Ο γέρων Θωμάς εγεννήθη εις το Σκουτάρι Λακωνίας.
Ο Απόστολος Πιερουτσάκος (το κατά κόσμον όνομά του) ήτο, κατά τα νεανικά του έτη, ένας σοβαρός νέος, ο οποίος ηγάπα με πάθος την μελέτην. Εις το σχολαρχείον όπου εφοίτα, ηρίστευε πάντοτε, προσελκύων τοιουτοτρόπως την αγάπην των διδασκάλων του.
Ας αναφέρωμεν ένα γεγονός, το οποίον εσημάδευσε την μαθητικήν του ζωήν. Κάποιαν ημέραν, πηγαίνοντας εις το σχολείον του, παρετήρησε μίαν αναταραχήν μέσα εις το λιμανάκι. Χωρίς να χάση καιρόν, αφήνει τα βιβλία του και πέφτει εις την ψυχράν θάλασσαν. Μετ’ ολίγον ανέσυρεν ένα μικρό παιδί, το οποίον είχε πέσει ξαφνικά εξ απροσεξίας του. Ενθυμούμενος τούτο το γεγονός, εδάκρυζε και έλεγε: “ελπίζω και εμέ να με λυπηθή κάποτε ο Κύριος”.
Όταν ετελείωσε το σχολαρχείον (το απολυτήριόν του υπάρχει ακόμη), ανέβη εις τας Αθήνας δι’ εργασίαν. Τα χρήματα του τα εξόδευεν εις το να παίρνη μυθιστορήματα και διηγήματα. Μίαν ημέραν συνέβη ένα ευτυχές γεγονός εις τον μικρόν Απόστολον. Ο βιβλιοπώλης, μη έχων μυθιστόρημα να του δώση, του ειπεν ότι έχει ένα άλλο καλό βιβλίο, το οποίον άφησεν αντί πληρωμής κάποιος διάκονος. Χωρίς να ελέγξη καθόλου το βιβλίον, ο Απόστολος το ηγόρασε. Ηγόρασεν όμως με αυτό τον οδηγόν της σωτηρίας της ψυχής του.
Την άλλην ημέραν ηδυνήθη με την βοήθειαν του Θεού να πάρη την άδειαν από τον δήμαρχον της πόλεως, διότι τότε το Άγιον Όρος ήτο τουρκοκρατούμενον. Έφυγεν από τον Πειραιά διά την Σμύρνην της Μ. Ασίας, και από εκεί διά την Δάφνην του Αγίου Όρους. Επόθει να πορευθή προς τα μέρη της Μεγίστης Λαύρας, τα ακουστά διά την αρετήν των ασκουμένων εκεί πατέρων. Αφού ήκουσε διά την καλή φήμην ενός ενάρετου γέροντος, του Π. Κυπριανού από την Μικράν Αγίαν ΄Ανναν, επήγεν ως διψασμένη έλαφος, διά να αναπαύση εκεί την φλογισμένην από θείον έρωτα καρδίαν του.
Η καλύβη “Απόστολος Θωμάς” του γέροντος Κυπριανού, απέναντι από τα οσιακά σπήλαια των Αγίων Διονυσίου και Μητροφάνους των Στουδιτών, και του σοφού διδασκάλου Αγαπίου του Λάνδου, ήτο αυτό ακριβώς που επιθυμούσε η αγία του ψυχή. Εδέχθη αμέσως να καταφύγη εις την προστασίαν του οσιωτάτου εκείνου γέροντος. ΄Ηθλησε νομίμως εις το στάδιον της υπακοής και των δοκιμασιών, εις τας οποίας τον υπέβαλεν ο εμπειρότατος γέροντας του. Απόδειξις της νομίμου αθλήσεως του είναι το εξής γεγονός, το οποίον ενεπιστεύθη εις την αγάπην των υποτακτικών του. Επιστρέφων κάποτε από το δάσος, όπου επήγε διά την υπακοήν να μαζέψη φύλλα, διά να ρίπτη εις τον κήπον αντί λιπάσματος, εκάθισε επ’ ολίγον να ξεκουρασθή. Θαυμάσιον όραμα όμως εθεώρησε. Καθώς ύψωσε τους οφθαλμούς του ολίγον είδεν την Υπεραγίαν θεοτόκον, καθώς είναι ιστορημένη εις το τέμπλον του ναου της καλύβης μας, αλλά την είδεν εις μεγάλο μέγεθος: Επί 15 λεπτά τον ενητένιζε με ιλαρόν βλέμμα. Όταν επλήσθη η καρδία του παρηγορίας, ανεσηκώθη ολίγον διά να πλησίαση, όμως η Παναγία μας εξηφανίσθη από εμπρός του, αφήσασα εις την αγαθήν του ψυχή, την χαράν των άγιων μας. Έκτοτε, ατενίζων την εικόνα της Παναγίας εις το τέμπλον, επληρούτο θείας χαράς και σεβασμού, το πρόσωπον του υφίστατο αλλοίωσιν και δάκρυα κατανύξεως έρρεον εκ των οφθαλμών του.
Πολλάκις συνήθιζε να λέγη: “΄Αγαπώ πολύ, μα πάρα πολύ, τον Χριστόν και την Μητέρα του, δι’ αυτό δέχομαι και να με σφάξουν διά την αγάπην των”.
Διά τον λόγον αυτόν και συνέγραψε δύο βιβλία αγωνιζόμενος διά την Ορθοδοξίαν, με κείμενον αυστηρώς ανθενωτικόν. Διά τον ίδιον λόγον πάλιν, τρεις φοράς εκτύπησε με την οσιακήν του χείραν ανθρώπους, οι οποίοι εβλασφήμησαν το όνομα του Χριστού και της Παναγίας Μητρός του αυθαδώς και αγνωμόνως.
Διά τάς πνευματικάς του εμπειρίας, τας καρδιακάς του αναβάσεις, τα παραδείγματα της υπομονής του, διά την εν γένει οσιακήν του ζωήν επί 60 έτη εις το Όρος των ακτίστων ενεργειών του Θεού, θα εχρειάζοντο τόμοι ολόκληροι να περιγράφουν. Τούτο όμως θα το αφήσωμε διά το μέλλον, όταν θα συλλέξωμε και άλλα στοιχεία από διαφόρους ανθρώπους.
Ας δροσίσωμεν όμως τας καρδίας μας, αγαπητοί αδελφοί, με την οσίαν σκηνήν της κοιμήσεως του αγαπητού και προσφιλούς τοις πάσι γέροντος π. Θωμά.
Το τελευταίον εξάμηνον του ογδοηκοστού πέμπτου έτους της ηλικίας του, παρέμεινε πλέον κλινήρης. Οι υποτακτικοί του ευρίσκοντο διαρκώς νύκτα και ημέραν πλησίον του, παρέχοντες εις αυτόν με αγαθήν διάθεσιν πάσαν ανθρωπίνην βοήθειαν.
Ω, εκείναι αι τελευταίαι του ευχαί προς αυτούς! Αντικατοπτρίζουν όλον τον παράδεισον της ευγνώμονος ψυχής του! Ήλθεν όμως και η ημέρα, κατά την οποίαν συνεχώς οι οφθαλμοί του ήσαν υγροί. Ήτο δε και εορτή, 24η Φεβρουαρίου, εορτή του αρχηγού των μοναχών, του Τιμίου Προδρόμου. Όλην την νύκτα έμεινεν άγρυπνος, εις κάθε δε προτροπήν η να φάγη κάτι η να κοιμηθή ολίγον, απαντούσε με ηρεμίαν: “εγώ σήμερα πεθαίνω!”. Και όντως ήτο εκ Θεού η πρόγνωσίς του. Περί την 4ην πρωϊνήν, βυζαντινήν ώραν, ημέραν τετάρτην, ενώ ενητένιζε τους υποτακτικούς του με ιλαρότητα, έκλεισε τους οφθαλμούς του και το στόμα του, κλίνας ολίγον την κεφαλήν. Παρετηρήσαμεν συγκεκινημένοι τους τελευταίους σφυγμούς του σεπτού σώματος του. Η έξοδος της ψυχής του έδειξε το μεγαλείον της ενάρετου ζωής του. Εις την εξοδιαστικήν ακολουθίαν του συνέτρεξε πλήθος μοναχών εκ των ιερών μονών και των ιερών σκητών. Επίσης παρέστη τιμητικώς και ο Σεβ. Μητροπολίτης Ιερισσού κ.κ. Παύλος.
Ηυχήθημεν την ώραν εκείνην δακρυρροούντες, και ευχόμεθα και τώρα ο Κύριος να μας κατάταξη μαζί του εις την ουράνιον βασιλείαν του.
Πηγή: Αδελφότης Θωμάδων, Άγιον Όρος-pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου