Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά

Καμπαναριό του 15ου αιώνα στην Κεφαλονιά
Αγαπητοί επισκέπτες καλώς ήλθατε.
Μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μας, να αποστέλλετε και να μοιράζεστε κρίσεις, σχόλια, απόψεις, στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
amalgamaparamythias@gmail.com

Με εκτίμηση,
Η Ομάδα Διαχείρισης


Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη, θερμή υποδοχή του αγ. Μάρκου από το λαό και σφοδρή αναταραχή της Εκκλησίας


Αφού έγιναν όλα αυτά, ο αυτοκράτορας απαιτούσε από τον Πάπα τον προ πέντε μηνών οφειλόμενο μισθό (σιτηρέσιο), ενώ μόλις και δόθηκε αυτό την τελευταία ημέρα, όταν οι ανατολικοί αναχωρούσαν. Αναχώρησε τελευταίος από τη Φλωρεντία και ο αυτοκράτορας μαζί με τους απολειφθέντες Έλληνες και έφθασε στη Βενετία την 6ηΣεπτεμβρίου του έτους 1439 παίρνοντας μαζί του και τον Άγιο Μάρκο, τον οποίο κράτησε κοντά του, για να τον προφυλάξει από τη λατινική απειλή κατά της ζωής του, κι έτσι τον διέσωσε. Έπειτα, αφού τον ενεβίβασε στο πλοίο με το οποίο ταξίδευε και ο ίδιος, για ασφάλεια και ανάπαυση, επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. (Συρόπουλος σελ. 314 και Νεκτ. Ιεροσολ.)
Όσον αφορά την επάνοδο του βασιλιά και των δικών του ανθρώπων, συμφώνησε ο Πάπας με Βενετούς εμπόρους, ώστε να τους μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη με τέσσερα πλοία, εκ των οποίων τα δύο ήταν γεμάτα εμπορεύματα, ενώ στη Φλωρεντία ο Πάπας υποσχόταν εγγράφως ότι επρόκειτο να διαθέσει δεκαπέντε πλοία για την επάνοδό τους και ότι με δική του δαπάνη θα τους συνοδεύουν είκοσι πολεμικά πλοία για ασφάλεια.

«Εκείνος υποσχέθηκε να μας επαναφέρει σώους στην Κωνσταντινούπολη με πολλή άνεση και με πολλές υπηρεσίες και με πολλές τιμές, ενώ στην πραγματικότητα είχαμε τέτοια άνεση στα φορτηγά καράβια, όση έχουν οι Τσαρκάσιοι ή Σκύθες δούλοι που μεταφέρονται με πλοία εκ του Καφά ή εκ του Ασπροπύργου», αναφέρει ο Συρόπουλος.

Αφού επιβιβάστηκαν σε τέτοια πλοία (στα οποία αντί για Βενετούς ναύτες υπήρχαν Βούλγαροι δούλοι που δεν είχαν καμία ναυτική γνώση), απέπλευσαν από τη Βενετία την 19η Οκτωβρίου του έτους 1349, ενώ είχαν ήδη συμπληρώσει ολόκληρη διετία στην Ιταλία,έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη έπειτα από μεγάλους κινδύνους και πολλές ταλαιπωρίες την 1 Φεβρουαρίου μέσα στην εβδομάδα της Τυρινής.
Δεν επέστρεψαν μαζί τους, εκτός από τον Ιωσήφ τον Πατριάρχη, ο οποίος πέθανε στη Φλωρεντία, άλλοι τρεις που έμειναν πίσω. Ο Μητροπολίτης Σάρδεων που έμεινε στη Φερραρία, ο Νικαίας Βησσαρίων και ο Ρωσίας Ισίδωρος, οι οποίοι έγιναν Καρδινάλιοι του Πάπα.

Και επειδή η φήμη ήδη είχε προλάβει να κηρύξει τους αγώνες του Αγίου, ο λαός έτρεξε, όχι για να προϋπαντήσει τον αυτοκράτορα, αλλά έσπευσε να υποδεχθεί τον ιερό τούτο αριστέα και λαμπρό ήρωα της Εκκλησίας. Άλλοι τον ονόμαζαν στύλο ακλόνητο της Εκκλησίας, άλλοι Αθανάσιο, άλλοι Κύριλλο, άλλοι νέο Ιωάννη Θεολόγο, του οποίου και τον ιερώτατο θρόνο κατείχε, δηλαδή της Εφέσου.

Ο αυτοκράτορας Ιωάννης, αφήνοντας την πόλη και εισερχόμενος στο παλάτι, πληροφορήθηκε το θάνατο της γυναίκας του και του αδελφού του Δημητρίου.
Τους δε αρχιερείς μόλις αποβιβάζονταν από τα πλοία, αναφέρει ο Δούκας, οι Κωνσταντινουπολίτες τους ασπάζονταν τυπικά και έπειτα τους ρωτούσαν πως είχαν τα της συνόδου. «Άραγε νικήσαμε;», ρωτούσαν. Οι αρχιερείς απαντούσαν:
«Πουλήσαμε την πίστη μας, ανταλλάξαμε την ευσέβεια για να λάβουμε ασέβεια, αφού προδόσαμε την καθαρή θυσία και γίναμε αζυμωτές. Κόψτε τα δεξιά μας χέρια που υπέγραψαν! Ξεριζώστε τις γλώσσες μας που ομολόγησαν αυτά!»


Τρεις μήνες παρήλθαν από την επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη και ούτε το όνομα του Πάπα μνημονεύθηκε, ούτε αναγνώσθηκε ο όρος της Φλωρεντινής ψευδοσυνόδου στις Εκκλησίες. Αυτό συνέβη, διότι ο λατινόφρων αυτοκράτορας έπεσε σε μεγάλη θλίψη εξαιτίας του θανάτου της γυναίκας του, και επομένως δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα εκκλησιαστικά πράγματα. Όσοι αποστρέφονταν περισσότερο την ένωση διέκοψαν και το μνημόσυνο του αυτοκράτορα. Εξαιτίας αυτού, ο αυτοκράτορας θέλησε να αναδείξει κάποιον Πατριάρχη, αφού μετά το θάνατο του Ιωσήφ, ο θρόνος παρέμενε κενός.
Αρχικά παρακαλούσε επίμονα τον Άγιο Μάρκο μέσω κάποιων αρχόντων να δεχθεί την Πατριαρχία. Επειδή αυτός αρνήθηκε κατηγορηματικά την πρόταση, ορίσθηκε να συνέλθουν οι αρχιερείς και να εκλέξουν Πατριάρχη.
Όταν εκείνοι συνήλθαν στο ναό των Αγίων Αποστόλων ήλθε και οΗρακλείας Αντώνιος, ο οποίος τους είπε:

«Εγώ δεν ήλθα εδώ για να ψηφίσω, αλλά για να σας αναφέρω αυτά που επιθυμώ. Λέγω λοιπόν, ότι εγώ στα γεγονότα της Φλωρεντίας ούτε συμφώνησα με αυτούς που επιθυμούσαν την ένωση, όπως καλά γνωρίζετε, ούτε θεώρησα το γεγονός υγιές, ούτε είχα προαίρεση να συγκατατεθώ. Αν και δεν ήθελα, δεν ξέρω πως υπέγραψα τον όρο, αλλά θεωρώ τα γραμμένα σε αυτόν αντίθετα με την παράδοση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και ξένα προς την Εκκλησία μας. Έκτοτε βασανιζόμενος από την συνείδησή μου, σαν να βάσταζα κάποιο τεράστιο φορτίο, ένιωθα δυσχέρεια και αναζητούσα τον τρόπο με τον οποίο θα ξεφορτωνόμουν αυτό το βάρος. Τώρα λοιπόν, ευχαριστώ τον Θεό, διότι με αξίωσε να σας αντικρύσω όλους μαζεμένους και να δηλώσω ενώπιόν σας αυτά που σκεφτόμουν, και κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποτινάξω από πάνω μου εκείνο το βάρος.
Σας δηλώνω λοιπόν, ότι δεν δέχομαι και διαφωνώ, μάλλον ποτέ δεν συμφώνησα, με την ένωση και με όσα γράφηκαν στον όρο, διότι αυτά είναι ασύμφωνα με την αρχαία παράδοση της Αγία Καθολικής Εκκλησίας μας και επομένως τα αποστρέφομαι.Παραδίδω, λοιπόν, τον εαυτό μου στην Εκκλησία ως υπεύθυνο επειδή υπέγραψα εκεί που δεν έπρεπε». (Συρόπουλος σελ. 333)

Επειδή δε οι αρχιερείς ήθελαν να ψηφίσουν εκείνον για Πατριάρχη, τους έλεγε: «Αφήστε μας σας παρακαλώ, δεν θα γίνω Πατριάρχης. Εσείς συμφωνείτε με την ένωση, εγώ διαφωνώ. Πως, λοιπόν, είναι δυνατόν να γίνω πατριάρχης ενώ διαφωνώ με την ένωση;»
Καθώς τον παρακάλεσαν αρκετές φορές και λάμβαναν ως απάντηση τα παραπάνω, εξέλεξαν κατά σειρά τον Τραπεζούντος Δωρόθεο, τον Κυζίκου Μητροφάνη και τον προηγούμενο του Βατοπαιδίου Γεννάδιο. Μετά την εκλογή απέστειλε ο αυτοκράτορας τον μέγα πρωτοσύγκελλο Γρηγόριο και τον Γεώργιο τον Δισύπατο στον Τραπεζούντος για να τον δοκιμάσουν αν συμφωνεί με την ένωση. Του υποσχέθηκαν ευθέως ότι αν στηρίξει την ένωση, ο αυτοκράτορας θα τον κάνει Πατριάρχη. Εκείνος αποκρίθηκε: «Ούτε την ένωση στηρίζω, ούτε την πατριαρχία δέχομαι».

Από τον Τραπεζούντος μετέβησαν στον Κυζίκου Μητροφάνη και ρώτησαν αυτόν αν στηρίζει την ένωση. Εκείνος απάντησε: «Επειδή εμείς κάναμε την ένωση, οφείλουμε πρώτοι εμείς να τη στηρίξουμε και ήδη τη στηρίζουμε». Έδωσε επίσης σε αυτούς γραπτή την ομολογία του αυτή, την οποία μετέφεραν στον βασιλιά.

Έτσι λοιπόν ο Κυζίκου, αφού του διαμηνύθηκε η άνοδός του στην πατριαρχία, ετοιμάστηκε, παρουσιάστηκε στο παλάτι και ανακηρύχθηκε από τον βασιλιά Πατριάρχης την 4η Μαΐου του 1440, κατά την οποία εορταζόταν η παραμονή της Αναλήψεως.
Μόλις αυτός αναχώρησε από το παλάτι για να μεταβεί στο Πατριαρχείο, άλλοι αποστρέφονταν την ευλογία του και άλλοι τον απέφευγαν. Όταν εκείνος λειτούργησε την ημέρα της Πεντηκοστής,ούτε ο Άγιος Μάρκος, ούτε ο Τραπεζούντος, ούτε ο Ηρακλείας συλλειτούργησαν μαζί του. Υπήρχαν δε και άλλοι αρχιερείς που δεν επιθυμούσαν να συλλειτουργήσουν με τον Πατριάρχη, αλλά το έμαθε ο αυτοκράτορας και αφού συναντήθηκε μαζί τους, τους μετέπεισε και συλλειτούργησαν.

Ο μέγας Χαρτοφύλαξ Μιχαήλ ο Βαλσαμών και ο μέγας Εκκλησιάρχης Σίλβεστρος ο Συρόπουλος, παρότι κολακεύθηκαν και στη συνέχεια απειλήθηκαν από τον Πατριάρχη, από τους άρχοντες και από τον ίδιο τον βασιλιά, δεν κοινώνησαν με τον άνομο Πατριάρχη, αλλά αφού παραιτήθηκαν από τα αξιώματά τους, απομακρύνθηκαν απ’ αυτόν.

Έλεγαν δε οι άρχοντες στον Χαρτοφύλακα και στον Εκκλησιάρχη ότι «ούτε εμείς λέμε ότι έγιναν καλώς τα εν τη Φλωρεντία, όμωςκατ’ οικονομία και για το συμφέρον της πατρίδας ας μένει ο όρος αργός. Μόνο δεχθείτε το μνημόσυνο του Πάπα, το οποίο είναι μια μικρή λεπτομέρεια».
Εκείνοι όμως απαντούσαν θεολογικά: «είναι πολύ σημαντικός ο λόγος του μνημοσύνου. Διότι εκείνοι μνημονεύονται στις Εκκλησίες, όσοι δηλαδή είναι ορθόδοξοι και έχουν κοινωνία με την Εκκλησία. Οι δε ακοινώνητοι ούτε μνημονεύονται, ούτε έχει άδεια κάποιος εκ των ιερωμένων να εύχεται υπέρ αυτών στην Εκκλησία. Ο Πάπας είναι ακοινώνητος. Πως λοιπόν θα μνημονευθεί ο ακοινώνητος με τους κοινωνικούς;» (Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου σελ. 907).

Κατ’ αυτήν δε την ημέρα της Πεντηκοστής ο Αγ. Μάρκος έφυγε κρυφά στην Προύσα και από εκεί κατέφυγε στην Έφεσο, την αγαπημένη του επαρχία, όπου οι Εφέσιοι δέχθηκαν τον ποιμένα τους με ανέκφραστη χαρά και αγαλλίαση. Ο Άγιος μετέβαλε τη λύπη τους σε ευθυμία. Ο δε Ηρακλείας με ρωμαλέο φρόνημα, παρότι ήταν ηλικιωμένος, έφυγε πεζός από τον άνομο βασιλιά, όπως ο Ηλίας έφυγε από την Ιεζάβελ και σώθηκε στο Τουρουλόν.

Πηγή: «Εις έναντι μυρίων - ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και οι αγώνες του», μοναχού Καλλίστου Ζωγράφου Αγιορείτου Εφεσίου, επιμ. Δημητρίου Παναγόπουλου.

Μετάφραση στη δημοτική: Ιστολόγιο Μακκαβαίος

δείτε και τα προηγούμενα μέρη:



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου