Τον αντίκτυπο που είχαν -και έχουν μέχρι
σήμερα- για την αμερικανική οικονομία οι μεταναστευτικές ροές προς τις ΗΠΑ
αναλύουν δύο επιστήμονες του London School of Economics. Τη σχετική έκθεση
συνυπογράφουν ο καθηγητής οικονομικής γεωγραφίας Andrés Rodríguez-Pose, και η
Viola von Berlepsch.
Αναφερόμενοι αρχικά σε ιστορικά στοιχεία, οι
Rodríguez-Pose και von Berlepsch σημειώνουν ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από
το 1860 μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περισσότεροι από 40 εκατ. άνθρωποι
εγκατέλειψαν την Ευρώπη, με τη βόρειο Αμερική -και ειδικότερα τις ΗΠΑ- να
αποτελεί τον προορισμό για τα 2/3 εξ αυτών.
Μόνο στις ΗΠΑ, ο αριθμός όσων είχαν γεννηθεί
στο εξωτερικό αυξήθηκε από περίπου 4 εκατ. άτομα το 1860, σε επίπεδα ελαφρά
χαμηλότερα των 14 εκατ. ατόμων το 1920. (Το γράφημα που ακολουθεί απεικονίζει
την εξέλιξη του μεταναστευτικού πληθυσμού ως ποσοστό επί του συνολικού, αλλά και
τις ετήσιες εισροές μεταναστών επίσης ως ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού των
ΗΠΑ).
Από το γράφημα μπορεί να διακρίνει κανείς δύο
κύρια μεταναστευτικά «κύματα». Το πρώτο «κύμα» άρχισε να καταφθάνει στις ΗΠΑ
στην προεμφυλιακή περίοδο, επιβραδύνθηκε στη διάρκεια του πολέμου και ανέκαμψε
εκ νέου μεταπολεμικά. Οι μετανάστες του πρώτου «κύματος» προέρχονταν από χώρες
της βόρειας και δυτικής Ευρώπης όπως η Αγγλία, η Ιρλανδία, η Γερμανία και οι
Σκανδιναβικές χώρες. Το 1870, το 85,5% των μεταναστών στις ΗΠΑ δήλωνε μία από
αυτές τις χώρες ως χώρα προέλευσης.
Ένα νέο μεταναστευτικό «κύμα» άρχισε να γίνεται εμφανές τη δεκαετία του 1880, το οποίο ισχυροποιήθηκε τη δεκαετία του 1890 και μέχρι το 1896 είχε ήδη ξεπεράσει σε μέγεθος το πρώτο «κύμα». Αυτό το δεύτερο «κύμα» σηματοδότησε μία σημαντική αλλαγή ως προς τη γεωγραφική προέλευση των μεταναστευτικών πληθυσμών. Χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πολωνία, η Αυστροουγγαρία, η Ρωσία και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης αποτελούσαν πλέον την αφετηρία του μεγαλύτερου μέρους της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1900, ο αριθμός των μεταναστών του δεύτερου «κύματος» ήταν διπλάσιος από τον αντίστοιχο του πρώτου.
Ένα νέο μεταναστευτικό «κύμα» άρχισε να γίνεται εμφανές τη δεκαετία του 1880, το οποίο ισχυροποιήθηκε τη δεκαετία του 1890 και μέχρι το 1896 είχε ήδη ξεπεράσει σε μέγεθος το πρώτο «κύμα». Αυτό το δεύτερο «κύμα» σηματοδότησε μία σημαντική αλλαγή ως προς τη γεωγραφική προέλευση των μεταναστευτικών πληθυσμών. Χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Πολωνία, η Αυστροουγγαρία, η Ρωσία και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης αποτελούσαν πλέον την αφετηρία του μεγαλύτερου μέρους της μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ. Έως τις αρχές της δεκαετίας του 1900, ο αριθμός των μεταναστών του δεύτερου «κύματος» ήταν διπλάσιος από τον αντίστοιχο του πρώτου.
Οικονομικός αντίκτυπος
Σύμφωνα με την έκθεση, μελέτη των Hirschman και
Mogford (2009) θεωρεί τους μετανάστες του 19ου αιώνα ως την κινητήριο δύναμη
πίσω από το βιομηχανικό μετασχηματισμό των ΗΠΑ της περιόδου 1880-1920.
Οι Andrés Rodríguez-Pose και Viola von
Berlepsch σημειώνουν ότι, όπως προκύπτει από το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς
βιβλιογραφίας, η μετανάστευση αξιολογείται θετικά ως προς τις επιδράσεις της
στην οικονομία και την ανάπτυξη. Και αυτό επιτυγχάνεται μέσα από διάφορους
μηχανισμούς: τη αύξηση των αποδόσεων κλίμακας, την αλλαγή της σύνθεσης του
εργατικού δυναμικού και τις επιπτώσεις σε επίπεδο μισθών και καινοτομίας.
Αποδόσεις κλίμακας
Η μετανάστευση οδηγεί σε μεγέθυνση της
εργατικής δύναμης της οικονομίας και, κατά συνέπεια της αγοράς. Στην περίπτωση
των ΗΠΑ, καθώς μεγάλο μέρος των μεταναστών ήταν νέοι άρρενες, θετικές επιδράσεις
καταγράφηκαν και σε επίπεδο παραγωγικότητας.
Από τη βιβλιογραφία προκύπτει ότι η επίπτωση
αυτής της μεγέθυνσης, σε συνδυασμό με τις νέες δυνατότητες αλληλεπίδρασης που
αυτή συνεπάγεται, είχαν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την αμερικανική οικονομία.
Μία αξιοσημείωτη παρατήρηση είναι ότι, αν και η τεχνολογία παραγωγής θεωρείται
πως έχει σταθερές αποδόσεις κλίμακας, εξωτερικοί παράγοντες όπως η μετανάστευση
μπορούν να αυξήσουν αυτές τις αποδόσεις.
Ένα άλλο επιχείρημα είναι ότι δημιουργούνται
οικονομίες κλίμακας που αυξάνουν τη ζήτηση για βιομηχανικά αγαθά. Στην περίπτωση
των ΗΠΑ, σταδιακά όλο και μεγαλύτερο μέρος των κερδών επαν-επενδυόταν στην
τεχνολογία, αυξάνοντας την παραγωγή κ.ο.κ. Το επίπεδο της ζήτησης, και κατ’
επέκταση η ανάπτυξη, ωφελήθηκε περαιτέρω από τις αυξανόμενες ανάγκες των
μεταναστών για στέγαση, αστική ανάπτυξη κ.ά. Και η ζήτηση αυτή άρχισε να
ικανοποιείται από την αύξηση και τη μεγαλύτερη διασπορά της τοπικής
παραγωγής.
Σύνθεση εργατικού δυναμικού
Η μετανάστευση μεταβάλλει τη σύνθεση του
εργατικού δυναμικού, μεταξύ άλλων και ως προς την αναλογία μεταξύ ειδικευμένου
και ανειδίκευτου προσωπικού. Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά των δεξιοτήτων
μεταξύ των μεταναστών και των ντόπιων, τόσο μεγαλύτερα είναι τα οφέλη για τη
χώρα υποδοχής, κάτι βέβαια που εξαρτάται από την ελαστικότητα στην υποκατάσταση
μεταξύ ειδικευμένου και ανειδίκευτου προσωπικού.
Ο μετασχηματισμός της οικονομίας των ΗΠΑ στη
διάρκεια του 19ου αιώνα δημιούργησε αυξημένη ζήτηση για ανειδίκευτο εργατικό
δυναμικό και η μετανάστευση ικανοποίησε αυτή τη ζήτηση, συμβάλλοντας στην
ταχύτατη βελτίωση της παραγωγικότητας. Επιπλέον, η μετανάστευση επιτρέπει την
πιο αποτελεσματική αξιοποίηση του ειδικευμένου εγχώριου εργατικού δυναμικού, σε
τομείς όπου θα μπορεί να είναι πιο παραγωγικό.
Μετανάστευση και μισθοί
Η μετανάστευση θεωρείται γενικά ότι ενισχύει
την οικονομική ανάπτυξη της χώρας υποδοχής μέσω αύξησης των μισθών, αν και αυτή
η θετική επίδραση είναι ακόμα αμφιλεγόμενη. Κάποιες μελέτες δείχνουν ότι η
μετανάστευση στα τέλη του 20ου αιώνα οδήγησε σε απώλεια 3% των πραγματικών
μισθών για τους εργαζόμενους που είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ. Σύμφωνα με αυτές τις
εκτιμήσεις, για τους ντόπιους εργάτες που δεν διέθεταν απολυτήριο λυκείου, οι
απώλειες έφτασαν σχεδόν το 9%.
Ωστόσο, άλλες μελέτες που επικεντρώνουν στη
μετανάστευση του 19ου αιώνα αλλά και κάποιες που εστιάζουν στον 20ο αιώνα, έχουν
εντοπίσει μια σημαντική θετική επίδραση της μετανάστευσης στους μισθούς των
ντόπιων εργαζομένων. Σύμφωνα με αυτές τις μελέτες, η μετανάστευση οδήγησε
μακροπρόθεσμα σε αύξηση 1,8% των μισθών των τελευταίων. Βραχυπρόθεσμα η αύξηση
ήταν της τάξης του 0,7%.
Για τους λιγότερο μορφωμένους, τα αποτελέσματα
έδειξαν μια μείωση της τάξης του 1,1%. Όλες οι άλλες ομάδες εργαζομένων που
είχαν γεννηθεί στις ΗΠΑ και διέθεταν ένα τουλάχιστον πτυχίο (90% του πληθυσμού)
ωφελήθηκαν σημαντικά από τη μετανάστευση.
Μετανάστευση και καινοτομία
Η μαζική μετανάστευση θεωρείται επωφελής για
την παραγωγικότητα, μέσω της καινοτομίας και της εξειδίκευσης. Η σημασία της
εκμάθησης μέσω της εργασίας ενισχύθηκε και δημιούργησε νέα προϊόντα και
διαδικασίες.
Επιπλέον, τα ίδια τα χαρακτηριστικά του «μέσου»
μετανάστη -νέος, με επιχειρηματικό πνεύμα και με διάθεση ανάληψης ρίσκου-
τροφοδοτούν την καινοτομία. Μελέτη των Partridge και Furtan (2008), έχει δείξει
ότι μία αύξηση 10% του αριθμού των μεταναστών θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση
κατά 7,3% των αιτήσεων κατοχύρωσης ευρεσιτεχνιών.
Συμπερασματικά
Όπως αναφέρουν οι Andrés Rodríguez-Pose, και
Viola von Berlepsch, πολλές μελέτες τείνουν να εστιάζουν στις βραχυπρόθεσμες
επιπτώσεις της μετανάστευσης στην οικονομία και για το λόγο αυτό δεν είναι σε
θέση να «διακρίνουν» την άμεση συσχέτιση της μετανάστευσης με την
ανάπτυξη.
Σχεδόν ενάμισι αιώνα μετά το πρώτο «κύμα»
μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ, οι περιοχές της χώρας όπου εγκαταστάθηκαν οι
μετανάστες βρίσκονται σε καλύτερη θέση (από οικονομική σκοπιά) σε σχέση με
εκείνες που δεν τις άγγιξε η μετανάστευση, σχολιάζουν.
Επιπλέον, τονίζουν ότι είναι ανησυχητική η
σημερινή τάση στις ΗΠΑ για δραστικό περιορισμό ή αυστηρά επιλεκτικό έλεγχο της
μετανάστευσης (με κριτήρια π.χ. επαγγελματικής ειδίκευσης). Όπως υποστηρίζουν, η
άφιξη μεγάλου αριθμού νέων -κατά κύριο λόγω ανειδίκευτων και δύσκολα
αφομοιώσιμων- εργαζομένων είναι ακριβώς ο τύπος της μετανάστευσης που
χρειάζονται και σήμερα οι ΗΠΑ. Αυτού του τύπου η μετανάστευση, στα τέλη του 19ου
και στις αρχές του 20ου αιώνα, άφησε μια πολύτιμη οικονομική κληρονομικά στη
χώρα η οποία γίνεται αισθητή μέχρι σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου