Ο τίτλος είναι σκοπίμως παραπλανητικός, με κύριο στόχο την αποκάλυψη μιας πολυσημίας. Το θείο δράμα παραπέμπει στον Θεάνθρωπο, άρα στην Αλήθεια. Το δράμα αναφέρεται στο θέατρο, άρα στο ιερό ψεύδος της τέχνης και την ψευδαίσθηση. Παραπέμπει επίσης στον δραματικό λόγο, που έχει τη μυστική δύναμη να κάνει ορατό το αόρατο, ενώ μας εισάγει στο χώρο του Λόγου. Και ο λόγος; Στον κατεξοχήν λόγο, δηλαδή στην ποίηση. Παίρνοντας τη σκυτάλη, η ποίηση διασχίζει μοναχικά, ακανθώδη μονοπάτια, για να συναντήσει τον Ποιητή ορατών τε πάτων και αοράτων και να επανέλθει στο θείο δράμα.
Όσο βέβηλη και αν ακούγεται στις μέρες μας, η ανθρώπινη γλώσσα δεν παύει να είναι βαθιά ριζωμένη στο Ιερό. Το ιερό, λέξη με πολλαπλές συνδηλώσεις. Αντίθετα από το θρησκευτικό, που περιορίζεται συχνά στον πολιτισμό ενός λαού και σε μια (επιφανειακή) δράση, συγκεκριμένη σε κάθε κοινωνία, το ιερό είναι μια δύναμη, συνάμα ουράνια και εσωτερική, που αναδύει φως, γι᾽ αυτό και συχνά οδηγεί σε προσπάθεια άμεσης επικοινωνίας με το θείο. Εντούτοις, κάποια μεταβατική στιγμή, που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε επακριβώς μέσα στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης και που αλλάζει σύμφωνα με τον ποιητή ή το φιλόσοφο που την πραγματεύεται, διαγράψαμε το Ιερό από τη ζωή μας, «χωρίς περίσκεψην, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ», όπως σβήνουμε ένα κείμενο στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Και όπως στον υπολογιστή το κείμενο δεν χάνεται πραγματικά, το Ιερό δεν εξαφανίστηκε. Δεν κρύφτηκε βέβαια σε κάποιο κάδο ανακύκλωσης, άφησε ωστόσο στην οθόνη μας τα Επιφάνιά του: τον θείο και τον ανθρώπινο (ποιητικό, θεατρικό, αφηγηματικό) λόγο. Όταν ο άνθρωπος αντιληφθεί ότι έχει εξορίσει το Ιερό, δεν του μένει παρά να ανοίξει τον πνεύμα του στην Ποίηση, να καλέσει τον ποιητή που κρύβει μέσα του, να του ζητήσει να οριοθετήσει και να αναγγείλει μια νέα μετάβαση. Ποίηση, δημιουργική θέαση της ζωής, είναι η κάθε στιγμή του γίγνεσθαι, ακριβώς επειδή η στιγμή είναι σύντομη, περνά, χάνεται μόλις αντικρύσει τον ήλιο, όπως η Ευρυδίκη, αντιμέτωπη με το βλέμμα του Ορφέα, του κατεξοχήν ποιητή, που την κάλεσε από τον Άδη.
Ο Λόγος, η Ποίηση έχουν πρώτη ύλη τις λέξεις, δημιούργημα νομοθέτη σταλμένου ειδικά από μια θεία δύναμη, σύμφωνα με τον Κρατύλο στον ομώνυμο διάλογο του Πλάτωνος. Πρώτη ύλη, όχι όμως μοναδική. Αντίθετα από τα αποφθέγματα και τους αφορισμούς που αναφέρονται, χωρίς κανένα προβληματισμό, στη μετάφραση ως αδυνατότητα, η ποίηση, όπως ο λόγος γενικά, μπορεί να μεταφραστεί, γιατί δεν θα απασχολήσουν τον ποιητή-μεταφραστή (εξάλλου, μόνο ένας ποιητής μπορεί να μεταφράσει ποίηση) τα κοινά γλωσσικά σημεία, αλλά εκείνα που γεννούν κοσμοθεωρίες και μύθους. θα ασχοληθεί με το λόγο και τη δημιουργικότητα που υπονοεί ο όρος ποίηση.
Ποίηση δεν είναι επομένως μόνο οι στίχοι που γράφουμε, αλλά κάθε μας πράξη, κάθε μας βλέμμα. Ποίηση είναι το δέος που μας επιβάλλει η μαγεία του λόγου. Από αυτό το δέος γεννιέται η μυητική ιεροτελεστία που θα οδηγήσει σε νέες πηγές λόγου, όπως είναι το θέατρο. Εξάλλου, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η τραγωδία προέρχεται από το διθύραμβο, που ήταν αρχικά λυρικός ύμνος αφιερωμένος στον Διόνυσο. Αυτή η γένεση θα μπορούσε να εξηγήσει τη θεατρικότητα της Θείας Λειτουργίας, όπως και την αστείρευτη τελετουργική ισχύ του θεάτρου.
Ένοικοι στο ναό του λόγου, ταξιδεύουμε μέσα στις φωτοσκιάσεις της σημασίας. Στον Μεσαίωνα οι Ευρωπαίοι μελετούσαν τις Γραφές με διαφορετικούς τρόπους διαδοχικά. Αφού πρώτα εξέταζαν το γράμμα των Κειμένων, αναζητούσαν το πνεύμα, με την διερεύνηση των συμβόλων και των αλληγοριών που έκρυβαν μέσα τους, για να φθάσουν σε ηθικά διδάγματα, που ξεπερνούσαν την ανθρώπινη λογική, και τέλος σε αναγωγικές διαστάσεις, για να ανακαλύψουν μια ουράνια εικόνα που να επεξηγεί το πνευματικό νόημα. Εννοείται ότι μια τέτοια ερμηνευτική διαδικασία οδήγησε αναπόφευκτα στην ελεύθερη σκέψη της Αναγέννησης.
Η εμπειρία γέννησε την τέχνη, γράφει ο Αριστοτέλης. Σήμερα όμως ο ποιητής, ενώ αναδημιουργεί, αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να εντάξει τον εξωτερικό κόσμο στο ποιητικό όραμα. Η ποίηση εμφανίζεται ως μια περιπέτεια της γραφής και η αδυναμία του λόγου εκφράζεται μόνο διά μέσου το ίδιου του λόγου και όχι της σιωπής. Γεννιέται με αυτόν τον τρόπο μια ποιητική της αγονίας, της στειρότητας. Ο τόπος της ποίησης περιορίζεται σε ατοπία, ενώ η ποίηση παλεύει να ανακτήσεις τη μυθική της σκέψη και να επανατοποθετήσει τα φωνήματά της στο μυθικό τους βάθρο.
Στόχος μας λοιπόν ας είναι να φέρουμε τους συνανθρώπους μας στον ποιητικό λόγο, λόγο κατεξοχήν της Θείας Λειτουργίας. Να διαβάζουμε, να γράφουμε ποίηση. Να μεταφράζουμε ποίηση. Η ποίηση ας ταξιδεύει από χώρα σε χώρα, από γλώσσα σε γλώσσα. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να κατανοήσουμε ότι δεν είμαστε πια μόνοι και ότι οφείλουμε να διασώσουμε την εθνική μας ταυτότητα σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο: η ταυτότητά μας δεν κινδυνεύει, όταν είναι σαφώς διαμορφωμένη, αλλά όταν παραμένει απροσδιόριστη. Να ανατρέψουμε, ποιητική αδεία, τις αρνητικές έννοιες των λέξεων. Γιατί να αναφέρεται η λέξη παγκοσμιοποίηση στην αγορά, στον ρωμαϊκό φόρο (forum) των πολυεθνικών εταιρειών; Γιατί να μην είναι αγορά με την αρχαία ελληνική έννοια, συνάθροιση του λαού (και όχι των αρχόντων), και να μετατρέψει την ποίηση, την οποία εμπεριέχει η ελληνική λέξη, σε παγκόσμια γλώσσα; Όταν ο Έλληνας ποιητής είναι πολίτης της Ελλάδος, της Ευρώπης, του Κόσμου, με αυτή τη σειρά, η παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην ποίηση. Η εθνική γλώσσα του ποιητή ανάγεται σε «κοινό τόπο», σε πατρίδα όλων των ποιητών. Ας μη χάνουμε καιρό. Το Ιερό έχει αντικατασταθεί όχι μόνο από το Βέβηλο, αλλά και από το Ολέθριο.
Η ζωή του ποιητή είναι ένα οδοιπορικό προς τη σιωπή, η φωνή του είναι κραυγή που ακούγεται μόνο στην έρημο. Μέσα από την ποίηση ο αναγνώστης μεταφέρεται στην έρημο του Ευαγγελιστή Ματθαίου, στην αβροχία του προφήτη Ιερεμία, στην ατοπία της σύγχρονης φιλοσοφίας, στον μαγικό τόπο της πολλαπλής σήμανσης. Ο ποιητής απευθύνεται στον πρώτο Ποιητή και προσεύχεται: την ποίησιν ημών την επιούσιον, δος ημίν σήμερον.
Πηγή: Ζωή Σαμαρά, «Το θείο δράμα», Φιόρα Τιμῆς, Ζάκυνθος 2009, σσ. 851-853.http://www.pemptousia.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου