τοῦ Διονυσίου ᾿Ανατολικιώτου
δρος φιλοσοφικῆς σχολῆς ᾿Αθηνῶν,
πτυχιούχου κοινωνικῆς θεολογίας
Τὰ τελευταῖα χρόνια γίνεται πολὺς λόγος γύρω ἀπὸ τὰ ἱστορικὰ καὶ χρονολογικὰ στοιχεῖα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου· πότε ἀκριβῶς γεννήθηκε, ποιό ἔτος, ποιό μῆνα, ποιά ἐποχή. αὐτὲς οἱ συζητήσεις ὅμως δὲν γίνονται πάντοτε καλοπροαίρετα, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς ἔχουν σκοπὸ νὰ ἀμφισβητήσουν τὴν ἱστορικότητα τοῦ γεγονότος τῆς γεννήσεως, κατ᾿ ἐπέκτασιν δὲ νὰ πλήξουν τὴν πεποίθησι στὴν πραγματικὴ ὕπαρξι τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ καὶ ἐν τέλει νὰ κλονίσουν τὴν ἐμπιστοσύνη μας καὶ τὴν πίστι μας στὸ θεανδρικὸ πρόσωπό του. ἐδῶ λοιπὸν θὰ προσεγγίσουμε τὴν γέννησι τοῦ Χριστοῦ κυρίως ἀπὸ πλευρᾶς ἱστορικῆς καὶ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ μία λεπτομέρεια· μὲ τὴν ἡμερομηνία τῆς γεννήσεως.
῾Ιστορικὰ καὶ ἀστρονομικὰ στοιχεῖα
῞Οτι ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστὸς δὲν γεννήθηκε στὶς 25 Δεκεμβρίου εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὴν ἀρχαία χριστιανικὴ ἐποχή. ἄλλωστε στοὺς πρώτους αἰῶνες ἡ ἐκκλησία οὔτε κἂν ἑώρταζε τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου. γύρω στὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος καθιερώθηκε ἡ δεσποτικὴ ἑορτὴ τῆς ᾿Επιφανείας ἢ Θεοφανείας καὶ ὡρίστηκε στὶς 5 ἰανουρίου, ἀργότερα δὲ στὶς 5 καὶ 6 ἰανουαρίου (Β. Στεφανίδη, «᾿Εκκλ. ἱστορία», ᾿Αθῆναι 1959, σ. 116, 313-314. ᾿Αρχίππου Βελουχιώτη, «Χριστιανικὲς ἑορτές», Συμβολὴ 14, σ. 15). γιὰ τὸ ἀρχικὸ περιεχόμενο τῆς ἑορτῆς αὐτῆς ὁ ἱστορικὸς Β. Στεφανίδης γράφει· «ὅσον δὲ ἀφορᾷ τὸ ζήτημα ποῖον γεγονὸς τοῦ βίου τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ἑωρτάζετο, ὑπῆρχεν ἀμφιταλάντευσις μεταξὺ τῆς βαπτίσεως καὶ τῆς γεννήσεως αὐτοῦ». στὶς 5 καὶ 6 ἰανουαρίου γιορτάζονταν μαζὶ ἡ γέννησι καὶ ἡ βάπτισι τοῦ Κυρίου, ἡ ἔμφασι ὅμως δινόταν στὴν γέννησι, διότι θεοφάνεια ἢ ἐπιφάνειαἐκαλεῖτο ἡ γέννησι, ἡ κατὰ σάρκα φανέρωσι τοῦ Κυρίου στὸν κόσμο. γενικῶς ἐπειδὴ ἡ ἑορτὴ αὐτὴ θεωρήθηκε ὡς ἡμέρα «τῆς ἐπιφανείας τῆς μεσσιανικότητος ἢ θεότητος τοῦ Χριστοῦ» (Β. Στεφανίδης), ἔλαβε πολλαπλὸ θεολογικὸ περιεχόμενο, καὶ ἡ ἴδια ἡμέρα κατὰ τόπους ἐθεωρεῖτο συσσωρευτικὰ ὡς μνήμη πολλῶν γεγονότων τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ἤ τοι τῆς γεννήσεως, τῆς προσκυνήσεως τῶν ποιμένων καὶ τῶν μάγων, τῆς περιτομῆς, τῆς βαπτίσεως, ἀκόμη καὶ τοῦ πρώτου θαυμαστοῦ σημείου στὸν γάμο τῆς Κανά (᾿Ιω. Φουντούλη, «Λειτουργική», σ. 124).
Τὰ ἀρχαῖα ἡμερολόγια ἦσαν ἀτελῆ, σὰν ἕνα ῥολόι ποὺ χάνει ἢ κερδίζει 1 λεπτὸ κάθε μέρα, καὶ ἄρα ἡ πρωτοχρονιὰ καὶ κάθε πρωτομηνιὰ πήγαιναν μπρὸς-πίσω ἀνάλογα μὲ τὸ μέγεθος τῆς ἡμερολογιακῆς ἀνακριβείας καὶ ἀνάλογα μὲ τὸ πόσο συχνὰ γίνονταν διορθώσεις τοῦ ἔτους καὶ βελτιώσεις τοῦ ἡμερολογίου. γιὰ παράδειγμα, οἱ ἀρχαῖοι λαοὶ εἶχαν ὡς πρωτοχρονιὰ τὴν 1η μαρτίου, ποὺ τὴν τοποθέτησαν ἀρχικῶς στὴν ἡμέρα τοῦ ἰσημερίας (ἀρχὴ τῆς ἀνοίξεως), ἐπειδὴ τότε εἶναι τὸ «πρωὶ» τῆς χρονιᾶς, τότε ἄρχιζαν οἱ ἀγροτικὲς ἐργασίες, ὁ πλοῦς τῶν ναυτικῶν καὶ οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις. ὅμως μὲ τὴν πάροδο τῶν ἐτῶν ἡ ἰσημερία ἔφυγε ἀπὸ τὴν 1η μαρτίου καὶ πῆγε στὶς 21 τοῦ μηνός· αὐτὸ ὀφείλεται στὰ ἀτελῆ ἡμερολόγια τῆς ἀρχαιότητος.
Γιὰ ἕνα διάστημα οἱ ἀρχαῖοι ῾Ρωμαῖοι ἔκαμαν πρῶτο μῆνα τοῦ ἔτους τὸν σεπτέμβριο, διότι τότε τὴν 1η σεπτεμβρίου ἦταν ἡ φθινοπωρινὴ ἰσημερία (σημερινὴ 23η τοῦ μηνός), καὶ ἀπὸ τότε ἀρχίζει ὁ νέος κύκλος τῶν ἀγροτικῶν ἐργασιῶν, ποὺ ξεκινοῦν μὲ τὰ ὀργώματα γιὰ τὴν ἑτοιμασία τῶν προσεχῶν καλλιεργειῶν. ὅταν ἀργότερα, σὲ ὄψιμα χρόνια, οἱ ῾Ρωμαῖοι ἔκαμαν πρωτοχρονιά τους τὴν 1η ἰανουαρίου, αὐτὴ ἀντιστοιχοῦσε στὴν σημερινὴ 22α δεκεμβρίου, μέγιστη νύχτα τῆς χρονιᾶς καὶ πρώτη μέρα ποὺ αὐξάνει τὸν χρόνο της καὶ τὴν ἡλιοφάνεια, ἐνῷ ἡ 1η σεπτεμβρίου ἔμεινε σὰν οἰκονομικὴ καὶ φορολογικὴ πρωτοχρονιά, ἐπειδὴ τότε τελείωναν ὅλες οἱ συγκομιδές, καὶ οἱ πολῖτες μποροῦσαν νὰ πληρώσουν τοὺς φόρους των· σὲ εἶδος βέβαια, δηλαδὴ σὲ ἀγροτικὰ προϊόντα, διότι νόμισμα δὲν ὑπῆρχε ἀκόμα (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, «Λάθος ὁ ἑορτασμὸς τῆς χιλιετηρίδος ἕναν χρόνο νωρίτερα», ἄρθρο τῆς 21ης ἰουλίου 2000).
Μὲ τὴν ἡμερολογιακὴ μεταρρύθμισι τοῦ ᾿Αλεξανδρειανοῦ ῞Ελληνος ἀστρονόμου Σωσιγένους ἐπὶ ᾿Ιουλίου Καίσαρος τὸ 46 πρὸ Χριστοῦ οἱ ἡμέρες τοῦ ἔτους –καὶ ἡ 1η σεπτεμβρίου– πῆραν τὴν σημερινή τους θέσι. στὰ χρόνια τοῦ Καίσαρος καὶ τοῦ Χριστοῦ ἡ 1η σεπτεμβρίου ἦταν ἡ οἰκονομικὴ-φορολογικὴ πρωτοχρονιά, ἐνῷ ἡ ἡμερολογιακὴ ἦταν ἡ 1η ἰανουαρίου. τὸ ῥωμαϊκὸ κράτος κάθε 1η σεπτεμβρίου δεχόταν τὶς φορολογικὲς δηλώσεις καὶ τοὺς φόρους καὶ κάθε 15 χρόνια ἔκανε ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ, ποὺ γιὰ τοὺς ῾Ρωμαίους ἦταν οἰκονομικὴ-φορολογικὴ καὶ ὄχι στατιστική, ὅπως εἶναι σήμερα, οὔτε στρατολογική, ὅπως ἦταν στὸν βιβλικὸ ᾿Ισραήλ. ἡ 1η σεπτεμβρίου τοῦ πρώτου ἔτους τῆς κάθε δεκαπενταετίας λεγόταν edictum, ἔδικτον, ἤδικτον, ἴδικτον, ἴνδικτος, ἐπειδὴ κατὰ τὴν ἡμέρα ἐκείνη ἐτοιχοκολλεῖτο σὲ ὅλη τὴν αὐτοκρατορία τὸ δόγμα (= edictum, διάταγμα) τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ διέτασσε τὴν ἀπογραφή, ἡ ὁποία ἄρχιζε ἀμέσως (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω).
Οἱ πληροφορίες τῆς Βίβλου
῾Ο εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν ἱστορῇ τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου, μᾶς λέει (Λκ 2: 1)·«…ἐξῆλθε δόγμα παρὰ Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πᾶσαν τὴν οἰκουμένην. αὕτη ἡ ἀπογραφὴ πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου». τὸ δόγμα = διάταγμα τοῦ Καίσαρος Αὐγούστου ἐτοιχοκολλήθη, σύμφωνα μὲ τὰ προηγούμενα, τὴν 1η Σεπτεμβρίου ἐκείνου τοῦ ἔτους, κι ἀμέσως οἱ ὑπόδουλοι, μεταξὺ τῶν ὁποίων κι ὁ ᾿Ιωσὴφ μὲ τὴν ἔγκυο παρθένο Μαρία, ἔσπευσαν νὰ ἀπογραφοῦν ὁ καθένας στὸν τόπο καταγωγῆς του (Βηθλεὲμ) καὶ ὄχι στὸν τόπο διαμονῆς του (Ναζαρέτ)· ὅπως καὶ σήμερα οἱ ἑτεροδημότες γιὰ τὶς ἐκλογὲς τῆς τοπικῆς αὐτοδιοικήσεως πρέπει νὰ πᾶνε νὰ ψηφίσουν στὸ χωριό τους. παρ᾿ ὅλο ποὺ ἔσπευσαν τὸ ταχύτερο δὲν πρόλαβαν μιὰ ἀνθρώπινη θέσι διανυκτερεύσεως μέσα σὲ σπίτι ἢ πανδοχεῖο, ἀλλ᾿ ἀναγκάστηκαν νὰ διανυκτερεύσουν ὅπως ὅπως σ᾿ ἕναν στάβλο, ὅπου τὴν πρώτη βραδιὰ γεννήθηκε ὁ Χριστός. μία πορεία ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ μέχρι τὴν Βηθλεὲμ μὲ τὰ μέσα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης διαρκοῦσε 4 ἢ 5 ἡμέρες. συνεπῶς ὁ Χριστὸς γεννήθηκε τὴν νύχτα τῆς 4ης πρὸς 5η Σεπτεμβρίου, ποὺ τότε σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα της ἐθεωρεῖτο 5η Σεπτεμβρίου, διότι γιὰ τοὺς ἀρχαίους τὸ νέο 24ωρο ἄρχιζε ἀπὸ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου καὶ ὄχι ἀπὸ τὶς 12 τὰ μεσάνυχτα, ὅπως ἀρχίζει σήμερα (Κωνσταντίνου Σιαμάκη,ἔνθ᾿ ἀνωτέρω).
Σύμφωνα μὲ τὴν διήγησι τοῦ εὐαγγελίου ἀποκλείεται παντελῶς ἡ περίπτωσι ὁ Χριστὸς νὰ γεννήθηκε χειμῶνα, διότι τὴν νύχτα ἐκείνη «ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φυλακὰς τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην αὐτῶν. καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς…» (Λκ 2: 8). ὅπως γνωρίζουν οἱ κάτοικοι τῶν ἀγροτικῶν περιοχῶν, οἱ ποιμένες ποτὲ δὲν βγάζουν τὴν νύχτα τὰ κοπάδια τους γιὰ βοσκὴ μέσα στὸ καταχείμωνο, ἀφ᾿ ἑνὸς μὲν διότι τὰ ζῷα δὲν θὰ βροῦν τίποτε νὰ φᾶνε, ἀφ᾿ ἑτέρου δὲ διότι θὰ ψοφήσουν ἀπ᾿ τὸ κρύο καὶ τὴν ὑγρασία ἢ τὴν κακοκαιρία. αὐτὸ (δηλαδὴ τὴν νυχτερινὴ βοσκὴ) τὸ κάνουν στὴν ζεστὴ περίοδο τοῦ ἔτους, κυρίως μάιο μὲ σεπτέμβριο, διότι τότε λόγῳ τῆς ζέστης καὶ τοῦ καύσωνος πάλι τὰ ζῷα διατρέχουν κίνδυνο, ἂν βοσκήσουν τὴν ἡμέρα. Κι ἂν στὴν ῾Ελλάδα γίνεται αὐτὸ τὸν σεπτέμβριο, ποὺ εἶναι ζεστὸς καὶ σχεδὸν καλοκαιρινὸς μῆνας, πολὺ πιὸ ζεστὸς εἶναι στὴν Παλαιστίνη.
῾Η λειτουργικὴ παράδοσι τῆς ἐκκλησίας
Βέβαια μπορεῖ κάποιος νὰ ἀναρωτηθῇ· καλὰ εἶναι ὅλα αὐτὰ τὰ στοιχεῖα καὶ οἱ ἑρμηνεῖες ποὺ δίνονται, ἀλλὰ εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἔχουμε καμμία σαφέστερη ἐκκλησιαστικὴ μαρτυρία (ἀνάμνησι ἢ παράδοσι) ὅτι ἡ γέννησι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ σεπτεμβρίου; καὶ ὅμως ἔχουμε! σὲ ἕνα ἀρχαιότατο ἐκκλησιαστικὸ τυπικὸ τῆς ἁγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, σὲ χειρόγραφο τοῦ 9ου αἰῶνος (πατμιακὸς κῶδιξ 266, ἔκδοσις Δημητριεύσκη Ι, Κίεβον 1895, σ. 1), στὴν 1η σεπτεμβρίου ὁρίζεται στὸ 3ο ἀντίφωνο τῆς λειτουργίας νὰ ψαλῇ τὸ ἐφύμνιον «Σῶσον ἡμᾶς, Υἱὲ Θεοῦ, ὁ ἐκ παρθένου τεχθείς, ψάλλοντάς σοι ἀλληλούια». ἀλλὰ τὸ ἐφύμνιον αὐτὸ εἶναι τῆς λειτουργίας τῶν χριστουγέννων καὶ ψάλλεται μέχρι σήμερα στὶς 25 δεκεμβρίου! γιατί νὰ ψαλῇ καὶ τὴν 1η σεπτεμβρίου στὴν ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου; εἶναι ἀσφαλῶς ἐντυπωσιακὸ ὅτι τὴν ἐποχὴ ποὺ πατριάρχης ἦταν ὁ ἅγιος Φώτιος ὁ μέγας, στὴν λειτουργία ποὺ ὁ ἴδιος χοροστατοῦσε στὴν ἁγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως τὴν 1η σεπτεμβρίου, ἀνυμνοῦσαν τὴν γέννησι τοῦ Κυρίου! ἡ πληροφορία αὐτὴ ποὺ μόλις διασώθηκε μέχρι τῶν ἡμερῶν μας στὸ χειρόγραφο τοῦ 9ου αἰῶνος εἶναι μεγάλης θεολογικῆς καὶ ἱστορικῆς σπουδαιότητος, διότι δείχνει ὅτι σὲ ἀρχαιότατους χρόνους ὑπῆρχε στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδησι ἀνάμνησι ὅτι ὁ Κύριος γεννήθηκε στὶς πρῶτες ἡμέρες τοῦ μηνὸς σεπτεμβρίου.
Μέσα ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ πρῖσμα κάποια λειτουργικὰ στοιχεῖα τῆς 1ης σεπτεμβρίου, ποὺ μέχρι σήμερα δὲν εἶχαν τύχει ἰδιαιτέρας προσοχῆς, ἀποκτοῦν ἄλλην βαρύτητα. κατ᾿ ἀρχὰς βλέπουμε ὅτι ἡ ἀκολουθία τῆς 1ης σεπτεμβρίου στὸ μηναῖο εἶναι ἑορτάσιμος ὑπὸ τύπον μικρᾶς δεσποτικῆς ἑορτῆς. αὐτὸ πλέον δὲν σημαίνει ἐπίδρασι τοῦ κοσμικοῦ ἑορτολογίου (τῆς αὐτοκρατορικῆς ἰνδίκτου-πρωτοχρονιᾶς) στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία, ἀλλὰ ὅτι ἡ ἐκκλησία ὥρισε αὐτὴν τὴν ἑορτὴ γιὰ καθαρὰ δικούς της λόγους. ἐπιπλέον ἂν προσέξουμε τὴν ὑμνογραφία τῆς 1ης σεπτεμβρίου, ὅπως ὑπάρχει στὰ ἐν χρήσει λειτουργικὰ βιβλία (μηναῖα), θὰ ἐκπλαγοῦμε ἀσφαλῶς, ὅταν διαπιστώσουμε ὅτι στὴν θεματολογία τῆς ἡμέρας περιλαμβάνεται καὶ ἡ γέννησις τοῦ Κυρίου. ἀξίζει νὰ δοῦμε λίγα ἀποσπάσματα.
᾿Απόστιχον τοῦ ἑσπερινοῦ, ἰδιόμελον 3ον, ἦχος β΄· «Θαυμαστὸς εἶ, ὁ Θεός, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου, καὶ αἱ ὁδοί σου ἀνεξιχνίαστοι· πέλεις γὰρ σοφία τοῦ Θεοῦ, καὶ ὑπόστασις τελεία καὶ δύναμις, συνάναρχός τε καὶ συναΐδιος συνεργία· δι᾿ ὃ παντοδυνάμῳ ἐξουσίᾳ κόσμῳ ἐπεδήμησας, ζητῶν ὃ ἐκάλλυνας πλάσμα, ἀνεκφράστως ἐξ ἀπειράνδρου μητρός, μὴ τραπεὶς τῇ θεότητι…»
Κανὼν τῆς ἰνδίκτου, ᾠδὴ α΄, ἦχος α΄, τροπάριον 2ον· «῎ᾼσωμεν πάντες Χριστῷ τῷ πατρικῇ εὐδοκίᾳ ἐπιφανέντι ἐκ παρθένου…» [ἐπιφανέντι ἐκ παρθένου = ἡ ἀρχαία ἑορτὴ τῆς ἐπιφανείας, ἤ τοι τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου.]
Αἶνοι τοῦ ὄρθρου, ἰδιόμελον 3ον, ἦχος β΄· «Αἱ πορεῖαί σου, ὁ Θεός, αἱ πορεῖαί σου μεγάλαι καὶ θαυμασταί· δι᾿ ὃ τῆς οἰκονομίας σου τὴν δυναστείαν μεγαλυνοῦμεν, ὅτι φῶς ἐκ φωτὸς ἐπεδήμησας εἰς ταλαίπωρον κόσμον σου, καὶ τὴν πρώτην ἀνεῖλες ἀρὰν τοῦ παλαιοῦ ᾿Αδάμ, ὡς ηὐδόκησας, Λόγε, …» [φῶς ἐκ φωτὸς ἐπεδήμησας = Θεοφάνεια.]
῾Επομένως στὴν καὶ σήμερα ψαλλόμενη ὑμνολογία τῆς 1ης σεπτεμβρίου διατηροῦνται πολλὲς ἀναφορὲς ποὺ συνδέουν τὴν ἡμέρα αὐτὴν μὲ τὴν ἀρχαία ἑορτὴ τῆς ᾿Επιφανείας ἢ Θεοφανείας, τὸ περιεχόμενο τῆς ὁποίας σαφῶς ὁρίζεται (στὶς ἴδιες ἀναφορὲς) ὅτι ἦταν ἡ γέννησι τοῦ Χριστοῦ. ἀρκεῖ νὰ συγκρίνουμε τὰ παραπάνω ἀποσπάσματα μὲ τοὺς ὕμνους τῆς 25ης δεκεμβρίου καὶ τῆς 6ης ἰανουαρίου, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι μὲ τὸ 3ο κεκραγάριον ἰδιόμελον τοῦ ἑσπερινοῦ τῶν χριστουγέννων, ἦχος β΄· «…ὁ σαρκωθεὶς ἐκ Πνεύματος ἁγίου, καὶ ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας ἐνανθρωπήσας, φῶς ἡμῖν ἔλαμψας, Χριστὲ ὁ Θεός, τῇ σῇ παρουσίᾳ· φῶς ἐκ φωτός, τοῦ Πατρὸς τὸ ἀπαύγασμα, πᾶσαν φύσιν ἐφαίδρυνας…» Καὶ μὲ ἕνα στιχηρὸ τῶν αἴνων τῆς 6ης ἰανουαρίου· «Φῶς ἐκ φωτός, ἔλαμψε τῷ κόσμῳ, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐπιφανεὶς Θεός, τοῦτον λαοὶ προσκυνήσωμεν». γίνεται λοιπὸν σαφὲς ὅτι ἡ ἀρχὴ τῆς ἰνδίκτου ἀποτελεῖ ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, διότι πρωταρχικὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάμνησι τῆς γεννήσεως τοῦ θεανθρώπου.
῞Οταν κατὰ τὰ μέσα τοῦ 4ου αἰῶνος θεσπίστηκε ἡ ἑορτὴ τῆς Θεοφανείας, πρέπει νὰ ὑπῆρχε ἀκόμη ὡς ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοσι ἡ ἀμυδρὴ ἀνάμνησι ὅτι ὁ Κύριος γεννήθηκε στὶς 5 τοῦ μηνὸς μετὰ τὴν πρωτοχρονιά· κι ἐπειδὴ στὴν ξεθωριασμένη προφορικὴ παράδοσι λησμονήθηκε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν οἰκονομικὴ-φορολογικὴ πρωτοχρονιά, τὴν «πρώτη τῆς ἰνδίκτου», καὶ ὄχι γιὰ τὴν κοσμικὴ πρωτοχρονιά, θεωρήθηκε ὅτι ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὶς 5 ᾿Ιανουαρίου, ὁπότε γι᾿ αὐτὸ τοποθέτησαν καὶ τὴν ἑορτὴ τῆς Θεοφανείας ἢ ᾿Επιφανείας σ᾿ αὐτὴν τὴν ἡμερομηνία. τὸ ὅτι στὴν ἴδια ἡμερομηνία κατὰ τὴν ἀρχαιότητα συνέπιπτε τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο καὶ ἡ εἰδωλολατρικὴ ἑορτὴ τῶν γενεθλίων τοῦ «θεοῦ» ἡλίου ἦταν κατ᾿ ἀρχὰς μία ἁπλῆ σύμπτωσι. σύντομα ἡ χριστιανικὴ ἑορτὴ ἔγινε διήμερη, 5 καὶ 6 ἰανουαρίου, καὶ τελικῶς ἡ δεύτερη ἡμέρα ἔγινε πανηγυρικώτερη καὶ ἐπεσκίασε τὴν πρώτη. ἔμεινε ὅμως μέχρι σήμερα ἡ συνήθεια νὰ τελῆται τὴν 5η ἰανουαρίου ὄρθρος καὶ λειτουργία καὶ μέγας ἁγιασμὸς πολὺ νωρὶς τὸ πρωί, καὶ λίγοι εὐλαβεῖς χριστιανοὶ νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία μὲ ἰδιαίτερη εὐλάβεια. ὑπάρχει ἐπίσης στὴν λαϊκὴ παράδοσι ὁ θρῦλος ὅτι τὴν νύχτα ἐκείνη τὴν πρὸς 5 ἰανουαρίου κατὰ τὰ μεσάνυχτα «ἀνοίγουν τὰ οὐράνια», καὶ φαίνεται ὁ Θεός· στοὺς πολὺ πιστοὺς μόνο. αὐτὸ εἶναι ὁ ἀσθενὴς ἀπόηχος ὅτι τὴν νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός, κι ἔγινε ὁρατὸς στοὺς ἀνθρώπους, μὲ πρώτους τοὺς πολὺ πιστοὺς καὶ ταπεινοὺς βοσκοὺς τῆς Βηθλεέμ (Κωνσταντίνου Σιαμάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτέρω). ἑπομένως ἡ κατὰ τὴν 5η ἰανουαρίου ἑορταζομένη ἀρχικῶς Χριστοῦ γέννα δείχνει μὲ κάποιο λάθος τὴν 5η σεπτεμβρίου ποὺ φαίνεται στὰ εὐαγγέλια ὡς ἡμέρα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ.
Γιατί ὅμως τελικὰ γιορτάζουμε τὰ χριστούγεννα στὶς 25 δεκεμβρίου; καὶ πάλι ἡ αἰτία βρίσκεται στὰ ἀτελῆ ἡμερολόγια τῆς ἀρχαιότητος. ἡ ῾Ρώμη γιόρταζε τὴν ἑορτὴ τῆς θεοφανείας ὄχι στὶς 5 ἢ 6 ἰανουαρίου ἀλλὰ στὶς 25 δεκεμβρίου, διότι εἶχε γίνει κάποια ἡμερολογιακὴ διόρθωσι, ἐξ αἰτίας τῆς ὁποίας τὸ χειμερινὸ ἡλιοστάσιο, ποὺ παλαιότερα συνέπιπτε στὶς 5 ἢ 6 ἰανουαρίου, τώρα συνέπιπτε στὶς 25 δεκεμβρίου, ὁπότε καὶ ἡ ἑορτὴ στὴν ῾Ρώμη μετατέθηκε στὴν νέα της ἡμερομηνία 25 δεκεμβρίου, ἐνῷ στὴν ᾿Ανατολὴ παρέμεινε στὶς 5 ἰανουαρίου. πάντως πολὺ νωρίς, τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος, ἡ 25η δεκεμβρίου ὡς χριστιανικὴ ἑορτὴ ἀπὸ τὴν ῾Ρώμη μεταφέρθηκε στὶς ἐκκλησίες τῆς ᾿Ανατολῆς καὶ καθιερώθηκε. τότε συνέβη νὰ διατηρηθοῦν ὡς ἐκκλησιαστικὲς ἑορτὲς καὶ οἱ δυὸ ἡμερομηνίες, ἡ μὲν 25η δεκεμβρίου καθαρῶς ὡς γενέθλιος ἡμέρα τοῦ Χριστοῦ, ἡ δὲ 6η ἰανουαρίου ὡς ἀνάμνησι τῆς βαπτίσεως αὐτοῦ. ἡ ἀρχαία σύζευξι τῶν δεσποτικῶν ἑορτῶν τῆς γεννήσεως καὶ τῆς βαπτίσεως στὶς 5 καὶ 6 ἰανουαρίου διατηρήθηκε μέχρι σήμερα στὸ ἑορτολόγιο τῆς ἀρμενικῆς ἐκκλησίας.
῾Η σημασία τῶν ἐρευνῶν
Τί σημαίνει ἡ ἐξακρίβωσι τῆς πραγματικῆς ἡμερομηνίας τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου; ὅτι τώρα θὰ πρέπει νὰ ἀλλάξουμε τὴν ἡμερομηνία γιορτῆς τῶν χριστουγέννων; ὄχι. πρέπει νὰ ξέρουμε ὅτι οἱ περισσότερες ἡμερομηνίες τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν εἶναι συμβατικές. ἐπὶ παραδείγματι τὸ γενέσιον τῆς Θεοτόκου δὲν συνέβη 8 σεπτεμβρίου, οὔτε ξέρουμε πότε συνέβη. ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου ἔλαβε χώρα 40 ἡμέρες πρὶν ἀπὸ τὴν μεγάλη παρασκευή, ἄρα θὰ περίμενε κανεὶς νὰ εἶναι κινητὴ ἑορτὴ καὶ νὰ τὴν γιορτάζουμε φεβρουάριο ἢ μάρτιο, κι ἐμεῖς τὴν γιορτάζουμε αὔγουστο (μετάθεσι 6 μῆνες). ἐπίσης οἱ περισσότερες μνῆμες ἁγίων δὲν εἶναι στὴν ἡμερομηνία ποὺ μαρτύρησαν ἢ ἐκοιμήθησαν ὁσιακῶς, ἀλλὰ σὲ ἄλλη ἡμερομηνία γιὰ διαφόρους λόγους. ἔτσι ἡ μνήμη τοῦ Χρυσοστόμου στὶς 13 νοεμβρίου εἶναι κατὰ μετάθεσι 2 ὁλόκληρους μῆνες. ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Συμεὼν τοῦ νέου θεολόγου μετατίθεται κατὰ 6 ὁλόκληρους μῆνες (ἀπὸ 12 μαρτίου στὶς 12 ὀκτωβρίου). ἐδῶ λοιπὸν στὰ Χριστούγεννα ἔχουμε μετάθεσι γιὰ 4 μῆνες, καὶ μάλιστα ξέρουμε καὶ τοὺς λόγους καὶ τὶς συγχύσεις μηνῶν ποὺ ὡδήγησαν σ᾿ αὐτὴν τὴν μετάθεσι. δὲν εἶναι κάτι τὸ παράξενο στὸν χῶρο τοῦ ἑορτολογίου.
Σὲ κάθε περίπτωσι ἡ σημασία τοῦ ἀκριβοῦς προσδιορισμοῦ τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι μεγάλη. 1) φαίνεται ὅτι οἱ πληροφορίες τῆς Καινῆς Διαθήκης εἶναι ἀκριβεῖς, ἄρα κατὰ πάντα ἀληθεῖς. 2) ἡ ἐκκλησία δὲν ἐπηρεάστηκε ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς ἑορτὲς στὸν ἀρχικὸ προσδιορισμὸ τῆς ἡμερομηνίας τῶν χριστουγέννων. 3) δὲν ἔχουν σχέσι τὰ δικά μας χριστούγεννα μὲ τὰ δῆθεν χριστούγεννα τοῦ ἐκτὸς ἐκκλησίας κόσμου.
(δημοσιεύτηκε στὸν «᾿Εκκλησιολόγο» Πατρῶν στὶς 17/12/2011)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου