Στις αρχές του 1849, κυκλοφορεί στην Κέρκυρα η εφημερίδα «Πατρίς», όργανο του Κόμματος των Μεταρρυθμιστών, που πίστευαν ότι το καθεστώς της σαραντάχρονης ήδη βρετανικής προστασίας στα Επτάνησα χρειαζόταν φιλελεύθερες αλλαγές αλλά δεν επιθυμούσαν την Ένωση με την Ελλάδα.Η «Πατρίς» έρχεται πολύ συχνά σε αντιπαράθεση με τον «Φιλελεύθερο», την εφημερίδα του Ηλία Ζερβού-Ιακωβάτου που κυκλοφορεί στην Κεφαλονιά, και υποστηρίζει με θέρμη την Ένωση με την Ελλάδα. Ειρωνικά, η «Πατρίς» χαρακτηρίζει τον Ζερβό και τους ομοϊδεάτες του «Ριζοσπάστες», μεταφράζοντας στα ελληνικά των όρο radicals ή radicales που αναφερόταν στα ομώνυμα πολιτικά κινήματα που είχαν αναπτυχθεί στα τέλη του προηγούμενου αιώνα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Ο χαρακτηρισμός φαίνεται ότι αρέσει στους κεφαλονίτες συντάκτες του Φιλελεύθερου, και ο Γεράσιμος Μαυρογιάννης απαντά: αποδέχεται τον χαρακτηρισμό και υπογράφει «Εις Ριζοσπάστης Κεφαλλήν». Συχνά είναι χρήσιμο να ακούς τους χαρακτηρισμούς που σού προσάπτουν οι αντίπαλοί σου.
Η βιβλιογραφία για τον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό εμπλουτίζεται διαρκώς με νέες μελέτες που ρίχνουν περισσότερο φως στις διάφορες εκφάνσεις του πολιτικού αυτού κινήματος που αναπτύχθηκε στα Επτάνησα στα μισά του 19ου αιώνα και που οδήγησε στην Ένωση των νησιών με την Ελλάδα. Εντελώς ενδεικτικά αναφέρομαι στο έργο του Γιώργου Αλισανδράτου, οι μελέτες του οποίου για τον Ριζοσπαστισμό εκδόθηκαν πρόσφατα συγκεντρωτικά σε τόμο από το Μουσείο Μπενάκη, αλλά και τις σχετικές μελέτες των Σπύρου Λουκάτου, Αγγελο-Διονύση Δεμπόνου, του Πέτρου Πετράτου, της Μιράντας Παξιμαδοπούλου-Σταυρινού, τηςΕρασμίας Λουίζας Σταυροπούλου, του Νικολάου Τζουγανάτου, του Ντίνου Κονόμου, του Γεωργίου Μοσχόπουλου, αλλά και την ανέκδοτη ακόμη σχετική διδακτορική διατριβή της Αγγελικής Γιαννάτου. Ο πλούτος αυτής της βιβλιογραφίας, σε συνδυασμό με τα κείμενα των ίδιων των ριζοσπαστών της εποχής, αλλά και με τις ιδεολογικές και γεωπολιτικές συνιστώσες σε ολόκληρη την Ευρώπη εκείνη την εποχή, μας δίνουν την ευκαιρία για ποικίλους προβληματισμούς. Απόψε θα επιχειρήσουμε να υπογραμμίσουμε τη λιγότερο φωτισμένη πλευρά του ριζοσπαστικού κινήματος: την κοινωνική του διάσταση.
Αυτό που όλοι οι μη ειδικοί έχουμε στο μυαλό μας ως βασικό στόχο του επτανησιακού ριζοσπαστισμού, δηλαδή η Ένωση με το απελευθερωμένο κομμάτι του Ελληνισμού, το Ελληνικό Βασίλειο, είναι η μία μόνο συνιστώσα της ριζοσπαστικής ιδεολογίας, όπως αναπτύχθηκε από τους πρωταγωνιστές του κινήματος στα πρώτα του χρόνια, τον Ηλία Ζερβό-Ιακωβάτο και τον Ιωσήφ Μομφεράτο. Ωστόσο εξίσου σημαντικός στόχος των ριζοσπαστών ήταν και ηκοινωνική αλλαγή, η κατ’ εφαρμογή των αρχών της Γαλλικής Επανάστασης εξασφάλιση της ελευθερίας, της ισότητας, και της αδελφοσύνης όχι μόνο στα Επτάνησα και στον Ελληνικό χώρο, αλλά και σε ολόκληρη την Ανατολή.Οι ριζοσπάστες, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της δράσης τους, δεν επιδιώκουν απλά έναν εθνικό στόχο, την Ένωση με την Ελλάδα, αλλά και μια κοινωνική μεταρρύθμιση που θα εξασφαλίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα των ανθρώπων.
Αυτός ο στόχος της κοινωνικής μεταβολής είναι και η αιτία για το σχίσμα στο ριζοσπαστικό κίνημα, το οποίο θα επέλθει μετά το 1852, όταν πρωταγωνιστικό ρόλο θα αναλάβουν, ενόσω οι Ζερβός και Μομφερράτος βρίσκονται εξόριστοι, οι ζακυνθινοί ριζοσπάστες με πρωτεργάτη τον Κωνσταντίνο Λομβάρδο. Υπό τη νέα «ηγεσία» το κόμμα των ριζοσπαστών θα επικεντρωθεί μόνο στον εθνικό στόχο της Ένωσης με την Ελλάδα, και θα αφήσει κατά μέρος το αίτημα της κοινωνικής αλλαγής, πράγμα για το οποίο θα δημιουργηθεί οξύτατη αντιπαράθεση με τους «παλαιούς» ριζοσπάστες. Ο Ζερβός και ο Μομφερράτος θα μείνουν αταλάντευτοι στη θέση τους για την επίτευξη του διπλού στόχου – ωστόσο αυτό που θα επιτευχθεί είναι μονάχα η Ένωση, για την ακρίβεια, η παραχώρηση των Ιονίων Νήσων στην Ελλάδα.
Μελετώντας προσεκτικά το κομβικότερο, ίσως, κείμενο του ενιαίου, ακόμη, ριζοσπαστικού κινήματος, το περίφημο ψήφισμα της Θ Ιονίου Βουλής, της 26ης Νοεμβρίου/8ης Δεκεμβρίου του 1850, που προκάλεσε το κλείσιμο της Βουλής από τον αρμοστή Ward, αποκομίζουμε την αίσθηση ότι οι δύο βασικές συνιστώσες του ριζοσπαστισμού δεν είναι τόσο άσχετες μεταξύ τους: η εθνική υπόθεση, η Ένωση με την Ελλάδα, και η κοινωνική υπόθεση, η λαϊκή κυριαρχία και η διασφάλιση των θεμελιωδών αρχών της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφότητας, συγγενεύουν πολύ μεταξύ τους – Το ψήφισμα κάνει λόγο για τον επτανησιακό λαό, τον λαό της Επτανήσου, και το απαράγραπτο δικαίωμα στην ανεξαρτησία, την εθνικότητα και την κυριαρχία εκάστου λαού. Το ψήφισμα δεν μιλά απλά για την Ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα, αλλά για την Ένωση όλων των Ελλήνων. Όχημα αυτής της προσδοκώμενης ένωσης όλων των Ελλήνων είναι το κομμάτι του ελληνισμού που είχε ως τότε αποκτήσει την ανεξαρτησία του. Η Ένωση με το Ελληνικό Βασίλειο είναι το πρώτο βήμα για την ένωση όλου του ελληνισμού – όλου του ελληνικού λαού, πράγμα που παραπέμπει αμέσως στην αρχή των εθνοτήτων. Δεκεμβρίου του 1850, που προκάλεσε το κλείσιμο της Βουλής από τον αρμοστή.
Ποιο όμως είναι το νόημα της αρχής των εθνοτήτων στην ταραγμένη Ευρώπη του 19ου αιώνα; Οι ευρωπαϊκοί λαοί ζουν καταπιεσμένοι, χωρίς θεμελιώδη δικαιώματα, μέσα σε αυταρχικά μοναρχικά κράτη, τα σύνορα των οποίων έχουν χαραχθεί αυθαίρετα, ως αποτέλεσμα πολεμικών συγκρούσεων ανάμεσα σε απόλυτους μονάρχες ή και μεγάλους φεουδάρχες. Η αρχή των εθνοτήτων εκφράζει το αίτημα των λαών της Ευρώπης να αποκτήσουν κρατική οντότητα με βάση τα κοινά τους εθνικά χαρακτηριστικά για να διεκδικήσουν περισσότερα δικαιώματα από τους απόλυτους μονάρχες – να ανασυντάξουν πολιτείες και να δημιουργήσουν συνταγματικούς θεσμούς για να ενισχυθούν στην διελκυστίνδα τους ενάντια στον απολυταρχισμό. Αυτοί οι θεσμοί θα τους εξασφαλίσουν περισσότερη συμμετοχή στην πολιτική εξουσία – περισσότερη δύναμη απέναντι στον μονάρχη. Τα αιτήματα της καθιέρωσης συντάγματος, της καθολικής ψηφοφορίας, των αντιπροσωπευτικών σωμάτων είναι νίκες της αστικής τάξης που δεν συνιστούν μόνο πολιτειακές μεταβολές – είναι αποτέλεσμα μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας, και δημιουργούν ένα νομικό πλαίσιο ανάπτυξης περαιτέρω κοινωνικών αλλαγών.
Αλλά,κι αυτές καθαυτές οι κοινωνικές αλλαγές – με αντίπαλο την απόλυτη εξουσία του μονάρχη και των αριστοκρατικών τάξεων που νέμονταν αποκλειστικά το σύνολο του παραγόμενου πλούτου ήταν αιτήματα όλων των κινημάτων των τελών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, συνυφασμένα με το κεντρικό αίτημα της αυτοδιάθεσης.Το ριζοσπαστικό κίνημα γεννήθηκε και ανδρώθηκε μέσα σε ένα κλίμα εκρηκτικών ιδεολογικών ζυμώσεων, ταξικών και εθνικών επαναστάσεων και κοινωνικών ανακατατάξεων, που ξεκινούν από την αμερικάνικη επανάσταση του 1776 και τη διακήρυξη των δικαιωμάτων της Βιρτζίνια, τις γαλλικές επαναστάσεις του 1789, με τη θεμελιώδη διακήρυξη των δικαιωμάτων, αλλά και τις αστικές επαναστάσεις στη Γαλλία του 1830 και του Φλεβάρη του 1848, και το κύμα κινημάτων που προκάλεσε η τελευταία (σε όλη την Ευρώπη και όχι μόνο),του ιταλικού καρμποναρισμού και της προσπάθειας για ένωση της Ιταλίας, υπό το φως της εθνικής αφύπνισης του Ελληνισμού και της Ελληνικης Επανάστασης. Αλλά και μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο του Διαφωτισμού, των πρώιμων σοσιαλιστικών ιδεών του Σαιν-Σιμόν, του Προυντόν και του Ματζίνι, και των ιδεών των Μαρξ και Έγκελς, που κυκλοφορούν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» τους λίγο πριν τη Γαλλική Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1848, την ίδια εποχή που η βιομηχανική επανάσταση δημιουργεί μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμών στις πόλεις, των προλεταρίων, καθώς και μεγάλη συγκέντρωση του πλούτου στα χέρια των κατεχόντων τα μέσα παραγωγής. Ο 19οςαιώνας σηματοδοτεί μια καινούρια αντιπαράθεση, γιατί μια καινούρια τάξη γεννιέται: Το προλεταριάτο αγωνίζεται ενάντια όχι μόνο στο μονάρχη, αλλά και στους μεγαλοαστούς που έχουν ήδη εδραιωθεί στη θέση των παλιών φεουδαρχών.
Οι πρώτοι ριζοσπάστες γνωρίζουν από κοντά τις νέες ιδέες κατά τις σπουδές τους στο εξωτερικό. Στον δικό τους τόπο, τα Επτάνησα, ασφαλώς δεν υπάρχει το βιομηχανικό προλεταριάτο των ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων. Υπάρχει όμως ένα αυταρχικό ξενόφερτο καθεστώς, ένα σύνταγμα που δεν έχει τη λαϊκή έγκριση, έλλειψη καθολικής ψηφοφορίας και δίκαιης αντιπροσώπευσης. Μόλις, υπό το φως των επαναστάσεων της ίδιας χρονιάς, η Προστασία παραχωρεί τα δικαιώματα της ελευθεροτυπίας και της σχετικής ελευθερίας ψήφου, ωριμάζει το κίνημα το οποίο ήδη από τη δεκαετία του 1830 είχε αρχίσει να εκκολάπτεται, με πρωτεργάτη τον Γεράσιμο Λιβαδά. Ο ριζοσπαστισμός δεν γεννήθηκε το 1848 – κυοφορήθηκε δια μέσου της επαφής των επτανησίων με τα πνευματικά ρεύματα της δύσης μέσα στο περιβάλλον των τεράστιων οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων στα Επτάνησα.
Στο πλαίσιο αυτών των αντιθέσεων, υπάρχει όμως και μια άλλη δύναμη, στην οποία εναντιώνεται ο ριζοσπαστισμός και την οποία δεν πρέπει να λησμονούμε: είναι η άρχουσα τάξη των ντόπιων παλιών ευγενών και εκείνων που πλαισίωσαν τις διοικήσεις των ξένων κατοχών, μια νομενκλατούρα που κατείχε οικονομική και πολιτική δύναμη και δεν επιθυμούσε πολιτειακές και κοινωνικές μεταβολές, όχι για εθνικούς λόγους, αλλά για να μη χάσει τα οικονομικά της συμφέροντα. Η Ένωση θα σήμαινε για τους ριζοσπάστες και το τέλος αυτής της άρχουσας τάξης που είχε αγκιστρωθεί στο άρμα των ξένων κυριάρχων. Κι από την άλλη υπάρχει η τάξη των εργατών, των μικροεπαγγελματιών, και η μεγάλη μάζα των αγροτών, οι οποίοι στενάζουν κάτω από το σύστημα της αγροληψίας. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο μεγάλες εξεγέρσεις του 1848 και του 1849, των οποίων η άμεση σύνδεση με το ριζοσπαστισμό, ιδίως για τη δεύτερη, αμφισβητείται από πολλούς, στηρίχτηκαν στους αγρότες.
Πώς οραματίζονταν όμως οι «παλαιοί» ριζοσπάστες την κοινωνική αλλαγή; Είναι βέβαιο ότι δεν έχουμε κάποιο επεξεργασμένο σχέδιο δράσης διατυπωμένο με τη μορφή μανιφέστου όπως αυτό του κομμουνιστικού κόμματος. Επίσης πρέπει να επισημάνουμε ότι ακόμη και ανάμεσα στους παλαιούς ριζοσπάστες υπάρχουν διαφοροποιήσεις ως προς τις πολιτικές τους θέσεις. Ο Ηλίας Ζερβός είναι ενάντιος στην έξωση του Όθωνα, καθώς διαβλέπει ως προοπτική την ανάρρηση αγγλόφιλου βασιλιά στον Ελληνικό θρόνο και την συνακόλουθη μετάθεση της αγγλικής προστασίας από την Κέρκυρα στην Αθήνα, πράγμα που ουδόλως εξυπηρετούσε τους στόχους του ριζοσπαστικού κινήματος. Αντίθετα, ο Ιωσήφ Μομφερράτος τάσσεται ανοιχτά υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ωστόσο η ίδια η δημοκρατία πιστεύουμε ότι δεν είναι στόχος για τους ριζοσπάστες που την ευαγγελίζονται, είναι μέσο για την επίτευξη του στόχου, που είναι η κοινωνική αλλαγή, και η ένωση όλων των λαών σε μια οικουμενική κοινωνία ευημερίας.
Στα πλαίσια αυτής της σύντομης ομιλίας, θεωρώ χρήσιμο να σταθούμε σε ένα κείμενο ιδιαίτερα διαφωτιστικό για την κοινωνική διάσταση του ριζοσπαστισμού, κείμενο που πιστεύουμε ότι εκφράζει την πιο τολμηρή και πρωτοπόρα εκδοχή του ριζοσπαστικού κινήματος: είναι το «Πρόγραμμα» έκδοσης της εφημερίδας «Αναγέννησις» .
Ο Ιωσήφ Μομφερράτος δημοσιεύει ένα μονόφυλλο πρόγραμμα, στις 22 Ιανουαρίου 1849, στο οποίο αναγγέλλει την έκδοση της εφημερίδας «Αναγέννησις». Το ενθουσιώδες αυτό κείμενο, αφού αναφέρεται στην παραχώρηση του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας ως θετική εξέλιξη, που ωστόσο δεν συνοδεύεται από τις απαραίτητες θεσμικές εγγυήσεις, αλλά και στην «κοσμοσωτήριο επιρροή», όπως τη χαρακτηρίζει, της φεβρουαριανής επανάστασης στη Γαλλία, υπογραμμίζει σχεδόν σε κάθε φράση, σε κάθε ευκαιρία, την αναγκαιότητα της διπλής αλλαγής: Μιλά για «αυτόνομα» αλλά και «ευνομούμενα» κράτη. Για «εθνική συνένωση», αλλά και «ευνομία». Ασφαλώς πρωταρχική προϋπόθεση είναι «η ελευθέρα και ανεξάρτητος εθνικότης» ενός λαού. Αυτό, λέει ο Μομφερράτος, είναι αναγκαία προϋπόθεση για την «κοινωνικήν ζωήν» κάθε λαού. Ωστόσο θεωρεί ότι αυτή την ανεξαρτησία την παρακολουθεί ένας εξίσου ουσιώδης όρος, «όστις προσδιορίζει τον τρόπον της ενεργείας και τα μέσα της αναπτύξεως εκάστου λαού, προς ιδίαν αυτού ευημερίαν και προς εκπλήρωσιν της κοινωνικής αποστολής του». Κι αυτός ο ουσιώδης όρος είναι οι θεσμοί, το πολίτευμα. Εθνικότης και πολίτευμα. Η «Αναγέννησις» έχει υπότιτλο «Εφημερίς Εθνική και Δημοκρατική». Δύο ισοδύναμοι όροι που στοχεύουν, ο καθένας με τον τρόπο του, στην κοινωνική ευημερία, τον γενικόν σκοπόν της ανθρωπότητας. Βλέπουμε ότι το όραμα του Μομφερράτου είναι στην ουσία του η πρόοδος και η ευημερία όλων των κοινωνιών – μέσα από τη χειραφέτηση των λαών από τους ξένους δυνάστες αλλά και μέσα από την θεσμοθέτηση πολιτεύματος που εξασφαλίζει θεσμικά την κοινωνική ευημερία. Μια ιδεολογία που περνά τα σύνορα του μικρού ελληνικού βασιλείου: Ένωση όλων των Ελλήνων, όπου και αν βρίσκονται, με αφετηρία το απελευθερωμένο ελληνικό κράτος. Αλλά όχι ένα οποιοδήποτε ελληνικό κράτος, αλλά ένα κράτος όπου θα λειτουργούν θεσμοί που θα έχουν εγκαθιδρύσει και αποδεχθεί οι ίδιοι οι Έλληνες. Ο Μομφερράτος μιλάει για συγχώνευση του Επτανησιακού και κάθε άλλου ελληνικού λαού «μετά της κοινωνίας της οποίας αποτελεί μέρος αδιάσπαστον». Μιας κοινωνίας, με κοινά στοιχεία καταγωγής, γλώσσας, θρησκείας, ηθών και εθίμων.Το έθνος προσδιορίζεται με τρόπο κοινωνικό. Και έπειτα, ο ελληνικός λαός, ενωμένος σε ένα ευνομούμενο κράτος, θα διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο για την ευημερία όλων των ανθρώπινων κοινωνιών, μια υπερεθνική κοινωνία δικαιοσύνης. Ο Μομφερράτος πιστεύει ακράδαντα ότι ο ελληνικός λαός μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο για ολόκληρη την Ανατολή, πατώντας γερά πάνω στις αρχές του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για την απεριόριστη δυνατότητα προόδου – το όραμα του Ρήγα για την ένωση των Βαλκανικών λαών, το όραμα της ειρηνικής ενωμένης Ευρώπης των λαών, όπως διατυπώθηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο φτιάχνουν μια νοητή αλυσίδα με ενδιάμεσο κρίκο την ριζοσπαστική ιδεολογία.
Ποιες είναι οι βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν την πολιτεία που θα αποτελέσει το λίκνο της ένωσης όλων των Ελλήνων και το πρώτο βήμα για την ένωση όλων των λαών της γης; Κι εδώ ο Μομφερράτος βάζει θεμελιώδεις αρχές: η πρώτη είναι αυτή της λαϊκής κυριαρχίας. Η λαϊκή κυριαρχία περιγράφεται ως «απαράγραπτον και αναπαλλοτρίωτον δικαίωμα της κοινωνίας». Όλοι οι θεσμοί της πολιτείας πρέπει να πηγάζουν από το λαό και να λειτουργούν υπέρ της κοινωνίας. Ο λαός, λέει είναι η μόνη νόμιμη πηγή της πολιτικής εξουσίας. Η λαϊκή κυριαρχία χαρακτηρίζεται επίσης «το ανώτατο κύρος πάσης κοινωνικής αληθείας» και «το μόνον αληθές μέσον καθιερώσεως κοινωνικής προόδου». Λαϊκή κυριαρχία για απεριόριστη πρόοδο λοιπόν. Και μαζί μ’ αυτήν, οι τρεις βασικές αρχές της Γαλλικής Επανάστασης: Ισότης, Ελευθερία, Αδελφότης, δόγμα το οποίο μεταφέρθηκε, κατά τον Μομφερράτο, με τη Γαλλική Επανάσταση από τον χριστιανισμό στον πολιτικό κόσμο. Οι τρεις αυτές θεμελιώδεις αρχές αποτελούν τη βάση του «νεότερου διοργανισμού των κοινωνιών», και «προαναγγέλεται ευτυχώς ως το μέλλον πολιτικό θρήσκευμα πάσης της ανθρωπότητος». Είναι προφανές ότι το όραμα του Μομφερράτου είναι ένα διεθνιστικό όραμα μιας παγκόσμιας κοινωνίας δικαιοσύνης, βασισμένης σε θεμελιώδεις αρχές, υπερεθνικές, που είναι θεσμοθετημένες με την έγκριση του λαού σε όλες τις ελεύθερες πολιτείες.
Ο Μομφερράτος, όπως και όλοι οι ριζοσπάστες, προφανώς γνωρίζει την πολιτική και κοινωνική κατάσταση που επικρατούσε στο απελευθερωμένο ελληνικό βασίλειο, το οποίο το 1848 μετρά μόλις πέντε χρόνια μετάβασης από την απόλυτη στη συνταγματική μοναρχία, με ένα σύνταγμα στο οποίο ελάχιστες ήταν οι εγγυήσεις που αφορούσαν ατομικάκαι πολιτικά δικαιώματα. Αλλά και την κατάσταση που επικρατούσε και στην Ευρώπη και ολόκληρο τον κόσμο, σε κοινωνίες με τεράστιες κοινωνικές αντιθέσεις, με τεράστια ποσοστά αναλφαβητισμού, με εξαθλίωση των εργατών, αγροτών και μικροεπαγγελματιών, με απόλυτη έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας, με αυταρχισμό, πολέμους, φοβερές αρρώστειες, οικονομικές κρίσεις και αδικαιολόγητους πολέμους. Κι από την άλλη, συγκεντρωση και εκμετάλλευση του πλούτου από λίγους, αυταρχισμός της κρατικής εξουσίας που υπηρετούσε τα συμφέροντα των μοναρχών ή των οικονομικών ελίτ.
Οι ριζοσπάστες δεν επιθυμούσαν τη μετάβαση σε ένα καθεστώς που θα ήταν όμοιο με εκείνα που πολέμησαν οι επαναστάσεις, ένα καθεστώς που δεν θα εξασφάλιζε την κοινωνική ευημερία που πρέσβευαν και διεκδικούσαν, που δεν μπορούσε να εγγυηθεί θεσμικά την λαϊκή κυριαρχία, την ελευθερία, όχι μόνο έναντι της κρατικής εξουσίας, αλλά έναντι όλων, την καθολική ισότητα, την αδελφότητα μεταξύ των κοινωνιών και των λαών. Ήθελαν ριζική, εκ βάθρων αλλαγή της κοινωνίας, και πίστευαν ότι οι Έλληνες είχαν αποστολή να πρωταγωνιστήσουν σε αυτή την συλλογική προσπάθεια για κοινωνική πρόοδο όλης της Ανατολής.
Μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε στον Επτανησιακό Ριζοσπαστισμό έναν σταθμό σε μια νοητή ιστορική και ιδεολογική γραμμική πορεία που, χρωματισμένη και σμιλεμένη με τις ιδέες του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και των μεγάλων επαναστάσεων σε Ευρώπη και Αμερική, ξεκινά από τον Ρήγα Φεραίο, και περνώντας από τα Επτάνησα, διέρχεται από τη διαμόρφωση του υποβάθρου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας στο τέλος του 19ου αιώνα και φθάνει στα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματατου 20ού αιώνα στην Ελλάδα. Δεν νομίζω ότι είναι υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι η ριζοσπαστική ιδεολογία είναι η κοιτίδα της ελληνικής αριστεράς. Δεν ισχυρίζεται κανείς ότι ο ριζοσπαστισμός ταυτίζεται με την ιδεολογία, τις θέσεις και την πολιτική των σοσιαλιστικών ή των κομμουνιστικών κομμάτων της Ελλάδας. Μια τέτοια τοποθέτηση θα περιείχε βασικά αναχρονιστικά σφάλματα. Δεν μπορούμε όμως να μη διακρίνουμε τα ίχνη μιας δυναμικής διαδικασίας εξέλιξης μιας ιδεολογίας ή τουλάχιστον την άσκηση σοβαρής επίδρασης στην νεοελληνική αριστερή σκέψη, παράλληλα και σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο. Ο ριζοσπαστισμός στην ιδεολογικά ακραιφνέστερη μορφή του επιζητούσε την κοινωνική αλλαγή με απώτερο αίτημα την λαϊκή κυριαρχία και την κοινωνική δικαιοσύνη. Περιέχει, υπό αυτή την έννοια, κάθε προηγούμενη και περιέχεται σε κάθε ιστορικά επόμενη πολιτική ιδεολογία που οραματίζεται μια αντίστοιχη κοινωνική αλλαγή προς αυτή την κατεύθυνση.
Αν ακούσουμε άλλωστε τους πολιτικούς αντιπάλους των ριζοσπαστών (είπαμε στην αρχή ότι είναι χρήσιμο να ακούς τους αντιπάλους), θα δούμε ότι και αυτοί συμφωνούν: Ο Νικόλαος Κονεμένος, γράφει στον Ανδρέα Λασκαράτο: «Ο Μομφερράτος, καθώςηξεύρεις, είναι κοινωνιστής, και άλλο δεν ζητεί παρά την πρόοδο και ανάπτυξη της κοινωνίας, πρόοδο και ανάπτυξη υλική και διανοητική, για να μπορέσει η κοινωνία […] να διοργανισθεί διαφορετικά βάνοντας εις ενέργεια ένα σύστημα γενικής και τελείας ισότητος και ελευθερίας μεταξύ των πολιτών. […]Η λέξις λοιπόν Ριζοσπάστης είναι συνώνυμη με το προοδευτικός, ή ανή θέλεις, και με το “communiste” (κομμουνιστής). Ανάλογοι ήταν οι χαρακτηρισμοί του Κωνσταντίνου Λομβάρδου (δημοκρατικομουνισμός, σοσιαλισταί, κομουνισταί), ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο ριζοσπαστισμός, όπως τον εννοούσε εκείνος, επιζητούσε μόνο τον εθνικό στόχο και όχι την κοινωνική αλλαγή. Και ο Λομβάρδος βέβαια έδωσε αγώνες στην ελληνική βουλή για δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις - δεν θα πρέπει να αδικούμε και τους «νέους ριζοσπάστες». Ο Μομφερράτος απαντούσε μιλώντας για «δημοκρατικό ριζοσπαστισμό» που αποβλέπει «εις την εκρίζωσιν πάσης τυραννίας και εις την πολιτικήν και κοινωνικήν ανάπλασιν των λαών».
Μ’ αυτή τη συλλογιστική, οι ιδέες των «παλαιών» ριζοσπαστών, και ιδίως του Ιωσήφ Μομφερράτου, του Παναγιώτη Πανά και του Ηλία Ζερβού Ιακωβάτου δεν μπορεί να πει ότι βρήκαν την ολοκλήρωσή τους με την επίτευξη του εθνικού στόχου: της Ένωσης με την Ελλάδα. Ο ριζοσπαστισμός δεν είναι απλά ένα παροδικό ιστορικό φαινόμενο που ξεκίνησε με την έκδοση των πρώτων ριζοσπαστικών εφημερίδων στην Κεφαλονιά και ανέκρουσε πρύμναν μαζί με τα αγγλικά στρατεύματα το πρωί της 21ης Μαΐου, ή με την ενσωμάτωση των επτανησίων πολιτικών στο ελληνικό πολιτικό σύστημα λίγα χρόνια μετά την Ένωση. Το αίτημα των ριζοσπαστών για κοινωνική αλλαγή είναι παρόν ακόμη και σήμερα, καθώς είναι διαχρονικές οι αρχές που υπερασπίστηκαν και διεκδίκησαν.
Ορισμένα από τα αιτήματα των ριζοσπαστών εκείνης της εποχής εκπληρώθηκαν. Οι λαοί της Ευρώπης ζουν σήμερα σε δημοκρατικές και συντεταγμένες κοινωνίες, θωρακισμένες με εγγυήσεις προστασίας των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, και σε μια προοπτική ευρωπαϊκής ενοποίησης, και σε ένα κλίμα αλματώδους τεχνολογικής προόδου. Αυτό όμως είναι μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η φλούδα του πορτοκαλιού, όπως είχε πει κάποτε η συγγραφέας Κρίστα Βολφ. Κάτω από την επιφάνεια κρύβεται μια απίστευτη βαρβαρότητα. Μια βαρβαρότητα που είναι μεταμφιεσμένη και γι΄ αυτό αποτελεσματικότερη στο να υπονομεύει την πορεία των ανθρώπινων κοινωνιών προς την πρόοδο. Αν επιχειρήσουμε να δούμε την ανθρωπότητα, τις ανθρώπινες κοινωνίες, κοιτώντας από κάτω προς τα πάνω, θα διαπιστώσουμε ότι τα τρομακτικά προβλήματα της εποχής των ριζοσπαστών είναι παρόντα. Δεν μιλούμε μόνο για τους πολέμους, την φτώχεια και τις αρρώστειες που ταλανίζει τα εξαθλιωμένα κράτη του τρίτου κόσμου. Μιλούμε και για το αδιέξοδο του δυτικού κόσμου και της Ευρώπης που βιώνουν μια σοβαρή οικονομική κρίση επειδή ανήγαγαν το χρήμα σε προϊόν από απλό μέσο συναλλαγής. Αυτή τη φορά απέναντι στους λαούς δεν βρίσκονται μονάρχες και απολυταρχικά κράτη. Δεν βρίσκεται καν το κράτος. Οι μεγάλες δυνάμεις σήμερα είναι ισχυροί οικονομικοί οργανισμοί που συγκεντρώνουν δύναμη, πλούτο, όλα τα μέσα παραγωγής και καταργούν ουσιαστικά τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Η βασική αρχή του φιλελευθερισμού “Laissez-faire, laissez passer” καταργήθηκε όχι από τους προλετάριους, αλλά από τους ίδιους τους οικονομικούς γίγαντες που, εκμεταλλευόμενοι την ελεύθερη αγορά, την καταστρατήγησαν.
Με αυτόν τον νέο κυρίαρχο, που είναι πάνω από κρατικά μορφώματα και πολιτικές εξουσίες, στις κοινωνίες του δυτικού κόσμου εμφανίζεται το ακόλουθο παράδοξο: οι ίδιοι άνθρωποι που παράγουν και οι ίδιοι καταναλώνουν τα προϊόντα των κολοσσών αυτών, χάνουν τις δουλειές τους μαζικά και αναιτιολόγητα για να διαφυλαχθούν τα κέρδη των μεγάλων οικονομικών ομίλων, τα κέρδη που οι ίδιοι με το μόχθο τους έχουν παράξει. Στις παρυφές του σύγχρονου προλεταριάτου συναντά κανείς τις νέες γενιές των 700 Ευρώ, της ανασφάλιστης και απλήρωτης εργασίας, αλλά και τους οικονομικούς μετανάστες, χωρίς ταυτότητα, χωρίς δικαιώματα, που σιγά σιγά χτίζουν ένα νέο προλεταριάτο των κουρελιών. Οι προτάσεις για δήθεν νέες ευέλικτες δήθεν μορφές εργασίας μας γυρίζουν στην πραγματικότητα πίσω στον 19ο αιώνα. Την ίδια στιγμή, το όραμα για Ένωση της Ευρώπης έχει πολύ δρόμο ακόμα, τη στιγμή που το περίφημο δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ακόμη τεράστιο. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει ακόμη πολύ περιορισμένο ρόλο σε σχέση με τα πραγματικά κέντρα λήψης αποφάσεων, τα οποία δεν έχουν άμεσα τουλάχιστον δημοκρατική νομιμοποίηση. Και σήμερα υπάρχει διαφθορά, υπάρχουν «βουβές», κυριολεκτικά ή επιλεκτικά, βουλές, αυταρχισμός, περιορισμός των ατομικών ελευθεριών, ελλιπής κοινωνική πρόνοια.
Τα κηρύγματα των ριζοσπαστών για κοινωνική αλλαγή είναι λοιπόν περισσότερο επίκαιρα από ποτέ… Και σήμερα έχουμε ανάγκη τη λαϊκή κυριαρχία, την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφότητα. Με διαφορετικό ίσως τρόπο. Λαϊκή κυριαρχία δεν γίνεται χωρίς πολίτες ενεργούς, που ενδιαφέρονται για την πολιτική, που ασκούν το εκλογικό τους καθήκον (για το οποίο οι πρόγονοί μας αγωνίστηκαν επί αιώνες), που συμμετέχουν στην πολιτική, είτε στα πολιτικά κόμματα ή στις επαγγελματικές ενώσεις τους ή στις μη κυβερνητικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Που εκπληρώνουν τους επαγγελματικούς και κοινωνικούς τους ρόλους με γνώμονα όχι το ατομικό τους συμφέρον, αλλά το συμφέρον του συνόλου. Που συμμετέχουν, που ενδιαφέρονται, που παρεμβαίνουν. Που, όταν χρειαστεί, αντιστέκονται και συμμετέχουν στα κοινωνικά κινήματα.
Η εκπλήρωση του οράματος των ριζοσπαστών για μια ευημερούσα κοινωνία προϋποθέτει μια διαδικασία διαρκή, στην οποία όλοι πρέπει να συμμετέχουν. Η ελευθερία, τα ατομικά μας δικαιώματα δηλαδή, δεν κινδυνεύουν μόνο από το κράτος και εξ αιτίας των σχέσεών μας με αυτό. Απειλούνται τόσο μέσα στην καθημερινότητα από άλλες, μη κρατικές οντότητες, όσο και σε διεθνές επίπεδο. Ένα μεγάλο στοίχημα των σύγχρονων κινημάτων είναι και η διασφάλιση της έμπρακτης προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, απ’ όπου κι αν προέρχονται οι περιορισμοί τους, αυτό που στα νομικά ονομάζουμε άμεση τριτενέργεια.
Οι αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου μπορεί να είναι θεσμοθετημένες, ωστόσο χρειάζονται διαρκή υπεράσπιση, περιφρούρηση, και έμπρακτη εφαρμογή, και συνδέονται όχι μόνο με τη διαφάνεια και την αξιοκρατία στη δημόσια διοίκηση, αλλά και με την ενεργητική παροχή ίσων ευκαιριών σε όλους, ανεξαρτήτως φύλου, καταγωγής, θρησκευτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων.
Αντικείμενο δυναμικής διεκδίκησης των πολιτών πρέπει να είναι και το κοινωνικό κράτος, που χρησιμοποιεί τους εθνικούς πόρους για να προστατεύει τα αγαθά του περιβάλλοντος, της οικογένειας, της επιστήμης και της έρευνας, που οφείλει να παρέχει δωρεάν παιδεία, υγεία, συγκοινωνίες και επικοινωνίες, ασφάλεια και κοινωνική πρόνοια στους πολίτες του.
Ως πολίτες της Ευρώπης, οφείλουμε να διεκδικήσουμε περισσότερη δημοκρατία και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που πρέπει να γίνει περισσότερο μια ένωση λαών με σκοπό την ευημερία των κοινωνιών τους και λιγότερο μια ένωση τεχνοκρατών με σκοπό την ευημερία των μακροοικονομικών μεγεθών.
Αλλά αντικείμενο διεκδίκησης πρέπει να είναι και η διεθνής αλληλεγγύη των λαών για την ανάληψη πρωτοβουλιών για την παγκόσμια ειρήνη, την καταπολέμηση της φτώχειας, της δουλείας και των ασθενειών σε παγκόσμια κλίμακα. Κάπως έτσι θα έβλεπαν σήμερα οι ριζοσπάστες την «αδελφότητα» των λαών.
Οι ριζοσπάστες, σ’ ένα σκοτεινό διεθνές περιβάλλον, δεν ασχολήθηκαν κοντόφθαλμα μόνο με την κατάσταση των Ιονίων Νήσων. Αγωνίστηκαν για μια καλύτερη και βασισμένη σε γερά θεσμικά θεμέλια διεθνή κοινωνία. Αυτή είναι, πιστεύω, και η διαχρονική διάσταση του ριζοσπαστικού κινήματος: Η πίστη ότι, όπως έλεγε το σύνθημα των διαδηλωτών της Γένοβας πριν από μερικά χρόνια, ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός. Είναι εφικτός, αρκεί να τον διεκδικήσουμε.
Θα κλείσουμε με τα λόγια ενός αντιπάλου του Ριζοσπαστισμού, του» Νικολάου Κονεμένου, που έγραφε στον Ανδρέα Λασκαράτο, για το νόημα της λέξης Ριζοσπάστης:
«[…] και παρμένη η λέξις εις το καθαυτό νόημά της, κάνει ώστε και ‘γω να ‘μαι ριζοσπάστης, και συ ριζοσπάστης, και εν γένει κάθε άνθρωπος ο οποίος επιθυμεί την παντοτινή και απεριόριστη πρόοδο και ανάπτυξη της κοινωνίας{…]»
Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Κουρκουμελάτων, Κυριακή 24-5-2009 στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την Ένωση των Επτανήσων
Πηγή : eliaswords.blogspot.com - http://syllogoseptanision.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου