Μιαν ημέρα η Χαρικλού ήταν έσσω κι είπε να κάμει λίγα πουρέκια. Ήρθαν και οι κόρες της αδελφής της της Λευκούς, η Ευπραξία η Μαριά… Κουλούρεψε ζυμάρι και τό ΄κοψε κομματούδια.
Έ! λαλεί τους, ένι του Ιησού Χριστού τούτο το πουρέκι. Τούτο ένι της Παναΐας και τούτο ένι του παππού σας του Διάκου. Και τούτο ένι δικό μου και τούτο ένι δικό σου…
Τα διαμοίρασε όλα και τα εβάλασιν στο πανέρι παράμερα. Ανάψασιν τη φωτιά να τα ψήσουσιν.
Μόλις η Χαρικλού έβαλεν τα πρώτα πουρέκια στο τηγάνι, ανέφαναν από το διπλανό χωριό ο Αργύρης ο αόμματος με τη γυναίκα του. Ανεφάνησαν κρατώντας ο τυφλός τη γυναίκα του από την κόξα και διακονούσαν.
Χριστός και Παναΐα μου! λαλεί η Χαρακλού, τούτοι ένι ο Χριστός κι η Παναΐα! Έβγαλε από το τηγάνι τα πρώτα και τους τα έδωκε. Τους έδωκε ψωμί και άλλα πράματα. Της έβαλαν κάμποσες ευχές και πήγαν εις το καλόν.
Δεν άργησε ο θεός, λαλεί η Χαρικλού, στις κορούες. Τους έπεμψε καταύτις για να δούμε αν κιάρω να τους δώκω πουρέκια, ψωμί, τίποτες, όπως έταξα.
Πηγή: trelogiannis.blogspot.gr-vatopaidifriend
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου