμένο σ’ ἕνα λινὸ σάκκο. Ἡ πρεσβυτέρα φοβήθηκε ὅτι ἦταν ἕνα πτῶμα καὶ ἄρχισε νὰ τρέχη. Μετὰ ὅμως πρόσεξε ὅτι αὐτὸ τὸ ἀντικείμενο δὲν ἦταν τόσο μεγάλο καὶ πίεσε τὸν ἑαυτό της νὰ ὑπερνικήση τὸν φόβο καὶ νὰ ἐπιστρέψη. Μὲ τὴ σκέψη ὅτι πιθανὸν θὰ ἦταν κάποιο παιδὶ ποὺ τὸ εἶχαν ἐγκαταλείψει, κύτταξε μέσα στὸ σάκκο καὶ ἔμεινε κατάπληκτη ἀπὸ τὸ θέαμα. Ἦταν γεμάτος μὲ διάφορα τρόφιμα, κρέας, λάδι, ψωμί, δηλαδὴ ὅ,τι ἀκριβῶς χρειαζόταν γιὰ τὸ ταξείδι τους! Πιθανὸν κάποιος χωρικὸς τὰ ἔφερε γιὰ νὰ τὰ πουλήση στὴν πόλη, ἀλλὰ φοβήθηκε τὴν ἐθνοφυλακὴ καὶ ἔρριξε τὸ σάκκο στὴν ἄκρη τοῦ δρόμου.
.               Βέβαια, δὲν εἶχαν ὅλες οἱ δυσκολίες τέτοια εὐτυχῆ κατάληξη γιὰ τὴν πρεσβυτέρα, ἀλλὰ αὐτὴ ποτὲ δὲν ἔχανε τὴν πνευματική της ἐγρήγορση. Κάποτε ἦρθε κάποια ἄγνωστη καὶ πρότεινε νὰ τῆς πουλήση μία τσάντα γεμάτη μὲ λαχανικὰ σὲ τιμὴ μᾶλλον χαμηλή. Μὲ μεγάλη δυσκολία συγκέντρωσε τὸ ποσὸ καὶ τὸ ἔδωσε στὴ γυναίκα, ἡ ὁποία τὴν ἔφερε στὸ σιδηροδρομικὸ σταθμὸ ὅπου, ὅπως ἔλεγε, ἦταν τὰ τρόφιμα. Ὅταν ἔφθασαν στὸ σταθμὸ ἡ γυναίκα εἶπε στὴν πρεσβυτέρα νὰ τὴν περιμένη καὶ αὐτὴ μπῆκε στὸν θάλαμο τοῦ σταθμοῦ, γιὰ νὰ φέρη τὰ τρόφιμα. Ἡ πρεσβυτέρα περίμενε μερικὲς ὧρες προτοῦ πάη ἡ ἴδια στὸν θάλαμο, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ δῆ ὅτι ἡ πόρτα ἦταν κλειδωμένη καὶ δὲν ἦταν κανεὶς ἐκεῖ μέσα. Πόσο δύσκολο τῆς ἦταν νὰ γυρίση στὸ σπίτι, ὅπου τὴν περίμεναν τὰ πεινασμένα παιδιὰ καὶ ὁ παπάς της τόσο ἀνυπόμονα! Στὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ἡ πρεσβυτέρα συλλογιζόταν πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθῆ κανεὶς γιὰ τέτοιους ἀνθρώπους. Πάντως αὐτοὶ μᾶς βοηθοῦν στὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς μας, ἐνῶ συγχρόνως, χάνουν τὴ σωτηρία τῆς δικῆς τους ψυχῆς. Ὅταν ἡ πρεσβυτέρα μπῆκε στὸ δωμάτιο καὶ εἶδε ὅλους νὰ τὴν κοιτάζουν μὲ ἀπορία, εἶπε:
Παιδιά, σηκωθῆτε! Ἂς προσευχηθοῦμε! “Δόξα τ Θε πάντων νεκεν”. Μςκλεψαν!

.               Ἀλλὰ ὅλες αὐτὲς οἱ θλίψεις ἦταν ἀσήμαντες μπροστὰ στὴν ὀδύνη τῆς πρεσβυτέρας, ὅταν ὁ μικρότερος γυιός της, ὁ Βάνια, πέθανε. Ἔπαιζε μὲ κάποια μεγαλύτερα παιδιὰ στὸν δρόμο καὶ ἅρπαξε ἕνα κρυολόγημα, καὶ καθὼς ἡ πρεσβυτέρα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν προσέχη συνεχῶς (κάθε μέρα συμμετεῖχε στὴ χορωδία τῆς ἐκκλησίας) τὸ κρύωμα γύρισε σὲ μηνιγγίτιδα. Καὶ τότε ἀκριβῶς ἡ πρεσβυτέρα ἔσπασε τὸ χέρι της… Ὅλες μαζὶ οἱ συμφορὲς ἔπεσαν ἐπάνω της: ἡ θανατηφόρος ἀρρώστια τοῦ γυιοῦ της, τὸ σπασμένο χέρι της, ἡ πείνα… Ἀλλὰ αὐτὴ κατάφερνε νὰ παρίσταται καθημερινὰ στὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀκολουθίες, ὅπως πρίν.
.               Ὁ Βάνια πονοῦσε τόσο ἀνυπόφορα, ὥστε ρωτοῦσε τὴ μητέρα του: «Εἶναι ἀλήθεια, μητέρα, ὅτι εἶμαι κι ἐγὼ ἕνας μάρτυρας;». Πέθανε τὴν ἴδια μέρα ποὺ πέθανε καὶ ὁ Γέροντας Ἀλέξιος. Ὁ π. Ἠλίας στὸν ἐπικήδειο λόγο του εἶπε ὅτι αὐτὴ τὴν ἡμέρα πέθανε ἕνα πολὺ μικρὸ παιδί, ἀφοῦ ὑπέφερε πολὺ περισσότερο ἀπὸ τοὺς μεγάλους, ἂν καὶ δὲν εἶχε ἀνάλογες ἁμαρτίες. Ἡ μοναχὴ ποὺ ὑπηρετοῦσε στὸ ἱερὸ ἦρθε στὴν πρεσβυτέρα καὶ τῆς εἶπε: «γαπητή μου πρεσβυτέρα, συγχαρητήρια, χεις δη να γυι στν Παράδεισο!».               Στὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ πρεσβυτέρα δὲν θυμόταν τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Βάνια. Συνήθιζε νὰ λέη: «Εἶχα πέντε παιδιά». Καὶ μετά, μὲ λυπημένο χαμόγελο, πρόσθετε: «Δὲν θυμᾶμαι ὅλα ὅσα πέρασα στὴ ζωή μου. Ὁ Κύριός μου πῆρε ἀπὸ τὴν μνήμη τὰ πιὸ δύσκολα».
.               Ὁ π. Ἠλίας ζοῦσε ἀσκητικὴ ζωή. Μόνο δύο ἑβδομάδες τὸν χρόνο περνοῦσε μὲ τὴν οἰκογένειά του στὴν ἐξοχή, ὅπου τὰ παιδιὰ μποροῦσαν νὰ ξεκουραστοῦν, κατὰ τὴν διάρκεια ἀπαραιτήτων ἐπισκευῶν καὶ καθαριότητος τοῦ ναοῦ. Κατὰ κανόνα ἐκτελοῦσε κάθε μέρα ὅλες τὶς ἀκολουθίες χωρὶς νὰ παραλείπη ἢ νὰ συντομεύη τίποτα. Τὸ βράδυ μετὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες, γίνονταν πνευματικὲς συζητήσεις.
.               Ἡ πρεσβυτέρα φρόντιζε καθημερινὰ νὰ μπορῆ ὁ παπάς της νὰ δειπνεῖ πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυχτα. Γυρνοῦσε στὸ σπίτι κάθε μέρα μετὰ τὶς ἕνδεκα. Τὸ πρωὶ ὁ π. Ἠλίας θὰ κοιμόταν ἀκόμη, ὅταν θὰ παρουσιαζόταν βιαστικὰ κάποια πνευματική του κόρη ρωτώντας ἂν ἔχη σηκωθῆ (οἱ περισσότεροι ἐνορίτες ἦταν νεαροί). Ἡ πρεσβυτέρα ποτὲ δὲν γκρινίαζε γι’ αὐτὲς τὶς ἐνοχλήσεις, μόνο ἔλεγε: «Κάποια δούλη τοῦ Θεοῦ ἦρθε, δὲν φαίνεται τόσο χαρούμενη». Λίγο ἀργότερα, αὐτὴ ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ ἐκαλεῖτο στὸν “κλῆρο’’[2] γιὰ συνομιλία.
.               Ἀργότερα, ὁ ἐπίσκοπος Ἰωάννης εἶπε στὴν πρεσβυτέρα (ἡ ὁποία πήγαινε στὴν ἐκκλησία του μετὰ τὸν θάνατο τοῦ π. Ἠλία): «Ὁ παπάς σου ἦταν τὸ πρότυπό μου, καὶ ἐσὺ ἤσουν ἡ πιστὴ βοηθός του σὲ ὅλα». Σ᾽ ἐκείνους τοὺς δύσκολους καιροὺς τῆς πείνας κατάφεραν νὰ διατηρήσουν τὴν ὀμορφιὰ καὶ τὴν λάμψη τῆς ἐκκλησίας καὶ τὸν πλοῦτο τῶν ἀμφίων. Πόσο ὑπερήφανοι ἦταν ὅταν ἔβλεπαν τὸν ἱερέα τους νὰ λειτουργῆ μὲ πλούσια καὶ ὄμορφα ἄμφια, ἢ ὅταν τοὺς διάβαζε καὶ τοὺς ἐξηγοῦσε τὰ ἔργα τῶν ἁγίων Πατέρων! Κάποτε, μετὰ ἀπὸ μία ἰδιαίτερα ἐπιτυχημένη ὁμιλία γιὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο, ὅταν ὁ π. Ἠλίας πέρασε πίσω ἀπὸ τὸν “κλῆρο’’, ἡ πρεσβυτέρα του ψιθύρισε: «Τὸ ὕψος ἡμῖν τῆς ταπεινοφροσύνης ὑπέδειξεν» (ἀπὸ τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου).
.              Ἦταν τότε τὸ ἔτος 1932. Παντοῦ γίνονταν ἔρευνες, συλλήψεις καὶ ἐξορίες. Μερικοὶ ἐνορίτες συνελήφθησαν, μαζὶ μὲ πολλοὺς συγγενεῖς τους. Τὸν π. Ἠλία τὸν κάλεσαν στὴ NKVD[3] καὶ τοῦ ὑπεσχέθησαν ὅτι δὲν θὰ τὸν πειράξουν καθόλου, ἀρκεῖ μόνο νὰ ἐγκατέλειπε τὴν ἱερωσύνη. Κάποιοι φίλοι του προσπαθοῦσαν νὰ τὸν βάλουν σὲ μία καλὴ θέση στὴν Πινακοθήκη Τρετιακώφ, ὡς εἰδικό τῆς τέχνης. Μὴ ξέροντας τί νὰ κάνη, ὁ π. Ἠλίας γύρισε στὸ σπίτι καὶ ἡ πρεσβύτερα, τὸν ἐνίσχυσε στὸν ἀγώνα τῆς ὁμολογίας.
.              Μετὰ ἀπὸ λίγο ἦταν ἡ ὀνομαστικὴ ἑορτὴ τοῦ π. Ἠλία καὶ ἦρθαν μερικοὶ ἐπισκέπτες. Ὁ πατερούλης εἶχε βρῆ πάλι τὸ κέφι του καὶ ἦταν εὔθυμος καὶ χαρούμενος. Οἱ ἐπισκέπτες ἔφυγαν ἀργὰ τὸ βράδυ. Σὲ λίγα λεπτὰ ἕνα κορίτσι ἐπέστρεψε καὶ ψιθύρισε στὴν πρεσβυτέρα ὅτι ἡ ἀστυνομία παρακολουθοῦσε στενὰ τὸ σπίτι τους. Ἡ πρεσβυτέρα εὐχαρίστησε τὸ κορίτσι καὶ βγῆκε ἔξω. Μία ὁμάδα τριῶν ἀνδρῶν τὴν πλησίασε καὶ τὴ ρώτησε ποῦ μένουν οἱ Τσετβιρούχιν. Ἡ πρεσβυτέρα τοὺς ἔδειξε τὸ σπίτι, τοὺς εἶπε τὸν ἀριθμὸ τοῦ διαμερίσματος καὶ ἀμέσως ἔτρεξε στὸ σπίτι. «Παπά, ἦρθαν γιὰ σένα!», εἶπε μόλις μπῆκε στὸ δωμάτιο. Ὁ π. Ἠλίας φόρεσε τὸ ἐπιτραχήλιο τοῦ Γέροντος Ἀλεξίου καὶ διάβασε τὴν “εὐχὴ ἐπὶ τῇ ἐνάρξει παντὸς ἀγαθοῦ ἔργου”. Δὲν πρόλαβε νὰ πῆ τὶς τελευταῖες λέξεις καὶ ἀκούστηκε ἕνα τραχὺ κτύπημα στὴν πόρτα. Ἡ πρεσβυτέρα τοὺς ὑποδέχθηκε μὲ μία ἐλαφρὰ ὑπόκλιση: «Περάστε». Φαίνονταν βιαστικοὶ καὶ ρώτησαν σαστισμένοι:
—Ἑσύ δὲν ἤσουν ποὺ μᾶς ἔδειξες τὸ δρόμο:
—Ναί.
—Λοιπόν, ἑτοίμασε τὰ πράγματά του.
.               Καθὼς ἡ πρεσβυτέρα ἑτοίμαζε βιαστικὰ ὅ,τι ἦταν ἀπαραίτητο, αὐτοὶ ἔκαναν μία ἐπιφανειακὴ ἔρευνα. Γενικὰ ἦταν πολὺ εὐγενικοὶ καὶ τοὺς ἐπέτρεψαν νὰ ἀποχαιρετιστοῦν. Φεύγοντας ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς εἶπε:
—Λοιπόν, παπαδιά, μπορεῖς νὰ κοιμηθῆς ἥσυχη. Δὲν θὰ σὲ ἐνοχλήσουμε ἄλλο[4].
—Πῶς μπορῶ νὰ κοιμηθῶ ἥσυχη τώρα; ἀπάντησε ἡ πρεσβυτέρα.
.               Ὅλη τὴ νύχτα τὴν πέρασε μὲ προσευχὴ καὶ δάκρυα. Κατὰ τὸ πρωὶ ὅμως ἀποκοιμήθηκε καὶ τότε εἶδε μία ἀνέκφραστα μεγαλόπρεπη Κυρία ποὺ τῆς εἶπε:
—Μη φοβᾶσαι! Δὲν θὰ πάθη τίποτε ὁ παπάς σου στὴ φυλακή. Ἐγὼ θὰ μεσιτεύω γι’ αὐτόν.
—Πραγματικά ἔχεις ἐσὺ ἐξουσία μέσα στὴ φυλακή; ρώτησε ἡ πρεσβυτέρα μὲ ἔκπληξη.
—Ἐγώ ἔχω παντοῦ ἐξουσία. Μὴ φοβᾶσαι· δὲν θὰ πάθη τίποτε στὴ φυλακή. Ἐσὺ ὅμως νὰ προσεύχεσαι στὸν Ἀδριανὸ καὶ στὴ Ναταλία! Καὶ μ’ αὐτὰ τὰ λόγια ἡ ὑπέροχη Κυρία ἐξαφανίστηκε! Ἡ πρεσβυτέρα ξύπνησε μὲ μεγάλη ἀπορία: γιατί ἡ Θεοτόκος (κατάλαβε ὅτι αὐτὴ ποὺ εἶχε ἔρθει ἦταν ἡ Πανάμωμος Παρθένος) τῆς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ προσεύχεται στοὺς ἁγίους Ἀδριανὸ καὶ Ναταλία; Ὅταν ὅμως διάβασε τὸ συναξάρι τους (26 Αὐγούστου) καὶ διεπίστωσε ὅτι ὁ Ἀδριανὸς ἦταν μάρτυς, ἐνῶ ἡ Ναταλία ὑπέφερε μαζί του λόγῳ τῆς ἀγάπης της πρὸς αὐτὸν καὶ τὸν ἐνίσχυε στὸ μαρτύριο, τότε κατάλαβε γιατί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος τῆς εἶπε νὰ προσεύχεται σ’ αὐτοὺς τοὺς ἁγίους.
.               Μετὰ τὴ σύλληψη τοῦ π. Ἠλία καὶ ἄλλες θλίψεις βρῆκαν τὴν πρεσβυτέρα. Τοὺς ἔδιωξαν ἀπὸ τὸ διαμέρισμα, καὶ γιὰ ἕνα διάστημα ἦταν περιπλανώμενοι ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἕως ὅτου κάποια οἰκογένεια τοὺς πῆρε μαζί τους. Ἔδιωξαν τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ σχολεῖο, τοὺς ἔκλεψαν τὴν τεράστια βιβλιοθήκη τους. Ὅμως ἡ μεγαλύτερη δοκιμασία ἦταν ὁ θάνατος τῆς μοναχοκόρης τους. Ἡ Μάσενκα ἦταν τὸ μικρότερο παιδὶ τῆς οἰκογενείας. Ὅταν ἡ πρεσβυτέρα περίμενε τὴ γέννησή της, ἐπισκέφθηκε τὸν Γέροντα Ἀλέξιο, ὁ ὁποῖος τότε ζοῦσε ἀκόμη. Τὴν ὑποδέχθηκε μὲ τὴν ἐρώτηση:
—Ποιός εἶναι;
—Ἡ ἁμαρτωλὴ Εὐγενία.
—Εἶσαι μόνη σου;
—Ὄχι, πάτερ, εἴμαστε δύο!
Πλησιάζοντας γιὰ νὰ πάρη τὴν εὐχή του, ρώτησε:
—Πάτερ, τί θὰ κάνω;
—Κόρη, μόνο ποὺ θὰ πρέπη νὰ τῆς ράψης νυφικό.
—Μὰ φυσικά, ἂν ἔχη κανεὶς κορίτσι, θὰ πρέπη νὰ τοῦ ράψη τὸ νυφικό του, εἶπε ἔκπληκτη ἡ πρεσβυτέρα. Μόνο μετὰ τὸν θάνατο τῆς Μασένκα κατάλαβε τὰ λόγια του Γέροντα —ὅτι ἡ θυγατέρα της θὰ γινόταν νύφη Χριστοῦ.
.               Ἡ κόρη της πέθανε ἀπὸ μία συνηθισμένη παιδικὴ ἀρρώστια. Ὁ ἀσθενικὸς ὀργανισμός της (ἦταν μόνο πέντε ἐτῶν) δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ ἀντιμετωπίση συγχρόνως τὴν πείνα, τὸ κρύο καὶ τὴν ἀρρώστια. Κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες (τότε εἶχε πεθάνει καὶ ἡ μητέρα τῆς Εὐγενίας) τὴν ἐνδυνάμωνε, ὅπως ἔλεγε ἡ ἴδια, μόνο ἕνα πράγμα: ἡ προσευχὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, τὴν ὁποία ἐπανελάμβανε ἀκατάπαυστα: «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν».
.               Λόγῳ αὐτῶν τῶν δοκιμασιῶν, μόνο μετὰ ἀπὸ δύο χρόνια μπόρεσε ἡ πρεσβυτέρα νὰ πάη στὸν σύζυγό της, ποὺ ἦταν τότε ἐξόριστος στὴν περιοχὴ τοῦ ποταμοῦ Κράσναγια Βίσερα. Ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ πάη σ’ αὐτὴν τὴν ἀπομονωμένη βόρεια περιοχὴ κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀνοίξεως, ὁπότε εἶχε πολλὲς λάσπες, ἀλλὰ τελικὰ ἔφθασε στὸν προορισμό της. Ἔφερε γιὰ τὸν π. Ἠλία ἕνα Εὐαγγέλιο καὶ ἕνα μικρὸ φιαλίδιο μὲ ἁγιασμό. Τὸ Εὐαγγέλιο τὸ ἅρπαξαν ἀμέσως, ἐνῶ γιὰ τὸ φιαλίδιο ρώτησαν:
—Τί εἶναι αὐτό;
—Γιὰ σᾶς εἶναι ἁπλὸ νερό, ἀλλὰ γιὰ μένα εἶναι κάτι ἱερό. Εἶναι τὸ φάρμακό μου, ἀπάντησε ἡ πρεσβυτέρα καὶ τελικά τῆς ἐπέτρεψαν νὰ τοῦ τὸ δώση.
.               Μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ἡ Εὐγενία κατάλαβε ὅτι ὁ π. Ἠλίας ἦταν πολὺ διαφορετικός. Δὲν τὴν εὐλόγησε, ἀλλὰ ἀντίθετα τῆς εἶπε: «Τώρα ἐδῶ δὲν ἀσκῶ πιὰ τὴν ἱερωσύνη». Φαινόταν σὰν νὰ τὸν εἶχαν βασανίσει, σὰν νὰ εἶχε καταρρεύσει. Ἡ συνάντηση κράτησε πολὺ καὶ ὁ π. Ἠλίας μπόρεσε νὰ τῆς πῆ τὰ πάντα.
.               Μετὰ τὴ σύλληψή του τὸν ἔφεραν στὴ φυλακή, ὅπου τὸν ἔβαλαν σὲ ἕνα “εἰδικὸ κελλί”. Ὁ μικρὸς θάλαμος ἦταν ἐντελῶς γεμάτος καὶ μὲ τὴν πρώτη ματιὰ φαινόταν ὅτι δὲν ὑπῆρχε καθόλου ἄδειος χῶρος. Ὁ π. Ἠλίας δὲν ἤξερε τί νὰ κάνη, ἀλλὰ κάποιος τοῦ φώναξε: «Χώσου κάτω ἀπὸ τὰ κρεββάτια!». Αὐτὸ δὲν ἦταν τόσο εὔκολο γι’ αὐτὸν ποὺ ἦταν τόσο ψηλός. Τελικὰ ὅμως μπόρεσε νὰ χωθῆ κάτω ἀπὸ τὰ ξύλινα κρεββάτια καὶ νὰ ξαπλώση στὸ βρώμικο πάτωμα, ποὺ ἦταν γεμάτο ἀπὸ φτυσίματα. Ἦταν ἀδύνατο νὰ κοιμηθῆ κάτω ἀπὸ τέτοιες συνθῆκες, δὲν τὸν ἄφηναν ἄλλωστε οἱ φωνὲς καὶ οἱ βλαστήμιες ποὺ ἀκούγονταν στὸν θάλαμο. Θυμήθηκε τὰ πνευματικά του τέκνα καὶ πόσο τὸν σέβονταν καὶ ξέσπασε σὲ δάκρυα. Τῆς εἶπε ἀκόμη πῶς τοὺς ἔφεραν στὴν ἐπαρχία Κράσναγια Βίσερα. Τοὺς ἀνάγκασαν νὰ περπατοῦν πάνω στὸ χιόνι, ποὺ εἶχε παγώσει ἐπιφανειακά. Τὸ λεπτὸ στρῶμα τοῦ πάγου ἔσπαζε κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τους καὶ οἱ κατάδικοι σὲ κάθε βῆμα βυθίζονταν μέσα στὸ χιόνι μέχρι τὴ μέση. Κάποιος ποὺ βάδιζε πίσω ἀπὸ τὸν π. Ἠλία εἶπε: «Πάντα ἀγαποῦσα τὸ δάσος, τώρα ὅμως τὸ μισῶ» καὶ ἔκανε μία ἀπειλητικὴ χειρονομία μὲ τὴ γροθιά του πρὸς τὸ δάσος. Βρεγμένοι μέχρι τὸ κόκκαλο, χωρὶς νὰ ἔχουν φάη ἢ πιῆ τίποτα ὅλη τὴν ἡμέρα, ἀναγκάστηκαν νὰ περάσουν τὴ νύχτα μέσα σὲ μία καλύβα. Οἱ ἐξουθενωμένοι ἄνδρες ἀμέσως ἔπεσαν στὸ πάτωμα καὶ ἀποκοιμήθηκαν σὰν πεθαμένοι. Μόνο ὁ π. Ἠλίας ἔμεινε ξάγρυπνος. Μέσα στὰ βαθειὰ μεσάνυχτα ἕνας ἀναστεναγμὸς ξέσπασε ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του: «Ὦ Κύριε, γιατί μὲ ἐγκατέλειψες; Σὲ ὑπηρέτησα τόσο πιστά. Ὁλόκληρη τὴ ζωή μου τὴν ἀφιέρωσα σὲ Σένα. Πόσες φορὲς διάβασα τὸν Ἀκάθιστο Ὕμνο καὶ τοὺς Κανόνες. Μὲ πόση εὐλάβεια ὑπηρετοῦσα στὴν ἐκκλησία. Γιατί μὲ ἐγκατέλειψες καὶ ὑποφέρω τόσο πολύ; Ὦ Ὑπεραγία Θεοτόκε, ὦ ἅγιε ἱεράρχα Νικόλαε, ὦ ἅγιε πάτερ Σεραφείμ, πάντες οἱ Ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! Μετὰ ἀπ’ ὅλες τὶς προσευχές μου σὲ σᾶς, γιατί βασανίζομαι τόσο;».
.               Ὅλη τὴ νύκτα ἔτσι ἔκραζε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Ξαφνικ μία θείαπίσκεψη, σν φλόγα, γγιξε τν πονεμένη ψυχή του κα τ γέμισε μ μίαπερκόσμια παρηγοριά. Τ φς τς πίστεως φώτισε μυστικ τν καρδιά του κα ναψε μέσα του μία νέκφραστη κα κατανίκητη γάπη πρς τν Χριστό,τὴν ὁποία ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «οὐκ ἐξὸν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι» (Β´ Κορ. ιβ´ 4).
.               Ὅταν ξημέρωσε, ἦταν νέος ἄνθρωπος, ἀναγεννημένος, σὰν νὰ εἶχε βαπτισθῆ ἐν πυρὶ (Ματθ. γ´ 11). Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴ νύκτα δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ ζῆ μία συνηθισμένη ζωή. Ὁ ἴδιος τόνισε στὴν πρεσβυτέρα: «Καὶ ἂν ἀκόμα μ’ ἀφήσουν ἐλεύθερο, μὴ νομίσεις ὅτι θὰ λειτουργήσω ποτὲ ὅπως πρίν. Ὁ παλιὸς κόσμος ἔφυγε γιὰ πάντα, καὶ δὲν πρόκειται νὰ ξαναγυρίση». Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο εἶχε συνηθίσει νὰ ζῆ εἶχε ἐξαφανιστῆ γιὰ πάντα γι’ αὐτόν, ἐπειδὴ εἶχε χαριστῆ σ’ αὐτὸν μία ὑπερκόσμια ἐμπειρία, μὲ τὴν μεσιτεία τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ὅπως εἶχε ὑποσχεθῆ στὴν πρεσβυτέρα Εὐγενία, τὴ σύγχρονη ἁγία Ναταλία. Συνεπς εχε ν διαλέξη να π τ δύο:  ν ποχωρήση κα ν γίνηνας κανονικς σοβιετικς σκλάβος-πολίτης,  ν πεθάνη ντελς ς πρς ατν τν κόσμο. Ἡ εὐθύτης τοῦ χαρακτῆρος του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε, κάτω ἀπὸ συνθῆκες ἀθεϊστικῆς καταπιέσεως, νὰ “ἄρη τὸν ζυγὸν” τῆς ἱερωσύνης. Τὸ συνειδητοποίησε αὐτὸ καὶ διάλεξε τὸν θάνατο ὡς ἕνωση μὲ τὸν Ζωοδότη Χριστό, τὸν Κύριό μας! Καθὼς ὁ π. Ἠλίας ἀποχαιρετοῦσε τὴν πρεσβυτέρα, τῆς εἶπε: «Ξέρεις,  καρδιά μου φλέγεται π γάπη γι τν Χριστό. Νομίζω ὅτι ἦλθα ἐδῶ γιὰ νὰ καταλάβω ὅτι δν πάρχει πολύτως τίποτε καλύτερο, τίποτε πιθαυμαστ π Ατόν. Θ θελα ν πεθάνω γι᾽ Ατόν!». Ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἡ πρεσβυτέρα ξεκίνησε γιὰ τὸ μακρὺ καὶ δύσκολο ταξείδι τῆς ἐπιστροφῆς. Ὅταν ἔφθασε στὸ σπίτι, τὴν περίμενε ἕνα τηλεγράφημα: στὸ στρατόπεδο συγκεντρώσεως ἄναψε μία πυρκαϊά καὶ ὁ π. Ἠλίας ἔγινε παρανάλωμα τοῦ πυρὸς μαζὶ μὲ ἕνδεκα ἄλλους! Πόσο ταιριαστὸ ἦταν τὸ ὄνομά του στὴ ζωή του καὶ στὸν θάνατό του —Ἠλίας σημαίνει ἀκριβῶς “πύρινος”[5]!
.               Μετὰ τὸν τραγικὸ θάνατο τοῦ π. Ἠλία ἡ πρεσβυτέρα ἔπεσε ἄρρωστη γιὰ πολὺ καιρό. Ὅταν ἔγινε καλὰ ἄρχισε νὰ γράφη τὰ ἀπομνημονεύματά της. Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ εἶδε ἕνα ὄνειρο: ἐμφανίστηκε σ᾽ αὐτήν, ὅπως ὅταν ζοῦσε, ὁ π. Πέτρος Λαγκώφ, (ἕνας ἱερεὺς ποὺ εἶχε τουφεκισθῆ μερικὰ χρόνια πρίν), καὶ τῆς εἶπε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, πρέπει νὰ προσεύχεσαι στὸν ἅγιο Σέργιο, στὸν ἅγιο Σεραφεὶμ καὶ στὸν ἅγιο ἱερομάρτυρα Πάμφιλο. Ἂς προσευχηθοῦμε μαζί: ἅγιε πάτερ Σέργιε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν! Ἅγιε πάτερ Σεραφείμ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν! Ἅγιε ἱερομάρτυς Πάμφιλε, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν!». Ὅταν ξύπνησε ἡ πρεσβυτέρα συλλογίσθηκε ὅτι ἡ οἰκογένειά της πάντα σεβόταν τὸν ἅγιο Σέργιο καὶ τὸν ἅγιο Σεραφεὶμ καὶ ἔδωσαν τὰ ὀνόματα τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων σὲ δύο ἀγόρια τους. Ἀλλὰ γιὰ τὸν ἱερομάρτυρα Πάμφιλο, οὔτε κἂν εἶχε ἀκούσει τίποτε. Ὅταν ὅμως πῆγε στὴν ἐκκλησία καὶ ἄνοιξε τὸ Μηναῖο, ἀνακάλυψε ὅτι ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἡμέρα ἦταν ἡ ἑορτὴ τοῦ ἱερομάρτυρος Παμφίλου (16 Φεβρουαρίου). Μελετώντας τὸ συναξάρι τοῦ ἁγίου, ἔμαθε ὅτι ὁ ἅγιος Πάμφιλος ἦταν ἕνας πρεσβύτερος πολὺ μορφωμένος, ποὺ εἶχε μία τεράστια βιβλιοθήκη καὶ ὁ ὁποῖος μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἄλλους ἕνδεκα μάρτυρες, μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους “πυρὶ ἐτελειώθησαν”!
.               Ἡ ὑπόλοιπη ζωὴ τῆς πρεσβυτέρας δὲν ἦταν εὔκολη. Ἦταν μόνη της, χωρὶς τὸν σύντροφο τῆς ζωῆς της, μὲ ἕνα παιδὶ στὴν ἀγκαλιά της. Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἐξακολουθοῦσε κάθε μέρα, ὅπως καὶ πρῶτα, νὰ ψάλλη καὶ νὰ διευθύνη τὴ χορωδία τῆς ἐκκλησίας. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ π. Ἠλία, ἡ πρεσβυτέρα ἔψαλλε στὴν ἐκκλησία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας, ὅπου λειτουργοῦσε ἕνας ἐπίσκοπος ποὺ λεγόταν Ἰωάννης. Ἦταν ἀρκετὰ νέος, δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμη τὰ σαράντα. Αὐστηρὸς ἀσκητὴς ὁ ἴδιος, ἀπαιτοῦσε ἀπὸ τοὺς ψάλτες ἀκριβῆ τήρηση τοῦ Τυπικοῦ. Οἱ μακρὲς μοναστηριακὲς ἀκολουθίες καὶ ἡ ἔντονη πνευματικὴ ζωὴ τῆς ἐνορίας δὲν ἄρεσαν στὶς ἀρχές. Κατὰ τὴν Μεγάλη Τεσσαρακοστή τοῦ 1937 ἦρθαν γιὰ νὰ συλλάβουν τὸν Δεσπότη. Κάποιος τὸν εἶχε ἤδη προειδοποιήσει καὶ ἦταν προετοιμασμένος γιὰ τὴ σύλληψή του. Ὅταν ἡ ἀστυνομία τὸν κάλεσε νὰ βγῆ ἔξω “γιὰ λίγα λεπτὰ”, εἶπε στὴν πρεσβυτέρα: «Ἂν δὲν γυρίσω σὲ δεκαπέντε λεπτά, ἀρχίστε τὸ Ἀπόδειπνο χωρὶς ἐμένα». Φυσικὰ δὲν γύρισε ποτέ! Ἡ πρεσβυτέρα θυμόταν μὲ μεγάλο σεβασμὸ τὸν ἐπίσκοπο Ἰωάννη. Ποτὲ δὲν ἄφηνε ἀπὸ τὰ χέρια της τὸ κομποσχοίνι ποὺ τῆς εἶχε δώσει, τὸ ὁποῖο ἀπὸ τὴ συνεχῆ χρήση εἶχε γίνει γκρὶ (ἀπὸ ἄσπρο, ὅπως συνηθίζουν οἱ Ρῶσοι). Τὸ τοποθέτησαν στὸν τάφο μαζί της.
.               Ὅταν ἄρχισε ὁ Β´ Παγκόσμιος Πόλεμος ἡ πρεσβυτέρα ἀντιμετώπισε πολλὲς νέες δοκιμασίες. Ὁ ἕνας γυιός της συνελήφθη, τοὺς ἄλλους δύο τοὺς ἔστειλαν στὸ μέτωπο, ἀπ’ αὐτοὺς ὁ μεγαλύτερος δὲν γύρισε ποτέ! Αὐτὴ ἡ ἴδια ὑπέφερε ἀπὸ τὴν πείνα. Ἀλλὰ πάντοτε παρέμενε ἡ ἴδια ἤρεμη πρεσβυτέρα, ποὺ πάντοτε ἤλπιζε στὸν Θεό. Κάποτε ὅμως ἄρχισε νὰ ἔχη ἀμφιβολίες, βλέποντας τόσες πολλὲς δυστυχίες νὰ ἔρχονται στοὺς πιστούς. Ἀναρωτιόταν μήπως πραγματικὰ εἶχε ἔλθη τὸ τέλος τῆς χριστιανικῆς πίστεως γιὰ τὴ Ρωσία. Μ᾽ αὐτὲς τὶς σκέψεις ἔπεσε νὰ κοιμηθῆ καὶ εἶδε ἕνα ὄνειρο. Ἡ Θεοτόκος τῆς εἶπε: «Ὅσο ἀνάβει τὸ καντήλι μπροστὰ στὴ λειψανοθήκη τοῦ ἁγίου Σεργίου, ἡ Ρωσικὴ Ἐκκλησία θὰ ἀντέχη». Ἡ πρεσβυτέρα ἐξακολουθοῦσε νὰ ἀμφιβάλλη καὶ γι᾽ αὐτὸ προσευχήθηκε: «Ὦ Ὑπεραγία Θεοτόκε, ἂν ἤσουν πράγματι Ἐσύ, κάνε νὰ δῶ αὐτὸ τὸ ὄνειρο γιὰ δεύτερη φορά». Τὴν ἑπομένη νύχτα πράγματι εἶδε πάλι τὸ ἴδιο ὄνειρο. Ὅταν τὸ διηγεῖτο αὐτὸ ἡ πρεσβυτέρα, δὲν παρέλειπε νὰ προσθέτη: «Καὶ τὸ καντήλι εἶναι ἀκόμη ἀναμμένο!».
.               Τὰ χρόνια περνοῦσαν. Ἡ πρεσβυτέρα ζοῦσε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ζωῆς ὅπως καὶ προηγουμένως. Πάντοτε τὴν περιτριγύριζαν πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐπειδὴ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ π. Ἠλία ἀνέλαβε τὴν καθοδήγηση τῶν πνευματικῶν του τέκνων, ὅπως τῆς εἶχε ζητήσει ὁ ἴδιος. Κάτω ἀπὸ τόσο δύσκολες συνθῆκες, οἱ ὁποῖες ἀνάγκαζαν ἀκόμη καὶ πολλοὺς κληρικοὺς νὰ ἀποστατοῦν ἀπὸ τὴν πίστη, αὐτὴ κρατοῦσε κοντὰ στὴν Ἐκκλησία ἕναν μεγάλο ἀριθμὸ ἀνθρώπων. Ἀμέσως μετὰ τὸ τέλος τοῦ πολέμου ἡ πρεσβυτέρα πῆρε ἕνα γράμμα ἀπὸ τὸν μικρότερο γυιό της. Τῆς ἔγραφε ὅτι γυρνοῦσε ἀπὸ τὸ μέτωπο. Ὅλα τὰ παράθυρα τοῦ σπιτιοῦ της ἦταν σπασμένα καὶ ἡ πρεσβυτέρα ἤθελε νὰ τὰ ἐπισκευάση, πρὶν ἔρθη ὁ γυιός της. Γι᾽ αὐτὴ τὴ δουλειὰ ὅμως χρειαζόταν τουλάχιστον ἑκατὸ ρούβλια, ἐνῶ αὐτὴ δὲν εἶχε οὔτε ἕνα καπίκι. Ὡς συνήθως, ἡ πρεσβυτέρα ἔσπευσε στὴν προσευχή. Καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἦρθε μία νεαρὴ κόρη καὶ τῆς ἔδωσε ἑκατὸ ρούβλια! Φυσικὰ ἡ πρεσβυτέρα ἔμεινε σὰν κεραυνόπληκτη ἀπὸ ἔκπληξη, παίρνοντας ἕνα τέτοιο δῶρο ἀπὸ ἕνα ἄγνωστο κορίτσι. Ἀλλὰ ἡ κόρη τῆς ἐξήγησε ὅτι τὴ νύχτα εἶδε στὸ ὄνειρό της τὴ μητέρα της, μία ἐνορίτισσα τοῦ π. Ἠλία ποὺ εἶχε πεθάνει πρὶν ἀπὸ ἀρκετὸ καιρό, καὶ τῆς εἶπε: «Θέλεις νὰ δώσης στὴν πρεσβυτέρα Εὐγενία ἑκατὸ ρούβλια γιὰ μνημόσυνο τῆς ψυχῆς μου;». Κι ἔτσι ὁ Κύριος γιὰ ἄλλη μία φορὰ βοήθησε θαυματουργικὰ τὴν πρεσβυτέρα.
.               Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς της ἡ πρεσβυτέρα ἔλαβε ἀπὸ τὸν Κύριο ὁλοφάνερα τὸ διορατικὸ χάρισμα. Μία φορὰ πήγαινε στὴν ἐκκλησία μὲ μία πνευματική της κόρη. Μὲ τὸ συνηθισμένο γρήγορο βῆμα της προσπέρασε δύο χωριατόπαιδα, τὰ ὁποῖα ἔβλεπε γιὰ πρώτη φορά. Ἡ πρεσβυτέρα, χωρὶς νὰ σταματήση, τὰ χτύπησε ἐλαφρὰ στὸ κεφάλι καὶ εἶπε: «Νικόλαος καὶ Σέργιος». Τότε ἡ συνοδός της ἀπεφάσισε νὰ ἐλέγξη τὸν λόγο τῆς πρεσβυτέρας. Σταμάτησε καὶ ρώτησε τὰ ἀγόρια πῶς ὀνομάζονται. Ἡ ἀπάντησι ἦταν: «Νικόλαος καὶ Σέργιος!».
.               Ἤδη ἡ πρεσβυτέρα, κατὰ θεία παραχώρηση, εἶχε ὑποφέρει πάρα πολλοὺς πειρασμοὺς καὶ δοκιμασίες, ἀλλ᾽ ὅμως ὁ Κύριος ἤθελε νὰ δοκιμάση τὴν πίστη της μέχρι τέλους, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο νὰ διακηρύξη καὶ νὰ δείξη σ’ ἕναν κόσμο ποὺ εἶχε παραφρονήσει, ὅλες τὶς ἀρετὲς τῆς δούλης Του. Στὰ ὀγδόντα της χρόνια ἡ πρεσβυτέρα ἔπεσε καὶ ἔσπασε τὰ πλευρά της καὶ λόγῳ ἐσφαλμένης θεραπείας οἱ μῦς ἔγιναν ἀτροφικοί. Ἔτσι, μέχρι τὸν θάνατό της δὲν μπόρεσε πιὰ νὰ σηκωθῆ ἀπὸ τὸ κρεββάτι της. Γιὰ δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἦταν κατάκοιτη καὶ περνοῦσε τὸν καιρό της μὲ τὴ μελέτη, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ τροφοδότηση πολλῶν. Στὰ ἐνενήντα της χρόνια, λόγῳ ἀπρόσεκτης νοσηλείας, ἔπαθε “κατάκλιση” (πληγὲς λόγῳ συνεχοῦς κατακλίσεως) καὶ τὸ σῶμα της ἔγινε τόσο σαθρό, ὥστε αὐτοὶ ποὺ φρόντιζαν τὴν καθαριότητά της μποροῦσαν νὰ δοῦν τὰ ὀστᾶ τῆς σπονδυλικῆς της στήλης. Ὑπέφερε πάρα πολύ. Ἡ νύφη της (ζοῦσε μὲ τὸν μικρότερο γυιό της) συχνὰ τὴν περιγελοῦσε καὶ κάποτε τῆς εἶπε:
—Νά, ἐσὺ ἔδωσες τὰ πάντα στὸν Θεό σου, καὶ τὸν ἄνδρα σου καὶ τὰ παιδιά σου. Αὐτὸς τώρα πῶς σὲ ξεπληρώνει ἔτσι;
—«Ὃν ἀγαπᾶ Κύριος παιδεύει» (Παροιμ. γ´ 12), ἀπάντησε ἡ πρεσβυτέρα.
—Ἔ, τότε γιατί παιδεύει καὶ μένα ἐξ αἰτίας σου;
Ἡ πρεσβυτέρα χαμογέλασε καὶ εἶπε:
—Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀγαπᾶ καὶ σένα!
.               Στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς της ἡ πρεσβυτέρα ἀσχολήθηκε σοβαρὰ μὲ τὴν συγγραφὴ τῶν ἀπομνημονευμάτων της. Προφανῶς, εἶχε ἀντιληφθῆ τὴ μεγάλη σπουδαιότητα ποὺ εἶχαν τὰ γεγονότα τόσο τῆς δικῆς της ζωῆς, ὅσο καὶ τῆς ζωῆς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ποὺ ἔζησαν κοντά της. Ἀγαποῦσε νὰ θυμίζη ὅτι ἦταν αὐτόπτης μάρτυς τῆς ἀναγνωρίσεως πολλῶν ἁγίων, καὶ κυρίως τοῦ ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ καὶ τοῦ ἁγίου Ἑρμογένους τῆς Μόσχας. Καὶ συχνὰ προσέθετε: «Καὶ θὰ πεθάνω, ὅταν θὰ γίνη μία ἀναγνώριση». Δὲν διευκρίνιζε ποιὸς ἅγιος ἐπρόκειτο νὰ ἀναγνωρισθῆ, ἀλλὰ προφανῶς ἐννοοῦσε τοὺς Νεομάρτυρες, ἀφοῦ ἕνα μήνα πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό της εἶπε: «Γνωρίζετε καλὰ τὸν παπά μου, καὶ τὸν ἐπίσκοπο Ἰωάννη, καὶ τὸν π. Πέτρο Λαγκώφ, καὶ ὅλους τοὺς ἄλλους —ὅλοι τους εἶναι ἅγιοι Μάρτυρες». Καὶ μὲ ἰδιαίτερη ἔμφαση ἐπανέλαβε: «Ἅγιοι Μάρτυρες!».
.               Λίγες ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν ἐκδημία της κάλεσαν ἕναν ἱερέα γιὰ νὰ τῆς μεταδώση τὴν θεία Μετάληψη. Μόλις ἔλαβε τὰ τίμια Δῶρα, αὐτὴ ἡ ὑπέργηρη γυναίκα, ἡ ὁποία στὴν πράξι ἦταν ἤδη νεκρή, ξαφνικὰ μὲ καθαρὴ φωνὴ εἶπε: «Ἀγαπητέ μου πάτερ! Κύριε ἐλέησον! Τί εὐτυχία!». Ὁ Ἱερεὺς γονάτισε μπροστὰ στὸ κρεββάτι της καὶ τὴν παρακάλεσε: «Καλή μου πρεσβυτέρα, ὅταν συναντήσεις τὸν Κύριο, ἐνθυμήσου καὶ μένα, τὸν ἁμαρτωλό!». Μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἡ πρεσβυτέρα ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο. Τὰ παιδιά της καὶ ὅλοι ἐμεῖς στεκόμασταν γύρω της. Ξαφνικὰ εἴδαμε κάτι ποὺ δὲν τὸ εἴχαμε ξαναδῆ ποτὲ ἄλλοτε, οὔτε πρόκειται νὰ τὸ δοῦμε ἄλλη φορά: τὸ πρόσωπό της ἄρχισε νὰ μεταβάλλεται καὶ ἀπὸ μία συνηθισμένη ἁπλὴ ταπεινὴ γριά, ὅπως τὴ βλέπαμε πάντοτε, ἔγινε μία ἐντελῶς ἀσυνήθιστα θαυμαστή, ὁλόλαμπρη γυναίκα. Ἕνας γυιός της ψιθύρισε: «Ἴσως τώρα μόλις συνάντησε τὸν παπά της!». Ἕνα λεπτὸ ἀργότερα ὅλα πέρασαν, ἡ ψυχή της βγῆκε ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἡ πρεσβυτέρα φαινόταν σὰν ἕνας συνηθισμένος νεκρὸς ἄνθρωπος[6].
.               Ἡ πρεσβυτέρα Εὐγενία ἔζησε μία μακρὰ καὶ ἐξαιρετικὰ δύσκολη ζωή. Ποτὲ δὲν ὕψωσε τὴ φωνή της, σὲ κανένα δὲν ἔκανε τὸν δάσκαλο, ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὸς ὁ τρόπος τῆς ἥσυχης, ταπεινῆς ἠλικιωμένης γυναίκας ἦταν ἡ καλύτερη διδασκαλία τῆς χριστιανικῆς εὐσέβειας, γιὰ ἐκείνους ποὺ θέλουν, στὴν ἄθεη ἐποχή μας, νὰ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως ἀκριβῶς ἡ ἁγία Ναταλία, ἡ ὁποία ἐπέζησε μετὰ τὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Ἀδριανοῦ καὶ “ἐτελειώθη ἐν εἰρήνῃ”, ἔτσι καὶ ἡ πρεσβυτέρα Εὐγενία ἦταν καὶ αὐτὴ μάρτυς μαζὶ μὲ τὸν “μαρτυρικῶς τελειωθέντα” σύζυγό της πατέρα Ἠλία.

Μοναχὴ Μαρία Γιεράστοβα

[1] .RUSSIA’S CATACOMB SAINTS. Lives of the new Martyrs. Saint Herman of Alaska Press, Platina California 1982. σελ. 404-416.
[2] «Κλῆρος» εἶναι τὸ παραπέτασμα (εἰκονοστάσι) πίσω ἀπὸ τὸ ὁποῖο ψάλλει ἡ μικτὴ χορωδία, χωρὶς νὰ εἶναι ὁρατὴ ἀπὸ τὸ ἐκκλησίασμα.
[3] NKVD: Ἡ Σοβιετικὴ μυστικὴ ἀστυνομία ἡ ὁποία κατὰ περιόδους εἶχε διαφορετικὰ ὀνόματα: GPU, NKVD, Chcka, MVD καὶ τελευταία KGB.
[4] Εἰρωνικὸ ὑπονοούμενο γιὰ τὴν προθυμία της.
[5] Κατ᾽ ἄλλη ἐτυμολογία Ἠλίας σημαίνει: “ὁ Ἰεχωβὰ εἶναι Θεός μου”.
[6] Παρόμοιο θαυμαστὸ γεγονὸς ἀναγράφεται ἀτὸ συναξάρι τῆς ἁγίας Θεοδώρας τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ (29 Αὐγούστου καὶ 5 Ἀπριλίου) τῆς ὁποίας ὁ βίος παρουσιάζει μερικὲς ὁμοιότητες μὲ τὴν ζωὴ τῆς πρεσβυτέρας Εὐγενίας.
ΠΗΓΗ: proskynitis.blogspot.gr (ἀπὸ impantokratoros.gr) / https://christianvivliografia.wordpress.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου